Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς: Ὁμιλία εἰς τὴν Β΄ Κυριακὴ Νηστειῶν

Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς:
Ὁμιλία εἰς τὴν Β΄ Κυριακὴ Νηστειῶν

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς

Ἡ (νηστεία εἶναι) ὁδός, μέ τήν ὁποία ἐσύ καί ἐγώ βαδίζουμε πρός τήν Ἀνάστασι. Τήν ἀνάστασι τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς. Ναί. Καί ἐσύ καί ἐγώ. Γι’ αὐτό ἡ νηστεία εἶναι θαυμαστή.

Γιατί εἶναι ἕνας δρόμος. Γιά ποῦ; Γιά τήν Ἀνάστασι. Καί λοιπόν, αὐτό τί σημαίνει; Σημαίνει Ἀνάστασι – νίκη κατά τοῦ θανάτου· Ἀνάστασι – νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας· Ἀνάστασι – νίκη κατά τοῦ διαβόλου. Αὐτό εἶναι ἡ νηστεία!

Σέ ἕνα θαυμάσιο στιχηρό αὐτῶν τῶν ἡμερῶν ψάλλαμε καί προσευχηθήκαμε: «Ἀκολουθήσωμεν τῷ διά νηστείας ἡμῖν, τήν κατά τοῦ διαβόλου νίκην ὑποδείξαντι, Σωτῆρι, τῶν ψυχῶν ἡμῶν» (Πέμπτη Α΄ Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, Ἀπόστιχα Ἑσπερινοῦ).

Νηστεία – νίκη κατά τοῦ διαβόλου. Νά ἡ καλή εἴδησι, πού ὁ Κύριος μᾶς ἔφερε. Θέλεις νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας; Θέλεις νίκη κατά τοῦ ἐφευρέτου τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ ἰδίου τοῦ διαβόλου; Ὁρίστε, ἡ νηστεία –λέγει ὁ Σωτήρ.

Ναί, μέ τήν νηστεία ἐσύ γίνεσαι ὁ μεγαλύτερος νικητής σέ αὐτόν τόν κόσμο. Ποιός νίκησε τόν διάβολο, ποιός, ἐκτός ἀπό τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό; Κανένας ἄλλος. Γι’ αὐτό, Αὐτός εἶναι ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου, διότι μόνο Αὐτός εἶναι Θεός, πιό ἰσχυρός ἀπό τόν διάβολο. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι πιό ἀνίσχυρα ἀπό αὐτόν. Καί ἐμεῖς, ἀκολουθώντας Τον, στήν πραγματικότητα ἀκολουθοῦμε τόν Νικητή πού μᾶς δίνει πάντοτε τήν νίκη κατά τοῦ διαβόλου, κατά τοῦ κάθε διαβόλου πού μᾶς ἐπιτίθεται γιά νά μᾶς νικήσῃ καί νά μᾶς ρίξῃ στήν ἁμαρτία. Σέ τί, δηλαδή; Στόν θάνατο.

Ὕπαρξις ἀθάνατη. Αὐτό εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Κύριος ἦλθε στόν γήινο κόσμο μας, γιά νά νικήσῃ τήν ἁμαρτία μας· γιά νά μᾶς δώσῃ τήν δύναμι, τά μέσα, νά κάνουμε καί ἐμεῖς τό ἴδιο, νά κάνουμε τό ἴδιο μαζί Του, ὁδηγούμενοι ἀπό Αὐτόν, ἀκολουθώντας Τον.

Τί εἶναι οἱ ἀνθρώπινες νίκες; Τίποτε. Ὅλες οἱ ἀνθρώπινες νίκες, ἄν δέν νικοῦν τόν θάνατο, εἶναι ἧττες. Τί εἶναι ὅλες οἱ νίκες, τίς ὁποῖες πολλοί βασιλιάδες καί ἰσχυροί αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἐπέτυχαν καί ἐπιτυγχάνουν; Τί εἶναι οἱ εὐρωπαϊκοί πόλεμοι: πρῶτος, δεύτερος, τρίτος, δέκατος καί πεντηκοστός; Τί εἶναι; Εἶναι ἧττες, ἧττα μετά τήν ἧττα. Δέν εἶναι νίκες. Οἱ ἄνθρωποι σκοτώνουν, ἐπενόησαν τόν πόλεμο καί τούς φόνους σάν μέσο, γιά νά νικήσουν τό κακό σ’ αὐτόν τόν κόσμο.

Μόνο ὁ Θεός καί ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ μποροῦν νά νικήσουν τό κακό σέ αὐτόν τόν κόσμο. Μόνο ὁ Θεός καί ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ μποροῦν νά νικήσουν τόν δημιουργό κάθε κακοῦ καί κάθε ἁμαρτίας, τόν διάβολο. Ὁ Θεός ἔδωσε αὐτές τίς θεῖες δυνάμεις σέ κάθε ἕναν ἀπό ἐμᾶς, γιά νά νικᾶμε καί ἐμεῖς σάν λογικά ἀνθρώπινα ὄντα, σάν λογικά ὄντα τοῦ Θεοῦ, τό κακό· νά νικᾶμε τόν διάβολο μέ τήν δύναμι τοῦ Θεοῦ.

Ἰδού ἡ ἁγία νηστεία, ἰδού ἡ ἁγία προσευχή. Τί εἶναι αὐτές; Αὐτές εἶναι οἱ θεῖες δυνάμεις, τίς ὁποῖες ὁ Κύριος ἄφησε καί ἔδωσε στήν Ἐκκλησία Του, ὥστε ἐμεῖς, κάθε ἕνας ἀπό ἐμᾶς, νά νικοῦμε τόν διάβολο ἐπιγράφοντας σέ ἐμᾶς τούς ἴδιους τήν νίκη, νά νικοῦμε γιά ἐμᾶς τούς ἴδιους. Νά νικοῦμε τήν ἁμαρτία ὄχι χάριν τοῦ ἄλλου, ἀλλά χάριν ἡμῶν τῶν ἰδίων. Διότι, νά ξέρῃς, ἡ κάθε ἁμαρτία σου εἶναι πολεμιστής τοῦ διαβόλου. Κάθε ἁμαρτία πού ἐσύ ἀγαπᾶς, πού κρατᾶς μέσα σου –φανερά ἤ κρυφά, τό ἴδιο κάνει– εἶναι τό δόρυ τοῦ διαβόλου, ἀήττητο φοβερό ὅπλο. Ἀήττητο βέβαια ὅσο δέν ἀποτραβιέσαι ἀπό αὐτήν καί ὅσο δέν νοιώθεις ὅτι ἡ ἁμαρτία πού κάνεις, στήν πραγματικότητα σέ θανατώνει, σέ κάνει νά αὐτοκτονῇς, ὅποια καί ἄν εἶναι ἡ ἁμαρτία. Τό μίσος π.χ., σέ κάνει νά αὐτοκτονῇς. Ὁ θυμός, ἡ σκληροκαρδία, ἡ φιλαργυρία, ὅλα αὐτά εἶναι ὅπλα, φοβερά ὅπλα τοῦ διαβόλου, τά ὁποῖα σοῦ δίνει στά χέρια καί ἐσύ σκοτώνεις τόν ἑαυτό σου.

Ὁ διάβολος δέν μπορεῖ νά ἀναγκάσῃ κανέναν ἀπό ἐμᾶς νά ἁμαρτήσῃ. Μπορεῖ μόνο νά προτείνῃ τήν ἁμαρτία. Μπορεῖ νά σοῦ προσφέρῃ τό ξίφος γιά νά σκοτώσῃς τόν ἑαυτό σου. Ὁ ἴδιος δέν μπορεῖ νά σέ φονεύσῃ. Ὁ Θεός δέν τοῦ δίνει αὐτή τήν δύναμι. Ἀλλά, ἄν ἐσύ δεχθῇς ἀπό αὐτόν τό ξίφος, ἄν δεχθῇς π.χ. τήν φιλαργυρία ἤ τόν θυμό ἤ τήν ζήλεια ἤ τήν πονηριά, τήν καταλαλιά, τήν κλοπή, νά!, τότε πῆρες στά χέρια σου τό ξίφος καί τό καρφώνεις στήν καρδιά σου. Ὁ διάβολος δέν ἔχει ἐξουσία νά ἀναγκάσῃ τόν ἄνθρωπο νά ἁμαρτήσῃ· ἔχει μόνο τήν ἐξουσία νά προτείνῃ τήν ἁμαρτία στόν ἄνθρωπο. Αὐτός προτείνει τήν ἁμαρτία σέ σένα καί σέ μένα. Καί ἐγώ καί ἐσύ (τί κάνουμε); Ἐγώ καί ἐσύ, ἤ ἀποδεχόμαστε τήν ἁμαρτία ἤ τήν διώχνουμε. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἤ σκοτώνουμε τόν ἑαυτό μας, χωρίζουμε τήν ψυχή μας ἀπό τόν Θεό, ἤ διώχνοντας τήν ἁμαρτία βαδίζουμε ὁλοταχῶς πρός τήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, πρός τήν νίκη, τήν ὁριστική καί τελεία νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ θανάτου, κατά τοῦ διαβόλου.

Γι’ αὐτό, ἀδελφοί, ὁ Κύριος ἦλθε σέ αὐτόν τόν κόσμο. Γι’ αὐτό μᾶς ἄφησε τά πάντα. Γι’ αὐτό μᾶς ἄφησε τήν ἁγία νηστεία. Γι’ αὐτό μᾶς ἄφησε τήν ἁγία προσευχή. Γιά νά νικᾶμε τόν διάβολο, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ δημιουργός τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου. Τί κάνει κάθε ἁμαρτία σέ μένα καί σέ σένα; Μᾶς σκοτίζει. Ἡ ἁμαρτία εἶναι σκότος. Βγάζει ἀπό μέσα της σκοτάδι, καί τό σκοτάδι κατακλύζει καί τήν δική σου καί τήν δική μου ψυχή, κατακλύζει τήν συνείδησί μας, κατακλύζει τίς αἰσθήσεις μας. Καί ἐμεῖς σάν νά εἴμαστε σέ παραμιλητό, σέ παραλήρημα, νυχτωμένοι, στό σκοτάδι. Δέν ξέρουμε τί κάνουμε. Αὐτό εἶναι ἡ ἁμαρτία. Κάθε ἁμαρτία εἶναι γιά τήν ψυχή μία παραζάλη.

Ὅμως ὁ Κύριος ἦλθε σέ αὐτόν τόν κόσμο ἀκριβῶς γι’ αὐτό. Γιά νά μᾶς δώσῃ τό φῶς, νά μᾶς δώσῃ τήν ἀναμμένη δᾶδα, νά μᾶς δώσῃ τά φῶτα, γιά νά ἀποδιώξουμε ἐκεῖνο τό σκότος. Νά, αὐτό εἶναι ἡ ἁγία νηστεία! Εἶναι ἕνας τεράστιος προβολέας, ὁ ὁποῖος στέκεται στόν δρόμο τῆς ζωῆς μας. Ἡ νηστεία κατεβάζει ἀπό τόν οὐρανό στήν ψυχή σου τό οὐράνιο φῶς. Ἄν βέβαια εἶναι ἀληθινή νηστεία. Ἡ ἀληθινή νηστεία εἶναι ἐγκράτεια σέ κάθε κακό, ἐγκράτεια στήν τροφή, ἀλλά καί ἐγκράτεια σέ κάθε κακό καί ἁμαρτία.

Ἡ προσευχή τί κάνει σέ σένα; Σέ ἀνεβάζει στόν οὐρανό, καί τότε ἀπό τόν οὐρανό κατεβάζει στήν ψυχή σου τό θεῖο φῶς. Ποιοί εἴμαστε, τί εἴμαστε, ποῦ πορευόμαστε; Ποῦ μᾶς ὁδηγοῦν οἱ μέρες καί οἱ νύχτες μας; Ποῦ τρέχουμε; Εἴτε θέλεις εἴτε δέν θέλεις, εἴτε θέλω εἴτε δέν θέλω, δέν μποροῦμε νά σταματήσουμε τήν μέρα νά κυλήσῃ. Σέ παίρνει, σέ παίρνει. Ποῦ;

Νά, ἡ ἁγία νηστεία εἶναι μπροστά μας. Καί ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι αὐτή ἡ ἁγία ὁδός φέρει στήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἰδού Φῶς πάνω ἀπό κάθε φῶς! Διότι μέ τήν Ἀνάστασί Του ὁ Κύριος κατηύγασε ὅλους τούς κόσμους μέ τό θεῖο Του φῶς. Κατηύγασε ὅλη τήν κτίσι, κατηύγασε ὅλα τά ὄντα, κατηύγασε τούς ἀνθρώπους, κατηύγασε τίς ψυχές μας, κατηύγασε τά ἄστρα, τούς οὐρανούς, τά πουλιά, τά φυτά, τά ζῶα. Ὅλους τούς κόσμους κατηύγασε, καί ἔδειξε τί; Μέ τήν Ἀνάστασί Του ὁ Κύριος φανέρωσε τό τελευταῖο καί τελικό μυστήριο τῆς ὑπάρξεώς μας. Ἔδειξε τί πρέπει κάθε ἕνας ἀπό ἐμᾶς νά γνωρίζῃ καί νά κάνῃ. Αὐτό εἶναι τό μόνο πού μᾶς μένει. Ὅλα τά ἄλλα μᾶς τά κλέβει καί τά ἁρπάζει ὁ θάνατος. Ὅλα. Ἐνῶ αὐτό ὁ Κύριος τό προσφέρει σέ ὅλους.

