Το ποτήριο του Χριστού

Το ποτήριο του Χριστού

Ο Άγιος Ιγνάτιος (Μπριαντσιανίνωφ) Επίσκοπος Σταυρουπόλεως

Δυο αγαπημένοι μαθητές ζήτησαν από τον Κύριο θρόνους δόξης

– Αυτός τους έδωσε το Ποτήριό Του (Μτ. κ΄, 23).

Το Ποτήριο του Χριστού είναι οι οδύνες.

Σε όσους το πίνουν εδώ στη γη, το Ποτήριο του Χριστού υπόσχεται μετοχή στη Βασιλεία της χάρης του Χριστού· προετοιμάζει γι’ αυτούς τις καθέδρες της επουράνιας αιώνιας δόξης.

Στεκόμαστε σιωπηλοί μπροστά στο Ποτήριο του Χριστού , δεν μπορεί κανείς ούτε να παραπονεθεί γι’ αυτό, ούτε να το απορρίψει· γιατί Αυτός που μας έδωσε εντολή να το γευτούμε, πρώτος ο Ίδιος το ήπιε.

Ώ, δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού ! Σκότωσες τους προγόνους μας στον Παράδεισο, τους εξαπάτησες με την πλάνη της σαρκικής απόλαυσης και την πλάνη της λογικής.

Ο Χριστός, ο Λυτρωτής των πεπτωκότωτων, έφερε το Ποτήριο της σωτηρίας σ’ αυτόν τον κόσμο, στους πεπτωκότες και εξόριστους από τον Παράδεισο. Η πίκρα αυτού του Ποτηρίου καθαρίζει την καρδιά από την απαγορευμένη, καταστροφική και αμαρτωλή απόλαυση · μέσω της ταπείνωσης που ρέει απ’ αυτό με αφθονία, νεκρώνεται η έπαρση από τη γνώση σε σαρκικό επίπεδο. Γι’ αυτόν που πίνει από το Ποτήριο με πίστη και υπομονή, η αιώνιος ζωή, που έχασε δοκιμάζοντας τον απαγορευμένο καρπό, επανακτάται.

«Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι»(Ψ. 115, 4)

Ο χριστιανός αποδέχεται το Ποτήριο όταν υπομένει τις επίγειες δοκιμασίες με πνεύμα ταπείνωσης, όπως διδάσκεται από το Ευαγγέλιο.

Ο απόστολος Πέτρος έβγαλε το μαχαίρι του για να υπερασπιστεί τον Θεάνθρωπο, που ήταν περικυκλωμένος από τον όχλο· αλλά ο πράος Ιησούς είπε στον Πέτρο: «βάλε την μάχαιραν εις την θήκην· το Ποτήριον ο δέδωκέ μοι ο Πατήρ, ου μη πίω αυτό;» (Ιω. ιη΄ 11)

Έτσι κι εσύ, όταν σε περικυκλώνουν συμφορές, θα πρέπει να παρακαλείς και να ενισχύεις την ψυχή σου λέγοντας : «Το Ποτήριον ο δέδωκέ μοι ο Πατήρ, ου μη πίω αυτό;»

Οι Φαρισαίοι σκέπτονται μοχθηρά, ο ‘Ιούδας προδίδει, ο Πιλάτος διατάσσει την παράνομη θανάτωση, οι στρατιώτες της εξουσίας εκτελούν την εντολή του. Μέσω των άνομων πράξεών τους όλοι αυτοί ετοίμασαν τη δική τους αληθινή καταδίκη. Μην ετοιμάζεις για τον εαυτό σου την ίδια καταδίκη, όντας μνησίκακος, ζητώντας και σχεδιάζοντας εκδίκηση, αγανακτώντας με τους εχθρούς του.

Ο επουράνιος Πατήρ είναι παντοδύναμος και παντογνώστης: βλέπει την οδύνη σου και αν το έβρισκε απαραίτητο και συμφέρον να αποσύρει το Ποτήριο από σένα, σίγουρα θα το έκανε.

Ο Κύριος – όπως οι Γραφές και η ιστορία της Εκκλησίας μαρτυρούν –συχνά επέτρεψε θλίψεις στους αγαπημένους Του και συχνά απέτρεψε θλίψεις από αυτούς, σύμφωνα με τους ακατάληπτους δρόμους της Θείας Προνοίας.

Όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με το Ποτήριο, απόστρεψε το βλέμμα σου από τους ανθρώπους που σου το δίνουν· σήκωσε τα μάτια σου στον Ουρανό και πες : «Το Ποτήριον ο δέδωκέ μοι ο Πατήρ, ου μη πίω αυτό;»

«Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι». Δεν μπορώ να αρνηθώ το Ποτήριο, την υπόσχεση του επουρανίου και αιωνίου αγαθού. Ο απόστολος του Χριστού μου διδάσκει την υπομονή όταν λέει : «… δια πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού» (Πρ. ιδ΄ 22). Πως μπορεί κανείς να αρνηθεί το Ποτήριο που είναι ο τρόπος να κερδίσεις την Βασιλεία και να αυξηθείς μέσα σ’ αυτήν; Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι – τη δωρεά του Θεού.

Το Ποτήριο του Χριστού είναι το δώρο του Θεού. Ο μέγας Παύλος γράφει προς τους Φιλιππησίους, «ότι ημίν εχαρίσθη το υπέρ Χριστού, ου μόνο το εις αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ αυτού πάσχειν» (Φιλ. α’, 29).

Λαμβάνεις το Ποτήριο το οποίο φαινομενικά προέρχεται από ανθρώπινα χέρια. Τι σε νοιάζει εσένα αν αυτός που σου το δίνει ενεργεί δίκαια η άδικα ; Ως ακόλουθος του Ιησού, η έγνοια σου είναι να φέρεσαι ενάρετα· να λάβεις το Ποτήριο με ευγνωμοσύνη προς το Θεό και με ζωντανή πίστη και γενναία να το πιείς ως τον πάτο.

Λαμβάνοντας το Ποτήριο από ανθρώπινα χέρια, θυμήσου ότι είναι Ποτήριο από Αυτόν, ο οποίος δεν είναι μόνο αθώος αλλά και πανάγιος. Σκεπτόμενος αυτό, θυμήσου και εσύ και οι άλλοι πάσχοντες αμαρτωλοί, τα λόγια που ο μακάριος και φωτισμένος ληστής στα δεξιά του εσταυρωμένου Θεανθρώπου είπε «άξια ων επράξαμεν απολαμβάνομεν … μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιελεία σου» (Λκ. κγ΄, 41 – 42)

Και τότε στρεφόμενος προς τους ανθρώπους θα τους πεις : Μακάρι εσείς που είστε τα μέσα της δικαιοσύνης και του ελέους του Θεού. Μακάριοι εσείς από του νυν και έως του αιώνος! (Αν δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν και να δεχθούν τους λόγους σας, μη ρίχνετε τους πολύτιμους μαργαρίτες σας της ταπείνωσης κάτω από τα πόδια εκείνων που δεν μπορούν να τους εκτιμήσουν, αλλά πείτε αυτούς τους λόγους νοερά, στην καρδιά σας).

Μ’ αυτό και μόνο θα εκπληρώσεις την εντολή του Ευαγγελίου που λέει : «αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς» (Μτ. ε΄, 44).

Για εκείνους που σ’ έχουν προσβάλει και σ’ έχουν εξοργίσει, προσευχήσου στον Κύριο ό,τι έχουν κάνει για σένα να ανταμειφθεί με μια προσωρινή ευλογία και με αιώνια ανταμοιβή σωτηρίας, και όταν αυτοί θα στέκονται ενώπιον του Χριστού για να κριθούν, να μετρηθεί γι’ αυτούς ως πράξη αρετής. Παρόλο που η καρδιά σου δεν θέλει να ενεργεί έτσι, βίασέ την. Γιατί μόνο όσοι ασκούν βία στην ίδια τους την καρδιά, για να εκπληρώνουν τις εντολές του Ευαγγελίου, μπορούν να κληρονομήσουν τον Ουρανό.

