Τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου

Τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς
Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου

Ἅγιος Νικόλαος Ἀχρίδος

Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας γιορτάζει τὴ μνήμη μίας πολὺ μικρῆς ὁμάδας μαθητῶν καὶ ὀπαδῶν Του. Σήμερα παρουσιάζει μπροστά σου μόνο τριακόσιους δεκαοκτὼ γλυκεῖς, εὐώδεις καὶ ἀμάραντους καρπούς. Μιὰ μικρὴ ἀλλά ἐκλεκτὴ ὁμάδα. Αὐτοὶ εἶναι οἱ τριακόσιοι δεκαοκτὼ ἅγιοι πατέρες τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ συνῆλθε στὴ Νίκαια τὸ 325 μ. Χ., τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, γιὰ τὴν ὑπεράσπιση, ἀποσαφήνιση καὶ βεβαίωση τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης.

Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη στὴν Ἐκκλησία εἶχαν ἐμφανιστεῖ «λύκοι βαρεῖς» (Πράξ. κ’ 29), πού φοροῦσαν ροῦχα ὅμοια μὲ τῶν ποιμένων. Αὐτοὶ εἶχαν ἔκλυτη ζωὴ καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦσαν νὰ βροῦν μέσα τους τόπο γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἔπεσαν κι οἱ ἴδιοι, ἀλλά παρέσυραν καὶ τοὺς πιστοὺς σὲ πλάνες. Ἡ διδασκαλία τους ἦταν διαβρωτική, ὅπως κι ἡ ζωή τους. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα λοιπὸν σύναξε τοὺς ἁγίους αὐτοὺς τοῦ Θεοῦ σὲ μιὰ Σύνοδο, ὥστε νὰ φανοῦν οἱ ἀληθινοὶ διδάσκαλοι τοῦ Χριστοῦ, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς πλανεμένους· νὰ φανεῖ ἡ δύναμη ἐκείνων πού ἀγωνίζονται γιὰ τὸν Χριστὸ ἐναντίον ἐκείνων πού τὸν πολεμοῦν καὶ νὰ διακριθεῖ ὁ γλυκὺς καρπὸς τοῦ καλοῦ Δέντρου, πού εἶναι ὁ Χριστός, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς σάπιους καὶ πικροὺς καρποὺς τοῦ δέντρου τοῦ πονηροῦ.

Οἱ ἅγιοι πατέρες ἔλαμψαν στὴ Νίκαια ὅπως τὰ ἄστρα στὸν οὐρανό, πού παίρνουν τὸ φῶς τους ἀπὸ τὸν ἥλιο. Ἔτσι καὶ ἐκεῖνοι φωτίστηκαν ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ κι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἦταν Χριστοφόροι ἄνθρωποι, ὁ Χριστὸς ζοῦσε κι ἔλαμπε μέσα ἀπὸ τὸν καθένα τους. Ἦταν οὐρανοπολίτες μᾶλλον παρὰ πολίτες τῆς γῆς, ἀγγελόμορφοι, ἔμοιαζαν περισσότερο μὲ ἀγγέλους παρὰ μὲ ἀνθρώπους. Ἦταν πραγματικὰ «ναὸς Θεοῦ ζῶντος, καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω» (Β’ Κόρ. στ’ 16).

Πιστεύω πώς εἶναι ἀρκετὸ ν’ ἀναφερθῶ σὲ τρεῖς μόνο ἀπ’αὐτούς· ἐκείνους πού σοῦ εἶναι οἱ πιὸ γνωστοί, γιὰ νὰ ‘χεις μιὰ ἰδέα πῶς ἦταν κι οἱ ὑπόλοιποι τριακόσιοι δεκαπέντε. Κι ἀναφέρομαι στὸν ἅγιο πατέρα Νικόλαο, στὸν ἅγιο Σπυρίδωνα καὶ στὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Μέγα. Πολλοὶ ἀπό τούς ἅγιους πατέρες ἔφτασαν στὴ Σύνοδο φέροντας στὸ σῶμα τους τραύματα πού εἶχαν δεχτεῖ γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ ἅγιος Παφνούτιος, γιὰ παράδειγμα, εἶχε χάσει τὸ ἕνα του μάτι ὅταν τὸν βασάνιζαν. Ὅλοι τους ἔλαμπαν ἀπὸ ἕνα ἐσωτερικὸ φῶς πού προερχόταν ἀπὸ τὸν Θεό, ἕνα φῶς ὅπου διακρινόταν καθαρὰ ἡ ἀλήθεια. Ὡς ἀκόλουθοι τοῦ Ἐσταυρωμένου δὲν λογάριαζαν τὰ βασανιστήρια. Ἡ ἀφοβία τους στὴν ὑπεράσπιση τῆς ἀλήθειας ἦταν μέγιστη, ἀπεριόριστη. Μὲ τὴ θεόσδοτη γνώση τῆς ἀλήθειας πού κατεῖχαν καὶ τὴν τόλμη τους στὴν ὑπεράσπισή της, οἱ ἅγιοι αὐτοὶ πατέρες ἀναίρεσαν καὶ συνέτριψαν τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου καὶ καθιέρωσαν τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, πού κρατοῦμε ὡς σήμερα καὶ ὁμολογοῦμε ὡς τὴ μόνη σωστικὴ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ.

Tό σημερινὸ εὐαγγέλιο δέν μᾶς μιλάει γιὰ τὴ Σύνοδο αὐτή, ἀλλά γιὰ τὴν τελευταία προσευχὴ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ στὸν Οὐράνιο Πατέρα Του. Γιατί διαβάζουμε τὸ εὐαγγέλιο αὐτὸ στὴ σημερινὴ γιορτή; Ἐπειδὴ δείχνει τὴν ἐπιρροή του στὴν Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Μὲ τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς αὐτῆς ὁ Θεὸς ἐνίσχυσε τοὺς ἁγίους πατέρες τῆς Συνόδου καὶ τοὺς ἔκανε ἀτρόμητους ὑπερασπιστὲς τῆς ἀλήθειας, νικητὲς στὶς ἀμφισβητήσεις καὶ τὴν κακία ἀνθρώπων καὶ δαιμόνων. Νά, πῶς ἀρχίζει ἡ προσευχὴ αὐτή:

«Ταῦτα ἐλάλησεν ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱός σου δοξάσῃ σε» (Ἰωάν. ιζ’ 1). Ὅλα ὅσα δίδαξε ὁ Κύριος στοὺς ἀνθρώπους, τὰ εἶχε ἐφαρμόσει ὁ ἴδιος. Εἶχε διδάξει τοὺς ἀνθρώπους πῶς νὰ προσεύχονται: «Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς…» (Ματθ. στ’ 9). Ὁ ἴδιος σήκωσε τὸ βλὲμμα Του στοὺς οὐρανούς, ὅπου κατοικεῖ ὁ Πατέρας Του καὶ εἶπε: «Πάτερ!» Δὲν εἶπε «Πάτερ ἡμῶν», ὅπως κάνουμε ἐμεῖς, ἀλλά ἁπλά «Πάτερ!» Μόνο Αὐτὸς θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ «Πατέρα μου». Αὐτὸς καὶ κανένας ἄλλος, εἴτε στὸν οὐρανὸ εἴτε στὴ γῆ, ἀφοῦ Αὐτὸς μόνο εἶναι ὁ Μονογενὴς Υἱός τοῦ Οὐράνιου Πατέρα, ὁ μόνος ἴσος μὲ τὸν Πατέρα τόσο κατὰ τὴν ὕπαρξη ὅσο καὶ κατὰ τὴν οὐσία· ὁ μοναδικὸς Υἱός τοῦ μοναδικοῦ Πατέρα. Ἐμεῖς εἴμαστε μόνο υἱοί ἐξ υἱοθεσίας, μὲ τὴ χάρη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανόν. Δέν σήκωσε μόνο τὰ σωματικά Του μάτια ἀλλά καὶ τὰ πνευματικά, κυρίως αὐτά. Ὁ Ἄσωτος «οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανόν ἐπᾶραι» (Λουκ. ιη’ 13), γιατί αἰσθανόταν τὴν ἁμαρτωλοτητά του. Ὁ Κύριος ὅμως ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανόν ἐλεύθερα, γιατί ἦταν ἀναμάρτητος.

Ἡ ὥρα Του -ἡ ὥρα τοῦ μεγάλου πάθους- πλησίαζε. Μόνο Αὐτὸς ἔβλεπε τὴν ὥρα αὐτή, τὴν πιὸ φοβερὴ ἀπὸ καταβολῆς καὶ ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Μόνο Αὐτὸς τὴν ἔβλεπε καθαρὰ ἀπὸ τὴν ἀρχή, τὴν προεῖπε ἀπὸ τὴν ἀρχή καὶ μίλησε γι’ αὐτὴν στοὺς μαθητές Του. Οἱ μαθητὲς Του ὅμως δὲν τὸ κατάλαβαν αὐτό, δὲν τὸ ἔβαλαν στὴν καρδιά τους, δὲν τὸ ἔκαναν δικό τους, ὡς τὴ στιγμὴ πού ἡ ὥρα δὲν ἀπεῖχε πιὰ μέρες, ἀλλά λεπτά.

«Δόξασόν σου τὸν υἱόν!» Δόξασέ Τον τὴ φοβερὴ αὐτὴ ὥρα, ὅπως τὸν δόξασες μέχρι τώρα. Δόξασέ Τον στὸ θάνατο, ὅπως τὸν δόξασες στὴ ζωή. Δόξασέ Τον στὴν ταπείνωση καὶ στὰ πάθη Του, ὅπως τὸν δόξασες μέ τούς δυνατοὺς λόγους καὶ τὰ ἔργα Του. Δόξασέ Τον στοὺς ἀνθρώπους, ὅπως τὸν εἶχες δοξάσει ἀπὸ τὴν ἀρχή στοὺς ἀγγέλους Σου. Δόξασε τὸν Υἱόν Σου «ἵνα καὶ ὁ υἱός σου δοξάσῃ σε». Ἂν ἀπὸ τὸ πρῶτο μέρος τῆς πρότασης φαίνεται πώς ὁ Υἱός εἶναι κατώτερος ἀπὸ τὸν Πατέρα, στὸ δεύτερο αὐτὸ μέρος βλέπουμε καθαρὰ τὴν ἰσότητά Τους καὶ τὴν ἀμοιβαία συμμετοχὴ στὴν ἴση δύναμή Τους. Ὁ Πατέρας δοξάζει τὸν Υἱό καὶ ὁ Υἱός δοξάζει τὸν Πατέρα, μὲ ἀδιαίρετη δύναμη καὶ ἀδιαίρετη ἀγάπη. «Πᾶς ὁ ἀρνούμενος τὸν υἱὸν οὐδὲ τὸν πατέρα ἔχει» (Α’ Ἰωάν. β’ 23). Ὁ Πατέρας ἔστειλε τὸν Υἱὸ στὸν κόσμο· ὁ Υἱός φανέρωσε τὸν Πατέρα στὸν κόσμο.

Τίποτα δέν θὰ ξέραμε γιὰ τὸν Υἱό χωρὶς τὸν Πατέρα, οὔτε γιὰ τὸν Πατέρα χωρὶς τὸν Υἱό, ὅπως δέν θὰ γνωρίζαμε γιὰ τὸ φῶς, ἂν δὲν ὑπῆρχε ὁ ἥλιος. Μὰ οὔτε καὶ γιὰ τὸν ἥλιο θὰ ξέραμε ἂν δὲν τὸν φανέρωνε τὸ φῶς. Ὁ ἀπόστολος χρησιμοποιεῖ τὴ σύγκριση αὐτὴ καὶ ὀνομάζει τὸν Χριστὸ «ἀπαύγασμα τῆς δόξης (τοῦ Πατρὸς)» (Ἑβρ. α’ 3). Ὁ Κύριος δέν ζητᾶ νὰ δοξαστεῖ ἀπὸ τὸν Πατέρα γιὰ χάρη τοῦ ἰδίου, μὰ γιὰ χάρη τῶν ἀνθρώπων, ὅπως βλέπουμε ἀπὸ τ’ ἀκόλουθα λόγια:

«Καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. ιζ’ 2). Προσέξτε μὲ ποιὸ τρόπο ὁ Κύριος ἀναφέρεται στὴ δόξα Του: μὲ τὴν ἀγάπη Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος! Τὸ κάνει, γιὰ νὰ γίνει τὸ μέσον πού θὰ χαρίσει στοὺς ἀνθρώπους τὴν αἰώνια ζωή. Αὐτὸ εἶναι πού ζητᾶ ἀπὸ τὸν Πατέρα Του. Αὐτὴ εἶναι ἡ δόξα πού ζητάει. Τὴ στιγμὴ πού οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἑτοιμάζουν ἕνα πικρὸ ποτήρι θλίψεων, γεμάτο μὲ βάσανα, ἱδρῶτα καὶ αἷμα, Ἐκεῖνος προσεύχεται γιὰ νὰ δώσει στοὺς ἀνθρώπους αἰώνια ζωή. Ἡ ἀπάντησή Του στὴν πιὸ βαριὰ πέτρα, εἶναι τὸ γλυκύτερο ψωμί. Κι ἀνέφερε ἀρκετὲς φορὲς ὅτι ὁ Πατέρας τοῦ ἔδωσε δύναμιν ἐπὶ πάσης σαρκός. «Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρός μου» (Ματθ. ια’ 27), εἶπε. Κι ἀλλοῦ πάλι: «Πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι» (Ἰωάν. ιστ’ 15). Ἀλλά καὶ μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του, ὅταν φανερώθηκε στοὺς μαθητὲς Του εἶπε: «ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. κη’ 18).

Ὅπως λοιπὸν εἶχε λάβει ἐξουσία πάνω σὲ κάθε ὕπαρξη, ὁ Κύριος ζητάει τώρα ἀπὸ τὸν Πατέρα Του ἐξουσία στὴν αἰώνια ζωὴ γιὰ τὶς ψυχὲς ἐκεῖνες πού τὸν εἶχαν ἐμπιστευτεῖ, νὰ τοὺς χαρίσει δηλαδὴ τὴν αἰωνιότητα. Ἄλλο πράγμα εἶναι νὰ ἔχεις ἐξουσία πάνω στὸν ὑλικὸ καὶ φθαρτὸ κόσμο κι ἄλλο νὰ ἔχεις στὴ δικαιοδοσία σου τὴν αἰώνια ζωή. Ὅταν στὴν ἀρχή θέλησε ὁ Θεὸς νὰ δημιουργήσει τὸν ἄνθρωπο, ζωντανὸ καὶ ἀθάνατο, στὴ δημιουργία ἔλαβε μέρος ἡ Ἁγία Τριάδα, ὅπως διαβάζουμε στὴ Γένεση (α’ 26): «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν». Τώρα, πού ὁ Λυτρωτὴς καὶ Σωτήρας τοῦ κόσμου θέλει νὰ δώσει αἰώνια ζωὴ στοὺς θνητοὺς ἀνθρώπους, προσφεύγει στὸν Πατέρα, ἐνῶ εἶναι αὐτονόητη καὶ ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στὴν περίπτωση αὐτή, ὅπως καὶ στὴ δημιουργία, ἡ αἰώνια ζωὴ εἶναι ἀποκλειστικὸ χάρισμα τῆς Ἁγίας Τριάδας.

