Για μια γνήσια μαρτυρία για το Χριστό

Για μια γνήσια μαρτυρία για το Χριστό

Ἡ ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀναφέρεται στὸν Θεὸ εἶναι χαρακτηριστικὸ ἰδίωμα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Ἡ πνοὴ τοῦ Θεοῦ – Δημιουργοῦ κατὰ τὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἔκανε τὸ προνομιοῦχο αὐτὸ πλάσμα Του νὰ γεννηθεῖ εἰς «ψυχὴν ζῶσαν», αἰτιολογεῖ τὴ διαπίστωση αὐτή. Οἱ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες θρησκευτικὲς ἐκδηλώσεις ἀτόμων καὶ λαῶν, ἐπιβεβαιώνουν τὴν προαναφερθεῖσα πραγματικότητα. Ὅμως, ἡ θρησκευτικὴ προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου δὲν πρέπει νὰ ἐκληφθεῖ ὡς κάτι τὸ ἀόριστο καὶ ἀφηρημένο, ὡς κάτι τὸ αὐστηρῶς προσωπικό, ὡς μία μονομερῶς ἐσωτερικὴ κατάσταση τοῦ πιστοῦ. Ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ ἐκκινεῖ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του, τὴν ὁποία ζητᾶ ἀπὸ τὸν Κύριο καθαρή, «καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοὶ ὁ Θεός», περνᾶ στὸν ὁμολογιακὸ ἢ καὶ ἀπολογητικὸ λόγο τῶν χειλέων καὶ σφραγίζεται μὲ ἔργα ἀγαθά, μὲ τὰ ὁποῖα «εὐαρεστεῖται ὁ Θεός».

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος μᾶς διαβεβαιώνει ὁτι ἡ ὁμολογία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡς τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀναντίρρητο σημεῖο τοῦ ἀληθινοῦ συνδέσμου μὲ τὸν Θεό: «Πᾶν πνεῦμα ὃ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι καὶ πᾶν πνεῦμα ὃ μὴ ὁμολογεῖ τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστι» (Α΄ Ἰωάν. δ΄ 2-3).

Μὲ παρρρησία «ἐνώπιον βασιλέων καὶ Ἡγεμόνων» στάθηκαν οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ὁμολόγησαν τὸν θεῖο Ἱδρυτή της. «Οὐ δυνάμεθα γὰρ ἡμεῖς ὃ εἴδομεν καὶ ἠκούσαμεν μὴ λαλεῖν» (Πράξ. δ΄ 20) διακήρυξαν οἱ ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Ἰωάννης ἐνώπιον τοῦ Συνεδρίου. «Χριστιανός εἰμι» ἦταν ἡ δυναμικὴ ὁμολογία τῶν μαρτύρων τῆς πίστεώς μας.

Φυλακισμένος ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γράφει μὲ πόνο στὸν Τιμόθεο, ἐκλεκτὸ συνεργάτη του, τὴν δεύτερη ἐπιστολή του. Μεταξῦ τῶν ἄλλων, τὸν πληροφορεῖ ὅτι ταλαιπωρεῖται καὶ πάσχει πρὸς χάριν τοῦ Εὐαγγελίου· «… κακοπαθῶ μέχρι δεσμῶν ὡς κακοῦργος ἀλλ’ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται».

Εἶναι δεμένος μὲ ἁλυσίδες σὰν κακοῦργος μέσα στὴ φυλακή, ἀλλὰ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ νὰ δεθεῖ. Δὲν ἐμποδίζεται ἀπὸ τίποτε, στὸ νὰ διαδίδεται καὶ νὰ κατακτᾶ ψυχές. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν προτρέπει στὴν ἴδια ἐπιστολή, νὰ κακοπαθεῖ καὶ ἐκεῖνος ὡς καλὸς στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀκόμη τοῦ παραγγέλλει αὐτὰ ποὺ ἔχει ἀκούσει καὶ διδαχθεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο, νὰ τὰ παραθέσει καὶ νὰ τὰ ἐμπιστευθεῖ ὡς ἀνεκτίμητο θησαυρὸ σὲ ἀξιόπιστους ἀνθρώπους, ποὺ εἶναι ἱκανοί, τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ νὰ τὸν διδάξουν καὶ σὲ ἄλλους.