Αν δεν θέλεις να ενεργείς μ’ αυτόν τον τρόπο, τότε δεν θέλεις να είσαι ακόλουθος του Κυρίου Ιησού Χριστού. Κοίταξε βαθιά μέσα σου και ερεύνησε : μήπως έχεις βρει άλλον δάσκαλο, τον δάσκαλο του μίσους –τον διάβολο –και έχεις πέσει υπό την εξουσία του ;

Είναι μεγάλο αμάρτημα κανείς να προσβάλλει η να καταπιέζει τον πλησίον του· είναι πολύ πιο μεγάλο αμάρτημα το να σκοτώσει. Όμως όποιος μισεί αυτόν που τον καταπιέζει, που τον συκοφαντεί, που τον προδίδει, που τον σκοτώνει, και όποιος σκέφτεται αρρωστημένα γι’ αυτούς και παίρνει εκδίκηση απ’ αυτούς, διαπράττει αμάρτημα πολύ κοντινό με το δικό τους. Μάταια παριστάνει στον εαυτό του και στους άλλους τον ενάρετο. «Πας ο μισών τον αδελφόν αυτού ανθρωποκτόνος εστί», κηρύττει ο Αγ. Ιωάννης, ο αγαπημένος μαθητής του Χριστού. (Α΄ Ιω. γ΄ 15)

Η ζωντανή πίστη στον Χριστό διδάσκει καθέναν να παίρνει το Ποτήριο του Χριστού, και το Ποτήριο του Χριστού εμπνέει δίνει ανδρεία και παράκληση στην καρδιά.

Τί μαρτύριο – τι μαρτύριο κόλασης –να παραπονιέται η να γογγύζει κανείς μπροστά στο προ αιώνων ητοιμασμένο Ποτήριο εξ ουρανού !

Ο γογγυσμός, η αδημονία, η λιποψυχία και ειδικά η απόγνωση είναι αμαρτίες ενώπιον του Θεού -είναι τα παιδιά της αμαρτωλής απιστίας, εκτρώματα.

Είναι αμαρτωλό το να παραπονιόμαστε για τον πλησίον μας, όταν αυτός είναι το μέσο του μαρτυρίου μας· και είναι ακόμα πιο αμαρτωλό όταν φωνάζουμε για το Ποτήριο, το οποίο έρχεται για μας απευθείας από τον ουρανό, από το δεξί χέρι του Θεού.

Όποιος πίνει το Ποτήριο με ευγνωμοσύνη προς τον Θεό και ευλογώντας τον πλησίον του, λαμβάνει θεία ανάπαυση, την χάρη της ειρήνης του Χριστού. Είναι σαν από τώρα να απολαμβάνει τον πνευματικό Παράδεισο του Θεού.

Οι προσωρινές θλίψεις είναι από μόνες τους ασήμαντες: τους προσδίδουμε αξία με την πρσκόλλησή μας στη γη και σε όλα τα διεφθαρμένα πράγματα και με την ψυχρότητά μας προς τον Χριστό και την αιωνιότητα.

Είσαι διατεθειμένος να υπομείνεις την πικρή και αποκρουστική γεύση των φαρμάκων· να υπομείνεις τον οδυνηρό ακρωτηριασμό και καυτηριασμό των άκρων σου· να υπομείνεις την πείνα, την παρατεταμένη απομόνωση στο δωμάτιό σου· είσαι διατεθειμένος να υπομείνεις όλα αυτά προκειμένου να αποκατασταθεί η υγεία του σώματός σου, το οποίο αφού γιατρευτεί, σίγουρα πάλι θα αρρωστήσει και σίγουρα θα πεθάνει και θα αποσυντεθεί. Υπόμεινε τότε και την πίκρα του Ποτηρίου του Χριστού το οποίο θα φέρει ίαση και αιώνια μακαριότητα στην αθάνατη ψυχή σου.

Αν το Ποτήριο σου φαίνεται αφόρητο, αδυσώπητο, τότε αποκαλύπτει ότι παρόλο που φέρεις το Όνομα του Χριστού, δεν ανήκεις στον Χριστό.

Για τους αληθινούς ακολούθους του Χριστού, το Ποτήριο του Χριστού είναι Ποτήριο χαράς. Έτσι οι άγιοι Απόστολοι, αφού τους έδειραν στη σύναξη των πρεσβυτέρων των Ιουδαίων, «επορεύοντο χαίροντες από προσώπου του συνεδρίου, ότι υπέρ του ονόματος Αυτού κατηξιώθησαν ατιμασθήναι» (Πρ. ε΄, 40-41).

Ο δίκαιος Ιώβ άκουσε πικρά μαντάτα. Η μια είδηση μετά την άλλη διαπερνούσαν την ασάλευτη καρδιά του· η τελευταία από αυτές ήταν η πιο οδυνηρή -όλοι οι υιοί και οι θυγατέρες είχαν πεθάνει με σκληρό και βίαιο θάνατο. Μέσα στη μεγάλη οδύνη του, ο δίκαιος Ιώβ διέρρηξε τα ιμάτιά του, έριξε στάχτη στο κεφάλι του και με ακλόνητη πίστη έπεσε κάτω και προσκύνησε τον Κύριο και είπε : «Γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός και απελεύσομαι εκεί· ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλαταο· ως τω Κυρίω αφείλατο· ως τω Κυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο· είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας» (Ιώβ α΄, 21-22)

Εμπιστεύσου την καρδιά σου με απλότητα σε Αυτόν από τον οποίο είναι μετρημένες και οι τρίχες της κεφαλής σου· Εκείνος γνωρίζει τη δόση από το λυτρωτικό Ποτήριο που πρέπει να λάβεις.

Να συλλογίζεσαι συχνά τον Ιησού, να στέκεται μπροστά σε αυτούς που Τον θανάτωσαν – «ως αμνός άφωνος ενώπιον του κείραντος αυτόν». Παραδόθηκε προς θάνατο, να σφαγιαστεί ως πρόβατο ανυπεράσπιστο. Μείνε με το βλέμμα καρφωμένο σε Αυτόν και ο πόνος σου θα μεταμορφωθεί σε ουράνια πνευματική γλυκύτητα. Οι πληγές της καρδιάς σου θα γιατρευτούν από τις πληγές του Ιησού.

«’Εάτε έως τούτου», είπε ο Κύριος σε αυτούς που θέλησαν να Τον υπερασπιστούν στον Κήπο της Γεσθημανή, και ίασε το κομμένο αυτί του δούλου του αρχιερέα. (Λκ. κβ΄, 51)

«Δοκείς ότι ου δύναμαι άρτι παρακαλέσαι τον πατέρα μου, και παραστήσει μοι πλείους η δώδεκα λεγεώνας αγγέλων ;», είπε ο Κύριος σε εκείνον που προσπάθησε να πάρει το Ποτήριο απ’ Αυτόν (Μτ. κστ΄23)

Σε καιρούς θλίψεων μην ψάχνεις τη βοήθεια από τους ανθρώπους· μη χάνεις πολύτιμο χρόνο· μην ξοδεύεις τη δύναμη της ψυχής σου αναζητώντας αυτήν την ανίσχυρη βοήθεια. Να αναμένεις τη βοήθεια από το Θεό : μετά από δική Του εντολή και όταν Εκείνος θέλει, θα έρθουν οι άνθρωποι προς βοήθειά σου.

Ο Κύριος παρέμεινε σιωπηλός ενώπιον του Πιλάτου και του Ηρώδου, δεν έκανε καμία προσπάθεια να υπερασπιστεί τον εαυτό Του. Μιμήσου αυτήν την αγία και σοφή σιωπή Του όταν βλέπεις τους εχθρούς σου να σε κατηγορούν προσπαθώντας να κρύψουν τις μοχθηρές προθέσεις τους κάτω από το πρόσχημα της ορθοφροσύνης.