Καὶ στὴ μιὰ περίπτωση καὶ στὴν ἄλλη, ἡ αἰώνια ζωὴ δηλώνεται πώς εἶναι τὸ μέγιστο ἀγαθὸ πού χαρίζει ὁ Θεός. Ἡ στιγμὴ πού ὁ ἄνθρωπος ἀποκαθίσταται στὴν αἰώνια ζωὴ εἶναι ἀνυπέρβλητη, μοναδική, ὅπως κι ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν πηλό. Τὸ νὰ κάνεις ἕνα θνητὸ ἄνθρωπο ἀθάνατο εἶναι τόσο μεγαλειώδης καὶ θεϊκὴ πράξη, ὅσο κι ἡ δημιουργία ἀπὸ τὸν πηλό.

«Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας ᾿Ιησοῦν Χριστόν» (Ἰωάν. ιζ’ 3). Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ στὴν ἐπίγεια ζωὴ μας εἶναι ἀπαρχὴ καὶ πρόγευση τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ αἰώνια ζωὴ γιὰ μᾶς πού ζοῦμε ἀκόμα στὴ γῆ. Πῶς ὅμως θὰ εἶναι ἡ αἰώνια ζωὴ στὴ μέλλουσα κατάστασή μας; «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (Α’ Κορ. β’ 9). Αὐτὸ τὸ ἀποκάλυψε πνευματικὰ ὁ Θεὸς σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο μόνο σὲ κείνους πού Τὸν εὐαρέστησαν. Ἡ μεγαλύτερη εὐφροσύνη ὅμως στὴν αἰώνια ζωή, στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, πρέπει νὰ συνίσταται στὴ μέγιστη γνώση τοῦ Θεοῦ, στὴ θέα τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὰ παιδιὰ εἶχε πεῖ: «… οἱ ἄγγελοι αὐτῶν ἐν οὐρανοῖς διὰ παντὸς βλέπουσι τὸ πρόσωπον τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. ιη’ 10).

Ἡ ἀκόρεστη θέαση τοῦ Θεοῦ, ἡ διαρκής ζωὴ μὲ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, μέσα σὲ μιὰν ἀνέκφραστη ἀγαλλίαση καὶ χαρά, ἀέναη δοξολογία κι ἀγάπη, δὲν εἶναι ζωὴ ἀγγελική, πού ἁρμόζει καὶ στοὺς ἁγίους στὸν ἄλλο κόσμο; Δὲν εἶναι ζωὴ μὲ γνώση τοῦ Θεοῦ; Ὅσο ζοῦμε στὸν κόσμο αὐτόν, στὴ γῆ, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος, «βλὲπομεν δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δέ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον» (Α’ Κορ. ιγ’ 12).

Ἡ γνώση πού ἔχουμε τώρα γιὰ τὸν Θεὸ εἶναι μερική, τότε ὅμως θὰ εἶναι πλήρης. Ἑπομένως, δὲν πρέπει νὰ νομίζουμε πώς ἕνας ἄνθρωπος γνωρίζει τὸν Θεὸ ὅταν φτάνει μὲ τὶς διεργασίες τοῦ νοῦ στὸ συμπέρασμα πώς ὁ Θεὸς ὑπάρχει κατὰ κάποιο τρόπο καὶ κατοικεῖ κάπου.

Τὸ Θεὸ γνωρίζει ἐκεῖνος πού νιώθει μέσα του ἀλλά καὶ γύρω του τὴ ζείδωρη πνοὴ τοῦ Θεοῦ· αὐτὸς πού μὲ τὴν καρδιά, τὸ νοῦ καὶ τὴν ψυχὴ του αἰσθάνεται τὴ μεγαλειώδη καὶ φοβερὴ παρουσία τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ στὴ φύση, μὰ καὶ στὴν προσωπικὴ ζωή του.

Γιατί ὁ Χριστὸς τονίζει τὰ λόγια τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεόν; Ἐπειδὴ θέλει νὰ προφυλάξει τοὺς μαθητές Του ἀπὸ τὸν πανθεϊσμὸ καὶ τὴν εἰδωλολατρεία, νὰ βεβαιώσει γιὰ μιὰ ἀκόμα φορά τὰ λόγια πού εἶπε μέσω τοῦ Μωυσῆ: «Ἐγώ εἰμὶ Κύριος ὁ Θεός σου… οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἐμοῦ» (Ἐξ. κ’ 2, 3). Καὶ γιατί ἐπισημαίνει πώς αἰώνια ζωὴ εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ; Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται μέσω τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅσο μπορεῖ ν’ ἀποκαλυφθεῖ στὸ θνητὸ ἄνθρωπο, κι ἐπειδὴ μόνο μέσα ἀπὸ τὸν Χριστὸ μποροῦν νὰ φτάσουν οἱ ἄνθρωποι στὴν πληρέστερη γνώση τοῦ Θεοῦ, ὅσο αὐτὸ εἶναι δυνατὸ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς στοὺς Ἰουδαίους, «εἰ ἐμὲ ᾔδειτε, καὶ τὸν πατέρα μου ᾔδειτε ἄν» (Ἰωάν. η’ 19). Ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ βγαίνει ἀβίαστα τὸ συμπέρασμα πώς τὸν Πατέρα μποροῦμε νὰ τὸν γνωρίσουμε μόνο μέσω τοῦ Υἱοῦ, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.

«Ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω» (Ἰωάν. ιζ’ 4). Τί σημαίνουν τὰ λόγια ἐπὶ τῆς γῆς; Σημαίνουν πώς αὐτὸ τὸ ἔκανε ἐν σαρκί, ζώντας ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Τὸ ἔργο πού ἔκανε καὶ τελείωσε ὁ Κύριος ἐν σαρκί, ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, ἦταν ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Μέχρι τὴν ὥρα τοῦ θανάτου Του στὸ σταυρό, τὸ ἔργο αὐτὸ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ λόγια ζωοποιά, τέτοια πού δὲν εἶχαν ξανακουστεῖ στὴ γῆ, καθὼς κι ἀπὸ ἀμέτρητα θαύματα, τέτοια πού δὲν εἶχαν ξαναγίνει. Ὁ Κύριος ὅμως πιστώνει τὰ λόγια καὶ τὰ ἒργα Του στὸν Οὐράνιο Πατέρα, γιὰ νὰ διδάξει σ’ ἐμᾶς τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ὑπακοή.

«Καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί» (Ἰωάν. ιζ’ 5). Τί μποροῦν νὰ ποῦν τώρα ἐκεῖνοι πού λένε πώς ὁ Χριστὸς ἦταν ἕνας συνηθισμένος ἄνθρωπος, ἕνα πλάσμα τοῦ Θεοῦ ὅπως καὶ τ’ ἄλλα πλάσματά Του; Ὁ Κύριος ἐδῶ μιλάει γιὰ τὴ δόξα πού εἶχε μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα Του πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου! Εἶπε κάποτε ὁ Κύριος γιὰ τὸν ἑαυτό Του: «πρὶν ᾿Αβραὰμ γενέσθαι ἐγώ εἰμι» (Ἰωάν. η’ 58). Εἶπε πώς ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ. Αὐτὸ μόνο μποροῦσε νὰ πεῖ στοὺς ἄφρονες Ἰουδαίους, μὰ στὴν προσευχὴ Του εἶπε πώς ὑπῆρχε καὶ μάλιστα μὲ δόξα, πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου. Δὲν ἤθελε νὰ τοὺς ἀποκαλύψει περισσότερα. Τώρα ὅμως μὲ τὴν προσευχή Του, τὸ ἀποκαλύπτει στὸν κόσμο ὁλόκληρο. Γιατί τώρα μόνο; Ἐπειδὴ γνωρίζει ὡς παντογνώστης πώς ἡ προσευχή Του θὰ φτάσει στ’ αὐτιὰ τῶν ἀνθρώπων μόνο μετὰ τὴν ἔνδοξη Ἀνάστασή Του, τότε πού θὰ εἶναι εὔκολο νὰ πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι στὴν προαιώνια δόξα Του.

Ἡ δόξα Του εἶναι ἴδια μὲ τὴ δόξα τοῦ Πατέρα, ἀφοῦ εἶναι «δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας» (Ἰωάν. α’ 14). Δὲν εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς πώς «πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι» (Ἰωάν. ιστ’ 15); Ἑπομένως ἡ δόξα τοῦ Πατέρα εἶναι καὶ δική Του δόξα. Τόσο στὴ δόξα ὅσο καὶ στὴν ἐξουσία εἶναι ἴσος μὲ τὸν Πατέρα. Τότε γιατί προσεύχεται στὸν Πατέρα νὰ τὸν δοξάσει; Δέν ζητάει νὰ δοξαστεῖ ὡς πρὸς τὴ Θεία φύση Του, ἀλλὰ τὴν ἀνθρώπινη. Γιὰ τὸν πλασμένο κόσμο ἡ ἀνθρώπινη φύση Του εἶναι καινούργια, ὄχι ἡ Θεία. Ἡ ἀνθρώπινη φύση Του πρέπει νὰ θεωθεῖ, νὰ φτάσει στὴ Θεία δόξα, ὥστε κι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι νὰ προσεγγίσουμε τὴ δόξα Του. Αὐτὸ εἶναι τὸ τέλος, τὸ στεφάνωμα ὅλων ὅσα ἔκανε ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγάλο μυστήριο τῆς εἰρήνευσης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, ἡ εὐλογημένη υἱοθεσία τους ὡς κατὰ Χάρη υἱῶν, μέσω τῆς δόξας τοῦ Θεανθρώπου.

Πρόσεξε ἐπίσης ποιὰ σπουδαία στιγμὴ διάλεξε ὁ Κύριος γιὰ νὰ προσευχηθεῖ στὸν Πατέρα καὶ νὰ τὸν δοξάσει. Κι αὐτὸ ἔγινε τότε πού, ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὁ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω. Αὐτὴ εἶναι μιὰ πολὺ καθαρὴ καὶ σαφὴς διδασκαλία πρὸς ἐμᾶς. Μᾶς λέει πώς, γιὰ νὰ περιμένουμε ἀνταπόδοση ἀπὸ τὸν Θεό, πρέπει πρῶτα νὰ τηρήσουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Θυμήσου τὰ προφητικὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ πώς, στὸ τέλος τοῦ χρόνου, ὅταν «μέλλει γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεσθαι ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ, καὶ τότε ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὴν πρᾶξιν αὐτοῦ» (Ματθ. ιστ’ 27). Εὐλογημένοι καὶ μακάριοι θὰ εἶναι τότε οἱ ἅγιοι κι οἱ δίκαιοι, γιατί θὰ λάβουν ὡς ἀνταπόδοση ἑκατὸ φορὲς περισσότερα ἀπ’ ὅσα καλὰ ἔργα ἔκαμαν, θὰ λάμψουν σὰν τὸν ἥλιο μὲ τὸ φῶς τῆς δόξας τοῦ Χριστοῦ, μπροστὰ στὸ θρόνο τοῦ Ὑψίστου.

«᾿Εφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι» (Ἰωάν. ιζ’ 6). Ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ πού φανέρωσε ὁ Κύριος στὸν κόσμο; τὸ ὄνομα «Πατέρας». Τὸ ὄνομα αὐτὸ ἦταν ἄγνωστο τόσο στοὺς εἰδωλολάτρες ὅσο καὶ στοὺς Ἰουδαίους. Εἶναι μιὰ ὁλότελα καινούργια ἀποκάλυψη στὸν κόσμο. οἱ προφῆτες κι οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γνώριζαν τὸν Θεὸ μὲ τὰ ὀνόματα «Θεός», «Δημιουργός», «Κύριος», «Βασιλιᾶς», «Κριτής», ποτὲ ὅμως δὲν τὸν ἤξεραν ὡς «Πατέρα». Τὸ ὄνομα αὐτὸ ἦταν ἄγνωστο στοὺς ἀνθρώπους ἀνά τούς αἰῶνες.

Κανένας θνητὸς ἄνθρωπος δέν θὰ μποροῦσε ν’ ἀποκαλύψει τὸ οἰκεῖο αὐτὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, γιατί κανένας θνητὸς δέν θὰ μποροῦσε νὰ νιώσει τὴν πατρότητα τοῦ Δημιουργοῦ Του, ζώντας κάτω ἀπὸ τὸ ζυγὸ τοῦ σκότους καὶ τοῦ τρόμου, τῆς ἁμαρτίας. Κι αὐτὸ πού δὲν μπορεῖ νὰ νιώσει κανείς, ἀκόμα κι ἂν τὸ ἐκφράσει μὲ τὴ γλώσσα του, δὲν ἔχει οὐσιαστικὴ σημασία. Μόνο ὁ Μονογενὴς Υἱός μπορεῖ ν’ ἀποκαλέσει τὸν Θεὸ «Πατέρα». «ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο» (Ἰωάν. α’ 18).

Σὲ ποιὸν ἀποκάλυψε ὁ Κύριος τὸ γλυκύτατο αὐτὸ ὄνομα τοῦ «Πατέρα»; Στοὺς ἀνθρώπους, οὕς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. Κάποιοι σχολιαστὲς νομίζουν πώς τόνισε ἰδιαίτερα ἐκ τοῦ κόσμου, ὥστε νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὅτι ἀναφέρεται στοὺς ἀγγέλους, τοὺς «οὐράνιους ἀνθρώπους», ἀλλά στοὺς συνηθισμένους, τοὺς ἐπίγειους ἀνθρώπους. Ὁπωσδήποτε ὅμως φαίνεται πιὸ ὀρθὸ νὰ θεωρήσουμε πώς ὁ Κύριος ἐδῶ ἀναφέρεται στοὺς μαθητές Του, τόσο μὲ τὴ στενὴ ὅσο καὶ μὲ τὴν εὐρύτερη ἔννοια. Αὐτὸ προκύπτει μὲ σαφήνεια ἀπὸ ἐκεῖνα πού λέει στὴ συνέχεια στὴν προσευχή Του: «Οὐ περὶ τούτων δὲ ἐρωτῶ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν πιστευσόντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ» (Ἰωάν. ιζ’ 20). Τὸ σκεπτικὸ ἐκείνων πού ἰσχυρίζονται πώς στὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει ὁ «προορισμός», πού διακρίνουν στὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ προειλημμένη ἀπόφαση σωτηρίας ἡ καταδίκης, εἶναι ἐντελῶς ἀβάσιμο.

«Σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας» (Ἰωάν. ιζ’ 6). Δηλαδή, δικοί Σου ἦταν ὡς πλάσματα καὶ δοῦλοι, Σὲ γνώριζαν μόνο ὡς Δημιουργὸ καὶ Κριτή. Τώρα ὅμως ἔμαθαν ἀπὸ Ἐμένα τὸ γλυκύτερο καὶ ἀγαπητὸ ὄνομά Σου, υἱοθετήθηκαν ἀπὸ Μένα κατὰ Χάρη. Μοῦ τοὺς ἔδωσες ὡς σκλάβους, γιὰ νὰ τοὺς παραδώσω σὲ Σένα ὡς υἱούς. Ἀπόδειξαν πώς εἶναι ἄξιοι τῆς τιμῆς αὐτῆς, γιατί τὸν λόγον σου τετηρήκασι. Μὲ τὴν ἀγάπη Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος ὁ Κύριος ἐδῶ ἐγκωμιάζει τοὺς μαθητές Του στὸν Οὐράνιο Πατέρα Του. Καὶ συνεχίζει τὰ ἐγκώμια Του:

«Νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ ἐστιν» (Ἰωάν. ιζ’ 7). οἱ πονηροὶ Ἰουδαῖοι δὲν ἤθελαν νὰ τὸ καταλάβουν αὐτό. Γι’ αὐτὸ καὶ συκοφαντοῦσαν τὸν Κύριο, ἔλεγαν πώς εἶχε δαιμόνιο καὶ πώς ἡ θαυματουργική Του δύναμη προερχόταν ἀπὸ τὸν Βεελζεβούλ, τὸν ἄρχοντα τῶν δαιμόνων. Πρέπει νὰ ‘χουμε κατὰ νοῦ πώς ἀνάμεσα στοὺς πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων ὑπῆρχε κάποια σύγχυση καὶ διαφωνία γιὰ τὸν Χριστό: Ἦταν ἀπὸ τὸν Θεὸ ἡ ὄχι; Ἔτσι μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε γιατί ὁ Κύριος ἐδῶ ἐγκωμιάζει τοὺς ἀποστόλους πού πίστευαν πώς ἦταν Θεός. Πάντα ὅσα δέδωκάς μοι, δηλαδή, ὅλα τὰ λόγια κι ὅλα τὰ ἔργα.

«Ὅτι τὰ ρήματα ἃ δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον, καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας» (Ἰωάν. ιζ’ 8). Μὲ τὰ ρήματα πρέπει νὰ κατανοήσουμε ὅλη τὴ σοφία καὶ τὴ δύναμη πού ἔδωσε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του, ὄχι μόνο τὰ λόγια. Τὴν ἐνέργεια τῆς σοφίας καὶ τῆς δύναμης τὴν εἶχαν ἤδη δοκιμάσει οἱ μαθητὲς ὅλο τὸ διάστημα πού ἔζησαν κοντὰ στὸν Κύριο στὴ γῆ καὶ εἶχαν πειστεῖ πώς ὅλη ἡ σοφία κι ἡ δύναμή Του ἦταν ἀπὸ τὸν Θεό.

«᾿Εγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ, ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι» (Ἰωάν. ιζ’ 9). Μήπως αὐτὸ σημαίνει πώς ὁ Κύριος δὲν προσεύχεται γιὰ ὅλον τὸν κόσμο, ἀλλά μόνο γιὰ τοὺς μαθητές Του; οἱ μαθητὲς ἦταν ἡ καλὴ γῆ, ὅπου ὁ οὐράνιος Σπορέας ἔσπειρε τὸ σωστικό Του σπόρο. Γιὰ τὸν ἀγρό αὐτόν, πού ὁ ἴδιος ὁ Σπορέας καλλιέργησε κι ἔσπειρε, προσευχήθηκε στὸ πρῶτο μέρος.

Ὁ Κύριος τὸ ἔκανε αὐτὸ γιὰ νὰ μᾶς διδάξει πώς πρέπει νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ ταπεινοφροσύνη μόνο αὐτὰ πού μᾶς εἶναι ἀπαραίτητα. Μέσα στὴν ἀκαλλιέργητη καὶ ἄγονη γῆ αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ὁ ἴδιος διάλεξε ἕνα μικρὸ ἀγρό, τὸν περιέφραξε κι ἔσπειρε ἐκεῖ τὸν πολύτιμο σπόρο. Καθὼς ὁ σπόρος αὐτὸς ἀναπτύσσεται καὶ καρποφορεῖ, ὁ ἀγρὸς μεγαλώνει κι ὁ σπόρος ποὺ θὰ σπαρεῖ θὰ εἶναι περισσότερος. Ἑπομένως δὲν εἶναι φυσικὸ γιὰ τὸ γεωργὸ νὰ προσεύχεται μόνο γιὰ τὸν περιφραγμένο, καλλιεργημένο καὶ σπαρμένο ἀγρό κι ὄχι γιὰ τὸν ἄγονο κι ἀκαλλιέργητο;

Πολλοὶ νεωτεριστὲς στὴ διαδρομὴ τῆς Ἱστορίας, φυσιωμένοι ἀπὸ τὶς γνώσεις καὶ τὴν ἔπαρσή τους, προσπάθησαν μὲ τὶς θεωρίες τους νὰ φέρουν τὴν εὐτυχία στὸ ἀνθρώπινο γένος μὲ μιὰ κίνηση, κάνοντας ἔκκληση σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. οἱ προσπάθειές τους ὅμως γρήγορα ἐκμηδενίστηκαν καὶ χάθηκαν σὰν φουσκάλες τοῦ νεροῦ, ἀφήνοντας τὸν ἀπατημένο κόσμο σὲ ἀκόμα μεγαλύτερη δυστυχία.

Τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου ἔχουν μιὰν ἀόρατη, μιὰ δυσθεώρητη ἀρχή, ὅπως ὁ σπόρος τοῦ σιναπιοῦ πού σπέρνεται κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς κι ἀναπτύσσεται ἀργά. Ὅταν μεγαλώσει ὅμως καὶ γίνει δέντρο, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κουνήσει κανένας ἄνεμος. Ὅταν γίνεται σεισμὸς καταστρέφει πύργους ὑψηλούς, κατασκευάσματα ἀνθρώπων, μὰ δὲν μπορεῖ νὰ βλάψει οὔτε ἕνα δέντρο. Σὲ κάθε περίπτωση ὁ Κύριος δὲν μπορεῖ νὰ προσευχήθηκε στὸν Πατέρα Του μόνο γιὰ τοὺς μαθητές Του, ἀλλά ὅπως θὰ δοῦμε ἀργότερα, καὶ περὶ τῶν πιστευὸντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ. Καὶ πάλι ὅμως ὄχι γιὰ ὅλους τούς ἄγονους κι ἀκαλλιέργητους ἀγροὺς τοῦ κόσμου, ἀλλά μόνο γιὰ τὸν διευρυμένο ἀγρό, ὅπου οἱ μαθητὲς θὰ σπείρουν τὸν πολύτιμο σπόρο τοῦ εὐαγγελίου.

«Καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς» (Ἰωάν. ιζ’ 10). Ἐκτός ἀπὸ τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά Του, ὁ Υἱός εἶναι σὲ ὅλα ἴσος μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἴσος στὴν ἰσότητα καὶ τὴν ἀθανασία ἴσος στὴ δύναμη καὶ τὴν ἐξουσία ἴσος στὴ σοφία καὶ τὴ δικαιοσύνη. Στὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τους ὅμως, ὁ Πατέρας εἶναι ἀγέννητος, ὁ Υἱὸς εἶναι γεννητὸς καὶ τὸ Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ἡ σχέση τοῦ Πατέρα μὲ τὸν Υἱό εἶναι τοῦ Γεννήτορα καὶ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τῆς Πηγῆς. Ἡ κυριότητα κι ἡ αὐθεντία σ’ ὅλα τὰ πλάσματα τοῦ ὁρατοῦ καὶ ἀόρατου κόσμου ἀνήκουν ἐξίσου καὶ ἀδιαίρετα στὸν Πατέρα, τὸν Υἱό καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ οὐσία κι ἡ ὕπαρξη τῶν τριῶν προσώπων εἶναι μιὰ ἀόρατη μονάδα, τῶν ὑποστάσεων εἶναι ἀσύγχυτη Τριάδα.

Ἔτσι ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Πατέρας τὰ ἔχει καὶ ὁ Υἱός καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά. Αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς πιστοὺς τοῦ Χριστοῦ. Ἀνήκουν στὸν Πατέρα ὅπως ἀνήκουν καὶ στὸν Υἱό, καθὼς καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Γιατί ὁ Κύριος εἶπε λίγο νωρίτερα, Σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας καὶ τώρα λέει, καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά; Ἐπειδὴ ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Πατέρα τοὺς εἶχε παραλάβει ἀπὸ Ἐκεῖνον ὡς ἀκατέργαστο ὑλικὸ κι ὁ ἴδιος τούς ἐπεξεργάστηκε καὶ τοὺς λύτρωσε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Καὶ τώρα τοὺς παραδίδει ξανὰ καλλιεργημένους καὶ λυτρωμένους στὸν Πατέρα Του. Ἑπομένως ὅσα εἶναι τοῦ Πατέρα εἶναι δικά Του κι ὅσα εἶναι δικά Του, εἶναι καὶ τοῦ Πατέρα.

Ὅπως εἶναι δύσκολο νὰ μοιράσεις τὴν ἀγάπη δυὸ ἀνθρώπων πού ἀγαπιοῦνται, τὸ ἴδιο εἶναι καὶ νὰ μοιράσεις αὐτὸ πού ἀνήκει ξεχωριστὰ στὸν καθένα. Ὁ Κύριος εἶπε ἐπίσης: «καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς». Ὡς Θεὸς δοξάζεται ἀπό τούς ἀνθρώπους. Κι ὡς ἄνθρωπος δοξάζεται ἐνώπιόν τῆς Ἁγίας Τριάδας καὶ τῶν ἀγγέλων. Ἀπὸ τί ἐγκωμιάζεται ἕνα δέντρο ἂν ὄχι ἀπό τούς καρπούς του; Ὁ Κύριος δέν ζητεῖ μάταιη δόξα, κενή, ζητεῖ τὴ δόξα Του ἀπό τούς καρποὺς Του -τοὺς μαθητές Του- πού τὸν ἀκολούθησαν μὲ πίστη καὶ καλὰ ἔργα, μὲ ἀγάπη καὶ ζῆλο. Ὑπάρχουν γονεῖς πού ζητοῦν μεγαλύτερη δόξα ἀπ’ αὐτὴν πού τοὺς δίνουν τὰ παιδιά τους; Ἡ μεγαλύτερη χαρὰ τοῦ Κυρίου εἶναι νὰ δοξάζεται ἀπὸ τὰ παιδιά Του, τοὺς πιστοὺς ὀπαδούς Του.

«Καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς» (Ἰωάν. ιζ’ 11). Γιατί λέει ὁ Κύριος πώς δὲν εἶναι πιὰ στὸν κόσμο; Ἐπειδὴ τελείωσε τὸ ἔργο Του καὶ τώρα πιὰ περιμένει νὰ ὑποστεῖ τὸ ἔσχατο καὶ μέγιστο πάθος, νὰ σφραγίσει τὸ τελειωμένο ἒργο μὲ τὸ ἀθῶο αἷμα Του.

Προσέξτε μὲ πόση ἀγάπη προσεύχεται γιὰ τοὺς μαθητές Του! Καμιὰ μητέρα δέν θὰ προσευχόταν μὲ τόση στοργὴ γιὰ τὰ παιδιά της. Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτούς. Τοὺς ἀφήνει ὡς πρόβατα ἀνάμεσα σὲ λύκους. Ἂν δὲν τοὺς προστάτευε κάποιο μάτι ἀπὸ τὸν οὐρανό, θὰ τοὺς εἶχαν κατασπαράξει ὅλους οἱ λύκοι. Τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου, ὡς γονιός, ὡς Πατέρας. Γίνου δικός τους Πατέρας, ὅπως εἶσαι καὶ δικός Μου. Μὲ τὴν πατρική Σου ἀγάπη στήριξέ τους καὶ προστάτεψέ τους ἀπό τους κακοὺς λύκους, ὁδήγησέ τους, ἵνα ὦσιν ἕν καθὼς ἡμεῖς. Στὴν τέλεια αὐτὴ ἑνότητα δέν θὰ δεῖς μόνο τὴν πανίσχυρη δύναμη τῶν πιστῶν, μὰ καὶ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ὁ Πατέρας κι ὁ Υἱός ἔχουν τὴν ἴδια οὐσία καὶ διαφέρουν μόνο στὰ πρόσωπα, ἂς γίνει τὸ ἴδιο καὶ στοὺς πιστούς: πολλὰ καὶ διάφορα τὰ πρόσωπα, ἀλλά οὐσιαστικὰ ἕνας στὴν ἀγάπη, τὸ θέλημα καὶ τὸ νοῦ.

Καὶ συνεχίζει ὁ Κύριος: «Ὅτε ἤμην μετ’ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου· οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ» (Ἰωάν. ιζ’ 12). Κανένας ἀπ’ὅσους διάλεξε ὁ Κύριος δέν θὰ χαθεῖ, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἰούδα τὸν προδότη, ὅπως εἶναι γραμμένο καὶ στὴ Γραφή. Ὁ Ἰούδας βέβαια δέν χάθηκε ἐπειδὴ εἶναι γραμμένο, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἔδειξε ὅτι ἀπίστησε στὸν Θεὸ καὶ λάτρεψε τὸ χρῆμα. Στὴν Ἁγία Γραφὴ ἔχουν γραφεῖ τὰ ἑξῆς προφητικὰ λόγια γιὰ τὸν Ἰούδα: «Ὁ ἐσθίων ἄρτους μου, ἐμεγάλυνεν ἐπ’ ἐμέ πτερνισμὸν» (Ψαλμ. μ’ 10), τὸ χωρίο αὐτό ἐξηγεῖ ὁ Ἰωάννης στὸ εὐαγγέλιό του (βλ. Ἰωάν. ιγ’ 18). «Καί τήν ἐπισκοπὴν αὐτοῦ λάβοι ἕτερος» (Ψαλμ. ρη’ 8), ἀναφέρει ξανὰ ἡ Ἁγία Γραφή. Καὶ οἱ δυὸ αὐτὲς προφητεῖες ἐκπληρώθηκαν στὸν Ἰούδα. Ἔφαγε τὸν ἄρτο μαζὶ μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ κι ἔπειτα σήκωσε τὴν φτέρνα ἐναντίον Του, ὅπως λέει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μὲ τὰ λόγια τοῦ προφήτη: «Ὁ τρώγων μετ’ ἐμοῦ τὸν ἄρτον ἐπῆρεν ἐπ’ ἐμέ τὴν πτέρναν» (Ἰωάν. ιγ’ 18). Καὶ μετὰ τὴν προδοσία του ὁ Ἰούδας κρεμάστηκε κι ὁ Ματθίας πῆρε τὴν ἀποστολικὴ θέση του. Καὶ τελειώνει ὁ Κύριος:

«Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς» (Ἰωάν. ιζ’ 13). Ὁ Κύριος κάνει τὴν προσευχὴ αὐτὴ πρὸς τὸν Οὐράνιο Πατέρα Του λίγο προτοῦ ἀποχωριστεῖ ἀπό τούς μαθητές Του κι ἀπὸ τὸν κόσμο. Ὁ Κύριος γνωρίζει πώς τὸν περιμένει ὁ θάνατος κι ὁ τάφος. δέν μιλάει γι’ αὐτὸ ὅμως στὸν ἀθάνατο Πατέρα Του, ἀφοῦ ὁ θάνατος κι ὁ τάφος δὲν ἔχουν καμιὰ σημασία στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Μιλάει γιὰ ἐπιστροφὴ στὸν Πατέρα Του –νῦν δέν πρὸς σὲ ἔρχομαι– στὴν αἰώνια δόξα –τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον, πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. Μετὰ προσεύχεται γιὰ τοὺς μαθητές Του, γιὰ νὰ ἔχουν τὴ δική Του χαρὰ καὶ μάλιστα πεπληρωμένην.

