ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

«Ἐν Ἐκκλησίαις εὐλογεῖτε τόν Θεόν».
Ψαλμ. 67,27

Ἡ ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία εἶναι θεανθρωπίνη πραγµατικότητα, ἡ ὁποία δέν µπορεῖ οὔτε νά περιγραφεῖ µέ σαφήνεια, οὔτε πολύ περισσότερο νά ὁρισθεῖ μέ ἀκρίβεια. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι µυστήριο ἀπροσπέλαστο ἀπό τήν ἀνθρώπινη διάνοια, βιούµενο µόνο διά τῆς πίστεως. Τό µυστήριο µάλιστα τῆς Ἐκκλησίας συνάπτεται στενότατα µέ τό ὑπέρξενο µυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. Ὁ νέος ὅσιος πατήρ τῆς Ἐκκλησίας µας, π. Ἰουστῖνος (Πόποβιτς) ἔγραφε ὅτι: «Ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τό ἁγιώτατον καί προσφιλέστατον µυστήριον τοῦ Θεοῦ, µυστήριον τῶν µυστηρίων, ἤ µᾶλλον παµµυστήριον τῶν παµµυστηρίων». Κατά τά ἀνωτέρω ἀκριβής ὁρισµός τῆς Ἐκκλησίας δέν µπορεῖ νά δοθεῖ. Αὐτό ὅµως πού θά µπορούσαµε νά ποῦµε εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Κοινωνία θεώσεως», ἀλλά καί τό πραγµατικό καί πανάγιο Σῶµα τοῦ Σωτῆρος µας, Ἰησοῦ Χριστοῦ, στό ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὡς ἡ πανακήρατη Κεφαλή του καί µέσα ἀπό τά ἅγια μυστήρια, µᾶς συσσωµατώνει καί µᾶς κάνει ὀντολογικῶς τίμια µέλη Του. Διά δέ τοῦ Χριστοῦ καί ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μέσα στήν Ἐκκλησία ἔχουμε τήν προσαγωγή πρός τόν Θεό Πατέρα. Μέ ἰδιαίτερη σαφήνεια ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος σηµειώνει ὅτι «Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστός, ὁ µεθ’ ἡµῶν ὤν καί εἰς τούς αἰῶνας παρατεινόµενος». Ἡ ταυτότητα δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι αὐτός ὁ Κύριος Ἰησοῦς.

Ἡ ἁγία Ἐκκλησία ἔχει τήν ἀρχή της πρίν τήν δηµιουργία τοῦ κόσµου. Ὁ µεταποστολικός ἐκκλησιαστικός συγγραφέας Ἑρµᾶς λέγει χαρακτηριστικῶς ὅτι ὁ Θεός ἔκτισε «τήν ἁγίαν Ἐκκλησίαν αὐτοῦ ἐν τῇ ἰδίᾳ σοφίᾳ καί προνοίᾳ». Ἡ Ἐκκλησία «πάντων πρώτη ἐκτίσθη διά τοῦτο καί πρεσβυτέρα καλεῖται». Τό ἀειθαλές, εὐσκιόφυλλο καί εὐρύχωρο δένδρο τῆς Ἐκκλησίας ἔχει τήν ρίζα του στό µυστήριο τῆς Ὑπερουσίου Τριάδος. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει οὐράνια τήν καταγωγή, γι’ αὐτό καί ἔχει ὡς σκοπό νά προετοιµάζει οὐρανοπολίτες. Τόν πανάγιο Οἶκο Του, τήν Ἐκκλησία, τήν ἔκτισε «ὁ Πατήρ διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύµατι, ὡς τήν πρώτην καί σπουδαιοτάτην καί προσφιλεστάτην κτίσιν καί δηµιουργίαν Του» (Ἰω. Καρµίρη, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία). Ἡ Ἐκκλησία εἶχε τό πρῶτον ἀποτελεσθῆ ἀπό τούς οὐρανίους χορούς τῶν πλησιοθέων Ἀγγέλων. Ἀργότερον, καί µετά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου προσετέθησαν σ’ αὐτήν καί οἱ βαπτισθέντες στό ὄνοµα τῆς Παναγίας Τριάδος ἄνθρωποι. Ὡς γενέθλιος ἡµέρα τῆς ἐπί γῆς φανερώσεως τῆς Ἐκκλησίας θεωρεῖται ἡ ἁγία Πεντηκοστή, ὅταν τό Πανάγιο Πνεῦµα ἐπεφοίτησε στούς ἁγίους Ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ. Κατ’ ἀκρίβεια, ἡ Ἐκκλησία ὡς ἐγκόσµια πραγµατικότητα, χωρίς ποτέ νά εἶναι «ἐκ τοῦ κόσµου τού του», ἀλλά ἀποτελοῦσα τόν κόσµο (τό στολίδι) τοῦ κόσµου, παρουσιάζεται ὡς «καρπός τῆς ἐµφανίσεως τοῦ Χριστοῦ» (Παν. Τρεµπέλα, Δογµατική).