Είτε το Ποτήριο έρχεται σταδιακά σαν σύννεφα που βαθμιαία πυκνώνουν, είτε ξαφνικά σαν λυσσώδης ανεμοστρόβιλος, πες στο Θεό «Γεννηθήτω το θέλημά Σου».

Είσαι μαθητής, ακόλουθος και διάκονος του Ιησού. Και ο Ιησούς είπε: «εάν εμοί διακονή τις, εμοί ακολουθείτω, και όπου ειμί εγώ, εκεί και ο διάκονος ο εμός έσται» (Ιω, ιβ΄26). Όμως ο Ιησούς πέρασε τη ζωή Του πάνω στη γη μέσα σε οδύνες· καταδιωκόταν από τη γέννησή Του μέχρι τον τάφο· από τα σπάργανα ο φθόνος ετοίμαζε γι’ Αυτόν ένα βίαιο θάνατο. Ούτε και κατέπαυσε ο φθόνος επιτυγχάνοντας το σκοπό αυτό, αλλά προσπάθησε να ξεριζώσει οποιαδήποτε ανάμνησή Του πάνω στη γη.

Ακολουθώντας Τον, όλοι οι εκλεκτοί του Κυρίου περνούν από το δρόμο των προσωρινών θλίψεων που οδηγεί στη μακάρια αιωνιότητα. Όσο οι σαρκικές απολαύσεις κυριαρχούν πάνω μας, είναι αδύνατο να υπερισχύσει μέσα μας η πνευματική κατάσταση. Αυτός είναι ο λόγος που ο Κύριος αδιάκοπα προσφέρει το Ποτήριό Του σε όσους αγαπά, για να τους κρατήσει νεκρούς για τον κόσμο και να τους καταστήσει ικανούς να ζήσουν η ζωή του Πνεύματος.

Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος είπε :Αυτός στον οποίο στέλνονται αδιάκοπα θλίψεις, είναι κάτω από την ιδιαίτερη φροντίδα του Θεού». Ωστόσο, μην εκθέτετε τον εαυτό σας παράτολμα σε βάθη θλίψεων, γιατί αυτό είναι υπερήφανη αυτοπεποίθηση. Προσευχηθείτε στο Θεό, να αποτρέψει τις θλίψεις και τις δοκιμασίες· αλλά όταν αυτές έρθουν από μόνες τους, μην τις φοβηθείτε, μη νομίζετε ότι ήρθαν τυχαία, συμπτωματικά. Όχι, επετράπηκαν από την ανεξιχνίαστη Πρόνοια του Θεού. Γεμάτοι πίστη, με καρτερικότητα και μεγαλοψυχία που πηγάζουν απ’ αυτήν, κολυμπείστε άφοβα εν μέσω της σκοτεινής και άγριας καταιγίδας προς το ειρηνικό λιμάνι της αιωνιότητας : το αόρατο χέρι του Ιησού θα σας οδηγεί.

Με ταπείνωση και απόλυτη προσήλωση μάθετε την προσευχή την οποία προσέφερε ο Κύριος προς τον Πατέρα Του στον Κήπο της Γεσθημανή, στις δύσκολες ώρες του πόνου πριν από το Πάθος Του και το θάνατο στο Σταυρό. Μ’ αυτή την προσευχή αντιμετωπίστε και υπερνικήστε κάθε θλίψη. «Πάτερ μου,» προσευχήθηκε ο Λυτρωτής μας, «ει δύνατόν εστι, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο·πλήν ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ως συ» (Μτ. κστ΄, 39)

Προσευχηθείτε στο Θεό να αποτρέψει τις δυστυχίες και ταυτόχρονα αποποιηθείτε του θελήματός σας, σαν να είναι αμαρτωλό θέλημα, τυφλό. Εμπιστευθείτε τον εαυτό σας, την ψυχή και το σώμα σας, τις περιστάσεις της ημέρας και του μέλλοντος, εμπιστευθείτε τα πλησιέστερα στην καρδιά σας, στο πανάγιο και πάνσοφο θέλημα του Θεού.

«Γρηγορείτε και προσεύχεσθε ίνα μη εισέλθητε εις πειραμόν· το μεν πνεύμα πρόθυμον η δε σαρξ ασθενής» (Μτ. κστ΄ 41). Όταν περικυκλώνεστε από θλίψεις να προσεύχεστε περισσότερο, ώστε να ελκύσετε την ιδιαίτερη χάρη του Θεού προς εσάς. Μόνο με τη βοήθεια αυτής της χάρης μπορούμε να ξεπεράσουμε τις εγκόσμιες δυστυχίες.

Όταν λάβετε από τον Ουρανό το δώρο της υπομονής, να είστε προσεκτικοί με τον εαυτό σας και να επαγρυπνείτε, ώστε να κρατήσετε και να διατηρήσετε μέσα σας τη χάρη του Θεού, διαφορετικά η αμαρτία θα εισβάλει χωρίς να το καταλάβετε στην ψυχή η στο σώμα σας και θα διώξει αυτή τη χάρη.

Αλλά εάν από απροσεξία και αμέλεια αφήσετε την αμαρτία να εισβάλει μέσα σας, και ειδικά εκείνο το πάθος προς το οποίο η ασθενής σάρκα σας είναι ιδιαίτερα επιρρεπής και το οποίο σπιλώνει το σώμα και την ψυχή, τότε η χάρις θα φύγει αφήνοντάς σας απογυμνωμένους και μόνους. Τότε θλίψη, σταλμένη για τη σωτηρία και την τελειώσή σας, θα πέσει βαριά πάνω σας, θα σας συντρίψει με λύπη, κατάθλιψη, απόγνωση, ως κάποιον που κρατά το δώρο του Θεού χωρίς την πρέπουσα ευσέβεια προς το δώρο. Βιαστείτε να επαναφέρετε την αγνότητα στην καρδιά σας με αληθινή και ακλόνητη μετάνοια και μέσω της αγνότητας, το δώρο της υπομονής· αφού αυτό το δώρο του Αγίου Πνεύματος επαναπαύεται μόνο στους αγνούς.

Οι άγιοι μάρτυρες έψαλλαν ύμνο χαράς εν μέσω φλογισμένων καμίνων, όταν περπατούσαν πάνω σε καρφιά, σε κοφτερά μαχαίρια, όταν κάθονταν σε καζάνια βραστού νερού η λαδιού. Έτσι και η δική σας καρδιά θα ευφρανθεί όταν με την προσευχή ελκύσετε τη δωρεά της χάριτος και τη διαφυλάξετε με διαρκή προσοχή του εαυτού σας. Τότε η καρδιά σας θα ψάλλει ύμνους εν μέσω συμφορών και τρομερών θλίψεων, δοξάζοντας και ευχαριστώντας τον Θεόν.

Ο νους εξαγνισμένος από το Ποτήριο του Χριστού, προικίζεται με πνευματική όραση· αρχίζει να βλέπει την Πρόνοια του Θεού που αγκαλιάζει τα πάντα, και είναι αόρατη με τα σαρκικά μάτια· βλέπει τον νόμο της αμαρτίας σε κάθε τι θνητό· βλέπει την απεραντοσύνη της αιωνιότητας οικεία· βλέπει το Θεό στα θαυμαστά έργα Του, στη δημιουργία Του και την επαναδημιουργία του σύμπαντος. Τότε η επίγεια ζωή αρχίζει να φαίνεται σαν ένα σύντομο ταξίδι, του οποίου τα γεγονότα είναι όνειρα, του οποίου οι ευλογίες δεν είναι παρά σύντομες οπτικές απάτες, βραχείες λόγω των επικίνδυνων παρανοήσεων του νου και της καρδιάς.

