Tήν Ἁγία ἡμέρα τῶν Φώτων

Tήν Ἁγία ἡμέρα τῶν Φώτων

Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ

Χθὲς συνεκκλησιάζοντας καὶ συνεορτάζοντας μὲ σᾶς ποὺ προεωρτάζατε τὴν ἡμέρα τῶν Φώτων σᾶς ἀνέπτυξα τὰ ἀπαραίτητα λέγοντας πρὸς τὴν ἀγάπη σας τὰ σχετικὰ μὲ τὸ βάπτισμα κατὰ Χριστόν, τὸ ὁποῖο ἀξιωθήκαμε ἐμεῖς· ὅτι δηλαδὴ εἶναι ἐπίγνωσις τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπόσχεσις πρὸς τὸν Θεό· πίστις μὲν καὶ ἐπίγνωσις τῆς ἐν Θεῷ ἀλήθειας, συμφωνία δὲ καὶ ὑπόσχεσις ἔργων καὶ λόγων καὶ τρόπων ἀρεστῶν στὸν Θεὸ ποὺ τελοῦνται διὰ τῶν ἱερῶν συμβόλων. Ἀλλά διδάσκοντας προσθέσαμε καὶ τοῦτο, ὅτι ἂν δὲν μετατρέψωμε σὲ ἔργο τὶς ὑποσχέσεις ἐκεῖνες, τὰ ἱερὰ ἐκεῖνα σύμβολα καὶ οἱ δι’ αὐτῶν καὶ μαζὶ μὲ αὐτά διὰ λόγου ὑποσχέσεις πρὸς τὸν Θεό, ὄχι μόνο δὲν ὠφελοῦν τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καί δικαίως τὸν ὑποβάλλουν σὲ καταδίκη.

Ἔπειτα ἐξηγήσαμε τὴν πρὸς τοὺς ὄχλους διδασκαλία Ἰωάννη τοῦ Προφήτη καὶ Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ, ἡ ὁποία διαλαμβάνει καί αὐτή περὶ τοῦ ἰδίου βαπτίσματος· διότι τό μὲν βάπτισμα εἶναι ἐπίγνωσις τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἴπαμε, ὁ δὲ πρόδρομος καὶ βαπτιστὴς τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καί Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ μᾶς ὁδηγεῖ διὰ τῆς διδασκαλίας του στὴν ἐπίγνωσι αὐτοῦ, ἀποδεικνύοντας τὸν προαιώνιο καὶ δεσπότη τοῦ παντός, κριτὴ ζωντανῶν καὶ νεκρῶν, ποὺ κατὰ τὴν ἐξουσία του τοὺς μὲν ἄξιους εἰσάγει στὶς ἀΐδιες μονές, τοὺς δὲ κατακρίτους ρίπτει στὴ γέεννα τοῦ πυρός· ἐνῶ μαρτυρεῖ ὅτι αὐτός εἶναι κύριος καί τῶν ἀγγέλων, τὸν ἑαυτό του τὸν συντάσσει στοὺς ἔσχατους δούλους.

Ἐπειδὴ δὲ τὸ βάπτισμα ὄχι μόνο ἐπίγνωσις τοῦ Θεοῦ εἶναι, ἀλλὰ καὶ ὑπόσχεσις ἐπιστροφῆς καί θεαρέστων ἔργων, γι’ αὐτό ὁ πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ καί βαπτιστής, ὄχι μόνο ὁδηγοῦσε στὴν ἐπίγνωσι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐκήρυττε μετάνοια κι’ ἐπιζητοῦσε καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας, τὴν δικαιοσύνη, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴν μετριοφροσύνη, τὴν ἀγὰπη, τὴν ἀλήθεια. Δεικνύοντας δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι χωρὶς ἔργα δὲν ὠφελεῖ καθόλου ἡ πρὸς τὸν Θεὸ ὑπόσχεσις, ἀλλὰ καὶ καταδικάζει τὸν ἄνθρωπο, ἐπέσειε ἀξίνα κι’ ἐπεδείκνυε πυρκαϊά ἄσβεστη κι’ ἔλεγε ὅτι «κάθε δένδρο ποὺ δὲν κάμει καλὸ καρπὸ ἀποκόπτεται καί ρίπτεται στὴ φωτιὰ» .