Τί εἴδους χαρὰ εἶναι αὐτή; Εἶναι ἡ χαρὰ πού ἔχει ὁ ὑπάκουος γιὸς ὅταν ἐκπληρώνει τὸ θέλημα τοῦ πατέρα του. Εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ εἰρηνοποιοῦ, πού ἡ δική του ἐσωτερικὴ καὶ θεϊκὴ εἰρήνη δὲν μπορεῖ νὰ διαταραχθεῖ ἀπὸ τὰ παραληρήματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ νοικοκύρη, πού ἀφοῦ καθάρισε τὸν ἀγρό του, τὸν ὄργωσε καὶ τὸν ἔσπειρε, ὕστερα βλέπει τὸν καρπὸ ν’ ἀναπτύσσεται, νὰ ὡριμάζει καὶ ν’ ἀποδίδει. Εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ νικητή, πού κατατρόπωσε ὅλους τούς ἐχθρούς του καὶ χάρισε τὴ δύναμη τῆς νίκης στοὺς φίλους του, γιὰ νὰ ‘ναι νικητὲς ὡς τὸ τέλος τοῦ χρόνου. Εἶναι τελικὰ ἡ χαρὰ τῆς ἁγνῆς καὶ θεοφίλητης καρδιᾶς, ἡ χαρὰ αὐτὴ πού εἶναι ζωή, ἀγάπη καὶ δύναμη. Τέτοια χαρὰ εἶναι στὴν πληρότητά της ἐκείνη πού ζητοῦσε ὁ Κύριος γιὰ τοὺς μαθητὲς Του προτοῦ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸν κόσμο.

Ἡ προσευχὴ αὐτὴ πού ἔκανε ὁ Κύριος Ἰησοῦς πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατό Του εἶχε τὴν ἄμεση καὶ πλήρη προσοχὴ τοῦ Πατέρα Του. Τ’ ἀποτελέσματά της φάνηκαν σύντομα. Τὴ στιγμὴ τοῦ μαρτυρίου του ὁ πρωτομάρτυρας τῆς χριστιανικῆς πίστης ἀρχιδιάκονος Στέφανος, εἶδε «δόξαν Θεοῦ καὶ τὸν Ἰησοῦν ἑστῶτα ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. ζ’ 55). Κι ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος γράφει πώς ὁ Θεὸς «ἐκάθισεν (τὸν Χριστὸ) ἐν δεξιᾷ αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας καὶ δυνάμεως καὶ κυριότητος καὶ παντὸς ὀνόματος ὀνομαζόμενου οὐ μόνον ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλά καί ἐν τῷ μέλλοντι· καὶ πάντα ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ» (Ἐφ. α’ 20-22). Αὐτὰ ἀναφέρονται στὴ δόξα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Γιὰ τὴν πνευματικὴ ἑνότητα τῶν πιστῶν τώρα, ὅλα ἐξελίχτηκαν ἀκριβῶς ὅπως ὁ ἴδιος ζήτησε ἀπὸ τὸν Πατέρα Του. Στὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων ἀναφέρεται πώς «ἦσαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν» (Πράξ. α’ 14) καὶ «τοῦ δέ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία» (δ’ 32).

Ὅπως ἔχουμε ἤδη ἀναφέρει, ἡ προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ δὲν ἀναφέρεται μόνο στοὺς ἀποστόλους -ἂν καὶ κατὰ κύριο λόγο ἀναφέρεται σ’ αὐτοὺς- ἀλλά καὶ σ’ ὅλους ἐκείνους πού πίστεψαν ἤ θὰ πιστέψουν στὸν Χριστὸ ἀπὸ τὰ λόγια τους. Ἡ προσευχὴ αὐτὴ ἑπομένως ἦταν καὶ γιὰ τοὺς ἅγιους πατέρες τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού γιορτάζουμε σήμερα. Τήρησον αὐτούς, προσευχήθηκε ὁ Χριστὸς στὸν Πατέρα Του. Κι ὁ Πατέρας τοὺς τήρησε καὶ τοὺς προφύλαξε ἀπὸ τὶς πλάνες τοῦ Ἀρείου. Τοὺς φώτισε, τοὺς ἐνέπνευσε καὶ τοὺς ἐνίσχυσε μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γιὰ νὰ ὑπερασπιστοῦν καὶ νὰ ὁμολογήσουν τὴν ὀρθόδοξη πίστη.

Ἡ προσευχὴ αὐτὴ ὅμως ἔγινε καὶ γιὰ ὅλους ἐμᾶς πού ἔχουμε βαφτιστεῖ στὴν ἀποστολικὴ Ἐκκλησία καὶ πού μάθαμε ἀπό τούς ἀποστόλους καὶ τοὺς διαδόχους τους τὸ σωτήριο ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Σωτήρα μας.

Ἀδελφοί μου! Σκεφθεῖτε πώς ὁ Κύριος Ἰησοῦς λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατό Του, ἐδῶ καὶ δυὸ χιλιάδες χρόνια, σκέφτηκε καί σᾶς, προσευχήθηκε στὸν Θεὸ γιὰ σᾶς! Εὔχομαι ἡ παντοδύναμη αὐτὴ προσευχὴ νὰ σᾶς προστατεύει καὶ νὰ σᾶς καθαρίζει ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, νὰ σᾶς γεμίζει χαρὰ καὶ νὰ ἑνώσει τὶς καρδιὲς καὶ τὶς ψυχές σας! Εἴθε καὶ μεῖς νὰ δοξολογοῦμε ἑνωμένοι τὸν Πατέρα, τὸν Υἱό καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν!

Στο Δέκατο Εωθινό Ευαγγέλιο

Στο Δέκατο Εωθινό Ευαγγέλιο

Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς

Τὰ λεγόμενα ἑωθινὰ εὐαγγέλια δὲν εἶναι ὅλα ἑωθινά. Ἑωθινὰ λέγονται αὐτὰ πού ἔχουν συντελεσθῆ κατὰ τὴν ἕω, δηλαδὴ τὸν ὄρθρο τῆς ἡμέρας. Ἡ μετὰ τὴν ἀνάστασι ὅμως ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς Ἀποστόλους γιὰ ἐπιβεβαίωσί της, τὴν ὁποία διακηρύσσουν τὰ ἑωθινὰ εὐαγγέλια, δὲν συντελέσθηκε μόνο κατὰ τὸν ὄρθρο τῆς ἡμέρας, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸ μεσημέρι καὶ τὸ ἀπόγευμα καὶ τὸ βράδυ ἀκόμη. Παραδείγματος χάριν ὅταν ὁ Κύριος πλησίασε τὸν Λουκᾶ καὶ τὸν Κλεόπα, καθὼς πήγαιναν στὴν Ἐμμαοὺς καὶ βάδισε μαζί τους, δὲν ἦταν πρωΐ· ὅταν δὲ ἔφθασαν στὸ χωριὸ τοῦ προορισμοῦ τους «καὶ αὐτὸς προσποιήθηκε ὅτι ἤθελε νὰ βαδίση παραπέρα», ἐκεῖνοι τὸν παρεκάλεσαν πιεστικὰ λέγοντας «μεῖνε μαζί μας, διότι πλησιάζει τὸ βράδυ κι ἡ ἡμέρα γύρισε»(Λουκ. 24, 28). Ὅταν δὲ μετὰ τὴν κλάσι καὶ διανομὴ τοῦ ἄρτου ἀπὸ αὐτὸν, τὸν ἀνεγνώρισαν, αὐτὸς ἔγινε ἄφαντος ἀπὸ ἐμπρός τους, αὐτοί δὲ σηκώθηκαν τὴν ἴδια ὥρα, ἐπέστρεψαν στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ διηγοῦνταν στοὺς ἄλλους μαθητές τὰ συμβάντα στὸ δρόμο· ἐνῶ δὲ ἔλεγαν αὐτά, ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς στάθηκε ἀνάμεσά τους, ὁπότε ὁπωσδήποτε ἦλθε ἡμέρα ἔπειτα ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἑσπέρα.

Ἄλλοτε πάλι συνωμιλοῦσε μὲ τὸν Πέτρο μετὰ τὸ γεῦμα καὶ τὸν καθιστοῦσε ποιμένα μας, τῶν λογικῶν προβάτων του. Πραγματικὰ λέγει, ὅταν γευμάτισαν, ρωτᾶ τὸν Σίμωνα Πέτρο: «Σίμων Ἰωνᾶ, μὲ ἀγαπᾶς;». Ἀφοῦ δὲ αὐτὸς ἀπάντησε καταφατικά, λέγει «βόσκε τὰ ἀρνιά μου, ποίμαινε τὰ πρόβατά μου» (Ἰωάν.21, 15 ἑξ.).

Πῶς λοιπὸν καὶ αὐτὰ εἶναι ἑωθινὰ κι’ ἔτσι ὀνομάζονται, ἀφοῦ δὲν ἐπιτελέσθηκαν τὸ πρωΐ; Ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης Χριστός, καθὼς εἶναι ἄναρχος καὶ προαιώνιος, ἄτρεπτος καὶ ἀναλλοίωτος, ἀφοῦ δὲν ἔχει μεταβολὴ ἤ σκιὰ μετατροπῆς, εἶναι καὶ ἀτελεύτητος καὶ ἄδυτος, ἀστράπτοντας φῶς ἀληθινὸ καὶ ὑπερκόσμιο καὶ ποιητικὸ ἀνέσπερης ἡμέρας, στὴν ὁποία μαζὶ μὲ τοὺς ἀγαθοὺς ἀγγέλους βρίσκονται καὶ τὰ πνεύματα τῶν δικαίων. Ἔπειτα δὲ ἀπὸ τὴν συντέλεια τοῦ αἰῶνος τούτου οἱ δίκαιοι θὰ εἶναι μαζὶ μὲ τὰ σώματά τους, ἀφοῦ εἶναι κληρονόμοι τοῦ φωτὸς καὶ υἱοὶ τῆς πραγματικῆς ἡμέρας. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ ἡμέρα, ἀφοῦ εἶναι ἀνέσπερη καὶ ἀδιάκοπη, δὲν ἔχει οὔτε εἶχε ὄρθρο, ὅπως δὲν ἔχει οὔτε ἀρχή.

Ἐμᾶς ὅμως μᾶς κατέλαβε νύκτα καὶ μᾶς ἅρπαξε σκιὰ θανάτου, ἐπειδὴ περιπέσαμε στὴν ἁμαρτία καί χάσαμε τὴν ὀπτικὴ δύναμι, ἡ ὁποία ὑπῆρχε μέσα μας ἀπὸ τὸν Θεὸ κατὰ Χάρι, μὲ τὴν ὁποία ἀντιλαμβανόμασταν τὸ φῶς πού χορηγεῖ τὴν ἀληθινὴ ζωή. Νύκτα καὶ θάνατος λοιπὸν ἐπιχύθηκε ἐπάνω στὴ φύσι μας, ὄχι διότι τὸ ἀληθινὸ φῶς τράπηκε, ἀλλά διότι ἐμεῖς ἐκτραπήκαμε καὶ δὲν ἔχουμε πλέον ἀπὸ προσωπική μας δύναμι ἀνάνευσι πρὸς τὸ ζωηφόρο ἐκεῖνο φῶς. Ἀλλά ὁ χορηγὸς τοῦ ἀϊδίου φωτὸς καὶ αἴτιος τῆς ἀληθινῆς ζωῆς μᾶς ἐλέησε στοὺς τελευταίους καιροὺς καὶ ὄχι μόνο κατέβηκε ἕως ἐμᾶς γιὰ χάρι μας, γενόμενος ἄνθρωπος σὰν ἐμᾶς, ἀλλά ὑπέμεινε γιὰ χάρι μας σταυρὸ καὶ θάνατο καί, ἀφοῦ μὲ τὸν θάνατό του ἐσκύλευσε τὰ βασίλεια τοῦ Ἅδη, ἀναστήθηκε τριήμερος, δείχνοντας πάλι στὴν δικὴ μας φύσι ὅτι τὸ φῶς τῆς ἄφθαρτης καὶ ἀθάνατης ζωῆς ὑπῆρξε γι’ αὐτὴν φῶς ἀναστάσεως.

Ἀφοῦ δὲ τώρα ἡ ἀνάστασίς του ἔγινε ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων, κατὰ δὲ τὴν δευτέρα παρουσία του πρόκειται τοὺς μαθητές του νὰ περιλάμψη τὸ φῶς τῆς ἀθανάτου ζωῆς καὶ τότε νὰ ἀνατείλη γιά ὅλους ἡ ἀληθινὴ καὶ ἀδιάκοπη ἡμέρα· γι’ αὐτὸ ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου σχετικὰ μὲ τὴν ἡμέρα ἐκείνη κατέχει τὴ θέσι αὐγῆς καὶ ὄρθρου· καὶ σύμφωνα μὲ αὐτὴν τὴ θέσι, ὅλα τὰ εὐαγγέλια τῆς ἀναστάσεως εἶναι ἑωθινὰ καὶ ὀρθρινά. Γι’ αὐτὸ καὶ σήμερα τὰ τελεσθέντα, τόσο πρὸς τὴν ἑσπέρα ὅσο καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας, εἶναι καὶ ὀνομάζονται ἑωθινά.

Τὸ δὲ ἑωθινὸ εὐαγγέλιο πού ἀναγνώσθηκε σήμερα ἐμπρὸς σὲ ὅλους (Ἰωάν. 21, 1-14) εἶναι καὶ ἀπὸ τὶς δύο ἀπόψεις ἑωθινὸ, διότι ὄχι μόνο διαλαμβάνει περὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καὶ τῆς μετὰ ἀπὸ αὐτὴν ἐπιφανείας, ἀλλά καὶ φαίνεται νὰ πραγματώθηκε κατὰ τὴν ἕω τῆς αἰσθητῆς ἡμέρας. Διότι, λέγει, «ὅταν ἔγινε πρωΐ, στάθηκε ὁ Ἰησοῦς στὸν αἰγιαλὸ· δὲν γνώριζαν ὅμως οἱ μαθηταί, ὅτι εἶναι ὁ Ἰησοῦς» (Ιωάν. 21, 4), ἂν καὶ στὴν ἀρχή λέγει ὅτι ὁ Ἰησοῦς φανέρωσε τὸν ἑαυτό του στοὺς μαθητές του, ἀφοῦ ἐγέρθηκε ἀπό τούς νεκρούς, στὴ θάλασσα τῆς Τιβεριάδος. Ἐφανέρωσε βέβαια, ἀλλ’ αὐτοὶ ὄντας ψηλὰ στὸ πλοῖο πάνω στὴ θάλασσα καὶ ἀπέχοντας ἀπὸ τὴ γῆ, διότι ἁλίευαν, δὲν τὸν ἀνεγνώρισαν.