Ἡ κάθε ἁμαρτία εἶναι σκοτισμός τῆς ψυχῆς, ἐνῶ κάθε ἀρετή εἶναι μεταμόρφωσις τῆς ψυχῆς.

Ὑπερηφάνεια, –αὐτό εἶναι φρίκη!

Σκληροκαρδία, –ἄν φωλιάσῃ στήν ψυχή μου καί στήν ψυχή σου, ὤ! μοιάζει μέ τό πιό βαθύ σκοτάδι, γιά τό ὁποῖο ὁ Σωτήρας μιλάει στό ἅγιο Εὐαγγέλιό Του. Κόλασι!

Σκληροκαρδία, οἴησις, φιλαυτία, –νά ξέρῃς, ἀδελφέ καί ἀδελφή, ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι ἡ δική σου μικρή κόλασις. Κουβαλᾶς μέσα σου τήν κόλασι.

Ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε τό φάρμακο. Τό φάρμακο γιά τήν ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη. Ταπείνωσε τόν ἑαυτό σου μπροστά στόν Κύριο, ταπείνωσε τόν ἑαυτό σου μπροστά στούς ἀδελφούς, καί νά! ἡ θεία δύναμις τῆς ταπεινοφροσύνης θά ἁπλώσῃ πάνω στήν ψυχή σου τό θεῖο φῶς καί θά ἀποδιώξῃ καί θά φυγαδεύσῃ ὅλο τό σκοτάδι τῆς ὑπερηφανείας, τῆς σκληρότητος καί τῆς οἰήσεως τῆς ψυχῆς σου.

Ὁ φιλάργυρος ἄνθρωπος δέν βλέπει τίποτε ἄλλο ἀπό ἕνα σορό χρημάτων. Φιλάργυρος δέν εἶναι (μόνο) ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τά χρήματα καί τά κτήματα. Φιλάργυρος εἶναι, γιά παράδειγμα, καί ὁ ἐπιστήμονας πού μένει πάνω σέ ἕνα βιβλίο ὅλη του τήν ζωή, βρῆκε ἀπασχόλησι καί ξέχασε τόν Θεό. Αὐτό εἶναι φιλαργυρία, αὐτό εἶναι ἕνα ψεύτικο εἴδωλο, αὐτό εἶναι ἕνας ψεύτικος θεός. Ὅλα ὅσα ὁ ἄνθρωπος βάζει σ’ αὐτόν τόν κόσμο ὡς σκοπό τῆς ζωῆς του, ὡς θεό ἀντί τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ, αὐτό εἶναι φιλαργυρία. Νά τοποθετῇ κανείς ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ἀντί τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ, αὐτό εἶναι φιλαργυρία. Τό βλέπουμε αὐτό.

Νά! εἶσαι φιλάργυρος. Δέν γνωρίζεις λοιπόν τόν δρόμο τῆς ζωῆς. Σκοτάδι, νύχτα, πλάκωσε τήν συνείδησί σου, ἔπεσε στά μάτια τῆς ψυχῆς σου. Καί ἐσύ δέν βλέπεις τόν σωστό δρόμο. Δέν βλέπεις τό νόημα τῆς ἐπιγείου ζωῆς σου. Δέν βλέπεις ὅτι τό μόνο φάρμακο πού θά θεραπεύσῃ τόν θάνατό σου, τήν κόλασί σου, εἶναι ἡ μετάνοια. Μάλιστα! Στήν περίπτωσι τῆς φιλαργυρίας ἡ μετάνοια εἶναι τό μοναδικό φάρμακο μπροστά στόν Κύριο.

Ἡ ἁμαρτία! Εἶναι σκοτισμός τῆς ψυχῆς καί τῆς συνειδήσεώς μας.

Ἐνῶ ἡ ἀρετή! Αὐτή εἶναι μεταμόρφωσις τῆς ψυχῆς.

Ἡ νηστεία εἶναι σταδιακή μεταμόρφωσις τῆς ψυχῆς. Μέ τήν νηστεία ἡ ψυχή καθαρίζεται ἀπό κάθε ἀκαθαρσία, καθαρίζεται ἀπό κάθε ἁμαρτία, καθαρίζεται ἀπό κάθε πάθος. Ἡ νηστεία, ὅταν γίνεται μέ προσευχή καί μέ ὅλες τίς ἄλλες ἀσκήσεις, ξεριζώνει ἀποτελεσματικά, ξεριζώνει ἀπό τήν ψυχή ὅλα τά κακά μας στοιχεῖα, ὅλες τίς κακές συνήθειες. Ἄν ἐσύ πρίν τήν νηστεία ἐπέτρεπες στόν ἑαυτό σου ἡ γλῶσσα σου νά λέγῃ ἀνόητα λόγια ἤ ψέμματα, ἡ νηστεία γι’ αὐτό εἶναι ἐδῶ, γιά νά μεταμορφωθῇ ἡ γλῶσσα σου, νά βάλῃς φρονημάδα στήν γλῶσσα σου. Τό ἴδιο κάνε μέ τά μάτια σου, μέ τά αὐτιά, μέ ὅλο τό εἶναι σου. Σταμάτα τήν ἁμαρτία! Αὐτό εἶναι νηστεία. Αὐτό εἶναι ἀληθινή νηστεία. Ἄν καταλαλοῦσες, μή καταλαλῇς πλέον. Ἄν ἔκλεβες, μή κλέβῃς πλέον. Ἄν τσακώθηκες, νά συμφιλιωθῇς τό γρηγορότερο, ὅσο εἶσαι ἐν ζωῇ, μήπως καί σέ εὕρῃ ὁ θάνατος αὐτή τήν νύχτα, ἐνῶ ἐσύ θά εἶσαι μαλωμένος μέ τούς γείτονές σου. Ἀλοίμονό σου! Αὐτός ὁ τσακωμός εἶναι γιά σένα μιά θηλιά, μιά θηλιά πού σέ τραβάει κατευθεῖαν στό βασίλειο τῆς φιλονεικίας, τῆς ἁμαρτίας, τοῦ διαβόλου, τήν κόλασι. Εἴθε ὁ Ἀγαθός Κύριος νά μοῦ δώσῃ ὅλα τά μέσα, γιά νά διώξω κάθε ἁμαρτία ἀπό τήν ψυχή μου.

Φθόνος. Τί εἶναι ὁ φθόνος; Ὁ φθόνος εἶναι πάθος τόσο μεγάλο, ὥστε πρόδωσε ἀκόμα καί τόν Θεό, τόν Χριστό. Οἱ Ἑβραῖοι ἀπό φθόνο πρόδωσαν τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ἀπό φθόνο! Μή λές ὅτι αὐτό εἶναι μικρή ἁμαρτία. Ὁ διάβολος, ὁ διάβολος ξεγέλασε τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα ἀπό φθόνο. Φθόνησε τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ, τά θεόμορφα δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, τόν πρῶτο ἄνδρα καί τήν πρώτη γυναῖκα, καί ἀπό φθόνο τούς ἔρριξε στήν ἁμαρτία, τούς εἰσηγήθηκε τήν φρικτή ἁμαρτία. Σήμερα θά φθονήσω, αὔριο θά φθονήσω, καί ἔτσι ὁ φθόνος θά ριζώσῃ μέσα μου. Ἀλλά νά ξέρῃς, μέσα σου ἔμεινε ὁ φονέας σου, μέσα σου ἔμεινε ἡ κόλασίς σου, μέσα σου ἔμεινε ὁ διάβολός σου διά τοῦ φθόνου. Διότι, ποτέ ἡ ἁμαρτία δέν ἔρχεται μόνη της. Ὁ Κύριος λέγει ὅτι πίσω ἀπό κάθε ἁμαρτία ἀκολουθεῖ ὁ διάβολος. Καί ὅταν ἐσύ ἀφήσῃς τήν ὁποιαδήποτε ἁμαρτία στήν ψυχή σου, ὅταν κάνῃς τήν ὁποιαδήποτε ἁμαρτία, νά ξέρῃς ὅτι ὁ διάβολος ἔχει ἔρθῃ στήν ψυχή σου. Δέν εἶσαι μόνος σου, ἐκεῖνος σέ ὁδηγεῖ. Ποῦ; Στόν θάνατο, στόν θάνατο. Ποῦ; Στήν κόλασι, στά αἰώνια βάσανα.

Ἡ νηστεία, ἡ ἁγία νηστεία· ἡ προσευχή, ἡ ἁγία προσευχή· ὅλα αὐτά ὁδηγοῦν στήν Ἀνάστασι, στήν νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ διαβόλου, κατά τοῦ θανάτου.

Καί ἐμεῖς σήμερα, αὐτή τήν Β΄ Κυριακή τῆς ἁγίας νηστείας, ἑορτάζουμε ἕναν ἀπό τούς μεγάλους νικητές. Ἑορτάζουμε τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, τόν μεγάλο ἀσκητή τοῦ Θεοῦ, τόν μεγάλο ὑπέρμαχο τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Φωτός τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός εἶναι πού σέ ὅλη του τήν ζωή ἀκολουθοῦσε τόν Σωτῆρα μας μέ τήν νηστεία, τήν προσευχή καί ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές, πού νικοῦσε ὅλους τούς δαίμονες, ὅλες τίς ἁμαρτίες, ὅλα τά πάθη αὐτοῦ τοῦ κόσμου, καί πού φώτιζε ὅλες τίς ψυχές πού ἦσαν γύρω του. Καί πού σήμερα ζῆ διά τῶν ἱερῶν συγγραμμάτων του.

Ἔτσι εἶναι καί κάθε ἅγιος. Κάθε ἅγιος τί εἶναι; Τίποτε ἄλλο παρά κάποιος πού ἀδιάκοπα σέ αὐτόν τόν κόσμο τηρεῖ μέ ζῆλο τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, κάποιος πού ἐκπληρώνει ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Καί βέβαια κάθε ἀρετή κατεβάζει στήν ψυχή τό Οὐράνιο Θεῖο Φῶς.

Οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκεῖνοι πού μέ τίς ἅγιες ἀρετές ἔδιωξαν ἀπό μέσα τους κάθε σκοτάδι ἁμαρτίας, κάθε ζόφο, κάθε δαιμονικό σκότος καί κάθε κόλασι. Γι’ αὐτό κάθε Ἅγιος ζωγραφίζεται ἔτσι, ὥστε νά βγαίνῃ ἀπό μέσα του φῶς καί γύρω ἀπό τό κεφάλι του νά ἔχῃ φωτοστέφανο. Ὅλα μέσα του λάμπουν. Σκέψεις ἅγιες καί λαμπρές. Φῶς ἐκπέμπεται ἀπό τό κεφάλι του καί ἀπό ὅλο τό εἶναι του. Καθάρισε τό σῶμα του καί τήν ψυχή του ἀπό τά πάθη, ἀπό τό σκότος, ἀπό τήν ἀχλύ, καί γι’ αὐτό φῶς ἐκχέεται ἀπό αὐτόν.

Τέτοιος εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, τέτοιος εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τέτοιος εἶναι ὁ ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας, τέτοιοι εἶναι ὅλοι οἱ Ἅγιοι, ἀπό τόν πρῶτο μέχρι τόν τελευταῖο. Καί ὅλοι αὐτοί εἶναι ἐδῶ, μαζί μας, στήν ’Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ, οἱ ζῶντες παιδαγωγοί μας, σύγχρονοί μας. Οἱ Ἅγιοι δέν πεθαίνουν. Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου δέν πεθαίνει ἀπό τότε πού ὁ Κύριος ἀναστήθηκε. Καί τό σῶμα μας θά ἀναστηθῇ τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ὅλοι αὐτοί εἶναι ζῶντες, σύγχρονοί μας. Μᾶς βοηθοῦν. Ὅλοι ἐμεῖς ἀποτελοῦμε ἕνα σῶμα ἐν Χριστῷ, τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καί οἱ Ἅγιοι μᾶς βοηθοῦν καί μᾶς ὁδηγοῦν στίς ὁδούς τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν.

Νά, ἐδῶ εἶναι ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ μεγάλος ἀσκητής, γιά νά μᾶς ὁδηγῇ στήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, νά μᾶς ὁδηγῇ πρός ὅλες τίς νίκες κατά τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ θανάτου, κατά τοῦ διαβόλου. Ἔχει τήν ἱκανότητα, ἔχει τήν δύναμι. Τήν ἔλαβε καί τήν λαμβάνει ἀπό τόν Κύριο. Καί τήν μοιράζει σέ ὅλους μας, ὥστε ὁ καθένας μας νά ἀσκῇ τήν ἀληθινή νηστεία. Ἡ ἀληθινή νηστεία εἶναι ἐγκράτεια ἀπό κάθε ἁμαρτία, ἀπό κάθε πάθος, ἐγκράτεια στό φαγητό γιά νά μήν ὑπερηφανεύεται τό σῶμα, γιά νά μή ξεσηκώνονται τά πάθη, ἀλλά μέ πίστι, στερούμενο τό φαγητό, νά βιάζεται στήν ἐγκράτεια ἀπό κάθε κακό.