Ἐκτός ἀπὸ αὐτά ἐξηγήσαμε πρὸς τὴν ἀγάπη σας καὶ τοὺς πρὸς τὸν ἴδιο τὸν Κύριο ποὺ ἦλθε νὰ βαπτισθῆ λόγους τοῦ Βαπτιστοῦ, ποὺ ἐδίσταζε καί ὑποχωροῦσε καὶ παραιτεῖτο ἀπὸ τὸ ἔργο, κι’ ζητοῦσε μᾶλλον αὐτός νὰ λάβη ἀπὸ ἐκεῖνον τὸ βάπτισμα. Ἀλλ’ ἐπίσης ἐξηγήσαμε καὶ τοῦ Κυρίου τοὺς λόγους πρὸς ἐκεῖνον, ὡς δεσπότη ποὺ προστάσσει δοῦλον, συγχρόνως δὲ καὶ φανερώνει τὸ μυστήριο σὰν σὲ φίλο καὶ συγγενῆ κατὰ σάρκα καὶ προβάλλει τὶς εὔλογες δικαιολογίες. Καὶ φθάσαμε τότε ὁμιλώντας πρὸς σᾶς ἕως τὸ σημεῖο ὅπου ὁ Ἰωάννης πεισθείς ἄφησε τὸν Κύριο νὰ βαπτισθῆ. Ἀπέμεινε δὲ ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο αὐτό ποὺ ἀναγνώσθηκε τώρα, ὅτι, «ἀφοῦ βαπτίσθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀνέβηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ ὕδωρ· καὶ ἰδοὺ τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί καὶ εἶδε ὁ Ἰωάννης τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ κατεβαίνη σὰν περιστερὰ καὶ νὰ ἔρχεται ἐπάνω του. Καὶ ἀμέσως ἦλθε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό ποὺ ἔλεγε, τοῦτος εἶναι ὁ ἀγαπητὸς Υἱός μου, ποὺ τὸν ἐξέλεξα».

Μέγα καὶ ὑψηλό, ἀδελφοί, εἶναι τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος τοῦ Χριστοῦ ποὺ συμπεριλαμβάνεται στὰ λίγα τοῦτα λόγια, δυσθεώρητο καὶ δυσερμήνευτο καὶ ὄχι λιγώτερο δυσκατάληπτο· ἀλλ’ ἐπειδὴ εἶναι ἐξαιρετικὰ σωτήριο, γι’ αὐτό, ἀφοῦ πεισθοῦμε καὶ ἐλπίσωμε σ’ αὐτόν ποὺ προέτρεψε νὰ ἐρευνοῦμε τὶς Γραφές, ἂς ἀνιχνεύσωμε ὅσο εἶναι ἐφικτό τὴ δύναμι τοῦ μυστηρίου. Ὅπως λοιπὸν κατὰ τὴ ἀρχὴ μετὰ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, «ἂς κατασκευάσωμε ἄνθρωπο κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσί μας», ἀφοῦ ἐπλάσθηκε ἡ φύσιςμας στὸν Ἀδάμ, τὸ ζωαρχικό Πνεῦμα, ἀφοῦ φανερώθηκε κι’ ἐδόθηκε μὲ τὸ ἐμφύσημα πρὸς αὐτόν, συνεφανέρωσε καὶ τὸ τριαδικὸ τῶν ὑποστάσεων τῆς δημιουργοῦ θεότητος ἐπάνω στὰ ἀλλὰ κτίσματα, τὰ ὁποῖα παράγονταν μὲ μόνο τὸ ρῆμα τοῦ Λόγου καὶ τοῦ λέγοντος Πατρός· ἔτσι τώρα, ποὺ ἀναπλασσόταν στὸν Χριστὸ ἡ φύσις μας, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, φανερωθὲν διὰ τῆς πρὸς αὐτόν καθόδου ἀπὸ τὰ ὑπερουράνια, καθὼς βαπτιζόταν στὸν Ἰορδάνη, φανέρωσε τὸ μυστήριο τῆς ὕψιστης καὶ παντουργοῦ Τριάδος, τὸ σωστικὸ γιὰ τὰ λογικὰ κτίσματα.

