Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ ΣΕΡΡΩΝ
Στόν πρῶτο αἰώνα μετά τήν Γέννηση τοῦ Κυρίου καί πάντως μετά τήν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας τῶν Φιλίππων (50 μ.Χ.) τοποθετεῖται χρονικά ἡ ἵδρυση ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο ἤ τούς μαθητές του, γεγονός πού φαίνεται καί πιθανότερον, τῆς Ἐκκλησίας τῶν Σερρῶν.
Ἀρχικῶς καί πρίν προβιβαστεῖ σέ Ἀρχιεπισκοπή, ἡ Ἐκκλησία τῶν Σερρῶν ἦταν Ἐπισκοπή τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Θεσσαλονίκης, ἀνήκουσα στήν κανονική δικαιοδοσία, ὡς καί ὁλόκληρο τό Ἀνατολικό Ἰλλυρικό, τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης. Πρῶτος γνωστός Ἐπίσκοπος Σερρῶν ἀναφέρεται ὁ Πρεκτήκιος ἤ κατ’ἄλλους ὁ Μαξιμῖνος ἤ Μαξιμιανός πού ὑπογράφει τά Πρακτικά τῆς ληστρικῆς συνόδου τῆς Ἐφέσου τό 449 μ.Χ. καί τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος τό 451 μ.Χ.. Τό 732 μ.Χ., μέ ἀπόφαση τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορος Λέοντος Γ΄ τοῦ Ἰσαύρου, ἡ ἐπαρχία τοῦ Ἰλλυρικοῦ προσαρτᾶται στήν κανονική δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Στίς ἀρχές τοῦ 10ου αἰῶνος καί ἀμέσως μετά τήν Σύνοδο πού συγκάλεσε ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτορας Λέων ὁ Στ΄ ὁ Σοφός(886-912), σέ συνεννόηση μέ τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό, ἡ Ἐπισκοπή τῶν Σερρῶν, στό μεσοδιάστημα ἀπό τό 901-906, προάγεται σέ Ἀρχιεπισκοπή, καταλαμβάνουσα τήν 26η θέση στήν ἱεραρχική κατάταξη τῶν Ἀρχιεπισκοπῶν καί Ἐπισκοπῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἡ Ἀρχιεπισκοπή Σερρῶν παύει πλέον νά ἔχει κανονική ἐξάρτηση ἀπό τόν Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Ἡ πνευματική ἀναφορά γίνεται ἀπευθείας στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη.
Ἡ Ἀρχιεπισκοπή Σερρῶν τό 996, ἐπί τῆς βασιλείας τοῦ Αὐτοκράτορος Βασιλείου τοῦ Β΄, προάγεται σέ Μητρόπολη, καταλαμβάνουσα τήν 58η θέση μεταξύ τῶν Μητροπόλεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Πρῶτος Μητροπολίτης Σερρῶν ἀναφέρεται ὁ Λεόντιος πού στίς 21 Φεβρουαρίου τοῦ 997, ὡς Συνοδικός Ἀρχιερέας, ὑπογράφει τό Συνοδικό Τόμο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Σισινίου(996-999) «…περί τοῦ μή λαμβάνειν δύο ἀδελφούς ἀδελφάς δύο». Ἐπί βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορος Ἀνδρονίκου Α΄ τοῦ Παλαιολόγου, ἡ Μητρόπολη Σερρῶν προβιβάζεται στήν 46η θέση, ἐνῶ μετά τό 1453 καταλαμβάνει τήν 28η θέση στό Συνταγμάτιο τῶν Μητροπόλεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Στήν Μητρόπολη Σερρῶν παλαιότερα ὑπάγονταν οἱ Ἐπισκοπές: α) Μελενίκου, β) Ζιχνῶν, γ) Ἐζεβῶν καί Στεφανιανῶν δ) Νικοπόλεως. Οἱ Ἐπισκοπές αὐτές σέ διάφορα χρονικά διαστήματα εἴτε συγχωνεύθηκαν, εἴτε προβιβάστηκαν σέ Ἀρχιεπισκοπές καί Μητροπόλεις. Ἡ Ἐπισκοπή Μελενίκου ἀποσπάσθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία τῶν Σερρῶν καί τιμήθηκε μέ τόν τίτλο τῆς Μητροπόλεως πρίν ἀπό τό 1285, ἡ Ἐπισκοπή Ζιχνῶν προβιβάσθηκε σέ Μητρόπολη στό τέλος τοῦ 1328, ἐνῶ ἡ Ἐπισκοπή Ἐζεβῶν καί Στεφανιανῶν (τό σημερινό χωριό Δάφνη στήν ἐπαρχία Νιγρίτης) ἔγινε Ἀρχιεπισκοπή πρίν ἀπό τό 1600 καί ἔπαψε