Ἐμεῖς, ὁ κάθε ἕνας μας, ἄς παραστήσουμε σεσωσμένες τίς ψυχές μας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος μᾶς παρέδωσε τήν νηστεία σάν νίκη κατά τοῦ διαβόλου, ὥστε μέ χαρά στήν ψυχή μας νά φθάσουμε στήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἄς ἀναστηθοῦμε μαζί Του ἀπό κάθε θάνατο, ἄς νικήσουμε ὁριστικά καί γιά πάντα κάθε ἁμαρτία μέσα μας, κάθε πάθος, κάθε διάβολο, ὥστε νά μπορέσουμε σύν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις νά Τόν δοξάσουμε στήν γῆ καί στόν οὐρανό, αὐτόν τόν Θαυμαστό καί Ἀναντικατάστατο Θεό καί Κύριο, τόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν μοναδικό Σωτῆρα τῶν ἀνθρώπων σέ ὅλους τούς κόσμους. Ἀμήν.

Ερμηνεία του Ευαγγελίου της Β΄ Κυριακής των Νηστειών από τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο

Ερμηνεία του Ευαγγελίου της
Β΄ Κυριακής των Νηστειών από
τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος

Ο μεν Ματθαίος λέει, ότι απλά τον έφεραν τον παραλυτικό, οι άλλοι δε ευαγγελιστές προσθέτουν ότι τον κατέβασαν αφού άνοιξαν οπή στην στέγη. Και ότι τοποθέτησαν τον ασθενή μπροστά στον Χριστό, χωρίς να πουν τίποτε, αλλά άφησαν τα πάντα στην διάθεση του Χριστού. Μιλούσε η ενέργεια τους από μόνη τους.

Και στην αρχή του έργου του ο Χριστός βεβαίως μετέβαινε από το ένα μέρος στο άλλο, και δεν ζητούσε από αυτούς που τον πλησίαζαν τόσο μεγάλη πίστη, στην προκειμένη όμως περίπτωση και ήρθαν κοντά του και εκδήλωσαν την πίστη τους. Διότι λέει. «Όταν είδε την πίστη τους», δηλαδή την πίστη αυτών που χάλασαν την στέγη. Γιατί δεν ζητάει σε όλες τις περιπτώσεις μόνο από τους ασθενείς πίστη, όπως, π.χ., σε εκείνες τις περιπτώσεις που οι ασθενείς δεν έχουν τα λογικά τους ή όταν έχουν χαμένες τις αισθήσεις τους σε άλλες περιπτώσεις εξ αιτίας της ασθένειάς τους ή δεν μπορούν να έρθουν οι ίδιοι (πρβλ. Χαναναία ή τον υπηρέτη του εκατόνταρχου). Σε αυτή όμως την περίπτωση είχε εκδηλωθεί μάλλον η πίστη του ασθενούς, γιατί αλλιώς δεν θα δεχόταν να χαλαστεί η στέγη και να κατεβεί κινδυνεύοντας, αν δεν πίστευε.

Επειδή λοιπόν εκδήλωσε τόσο μεγάλη πίστη, ο Χριστός καθιστά φανερή και τη δική του δύναμη με το να συγχωρεί τα αμαρτήματα με όλη του την εξουσία, και αποδεικνύει έτσι με όλες αυτές τις ενέργειές του, ότι είναι ισότιμος με αυτόν που τον γέννησε.

Πρόσεξε όμως· Προηγουμένως το φανέρωσε αυτό με την διδασκαλία του, όταν τους δίδαξε ότι έχει εξουσία, στην περίπτωση δηλαδή του λεπρού που είπε «θέλω να καθαριστείς» (Ματθ. 8,3) ή του εθνικού εκατόνταρχου, όταν είπε «μόνο πες έναν λόγο και θα θεραπευθεί ο δούλος μου» (8,8), οπότε τον θαύμασε και τον παίνεψε περισσότερο από όλους· στην περίπτωση της θάλασσας, όταν αυτή ηρέμησε μόνο δια του λόγου του (8,26)· μέσω των δαιμόνων, όταν διακήρυτταν αυτόν ως κριτή και τους έδιωχνε με όλη την εξουσία του (8,28 κ. εξ.).

Σε αυτή όμως την περίπτωση πάλι με άλλον πολύ πιο μεγάλο τρόπο αναγκάζει τους ίδιους τους εχθρούς του να ομολογήσουν την ισοτιμία του προς τον Πατέρα του και με το στόμα τους το καθιστά αυτό φανερό. Διότι ο ίδιος ο Κύριος δείχνοντας την ταπείνωσή του (καθόσον τον περιέβαλε πολύ πλήθος ανθρώπων που έφρασσε την είσοδο, και για αυτό τον κατέβασαν από την στέγη), δεν προχώρησε αμέσως να θεραπεύσει το σώμα του ασθενούς που όλοι το έβλεπαν, αλλά λαμβάνει την αφορμή από τους εχθρούς του. Και κατ’ αρχήν θεράπευσε εκείνο που δεν ήταν ορατό, δηλαδή την ψυχή, αφού συγχώρεσε τα αμαρτήματα, πράγμα που εκείνον μεν τον έσωζε, σε αυτόν όμως δεν απέδιδε μεγάλη δόξα. Γιατί οι εχθροί του επειδή ενοχλήθηκαν λόγω της πονηριάς τους και ήθελαν να τον καταγγείλουν, συνέλαβαν ενάντια στην θέλησή τους να λάμψει περισσότερο το θαύμα που συντελέστηκε. Καθόσον ο Κύριος, λόγω της ικανότητάς του να επινοεί μέσα, χρησιμοποίησε τον φθόνο τους στο να καταστεί φανερό το θαύμα.

Επειδή λοιπόν δυσαρεστούνταν και έλεγαν «Αυτός βλασφημεί»· «ποιος μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες, εκτός από τον Θεό», ας δούμε τι λέει αυτός. Μήπως τους αφαίρεσε αυτή την σκέψη τους; όχι την δέχθηκε σαν σωστή. Αν και, βεβαίως, εάν δεν ήταν ισότιμος με τον Πατέρα του, έπρεπε να πει. “Γιατί μου αποδίδετε δύναμη που δεν μου ταιριάζει; απέχω εγώ πάρα πολύ από αυτή την δύναμη”. Όμως, τώρα, δεν είπε τίποτα παρόμοιο· αντιθέτως όλα όσα συνέβησαν και τα επιβεβαίωσε και τα επικύρωσε και με τους λόγους του και με την επιτέλεση του θαύματος. Διότι, επειδή το να μιλάει κανείς ο ίδιος για τον εαυτό του φαίνεται ότι δυσαρεστούσε τους ακροατές, επιβεβαιώνει μέσω της αντίληψης των άλλων ανθρώπων για τον εαυτό του. Και βεβαιώθηκε μέσω τον φίλων του όταν είπε, «Θέλω, καθαρίσου», καθώς επίσης και μέσω του, «Ούτε μεταξύ των Ισραηλιτών βρήκα τόση μεγάλη πίστη», ενώ μέσω των εχθρών του ως εξής. Επειδή δηλαδή είπαν οι εχθροί του, ότι κανείς δεν μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες, παρά μόνο ο Θεός, πρόσθεσε· «Για να μάθετε δε, ότι ο Υιός του ανθρώπου έχει εξουσία να συγχωρεί επί της γης αμαρτίες, τότε λέει στον παραλυτικό· Σήκω επάνω, πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε στην οικία σου».

Όχι όμως μόνο εδώ, αλλά και σε άλλη περίπτωση όταν του έλεγαν, «Δεν σε λιθοβολούμε για κάποιο καλό έργο σου, αλλά εξ αιτίας της βλασφημίας σου και γιατί ενώ είσαι άνθρωπος, κάνεις τον εαυτό σου Θεό»· ούτε στην περίπτωση εκείνη ανέτρεψε εκείνη την αντίληψη, αλλά και πάλι την επιβεβαίωσε λέγοντας· «Εάν δεν πράττω τα έργα του Πατέρα μου, μη με πιστεύετε· εάν όμως τα πράττω, πιστέψτε στα έργα μου, έστω και αν δεν πιστεύετε σε μένα».

Εδώ όμως αποδεικνύει και άλλο σημείο της θεότητάς του και της ισοτιμίας του προς τον Πατέρα του και μάλιστα όχι μικρό. Γιατί οι μεν εχθροί του έλεγαν, ότι μόνο ο Θεός έχει δικαίωμα να συγχωρεί αμαρτίες, ο Κύριος όμως δεν συγχωρεί μόνο τα αμαρτήματα, αλλά και πριν από αυτή του την ενέργεια φανερώνει και κάτι άλλο, που ήταν γνώρισμα μόνο του Θεού, το ότι δηλαδή αποκαλύπτει τις απόκρυφες σκέψεις της καρδιάς. Διότι δεν αποκάλυψε αυτό που σκεφτόταν. «Να, λοιπόν, μερικοί από τους γραμματείς», λέει ο ευαγγελιστής Ματθαίος, «είπαν μέσα τους· Αυτός βλασφημεί. Και ο Ιησούς επειδή αντιλήφθηκε τις σκέψεις τους είπε· Γιατί σκέφτεστε μέσα στις καρδιές σας πονηρά πράγματα;». Το ότι είναι γνώρισμα μόνο του Θεού να γνωρίζει τις απόκρυφες σκέψεις των ανθρώπων, άκουσε τι λέει ο προφήτης· «Εσύ είσαι ο μόνος από όλους που γνωρίζεις τις καρδιές» (Β΄ Παρ. 6,30)· και αλλού πάλι· «Ο Θεός που ερευνά τις καρδιές και τα νεφρά των ανθρώπων» (Ψαλ. 7,10). Και ο Ιερεμίας λέει· «Ανεξερεύνητα είναι τα βάθη της ανθρώπινης καρδιάς! Είναι τόσο απατηλή και αδιόρθωτη· ποιος μπορεί να τη γνωρίσει σε βάθος;» (Ιερ. 17,9)· και «Ο άνθρωπος θα δει μόνο το πρόσωπο, ενώ ο Θεός την καρδιά» (Α΄ Βασ. 16,7). Και δια πολλών άλλων γραφικών χωρίων μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι είναι μόνο γνώρισμα του Θεού να γνωρίζει την σκέψη του ανθρώπου.

Δείχνοντας λοιπόν ότι είναι Θεός και ισότιμος με αυτόν που τον γέννησε, αυτά ακριβώς που σκεφτόταν μέσα τους (γιατί δεν εξέφρασαν αυτή την σκέψη τους, επειδή φοβόταν την παρουσία του πλήθος του όχλου), τα αποκαλύπτει και τα καθιστά φανερά, αποδεικνύοντας και σε αυτή την περίπτωση την μεγάλη καλοσύνη του. Διότι, λέει, «Γιατί σκέφτεστε πονηρά μέσα στις καρδιές σας;». Αν έπρεπε φυσικά να αγανακτήσει κάποιος, ο ασθενής έπρεπε να αγανακτήσει, επειδή είχε εξαπατηθεί, και να πει· Ήρθα για να θεραπεύσω άλλο και εσύ επανορθώνεις άλλο; γιατί από πού αποδεικνύεται ότι συγχωρούνται οι αμαρτίες μου; Τώρα όμως εκείνος δεν λέει τίποτα το παρόμοιο, αλλά παραδίδει τον εαυτό του στην εξουσία του θεραπευτή του· αυτοί όμως επειδή είναι αισχροί και φθονεροί επιβουλεύονται τις ευεργεσίες των άλλων. Για αυτό τους κατηγορεί μεν, αλλά το κάνει με όλη την καλοσύνη του. Εάν δηλαδή, λέει, δεν πιστεύετε σε αυτό που είπα πρωτύτερα και θεωρείτε απλά μεγάλο λόγο αυτό που λέχθηκε, ορίστε προσθέτω σε εκείνο και άλλα, το ότι αποκαλύπτω τις απόκρυφες σκέψεις σας· και μετά από εκείνο άλλο πάλι. Ποιο λοιπόν είναι αυτό; Το ότι θα καταστήσω υγιές το σώμα του παράλυτου.

Και όταν μεν απευθύνθηκε προς τον παράλυτο δεν μίλησε με τρόπο που να φανερώνει καθαρά την εξουσία του· γιατί δεν είπε, “Σου συγχωρώ τις αμαρτίες”, αλλά, «Σου συγχωρούνται οι αμαρτίες σου». Επειδή όμως εκείνοι τον εξανάγκασαν, αποδεικνύει με πιο εμφανή τρόπο την εξουσία του, λέγοντας· «Για να γνωρίσετε δε ότι ο Υιός του ανθρώπου έχει εξουσία να συγχωρεί τις αμαρτίες στην γη». Βλέπεις πόσο απείχε από του να μη θέλει να θεωρείται ισότιμος με τον Πατέρα του; Διότι δεν είπε, ότι ο Υιός του ανθρώπου έχει ανάγκη από άλλον ή ότι του έδωσε εξουσία, αλλά ότι «έχει εξουσία». Και αυτό δεν το λέει από φιλοδοξία, αλλά, λέει, “για να σας πείσω ότι δεν βλασφημώ εξισώνοντας τον εαυτό μου με τον Θεό”.

Σε όλες τις περιπτώσεις δηλαδή θέλει να παρέχει σαφείς αποδείξεις που δεν επιδέχονται αντιρρήσεις, όπως όταν λέει· «Πήγαινε και δείξε τον εαυτό σου στον ιερέα» (Ματθ.8,4)· και την πεθερά του Πέτρου την παρουσιάζει να τον υπηρετεί (8,15) και τους χοίρους επιτρέπει να πέσουν στον γκρεμνό (8,32).