Λέγει λοιπὸν σ’ αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· «Παιδιά»· μὲ πόση μετριοφροσύνη, μὲ πόση διάθεσι, μὲ πόση γλυκύτητα εἶναι γεμάτη αὐτὴ ἡ προσφώνησις! «Παιδιά», λοιπὸν λέγει, «μήπως ἔχετε τίποτε προσφάγι;». Τοὺς ρωτᾶ ὄχι διότι ἀγνοεῖ, ἀλλά ἀπὸ πρόνοια ἑτοιμάζοντας τὸ δρόμο γιὰ τὸ θαῦμα· διότι μόλις ἐκεῖνοι ἀποκρίθηκαν, ὄχι, τοὺς λέγει ὁ Ἰησοῦς, «ρίψετε τὰ δίκτυα στὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου καὶ θὰ βρῆτε». Ἀφοῦ εἶπε, «θὰ βρῆτε», ἔδειξε ὅτι γνώριζε ὅτι ἔχοντας βαλμένα τὰ δίκτυα ὅλη τὴ νύκτα, δὲν εὕρισκαν τίποτε. Ἀφοῦ λοιπὸν εἶδαν ἐκεῖνοι ὅτι γνώριζε τὰ σχετικὰ μὲ αὐτοὺς καὶ χωρὶς νὰ εἶναι παρών, εὔκολα πείσθηκαν στὰ λεγόμενά του τὰ ἔρριξαν λοιπὸν ὑπάκουα.

Ὅταν δὲ ὄχι μόνο βρῆκαν ψάρια, ὅπως εἶπε Ἐκεῖνος, ἀλλά τόσο πολλὰ καὶ μεγάλα, ὥστε νὰ μὴ μποροῦν νὰ σηκώσουν τὸ δίκτυ ἐπάνω στὸ πλοῖο (διότι λέγει, δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ σηκώσουν ἀπὸ τὰ πολλὰ ψάρια), ὁ ἑτοιμότατος πρὸς τὴ θεία ἐπίγνωσι Ἰωάννης, ὁ ἰδιαιτέρως ἀγαπημένος ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ διδάσκαλο, ἐνθυμούμενος, βέβαια, καὶ τὴν θαυμαστὴ ἐκείνη ἁλιεία τὸν πρῶτο καιρὸ στὴ λίμνη Γεννησαρέτ, τότε πού, μὲ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου, ἁπλώνοντας τὰ δίκτυα, τόσο πλῆθος ψαριῶν ἔκλεισαν μέσα σ’ αὐτά -ὥστε νὰ εἶναι καὶ τοῦτο θαυμαστό, πῶς δὲν ἔσπασαν τὰ δίκτυα μὲ τόσο πλῆθος, «λέγει λοιπὸν ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος πού ἀγαποῦσε ὁ Χριστὸς στὸν Πέτρο· ὁ Κύριος εἶναι».

Ὁ δὲ Πέτρος πάλι, θερμότατος καὶ ἑτοιμότερος ἀπό τούς ἄλλους στὴν πράξι, καθὼς «ἄκουσε», λέγει, «ὅτι ὁ Κύριος εἶναι, ζώσθηκε τὸν ἐπενδύτη, διότι ἦταν γυμνός, καὶ ἔπεσε στὴ θάλασσα». Ἐπενδύτης εἶναι ἕνα σεντόνι, μιὰ ὀθόνη πού χρησιμοποιοῦν Σῦροι καὶ Φοίνικες ἐπάνω ἀπὸ τὰ ἐνδύματα, γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται ἐπενδύτης, μερικὲς φορὲς μάλιστα τυλίγοντάς το στὸ σῶμα τους γυμνοί, ὅπως ἦταν καὶ ὁ νεαρὸς ἐκεῖνος πού ἀκολούθησε τὸν Κύριο ὅταν συνελήφθηκε ἀπό τούς Ἰουδαίους ἦταν τυλιγμένος μὲ σινδόνι στὸ γυμνὸ σῶμα του, τὸ ὅποιο ἄφησε στοὺς ὑπηρέτες πού τὸν ἐπίασαν κι’ ἐξέφυγε γυμνός (Μάρκ.14, 51). Ὁ δὲ Πέτρος δὲν ἔβαλε ἐπάνω τὸν ἐπενδύτη τοῦτο, ἀφοῦ ἦταν γυμνός, ἀλλά τὸν ζώσθηκε διπλωμένο, ὥστε νὰ μπορεῖ καὶ νὰ κολυμβήση, διότι ἀπεῖχε διακόσιους πήχεις ἀπὸ τὴν ξηρά.

Ἔτσι λοιπὸν μὲ τὴ θέρμη του ὁ Πέτρος τοὺς πρόλαβε ὅλους, οἱ δὲ ἄλλοι μαθηταὶ ἦλθαν μὲ τὸ πλοιάριο, σύροντας τὸ δίκτυο μὲ τὰ ψάρια σὰν γιὰ νὰ τὰ προσφέρουν σ’ αὐτὸν πού τοὺς τὰ ἔδωσε, ὥστε καὶ σὲ αὐτὸ νὰ μποροῦν νὰ ποῦν τὸ ἱερὸ ἐκεῖνο λόγιο: «τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν».

8 «Καθὼς λοιπὸν ἀποβιβάσθηκαν στὴν ξηρά», λέγει, «βλέπουν ἀνθρακιὰ ἁπλωμένη καὶ ἕνα ψάρι ἐπάνω σ’ αὐτὴν καὶ ἄρτο». Μερικοὶ λοιπὸν νόμισαν ὅτι αὐτὴ εἶναι ἀνθρακιὰ φωτιᾶς, ἐπάνω στὴν ὁποία ψηνόταν τὸ ψάρι, ἀλλά, λέγουν ἄλλοι, ἡ συνέχεια τοῦ κειμένου δὲν ἐπιτρέπει αὐτὴ τὴν ἐκδοχὴ γιὰ τὴν ἀνθρακιὰ· διότι βέβαια δὲν ἦταν ἐπάνω στὴ φωτιὰ ὁ ἄρτος. Ἔπειτα γιὰ τὴν ἀνθρακιὰ δὲν εἶπε ἀναμμένη ἀλλά ἁπλωμένη· λέγουν λοιπὸν ὅτι ἔτσι ὀνομάζεται καὶ ἕνα εἶδος δέρματος πού χρησιμοποιοῦν οἱ ὁδοιπόροι ἀντὶ γιὰ τράπεζα. Μόλις λοιπὸν οἱ Ἀπόστολοι, ἀποβιβαζόμενοι στὴν ξηρὰ εἶδαν ἄλλο θαῦμα, μεγαλύτερο τοῦτο ἀπὸ τὸ συμβὰν στὴ θάλασσα, διότι ἐδῶ βλέπουν ὄχι ἀπὸ τὸ βυθὸ ἀλλά ἀπὸ τὸ μηδὲν ψάρι καὶ ἄρτο καμωμένο καὶ ἀποθεμένο ἕτοιμο, παραδομένοι ὁλόκληροι πλὴν τῆς τερπνῆς θέας τοῦ Κυρίου καὶ στὸ θαῦμα, ἀδιαφόρησαν γιὰ τὴν ἁλιεία. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος τους λέγει· «φέρετε ἀπὸ τὰ ψάρια πού ἐπιάσατε τώρα», ἐπαναφέροντάς τους πρὸς τὴ φροντίδα γιὰ ἐκεῖνα, ὥστε νὰ φέρουν ἔξω τὸ ψάρεμα καὶ νὰ τὸ βάλουν σὲ μέτρο, γιὰ νὰ μὴν πεῖ κανεὶς ὅτι εἶναι φανταστικὸ τὸ πλῆθος τῶν ψαριῶν.

9 «Ἀνέβηκε», λοιπόν λέγει, «ὁ Σίμων Πέτρος καὶ τράβηξε τὸ δίκτυ γεμάτο ἑκατὸν πενήντα τρία μεγάλα ψάρια· κι ἐνῶ ἦσαν τόσο πολλά, τὸ δίκτυ δὲν σχίσθηκε». Ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ πού τὸ διεφύλαξε ἀρραγὲς μποροῦσε βέβαια νὰ δυναμώση κι’ αὐτοὺς πού τὸ τραβοῦσαν καὶ νὰ καταστήση ἐλαφρὸ τὸ τράβηγμα, δὲν τὸ ἔκαμε ὅμως, γιὰ νὰ αἰσθανθοῦν περισσότερο τὸ θαῦμα οἱ Ἀπόστολοι· γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Πέτρος ἐπανῆλθε στὸ πλοῖο κι’ ἔλαβε μέρος στὸ συρμὸ μαζὶ μὲ αὐτούς, ἀφοῦ ἀδυνατοῦσαν νὰ τὸ σύρουν μόνοι. Ὁ δὲ Κύριος, θέλοντας νὰ γίνη ὁλοφάνερος στὸν καθένα, τοὺς εἶπε, «ἐλᾶτε νὰ φᾶτε» καὶ τοὺς μοίρασε μὲ τὰ χέρια του τὸν ἀναφερθέντα ἄρτο καὶ τὸ ψάρι, δείχνοντας μὲ αὐτὴ τὴ διακονία καὶ τοῦτο, ὅτι δηλαδὴ αὐτὸς εἶναι ὁ χορηγὸς καὶ διανομεὺς τῆς μέλλουσας αἰωνίας ἀπολαύσεως, ἡ ὁποία θὰ πραγματοποιηθῆ μετὰ τὸ ψάρεμα τῆς ἀποστολικῆς σαγήνης, δηλαδὴ μετὰ τὴ συναγωγὴ ἀπὸ αὐτοὺς διὰ τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος στὴν ἀληθινὴ θεοσέβεια ὅλων τῶν ἀξίων ἀπὸ κάθε ἔθνος. Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς τότε οἱ μεγάλοι θὰ φανοῦν ἑκατὸν πενήντα τρεῖς, ἀριθμούμενοι εἴτε σὲ χιλιάδες εἴτε σὲ μυριάδες τοῦτο τὸ γνωρίζει αὐτὸς πού διενεργεῖ τὰ θαύματα καὶ τὰ ἐπεξεργάζεται γεμᾶτα μυστήρια.

Πραγματικὰ καὶ ὁ ἀκερδής κόπος ὅλης τῆς νύκτας ἐδείκνυε τὸ ἄκαρπο τῆς διδασκαλίας πού ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειά του. Καὶ τὸ ρίξιμο τῶν δικτύων πρὸς τὰ δεξιὰ κατὰ τὸ πρωΐ καὶ τὸ ψάρεμα ὑποδήλωνε τὴν ἀποτελεσματικότητα τῆς μετὰ τὴν παρουσία του εὐαγγελικῆς διδασκαλίας. Διότι ἀφοῦ ἔγινε ἤδη πρωΐ, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης μᾶς ἔφεξε διὰ σαρκός, ἡ Θεία διδασκαλία ἔγινε ἐπιδέξια καὶ ἐναργής, συνέλαβε καὶ προσείλκυσε στὸν Χριστὸ τὰ πλήθη τῶν σωζόμενων. Ὁ δὲ εὐαγγελιστὴς λέγει, μετὰ τὴν διάδοσι τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ ἰχθύος, φανερώθηκε γιὰ τρίτη τώρα φορά στοὺς μαθητές του ὁ Ἰησοῦς, ἀφ’ ὅτου ἐγέρθηκε ἀπό τούς νεκρούς. Πραγματικὰ ἦλθε πρὸς αὐτοὺς ὅταν ἦσαν συναθροισμένοι σὲ οἰκία τὸ βράδυ τῆς ἡμέρας κατὰ τὴν ὁποία ἀναστήθηκε· καὶ μετὰ παρέλευσι ὀκτὼ ἡμερῶν ἦλθε πάλι, ὅταν μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἦταν καὶ ὁ Θωμάς· καὶ γιὰ τρίτη τώρα φορά δὲν ἦλθε πρὸς αὐτούς, ἀλλά φανερώθηκε, δείχνοντας ὅτι ἦταν παρὼν σ’ αὐτούς, ἀκόμη καὶ ὅταν δὲν φαινόταν αἰσθητῶς, τοὺς ἐπέτρεπε δὲ νὰ τὸν βλέπουν, ὁπόταν ἤθελε· διότι τέτοια εἶναι ἡ δύναμις τῶν ἀθανάτων σωμάτων.

Εἶναι λοιπὸν παρὼν καὶ στὸν καθένα ἀπό μας, ἀδελφοί, ἔστω κι’ ἂν δὲν βλέπεται ἀπό μᾶς· γι’ αὐτὸ καί, ὅταν ἀναλαμβανόταν, εἶπε πρὸς τοὺς Ἀποστόλους, «ἰδού, ἐγώ εἶμαι μαζί σας ὅλον τὸν καιρὸ μέχρι τῆς συντέλειας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28, 20). Ἑπομένως πρέπει νὰ ἔχουμε τό θεῖο φόβο πάντα, σὰν νὰ εἶναι Ἐκεῖνος παρὼν· καὶ νὰ πράττουμε τὰ ἀρεστὰ σ’ αὐτόν. Ἂν δὲ τώρα δὲν μποροῦμε νὰ τὸν βλέπουμε καὶ μὲ τά μάτια τοῦ σώματος, ἀλλά μποροῦμε νὰ τὸν βλέπουμε διαρκῶς μὲ τὰ μάτια τῆς διανοίας, ἂν εἴμαστε ξύπνιοι· καὶ ὄχι μόνο νὰ τὸν βλέπουμε, ἀλλά νὰ καρπωνώμαστε ἀπὸ αὐτὸ καὶ μεγάλα ἀγαθά. Διότι αὐτὴ ἡ θέα εἶναι ἀναίρεσις κάθε ἁμαρτίας, καθαίρεσις κάθε πονηροῦ πράγματος, ἀπομάκρυνσις κάθε κακοῦ. Αὐτὴ ἡ θέα εἶναι ποιητικὴ κάθε ἀρετῆς, γεννητικὴ καθαρότητος καὶ ἀπάθειας, παρεκτική αἰωνίου ζωῆς καὶ ἀτελείωτης βασιλείας. Ἐπιμελούμενοι αὐτὴν τὴν τερπνὴ θέα καὶ ἀτενίζοντας νοερῶς πρὸς τὸν Χριστὸ σὰν νὰ εἶναι παρών, θὰ πεῖ καὶ ὁ καθένας ἀπό μᾶς σὰν τόν Δαβίδ: «ἐὰν παραταχθῆ ἀπέναντί μου στράτευμα, δὲν θὰ φοβηθῆ ἡ καρδιά μου· ἐὰν κινηθῆ ἐναντίον μου πόλεμος, ἐγώ ἐλπίζω σ’ αὐτόν» (Ψαλμ. 26, 5).