Ἔτσι ἔκαναν καὶ οἱ χριστιανοὶ ποὺ ἔζησαν τοὺς πρώτους μετὰ Χριστὸν αἰῶνες καὶ ὁ ἅγιος Δημήτριος ὁ Μυροβλύτης, τοῦ ὁποίου τὴ μνήμη γιορτάζουμε τοῦτο τὸ μήνα. Εἶναι ἕνας τροπαιοῦχος ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ. Μπῆκε στὸ στάδιο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, γαλουχημένος ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς γονεῖς του, καὶ «ἤθλησε» σ’ αὐτὸ «νομίμως». Ἔτσι ἔγινε σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ «θείων καὶ ἀνθρωπίνων χαρίτων ἑστία» καὶ ζωντανὸ «ἄγαλμα» κάθε ἀρετῆς. Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ποὺ μὲ τὴ δική του ἐλεύθερη γνώμη ἐξάσκησε κάθε ἀρετή, συνέλαβε μέσα στὴν καρδιά του τὴν πίστη καὶ ἐμβάθυνε στὴ ζωὴ τοῦ Πνεύματος. Ἔτσι ἔγινε κατοικητήριο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ ἔλαβε ἀποστολικὴ καὶ προφητικὴ χάρη.

Ἀδέλφια μου, «ὁ Θεὸς τοῦ Δημητρίου», ποὺ ἐνδυνάμωσε τὸ Νέστορα ἀπέναντι στὸ Λυαῖο καὶ τοῦ ἔδωσε, ὅπως καὶ στὸ δάσκαλό του Δημήτριο, τὸ «στέφανο τοῦ μαρτυρίου», εἶναι ὁ Θεὸς τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι ὁ Θεὸς τῶν ἁγίων Πατέρων μας. Αὐτὸς ὁ Θεὸς μᾶς καλεῖ σὲ ἀγῶνες πνευματικούς. Ἀνοίγει στάδιο καὶ προτρέπει τοὺς «βουλομένους ἀθλῆσαι» νὰ εἰσέλθουν. Ἡ ἀθλητικὴ ὁμολογία εἶναι πολὺ προσφιλὴς στοὺς ὑμνογράφους τῆς Ἐκκλησίας καὶ γενικὰ στοὺς ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς. Μέσα στοὺς ὕμνους καὶ στὰ κείμενά τους, οἱ διάφορες μορφὲς καὶ φάσεις τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς παρομοιάζονται συχνὰ μὲ ἀθλητικοὺς ἀγῶνες, γιὰ τοὺς ὁποίους χρειάζεται ἐπιμελὴς προπόνηση καὶ γνώση τῶν «ἀθλητικῶν κανόνων», ὥστε στὴν κρίσιμη στιγμὴ τῶν ἀγώνων νὰ ἔχουμε τὴ δύναμη καὶ τὴ γνώση ποὺ εἶναι ἀπαραίτητες γιὰ τὴ νίκη.

Σήμερα δὲν ζοῦμε στὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου Δημητρίου, ποὺ ἦταν ἐποχὴ σκληρῶν διωγμῶν. Οὔτε βρισκόμαστε κάτω ἀπὸ ἀθεϊστικὰ καθεστῶτα. Κι ὅμως ἡ ὀρθόδοξη πίστη μας συκοφαντεῖται, περιφρονεῖται, διώκεται μὲ ὕπουλα μέσα. Ἀναπνέουμε μολυσμένο ἀέρα ἀπιστίας καὶ αἱρέσεων. Διαφαίνεται μάλιστα καὶ μία τάση νὰ ἀποστερήσουν ἀπὸ μᾶς τὸ δικαίωμα τῆς ἐξωτερικεύσεως τοῦ «Πιστεύω» μας. Ἐμεῖς, ὅμως, ὀφείλουμε μὲ διάθεση ἀκόμη καὶ μαρτυρικὴ νὰ τὸ πράττουμε. Ἐλπίδα μας ἡ διαβεβαίωση τοῦ Χριστοῦ μας. «Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· ὅστις δ’ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. ι΄ 32-33).