Έτσι λοιπόν και σε αυτή την περίπτωση, χρησιμοποιεί ως απόδειξη της συγχώρεσης των αμαρτιών την θεραπεία του σώματος, και ως απόδειξη της θεραπείας το ότι πήρε στα χέρια του το κρεβάτι, ώστε να μη θεωρηθεί ότι ήταν φανταστικό δημιούργημα αυτό που συνέβη. Και δεν το κάνει αυτό προηγουμένως, αλλά μόνο τότε όταν τους ρώτησε. Γιατί λέει· «Τι είναι ευκολότερο· να πω, Συγχωρούνται οι αμαρτίες σου ή να πω, Πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε στον οίκο σου;». Αυτό που λέει σημαίνει το εξής· “Τι θεωρείτε ευκολότερο, το να θεραπεύσω ένα σώμα παράλυτο ή να συγχωρήσω τα αμαρτήματα της ψυχής; Είναι ολοφάνερο ότι θεωρείτε ευκολότερο να θεραπεύσω το σώμα. Γιατί όσο η ψυχή είναι ανώτερη από το σώμα, τόσο περισσότερο προτιμότερο είναι το να συγχωρηθούν τα αμαρτήματα αυτού· επειδή όμως το μεν δεν φαίνεται, ενώ το άλλο φαίνεται, κάνω το υποδεέστερο μεν αλλά οπωσδήποτε που είναι πιο εμφανές, ώστε μέσω αυτού να αποδειχθεί και αυτό που είναι σπουδαιότερο και που δεν φαίνεται”, αποκαλύπτοντας πλέον μέσω των έργων του αυτό που είχε λεχθεί από τον Ιωάννη, ότι δηλαδή αυτός σηκώνει τις αμαρτίες του κόσμου.

Αφού λοιπόν τον θεράπευσε τον στέλνει στο σπίτι του. Και έτσι πάλι αποδεικνύει την ταπεινοφροσύνη του και ότι δεν ήταν φανταστικό αυτό που συνέβη· διότι αυτούς που ήταν μάρτυρες της ασθένειας, αυτούς τους ίδιους χρησιμοποιεί και ως μάρτυρες της υγείας του. Γιατί, λέει, εγώ ήθελα με το δικό σου πάθημα να θεραπεύσω και αυτούς που παρουσιάζονται ως υγιείς, ενώ είναι πνευματικά ασθενείς, επειδή όμως δεν θέλουν πήγαινε στο σπίτι σου για να διορθώσεις τους συγγενείς σου.

Βλέπεις πώς αποδεικνύει ότι είναι δημιουργός και της ψυχής και των σωμάτων; Θεραπεύει λοιπόν κάθε ενός στοιχείου την παράλυση και καθιστά φανερό αυτό που δεν φαίνεται από αυτό που είναι φανερό, αλλά όμως αυτοί ακόμη σύρονται πάνω στην γη. Διότι, λέει, «Όταν τα πλήθη είδαν όλα αυτά θαύμασαν και δόξασαν τον Θεό που έδωσε τέτοιου είδους εξουσία στους ανθρώπους»· εμποδίζονταν δηλαδή από την σάρκα τους να αντιληφθούν ότι ήταν Θεός.

Αυτός όμως δεν τους επιτίμησε, αλλά συνέχισε μέσω των έργων του να τους αφυπνίζει και να εξυψώνει το φρόνημά τους. Οπωσδήποτε, βέβαια, δεν ήταν μικρό πράγμα το ότι θεωρούταν ανώτερος όλων των ανθρώπων και ότι έχει προέλευση από τον Θεό. Γιατί εάν ήθελαν να πεισθούν απολύτως από αυτά, με την πάροδο του χρόνου θα μπορούσαν να αντιληφθούν ότι ήταν και Υιός του Θεού.

Αλλά όμως δεν τα είχαν αντιληφθεί αυτά απολύτως και για αυτό δεν μπόρεσαν να τον πλησιάσουν. Γιατί έλεγαν πάλι· «Αυτός ο άνθρωπος δεν προέρχεται από τον Θεό· πώς είναι δυνατόν αυτός να είναι σταλμένος από τον Θεό;» (Ιω. 9,16). Και συνεχώς αυτά σκεφτόταν, προβάλλοντας αυτά ως προφάσεις για τα δικά τους πάθη. Πράγμα που πολλοί και σήμερα το κάνουν και θεωρώντας τον Θεό ως εκδικητή ικανοποιούν τα δικά τους πάθη, ενώ θα έπρεπε να τα εξέταζαν όλα με επιείκεια. Καθόσον ο Θεός των όλων, ενώ μπορεί να εξαποστείλει κεραυνό προς εκείνους που τον βλασφημούν, εν τούτοις και ανατέλλει τον ήλιο και βρέχει και όλα τα άλλα τα χορηγεί με αφθονία προς αυτούς. Αυτόν πρέπει και εμείς να μιμούμαστε και να παρακαλάμε και να συμβουλεύουμε και να νουθετούμε με τρόπο ήπιο και χωρίς να οργιζόμαστε ούτε να μεταβαλλόμαστε σε θηρία. Διότι ο Θεός δεν παθαίνει καμία ζημιά από την βλασφημία σου, εάν θύμωνες, αλλά αυτός που βλασφημεί υφίσταται και την ζημιά. Ώστε λοιπόν αναστέναξε, κλάψε ζωηρά, γιατί το πάθος σου είναι άξιο δακρύων. Και αυτόν που πληγώθηκε τίποτε δεν μπορεί να τον θεραπεύσει καλύτερα από την επιείκεια. Γιατί η επιείκεια είναι πιο δυνατή από οποιαδήποτε πράξη βίας.

Πρόσεξε λοιπόν πώς μας μιλάει ο ίδιος ο υβρισμένος Θεός τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη. Στην μεν Παλαιά Διαθήκη λέει· «Λαέ μου, τι σου έκανα» (Μιχ. 6,3), ενώ στην Καινή Διαθήκη λέει· «Σαύλε, Σαύλε, γιατί με καταδιώκεις; (Πρξ. 9,4)». Και ο Παύλος πάλι διατάσσει να διδάσκουμε τους αντιφρονούντες με τρόπο ήπιο (Β΄ Τιμ. 2,25). Και οι μαθητές του Χριστού όταν κάποτε τον πλησίασαν και του ζητούσαν να κατεβεί φωτιά από τον ουρανό, τους επίπληξε πάρα πολύ και είπε τα εξής· «Δεν γνωρίζετε ποιου πνεύματος είστε» (Λκ. 9,55). Αλλά και σε αυτή την περίπτωση δεν είπε. “Αχρείοι και αγύρτες· φθονεροί και εχθροί της σωτηρίας των ανθρώπων”, αλλά είπε · «Γιατί σκέφτεστε μέσα στις καρδιές σας πονηρά;».

Πρέπει λοιπόν με επιείκεια να θεραπεύουμε τις ασθένειες. Διότι αυτός που γίνεται καλύτερος από ανθρώπινο φόβο, γρήγορα πάλι θα επιστρέψει στην πονηριά του. Για αυτό διέταξε να αφεθούν και τα ζιζάνια, για να δώσει ευκαιρία για μετάνοια. Βέβαια, πολλοί από αυτούς μετάνιωσαν και έγιναν σπουδαίοι, ενώ προηγουμένως ήταν φαύλοι, όπως π.χ. ο Παύλος, ο τελώνης, ο ληστής· καθόσον, ενώ προηγουμένως ήταν αυτοί ζιζάνια έγιναν ώριμος σίτος. Γιατί ως προς μεν τα σπέρματα αυτό είναι δύσκολο, ως προς την προαίρεση όμως είναι και ευάρμοστο και εύκολο· διότι αυτή δεν δεσμεύεται από τους φυσικούς νόμους, αλλά έχει τιμηθεί με την ελευθερία της εκλογής.

Όταν λοιπόν δεις κάποιον που είναι εχθρός της αλήθειας, θεράπευσέ τον, φρόντισέ τον, οδήγησέ τον στον δρόμο της αρετής, δείξε του άριστο βίο, δίδαξέ τον με λόγια αδιάβλητα, δείξε του προστασία και κηδεμονία, χρησιμοποίησε κάθε μέσον προς διόρθωση, έχοντας ως πρότυπα μιμήσεως τους άριστους από τους ιατρούς. Γιατί ούτε εκείνοι θεραπεύουν με ένα μόνο τρόπο, αλλά όταν διαπιστώσουν ότι δεν υποχωρεί η πληγή με το πρώτο φάρμακο που χρησιμοποίησαν, χρησιμοποιούν άλλο, και μετά από αυτό πάλι άλλο· και άλλοτε μεν κάνουν εγχειρήσεις, άλλοτε δε βάζουν επιδέσμους. Και εσύ λοιπόν, αφού γίνεις ιατρός των ψυχών, χρησιμοποίησε κάθε μέσον θεραπείας, σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού, για να λάβεις αμοιβή και για την δική σου σωτηρία και για την ωφέλεια που χάρισες σε άλλους, κάνοντας όλα προς δόξαν του Θεού και κατ’ αυτόν τον τρόπο θα δοξάζεσαι και εσύ ο ίδιος. Διότι, λέει· «Αυτούς που με δοξάζουν θα τους δοξάσω, και αυτοί που με περιφρονούν θα τους περιφρονήσω» (Α΄ Βασ. 2,30).

Όλα λοιπόν ας τα κάνουμε προς δόξαν του Θεού, για να πετύχουμε την μακάρια εκείνη κληρονομιά, την οποία μακάρι όλοι μας να πετύχουμε με την χάρη και την φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίον ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου: Γιά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ

Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου:
Γιά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ

Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης

Ἀλλοίμονο στόν καιρὸν ἐκεῖνο πού δέν σὲ ἀγαποῦσα», λέγει κάπου πρὸς τὸν Θεό, φλεγόμενος ἀπὸ ἔρωτα, ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος. Ἐγὼ δὲ μεταβάλλοντας ἐλαφρῶς τὸν λόγο, θὰ ἔλεγα ἀναλόγως: ἀλλοίμονο στόν καιρὸν ἐκεῖνο πού δέν εἶχαν ἐκδοθῇ διὰ τοῦ τύπου τὰ πάνσοφα καὶ θαυμαστὰ καὶ θεόβροντα συγγράμματα τοῦ μεγάλου φωστῆρος τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγορίου.

Ἂς χαθῆ ὁ φθόνος! Μᾶλλον δὲ ὁ πατὴρ τοῦ φθόνου, ὁ ὁποῖος ἄφησε τὰ συγγράμματα αὐτὰ κάπου τέσσερις αἰῶνες καὶ πλέον μέσα στό σκότος, παραπεταμένα σὲ μίαν ἄκρη, καὶ μόλις νά σωθοῦν ἀπὸ τὴν φθορά, αὐτά πού ἦσαν ὄχι μόνον ἄξια ἀλλὰ καὶ ὑπεράξια νά ἰδοῦν τὸ φῶς τῆς οἰκουμένης ὁλοκλήρου, γιά νά μὴν εἴπω ἄξια καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ οὐρανοῦ.

Μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα δεινά πού περιβάλλουν τὸ δυστυχὲς γένος μας, ἦταν καὶ αὐτὸ τὸ καλό, νά στερηθοῦν τόσοι ἀδελφοὶ ἀπὸ τὸν φθόνο πού παρακολουθεῖ κάθε καλό. Καὶ γιά τὴν στέρησι αὐτὴ θρηνεῖ ἡ ἠθική, ἡ ὁποία καθαίρει ἀπὸ τὰ πάθη, διότι ἐζημειώθη τὴν ἀκριβεστάτη διάκριση καὶ στάθμη τῶν ἀρετῶν καὶ τῶν παθῶν. Θρηνεῖ ἡ φυσικὴ θεολογία, ἡ ὁποία φωτίζει τὴν ψυχή, καθὼς καὶ ἡ Θεόπνευστος Γραφή, ποὺ ἀναζητοῦν τοὺς τρανοὺς καὶ ἀληθεῖς λόγους τους. Πρὸ παντὸς θρηνεῖ ἡ θεολογικὴ ἐπιστήμη, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στήν τελειότητα, ἐπειδὴ μένει ἀκόμη κάπως ἀτελής, καὶ γι’ αὐτὸ ἀναζητεῖ γοερῶς τὴν τελειότητά της.

Καὶ γιά νά εἴπω μὲ ἕνα λόγο, ὅλη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅλο τὸ ὀρθόδοξον πλήρωμα, ὅλος ὁ ἱερὸς κλῆρος πού εἰσέρχεται στό ἱερό Βῆμα καὶ προσεγγίζει τὸν Θεόν, καὶ ὅλος ὁ λαός, ποὺ παραμένει ἔξω ἀπὸ τὸ Βῆμα, ὦ, ποίαν δόξα ἔχουν στερηθῆ, ποίαν δύναμη, ποῖον πλοῦτον ἀπὸ τὴν ἔλλειψη τοιούτων πνευματικῶν θησαυρῶν! Καὶ γιά νά μιλήσω κάπως πιὸ τολμηρά, ποίαν ἀδοξίαν ἡ ἔνδοξος, ποίαν ἀδυναμίαν ἡ δυνατή, ποίαν πτωχείαν εἶχε περιβληθῆ μέχρι σήμερα ἡ πλουτοδότις Ἐκκλησία, ἐπειδὴ δέν εἶχε τὰ συγγράμματα τοῦ θείου Παλαμᾶ!