Γιὰ ποιὸ λόγο φανερώνεται τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅταν πλάσσεται καὶ ἀναπλάσσετα ὁ ἄνθρωπος; Ὄχι μόνο διότι εἶναι μόνος ἐπίγειος μύστης καὶ προσκυνητής της, ἀλλὰ καὶ διότι εἶναι ὁ μόνος κατὰ τὴν εἰκόνα της. Πραγματικὰ τὰ μὲν αἰσθητικὰ καὶ ἄλογα ζῶα ἔχουν μόνο πνεῦμα ζωϊκό, ἀλλὰ κι’ αὐτό μὴ δυνάμενο νὰ ὑφίσταται καθ’ ἑαυτό, στεροῦνται ὅμως τελείως νοῦ καὶ λόγου· τὰ δὲ ἐντελῶς ὑπὲρ τὴν αἴσθησι, ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, ὡς νοεροί καὶ λογικοί, ἔχουν νοῦ καὶ λόγο, ἀλλὰ ὄχι καὶ πνεῦμα ζωοποιό, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν οὔτε σῶμα ποὺ νὰ ζωοποιῆται ἀπὸ αὐτό. Ὁ δὲ ἄνθρωπος εἶναι ὁ μόνος ποὺ κατ’ εἰκόνα τῆς τρισυπόστατης φύσεως ἔχει νοῦ καὶ λόγο καὶ πνεῦμα ζωοποιὸ τοῦ σώματος, ἐπειδὴ ἔχει καὶ τὸ ζωοποιούμενο σώμα.

Ὅπως λοιπόν, ἀφοῦ φανερώθηκε ἡ ὕψιστη καὶ παντουργὸς Τριὰς τὴ στιγμὴ ποὺ ἀναπλασσόταν ἡ φύσις μας στὸν Ἰορδάνη, σὰν εἶδος ἀρχετύπου τῆς κατὰ τὴν ψυχὴ μας εἰκόνος, οἱ μὲν βαπτίζοντες κατὰ Χριστὸν μετὰ τὸν Χριστὸ βαπτίζουν μὲ τρεῖς καταδύσεις, ἐνῶ ὁ Ἰωάννης βάπτιζε μὲ μία κατάδυσι. Κι’ αὐτό ἐπισημαίνοντας ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος λέγει «ἀφοῦ βαπτίσθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀνέβηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ ὕδωρ.

«Καὶ ἰδού», λέγει, δηλαδὴ χωρὶς νὰ βγῆ ἀπὸ τὸ ὕδωρ ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ ἀναδυθῆ μόνο, «τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί». Συγκεντρώσατε λοιπὸν τὴ διάνοιά σας, παρακαλῶ ἀδελφοί, καὶ προσέχετε μὲ ἀκρίβεια τοῦ νοῦ, ὥστε νὰ κατανοήσετε τήν δύναμι τοῦ μυστηρίου τοῦ κατὰ Χριστὸν βαπτίσματος. Διότι ἡ κατάδυσις τοῦ Χριστοῦ στὸ ὕδωρ καί ἡ κάτω ἀπὸ αὐτό τοποθέτησίς του, ὅταν βαπτιζόταν, προϋπεδείκνυε τὴν κατὰβασί του στὸν ἅδη.

Εὐλόγως καὶ συνεπῶς λοιπόν, ὅταν ἀνέβηκε ἀπὸ τὸ ὕδωρ, ἀμέσως τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί· ἐπειδὴ καὶ κατὰ τὴν κάθοδο στὸν ἅδη, ὅπου ἔγινε γιὰ χάρι μας ὑπόγειος, καθὼς ἐπανερχόταν ἀπὸ ἐκεῖ, ἄνοιξε ἀπὸ ἐκεῖ τὰ πάντα γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὄχι μόνο τὰ ἔγγεια καὶ τὰ περίγεια, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἀνώτατο οὐρανό, στὸν ὁποῖο ἔπειτα, ὅταν ἀναλήφθηκε σωματικῶς, «εἰσῆλθε πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν». Ὅπως δηλαδὴ διὰ τοῦ μυστικοῦ ἄρτου καὶ τοῦ ποτηρίου προϋπέδειξε τὸ σωτήριο πάθος του καὶ ἔπειτα παρέδωκε τὸ μυστήριο τοῦτο στοὺς πιστοὺς νὰ τὸ τελοῦν γιὰ τὴ σωτηρία, ἔτσι προϋπέδειξε καὶ τὴν κάθοδό του στὸν ἅδη καὶ τὴν ἀνὰβασί του ἀπὸ ἐκεῖ μυστικῶς διὰ τοῦ βαπτίσματός του τούτου, καὶ ἔπειτα τὸ παρέδωσε στοὺς πιστοὺς νὰ τὸ τελοῦν γιὰ τὴ σωτηρία. Στὸν ἑαυτὸ του μὲν παρεῖχε ἔτσι τὰ ἐπώδυνα καὶ δύσκολα, σ’ ἐμᾶς δὲ ἐχάριζε τὴν κοινωνία τῶν παθημάτων του εὐθὺς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ διὰ τῶν ἀνώδυνων τούτων μέσων καὶ μᾶς καθιστοῦσε κατὰ τὸν ἀπόστολο συμφύτους μὲ τὸ ὁμοίωμα τοῦ θανάτου του, ὥστε στὸν καιρὸ νὰ μᾶς καταξιώση καὶ τῆς ὑπεσχημένης ἀναστάσεως .

Ἔχοντας δηλαδὴ σὰν ἐμᾶς ψυχὴ καὶ σῶμα, ποὺ ἀνέλαβε ἀπὸ ἐμᾶς γιὰ χάρι μας, διὰ μὲν τοῦ σώματος ὑπέστη τὸ θάνατο καὶ τὴν ταφὴ ὑπὲρ ἡμῶν, κι’ ἀνέδειξε τὴν ἔγερσι ἀπὸ τὸν τάφο σὰν δύναμι ἀθανασίας καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ σώματος, καὶ μᾶς παρέδωσε νὰ τελοῦμε τὴν ἀναίμακτη θυσία σὲ ἀνάμνησι τούτων καὶ δι’ αὐτῆς νὰ καρπωνώμαστε τὴ σωτηρία· διὰ δὲ τῆς ψυχῆς κατῆλθε στὸν ἅδη καὶ ἐπανῆλθε ἀπὸ αὐτόν, μεταδίδοντας σὲ ὅλους φῶς ἀΐδιο καὶ ζωὴ καὶ γιὰ δεῖγμα τούτου μᾶς παρέδωσε νὰ τελοῦμε τὸ θεῖο βάπτισμα καὶ διὰ μέσου αὐτοῦ νὰ καρπωνώμαστε τὴ σωτηρία· καὶ μάλιστα νὰ τὴν καρπωνώμαστε μὲ τὸ καθένα ἀπὸ τὰ δύο μυστήρια καὶ μὲ τὰ δύο στοιχεῖα, τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, μυούμενα καὶ δεχόμενα σπέρματα ἀκήρατης ζωῆς. Πραγματικὰ ἀπὸ τὰ δύο αὐτά ἐξαρτᾶται ὅλη ἡ σωτηρία μας, ἀφοῦ ὅλη ἡ θεανδρικὴ οἰκονομία στὰ δύο αὐτά συγκεφαλαιώνεται.

«Τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί». Δὲν εἶπε ὁ οὐρανός, ἀλλὰ «τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί», δηλαδὴ ὅλοι, ὅλα τὰ ἐπάνω, γιὰ νὰ μὴ νομίσης, βλέποντας τὰ ἄνω κι’ ἐπάνω ἀπὸ ἐμᾶς ἐπικείμενα, ὅτι ὑπάρχει κάτι ποὺ εἶναι ὑπερκείμενο καὶ ἀνώτερο. Πρέπει λοιπὸν νὰ ἐννοήσης καὶ ἐπιγνώσης ὅτι ὑπάρχει μία μόνο φύσις καὶ δεσποτεία ποὺ ἀπὸ τὴν ὑπὲρ τὸν οὐρανό γύρω ἀπειρία φθάνει μέχρι καὶ τῶν μέσων τοῦ σύμπαντος καὶ τῶν ἰδικῶν μας ὁρίων, δηλαδὴ γεμίζει τὰ πάντα καὶ δὲν ἀφήνει τίποτε ἔξω ἀπὸ ἑαυτὴν καὶ συγκρατεῖ καὶ περιέχει τὰ πάντα σωτηρίως καὶ ὑπερεκτείνεται πέρα ἀπὸ τὰ πάντα, ἀναγνωρίζεται ὅμως ἀπορρήτως σὲ τρεῖς συναφεῖς χαρακτῆρες.

«Τοῦ ἀνοίχθηκαν λοιπὸν οἱ οὐρανοί», γιὰ νὰ δειχθῆ φανερώτατα ὅτι αὐτός εἶναι ποὺ καὶ πρὸ τῶν οὐρανῶν ὑπάρχει, μᾶλλον δὲ ποὺ εἶναι καὶ πρὶν ἀπὸ ὅλα τὰ ὄντα καὶ εἶναι πρὸς τὸν Θεὸ καὶ εἶναι Θεὸς καὶ εἶναι Θεοῦ Λόγος καὶ Υἱός καὶ οὔτε τὸν Πατέρα ἔχει προγενέστερό του καὶ ἔχει μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα ὄνομα τὸ ἐπάνω ἀπὸ κάθε ὄνομα καὶ ἀπὸ κάθε λόγο. Διότι, ὅταν ὅλα τὰ φαινόμενα μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ Πατρὸς στὸν οὐρανό, ἐγκόσμια καὶ ὑπερκόσμια, ἐσχίσθηκαν καὶ ἦσαν πεταμένα τὰ πρῶτα δίπλα στὰ ἄλλα, μόνο αὐτός παρουσιαζόταν συνημμένος μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα, ἀφοῦ καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ σύστασι τῶν ὄντων ὑπῆρχε μαζὶ μὲ αὐτούς.

«Τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί», ὅπως δὲ λέγει ὁ Μάρκος, ἐσχίσθηκαν. Διότι λέγει, «ἀνεβαίνοντας ἀπὸ τὸ ὕδωρ, εἶδε τοὺς οὐρανούς νά σχίζωνται». Πῶς λοιπόν ὁ μὲν ἕνας εἶπε, ἀνοίχθηκαν, ὁ δὲ ἄλλος, ἐσχίσθηκαν; Γιὰ νὰ μὴ διαφύγη τὴν προσοχὴ τῶν συνετῶν ἀκροατῶν ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ μυστηρίου εἶναι διπλή. Πραγματικὰ μὲ τὴν ἔκφρασι ὅτι ἀνοίχθηκαν μᾶς ἔδειξε ὅτι οἱ οὐρανοί ἦσαν κλειστοὶ προηγουμένως λόγω τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς παρακοῆς μας πρὸς τὸ Θεό. Διότι ἔχει γραφῆ ὅτι ὁ οὐρανός ἀποκλείσθηκε γιὰ τὸν Ἀδάμ, ὅταν παρήκουσε στὸ Θεὸ καὶ ἄκουσε ἀπὸ αὐτόν ὅτι «γῆ εἶσαι καὶ στὴ γῆ θὰ μεταβῆς». Εὐλόγως λοιπὸν ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί στὸν Χριστό, ποὺ παρουσιάσθηκε σὲ ὅλα ὑπήκοος καί, ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε στὸν Ἴωαννη, ἐξεπλήρωσε ὅλη τὴ δικαιοσύνη καὶ προσφάτως διὰ τοῦ βαπτίσματος. Ἐπειδή δέ, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος ὁ πρόδρομος τοῦ Κυρίου, «δὲν δίδει μὲ μέτρο τὸ Πνεῦμα ὁ Θεός, ἀλλὰ ὁ Πατὴρ ἀγαπᾶ τὸν Υἱό καὶ δίδει τὰ πάντα στὸ χέρι του, φαίνεται ὅτι ὁ Χριστὸς κατὰ σάρκα ἔλαβε ὅλη τὴν ἀμέτρητη καὶ ἄπειρη δὺναμι καὶ ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος. Οἱ οὐρανοί ἔδειξαν ἐμπρά κτως ὅτι ὅλη αὐτή ἡ δύναμις καὶ ἐνέργεια τοῦ θείου Πνεύματος εἶναι ἀχώρητος σὲ ὅλα τὰ κτιστά.

Γι’ αὐτό καὶ ὅταν τούτη ἡ δύναμις φαινόταν καὶ ἦταν σὰν νὰ διάβαινε πρὸς τὴν θεοϋπόστατη ἐκείνη σάρκα, αὐτοί μὴ χωρώντας ἐσχίσθηκαν. Καλῶς λοιπὸν διεκήρυξε αὐτός ποὺ εἶπε πρὸς τὸν Θεό, «οὔτε ὁ οὐρανός δὲν εἶναι καθαρὸς ἐνώπιόν σου», ὡς οὐρανὸ ἐννoώντας τούς ἀγγέλους, τοὺς ἀρχαγγέλους, τὰ πολυόμματα Χερουβίμ, τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ, ὅλη τὴν ἄλλη ὑπερκόσμια φύσι. Εὐλόγως λοιπὸν οὔτε οἱ οὐρανοί, δηλαδὴ οἱ ἄγγελοι σ’ αὐτόν, εἶναι καθαροὶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τῶν οὐρανῶν, ἐπειδή, ἂν καὶ φωτίζεται διαπαντὸς ἀπὸ τὴν ὑψίστη καὶ δεσποτικὴ ἱεραρχία, ὑστεροῦν ὡς πρὸς τὴν ὑπερτέλεια καθαρότητα αὐτῆς. Μόνη δὲ ἡ δική μας ἐν Χριστῷ φύσις ὡς θεοϋπόστατη καὶ ὁμόθεη διαθέτει καθαρότητα ὑπερτελεία καὶ εἶναι, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, χωρητική κάθε λαμπρότητος καὶ ἀγλαΐας καὶ δυνάμεως καὶ ἐνέργειας τοῦ Θείου Πνεύματος. Ἑπομένως ὄχι μόνο οἱ οὐρανοί ἀνοίχθηκαν, ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιοι οἱ ἄγγελοι ὑποχώρησαν ἐμπρὸς στὴν τοιαύτη κάθοδο τοῦ Θείου Πνεύματος σ’ αὐτόν.