12 Διότι ὑπάρχει γιὰ μᾶς πόλεμος, ἀδελφοί, πού διὰ τῶν αἰσθήσεων σύρει πρὸς τὴν ἁμαρτία ὅσους δέν ἀντιστέκοντα γενναῖα, ἀλλ’ αὐτὸς ὁ πόλεμος δὲν κινεῖται πάντοτε ἐναντίον μας, διότι ἄλλωστε οἱ αἰσθήσεις μας δὲν ἐνεργοῦν ἀδιαλείπτως. Μερικὲς φορὲς μάλιστα, καὶ ἐνῶ ἐνεργοῦν οἱ αἰσθήσεις, ἡ ἁμαρτία μένει ἀτέλεστη ἐξαιτίας τῆς στερήσεως τῶν ὑλικῶν, ἤ ἐξαιτίας τῆς ἀκαταλληλότητας τῶν καιρῶν καὶ τῶν τόπων χωρὶς δὲ αὐτὰ δεν ἀποτελειώνει τὴν ἀνομία οὔτε κλέπτης οὔτε ληστὴς οὔτε πόρνος οὔτε μοιχὸς οὔτε ἅρπαγας οὔτε πλεονέκτης. Ὑπάρχει δὲ μέσα μας ἄλλος πόλεμος νοητὸς πού εἶναι πολὺ σκληρότερος ἀπὸ τὸν αἰσθητό, ὁ διὰ τῶν λογισμῶν· διότι αὐτὸς εἶναι πάντοτε ἐνεργὸς καὶ δὲν χρειάζεται ὑλικὰ γιὰ ἐκπλήρωσι τοῦ κακοῦ οὔτε καιροὺς οὔτε τόπους.

Καὶ ὁ μὲν πρῶτος, δηλαδὴ ὁ αἰσθητὸς ἐκεῖνος πρὸς τὴν ἁμαρτία πόλεμος, ἔχει τὴν ἀρχή του ἀπὸ τὰ πράγματα καὶ ἀπὸ τὰ ἀκούσματα ἡ θεάματα πού προέρχονται ἀπὸ ἐκεῖ, καθὼς καὶ ἀπὸ ἄλλα παραπλήσια. Ὁ δὲ νοητὸς πόλεμος, πού εἶναι μέσα μας, κινεῖται ἀμέσως ἀπὸ τὰ πνεύματα τῆς πονηρίας καὶ ἀπὸ τὶς προσβολὲς καὶ παρορμήσεις τούτων. Καὶ σ’ ἐκεῖνον μὲν τὸν πόλεμο, τὸν αἰσθητό, κι’ ἂν νικὴση κανεὶς κάποτε, δὲν γίνεται μὲ αὐτὸ καὶ κατὰ τὸν νοητὸ ἀήττητος. Αὐτὸς ὅμως πού νίκησε κατὰ τὸν ἐσωτερικὸ πόλεμο, στὸν ἐξωτερικὸ ὑπερισχύει κατὰ κράτος· «νὰ διάγετε κατὰ τὸ πνεῦμα καὶ ἐπιθυμία σαρκὸς νὰ μὴ ἐκτελέσετε» (Γαλ. 5, 16).

13 Πρὸς μὲν τὸν ἐξωτερικὸ πόλεμο, τῶν αἰσθήσεων, τὸ ἀνθρώπινο γένος τὸ ὅπλιζε μᾶλλον ὁ παλαιὸς νόμος, παραγγέλλοντας νὰ ἀποφεύγουν τὰ ἀποτελέσματα τῶν ἁμαρτημάτων πρὸς δὲ τὸν ἐσωτερικό μας πόλεμο μᾶς ἀφυπνίζει ὁ νόμος τῆς χάριτος, ἡ διδασκαλία τοῦ εὐαγγελίου, πού ἀπαγορεύει τὴν ὀργή μὲ τὴν καρδιά, τὴν μοιχεία μὲ τὴν καρδιά, τὴν ἐπιθυμία τῆς προσβολῆς τοῦ διαβόλου τὴν κινούμενη στὴν καρδία, καὶ μᾶς ὁπλίζει καὶ μᾶς διεγείρει γι’ ἀντιμετώπισί της, καθὼς λέγει καὶ ὁ ἀπόστολος γράφοντας πρὸς τοὺς Ἐφεσίους· «νὰ ἐνδυθῆτε τὴν πανοπλία τοῦ θεοῦ, γιὰ νὰ μπορῆτε ν’ ἀντισταθῆτε στὶς μεθοδεύσεις τοῦ διαβόλου· διότι ἡ δική μας πάλη δὲν εἶναι πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλά πρὸς τὶς ἀρχές, πρὸς τὶς ἐξουσίες, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορες τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικά τῆς πονηρίας στὰ ἐπουράνια »(Ἐφεσ. 6, 11). Διότι, ἐπειδὴ ξέπεσαν ἀπὸ αὐτά, τὰ ἐπουράνια, τὸ θεωροῦν φοβερό, καὶ κινοῦνται μανιωδῶς ἐναντίον μας, γιατί ἔχουμε τὸ πολίτευμα στοὺς οὐρανοὺς διὰ τῆς κατὰ τὸν νοῦ ἀνατάσεως πρὸς τὸν Θεό.

Γι’ αὐτὸ παρακαλῶ μὲ κάθε τρόπο ν’ ἀποφύγουμε μέθη καὶ τρυφή, λόγια καὶ ἀκούσματα καὶ θεάματα αἰσχρὰ· διότι αὐτά, διεγείροντας τὴν σάρκα, μᾶς προσκαλοῦν σὲ πάλη πού δὲν εἶναι δική μας οὔτε μᾶς ἀφήνει νὰ βλέπουμε τὸν ἐσωτερικὸ δικό μας πόλεμο καὶ νὰ τὸν διεξάγουμε καλῶς. Γι’ αὐτὸ ἀναγκαστικὰ νικιώμαστε καὶ πέφτουμε, αἰχμαλωτιζόμαστε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἐντελῶς ἤ τὸ πολύ-πολύ, πρὸς μὲν τοὺς ἐσωτερικοὺς ἐχθροὺς δέν τούς βλέπουμε, πρὸς δὲ τοὺς ἐξωτερικοὺς ἐχθροὺς παραδινόμαστε μόνοι μας.

Ἀλλά ἐμεῖς, ἀπέχοντας ἀπὸ τὶς μὴ καλὲς καὶ ἐπιτρεπτὲς ἡδονὲς τῆς σαρκός, ἀντιπαρατασσόμαστε πρὸς τὶς ἐξουσίες τοῦ φοβεροῦ σκότους, πρὸς τοὺς ὑποβάλλοντας μέσα σ’ ἐμᾶς τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμούς, τὶς πονηρὲς ἐπιθυμίες, πού πάντως εἶναι οἱ δαίμονες, πού εἶναι καὶ ἄρχοντες τῆς κακίας τοῦ σκότους, ὡς οἱ πρῶτοι πού τὸ πόθησαν· καὶ κοσμοκράτορες εἶναι ἀλλά μόνο ἐκείνων πρὸς τοὺς ὁποίους δὲν ἔχει καθόλου θέσι ὁ λόγος τοῦ ἀληθινοῦ Δεσπότη Χριστοῦ πού λέει: «σεῖς δὲν εἶσθε ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλά ἐγώ σᾶς ἐξέλεξα ἀπὸ τὸν κόσμο», καί, ἀφοῦ σᾶς ἀναγέννησα μὲ τὴν χάρι μου, σᾶς οἰκειώθηκα.

Πρὸς ἐκείνους λοιπὸν τὰ πνεύματα τῆς πονηρίας εἶναι καὶ ἐξουσίες, διότι ὑπέπεσαν σ’ αὐτὰ ἑκουσίως. Ἐμεῖς δέ, ἐφ’ ὅσον γρηγοροῦμε καὶ ἀνυψώνουμε τὸ ὄμμα τῆς διανοίας πρὸς τὸν Δεσπότη Χριστό πού μᾶς λύτρωσε ἀπὸ τὴν πικρή δουλεία τοῦ διαβόλου καὶ προσέχουμε σ’ αὐτὸν σὰν νά τόν βλέπουμε πάντοτε παρόντα, «δὲν θὰ φοβηθοῦμε», κατὰ τὸν Ψαλμωδό, «ἀπὸ βέλος πού ρὶπτεται τὴν ἡμέρα, ἀπὸ πράγμα πού διαβαίνει στὸ σκότος, ἀπὸ σύμπτωμα καὶ δαιμόνιο μεσημβρινό»· ἀλλά ἐνῶ αὐτά ἐπεχείρησαν νὰ προχωρήσουν πρὸς ἐμᾶς, θὰ πέσουν καὶ δὲν θὰ πλησιάσουν πρὸς ἐμᾶς οὔτε θὰ μᾶς μετακινήσουν ἀπὸ τὴν κατὰ τὴν ἀρετὴ ἕδρα καὶ ἀσφάλεια, ὅπως λέγει γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ψαλμωδός· «ἔβλεπα διαπαντὸς τὸν Κύριο ἐμπρός μου, διότι εἶναι ἀπὸ τὰ δεξιά μου, γιὰ νὰ μὴ σαλευθῶ».

Ἐὰν λοιπὸν κι’ ἐμεῖς τὸν βλέπουμε διαπαντὸς σὰν νὰ εἶναι ἐμπρός μας, τώρα μὲν ὑμνώντας, ἔπειτα ἱκετεύοντας, ἄλλοτε δὲ εὐχαριστώντας κατὰ δύναμι, τότε ‘Εκεῖνος θὰ βοηθήση καὶ τὴ δεξιὰ τοῦ καθενός μας καὶ θὰ μᾶς ὁδηγήση μὲ τὴ βουλὴ καὶ τὴ δύναμί του καὶ θὰ μᾶς λυτρώση ἀπὸ τὴν κυριαρχία τοῦ σκότους καὶ θὰ μᾶς ἀποκαταστήση στὴ βασιλεία του, χαρίζοντάς μας ἄφθαρτη καὶ αἰώνια ζωή.

16 Αὐτὴν τὴ ζωὴ εἴθε νὰ ἐπιτύχουμε ὅλοι μας σὲ δόξα αὐτοῦ καὶ τοῦ ἄναρχου Πατρός του καὶ τοῦ συναϊδίου καὶ ζωοποιοῦ Πνεύματος, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

Στή Κυριακή τῶν Ἁγίων πατέρων

Στή Κυριακή τῶν Ἁγίων πατέρων

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

«Αὐτά εἶπεν ὁ Ἰησοῦς καί ἐσήκωσε τούς ὀφθαλμούς του εἰς τόν οὐρανόν καί εἶπε.Πάτερ, ἦλθεν ἡ ὥρα, δόξασε τόν Υἱόν σου, διά νά σέ δοξάσῃ καί ὁ Υἱός σου».

1. «Αὐτός πού ἐφαρμόζει τάς ἐντολάς σου καί τάς διδάσκει», λέγει, «αὐτός θά ὀνομασθῇ μέγας εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 5,19). Καί πολύ εὔλογα. Διότι τό νά φιλοσοφῇ κανείς μέ λόγια εἶναι εὔκολον, ἐνῷ τό νά παρουσιάζῃ μέ ἔργα αὐτά πού λέγει, εἶναι γνώρισμα ἀνθρώπου γενναίου καί μεγάλου. Διά τοῦτο καί ὁ Χριστός, ὁμιλῶν περί ἀνεξικακίας, ἀναφέρει τόν ἑαυτόν του, προτρέπων ἀπό αὐτόν νά λαμβάνωμεν τά παραδείγματα. Διά τοῦτο καί μετά ἀπό αὐτήν τήν παραίνεσιν, ἔρχεται εἰς τήν προσευχήν, διδάσκων ἡμᾶς κατά τάς δοκιμασίας, ἀφήνοντες κατά μέρος ὅλα, νά καταφεύγωμεν εἰς τόν Θεόν. Ἐπειδή δηλαδή εἶπεν, «Εἰς τόν κόσμον θά ἔχετε θλῖψιν» (Ἰω. 16,33), καί ἐνέβαλεν ἀνησυχίαν εἰς τάς ψυχάς των, μέ τήν προσευχήν ἀνιστᾷ πάλιν τό φρόνημά των.διότι μέχρι τότε τόν ἐπρόσεχαν ὡσάν ἄνθρωπον. Καί δι̉ ἐκείνους κάμνει τά ἴδια, ὅπως ἀκριβῶς καί εἰς τήν περίπτωσιν τοῦ Λαζάρου, καί λέγει τήν αἰτίαν, ὅτι δηλαδή «Τό εἶπα διά τό παρευρισκόμενον πλῆθος, διά νά πιστεύσουν ὅτι σύ μέ ἀπέστειλες» (Ἰω. 11,42).

Ναί, λέγει. ἀλλά διά μέν τούς Ἰουδαίους ἐγίνοντο αὐτά πολύ εὔλογα, διά ποῖον λόγον ὅμως ἐγίνοντο καί διά τούς Μαθητάς; Καί διά τούς Μαθητάς ἐγίνοντο κατά πολύ φυσικόν λόγον. Διότι αὐτοί, πού μετά ἀπό τόσα ἔλεγον, «Τώρα γνωρίζομεν ὅτι ὅλα τά γνωρίζεις» (Ἰω. 16,30), ἐχρειάζοντο περισσότερον ἀπό ὅλους τήν ἐπιβεβαίωσιν. Ἄλλωστε δέ οὔτε προσευχήν ὀνομάζει ὁ εὐαγγελιστής τό πρᾶγμα, ἀλλά τί λέγει; «Ἐσήκωσε τούς ὀφθαλμούς του εἰς τόν οὐρανόν», καί ἀποκαλεῖ αὐτό μᾶλλον συνομιλίαν μέ τόν Πατέρα. Ἐάν δέ εἰς ἄλλην περίπτωσιν τήν ὀνομάζῃ προσευχήν, καί δείχνει αὐτόν ἄλλοτε μέν νά γονατίζῃ, ἄλλοτε δέ νά ὑψώνῃ τούς ὀφθαλμούς εἰς τόν οὐρανόν, μή θορυβηθῇς. Μέ αὐτά διδασκόμεθα τό ἀκατάπαυστον τῆς προσευχῆς, ὥστε καί ὅταν ἱστάμεθα νά βλέπωμεν ὄχι μόνον μέ τούς ὀφθαλμούς τῆς σαρκός, ἀλλά καί τῆς διανοίας, καί διά νά γονατίζωμεν συντρίβοντες ἔτσι τή καρδίαν μας.διότι ἦλθεν ὁ Χριστός, ὄχι μόνον διά νά μᾶς δείξῃ τόν ἑαυτόν Του, ἀλλά καί νά μᾶς διδάξῃ τήν ἀνεκδιήγητον ἀρετήν. Αὐτός δέ πού διδάσκει πρέπει νά διδάσκῃ ὄχι μόνον μέ λόγια, ἀλλά καί μέ τά ἔργα. Ἄς ἀκούσωμεν λοιπόν τί λέγει ἐδῶ. «Πάτερ, ἦλθε ἡ ὥρα, δόξασε τόν Υἱόν σου, διά νά σέ δοξάσῃ καί ὁ Υἱός σου».