Ἀλλὰ ἂς εἶναι εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Πατρὸς καὶ Νοός, ὁ δοτὴρ καὶ αἴτιος κάθε καλοῦ καὶ μάλιστα τῶν λόγων περὶ Αὐτοῦ τοῦ ἰδίου. Αὐτὸς καὶ τώρα τὰ μεταβάλλει ὅλα μόνον μὲ τὴν θέληση, καὶ τὸν τωρινὸν αἰῶνα τὸν κάμει μακαριστόν. Καὶ τὸν φθόνον διαλύει, καὶ τὴν λύπη μεταβάλλει σὲ χαράν, καὶ στήν Ἐκκλησία ἀποδίδει τὸν στολισμὸ της μὲ τὴν ἔκδοση τῶν συγγραμμάτων αὐτῶν. Καὶ οἰκονόμησε ἔτσι τὰ πράγματα, ὅπως ἠμπορεῖ νά συμπεράνῃ κανείς, ὥστε νά προηγηθοῦν παιδαγωγικότερα συγγράμματα ἄλλων θεολόγων, γιά νά καταστήσουν τοὺς νόες δεκτικοὺς τῶν ὑψηλῶν συγγραμμάτων τοῦ θείου τούτου Πατρός, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν σύνοψη καὶ κατάληξη ὅλων ἐκείνων καί, κατὰ κάποιο τρόπο, ἐπισφράγισμά των. Διότι αὐτὸς εἶναι θεσμὸς καὶ τάξις πανίερος, καὶ στα ἀγγελικὰ τάγματα, πάντοτε καὶ σὲ ὅλα, πρώτα διδῶνται τὰ ἀτελέστερα καὶ στοιχειώδη, καὶ ὕστερα τὰ τελειότερα, ἐξ αἰτίας τῆς ἀτελείας ἐκείνων πού θὰ τὰ δεχθοῦν. Αὐτὸ βεβαιώνει ὁ Νόμος ὁ Μωσαϊκὸς καὶ τὸ Εὐαγγέλιο. Ὁ μὲν ὡς ἀτελὴς προκηρυττόμενος πρὸς ἀτελεῖς, τὰ δὲ ὡς τέλειο ἀποκαλυπτόμενο ὕστερα ἀπὸ τὸν νόμο πρὸς τελείους. Ἄλλωστε αὐτὸ φανερώνουν τυπικῶς καὶ οἱ φωνὲς τῆς σάλπιγγος ἐπάνω στό Σινᾶ, οἱ ὁποῖες, λέγει, ἔφθασαν βαθμιαίως σὲ μεγάλη ἔνταση.

Ἐκτὸς αὐτῶν, δέν ἦταν καθόλου ἀνεκτὸ στόν Θεόν, ἀλλὰ οὔτε καὶ δίκαιον, τοὺς λόγους πού ἔγραψε στις πλάκες τῆς καρδίας ὄχι μὲ μέλανι ἀλλὰ μὲ τὸ Πνεῦμα, νά τοὺς ἀφήσῃ νά μενοῦν στό σκότος, ἀγνώστους, ἀδόξους, καὶ ἔτσι νά στεροῦνται καὶ οἱ σύγχρονοι καὶ οἱ μελλοντικοὶ χριστιανοὶ ἀπὸ τόσην ὠφέλεια, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν νά περιφρονῆται ὁ φίλος τοῦ Γρηγόριος, ποὺ ἐκοπίασε νά τοὺς γράψῃ.

Για νά δείξω μὲ ὀλίγα λόγια τoν ἄνδρα λέγω τὰ ἑξῆς: ὁ Γρηγόριος ἔφθασε στήν ἀκρότητα τῆς πράξεως καὶ τῆς θεωρίας, περισσότερο ἀπὸ τoν καθένα. Λοιπόν, ὁ τρισόλβιος ἐκάθισε σὲ ἔναν τόπον στόν ἱερὸν Ἄθω, ἀθόρυβο καὶ ἀπλησίαστο καί, ἀφοῦ ἀνέβη ἐπάνω ἀπὸ κάθε αἰσθητὸν καὶ κάθε σύγχυση (ἂς χρησιμοποιήσω γιά τόν ἑαυτὸν του τὰ λόγια τὰ ἰδικὰ του), δίδεται ὅλος στήν νοερὰν ἐπιστροφὴ καὶ ἑστιάσῃ τῆς προσοχῆς στόν ἔσω ἄνθρωπον, ἢ μᾶλλον στήν ἐπιστροφὴν ὅλων τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς πρὸς τὸν νοῦ, πρᾶγμα θαυμαστὸν καὶ νά τὸ λέγῃ κανείς. Καὶ σπεύδει νά ἀποπλύνῃ μὲ τὸ πένθος, τὸ ἀποκρουστικὸν προσωπεῖον τὸ ὁποῖο τοῦ προξένησε ἡ περιπλάνησις στά γήινα. Καὶ ἀφοῦ ἠνάγκασε σὲ περιορισμὸ μὲ βίαν ἰσχυρὰ τὸ πολυπόρευτον τῆς διανοίας του, συνάπτεται μὲ τὴν Θεαρχικὴν Τριάδα διὰ τῆς συνεπτυγμένης καὶ νοερὰς προσευχῆς, καὶ ἔκαμε τὸ μοναδικὸν τοῦ νοῦ τριαδικόν, ἂν καὶ δέν ἔπαυε νά εἶναι ἑνιαῖον. Καρτερώντας δὲ ἐπὶ πολὺν χρόνο στήν κατάστασι αὐτὴ τὴν γεννητικὴν τῶν ἀποῤῥήτων μυστηρίων, καὶ καθαρίζοντας ὅλο καὶ περισσότερο τoν ἑαυτὸν του, τόν ἀποσπογγίζει ἀπὸ κάθε δαιμονικὴν ἐπήρεια, ἀλλὰ καὶ τόν ἀπαλλάσσει ἀπὸ κάθε τι ἐπίκτητο, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸ εἶναι ἀπὸ τὰ πλέον ἀθῶα καὶ δέν ῥυπαίνει τόν νοῦ.

Ἀφοῦ λοιπόν, κατὰ τὸν θεῖον Μάξιμον, ἀνῆλθε ὄχι μόνον ἐπάνω ἀπὸ τὰ πάθη, ἀλλὰ καὶ ἐπάνω ἀπὸ τοὺς λόγους περὶ παθῶν, οὔτε ἐπάνω μόνον ἀπὸ τὴν φύση, ἀλλὰ καὶ ἐπάνω ἀπό τοὺς λόγους τῆς φύσεως, οὔτε ἐπάνω γενικὼς ἀπὸ ὅσα νοητὰ δέν ὑπερβαίνουν τὴν φαντασία, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς λόγους των, δέχεται στήν καρδία του τόν ἐνυπόστατον φωτισμὸ τῆς Θείας χάριτος, καὶ ἔτσι εὑρίσκει μέσα του ἄλλον οὐρανὸν καὶ ἄλλο ἥλιο καὶ τὴν νοητὴ σιγή, ἡ ὁποία ἐπακολουθεῖ, φυσικῶς στήν κατάστασι αὐτή, τὴν ὁποίαν ὁ Ἀπόστολος Ἰοῦστος ὀνομάζει ἱερὰν ἀφθεγξίαν, κατά τὴν ὁποία ἐνεργεῖται ὁ λεγόμενος ἐγκάρδιος καὶ ἐκπληκτικὸς ἔρως, ὅπως λέγει ὁ θεῖος Σιναΐτης Γρηγόριος. Μὲ αὐτὴν τὴν ἐσωτερικὴν ἐργασίαν ὀδεύοντας μέσα στήν ὀδὸ τοῦ θείου φωτός, ἁρπάζεται καὶ αὐτὸς ὅπως ὁ Παῦλος, ὄχι μόνον κατὰ τὸν νοῦ καὶ τὶς ἄλλες ψυχικὲς δυνάμεις, ἀλλὰ καὶ κατ’ αὐτὴν τὴν αἴσθησιν, (πλὴν τῆς ἀναπνοῆς) μὲ μίαν ὁλικὴν καὶ ὑπερφυσικὴν ἁρπαγή, κατὰ τὴν ὁποίαν γεννᾶται ὁ πρὸς τὸν Κύριον ἐκστατικὸς ἔρως, ὅπως λέγει ὁ αὐτὸς Σιναΐτης Γρηγόριος. Καὶ ὕστερα ἀνεβαίνει σὲ ὅρη αἰώνια, ἢ ἀνάγεται ὄχι μὲ τὴν φαντασία τῆς διανοίας ἀλλὰ μὲ μίαν ἀποῤῥητο δύναμη τοῦ Πνεύματος, «εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος» μὴ γνωρίζων. Καί, ὢ τοῦ θαύματος, γίνεται θεατὴς τῶν ὑπερκοσμίων, ὅπου ἀκούει ἀλάλητα ῥήματα, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δέν ἠμπορεῖ νά φανερωθὴ ἢ νά ἐκφρασθῆ καὶ νά ἐπιτευχθῆ.

Ἀκολούθως δέ, ἀφοῦ ἔφθασε στόν ὑπέρφωτο γνόφο τῆς θείας πηγῆς, ὅπως λέγει ὁ κρυφιομύστης Διονύσιος, ὅπου εἶναι κεκαλυμμένα τὰ ἁπλά καὶ ἀπόλυτα καὶ ἄτρεπτα μυστήρια τῆς θεολογίας, καταξιώνεται νά ἴδῃ καὶ νά γνωρίσῃ διὰ μέσου τῆς ἀβλεψίας καὶ τῆς ἀγνωσίας τὸν «ὑπὲρθεον καὶ γνῶσιν» μὲ τὸ νά μὴν ἴδῃ καὶ νά μὴ γνωρίσῃ. Διότι αὐτὸ εἶναι ἡ πραγματικὴ ὅρασις καὶ γνῶσις. Καὶ γιά νά μιλήσω συνοπτικά, μένει ὅλος ἄνθρωπος κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα στήν φύσῃ, ἀλλὰ γίνεται ὅλος Θεὸς κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μὲ τὴν ἀπειρόδωρο χαρῇ τῆς θεώσεως, ὅπως λέγει ὁ θεοφόρος Μάξιμος: «ἡνώθη μὲ τὸν κατὰ φύσιν Θεὸν καὶ ἐγνώρισε τόσο τὸν γινωσκόμενον, ὅσον εἶχε γνωρισθῆ αὐτὸς ἀπὸ ἐκεῖνόν πού γνωρίζει τὰ πάντα». εἶναι ἐπικαιρο νά λεχθῇ ἔδω τό τοῦ Θεολόγου καὶ συνωνύμου περὶ αὐτοῦ τοῦ συνωνύμου καὶ Θεολόγου: «Βλέπει μὲν τὰ ὀπίσθια τοῦ Θεοῦ, τὸ δὲ πρόσωπον αὐτοῦ δέν τοῦ ἐμφανίζεται καθόλου. Καί, ὅπως ὁ Μωυσῆς, φίλος Θεοῦ χρηματίζει. Ἐπειδὴ δὲ τὰ τῶν φίλων εἶναι κοινά, κατὰ τὴν παροιμία, γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει στόν φίλο του τὰ θεῖα του μυστήρια, καὶ τὸν διδάσκει ἀποκρύφους λόγους τῆς φύσεως, καὶ σηκώνει τὸ κάλυμμα καποίων σκοτεινῶν νοημάτων τῆς Γραφῆς. Καὶ τοῦ δίδει τὸ χάρισμα, ὄχι μόνον τῆς διοράσεως τῶν ὄντων καὶ ἐκείνων πού ἤδη ὑπάρχουν, οὔτε μόνον τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν πνευμάτων καὶ τῶν πραγμάτων, ἀλλὰ καὶ τὸ μέγιστον χάρισμα τῆς προοράσεως ἐκείνων πού θὰ γίνουν μετὰ πολὺν χρόνον. Τοῦ δίδει ἀκόμη καὶ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας, περισσότερον ἀπὸ κάθε ἅγιον, μὲ ἀφθονίαν, καὶ ὅταν ἦταν στήν ζωὴ καὶ μετὰ θάνατον, ὥστε νά τοῦ ἀποδοθῇ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἡ ἐπωνυμία τοῦ θαυματουργοῦ. Ἀλλὰ τὸ μεγαλύτερο θαῦμα εἶναι τὸ ἱερὸν τοῦ σκήνωμα, εὐῶδες καὶ ἀδιάλυτον, ἐπάνω ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς ὅρους, ὅπως ἀκόμη καὶ μέχρι τώρα βλέπεται στήν Θεσσαλονίκη.

Καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἀποκαλύπτει ὡρισμένα ἀπὸ ἐκείνα τὰ συμβολικὰ «ὀπίσθια», δηλαδὴ λόγους θείας δυνάμεως καὶ ἐνεργείας, σοφίας καὶ ἀγαθότητος, δόξῃς καὶ ἀπειρίας, καὶ ὅλων τῶν γύρω ἀπὸ τὸν Θεὸν φυσικῶς θεωρουμένων, τὰ ὁποῖα ὁ θεολόγος νοῦς πρέπει νά ζητῇ. Διότι μόνα αὐτὰ εἶναι προσιτά. Αὐτὸ δέ πού συμβολικῶς λέγεται πρόσωπον τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ αὐτὸν καθ’ ἑαυτὸν τόν λόγο τῆς οὐσίας, εἶναι ἀνεπίτρεπτο νά τὸ ζητῇ ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος. Ἐπειδὴ εἶναι τελείως ἀπροσπέλαστος καὶ ἀπρόσιτος σὲ κάθε κτιστὸ νοῦ καὶ ὄχι μόνον ἀνέκφραστος, ἀλλὰ καὶ ἐντελῶς ἀνώνυμος καὶ ἄγνωστος, καὶ εὑρίσκεται ἐπάνω καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν «καθ’ ὑπερουσιότητα θέσιν».