νά ὑφίσταται στό πρῶτο μισό τοῦ 17ου αἰῶνος. Ἡ Ἐπισκοπή Νικοπόλεως ὑπήχθη στήν Μητρόπολη Σερρῶν ἀπό τήν Μητρόπολη Φιλίππων τό 1329, μετά τόν προβιβασμό τῆς Ἐπισκοπῆς Ζιχνῶν σέ Μητρόπολη καί σέ ἀντικατάσταση αὐτῆς, ἐνῶ στά μέσα τοῦ 15ου αἰῶνος προβιβάστηκε σέ Μητρόπολη. Μετά τήν κατάληψη τῆς πόλεως τῶν Σερρῶν, τόν Μάϊο τοῦ 1204, ἀπό τόν Φράγκο βασιλέα Βαλδουίνο τοποθετήθηκε ὡς Ἐπίσκοπός της ὁ Λατίνος Ἀρνοῦλφος, ὁ ὁποῖος πιθανότατα παρέμεινε στή θέση του καί ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ μαρκήσιου Βονιφάτιου τοῦ Μονφεράτου, ὑπό τήν ἐξουσία τοῦ ὁποίου περιῆλθε ἡ πόλη τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1204. Τό καλοκαίρι τοῦ 1205 ἡ πόλη καταστράφηκε ἐκ θεμελίων ἀπό τόν Τσάρο τῶν Βουλγάρων Ἰωάννη Α΄, τόν ἐπονομαζόμενο γιά τήν σκληρότητά του ἀπό τούς Βυζαντινούς Σκυλογιάννη. Τήν ἑλληνικωτάτη πόλη τῶν Σερρῶν κατέλαβε τόν χειμώνα τοῦ 1206 καί πάλι ὁ Μαρκήσιος Βονιφάτιος. Τό 1221 ὁ Θεόδωρος Δούκας Ἄγγελος Κομνηνός τοῦ Δεσποτάτου τῆς Ἠπείρου ἐλευθέρωσε τίς Σέρρες, πού ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 1209 τελοῦσαν ὑπό τήν διοίκηση τοῦ Ἐρρίκου τῆς Φλάνδρας, καί στόλισε τό Ναό τῶν Ἁγίων Θεοδώρων μέ σπουδαῖα ψηφιδωτά. Τό Μάϊο τοῦ 1230 καί μετά τήν ἧττα τοῦ Θεοδώρου Δούκα Ἄγγελου Κομνηνοῦ ἀπό τό Βούλγαρο τσάρο Ἰωάννη Ἀσάν, ἡ πόλη τῶν Σερρῶν περνᾶ στήν κατοχή τῶν Βουλγάρων. Τό Σεπτέμβριο τοῦ 1246 ἡ πόλη περιῆλθε ὑπό τήν ἐξουσία τοῦ Βυζαντινοῦ Δούκα Ἰωάννου Βατάτζη τῆς Νικαίας. Τά χρόνια τῆς Σερβοκρατίας (1345-1371) τήν Μητρόπολη διοίκησαν Σέρβοι Ἐπίσκοποι. Στίς 20 Ἰουνίου τοῦ 1363 (ἤ 1364) στήν περιώνυμη πόλη τῶν Σερρῶν λαμβάνει «τοῦ θανάτου τήν τομή» ὁ Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας Οἰκουμενικός Πατριάρχης Κάλλιστος ὁ Α΄. Τό 1371 στόν πρῶτο μετά τήν πτώση τῆς σερβοκρατίας Μητροπολίτη Σερρῶν Θεοδόσιο (1369-1375) δίδεται μέ Πατριαρχική καί Συνοδική ἀπόφαση ἡ Ἐπισκοπή Τραϊανουπόλεως.
Μετά τήν ἅλωση τῶν Σερρῶν ἀπό τούς Ὀθωμανούς Τούρκους, στίς 19 Σεπτεμβρίου τοῦ 1383, ἡ Μητρόπολη Σερρῶν ἀναλαμβάνει, ἐκτός ἀπό τή διαποίμανση τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματός της καί τήν εὐθύνη τῆς κοινωνικῆς καί ἐθνικῆς καθοδήγησής του. Ἡ Ἐκκλησία τῶν Σερρῶν πρωτοστατεῖ στήν ἵδρυση σχολείων, νοσοκομείου, συντεχνιῶν κ.λπ. Ὁ Μητροπολίτης προΐσταται τῆς Δημογεροντίας καί μέ τά Ἐπισκοπικά δικαστήρια ἀπονέμει δικαιοσύνη στά ἀνακύπτοντα κάθε φορά ζητήματα τοῦ ποιμνίου του. Στά χρόνια τῆς σκληρῆς σκλαβιᾶς στούς Ὀθωμανούς Τούρκους στήν πόλη τῶν Σερρῶν μαρτυροῦν γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν ἁγία οἱ Νεομάρτυρες Ἰωάννης ὁ Σερραῖος (12 Μαΐου) περί τό 1507 καί ὁ ἱερομόναχος ἐξ Ἁγίου Ὄρους Νικήτας ὁ Νέος, τό βράδυ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου στίς 4 Ἀπριλίου τοῦ 1808 καί ἄλλοι, τῶν ὁποίων τά ὀνόματα γνωρίζει ὁ μισθαποδότης Κύριος. Τά πικρά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας τήν Ἱερά Μητρόπολη Σερρῶν ἐποίμαναν σπουδαῖες ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες πού δόξασαν τόν Θεό, μεγάλυναν τήν Ἐκκλησία καί στήριξαν εὐαγγελικῶς καί ἐθνικῶς τόν χειμαζόμενο ἀπό τούς κατακτητές λαό τοῦ Θεοῦ.