Τί καρπούς φέρουν οι προσωρινές θλίψεις για την αιωνιότητα; Όταν αποκαλύφθηκε ο Παράδεισος στον Απόστολο Ιωάννη, με ένα αμέτρητο πλήθος φορέων του φωτός, ντυμένων στα άσπρα, εξυμνώντας τη σωτηρία και τη μακαριότητά τους ενώπιον του θρόνου του Θεού, ένας από τους κατοικούντες στη Βασιλεία τον ρώτησε: «ούτοι οι περιβεβλημένοι τας στολάς τας λευκάς τίνες εισί και πόθεν ήλθον;» «και είρηκα αυτώ»λέει ο Άγιος και θείος Ιωάννης «Κύριε μου, συ οίδας». Τότε ο πρεσβύτερος απάντησε στον Άγιο Ιωάννη ούτοι εισίν οι ερχόμενοι εκ της θλίψεως της μεγάλης, και έπλυναν τας στολάς αυτών και ελεύκαναν αυτάς εν τω αίματι του αρνίου. Δια τούτο εισίν ενώπιον του θρόνου του Θεού και λατρεύουσιν αυτώ ημέρας και νυκτός εν τω ναώ αυτού. Και ο καθημένος επί του θρόνου σκηνώσει επ’ αυτούς. Ου πεινάσουσιν έτι ουδί παν καύμα, ότι το αρνίον το άνα μέσον του θρόνου ποιμαίνει αυτούς, και οδηγήσει αυτούς επί ζωής πηγάς υδάτων, και εξαλείψει ο Θεός παν δάκρυον εκ των οφθαλμών αυτών»(Αποκ. ζ΄13-17)

Η απομάκρυνση από το Θεό είναι αιώνιο μαρτύριο στην κόλαση, αιώνια επαφή με τον διάβολο και διαβολικούς ανθρώπους· με φλόγες, πικρό ψύχος, το σκοτάδι της Γέεννας· αυτό είναι η πραγματική οδύνη. Αυτό είναι μαρτύριο τεράστιο, φρικτό και αβάσταχτο. Η απόλυτη παράδοση στην ηδύτητα των επίγειων απολαύσεων οδηγεί σε μεγάλο αιώνιο μαρτύριο.

Το Ποτήριο του Χριστού σώζει από αυτό το μαρτύριο όποιον πιεί απ’ αυτό με ευχαριστία και δοξολογία προς τον πανάγαθο Θεό, ο Οποίος μέσω του πικρού Ποτηρίου των προσωρινών θλίψεων εκχωρεί στον άνθρωπο το άμετρο και αιώνιο έλεός Του.

Ομιλία εις την γυναίκα την αμαρτωλόν, την αλειψάσαν τον Κύριον μύρω και εις Φαρισαίον

Ομιλία εις την γυναίκα την αμαρτωλόν, την
αλειψάσαν τον Κύριον μύρω και εις Φαρισαίον

Αγίου Αμφιλοχίου επισκόπου Ικονίου

Α. Πολύ ωφέλησε την ψυχή μας ο Χριστός, σαν παρακάθησε στο τραπέζι του Ζακχαίου. Γιατί όπου ο Χριστός φιλοξενείται, και κάμνει συντροφιά με τους ανθρώπους, και το πιοτό και το τραπέζι μας καταδέχεται, εκεί κατοικεί η ευφροσύνη. Γιατί ποιος τελώνης η πόρνη η απ’ εκείνους που έπραξαν όσα δε λέγονται κακά, βλέποντας τον Ποιητήν του ουρανού και της γης να εισέρχεται στο σπίτι του Τελώνη, η εκείνον που μας δίδει τα στάχυα, να λαβαίνει με τα χέρια του ανθρώπινο ψωμί, η των τσαμπιών τον χορηγό να ντύνει απ’ το κρασί και να ευλογεί τα πατητήρια, και στο μυαλό του δε θάβαζε την πράξη τούτη για μεγάλη γιορτή και λαμπρό πανηγύρι; Αληθινά γιορτή. Ευφροσύνη αγγελικής φιλοξενίας, να βλέπεις το Δεσποτη με τους δούλους· το Θεό με τους ανθρώπους· τον Κριτήν τέλος να βλέπεις μ’ εκείνους που θα κρίνει, να κάθεται το ίδιο τραπέζι. Μα για τούτον το λόγο ήρθε στη γη, χωρίς να εγκαταλείψει τον ουρανό ορφανό από τη θεϊκή δόξα· γιατί και τέλειος γενόμενος άνθρωπος, δεν έπαυσε να είναι Θεός.

Και ήρθε επί της γης και πέρασε θάλασσες για να βγάλει τους χειμαζομένους στο πέλαγος των βιοτικών φροντίδων από το βυθό της αμαρτίας, και σε πόλεις και κώμες περιόδευσε και περπάτηξε στα στενά τα μονοπάτια και στ’ απόκρημνα πατήματα, και σε γκρεμνούς στάθηκε κι αναζήτησε τους πλανεμένους για να τους επαναφέρει στην ποίμνη των, σαν ακυβέρνητα πρόβατα. Γιατί Αυτός είναι εκείνος που αναζητεί το «απολωλός πρόβατον», εκείνος που εγκαταλείπει τα ενενήντα εννέα πρόβατα και πάσχει για το ένα. Κι επειδή ζητούσε το ένα, δε σημαίνει πως καταφρονούσε τα επίλοιπα, μα κι ούτε πάλιν θυσίαζε για τα πολλά το ένα· γιατί άφηνε τα ενενήντα εννέα στη μάντρα ασφαλισμένα και σίγουρα, και τότε έτρεχε για το ένα να το σώσει απ’ την πλεκτάνη του διαβόλου. Πρόβατο χωρίς ποιμένα είναι έτοιμο δείπνο στα θηρία, και ψυχή ασφράγιστη από αρετή και χωρίς ταπείνωση και φόβον Θεού είναι στα χέρια του διαβόλου. Όθεν και τον Ζακχαίον άρπαξε σαν πρόβατο από το στόμα του λύκου και στη λογικήν αυλήν των προβάτων επανέφερε και με θεία χαρίσματα και αρετήν τον εκόσμησε. Και όπως ο ποιμήν που επιθυμεί να ξαναβρή το πλανεμένο αρνί, αφήνει φρόνιμο και πιστό του ζώο ελεύθερο να βόσκει, μη τυχόν το απαντήσει και συντροφιαστά επιστρέψουνε στη μάντρα, έτσι και ο Λόγος του Θεού τη σάρκα που δανείστηκε από την Παρθένον, σαν πρόβατο σε βοσκοτόπι, άφησε στο τραπέζι του Ζακχαίου, όπως, ένεκεν της φιλοξενίας και της συντροφιάς, τον τραβήξει προς την ποίμνην.

Β. Αλλά τούτο δεν το καταλάβαιναν οι Φαρισαίοι και σχολίαζαν με τις απαίσιές τους γλώσσες και διέβαλλαν το Χριστό που τον έβλεπαν να τρώγει με τους τελώνες. Μα σαν τα ασκιά τα παληά ανοίξανε γιατί δεν μπορούσαν να δεχτούν τον καινούριο δυνατό λόγο της διδασκαλίας. Εμείς όμως, αδελφοί, ας ακολουθήσουμε το μέγα φιλάνθρωπο στην πορείαν του. Εκείνος λοιπόν που τον Ζακχαίον τον τελώνην έφερε στο δρόμο τον καλό και στη λογική μάντρα των Αποστόλων συγκατέλεξε, εκείνος είναι που και την πόρνην την αμαρτωλήν, την εργάτιδα τόσων κακών, ετράβηξε από το φαράγγι του διαβόλου και στην ασφαλισμένη μάντρα την απέδωσε.