Ἀλλὰ γιατὶ νά λέγωμε πολλά; Ὁ Θεὸς μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα χαρίσματά του χαρίζει τὸ δῶρο νά θεολογῆ ἀσφαλῶς καὶ ἀπταίστως, ποὺ εἶναι τὸ ὑψηλότατον ἀπὸ ὅλα τὰ δῶρα, καὶ πολυέραστο καὶ καταλληλότατο στό νά ὁδηγῆ στήν θείαν ἀγάπη.

Γιά τὰ χαρίσματα αὐτὰ ἐμεσίτευσε ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ πρῶτος τῶν θεολόγων, ὁ Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής, ὁ ὁποῖος μὲ ὅραμα μυστικὸν τὸ ἀνήγγειλε στόν Γρηγόριο, σὲ στιγμή πού εὑρίσκετο σὲ κατάστασιν ἐγρηγόρσεως. Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης, σὲ νυκτερινὴν ὀπτασίαν τοῦ συνιστᾶ νά συγγράψῃ ὁπωσδήποτε χάριν τῆς ὠφελείας τῶν χριστιανῶν, ὅλα ὅσα τοῦ ἐνήχησε τὸ πνεῦμα στά ὦτα τῆς καρδίας. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἐξαιρετικὸν πλεονέκτημα τῶν συγγραμμάτων τοῦ ἰδικοῦ μου θεολόγου, κατὰ τὸ ὁποῖον ὑπερέχει ἀπὸ τοὺς ἄλλους θεολόγους, ὅτι ἤρχισε νά συγγράφῃ ὅσα συνέγραψε ὄχι ἀπὸ προσωπικὴν ἐπιθυμία οὔτε χωρὶς θεία θέληση, ἀλλὰ κατόπιν θείας ἀποκαλύψεως καὶ ἐντολῆς. Ἔτσι λοιπὸν ὁ Γρηγόριος μέσα σὲ πολὺν χρόνο, ὄχι μόνον ἔμαθε, ἀλλὰ καὶ ἔπαθε τὰ θεῖα, καὶ ἐτελειοποιήθη μὲ τὴν ἔνωση καὶ τὴν γνωριμία μὲ αὐτά, γιά νά ἐκφρασθῶ ὅπως ὁ Ἀρεοπαγίτης. Καὶ ἔτσι ἀρχίζει νά θεολογὴ ἀπλανῶς, ἐπειδὴ ἀνῆκε στήν τάξιν ὄχι ἁπλῶς αὐτῶν πού καθαίρονται, ἀλλὰ ἐκείνων πού ἔχουν ἤδη καθαρθῇ τὴν τελειοτάτην κάθαρση τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδίας, ἀφοῦ καὶ ἐνωρίτερα εἶχε καὶ θεοπτίες, οἱ ὁποῖες ὑπερέχουν ἀπείρως ἀπὸ τὴν μὲ μόνον τὸν λόγον θεολογίαν. Καὶ αὐτὸ διότι ἤκουσε τὸν συνώνυμόν του Θεολόγον, ὅτι δέν εἶναι εὔκολον τὸ πρᾶγμα, οὔτε εἶναι γιά τὸν καθένα νά θεολογῆ ἀληθῶς, ἀλλὰ γιά ἐκείνους πού ἔχουν καθαρθῇ στήν ψυχὴ καὶ στό σῶμα, ἢ τουλάχιστον εὑρίσκονται στό στάδιον τῆς καθάρσεως.

Μὲ αὐτὲς λοιπὸν τὶς προϋποθέσεις λογογραφεῖ τὰ ἀπόῤῥητα δόγματα τῆς εὐσεβείας, αἰνεῖ τὸν Κύριον σὲ καθέδρα πρεσβυτέρων καὶ ἐπισκόπων, καὶ ἔτσι ἀναπτύσσει τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο στήν Ἐκκλησία τῶν Θεσσαλονικέων, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλην τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν Σύγκλητο, λαμπρυνομένην ἀπὸ τὴν παρουσία τῶν βασιλέων, καὶ σὲ πολλὲς συνόδους πολὺ μεγάλες καὶ πολυανθρώπους, ποὺ ἐλάχιστα ὑστεροῦν ἀπὸ τὶς οἰκουμενικές. Καὶ ἀντιπαρατάσσεται γενναίως στίς ἀντιθέους κενοφωνίες τῶν αἱρετικῶν, καὶ μὲ τὶς Γραφικὲς καὶ λογικὲς ἀποδείξεις νικᾶ τούτους κατὰ κράτος καὶ στήνει τὸ τρόπαιον. Προμαχεῖ τῆς πίστεως, ὑπερμαχεῖ τῆς Ὀρθοδοξίας τῶν Θεολόγων Πατέρων, καὶ χάριν αὐτῆς φυλακίζεται καὶ ἀποθνῄσκει κατὰ προαίρεσιν. Ἀπὸ ὅλους δέ πού τὸν ἤκουαν καὶ τὸν ἔβλεπαν, ἀλλὰ δέν τὸν ἐγνώριζαν, ἐθαυμάζετο ὑπερβολικὰ καὶ ἐθεωρεῖτο ὡς ἀληθὴς θεολόγος, ὁ ὁποῖος δέν ὑστερεῖ στό παραμικρὸν ἀπὸ τοὺς μεγάλους καὶ περιφανεῖς θεολόγους, Βασίλειον τὸν Μέγα, Γρηγόριον τὸν Θεολόγον, Ἰωάννην τὸν Χρυσόστομον, Ἀθανάσιον καὶ Κύριλλον καὶ τοὺς λοιπούς.

Ἔτσι, μὲ ἕνα λόγον, φῶς ὑπάρχοντας, καὶ φῶς βλέποντας, καὶ στό φῶς διαμένοντας, μὲ τὸ φῶς ἐννοεῖ καὶ ὁμιλεῖ καὶ συγγράφει ὅλα τὰ θεουργικὰ του φῶτα. Διότι ἔτσι ὀνομάζω ἐγὼ τὰ συγγράμματά του, μὲ τὰ ὁποῖα οἱ γνωστικοὶ φωταγωγοῦνται καὶ μεταμορφώνονται πρὸς θέωση, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ θείου Μαξίμου, μὲ ὅσα ἀναφέρονται στήν ἠθική, ὅσα στήν φυσικὴ Θεολογία, ὅσα στήν ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν, ὅσα εἶναι τῆς μυστικῆς θεολογίας, ὅσα νηπτικὰ καὶ ὅσα ἀντιῤῥητικά, καὶ μὲ ὅ,τι ἄλλο περιέχεται στα συγγράμματά του…

Ἐλᾶτε, λοιπόν, ὅλοι ὅσοι εἶστε μέτοχοι τῆς ἐπουρανίου κλήσεως, στήν ποικίλην αὐτὴ καὶ ἄφθονο πνευματικὴ πανδαισία, τῆς ὁποίας ἑστιάτωρ καὶ δημιουργὸς εἶναι ὁ μέγας καὶ Θαυματουργὸς Γρηγόριος, μᾶλλον δὲ ὁ μέσα στόν Γρηγόριο φθεγγόμενος Παράκλητος. Οἱ μὲν πρακτικοὶ καὶ ἀρχάριοι, τρώγετε τὸ καθαρὸν καὶ ἄδολον γάλα τῆς ἠθικῆς διδασκαλίας, καὶ καθαρίζετε τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα σᾶς. Ὅσοι ἀρχισατε νά προκόπτετε, κατατρυφάτε ἀπὸ τὸ μέλι τῆς νηπτικὴς ἐργασίας τοῦ νοός, διὰ μέσου τῆς ὁποίας εὑρίσκεται τὸ μακαριστὸν πένθος, καὶ ἀντλείται ἡ πνευματικὴ ἡδονή πού πηγάζει ἀνεκφράστως ἀπὸ τὴν καρδία, καὶ γνωρίζεται μὲ νοερὰν αἴσθησιν ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἶναι χρηστὸς καὶ γλυκύτατος κατὰ τὸν Προφήτην. Οἱ δὲ μέσοι, ποὺ τρέχετε πρὸς τὴν τελειότητα, τρώγετε τὴν στερεωτέρα τροφή, τὸν ἄρτον, λέγω, τῆς φυσικῆς θεωρίας, μυούμενοι καὶ στους βαθυτέρους λόγους τῶν θείων γραφῶν. Οἱ δὲ τέλειοι, πίνετε τὸν ἐκστατικὸν οἶνον τῆς ὑπὲρ φύσιν θεολογίας ἤ, ἠμποροῦμε νά ποῦμε, θεοπτίας, καὶ μεθύοντας αὐτὴν τὴν μέθη τῆς θεώσεως, διὰ τῆς χάριτος θὰ γίνετε τελείως ἐκστατικοί. Καὶ ὄχι μόνον θὰ ἀνέλθετε ἐπάνω ἀπὸ κάθε νόημα, ἀλλὰ θὰ γίνετε καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ σᾶς γιά νά ἑνωθῆτε ὁλόκληροι μὲ τὸν Θεόν, διὰ τῆς ὑπερφυσικῆς ἑνώσεως ἢ ἀνακράσεως ἢ συμφύσεως ἢ δέν γνωρίζω τὶ νά εἴπω καταλληλότερον. Πάντως, μὲ μίαν λέξιν, ὅλοι ἀπολαύσετε τὴν καλὴν καὶ λαμπρὰν αὐτὴν πανδαισίαν. Ὅλοι τρυφήσατε ἀπὸ τὴν τρυφὴ τοῦ συμποσίου αὐτοῦ, ποὺ δέν ἐλαττώνεται καὶ δέν χάνεται, διότι εἶναι ἀθάνατος, καὶ ὠφελεῖ ἀνερμηνεύτως τὴν ἀθάνατον ψυχή. Καὶ σᾶς λέγω ἐκεῖνο τὸ εὐαγγελικόν, ὅτι ἀληθῶς «πολλοὶ σοφοί, διδάσκαλοι καὶ θεολόγοι ἐπεθύμησαν ἰδεῖν καὶ ἀπολαύσαι τούτων, ὧν ὑμεῖς ὁρᾶτε καὶ ἀπολαμβάνετε, καὶ τῆς ἐφέσεως οὐκ ἐπέτυχον».

Πίνοντας ὅμως τὸν καλὸν οἶνον τῶν ὑψηλῶν τούτων συγγραμμάτων, μὴ κατηγορήσετε γιά ἀμέλειαν αὐτόν πού σᾶς ἐκάλεσε στό δεῖπνο, καὶ μὴ εἴπητε πρὸς αὐτὸν τὰ λόγια τοῦ ἀρχιτρικλίνου: «Πᾶς ἄνθρωπος πρῶτον τὸν καλὸν οἶνον τίθησι καὶ ὅταν μεθυσθῶσι τότε τὸν ἐλάσσω. Σύ δὲ τετήρηκας τὸν καλὸν οἶνον ἕως ἄρτι». Ὁ νόμος τῶν ἀνθρώπων αὐτὸς εἶναι, ἀλλὰ ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀντίστροφος, διότι, λέγει, πρῶτον προσφέρουν τὸν «ἐλάσσω» καὶ ὕστερα τὸν «κάλλιστον». γιά τοῦτο καὶ αὐτὸς συνετηρήθη μέχρι τώρα, γιά νά χορηγηθῆ στους πιστοὺς σὰν ἐξαίρετον δῶρο πού μᾶς ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεόν.

Ἐὰν στήν πνευματικὴν αὐτὴν εὐωχία πρέπει νά προσφέρω καὶ ἐγὼ κάτι εὐφραντικόν, θὰ εἴπω στούς καλοὺς συνδαιτημόνες μὲ ὀλίγα λόγια πόση ἡδονὴ καὶ χάρις ὑπάρχει στά συγγράμματα αὐτά, γιά νά ἐρεθίσω τὴν ἐπιθυμία σας στήν ἀναγνώσή τους. Ὅταν διαβάζω τὰ ἠθικὰ τοῦ μεγάλου Γρηγορίου, ἀποτάσσομαι τὴν σάρκα καὶ τὸν κόσμο, μισῶ τὰ πάθη, καὶ ἀσπάζομαι τὴν «κεκρυμμένην σὺν τῷ Χριστῷ ζωὴν» τῶν μοναχῶν. Μὲ τὶς ἐντολὲς καθαρίζομαι, ποθῶ νά συμβιώσω μὲ τὶς ἀρετὲς καί, ἀνυψούμενος πρὸς τὰ τελειότερα, γίνομαι ναὸς Θεοῦ καὶ κατοικητήριον τοῦ Πνεύματος.