Ὅταν πιστεύω κάτι μὲ τὴν καρδιά μου, τὸ ὑποστηρίζω καὶ θυσιάζομαι γι’ αὐτὸ μέχρι θανάτου. Δὲν κρύβω τὴν πίστη μου στὸν Σωτήρα Κύριο «ὑπὸ τὸν μόδιον», ἀλλὰ τὴν θέτω «ἐπὶ τὴν λυχνίαν». Τὴν χριστιανικὴ ἀλήθεια τήν ὁμολογῶ, τὴν διαδίδω μὲ ὅλους τοὺς τρόπους καὶ τὰ μέσα ποὺ διαθέτω.

Μέσα στὸν κόσμο ποὺ ζῶ, προσφέρω ἁπλά, ταπεινά, μὲ ἀγάπη καὶ ἀνδρεία τὸν ζωντανὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη καταθέτω τὴ μαρτυρία μου μὲ ἑτοιμότητα καὶ βεβαιότητα. Ἀλλὰ ἡ μαρτυρία ποὺ μετράει πάρα πολὺ καὶ ἀποστομώνει τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή μας.

Μπορεῖ κανεὶς νὰ ἔχει τὶς καταπληκτικὲς ἱκανότητες τοῦ Ὠριγένη καὶ τὴν φιλοσοφικὴ δεξιότητα τοῦ Αὐγουστίνου, ἀλλὰ σὲ τίποτε δὲν θὰ ὠφελήσουν ὅλα αὐτὰ ἂν δὲν εἶναι «φῶς καὶ ἅλας». Ἂν δηλαδὴ δὲν ἔχει ὁ Χριστιανὸς φωτεινὸ παράδειγμα. Γιὰ νὰ καταθέσει κανεὶς μιὰ γνήσια μαρτυρία ὀρθόδοξη γιὰ τὸν Χριστό, χρειάζεται πρὸ παντὸς τὸ φωτεινὸ παράδειγμα τῆς ζωῆς του. Γιὰ νὰ εἶναι μάρτυρας Χριστοῦ «στῆς γαλήνης τοὺς καιροὺς» χρειάζεται νὰ ἔχει τὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ εἶχε ὁ ἅγιος Δημήτριος. Τὸ ἡρωικὸ στοιχεῖο, τὴ συνέπεια τοῦ πιστεύω του, τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ μεγάλη ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστό.

Ὁ ἅγιος Δημήτριος ἔδωσε δυναμικὰ τὴ μαρτυρία του γιὰ τὸν Χριστό. Καὶ ἀξιώθηκε νὰ σφραγίσει τὴν ἁγία ζωή του μὲ μαρτύριο. Ὁ ἅγιος Δημήτριος διήνυσε τὴν τελικὴ φάση τοῦ ἀγώνα του λογχιζόμενος στὰ πλευρά. Ἐμεῖς δὲ γνωρίζουμε ἀκόμη τὴν τελικὴ φάση τοῦ δικοῦ μας ἀγώνα. Στὴν ἐξέλιξή του πάντως ἀγωνιζόμαστε νὰ κρατηθοῦμε στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μὲ ταπεινὸ πνεῦμα, ὀρθὴ πίστη καὶ ἀγάπη γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους.

Της Κατερίνας Τσακίρη – Απόσπασμα από το Περιοδικό “Πειραϊκή Εκκλησία”, Τεύχος Οκτωβρίου 2014