Πάλιν μᾶς δείχνει ὅτι δέν ἔρχεται εἰς τόν Σταυρόν χωρίς τήν θέλησίν Του. Διότι πῶς δέν θά ἤρχετο μέ τήν θέλησίν του αὐτός πού καί εὔχεται αὐτό νά συμβῇ καί δόξαν ὀνομάζει τό πρᾶγμα, ὄχι μόνον αὐτοῦ πού θά ἐσταυρώνετο, ἀλλά καί τοῦ Πατρός; Καί πράγματι ἔτσι ἔγινε.καθ̉ ὅσον δέν ἐδοξάσθη μόνον ὁ Υἱός, ἀλλά καί ὁ Πατήρ.διότι πρίν ἀπό τόν σταυρόν οὔτε οἱ Ἰουδαῖοι τόν ἐγνώριζον (διότι λέγει «Ὁ Ἰσραήλ δέν μέ ἐγνώρισεν» (Ἠσ. 1,3), μετά ὅμως τόν Σταυρόν ὅλη ἡ οἰκουμένη ἔτρεξε κοντά Του. Ἔπειτα λέγει καί τόν τρόπον τῆς δόξης, καί πῶς θά τόν δοξάσῃ. «Σύμφωνα μέ τήν ἐξουσίαν πού τοῦ ἔδωσες ἐπί ὅλων τόν ἀνθρώπων, ὥστε νά μή χαθῇ κανείς ἀπό αὐτούς πού τοῦ ἔδωσες». Διότι τό νά εὐεργετῇ πάντοτε, ἀποτελεῖ δόξαν διά τόν Θεόν. Τί σημαίνει δέ «Καθώς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός»; Κατ̉ ἀρχήν δείχνει ὅτι τό κήρυγμά του δέν περιορίζεται μόνον μεταξύ τῶν Ἰουδαίων, ἀλλ̉ ἐπεκτείνεται καί εἰς ὅλην τήν οἰκουμένην καί προετοιμάζει τήν κλῆσιν τῶν ἐθνικῶν. Ἐπειδή δηλαδή εἶπεν, «Μή πηγαίνετε πρός τούς ἐθνικούς» (Ματθ. 10,5), πρόκειται εἰς τήν συνέχειαν νά εἰπῇ, «Πηγαίνετε καί κάμετε μαθητάς μου ὅλα τά ἔθνη» (Ματθ. 28,19), δείχνει, ὅτι καί ὁ Πατήρ τό θέλει αὐτό.καθ̉ ὅσον αὐτό ἐσκανδάλιζε πάρα πολύ τούς Ἰουδαίους, ἀλλά καί τούς μαθητάς.διότι οὔτε μετά ἀπό αὐτά ἠνείχοντο εὔκολα νά ἐπικοινωνοῦν μέ τούς ἐθνικούς, μέχρι ὅτου ἔλαβον τήν διδασκαλίαν τοῦ Πνεύματος. Καθ̉ ὅσον δέν ἐγίνετο αὐτό μικρόν σκάνδαλον εἰς τούς Ἰουδαίους.

Μετά λοιπόν τήν τόσον μεγάλην ἐπίδειξιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐλθών ὁ Πέτρος εἰς τά Ἰεροσόλυμα, μόλις κατώρθωσε νά διαφύγῃ τάς κατηγορίας, ὅταν ἀνέφερε τά σχετικά μέ τήν σινδόνα (Πράξ. κεφ.11). Τί σημαίνει δέ, «Ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός»; Πότε λοιπόν, θά ἐρωτήσωμεν τούς αἱρετικούς, ἔλαβεν αὐτήν τήν ἐξουσίαν; πρίν πλάσῃ αὐτούς ἤ ἀφοῦ τούς ἔπλασεν; Διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέγει μετά τήν Σταύρωσιν καί τήν Ἀνάστασιν. Τότε δηλαδή λέγει.«Μοῦ ἐδόθη κάθε ἐξουσία» (Ματθ. 28,18), «πηγαίνετε καί κάμετε μαθητάς μου ὅλα τά ἔθνη» (Ματθ. 28,19).

Τί λοιπόν; δέν εἶχεν ἐξουσίαν ἐπί τῶν ἰδικῶν του ἔργων, ἀλλ̉ ἔδωσε μέν ἐξουσίαν εἰς αὐτούς, ὁ ἴδιος δέ μετά τό γεγονός αὐτό δέν εἶχεν εξουσίαν ἐπ̉ αὐτῶν; (Καί ὅμως φαίνεται ὅλα αὐτός νά τά κάμνῃ καί κατά τήν παλαιάν ἐποχήν, ἄλλους μέν τιμωρῶν ἐπειδή ἡμάρτανον, ἄλλους ἐπιστρέφοντας νά τούς διορθώνῃ. Διότι λέγει.«Δέν θά κρύψω ἀπό τόν υἱόν μου Ἀβραάμ, αὐτό πού πρόκειται νά κάμω» (Γεν. 18,17), ἄλλους δέ ἐκτελοῦντας τάς ἐντολάς του νά τούς τιμᾷ).ἔπειτα, τότε μέν εἶχεν ἐξουσίαν, μετά δέ τήν ἔχασε καί πάλιν τήν ξαναέλαβεν; Καί ποῖος δαίμων θά ἦτο δυνατόν νά εἰπῇ αὐτά; Ἐάν δέ εἶναι ἡ ἴδια ἐξουσία καί τότε καί τώρα (διότι λέγει. «Ὅπως ἀκριβῶς ὁ Πατήρ ἀνιστᾷ τούς νεκρούς καί τούς ζωοποιεῖ , ἔτσι καί ὁ Υἱός του ζωοποιεῖ ὅποιους θέλει» (Ἰω. 5,21), τί σημαίνει αὐτό πού ἐλέχθη; Ἐπρόκειτο νά στείλῃ αὐτούς εἰς τά ἔθνη.

Διά νά μή νομίσουν λοιπόν αὐτό ὡς καινοτομίαν ἐπειδή ἔλεγε. «Δέν ἀπεστάλην δι̉ ἄλλο τίποτε, παρά διά τά χαμένα πρόβατα τοῦ οἴκου Ἰσραήλ» (Ματθ. 5,24), δείχνει ὅτι αὐτό εἶναι ἐπιθυμητόν καί εἰς τόν Πατέρα. Ἐάν δέ τό λέγῃ αὐτό μέ πολύ ταπεινά λόγια, δέν εἶναι καθόλου ἀξιοθαύμαστον. Διότι ἔτσι καί ἐκείνους ἐπαίδευε τότε καί τούς μετά ταῦτα, καί, ὅπως προανέφερα, πάντοτε μέ τήν ὑπερβολικήν χρῆσιν ταπεινῶν ἐκφράσεων ἔπειθε πάρα πολύ ὅτι τά λόγια Του αὐτά ἐλέγοντο ἀπό συγκατάβασιν.

2. Τί σημαίνει δέ «πάσης σαρκός»; Διότι, βέβαια, δέν ἐπίστευσαν ὅλοι. Καί ὅμως, ὅσον ἐξηρτᾶτο ἀπό Αὐτόν, ὅλοι ἐπίστευσαν. Ἄν δέ δέν ἐπρόσεχαν εἰς τά λεγόμενά Του, ἡ κατηγορία δέν ἀνήκει εἰς τόν διδάσκαλον, ἀλλ̉ εἰς ἐκείνους πού δέν ἐδέχθησαν τά λόγια του. «Ὥστε νά δώσῃ ζωήν αἰώνιον εἰς τόν καθένα ἀπό ἐκείνους πού τοῦ ἔδωσες». Ἐάν δέ καί ἐδῶ ὁμιλῇ ἀνθρωπινώτερα , μή θαυμάσῃς. Διότι τό κάμνει αὐτό καί διά τούς λόγους πού ἔχομεν εἰπεῖ, καί διότι ἀποφεύγει πάντοτε ὁ Ἴδιος νά λέγῃ κάτι τό σπουδαῖον διά τόν ἑαυτόν Του, ἐπειδή αὐτό θά προσέκρουεν εἰς τήν σκέψιν τῶν ἀκροατῶν του, ἀφοῦ εἰς τήν ἀρχήν δέν ἐφαντάζοντο τίποτε τό ὑψηλόν περί αὐτοῦ.

Ὁ Ἰωάννης λοιπόν, ὅταν ὁμιλῇ ἀπό μόνος του, δέν κάμνει τό ἴδιον, ἀλλά ἐκφράζεται κατά ὑψηλότερον τρόπον, λέγων τά ἑξῆς. «Ὅλα δι̉ αὐτοῦ ἔγιναν, καί τίποτε δέν ἔγινε χωρίς αὐτόν» (Ἰω. 1,3), καί ὅτι «ἦτο ζωή» (Ἰω. 1,4), καί ὅτι «ἦτο φῶς» (Ἰω. 1,9), καί ὅτι «ἦλθεν εἰς τούς ἰδικούς του» (Ἰω.1,11).ὄχι ὅτι δέν θά εἶχεν ἐξουσίαν, ἐάν δέν ἐλάμβανεν, ἀλλ̉ ὅτι καί εἰς ἄλλους ἔδωσεν «ἐξουσίαν νά γίνουν τέκνα τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. 1,12). Καί ὁ Παῦλος ὁμοίως τόν ὀνομάζει ἴσον μέ τόν Θεόν (Φιλιπ. 2,6). Αὐτός ὅμως παρακαλεῖ τόν Πατέρα ἀνθρωπινώτερον, λέγων τά ἑξῆς. «Διά νά δώσω ζωήν αἰώνιον εἰς τόν καθένα πού μοῦ ἔδωσες. Αὐτή δέ εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή, τό νά γνωρίσουν ἐσένα ὡς τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καθώς καί τόν Ἰησοῦν Χριστόν πού ἔστειλες εἰς τόν κόσμον». Τό «Μόνον ἀληθινόν Θεόν» τό λέγει πρός διάκρισιν ἀπό τούς μή πραγματικούς θεούς. καθ̉ ὅσον ἐπρόκειτο νά στείλῃ αὐτούς εἰς τά ἔθνη. Ἐάν ὅμως δέν τό δεχθοῦν μέ αὐτό καί μόνον ἀρνοῦνται τόν Υἱόν ὡς ἀληθινόν Θεόν, προχωροῦντες δέ ἔτσι θ̉ ἀρνηθοῦν καί ὅτι εἶναι Θεός.καθ̉ ὅσον λέγει.«Δέν ζητεῖτε τήν τιμήν πού προέρχεται ἀπό τόν μόνον Θεόν» (Ἰω. 5,44).

Τί λοιπόν; Δέν εἶναι ὁ Υἱός Θεός; Ἐάν δέ ὁ Υἱός εἶναι Θεός καί ὀνομάζεται μόνος τοῦ Πατρός, εἶναι φανερόν ὅτι εἶναι καί ἀληθινός καί ὀνομάζεται μόνος ἀληθινός. Τί δέ; ὅταν ὁ Παῦλος λέγῃ, «Ἤ μόνος ἐγώ καί ὁ Βαρνάβας;» (Α´ Κορ. 14,6), ἆρά γε ἀρνεῖται τόν Βαρνάβαν; Καθόλου. Διότι τό «μόνος» χρησιμοποιεῖται πρός διάκρισιν ἀπό ἄλλους. Ἐάν δέ δέν εἶναι ἀληθινός Θεός, πῶς εἶναι ἀλήθεια; (Ἰω. 14,6) διότι ἡ ἀλήθεια δέν διαφέρει τοῦ ἀληθινοῦ. Τί θά εἰποῦμεν ὅτι δέν εἶναι κἄν ἄνθρωπος; Κατά τόν ἴδιον τρόπον, ἐάν ὁ Υἱός δέν εἶναι ἀληθινός Θεός πῶς εἶναι Θεός; πῶς ἐμᾶς μᾶς κάμνει θεούς καί υἱούς, χωρίς νά εἶναι ἀληθής;

Ἀλλά δι̉ αὐτά ἐλέχθησαν εἰς ἐσᾶς λεπτομερέστερον εἰς ἄλλους λόγους, διά τοῦτο ἄς προχωρήσωμεν εἰς τήν συνέχειαν. «Ἐγώ σέ δόξασα ἐπάνω εἰς τήν γῆν». Καλῶς εἶπεν, «Ἐπί τῆς γῆς». διότι εἰς τόν οὐρανόν εἶχε δοξασθῆ, ἔχων καί εἰς τήν φύσιν Του τήν δόξαν καί προσκυνούμενος ὑπό τῶν Ἀγγέλων. Δέν ὁμιλεῖ λοιπόν δι̉ ἐκείνην τήν δόξαν, πού εἶναι συνηνωμένη μέ τήν οὐσίαν Του (διότι ἐκείνην τήν δόξαν, καί ἄν ἀκόμη κανείς δέν τόν δοξάσῃ, ἐξακολουθεῖ νά τήν ἔχει πλήρη), ἀλλ̉ ὁμιλεῖ δι̉ αὐτήν πού προέρχεται ἀπό τήν λατρείαν τῶν ἀνθρώπων. Ὥστε λοιπόν τό «δόξασόν με» ἔχει αὐτήν τήν σημασίαν.

Καί διά μάθῃς ὅτι αὐτόν τόν τρόπον τῆς δόξης ἐννοεῖ, ἄκουσε τά ἐν συνεχείᾳ. «Τό ἔργον τό ἐτελείωσα πού μοῦ ἔδωσες νά κάνω». Μολονότι βέβαια ἀκόμη τό ἔργον του εὑρίσκετο εἰς τήν ἀρχήν, μᾶλλον δέ οὔτε εἰς τήν ἀρχήν. Πῶς λοιπόν λέγει, «ἐτελείωσα»; Ἤ ἐννοεῖ ὅτι ἔκαμα ὅ,τι ἐξηρτᾶτο ἀπό ἐμένα, ἤ ὀνομάζει ὡς νά ἔγινεν ἐκεῖνο πού ἐπρόκειτο νά γίνῃ ἤ αὐτό πού κυρίως ἠμποροῦμεν νά εἰποῦμεν, ὅτι τό πᾶν ἦτο πλέον τετελεσμένον, ἐφ̉ ὅσον εἶχε τοποθετηθῆ ἡ ρίζα τῶν ἀγαθῶν, ἀπό τήν ὁποίαν ὁπωσδήποτε κατ̉ ἀνάγκην ἐπρόκειτο νά προέλθουν οἱ καρποί καί ὅτι θά ἦτο παρών καί συνηνωμένος μέ ἐκείνους πού θά ἤρχοντο εἰς τό μέλλον. Διά τοῦτο πάλιν λέγει μέ τρόπον συγκαταβατικόν. «Αὐτό πού μοῦ ἔδωσες». Διότι, ἐάν βέβαια ἐπερίμενε νά ἀκούσῃ καί νά μάθῃ, θά ἀπεῖχον αὐτά πολύ ἀπό τήν δόξαν του. Τό ὅτι λοιπόν αὐτό τό ἔκαμε μέ τήν θέλησίν Του εἶναι φανερόν ἀπό πολλά.