«Ἄφοῦ βαπτίσθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀνέβηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ ὕδωρ· καὶ ἰδού, τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί»· ὁ δὲ Λουκᾶς λέγει ὅτι εἶχε ἀνοιχθῆ ὁ οὐρανός, ὅταν ἀκόμη προσευχόταν ὁ Χριστός· διότι, λέγει, «ὅταν βαπτίσθηκε καὶ προσευχόταν ὁ Ἰησοῦς, ἀνοίχθηκε ὁ οὐρανός». Πραγματικὰ καὶ βαπτιζόμενος καὶ κατεβαίνοντας καὶ ἀνεβαίνοντας ἀπὸ τὸ ὕδωρ προσευχόταν, διδάσκοντας ἐμπράκτως ὅτι, ὄχι μόνο ὁ ἱερεὺς καὶ λειτουργός τῶν μυστηρίων πρέπει νὰ προσεύχεται, ἀλλὰ καὶ αὐτός πού δέχεται τό μυστήριο πρέπει νὰ κάμη τοῦτο σὲ κάθε θεία τελετὴ· καὶ ἂν μὲν ὁ λειτουργός εἶναι τελειότερος κατὰ τὴν ἀρετὴ καὶ ἀναπέμπει ἐκτενέστερη εὐχή, δι’ αὐτοῦ ἀνεβαίνει ἡ χάρις πρὸς τὸν ἀποδέκτη τοῦ Μυστηρίου, ἂν δὲ ὁ ἀποδέκτης εἶναι ἀξιώτερος καὶ προσεύχεται ἐκτενέστερα, ὁ θελητής τοῦ ἐλέους (τί ἄφατη χρηστότης κι’ αὐτή!) δὲν ἀρνεῖται νὰ μεταδώση δι’ αὐτοῦ ἀπὸ τὴ χάρι καὶ στὸν λειτουργό· ὅπως καὶ τώρα ἔγινε φανερὰ στὴν περίπτωσι τοῦ Ἰωάννη, πράγμα ποὺ καὶ αὐτός μαρτυρεῖ ὕστερα δημόσια, λέγοντας, «ὅλοι ἐμεῖς ἐλάβαμε ἀπὸ τὸ πλήρωμά του».

Γιατί ὅμως μόνο στὸν Ἰησοῦ ἀνοίχθηκε ὁ οὐρανός, ὅταν προσευχόταν, σὲ κανένα δὲ ἀπό τούς πρὸ αὐτοῦ; Τί λέγεις; αὐτός ποὺ ἀντιλήφθηκε τή θεανδρικὴ οἰκονομία τοῦ ἐνυποστάτου Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη ἔμβρυο, καὶ ὄχι μόνο ἐπήδησε μαζί του μὲ ἀγαλλίασι θείου Πνεύματος ἀπὸ τὴν μητρικὴ κοιλιά, ἀλλὰ μετέδιδε χάρι καὶ στὴν κυοφοροῦσα μητέρα του, αὐτός ποὺ μόλις λύθηκε ἀπὸ ἐκεῖ ἔλυσε τὸ πατρικὸ στόμα ποὺ εἶχε δεθῆ γι’ αὐτόν μὲ ἀφωνία κατόπιν προσταγῆς τοῦ ἀγγέλου, τὸ θρέμμα τῆς ἐρήμου, ὁ ὑψηλότερος ἀνάμεσα στὰ γεννήματα τῶν γυναικῶν καὶ ἀξιώτερος τῶν ἀπὸ ἀνέκαθεν προφητῶν, δὲν εἶναι ἱκανός νὰ λύση τὸν ἱμάντα τοῦ ὑποδήματος (ὁ,τιδήποτε καὶ ἂν εἶναι αὐτός ὁ ἱμάς), καὶ θὰ ἦταν ἱκανός ν’ ἀνοίξη τὸν οὐρανό, μᾶλλον δὲ τὰ ὑπερουράνια, κάποιος ἀπό τούς ὑστεροῦντας ἀπέναντι στὴν ἀξία του;