Μέσα στήν Ἐκκλησία συγκροτεῖται ἡ οἰκογένεια τῶν διεσκορπισµένων παιδιῶν τοῦ Θεοῦ, τά ὁποῖα συγκεντρώνονται ἀπό τόν Χριστόν καί διά τοῦ Χριστοῦ «εἰς ἕν». ΣτήνἘκκλησία γινόµεθα καί πάλιν «οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. β΄ 19) καί λαός Του περιούσιος. Ἡ τρισευδαίµων κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου µετά τοῦ Θεοῦ, πού ὑπῆρχε στόν Παράδεισο καί διεκόπη «φθόνῳ καί συνεργίᾳ τοῦ Διαβόλου» λόγῳ τῆς προπατορικῆς ἁµαρτίας, ἀποκαθίσταται διά τοῦ Χριστοῦ µέσα στήν Ἐκκλησία.

Μέ τό ἅγιο, ὀρθόδοξο βάπτισμά μας στό ὄνομα τῆς Παναγίας Τριάδος εἰσερχόμεθα στήν Ἐκκλησία καί πολιτογραφούμεθα στήν οὐράνια πατρίδα. Μέσα στήν Ἐκκλησία ὅλοι οἱ πιστοί εἴμεθα «ἕν σῶμα καί ἕν πνεῦμα καθώς καί ἐκλήθημεν ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ἡμῶν. Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα…ὅτι εἷς Ἄρτος, ἕν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμέν…». (Α΄ Κορ. Ι΄,1617).

Ὁ πιστός ἄνθρωπος ὡς τίµιο, ζωντανό καί ἀγωνιζόµενο µέλος τοῦ Σώµατος τοῦ Χριστοῦ συµφιλιώνεται διά τοῦ Χριστοῦ µέ τόν Θεό Πατέρα, δικαιώνεται, ζωοποιεῖται, φωτίζεται, ἁγιάζεται, σώζεται, χριστοποιεῖται, ἀπολαµβάνει τῆς θείας υἱοθεσίας, γίνεται κληρονόµος Θεοῦ καί συγκληρονόµος Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μέσα στήν Ἐκκλησία ὁ χριστιανός γίνεται «θείας κοινωνός φύσεως» (Β΄ Πέτρου 1,4) καί ἀλληλοπεριχωρεῖται «ἐν παροξυσµῷ ἀγάπης» (Ἑβρ.10,24) µέ τόν συνάνθρωπόν του, ὑπερβαίνει τόν ἀτοµισµό καί τή φιλαυτία του καί ζεῖ τήν θαλπωρή καί τήν ἀσφάλεια τῆς ἐν Χριστῷ οἰκογενείας. Τό νά εἴµεθα ὀντολογικῶς καί χαρισματικῶς ἐνσωματωμένοι ὡς µέλη στό πανακήρατο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία, συµφώνως µέ τήν ὀρθόδοξη πίστη µας εἶναι βασική προυπόθεση σωτηρίας µας. Γιά αὐτό καί στό ἱερώτατο Σύµβολο Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως µετά τήν πίστη µας στήν Παναγία Τριάδα, ὁµολογοῦµε ἐπίσης καί διακηρύσσουµε τήν πίστη µας «εἰς µίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Αὐτή εἶναι ἡ ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία µας. Ἡ μία καί μοναδική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ µεταποστολικός Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας µας ἅγιος Κυπριανός σηµειώνει ὅτι: «ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία» καί