Για να γνωρίσετε όμως τη φιλανθρωπία του Χριστού κι από την άλλην των Φαρισαίων την παραφροσύνην και για να μάθετε της αμαρτωλής την επιστροφή, παραθέτω τούτες τις ευαγγελικές ρήσεις, και αν ακούσετε καλά και προσέξετε το ύφος, εύκολα πολύ θα βγάλετε και το νόημά τους. Ηρώτησε, λέγει, τις των Φαρισαίων τον Ιησούν, ίνα φάγη μετ’ αυτού. Και εισελθών εις τον οίκον του Φαρισαίου ανεκλίθη. Ω ανείπωτη χάρις! Ω πρωτάκουστη φιλανθρωπία που δε γνωρίζεις όρια! Και με Φαρισαίους παρακάθεται χωρίς ν’ αποδιώχνει τους τελώνες· και τις πόρνες ελεεί και με τη Σαμαρείτιδα διαλέγεται· και στη Χαναναίαν απαντά και στην αιμορροούσα το κράσπεδον του ιματίου του παραχωρεί και δεν ντρέπεται. Είναι γιατρός για όλα τα πάθη και τα θεραπεύει για να ωφελήσει όλους, τους πονηρούς και τους αγαθούς, τους αχάριστους και τους ευγνώμονες. Έτσι λοιπόν και τώρα που τον προσκαλεί ο Φαρισαίος, δέχεται, και εισέρχεται στην οικίαν του, πλην οικίαν γιομάτη με αμαρτίες. Γιατί όπου Φαρισαίος εκεί είναι η πονηρία, ο τόπος της αμαρτίας, της υπερηφανίας το «καλωσόρισες». Και σε τέτοιο σπίτι ο Κύριος δεν αρνιέται να υπάγει. Και φυσικά, γιατί ως ο ήλιος δε χάνει τη λάμψη του ακόμα και στο βόρβορο σα ρίχνει τις ακτίνες του αλλά τουναντίον τον καθαρίζει, έτσι και ο Χριστός κάθε τόπον αισχύνης και βέβηλον διαλέγει και τη βρωμερήν αμαρτία με τις ακτίνες του διαλύει, κι άσπιλος μένει πάντα ο λόγος της θεότητος.

Γ. Έτσι ευθύς επήγε στον Φαρισαίον· ήρεμος, σιωπηλός, χωρίς να ελέγξει τη ζωή του. Πρώτα για να αγιάσει τους καλεσμένους, εκείνον που τον κάλεσε, την οικίαν και της πολιτείας τα βρώματα· έπειτα για να δείξει πως δεν ήταν φάσμα η ενανθρώπησή του μα κάτι πραγματικό, πως γίνηκε δηλαδή τέλειος άνθρωπος, κάθισε στο τραπέζι γιατί εκεί έμελλε να έρθει η πόρνη και να δείξει το θερμόν και φωτεινόν τρόπο της μετανοίας. Γι’ αυτό σαν τον κάλεσε ο Φαρισαίος, ευθύς συγκατανεύει για να διδάξη παρουσία των Γραμματέων και Φαρισαίων. Όταν η πόρνη θα ομολογεί τα σφάλματά της, πως πρέπει να ζητούν συγχώρεση οι αμαρτωλοί από το Θεό και να δέχονται τη χάρη του. Ιδού γαρ, λέγει, γυνή εν τη πόλει, ήτις ην αμαρτωλός. Γυναίκα· η ανερμάτιστη φύση, το πρώτο δίχτυ του διαβόλου, η εισαγωγή της πλάνης, η διδασκάλισσα της παραβάσεως και της ανομίας. Αυτή που γίνηκε για βοήθεια του αντρός, μα πολύ γρήγορα εξελίχθηκε σε εχθρόν του, που δημιουργήθηκε και είναι εκ φύσεως καλή, μα που με την ίδια της τη βούληση γίνηκε κακή· αυτή που έδειξε την ωραιότητα του ξύλου και τον παράδεισον έχασε. Και ιδού γυνή, εν τη πόλει, ήτις ην αμαρτωλός, και της Εύας έφερνε τις αμαρτίες και κατάμεστη ήταν από τις δικές της. Και θα ειπώ πρώτα για την προηγούμενή της συμπεριφορά και πως σκορπούσε σπάταλα τους τρόπους της, για να αντιληφθήτε καλλίτερα την πολυτέλεια της μετανοίας.

Δ. Ο Θεός έλαβεν οστούν από την πλευράν του Αδάμ, του προσέθηκε σάρκα και έτσι έκαμε την Εύα, που και γι’ αυτό γυναίκα την κάλεσε, και την έδωσε στον Αδάμ για σύντροφό του. Αλλά μετά που αμάρτησαν και παρέβηκαν τον νόμο και διωχθήκανε από τον Παράδεισον, σαν τιμωρία τους ήρθε και ο θάνατος. Μα για να μη χαθεί ολότελα το ανθρώπινο γένος με τη φθορά του θανάτου, έρχεται ο γάμος ν’ αναχαιτίσει το θάνατο. Για να σπέρνει ο ένας κι ο άλλος να θερίζει· ο ένας να κόβει κι ο άλλος να βλασταίνει. Κι ότι μετά την εισέλαση του θανάτου δόθηκε η χάρη του γάμου, καταφάνερο είναι από το ότι ο Αδάμ μετά την έξοδο από τον Παράδεισο βρέθηκε με την Εύα. Κι έχει γραφτεί ότι σαν βγήκανε από τον Παράδεισο, τότε εγνώρισε ο Αδάμ τη γυναίκα του· προ της αμαρτίας λοιπόν ήταν η παρθενία, που διατηρούσε αμόλυντο και καθαρό το χιτώνα της φύσεως. Μετά λοιπόν από την ανομία, ύστερα από την τιμωρία του θανάτου εισέλασε ο γάμος για να εξασθενήσει το θάνατο με την άνθησή του και να τον νικήσει με την αρχοντική του βλάστηση. Και για να μη χαθή το ανθρώπινο γένος αλλά τουναντίον να πληθυνθεί ψηφίστηκε ο νόμος του γάμου. Και στον άνδρα χάρισε την ηδονή και στη γυναίκα τη θωπεία και την ωραιότητα, ωραιότητα πρόσκαιρη, όχι για να ερεθίζωνται ανάμεσό τους και να ωθούνται σε άνομες μίξεις, αλλά για να ενώνονται έννομα με το θεσμό του γάμου. Όθεν η μίξις ύστερα από νόμιμον γάμον είναι τίμια και ευλογημένη από το Θεό. Αλλά εκείνη που γίνεται για να κερδίσει η σάρκα την ηδονή, έχει μέσα της το θάνατο. Τίμιος γαρ ο γάμος εν πάσι, και η κοίτη αμίαντος· πόρνους δε και μοιχούς κρινεί ο Θεός. Όσες λοιπόν νόμιμα γνώρισαν τους άνδρες για να κάμουν παιδιά, είναι αψεγάδιαστες· όπως η Σάρρα, και η Ραβέκκα, και η Ραχήλ. Και οποιαδήποτε άλλη. Εκείνες όμως που διεγείρουν τους νέους, και τους σπρώχνουν στην ακολασία για να χαρούν την άνομη ηδονή, αυτές είναι καταδικασμένες για τη φθορά, γιατί τον ναόν του Θεού καταστρέφουν. Ει τις γαρ, λέγει, φθείρει τον ναόν του Θεού, φθερεί τούτον ο Θεός. Και από τούτες ήτανε η αμαρτωλή που λέγουμε. Κι αφού τόσον αισχρά εκμεταλλεύτηκε τη φύση, με το να χρωματίζει με φτηνή βαφή το πρόσωπό της, και με επιδεξιότητα να προσπαθεί πως να φανεί ελκυστική, έσερνε τυφλά τους νέους στην ακολασία και τους έσπρωχνε στο βάραθρο της πορνείας.

Ε. Και δεν τα λέγω αυτά, για να περιγελάσω εκείνα που έκαμε· αλλά τουναντίον για να την επαινέσω, με το να ξέρετε από που ξεκίνησε και που έφτασε. Και λέγω ποια ήτανε πρώτα, για να σας δείξω τι γίνηκε τώρα. Και όλα τα αμαρτήματά της καταλεπτώς τα ιστορώ, για να δείξω τα κατορθώματα της μετανοίας. Αλλά αυτή, που δε μεταχειρίστηκε ως έπρεπε το σώμα της· μα άλλους σαγήνευε με τις πλεξούδες των μαλλιών της, άλλους εμάγευε με τα δάκρυά της κι άλλους με τη θρασύτητά της και όλους από παντού τους ωδηγούσε στο βάραθρο της ακολασίας, αυτή τώρα τον αισχρό και σαρκικόν έρωτά της αλλάζει σε θεία και ουράνια στοργή.