Γιὰ νὰ κατανοήσης δὲ τὸ ὕψος τῆς ὑπεροχῆς τοῦ τώρα βαπτιζομένου κατὰ σάρκα ἀπέναντι σὲ ὅλους, πρόσεξε κι’ ἐκεῖνο· ὅτι «τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί», ἔχει γραφῆ, δείχθηκε δὲ σ’ ἐμᾶς μὲ ἔργα ὅτι ὄχι μόνο οἱ οὐρανοί, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ κόλπος τοῦ Ὑψίστου Πατρὸς τοῦ ἀνοίχθηκε· διότι ἀπὸ ἐκεῖ ἦλθε τὸ Πνεῦμα καὶ ἡ φωνὴ ποὺ μαρτυροῦσε τὴν γνησιότητα τῆς υἱότητος . Οἱ δὲ οὐρανοί εἶναι κήρυκες τούτου, ἀφοῦ ἀνοίχθηκαν σὰν παγκόσμια στόματα, καὶ διατρανώνοντας ὄχι μόνο πρὸς τοὺς ἀγγέλους τῶν οὐρανῶν, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς ἐπάνω στὴ γῆ ἀνθρώπους τὴν ὁμοτιμία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν οὐράνιο Πατέρα καὶ πρὸς τὸ ἀπὸ αὐτόν προελθόν ἐκπορευτῶς Πνεῦμα, κατὰ τὴν οὐσία καὶ δύναμι καὶ δεσποτεία πρὸς τὸ σύμπαν.

Εὐλόγως λοιπὸν μόνο γι’ αὐτόν ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί ὅταν προσευχόταν ἐπειδὴ καὶ τὸ σφραγισμένο βιβλίο, τὸ ὁποῖο πιθανῶς ὑπαινίσσεται τὸν κλεισμένο προηγουμένως γιὰ μᾶς οὐρανό τοῦτον, κατὰ τὴν Ἀποκάλυψι τοῦ Ἰωάννη, κανένας καὶ κάτω ἀπὸ τὴ γῆ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ ἀνοίξη καὶ νὰ τὸ διαβάση· «κατώρθωσε δέ, λέγει, νὰ τὸ ἀνοίξη καὶ νὰ τὸ διαβάση μόνο ὁ Λέων ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα». Ποιὸς δὲ εἶναι ὁ Λέων ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα μᾶς τὸ ἐδίδαξε ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, ποὺ λέγει, «ἀνέβηκες ἀπὸ τὴ φυλή, υἱέ μου, σκύμνος τοῦ λέοντος Ἰούδα· ἀφοῦ ἐξάπλωσες, κοιμήθηκες σὰν λέων καὶ σὰν σκύμνος. Ποιὸς θὰ τὸν ξυπνήση; Δὲν θὰ λείψη ἄρχοντας ἀπὸ τὸν Ἰούδα καί ἡγεμὼν ἀπό τοὺς μηρούς του, ἕως ὅτου ἔλθη αὐτός στὸν ὁποῖο ἀπόκειται ἡ ἀποστολή· καὶ αὐτός θὰ εἶναι προσδοκία τῶν ἐθνῶν», δηλαδὴ αὐτός ποὺ τώρα ἄνοιξε φανερὰ καὶ ὅλα τὰ ὑπερουράνια, ποὺ μόνος ἀνέγνωσε τούς ἀπό τούς αἰῶνες καὶ στοὺς αἰῶνες λόγους τῆς προνοίας, τοὺς ἀπόκρυφους στὸν πατρικὸ κόλπο θησαυροὺς τῆς σοφίας, τὰ ἀνεξερεύνητα βάθη καὶ τὰ μυστήρια τοῦ Πνεύματος.