ὅτι: «δέν µπορεῖ νά ἔχει τόν Θεόν πατέρα ἐκεῖνος, πού δέν ἔχει τήν Ἐκκλησία µητέρα». Σέ κάθε εὐχαριστιακή Σύναξη βεβαιωνόµεθα, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὅτι δέν εἴµεθα ἄτοµα ἀποκεκοµµένα ἀπό τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπό µας, ἀλλά κοινωνία ἁγίων, οἰκογένεια Θεοῦ, Σῶµα Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ συµµετοχή µας στήν θεία Λειτουργία, πού εἶναιὁ πλέον αὐθεντικός τρόπος φανερώσεως καί πραγματώσεως τοῦ µυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας, δέν συνιστᾶ κατά κανένα τρόπο µία τυπική ἐκπλήρωση ἑνός κάποιου θρησκευτικοῦ καθήκοντος, ἀλλά αὐθεντικός τρόπος ὑπάρξεως καί ἀπαραίτητη προϋπόθεση σωτηρίας, ζωῆς καί ἁγιασμοῦ. Ἡ ὀρθόδοξη λειτουργική ζωή, ἔχουσα ὡς κύριο σκοπό τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου, μέ τόν εὐχαριστιακό καί δοξολογικό της χαρακτῆρα, διασώζει τήν ὅλη ἐσχατολογική προοπτική. Μέσα στήν Ἐκκλησία, καί μάλιστα κατά τήν θεία Λειτουργία, «ἡ παροῦσα ζωή λογίζεται ὡς ἡ ἀπαρχή καί ἡ πρόγευση τῆς μέλλουσας καί ἡ μέλλουσα ἡ συνέχεια τῆς παρούσας. Ἡ ἀρμονική αὐτή σύνθεση παρούσας καί μέλλουσας ζωῆς, χρόνου καί αἰωνιότητας ἐκφράζεται στήν ἐν Χριστῷ ζωή» (Καθ. Γ. Μαντζαρίδης). Αὐτή ἡ ζωή καταρτίζει τόν πιστό «πρός τόν ἐξ ἀναστάσεως βίον» (ὅ. π.). Διά τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του ὁ Κύριός μας «Ἐκκλησίας σάρκα ἀνέλαβεν» (ἱερός Χρυσόστομος) καί ἦλθεν «εἰς τά ἴδια» (Ἰω. 1,11). Ἡ κάθε θεία Λειτουργία εἶναι μία πραγματική ἁγία Ἀναφορά,δηλαδή μία πνευματική ἄνοδος, ἀνύψωσις τῶν πιστῶν στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ Πατρός. Δέν ἀναφέρονται μόνον, διά τῆς θείας ἐπικλήσεως τά τίμια δῶρα στό ὑπερουράνιο θυσιαστήριο,ἀλλά ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος. Τό θειότατο μυστήριο τῆς πανιέρου λειτουργίας ὑποστασιοποιεῖ τό μυστήριο τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ· εἶναι ἡ ἱερά εἰκών τῆς πραγματικῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου ἀνάμεσά μας. Στήν θεία Εὐχαριστία δέν προσεύχεται ἁπλῶς μόνον ὁ λαός τοῦ Θεοῦ. Προσεύχεται πρωτίστως ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός ὡς Ἐκκλησία. Ἡ προσευχή τῆς εὐχαριστιακῆς Συνάξεως προσλαμβάνεται καί ἁγιάζεται ἀπό τόν Υἱό, «τόν προσφέροντα καί προσφερόμενον, προσδεχόμενον καί διαδιδόμενον» Χριστόν, καί ἀπό Ἐκεῖνον ἀναφέρεται προσφέρεται στόν Θεό Πατέρα. Ὁ Πατήρ δέχεται αὐτή τήν ἁγία Ἀναφορά τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ Του καί ἐν τῷ Προσώπῳ Του δέχεται καί ὅλους ἐμᾶς πού ἀποτελοῦμε μέλη τοῦ Παναγίου Σώματός Του. Ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι ἡ πανίερος προσαγωγή – προσφορά τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ στόν Πατέρα. Ὁ Υἱός προσφέρει καί ἱερουργεῖ τό θεῖο μυστήριο, ὡς ὁ μοναδικός«μεσίτης Θεοῦ καί ἀνθρώπων» (Α΄ Τιμ. β΄, 5)καί Μέγας Ἀρχιερεύς. Εἶναι ἄλλωστε ὁ μόνοςπού μπορεῖ νά εἰσακουσθεῖ ἀπό τόν Πατέρα. Ὁ Θεός ἀναπαύεται εἰς τόν κατά φύσιν Υἱόν τῆς εὐδοκίας Του τόν ἀγαπητόν καί προσλαμβάνει καί ὅλους ἐμᾶς ὡς κατά χάριν υἱούς στό πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ Του. Ὁ Πατήρ μᾶς ἀναγνωρίζει ὡς μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Υἱοῦ Του καί ἔτσι ἑνούμεθα μέ τόν Θεόν.

Σκοπός τῆς τελέσεως τοῦ Εὐχαριστιακοῦ μυστικοῦ Δείπνου εἶναι ἡ συμμετοχή μας στήν Τράπεζα τοῦ Κυρίου καί δι’ αὐτῆς ἡ θέωσίς μας. Τήν ἀθάνατη καί ψυχοτρόφο Τράπεζα ὁ δειπνοκλήτωρ Κύριός μας τήν ἑτοιμάζει ὁ ἴδιος γιά ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του καί τά καλεῖ νά γίνουν κοινωνοί «τροφῆς αἰωνιζούσης». Ἡ θεία Κοινωνία δέν εἶναι μόνον τροφή ἁγίων, ἀλλά καί φάρμακο τῶν μετανοούντων καί οὐράνια ἐνίσχυση τῶν ἀγωνιζομένων πιστῶν. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ χριστιανοί μας συχνά προβληματίζονται ὡς πρός τήν συχνότητα προσελεύσεως στήν θεία Κοινωνία. Τήν αὐθεντική ἀπάντηση στήν παραπάνω ἀπορία τήν δίδει ὁ Οἰκουμενικός διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μας Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, λέγων: «Πολλοί μεταλαβαίνουν μία φορά τόν χρόνο, ἐνῶ ἄλλοι δύο καί ἄλλοι πολλές φορές… Ποιούς θά ἀποδεχθοῦμε;… Οὔτε αὐτούς πού μεταλαβαίνουν μία φορά, οὔτε αὐτούς πού μεταλαβαίνουν πολλές, οὔτε αὐτούς πού μεταλαβαίνουν λίγες φορές, ἀλλά ἐκείνους πού μεταλαβαίνουν μέ καθαρή συνείδηση, μέ καθαρή καρδιά καί μέ ζωή ἀνεπίληπτη. Ὅσοι εἶναι καθαροί ἄς πλησιάζουν πάντοτε, ἐνῶ ὅσοι δέν εἶναι καθαροί, ἄς μήν προσέρχονται οὔτε μία φορά. Διότι λαμβάνουν γιά τούς ἑαυτούς τους καταδίκη καί κατάκριση καί κόλαση καί τιμωρία». Σωζόµεθα λοιπόν ἐπειδή εἴµεθα µέλη τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας, «τῆς νύµφης τοῦ Χριστοῦ» τήν ὁποία αὐτός ὁ Κύριός μας «περιεποιήσατο διά τοῦ ἰδίου αἵµατος» ( Πραξ. Κ΄, 28) καί κυρίως διότι διά τῆς ἐμπροϋποθέτου μετοχῆς μας στό Κυριακό δεῖπνο γινόμεθα «σύσσωμοι καί σύναιμοι» μέ τόν Κύριό μας. «Διά δέ τῆς ἁγίας μεταλήψεως τῶν ἀχράντων καί ζωοποιῶν μυστηρίων τήν πρός αὐτόν κατά μέθεξιν ἐνδεχομένην δι’ ὁμοιότητος κοινωνίαν τε καί ταὐτότητα, δι’ ἧς γενέσθαι θεός ἐξἀνθρώπου καταξιοῦται ὁ ἄνθρωπος» τονίζει ὁἍγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής (P.G. 049 24.4724.50). Μέσα ἀπό τήν μελέτη τῆς διδασκαλίαςκαί τῆς ζωῆς τῶν θεοφόρων Πατέρων τῆςἁγίας ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας διαπιστώνουμε ὅτι στούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες ἡ συμμετοχή τῶν πιστῶν στό Κυριακό Δεῖπνο ἦταν συνεχής. Ἡ προσέλευση στό Ποτήριον τῆς ζωῆς εἶναι τό κέντρο καί ὁ σκοπός τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς καί προσπαθείας. ΤόΔεσποτικό Σῶμα καί Αἷμα δέν εἶναι μόνον ὁστέφανος τῶν τελείων, ἀλλά καί τό φάρμακο τῶν ἀσθενούντων καί ἡ στοργική ἀγκάλη τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ γιά τούς εἰλικρινῶς μετανοοῦντες.

Ἡ ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι κατά τόν θεῖο Ἀπόστολο Παῦλο «στῦλος καί ἑδραίωµα τῆς ἀληθείας» (Α΄ Τιμ. 3,15). Αὐτή τή σώζουσα τόν ἄνθρωπο ἀλήθεια διαφυλάσσει, δύο χιλιάδες χρόνια τώρα, ἀκέραιη καί ἀνόθευτη, ἡ ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία µας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι θεµελιωµένη ἀµετακίνητα πάνω στήν ἀκρογωνιαία πέτρα τῆς πίστεως, στόν θεάνθρωπο Κύριο καί Σωτῆρα µας, Ἰησοῦ Χριστό, στό «μέγα τῆς εὐσεβείας μυστήριον» (Α΄ Τιμ.3,16). Χριστιανός «ἀσύνακτος», «ἀνεκκλησίαστος» δέν νοεῖται οὔτε καί µπορεῖ νά ὑπάρξει. Ἡ δέ «ἁγιοφόρος καί θεοπρεπεστάτη κιβωτός τῆς σωτηρίας µας», ἡ ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, δέν εἶναι ἕνας ἀνθρώπινος θεσµός, φιλανθρωπικό ἵδρυµα, σωµατεῖο, λέσχη εὐσεβῶν ἀνθρώπων, ἠθικοπλαστικός σύλλογος, ἀλλά πρωτίστως καί κυρίως «τό θεότευκτο ἐργαστήριο τῆς σωτηρίας µας», ἡ ὄντως σώζουσα κοινωνία προσώπων ἐν Χριστῷ, ἡ παρατεινομένη στούς αἰῶνες μυστική Τράπεζα τοῦ Κυρίου, μία πραγματική κοινωνία θεώσεως. Ὁ Χριστός εἶναι ἀναποσπάστως συνδεδεμένος μέ τήν Ἐκκλησία Του. Ἡ Ἐκκλησία δέν νοεῖται χωρίς τόν Χριστό. Ἡ θέωση, τέλος, δέν νοεῖται χωρίς τήν Ἐκκλησία.