Σαν είδε τον Ιησού άλλοτε να μιλά με τη Σαμαρείτιδα κι άλλοτε να σιμώνει τη Χαναναία, κι άλλη φορά να διαπιστώνει την κλοπή της αιμορροούσης, και πότε να τρώγει με τους τελώνες και πότε να επισκέπτεται τους Φαρισαίους, σκέφτηκε. Αφού τις πόρνες και τους αμαρτωλούς και τους τελώνες καταδέχεται, ως πότε θα σπαρταράω σαν ψάρι για την ηδονή και θα βυθίζομαι συνεχώς στα πελάγη της αμαρτίας; Δε θα μείνω για πάντα στον κόσμο, ούτε ωραία θα μείνω, γιατί το καθένα έχει στον καιρό του το θάνατο και όλα μαραίνονται· και τα άνθη και τα κρίνα κι οι ομορφιές του προσώπου. Και τι θα πάθω για τα έργα μου; Αρχίζω τώρα και εννοώ τη φωτιά της κολάσεως και η ψυχή μου μετανοεί, γιατί προσπαθώντας με κάθε μέσο πως να φανώ ωραιότερη για την καταστροφή των νέων, έβγαινα στους δρόμους της πολιτείας και στην αγορά κι έτρεχα στις μαζώξεις των ανθρώπων κι είχα για δίχτυ μου τα πόδια κι ως δόλωμα τις ωραίες μου κουβέντες.

Ω πόσους νεαρούς κατέστρεψα με τις ματιές μου, τις γιομάτες αναίδεια και πάθος. Κι έκαμνα πολλά φτιασίδια κι αυτό για βλάβη πάλιν εκείνων που με κυτούσαν, και πότε ύψωνα τα μαλλιά μου σε σειρές απανωτές σαν πύργο, και πότε άφηνα από ψηλά πολλές πλεξούδες αφρόντιστα να χαλούν στο μέτωπό μου. Και τα μάγουλά μου έβαφα και τα μάτια μου τα είχα πάντα με μαυράδια. Και πότε με δάκρυα ψεύτικα έκαμνα τους νέους να πέφτουνε μπροστά μου. Ω, τι θα καταντήσω για τούτα, και ποιο γιατρό θα βρω σε όλα τούτα τα πάθη; Αν εξομολογηθώ τις ανομίες μου στους ανθρώπους, ανώφελη θα είναι η εκμυστήρευσή μου· να κρύψω τα αμαρτήματά μου δε μπορώ. Κι από που να τα κρύψω μιας που το Θεό δε μπορώ να ξεγελάσω; Και που να πάω που παντού το δικαστή βρίσκω μπροστά μου; που ναι μεν δε φαίνεται μα παντού με ελέγχει; Μια ελπίδα σωτηρίας μου απομένει, μια ευκαιρία για τη ζωή· να βρω τον Ιησού και να τρέξω κοντά του. Αυτός που τους Τελώνες δέχεται δεν απαρνιέται την πόρνη. Αυτός που δειπνεί μαζί με τους Φαρισαίους δε διώχνει τα δάκρυα της αμαρτωλής. Κι επειδή ξέρω πως βρίσκεται στου Σίμωνα του Φαρισαίου, εκεί θα πάω. Μα τι να του ζητήσω σαν πάω; Την υγεία των ματιών μου; Μα είναι πρόσκαιρο το χάρισμα. Ν’ απαλλαγώ από την αρρώστεια; Μικρό το κατόρθωμα, γιατί ο αιώνιος θάνατος είναι πιο μεγάλος από τη σύντομη τούτη ζωή. Απ’ όλα θα παραιτηθώ λοιπόν, τα σωματικά, και την υγεία της ψυχής μου θα ζητήσω. Και μια λύση στα κακά και τις αμαρτίες που σώρεψα είναι να δω το Δικαστή και να προλάβω την κόλαση. Θα μιμηθώ την πόρνη τη Ραάβ, και θα ζηλέψω την ενάρετη ζωή της γυναικός. Και τίποτε άλλο δε ζητεί ο Θεός πλην της μετανοίας.

Ϛ. Και σα σκέφτηκε τούτα, που είπαμε, με ευσέβεια, και σαν μετάστρεψε τον νου της στην πίστη, έρχεται στον Ιησού με παρρησία να ομολογήση την αναίδειά της. Και δε λέγει τίποτε· δεν τολμούσεν· ήξερε πως εκείνος που εποπτεύει τους λογισμούς δεν έχει ανάγκη από λόγια. Και τι θα του έλεγε αφού όλα τα γνωρίζει! Πως αμάρτησε κι εργάστηκε την ανομία; Πως ερωτεύονταν κι απολάμβανε τις σαρκικές ηδονές; Αυτά τα ήξερε καλά ο Θεός, όχι γιατί γίνηκαν αλλά γιατί γνωρίζει και τους λογισμούς στα μύχια της καρδιάς μας. Επειδή λοιπόν εγνώριζε πως όλα είναι φανερά στο Θεό και δε μπορεί να τον ξεγελάση, σφάληξε το στόμα της κι άνοιξε τα δάκρυά της να μιλήσει. Στάσα γαρ, λέγει, παρά τους πόδας του Ιησού, κλαίουσα ήρξατο βρέχειν τους πόδας αυτού τοις δάκρυσιν. Και δε μιλούσε με το στόμα της, αλλά με στεναγμούς και με καρδιά συντετριμμένη έλεγε την άβυσσο των αμαρτιών της· τους άσεμνους στοχασμούς, και τις αισχρές μνήμες, τις βέβηλες πράξεις και τις άνομες ομιλίες ομολογούσε. Και δεν υπήρξε τίποτα που να έκαμε και που δεν το πλήρωσε με δάκρυα. Κι ήξερε καλά πως για ότι έλεγε ελάβαινε την συγχώρεση. Είπα γαρ, λέγει, εξαγορεύσω κατ’ εμού την ανομίαν μου, και συ αφήκας την ασέβειαν της καρδίας μου. Και όχι μόνον χωρίς να ομιλεί, ομολογούσε ζητώντας την εξιλέωση του Κυρίου με τους στεναγμούς της καρδιάς της· αλλά εξεπλήρωσε και το ωραίο σχήμα της μετανοίας. Εδάκρυσε γιατί γέλασε πολύ· και με τα καλά δάκρυα λούζει το κακό της γέλιο· με τις σταγόνες των ματιών της ξεπλένει την αμαρτία από τα μάγουλά της· ήγουν με εκείνα που αμάρτησε με τούτα και απολογιέται· με όσα έπραξε τις ανομίες, με αυτά ζητεί να εξιλεώσει το νομοθέτη. Όπως ακριβώς ο Δαβίδ, το στρώμα που μόλυνε με εναγκαλισμούς το ξέπλυνε με τα δάκρυα…

Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: Ομιλία εις την προδοσία του Ιούδα

Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου:
Ομιλία εις την προδοσία του Ιούδα

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

Ας δούμε πως παραδόθηκε ο Δεσπότης. Για να μάθομε καλά και του προδότη όλη τη μανία, και του μαθητή την αχαριστία να γνωρίσομε, και του Δεσπότη την ανείπωτη φιλανθρωπία, ας ακροασθούμε τον Ευαγγελιστή πως εκείνου την παρατολμία ιστορίζει.