Ὅπως, ὅταν λέγῃ ὁ Παῦλος ὅτι «τόσον πολύ μᾶς ἠγάπησεν, ὥστε νά παραδώσῃ τόν ἑαυτόν του πρός χάριν μας» (Ἐφ. 5,2), καί «ἐταπείνωσε τόν ἑαυτόν του, λαβών μορφήν δούλου» (Φιλιπ. 2,7), καί πάλιν.«Ὅπως ἀκριβῶς μέ ἠγάπησεν ὁ Πατήρ μου καί ἐγώ ἠγάπησα ἐσᾶς» (Ἰω. 5,9). «Δόξασέ με, Πάτερ, μέ τήν δόξαν ἐκείνην πού εἶχα πρίν ἀκόμη ὁ κόσμος ἔλθῃ εἰς τήν ὕπαρξιν». Καί πού εἶναι ἐκείνη ἡ δόξα; Ἔστω λοιπόν ὅτι πλησίον τῶν ἀνθρώπων πολύ εὔλογα ἦτο χωρίς δόξαν ἐξ αἰτίας τῆς ἐνδυμασίας Του, πῶς ζητεῖ νά δοξασθῇ πλησίον τοῦ Θεοῦ; Τί λοιπόν ἐννοεῖ ἐδῶ; Ἐδῶ ὁ λόγος γίνεται περί τοῦ ἔργου τῆς θείας οἰκονομίας.διότι ἀκόμη δέν εἶχε δοξασθῆ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις του οὔτε εἶχεν ἀπολαύσει ἀφθαρσίας, οὔτε εἶχε λάβει μέρος εἰς τόν βασιλικόν θρόνον. Διά τοῦτο δέν εἶπεν, «Ἐπί τῆς γῆς», ἀλλά «πλησίον σου».

3. Αὐτήν τήν δόξαν θά ἀπολαύσωμεν καί ἡμεῖς κατά τό ἰδικόν μας μέτρον, ἐάν εἴμεθα προσεκτικοί. Διά τοῦτο καί ὁ Παῦλος λέγει. «Ἐάν βέβαια πάσχωμεν μαζί του, διά νά δοξασθῶμεν μαζί του» (Ρωμ. 8,17). Ἑπομένως εἶναι ἄξιοι μυρίων δακρύων ἐκεῖνοι πού, ἄν καί ὑπάρχει ἔμπροσθέν των τόση δόξα, ἐξ αἰτίας τῆς ὀκνηρίας των καί τῆς ἀδιαφορίας των προκαλοῦν κακά εἰς τόν ἑαυτόν των, καί, ἐάν δέν ὑπῆρχε γέεννα, θά ἦσαν ἀθλιώτεροι ἀπό ὅλους, καθ̉ ὅσον, ἐνῷ ἠμποροῦν νά βασιλεύσουν καί νά δοξασθοῦν μαζί μέ τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, ἀποστεροῦν τόν ἑαυτόν των ἀπό τόσα ἀγαθά.διότι, ἐάν ἐχρειάζετο νά κατασφαγοῦν, ἐάν ἐχρειάζετο νά ὑποστοῦν μυρίους θανάτους, ἐάν ἐχρειάζετο νά παραδώσουν ἀπείρους ψυχάς καί τόσα ἄλλα σώματα καθημερινῶς, δέν ἔπρεπε νά ὑποστοῦν ὅλα αὐτά χάριν τῆς τόσον μεγάλης δόξης; Τώρα ὅμως οὔτε τά χρήματα περιφρονοῦμεν, τά ὁποῖα ἀργότερον θά τά ἀποχωρισθοῦμεν καί χωρίς νά τό θέλωμεν.

Δέν περιφρονοῦμεν τά χρήματα, πού μᾶς περιβάλλουν μέ ἀμέρτητα κακά, καί πού μένουν ἐδῶ καί δέν εἶναι ἰδικά μας (διότι διαχειριζόμεθα ἐκεῖνα πού δέν εἶναι ἰδικά μας καί ἄν ἀκόμη τά ἔχωμεν ἀπό πατρικήν κληρονομίαν)· ὅταν ὅμως καί γέεννα ὑπάρχῃ καί σκώληξ αἰώνιος καί ἄσβεστον πῦρ καί τρυγμός τῶν ὀδόντων, εἰπέ μου, πῶς θά τά ὑποφέρωμεν αὐτά;

Μέχρι πότε θά εἴμεθα ἀπρόσεκτοι καί θά δαπανῶμεν τό πᾶν εἰς καθημερινάς διαμάχας καί φιλονεικίας καί λόγους ἀνωφελεῖς, τρέφοντες τήν γῆν, παχαίνοντας τό σῶμα, καί ἀδιαφοροῦντες διά τήν ψυχήν, διά μέν τά ἀναγκαῖα μή κάμνοντες κανένα λόγον, διά δέ τά περιττά καί ἀνώφελα δεικνύοντες πολλήν φροντίδα; Καί οἰκοδομοῦμεν μέν λαμπρούς τάφους καί ἀγοράζομεν πολυτελεῖς οἰκίας καί ἀκολουθούμεθα ἀπό ἀγέλας παντός εἴδους ὑπηρετῶν καί ἐπινοοῦμεν διαφόρους οἰκονόμους, ἀγρῶν, οἰκιῶν, διαχειριστάς χρημάτων καί καθιστῶντες ἄρχοντες ἀρχόντων, διά δέ τήν ψυχήν μας πού ἔχει μείνει τελείως ἔρημη δέν δείχνομεν καμμίαν φροντίδα. Καί ποῖο θά εἶναι τό τέλος αὐτῶν; δέν γεμίζομεν μίαν γαστέρα; Δέν ἐνδύομεν ἕνα σῶμα; διατί τόσος πολύς θόρυβος δι̉ αὐτά τά πράγματα;

Διατί τέλος πάντων ὅλα αὐτά καί διατί τήν ψυχήν πού ἐλάβομεν τήν κατασφαγιάζομεν, τήν κατασπαράσσομεν μέ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τάς φροντίδας, ἐπινοοῦντες φοβεράν δουλείαν διά τούς ἑαυτούς μας; Διότι ἐκεῖνος πού ἔχει ἀνάγκην ἀπό πολλά, εἶναι δοῦλος πολλῶν, καί ἄν ἀκόμη φαίνεται ὅτι εἶναι κυρίαρχος αὐτῶν. Διότι καί τῶν ὑπηρετῶν δοῦλος εἶναι ὁ κύριος καί δημιουργεῖ ἄλλον μεγαλύτερον τρόπον ὑπηρεσίας. Καί κατ̉ ἄλλον τρόπον δέ εἶναι δοῦλος, διότι δέν τολμᾷ χωρίς ἐκείνους νά μεταβῇ εἰς τήν ἀγοράν οὔτε εἰς τό λουτρόν, οὔτε εἰς τόν ἀγρόν, ἐνῷ αὐτοί πολλές φορές παντοῦ πηγαίνουν χωρίς τόν κύριόν των. Ἀλλ̉ ὁ θεωρούμενος ὅτι εἶναι κύριος, ἄν δέν εἶναι παρόντες οἱ δοῦλοι, δέν τολμᾷ νά βγῇ ἀπό τήν οἰκίαν, ἀλλά καί ἄν ἀκόμη συμβῇ νά βγῇ μόνος ἀπό τήν οἰκίαν, θεωρεῖ τόν ἑαυτόν του ὅτι εἶναι διά γέλια.

Ἴσως μερικοί μᾶς γελοῦν πού λέγομεν αὐτά, ἀλλ̉ ὅμως ἀκριβῶς δι̉ αὐτό θά ἦσαν ἄξιοι μυρίων δακρύων. Διότι διά νά διαπιστώσῃς ὅτι αὐτό εἶναι δουλεία, θά σέ ἐρωτοῦσα εὐχαρίστως. Ἤθελες νά εἶχεις τήν ἀνάγκην ἐκείνην πού θά ἔθετε τήν τροφήν εἰς τό στόμα σου ἤ θά προσέφερε τό ποτήρι εἰς τά χείλη σου; Δέν θά ἐθεωροῦσες αὐτήν τήν ὑπηρεσίαν ἀξίαν δακρύων; Τί δέ, ἐάν ἐχρειάζεσο μερικούς διά νά σέ βαστάζουν διαρκῶς διά νά βαδίζῃς, δέν θά ἐθεωροῦσες ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τόν ἑαυτόν σου ἐλεεινόν καί ἀθλιώτερον ἀπό ὅλους; Λοιπόν καί τώρα τέτοιαι ἔπρεπε νά εἶναι οἱ διαθέσεις σου. Διότι καθόλου δέν διαφέρει, εἴτε νά παθαίνει αὐτά κανείς ἀπό ἄλογα ζῶα εἴτε ἀπό ἀνθρώπους. Τί δέ, εἰπέ μου, δέν διαφέρουν ὡς πρός αὐτό οἱ ἄγγελοι ἀπό ἡμᾶς, τό ὅτι δηλαδή δέν ἔχουν τήν ἀνάγκην τῶν ὅσων ἔχομεν ἡμεῖς;

Λοιπόν, ὅσον ὀλιγωτέραν ἔχομεν τήν ἀνάγκην, τόσον περισσότερον πλησιάζομεν πρός ἐκείνους, ὅσον δέ περισσοτέραν, τόσον περισσότερον καταπίπτομεν εἰς αὐτόν τόν φθαρτόν βίον. Καί διά νά μάθῃς ὅτι αὐτά ἔχουν ἔτσι, ἐρώτησε τούς γέρους ποῖον βίον μακαρίζουν, ἐκεῖνον πού ἦσαν τότε ὑποδουλωμένοι εἰς αὐτόν ἤ ἐκεῖνον πού εἶναι σήμερα κυρίαρχοι αὐτοῦ; Διότι ἀκριβῶς δι̉ αὐτό ἀνεφέραμεν ἐκείνους, ἐπειδή ἐκεῖνοι πού εἶναι μεθυσμένοι ἀπό τά τῆς νεότητος οὔτε κἄν γνωρίζουν τό ὑπερβολικόν μέγεθος τῆς δουλείας. Τί δέ, αὐτοί πού πάσχουν ἀπό πυρετόν μακαρίζουν τόν ἑαυτόν των, ὅταν αἰσθάνονται μεγάλην δίψαν καί πολλήν πεῖναν καί ἔχουν ἀνάγκην ἀπό πολλά ἄλλα ἤ ὅταν ἀποκτήσουν τήν ὑγείαν των καί ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν ἐπιθυμίαν; Βλέπεις ὅτι παντοῦ εἶναι ἐλεεινόν καί ξένον πρός τήν φιλοσοφίαν καί ἐπέκτασις τῆς δουλείας καί τῆς ἐπιθυμίας τό νά ἔχῃ κανείς ἀνάγκην ἀπό πολλά πράγματα;

Διατί λοιπόν μέ τήν θέλησίν μας μεγαλώνομεν τήν ἀθλιότητα εἰς τόν ἑαυτόν μας; Διότι εἰπέ μου, ἐάν ἦτο δυνατόν νά κατοικῇς χωρίς στέγην καί τοίχους καί χωρίς νά βλάπτεσαι καθόλου, δέν θά ἐπροτιμοῦσες περισσότερον αὐτό; Διά ποῖον λόγον λοιπόν ἐπεκτείνεις τά γνωρίσματα τῆς ἀσθενείας; Δέν μακαρίζομεν δι̉ αὐτό τόν Ἀδάμ, ἐπειδή δέν εἶχεν ἀνάγκην ἀπό τίποτε, οὔτε ἀπό οἰκήματα, οὔτε ἀπό ἐνδύματα; Ναί, λέγει.ἀλλά τώρα εἴμεθα ὑπό τό κράτος τῆς ἀνάγκης. Διατί λοιπόν αὐξάνομεν τήν ἀνάγκην; Διότι, ἐάν πολλοί περικόπτουν πολλά καί ἀπό τά ἀναγαῖα (ἐννοῶ τούς δούλους, τά οἰκήματα καί τά χρήματα), ποίαν δικαιολογίαν θά ἠμπορούσαμεν νά ἔχωμεν, ὑπερβαίνοντες τήν ἀνάγκην; Μέ ὅσον περισσότερα περιβάλλεσαι, τόσον περισσότερον δουλικώτερος γίνεσαι. Διότι ὅσον περισσότερα χρειάζεσαι, τόσον περισσότερον μειώνεις τήν ἐλευθερίαν σου.καθ̉ ὅσον ἡ μέν πλήρης ἐλευθερία συνίσταται εἰς τό νά μή ἔχωμεν καμμίαν ἀνάγκην, ἐνῷ ἐκείνη πού ἀκολουθεῖ αὐτήν συνίσταται εἰς τό νά ἔχωμεν τήν ἀνάγκην ὀλίγων πραγμάτων, τήν ὁποίαν ἔχουν οἱ ἄγγελοι πρό πάντων καί οἱ μιμηταί αὐτῶν, ὅμως τό νά τό κατορθώσουν αὐτό ἄνθρωποι πού μένουν μέσα εἰς θνητόν σῶμα σκέψου πόσον μεγάλον ἔπαινον ἔχει αὐτό τό πρᾶγμα.

Αὐτό ἔλεγε καί ὁ Παῦλος γράφων πρός τούς Κορινθίους. «Ἐγώ δέ σᾶς λυποῦμαι» (Α´ Κορ. 7,28), καί «Διά νά μή ὑποφέρουν αὐτοί εἰς τήν ζωήν» (Αὐτόθι). Διά τοῦτο ὀνομάζονται χρήματα, διά νά τά χρησιμοποιοῦμεν ὅπου χρειάζονται, ὄχι διά νά τά φυλάσσωμεν καί νά τά κρύπτωμεν μέσα εἰς τήν γῆν. Διότι αὐτό δέν δείχνει ὅτι τά ἀπεκτήσαμεν, ἀλλ̉ ὅτι αὐτά ἀπέκτησαν ἡμᾶς. Καθ̉ ὅσον ἐάν πρόκειται αὐτό νά σκεπτώμεθα, πῶς αὐτά νά τά κάνωμεν πολλά καί ὄχι διά νά τά ἀπολαύσωμεν εἰς τά ἀναγκαῖα πράγματα, ἀνετράπη ἡ τάξις, καί ἐκεῖνα κατέκησαν ἡμᾶς καί ὄχι ἡμεῖς ἐκεῖνα. Ἄς ἀπαλλαγῶμεν λοιπόν ἀπό αὐτήν τήν φοβεράν δουλείαν.

Καί ἄς γίνωμεν κάποτε ἐλεύθεροι. Διατί ἐπινοοῦμεν διά τούς ἑαυτούς μας ἀπείρους καί διαφόρων εἰδῶν δεσμούς; Δέν σοῦ ἀρκεῖ ὁ δεσμός τῆς φύσεως καί ἡ ἀνάγκη τῆς ζωῆς καί τό πλῆθος τῶν ἀπείρων πραγμάτων, ἀλλά πλέκεις καί ἄλλα δίκτυα διά τόν ἑαυτόν σου καί δένεις μέ αὐτά τά πόδια σου; Καί πότε θά σκεφθῇς καί θά φροντίσῃς, διά τόν οὐρανόν καί θά ἠμπορέσῃς νά ἀνεβῇς πρός τό ὕψος ἐκεῖνο; Πρέπει λοιπόν νά θελήσῃ κανείς, νά θελήσῃ νά κόψῃ αὐτά τά σχοινιά διά νά ἠμπορέσῃ νά φροντίσῃ διά τήν οὐράνιον πόλιν.τόσα πολλά ἄλλα ἐμπόδια ὑπάρχουν, πού διά νά τά νικήσωμεν ὅλα πρέπει νά ἀρκούμεθα εἰς τά ὀλίγα. Διότι ἔτσι θά φροντίσωμεν καί διά τήν αἰώνιον ζωήν μέ τήν χάριν καί φιλανθρωπίαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς τόν Ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.