Αὐτό τό «ἀπ’ αἰῶνος σεσιγηµένο µυστήριο» τῆς Ἐκκλησίας καθίσταται συγκεκριµένη πραγµατικότητα «ἐν χρόνῳ καί τόπῳ» γιά τόν κάθε χριστιανό µέσα στή ἐνορία του, πού εἶναι τό βασικό κύτταρο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Στήν ἐνορία του ὁ κάθε πιστός λαµβάνει πεῖρα τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἕνα γενικό, ἀόριστο καί ἀφηρηµένο γεγονός, ἀλλά ἡ συγκεκριµένη εὐχαριστιακή Σύναἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία µας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι θεµελιωµένη ἀµετακίνητα πάνω στήν ἀκρογωνιαία πέτρα τῆς πίστεως, στόν θεάνθρωπο Κύριο καί Σωτῆρα µας, Ἰησοῦ Χριστό,στό «μέγα τῆς εὐσεβείας μυστήριον» (Α΄ Τιμ.3,16). Χριστιανός «ἀσύνακτος», «ἀνεκκλησίαστος» δέν νοεῖται οὔτε καί µπορεῖ νά ὑπάρξει.Ἡ δέ «ἁγιοφόρος καί θεοπρεπεστάτη κιβωτός τῆς σωτηρίας µας», ἡ ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, δέν εἶναι ἕνας ἀνθρώπινος θεσµός, φιλανθρωπικό ἵδρυµα, σωµατεῖο, λέσχη εὐσεβῶν ἀνθρώπων, ἠθικοπλαστικός σύλλογος, ἀλλά πρωτίστως καί κυρίως «τό θεότευκτο ἐργαστήριο τῆς σωτηρίας µας», ἡ ὄντως σώζουσα κοινωνία προσώπων ἐν Χριστῷ, ἡ παρατεινομένη στούς αἰῶνες μυστική Τράπεζα τοῦ Κυρίου, μία πραγματική κοινωνία θεώσεως. Ὁ Χριστός εἶναι ἀναποσπάστως συνδεδεμένος μέ τήνἘκκλησία Του. Ἡ Ἐκκλησία δέν νοεῖται χωρίς τόν Χριστό. Ἡ θέωση, τέλος, δέν νοεῖται χωρίς τήν Ἐκκλησία. Αὐτό τό «ἀπ’ αἰῶνος σεσιγηµένο µυστήριο» τῆς Ἐκκλησίας καθίσταται συγκεκριµένη πραγµατικότητα «ἐν χρόνῳ καί τόπῳ» γιά τόν κάθε χριστιανό µέσα στή ἐνορία του, πού εἶναι τό βασικό κύτταρο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Στήν ἐνορία του ὁ κάθε πιστός λαµβάνει πεῖρα τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἕνα γενικό, ἀόριστο καί ἀφηρηµένο γεγονός, ἀλλά ἡ συγκεκριµένη εὐχαριστιακή Σύναξη στό ὄνοµα τοῦ Χριστοῦ, πού διακονεῖται ἀπό κανονικούς ἱερεῖς πού εἶναι ἑνωµένοι µέ τόν, εἰς τύπο καί τόπο Χριστοῦ εὑρισκόµενο κανονικό Ἐπίσκοπο. Τό σύνολο πάλιν τῶν ἐνοριῶν συγκροτοῦν τήν κάθε τοπική Ἐκκλησία, ἡ ὁποία διά τοῦ Ἐπισκόπου της εἶναι ἑνωµένη µέ τήν ἀνά τήν οἰκουµένη ἁγία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Στή ἐνορία του ὁ κάθε χριστιανός ἀπό τήν στιγμή τῆς βαπτίσεώς του ζεῖ προσωπικῶς καί κοινωνικῶς τό µυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἡ ἀληθής πνευµατική του οἰκογένεια. Μέσα στήν Ἐκκλησία ἐνορία ὁ κάθε πιστός ἔχει τήν δυνατότητα νά αἰσθανθεῖ «ἐν ἉγίῳΠνεύµατι» τόν λειτουργό (Ἐπίσκοπο, Ἱερέα) τῆς εὐχαριστιακῆς Συνάξεως ὡς τήν ἔμψυχο εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὡς τόν πνευµατικό του πατέρα καί τούς χριστιανούς ὡς τούς πνευµατικούς του ἀδελφούς. Στόν ἐνοριακό τους Ναό οἱ πιστοί ἑνός συγκεκριµένου τόπου µέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος ἐκκλησιοποιοῦνται, χριστοποιοῦνται, ἑνώνονται πνευµατικῶς ,συµπορεύονται, ἀδελφοποιοῦνται, κοινωνοῦν µέ τόνΘεό καί τή σεπτή εἰκόνα Του, τόν ἄνθρωπο, γίνονται διά τῆς συµµετοχῆς τους στά θειότατα µυστήρια διά τῶν ὁποίων «σημαίνεται ἡ Ἐκκλησία» (Ἅγ. Νικόλαος Καβάσιλας) καί µάλιστα σ’ αὐτό τῆς Θείας Εὐχαριστίας «µέτοχοι ζωῆς αἰωνίου». Ἡ κάθε ἐνορία, ὡς ἡ ἐντός συγκεκριµένων γεωγραφικῶν ὁρίων εὐχαριστιακή Σύναξη, εἶναι µία πραγµατική εὐλογία τοῦΘεοῦ. Ἡ ἐνορία βεβαίως δέν ἀποτελεῖ ἀπό µόνη της αὐτάρκη καί αὐτοτελῆ εὐχαριστιακή ἑνότητα, ἀλλά προέκταση «ἐν τόπῳ» τῆς µιᾶς Ἐπισκοποκεντρικῆς Εὐχαριστίας. Μέ τήν ἐµφάνιση, ἤδη ἀπό τόν τρίτο µ.Χ. αἰώνα τῆς ἐνορίας καί γιά λόγους καθαρῶς πρακτικούς, (πληθυσµιακή αὔξηση τοῦ πληρώµατος), πραγµατοποιήθηκε ἡ ἐπέκταση τῆς µιᾶς, ὑπό τόν τοπικό Ἐπίσκοπο, Εὐχαριστίας µέσα στά γεωγραφικά ὅρια τῆς Ἐπισκοπῆς, χωρίς ὅµως νά δηµιουργηθοῦν οὐσιαστικῶς νέα κέντρα Εὐχαριστιακῆς ἑνότητος. Συµφώνως πρός τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία µας, ἡ «µία, ἁγία, καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία» δέν ἀποτελεῖ «ἀθροιστική ἑνότητα µερῶν, ἀλλά ὀργανική ἑνότητα πλήρων Ἐκκλησιῶν πού ταυτίζονται µεταξύ τους, ὥστε νά ἀποτελοῦν ἕνα Σῶµα ὑπό µίαν Κεφαλήν» (Μητρ. ΠεργάµουἸωάννου, Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστίᾳ καί τῷ Ἐπισκόπῳ).

Τό ὁρατό κέντρο τῆς κάθε ἐνορίας, ἡ ἀστείρευτη πηγή τῶν θείων εὐλογιῶν, εἶναι ὁ ἱερός Ναός, ὅπου τελεσιουργεῖται, διά τοῦ Χριστοῦ καί ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, τό µυστήριο τῆς σωτηρίας. Ὁ κάθε ὀρθόδοξος ἱερός Ναός εἶναι τόπος ἅγιος, πραγματικός Οἶκος Θεοῦ, ἕνα κομμάτι αὐτοῦ τοῦ ἰδίου τοῦ Παραδείσου στήν γῆ, λιμήν σωτηρίας, διδασκαλεῖο ἀρετῶν, θεραπευτήριο ψυχῶν καί σωμάτων, πύλη τοῦ οὐρανοῦ. Ὅταν εἰσερχόμεθα στόν ἱερό Ναό, διδάσκει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «εἰσερχόμεθα στά ἀνάκτορα τῶν οὐρανῶν, βαδίζουμε σέ τόπο πού ἀστράφτει ἀπό φῶς ἀθάνατο». Τό δέ ἅγιο θυσιαστήριο ὅπου τελεσιουργοῦνται τά θεῖα μυστήρια, εἶναι πηγή ἀκένωτος ἀπ’ ὅπου ἀναβλύζει ἀενάως ἡ δωρεά τῆς θείας χάριτος πού ζωοποιεῖ, ἁγιάζει καί ἀθανατίζει τόν ἄνθρωπο.

Διάπυρος εὐχέτης σας πρός τόν Κύριον.

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ὁ Σερρῶν καί Νιγρίτης Θεολόγος