Τότε, λέγει, πορευθείς εις εκ των δώδεκα, Ιούδας ο λεγόμενος Ισκαριώτης, προς τους αρχιερείς, είπεν αυτοίς· τι θέλετέ μοι δούναι, καγώ υμίν παραδώσω αυτόν; Θαρρώ πως είναι ξάστερα τούτα τα λόγια και δεν αφήνουνε τίποτε κρυφό. Κι άμα τα καλοξετάσει κανένας χωριστά το καθένα, πολλά έχει να στοχαστεί και πολύ βαθιά νοήματα να πιάσει. Και πρώτα για τον καιρό. Δεν τόνε σημαδεύει απλά κι όπως νάναι, ο ευαγγελιστής. Δεν λέγει πορευθείς μονάχα· αλλά τότε πορευθείς. Τότε… Πότε; Και για ποιον λόγο σημαδεύει τον καιρό; Δεν τόνε σημαδεύει απλά κι όπως νάναι ο ευαγγελιστής, μιλώντας μας μέσα στο Πνεύμα· γιατί εκείνος που λαλεί μέσα στο Πνεύμα τίποτε απλά και τυχαία δεν το λέγει.

Τι είναι λοιπόν, το τότε; Πριν από εκείνη την ώρα, πριν από αυτό το τότε σίμωσε το Χριστό η γυναίκα που είχε το αλάβαστρο με το μυρωδικό και που τόχυσε πάνω στο κεφάλι του. Φανέρωσε πολλή πίστη εκείνη η γυναίκα, φανέρωσε πολλήν έγνοια, φανέρωσε πολλήν υπακοή και σέβας. Άλλαξε από τον προτινό της βίο κι έγινε καλύτερη και φρονιμώτερη. Και σαν η πόρνη μετάνοιωσε, σαν κατάλαβε τον Δεσπότη, τότε ο μαθητής παράδωσε τον Διδάσκαλο. Τότε… Πότε; Όταν ήρθε η πόρνη και το μυρωδικό λάδι έχυσε στα πόδια του Ιησού και τα σφούγγισε με τις τρίχες της κεφαλής της και πολλήν έγνοια φανέρωσε σβήνοντας με την εξομολόγηση όλα της τα κρίματα. Τότε, λοιπόν, σαν είδε τη γυναίκα εκείνη τόσην έγνοια να φανερώνει μπροστά στον Διδάσκαλο, τότες αυτός έδραμε στην παράνομη προδοσία. Κι ενώ εκείνη από τον βυθό της αμαρτίας ανέβηκε στον ουρανό, αυτός ύστερα από τόσα θαύματα και σημεία, ύστερ’ από την ανείπωτη τη συγκατάβαση, γκρεμνίσθηκε στα τάρταρα. Τόσο μεγάλο κακό είναι η ραθυμία κι η χαλασμένη προαίρεση. Για τούτο και ο Παύλος έλεγε· ο δοκών εστάναι βλεπέτω μη πέση. Κι ο προφήτης παλαιότερα φώναξε· μη ο πίπτων ουκ ανίσταται; η ο αποστρέφων ουκ επιστρέφει; Για να μη θαρρεύει εκείνος που στέκεται, αλλά πάντα νάχει αγωνία, μηδέ κείνος που έπεσε ν’ απελπίζεται. Γιατί τόση είναι η δύναμη του Κυρίου, που και πόρνες και τελώνες να τραβήξει και να βάλει κάτω από το ζυγό του.

Τι γίνεται, λοιπόν; Αυτός που τράβηξε κοντά του τις πόρνες, δεν μπόρεσε να κρατήσει τον μαθητή; Ναι, μπορούσε να κρατήσει και τον μαθητή· αλλά δεν ήθελε να τον κάνει καλόν με την ανάγκη, μηδέ με τη βία να τον κρατήσει κοντά του. Για τούτο ο ευαγγελιστής, ιστορώντας μας για τον αχάριστο μαθητή, λέγει· τότε πορευθείς, ήγουν δίχως να τον καλέσει κανένας, δίχως να τον αναγκάσει η να τον σπρώξει άλλος, αλλά από μονάχος του κινήθηκε σ’ εκείνη την πράξη, από δική του γνώμη σ’ εκείνο το παράνομο τόλμημα ώρμησε, δίχως να κινηθεί από άλλη αιτία, αλλά από την κακία που ερχότανε από μέσα του πήγε να πέσει στην προδοσία του Δεσπότη. Τότε πορευθείς εις των δώδεκα. Και τούτο είναι όχι μικρό βάρος που λέγει εις των δώδεκα. Γιατί ήτανε κι άλλοι εβδομήντα μαθητάδες, για δαύτο είπε εις των δώδεκα, ήγουν ένας από τους διαλεχτούς, από εκείνους που κάθε μέρα συναναστρεφόντανε μ’ αυτόν, που είχανε πολύ το θάρρος μαζί του. Για να μάθεις, λοιπόν, πως ήτανε από τους πρώτους μαθητάδες, λέγει εις των δώδεκα. Και δεν τ’ αποκρύβει τούτα, γράφοντας ο ευαγγελιστής, για να νοιώσεις πως αυτό που φαίνεται ατιμία, φανερώνει τη φροντίδα του Δεσπότη σε μας, που τον προδότη και τον κλέφτη τον αξίωσε με τόσα αγαθά, κι ίσαμε το τελευταίο βράδι τον συμβούλευε και τον πρότρεπε.

Είδες την πόρνη πως σώθηκε, επειδή συνήρθε, και πως ο μαθητής γκρεμνίσθηκε με τη ραθυμία; Μη λοιπόν απελπίζεσαι, κοιτάζοντας την πόρνη, μηδέ πάλι να θρασέψεις, ρίχνοντας τα μάτια σου στην αποτολμία του μαθητή. Γιατί και τα δυο τούτα είναι ολέθρια. Εύκολα γλυστράει η γνώμη μας και ξεστρατίζει η πρόθεσή μας. Για δαύτο απ’ ολούθε πρέπει ν’ ασφαλίζεται κανένας. Τότε πορευθείς εις των δώδεκα, Ιούδας ο Ισκαριώτης. Βλέπεις από τι συντροφιά ξέπεσε; Βλέπεις από τι διδασκαλία έμεινε πίσω;

Βλέπεις τι κακό μεγάλο είναι η ραθυμία; Ιούδας, λέγει, ο Ισκαριώτης, γιατί ήτανε κι άλλος συνονόματος με τούτον, ο λεγόμενος του Ιακώβου. Βλέπεις του ευαγγελιστή τη σοφία, που όχι από την πράξη μα από τον τόπο μας τον ονοματίζει, ενώ τον άλλον όχι από τον τόπο αλλά από το όνομα του πατέρα του μας τον κάνει γνωστό; Ενώ μπορούσε φυσικά να πει Ιούδας ο προδότης. Αλλά για να μας διδάξει πως πρέπει να κρατάμε καθαρή τη γλώσσα από κατηγόρια, τσιγκουνεύτηκε τη λέξη προδότης. Ας μάθομε, λοιπόν, να μην κακολογούμε τον εχθρό μας. Γιατί αν αυτός ο μακάριος δεν θέλησε να κατηγορήσει τον προδότη, ιστορώντας το παράνομο τούτο τόλμημα, αυτό το περισώπασε και τον ονομάτισε από τον τόπο απ’ όπου καταγότανε, πως εμείς θα συγχωρεθούμε κατηγορώντας τον διπλανό μας; Εμείς, που πολλές φορές όχι μονάχα τους εχθρούς θυμόμαστε με κακολογία, αλλά κι εκείνους που θέλουνε το καλό μας, ας μην κάνομε τέτοια, σας παρακαλώ.