Στίς 6 Νοεμβρίου τοῦ 1924 μέ ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί πρός ἀποκατάσταση τῶν προσφύγων, ἕνεκα τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς (1922), Ἀρχιερέων, συστάθηκε ὑπό τύπον προσωρινότητος ἡ Μητρόπολη Νιγρίτης. Τήν Μητρόπολη αὐτή ἐποίμαναν μετ’ ἐπιστήμης δύο λαμπροί Μητροπολίτες, ὁ προερχόμενος ἀπό τήν Μητρόπολη Δαρδανελλίων καί Λαμψάκου Κύριλλος Ἀφεντουλίδης ἀπό τόν Νοέμβριο τοῦ 1924 ἕως τῆς 21ης Ἰουνίου 1928 καί ὁ ἀπό Κυδωνιῶν Εὐγένιος Θεολόγου ἀπό 28ης Ἰουνίου 1928 ἕως τίς ἀρχές τοῦ 1935, ὁπότε καί καταργήθηκε ὁριστικῶς ἡ προσωρινή Μητρόπολη. Ἡ προσκαίρως ἀπεσπασμένη γεωγραφική περιοχή πού ἀποτέλεσε τά ὅρια τῆς πνευματικῆς εὐθύνης τῆς Μητροπόλεως Νιγρίτης ἐνσωματώθηκε καί πάλι στή Μητρόπολη Σερρῶν καί ἔκτοτε ὁ Μητροπολίτης Σερρῶν φέρει τόν τίτλο τοῦ Σερρῶν καί Νιγρίτης. Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Σερρῶν καί Νιγρίτης σύμφωνα μέ τήν σεπτή Πατριαρχική καί Συνοδική Πράξη τοῦ 1928, τό Νόμο τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους 3615/1928 καί τήν σύμφωνη γνώμη καί ἀπόφαση τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὑπήχθη, ὑπό ὅρους, μαζί μέ τίς ὑπόλοιπες Μητροπόλεις τῶν βορείων ἐπαρχιῶν τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους τῆς Ἠπείρου καί τῶν νήσων τοῦ Βορείου-Ἀνατολικοῦ Αἰγαίου «ὑπό τήν ἄμεσον διακυβέρνησιν τῆς Ἁγιωτάτης Ὀρθοδόξου Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐπεκτεινούσης καί ἐπί τῶν Ἐπαρχιῶν τούτων ἐν πᾶσι τό σύστημα διοικήσεως καί τήν τάξιν τῶν ἰδίων αυτῆς Ἐπαρχιῶν, τοῦ Ἁγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Θρόνου διακρατήσαντος τοῦ ἐπί τῶν Ἐπαρχιῶν τούτων ἀνωτάτου κανονικοῦ δικαιώματος».
Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Σερρῶν καί Νιγρίτης γεωγραφικῶς ὁρίζεται πρός βορρᾶ ἀπό τήν ὀροσειρά τοῦ Μενοικίου ὄρους μέ βορειότερο σημεῖο τό χωριό τῆς Ἄνω Βροντοῦς, πρός δυσμάς ἐκτείνεται ἕως τῶν ὑψωμάτων τοῦ Λαχανᾶ, τῶν Στεφανινῶν καί τῆς κοιλάδος τῆς Ἀρέθουσας, πρός ἀνατολάς ἀπό τοῦ ροῦ τοῦ ποταμοῦ Στρυμῶνος ἕως τῶν ἐκβολῶν του στόν Στρυμωνικό κόλπο καί πρός νότον ἀπό τῶν ἐκβολῶν τοῦ Στρυμῶνος στόν ὁμώνυμο κόλπο καί τῆς παραλίας αὐτοῦ ἕως καί τῆς κωμοπόλεως τῶν Νέων Βρασνῶν. Από τον Μάιο του 2003 την Εκκλησία των Σερρών διαποιμαίνει ο Σεβ. Μητροπολίτης Σερρών και Νιγρίτης Θεολόγος. Σύνολο ενοριών: 114. Σύνολο εφημερίων: 132. Ιερές Μονές: 5.