Ὅταν διαβάζω τὰ Νηπτικά, μυοῦμαι στά μυστικὰ αὐτὰ ὄργια τῆς ἱερᾶς νήψεως καὶ τῆς εὐκτικῆς ἀρετῆς, καὶ μαθαίνω τὴν ὁλικὴν ἐπιστροφὴ τοῦ νοὸς πρὸς τὸν ἔσω ἄνθρωπον, καθὼς καὶ τὴν ἀπλανῆ κυκλικὴν κινήσῃ τοῦ νοῦ καὶ ἀνάτασὴ του πρὸς τὸ θεῖον. Καὶ τότε εἰσέρχομαι στους ὅρους τῆς ἀληθοῦς ἡσυχίας, κατὰ τὴν ὁποίαν νοῶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μου, μᾶλλον δὲ διὰ τοῦ ἑαυτοῦ μου νοῶ τὸν Θεόν, καὶ πλησιάζω πρὸς αὐτὸν διὰ καρδιακῆς καὶ συνεπτυγμένης εὐχῆς καὶ ἐμπύρου κατανύξεως, ἡ ὁποία γεννᾶται ἀπὸ τὴν εὐχή. Καὶ μυσταγωγοῦμαι καὶ μαθαίνω ποία εἶναι ἡ μονιμωτάτη καθαρότης τοῦ νοῦ καὶ ποία τῆς καρδίας. Καὶ ὄχι μόνον αὐτά, ἀλλὰ διδάσκομαι καὶ τοὺς λόγους τῆς νοερᾶς αὐτῆς ἐπιστροφῆς μέσα στήν καρδία, καθὼς καὶ τὶς θεωρητικὲς ἀποδείξεις ἀπὸ τὴν Γραφήν, ἀπὸ τὴν φύσῃ καὶ ἀπὸ τὴν ἰδία τὴν πεῖρα, γιά τὴν ὀρθότητα τῆς ἐργασίας αὐτῆς. Καὶ στά ἀποδεικτικὰ αὐτὰ στοιχεῖα πειθόμενος, καταγελῶ ὡς ἀσόφους καὶ ἀμυήτους ὅσους ἀντιλέγουν, εἴτε παλαιοὺς εἴτε συγχρόνους.

Ὅταν πάλιν ἐγκύψω στα συγγράμματά πού πραγματεύονται περὶ τῆς φυσικῆς θεολογίας καὶ τῆς Ἑρμηνείας τῶν Γραφῶν, εὑρίσκω κάποιες νέες καὶ πρωτότυπες ἑρμηνεῖες, συγκριτικῶς μὲ ὅσα ἔχουν εἰπεῖ παλαιοτεροι ἅγιοι, διὰ τῶν ὁποίων, μὲ τὴν ἑρμηνευτικὴν ἐπεξεργασία, τὸ γράμμα ἀποκτᾷ ἀπροσδόκητον βαθύτητα. Διότι ὁ ἅγιος Πατὴρ ἔσπασε τὸν φλοιὸ τῶν ἐξωτερικῶν ἐκφράσεων, καὶ ἀπεκάλυψε τὸ μυστικὸν κάλλος τῶν λόγων τῆς ἐνσωμάτου ἢ ἀσωμάτου φύσεως, εἴτε τῶν νοημάτων τοῦ Πνεύματος, τὸ ὁποῖον βλέποντας ἐγὼ ὅτι ἦταν κρυμμένο σὰν μαργαριτάρι μέσα στό ὄστρακον, πληροῦμαι ἀπὸ χαρὰν καὶ γίνομαι περισσότερον θεωρητικός, ἀπὸ βάθους σὲ βάθος βυθιζόμενος καὶ ἀπὸ ἀβύσσου σὲ ἄβυσσον κατερχόμενος. Καὶ γιά νά εἴπω ὅλην τὴν ἀλήθεια, εὑρίσκω στά φυσικὰ καὶ στίς ἑρμηνεῖες τούς λόγους ἀσφαλεῖς καὶ σπουδαίους καὶ τετραγώνους. Εὑρίσκω νά ἐξακριβώνεται ὁ ἴδιος ὁ μυελὸς καὶ τὸ βάθος κάθε ἐξεταζομένου θέματος.

Ἀλλὰ προκειμένου γιά τὰ θαυμαστὰ θεολογικὰ καὶ ἀντιῤῥητικὰ συγγράμματα τοῦ μεγάλου Γρηγορίου, ὁ λόγος μου ἀγαπᾷ μὲν νά πλησιάση, ἀλλὰ νά προσπελάση σ’ αὐτὰ ἰλιγγιᾶ ἐνώπιον τοῦ ὕψους καὶ τοῦ βάθους, τοῦ μήκους καὶ τοῦ πλάτους των, ποὺ εἶναι ἀληθῶς ἀνέκφραστα. Διότι ὄχι μόνον συνέλεξε σὲ μίαν ἑνότητα ὅσα ἐγράφησαν σποραδικῶς ἀπὸ τοὺς ἄλλους θεολόγους πατέρες, καὶ ἀπάνθισεν ὅ,τι θεολογικώτερον ὑπῆρχε, ὁ θεολογικώτατος ἐκεῖνος νοῦς, ποὺ ἔγινε τοιοῦτος ὄχι ἁπλῶς δυνάμει ἀλλὰ ἐνεργεία, λόγω τῆς καθαρότητός του. Ἀλλὰ καὶ ὅ,τι ἐφαίνετο ὡς ἀμφιβόλου ὀρθοδοξίας ἡ ὡς ἐπιλήψιμο στούς κακοδόξους, τὸ μεθερμήνευσε μὲ εὐσεβεστέρα διατύπωση θεοσόφως, καὶ διέσωσεν ἔτσι τὸ κῦρος τῶν θεολόγων Πατέρων.

Πλὴν αὐτῶν, ὁ Θεῖος Γρηγόριος προσέθεσε ὅσα τοῦ ἀπεκαλύφθησαν ὑπερφυῶς. Ὅλα αὐτὰ λοιπὸν τὰ ἐπεξεργασθῇ, καὶ τὰ ἐνεσωμάτωσε σὲ μίαν ἑνότητα, ὥστε νά ἀποτελοῦν ἕνα πραγματικὸν ἀριστούργημα Θεολογίας, ἕνα τέλειον οἰκοδόμημα, τὸ ὁποῖον προκαλεῖ ὄντως τoν θαυμασμὸ σὲ κάθε ἀκοὴν καὶ διάνοιαν.

Σὲ αὐτὰ λοιπὸν τὰ συγγράμματα ὅταν ἐγκύπτω ἐγώ, ἀμέσως γίνομαι ἀληθὴς θεολόγος. Ώ, πόσων μυστηρίων ἀξιώνομαι ἀκαριαίως, καὶ σὲ ποῖες νοερὲς συλλήψεις φθάνω! Ὑπερπηδῶ ὅλα τὰ ἀνθρώπινα, διασχίζω τόν περίγειον τοῦτον ἀέρα, ὑπερβαίνω τόν αἰθέρα, διέρχομαι ἐπάνω ἀπὸ τόν ἐμπύρινον οὐρανόν, λίγο ἀκόμη καὶ θὰ φθάσω ἕως τρίτου οὐρανοῦ. Πληροῦμαι ἀπὸ ἐνθουσιασμόν, ἀνεβαίνω ὑψηλότερα ἀπὸ τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις, καὶ μυοῦμαι τὴν ἀσύγχυτον Μονάδα καὶ ἀδιαίρετον Τριάδα, τὸν ἕνα καὶ τρία Θεόν: τὸ μὲν κατὰ τὴν οὐσία, τὸ δὲ κατὰ τὶς ὑποστάσεις. Καὶ μαθαίνω ὅτι μία εἶναι ἡ οὐσία ἀριθμητικῶς, σὲ τρεῖς ὑποστάσεις, ἁπλῆ, ἀπερινόητος, ἀνώνυμος καὶ τελείως ἀμέθεκτος ἀπὸ τὴν κτίσῃ. Ἀπὸ δὲ τὶς τρεῖς ὑποστάσεις. ὁ μὲν Πατὴρ εἶναι ἡ μόνη ἀρχὴ καὶ αἰτία καὶ ῥίζα τῆς «ἐν Υἱῷ καὶ Ἁγίω Πνεύματι» θεωρουμένης θεότητος.

Ὁ δὲ Υἱὸς εἶναι αἰτιατόν, μόνον ἀπὸ τὸν Πατέρα γεννητῶς, ἀλλὰ ὄχι καὶ αἴτιος τοῦ Πνεύματος. Ἐπίσης τὸ Πνεῦμα εἶναι αἰτιατόν, μόνον ἀπὸ μόνον τὸν Πατέρα ἐκπορευόμενον, ὄχι καὶ ἀπὸ τὸν Υἱόν. Καὶ ἔτσι ἀποβάλλω τὸ αἰτιατοαίτιον (σημείωση: ἔτσι ὀνομάζει ὁ Ἅγιος Νικόδημος τὴν Δυτικὴ καινοτομία τῆς καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Φιλιόκβε), τὴν νέαν αὐτὴν προσθήκην, ἡ ὁποία ἀναιρεῖ τὴν μοναρχία μέσα στήν θεότητα, καὶ εἰσάγει κατ’ ἀνάγκην στήν Τριάδα τὴν δυαρχίαν.

Καὶ δέν μαθαίνω μόνον αὐτά, τὰ ὁποῖα εἶναι κοινὰ μεταξὺ τῶν ἄλλων θεολόγων Πατέρων, ἀλλὰ μυσταγωγοῦμαι καὶ στήν γνώση τῆς θεολογίας τοῦ μεγάλου Παλαμᾶ, ὑπὲρ τῆς ὁποίας ἠγωνίσθη μέχρι τέλους μὲ διαλόγους καὶ μὲ τὰ συγγράμματά του. Καὶ συγκεκριμένως μαθαίνω ἐκεῖνο πού εἶναι μεταξὺ τῆς ἀμεθέκτου οὐσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν κτιστῶν ἀνθρώπων πού μετέχουν σ’ αὐτό. Καὶ διὰ μέσου αὐτοῦ μετέχουν τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ δέν εἶναι ἕνα μόνον, ἀλλὰ καὶ πολλά. εἶναι οἱ οὐσιώδεις ἐνέργειες καὶ δυνάμεις τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες διαφέρουν καὶ μεταξὺ τους καὶ ἀπὸ τὴν οὐσίαν. Καὶ μαθαίνω ὅτι οἱ ἐνέργειες αὐτὲς εἶναι ἄκτιστοι καὶ ὅτι ὁ Θεὸς δέν εἶναι σύνθετος, ἐπειδὴ ἔχει μίαν οὐσία καὶ τὶς πολλὲς αὐτὲς ἐνέργειές του. Εἶναι δὲ ὁ Θεὸς κατὰ τὴν οὐσία ἐπάνω ἀπὸ ὅλα, ὡς αἴτιος τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν καὶ ὅλων τῶν περὶ αὐτὸν ἀϊδίως θεωρουμένων τούτων ἐνεργειῶν καὶ δυνάμεων. Καὶ ἐδῶ μὲν διδάσκομαι ὅτι αὐτὲς μετέχονται καὶ γίνονται ὁρατὲς ἀπὸ τοὺς ἁγίους, ἐνῶ ἀπὸ τοὺς μὴ ἁγίους εἶναι ἀμέθεκτες καὶ ἀόρατες. Ἐκεῖ δέ, μαθαίνω ὅτι αὐτό πού μετέχεται εἶναι ἄκτιστο. Ἀλλὰ ἂν καὶ ἄκτιστον, ὅμως δέν εἶναι οὐσία τοῦ Πνεύματος. Οὔτε ἐπίσης, ἐπειδὴ δέν εἶναι οὐσία τοῦ Πνεύματος, εἶναι καὶ χωρισμένον ἀπὸ τὸ Πνεῦμα, ἀλλὰ εἶναι ἀχώριστον.

Καὶ τώρα μὲν φωταγωγοῦμαι διδασκόμενος ὅτι, ἡ μετεχομένη ἀπὸ τοὺς ἁγίους θεοποιὸς δωρεὰ καὶ ἐνέργεια, λέγεται θεότης. Δηλαδὴ ἡ θεοποιὸς δωρεὰ πλουτεῖ τὸ ὑπερφυὲς ὄνομα τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχεται φυσικῶς. Τώρα δὲ φωτίζομαι ὅτι ἡ θεοποιὸς δωρεὰ δέν εἶναι κάτι τὸ κτιστὸν οὔτε ἔχει σχέση μὲ τὰ φυσικὰ φαινόμενα. εἶναι ἔξω ἀπὸ τοὺς ὅρους τῆς φύσεως, καὶ βλέπεται ἀπὸ τοὺς ἀξίους ὡς φῶς ἡ ἐνέργεια αὐτὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ χάρις αὐτὴ εἶναι κοινὴ ἐνέργεια τῆς Ἁγίας Τριάδος, μία μόνη κατὰ τὸν ἀριθμόν, καὶ «ὁρμᾶται ἐκ τοῦ Πατρὸς ὡς μόνου αἰτίου, προέρχεται, προχωρεῖ διὰ τοῦ Υἱοῦ καὶ φανεροῦται ἐν τῷ ἁγίῳ Πνεύματι». Καὶ ὅταν μὲν τὸ θεῖον διαιρεῖται κατὰ τὶς ὑποστάσεις, εἶναι ἀδιαίρετον κατὰ τὶς ἐνέργειες. Ὅταν πάλι διαιρεῖται κατὰ τὶς δυνάμεις καὶ ἐνέργειες, μένει ἀδιαίρετον κατὰ τὶς ὑποστάσεις.

Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν πολὺν ὄντως καὶ θεοφόρητον νοῦν τῶν ἱερῶν Πατέρων, οὐσία ὀνομάζεται ὀρθοδόξως κάθε μία ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ ὄχι λιγώτερο θεοφόρος ἀπὸ ἐκείνους καὶ πνευματοφόρος καὶ χριστοφόρος Θεῖος Γρηγόριος λέγει ὅτι ἠμποροῦμε νά ὀνομάζωμέ τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ οὐσίες, ὄχι παραβαλλόμενες μὲ τὴν ὑπερούσιο μίαν οὐσίαν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν πηγάζουν, ἀλλὰ ὡς πρὸς τὰ ἀποτελέσματα καὶ τὰ κτίσματα τὰ ὁποῖα οὐσιοποιοῦν. Διότι ἂν τὰ κτίσματα εἶναι οὐσίες, πολὺ περισσότερο οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες. Ἐπὶ πλέον μαθαίνω ἀπὸ τὸν μοναδικὸν αὐτὸν καὶ ἀκριβέστατον θεολόγον, ὅτι τὰ θεαρχικὰ πρόσωπα τῆς βασιλικωτάτης Τριάδος, ὡς πρὸς τὸν τρόπον τῆς ὑπάρξεως, θεολογούναι αὐθυπόστατα καὶ ἐνυπόστατα, τὸ ὁποῖον οὐδεὶς ἄλλος θεολόγος πατὴρ εἶπε μέχρι σήμερα.

Ἀλλὰ μαζὶ μὲ αὐτὰ διδάσκομαι ὅτι τὸ φῶς τὸ ὁποῖον ἔλαμψε στό ὅρος Θαβὼρ δέν εἶναι οὔτε φάντασμα οὔτε κτίσμα, καὶ κάτι κατώτερον ἀπὸ τὴν ἀνθρωπίνην νοήσῃ, ἀλλὰ οὔτε πάλιν οὐσία Θεοῦ, ποὺ εἶναι καὶ τὰ δύο ἐκ διαμέτρου ἀντίθετα κακὰ καὶ ἰσότιμα σὲ δυσσέβεια. Ἀλλὰ ὅτι εἶναι φῶς ἄκτιστον, οὐσιώδης ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, Θεότης καὶ Βασιλεία καὶ λαμπρότης, καὶ ὅσα ἄλλα θεοπρεπῆ ὀνόματα τοῦ ἔδωσαν οἱ θεολόγοι Πατέρες.

Ἀφήνω ὅλα τὰ ἄλλα ἐκφαντορικὰ καὶ θεολογικὰ θεάματα τῆς πνευματοκινήτου διανοίας καὶ γλώσσης τοῦ Γρηγορίου, τὰ ὁποῖα εἶναι τόσον ὑψηλῶς καὶ μεγαληγόρως καὶ ἀπὸ βαθεῖαν ἁγιοπνευματικὴν πείρα διατυπωμένα, ὥστε νά μὴ φαίνωνται ὡς γεννήματα ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀλλὰ κάποιας ἄλλης, ὑπερφυσικῆς καὶ οὐρανίας. Ἐνώπιόν τους δέν ἠμπόρεσαν νά σταθοῦν γιά νά ἰδοῦν καὶ νά ἀκούσουν οἱ πορευόμενοι στήν ἀπώλειαν αἱρετικοί, ποὺ ἐτόλμησαν νά ἐμβαθύνουν στά θεῖα. Ἀλλὰ κατεκεραυνώθησαν, ἔμειναν ἄναυδοι καὶ ἐπέστρεψαν στά σκοτεινὰ βάθη τούς, ἀπ’ ὅπου προῆλθαν. Καὶ ἀπεδείχθησαν ὅτι ἦσαν πίθηκοι ἀπέναντι σὲ λέοντα καὶ κώνωπες ἔναντι ἐλέφαντος, κατὰ τὴν παροιμίαν, ἐπειδὴ δέν κατώρθωσαν νά ἀντισταθοῦν στήν θεολογικὴν ἐπιστήμη, στήν ἀκρίβεια τῶν ἀποδείξεων καὶ στίς λοιπὲς ἱερολογίες τοῦ μεγάλου Γρηγορίου.

Καὶ ὄχι μόνον τώρα, ἀλλά, ὅπως γνωρίζω καλῶς, καὶ στόν αἰῶνα τὸν ἅπαντα θὰ μείνουν κρυμμένοι στά σπήλαιά των αὐτὰ καὶ στίς σήραγγες. Ἐννοῶ μάλιστα τοὺς ὀπαδοὺς καὶ ἀκολούθους καὶ τὰ πνευματικὰ τέκνα τῶν αἱρετικῶν τούτων, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀνατολὴν τοῦ νοητοῦ τούτου ἡλίου τῆς θεολογίας μὲ τὴν ἔκδοση τῶν συγγραμμάτων του. Τὰ συγγράμματα αὐτὰ ἐγὼ εὐχαρίστως τὰ παρομοιάζω μὲ ἐκείνην τὴν Σκηνὴν τοῦ Μωυσέως, ποὺ ἦταν ἀντίτυπος τῆς γῆς, τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν ὑπερουρανίων. Διότι τὰ μὲν ἠθικὰ ὁμοιάζουν μὲ τὴν ἀντίτυπο τῆς γῆς αὐλὴν τῆς Σκηνῆς. Τὰ δὲ νηπτικά, φυσικὰ καὶ ἐξηγητικά, ὁμοιάζουν μὲ τὰ ἀντίτυπα τοῦ οὐρανοῦ, τὰ ἅγια. Καὶ τὰ θεολογικὰ ὁμοιάζουν, κατὰ τoν μυσταγωγὸν Δαβίδ, μὲ τὰ ἅγια τῶν ἁγίων, ποὺ εἶναι ἀντίτυπα τῶν ὑπερουρανίων ἐκείνων ἀδύτων «καὶ τῆς πρώτης φύσεως, ὅση μένει ἔσω τοῦ πρῶτον καταπετάσματος καὶ συγκαλύπτεται ἀπὸ τὰ Χερουβίμ».

Ἐὰν δὲ κάποιος ζητῇ νά μάθῃ τὴν μορφὴν τῆς ἐκφράσεως, ἂς γνωρίζῃ, ἐὰν δέν μὲ θεωρῇ φαῦλο κριτὴν αὐτῶν τῶν πραγμάτων, ὅτι ὁ ἄνδρας δέν ἦταν ἄμοιρος οὔτε στό θέμα τοῦ κάλλους τοῦ λόγου. «Διότι εἶχε περάσει ὅλην τὴν ἐξωχριστιανικὴν φιλοσοφία, καὶ δέν ἦταν ἀμελέτητος οὔτε στα σχήματα τῆς ῥητορικῆς, οὔτε στερεῖτο ἀπὸ τὸ μέλι τῶν ἀττικῶν χαρίτων, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη κομψότητα καὶ εὐμορφία τῶν λόγων. Ὁ λόγος του εἶναι σύμμετρος στίς περιόδους, καὶ αὐτὸ φαίνεται παντοῦ, περισσότερο δὲ στά ἐξηγητικά, τὰ ἐγκωμιαστικὰ καὶ τὰ ἀντιῤῥητικὰ συγγράμματά του. Παντοῦ ὅμως εἶναι δημιουργὸς σαφηνείας περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλον, χρησιμοποιεῖ κυριολεξίες καὶ ἐκφραστικὲς λέξεις ἀκριβείας, τηρεῖ τοὺς συντακτικοὺς κανόνες καὶ ἀποφεύγει τὰ ὑπερβατὰ καὶ ἐλλειπτικὰ σχήματα καὶ τὶς μεταφορές, καθὼς καὶ τὶς σχοινοτενεῖς περιόδους. Παρ’ ὅλ’ αὐτὰ ὅμως ὁ λόγος του δέν κατέρχεται σὲ πεζότητα. Διότι πάντοτε ἐπιτυγχάνει ἄριστον συνδυασμὸν τοῦ σαφοῦς μὲ τὸ ὑψηλὸ καὶ σοβαρόν, ἀποφεύγοντας τὶς ἐλλείψεις καὶ τὶς ὑπερβολές, κινούμενος στόν χῶρο τῆς μεσότητος. Σὲ ὅλα δὲ τὰ συγγράμματά του ἀκμάζει ἡ γλυκύτης, ἡ λαμπρότης καὶ τὸ στρογγυλὸν τοῦ λόγου, ποὺ τὸν κάνουν νά ὁμοιάζη μὲ μαργαριτάρι.

Ὡς ἐκ τούτου ἐπιτυγχάνει, ὥστε τὸ ὑψηλὸν καὶ δυσθεώρητον τῶν θεωρημάτων τοῦ περὶ τῆς Τριαδικῆς Θεολογίας ἢ τῆς μυστικῆς Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ Λόγου, νά μὴ γίνωνται δύσκολα στήν κατανοήσῃ. Ὁ γλυκύτατος αὐτὸς ὁ ἰδικός μου ῥήτωρ διακρίνεται γιά τὴν ἄνετον ἀπομνημονεύσῃ κειμένων, γιά τὸν πλούσιον λόγο του καὶ γιά τὴν ἀκριβολογία του. Εἶναι δογματικός, συλλογιστικὸς καὶ ἀποφαντικός, καὶ ἀγαπᾷ ἰδιαιτέρως τὴν ἐνασχόληση μὲ τὰ νηπτικὰ καὶ θεολογικὰ θέματα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ λόγος του, ὅταν συγγράφῃ, ὁμοιάζει νά ἔχῃ βάσῃ κυβικὴν ἢ τετράγωνον. Ὡς ἐκ τούτου εἶναι ἀποτελεσματικώτατος καὶ παρέχεται ὡς ὑπόδειγμα στούς φιλολόγους πρὸς μίμησιν. Ἐπαινοῦνται δηλαδὴ διττῶς αὐτὰ τὰ συγγράμματα ἀπὸ τὸ χρυσοῦν γένος τῶν λογίων, δηλ. καὶ ὡς πρὸς τὰ βάθη τοῦ Πνεύματος ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὰ κάλλη τοῦ φθέγματος. Διότι ὁ ποιητὴς τῶν συγγραμμάτων αὐτῶν εἶναι ὁ μόνος, ἢ ἕνας ἀπὸ τοὺς ὀλίγους, ποὺ εὐδοκίμησε καὶ στά δύο αὐτά, δεινὸς στήν νόησῃ καὶ στό νά ἐκφράση εὔμορφα αὐτό πού ἔχει συλλάβει. Καὶ θὰ ἠμποροῦσε νά μεταβάλῃ τὸν λόγο του σὲ κῆπο μὲ τριαντάφυλλα ἢ ἐναρμόνιο λύρα ἢ γλυκύφθογγο σάλπιγγα, ἐὰν πρὸ ἐτῶν δέν εἶχεν ἐγκαταλείψει τὴν ἐνασχόληση μὲ τοὺς λόγους, χάριν τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς προσευχῆς, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος γιά τὸν ἑαυτὸν του.

Τὰ λεγόμενά μου μαρτυρεῖ καὶ ὁ ἁγιώτατος καὶ σοφώτατος μεταξὺ τῶν Πατριαρχῶν Φιλόθεος, λέγοντας περὶ τῶν συγγραμμάτων τοῦ θείου Γρηγορίου, καὶ μάλιστα περὶ τῶν νηπτικῶν καὶ θεολογικῶν, τὰ ἑξῆς: «Ἀλλὰ τὶ νά εἴπῃ κανείς, ὢ θεία καὶ ἱερὰ κεφαλή, περὶ αὐτῶν τῶν ἱερῶν σου λόγων. Διότι αὐτοὶ κυρίως πρέπει νά ὀνομάζωνται ἱεροὶ λόγοι. Μᾶλλον ὅμως ἱεροὶ εἶναι ὅλοι ὅσοι ἀναφέρονται στά θεῖα καὶ ἱερὰ πράγματα. Ἐνῶ οἱ ἰδικοί σου δικαίως πρέπει νά λέγωνται ὄχι μόνον ἱεροὶ ὅπως οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ ἱεροὶ τῶν ἱερῶν, ὅπως εἶναι τὰ ἅγια τῶν ἁγίων καὶ τὸ ᾆσμα τῶν ᾀσμάτων, ὅπως λέγει κάποιος ἀπὸ τοὺς ὑψηλοὺς θεολόγους, ὡς περιεκτικώτερα καὶ κυριώτερα».

Καὶ συμπληρώνει ὁ ἅγιος Φιλόθεος τελειώνοντας τὸν βίο τοῦ θεσπεσίου Γρηγορίου: «Σύ λοιπὸν καὶ τώρα πού μετέστης πρὸς τὸν Χριστόν, ἐποπτεύεις τὴν ποίμνη σου καὶ ὅλο τὸ κοινὸν τῆς Ἐκκλησίας ἀκόμη τρανότερα ἀπὸ ὑψηλά. Κάθε εἴδους νόσο θεραπεύεις, καταρτίζεις μὲ τοὺς λόγους σου, ἀποδιώκεις τὶς αἱρέσεις καὶ ἀπαλλάσσεις ἀπὸ παντοειδῆ πάθη. Διότι οὐδέποτε θὰ λησμονήσης τὴν ἱερὰν ἐκείνην ἐπιστήμη καὶ τοὺς τόσο μεγάλους ἀγῶνες καὶ ἱδρῶτες πρὸς χάριν μας… Καὶ λύσε τὴν καταιγίδα αὐτῶν τῶν πολλῶν καὶ ποικίλων παθῶν καὶ πειρασμῶν, ποὺ κορυφώνεται ἐπὶ τόσο μακρὸν χρόνο καὶ διεγείρει τὴν τρικυμίαν αὐτὴ καὶ τὴν ζάλη, ἢ ἁπάλλαξέ μας τώρα ἀπὸ τὰ παρόντα μὲ ἀγαθὲς ἐλπίδες γιά τὰ ἐκεῖθε καὶ γιά τὴν προσδοκωμένην μακαρίαν ἀναψυχὴ καὶ ἄνεση ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ὧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος, σὺν τῷ ἀνάρχῳ Πατρὶ καὶ τῷ ζωοποιῷ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».