Είναι συμβουλή και του Παύλου που λέγει: Πας λόγος σαπρός εκ του στόματος υμών μη εκπορευέσθω. Έτσι ο μακάριος Ματθαίος, όντας καθαρός από τέτοιο πάθος, έλεγε: Τότε πορευθείς εις εκ των δώδεκα, ο λεγόμενος Ιούδας ο Ισκαριώτης προς τους αρχιερείς είπε· τι θέλετέ μοι δούναι καγώ υμίν παραδώσω αυτόν; Ω βρωμερό λάλημα! Ω ασυλλόγιστη τόλμη! Το θυμούμαι και τρέμω, αγαπητοί, πως βγήκεν από στόμα το λάλημα, πως κίνησε τη γλώσσα, πως δεν ξεριζώθηκε από το κορμί η ψυχή, πως δεν παραλύσανε τα χείλη, πως ο νους του δεν ξεστάθηκε. Τι θέλετέ μοι δούναι, καγώ υμίν παραδώσω αυτόν; Λέγε μου, Ιούδα, αυτό σ’ έμαθε ο Διδάσκαλος τόσον καιρό; Έτσι λησμόνησες τις αδιάκοπες συμβουλές του; Δεν σου έλεγε μη κτήσεσθε χρυσόν μήτε άργυρον, από την αρχή κοιτάζοντας πως να βάλει χαλινάρι στην ακράτητη μανία σου για τα λεφτά; Δεν σε συμβούλευε λέγοντας εάν τις σε ραπίση εις την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην; Για ποιο λόγο, πες μου, παράδοσες τον Διδάσκαλο; Επειδή σου χάρισε εξουσία καταπάνω στους δαίμονες, και να γιατρεύεις αρρώστειες, και λεπρούς να καθαρίζεις, κι άλλα πολλά τέτοια θαύματα να φανερώνεις; Για τόσες λοιπόν ευεργεσίες, τέτοιαν αμοιβή του πληρώνεις; Ω ξέφρενη καρδιά η μάλλον φιλαργυρία! Γιατί όλα τούτα τα κακά η φιλαργυρία τα γεννάει, η ρίζα όλων των κακών, που σκοτεινιάζει τις ψυχές μας και τους ίδιους τους νόμους της φύσεως, και μας βγάζει από τα συλλοϊκά μας και δεν αφήνει μηδέ φιλία μηδέ συγγένεια μηδέ τίποτ’ άλλο να θυμόμαστε. Αλλά μια και σακατέψει τα μάτια της ψυχής, μας βάζει να περπατάμε μέσα στο σκοτάδι.

Και για να το μάθεις αυτό καλά, ιδές πόσα δεν έδιωξε από την ψυχή του Ιούδα. Σαν μπήκε εκεί μέσα, τη συναναστροφή, τη συνήθεια, τη θαυμαστή διδασκαλία, τη φιλία, όλα τούτα τάρριξε στη λησμοσύνη. Καλά έλεγε ο Παύλος ρίζα πάντων των κακών εστιν η φιλαργυρία. Τι θέλετε μοι δούναι, καγώ υμίν παραδώσω αυτόν; Παραδίνεις, Ιούδα, αυτόν που όλα τα κρατάει μέσα στο πρόσταγμά του; Πουλάς τον αχώρετο στον νου, τον χτίστη του ουρανού και της γης, τον πλάστη της φύσεώς μας, αυτόν που με λόγο και νεύμα τάφτιαξε όλα; Για να δείξει, λοιπόν, πως θεληματικά παραδόθηκε, άκου τι έκαμε. Την ώρα της προδοσίας, όταν ήρθανε καταπάνω του με μάχαιρες και κοντάρια, και με δαδιά αναμμένα και φανάρια, τους λέγει τίνα ζητείτε; Και πάψανε παρευθείς να ξέρουνε ποιον θα πιάνανε. Τόσο ήτανε εκείνος μακρυά από το να μπορέσουνε να τον πιάσουνε, που ούτε να τον δούνε μπροστά τους δεν μπορούσανε, ενώ ήτανε, τόση φωτοχυσία. Και πως αυτό θέλει να πει, ήγουν πως ενώ είχανε δαδιά και φανάρια δεν τον βλέπανε μολαταύτα, βγαίνει από τα παρακάτω λόγια. Και ο Ιούδας ειστήκει μετ’ αυτών, αυτός που τους είχε πει εγώ υμίν παραδώσω αυτόν. Γιατί ο Χριστός τους σύγχυσε τη διάνοια, θέλοντας να φανερώσει τη δύναμή του, για να μάθουνε πως καταπιάνονταν με τ’ αδύνατα. Και σαν ακούσανε τη φωνή του πισωπερπατήσανε σκυφτοί και πέσανε τέλος χάμου. Είδες πως δεν αποκριθήκανε λόγο, αλλά πέφτοντας δείξανε καταφάνερα την αδυναμία τους; Κύτταξε τη φιλανθρωπία του Δεσπότη! Μια και μηδέ μ’ αυτόν τον τρόπο δεν συγκίνησε την αδιαντροπιά του προδότη, μηδέ την αγνωμοσύνη των Ιουδαίων, παραδίνεται τότε και λέγει ο Κύριος. Σαν τους έδειξα πως καταπιάνονται με τ’ αδύνατα, θέλησα να τους ημερώσω τη μανία· δεν θέλουνε, μα επιμένουνε στην κακία τους. Ιδού, λοιπόν, παραδίνομαι. Αυτά σας τα λέγω, για να μην κατηγορήσει κανένας τον Χριστό λέγοντας: Γιατί δεν άλλαξε την καρδιά του Ιούδα; Γιατί δεν τον έκαμε καλύτερο; Και πως έπρεπε να κάμει τον Ιούδα φρόνιμο και καλόκαρδο, με τη βία η με την προαίρεση; Αν με τη βία, μηδέ μ’ αυτόν τον τρόπο δεν έμελλε να γίνει καλύτερος· γιατί κανένας δεν γίνεται καλύτερος με την ανάγκη. Αν με την προαίρεση και τη θέλησή του, όλα ο Κύριος τα χρησιμοποίησε για να τον ανεβάσει από χαμηλά. Κι αν εκείνος δεν θέλησε να πάρει τα φάρμακα, δεν φταίει ο γιατρός, αλλά ο άρρωστος που τ’ απαρνήθηκε. Θέλεις να μάθεις πόσα έκαμε για να τον κρατήσει κοντά του; Του χάρισε πολλά θαύματα, του προείπε την προδοσία, τίποτα δεν παράτησε να κάνει σ’ αυτόν σαν σε μαθητή αγαπημένο. Και για να μάθεις, πως ενώ μπορούσε ν’ αλλάξει, δεν το θέλησε, αλλά από την ίδια τη ραθυμία του έγινε ό,τι έγινε: αφού παράδοσε τον Κύριο και πήρε τέλος η μανία του, έρριψε τα τριάκοντα αργύρια λέγοντας ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον. Προτύτερα έλεγε τι θέλετέ μοι δούναι καγώ υμίν παραδώσω αυτόν. Σαν τέλεσε την αμαρτία το κατάλαβε. Απ’ αυτό μαθαίνομε πως σαν η ψυχή μας είναι ράθυμη, ούτε παραίνεση ούτε νουθεσία ωφελεί. Κι όταν είμαστε ξύπνιοι στο καλό, μονάχοι μας μπορούμε να σηκωθούμε. Στοχάσου· όταν τον συμβούλευε και πάσχιζε να τον κρατήσει από την κακή πράξη, δεν άκουσε μηδέ δέχθηκε τη νουθεσία. Και σαν δεν ήτανε πια κανένας να τον συμβουλεύσει, αναταράχθηκε η συνείδησή του, κι εκεί που κανένας δεν τον δίδασκε, άλλαξε και πέταξε τα τριάντα αργύρια. Γιατί, λέγει ο ευαγγελιστής, έστησαν αυτώ τριάκοντα αργύρια. Πληρώσανε το αίμα εκείνου που ήταν ατίμητος. Τι παίρνεις, Ιούδα, τριάντα αργύρια; Δωρεάν κατέβηκε ο Χριστός να χύσει το αίμα του για την οικουμένη και συ τώρα παζαρεύεις αυτό το αίμα; Ποια ντροπή τρανότερη από τέτοιο παζάρεμα! Ποιος είδε και ποιος άκουσε!