«Ἀφοῦ βαπτίσθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀμέσως ἀνέβηκε ἀπὸ τὸ ὕδωρ καὶ ἰδοὺ ἀνοίχθηκαν γι’ αὐτόν οἱ οὐρανοί». Βλέπετε ὅτι τὸ ἅγιο βάπτισμα εἶναι πύλη τῶν οὐρανῶν πού εἰσάγει ἐκεῖ τούς βαπτιζομένους; Διότι δὲν εἶπε ἁπλῶς «ἀνοίχθηκαν», ἀλλὰ «ἀνοίχθηκαν γι’ αὐτόν οἱ οὐρανοί»· ὅλα δὲ ὅσα ἔγιναν σ’ αὐτόν, γιὰ μᾶς ἔγιναν. Γιὰ μᾶς λοιπὸν ἀνοίχθηκαν δι’ αὐτοῦ οἱ οὐρανοί, ποὺ ἔχοντας ἀνοικτὲς τὶς πύλες προσμένουν τὴν εἴσοδό μας. Καὶ πρὶν ἀπό τούς ἄλλους μαρτυρεῖ τοῦτο ὁ πρωταγωνιστὴς ἀνάμεσα στοὺς μάρτυρες Στέφανος. Ἀφοῦ γονάτισε, προσευχόταν καί ἀτενίζοντας εἶδε ὅ,τι κανεὶς δὲν εἶδε πρὶν ἀπὸ τὸ βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ· «διότι ἀτενίζοντας εἶδε τοὺς οὐρανούς ἀνοιγμένους καὶ τὸν Ἰησοῦ στὴ δόξα τοῦ Πατρός», εἶδε ὄχι μόνο ἄρρητη δόξα καὶ τόπο ὑπερουράνιο, ἀλλὰ κι’ αὐτόν τόν ποθούμενο μέσα στὴ δόξα τοῦ Πατρός, διὰ τῆς ὁποίας πρῶτος αὐτός ἀπό τούς μετὰ Χριστὸν εἶδε μακαρίως ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα δὲν εἶδε κανεὶς ἀπό τούς πρὸ Χριστοῦ, στὰ ὁποῖα κι’ αὐτά ἀκόμη τὰ τάγματα τῶν ἀγγέλων φοβοῦνται νὰ παρακύψουν. Διότι τὸν εἵλκυσε ὁ ποθούμενος Ἰησοῦς ποθώντας νὰ εἶναι τοῦτος πρῶτος διάκονος στοὺς οὐρανούς καὶ πολὺ προτιμότερος ἀπὸ τὰ λειτουργικὰ πνεύματα, καθὼς καὶ πρῶτος μάρτυρας τῆς ἀθλήσεως. Γιὰ μᾶς λοιπὸν ἀνοίχθηκαν δι’ αὐτοῦ οἱ οὐρανοί κι’ ἐμᾶς καθάρισε διὰ τοῦ Ἑαυτοῦ του διότι δὲν χρειαζόταν ὁ ἴδιος κάθαρσι ἡ ἄνοιγμα.

Καὶ εἶδε ὁ Ἰωάννης, γιὰ νὰ μπορῆ νὰ λέγη ὕστερα πρὸς τοὺς ἐρωτῶντες, «κι’ ἐγώ εἶδα κι’ ἐμαρτύρησα, ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ»· εἶδε λοιπὸν ὁ Ἰωάννης τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ κατεβαίνη σὰν περιστερὰ καί νά ἔρχεται σ’ αὐτόν . Μαρτυρεῖ δὲ καὶ τῆς περιστερᾶς τὸ εἶδος τὴν καθαρότητα αὐτοῦ πρὸς τὸν ὁποῖο κατέβηκε· διότι τοῦτο τὸ ζῶο δὲν πετᾶ ἐπάνω ἀπὸ ἀκαθάρτους καὶ δυσώδεις τόπους· συνεπιβεβαιώνει δὲ καὶ μὲ τὴ φωνὴ τοῦ Πατρὸς ἀπὸ ἄνω· «καὶ ἰδού», λέγει, δηλαδὴ μαζί μὲ τὸ εἶδος τῆς περιστερᾶς, καὶ «φωνὴ ἀκούεται ἀπό τούς οὐρανούς ποὺ λέγει, τοῦτος εἶναι ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, τὸν ὁποῖο ἐξέλεξα» , τοῦτος ποὺ τώρα δεικνύει τὸ Πνεῦμα μου ποὺ κατῆλθε καὶ μένει ἐπάνω του σὰν στὸν συναΐδιον Υἱό μου. Πραγματικὰ ὁ Πατήρ, χρησιμοποιώντας σὰν δάκτυλο τὸ συναΐδιο καὶ ὁμοούσιο καὶ ὑπερουράνιο Πνεῦμα του, φωνάζοντας καὶ δακτυλοδεικτώντας μαζί, ἀπέδειξε δημόσια καὶ ἐκήρυξε σὲ ὅλους ὅτι ὁ βαπτιζόμενος τότε ἀπὸ τὸν Ἰωάννη στὸν Ἰορδάνη εἶναι ὁ ἀγαπητὸς του Υἱός.

Τὸ Πνεῦμα δὲν ἐφάνηκε μόνο σὰν πατρικὸς δάκτυλος μὲ τὸν ὁποῖο δακτυλοδεικτοῦσε, ἀλλὰ κατέβηκε καὶ ἕως αὐτόν τὸν δεικνυόμενο μὲ τὸν πατρικὸ δάκτυλο σὰν γιὰ νὰ τὸν ψεύση, καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ διέμεινε ἐπάνω σ’ αὐτὸν διότι, λέγει, «ἐμαρτύρησε ὁ Ἰωάννης ὅτι, εἶδα τὸ Πνεῦμα νὰ κατεβαίνη σὰν περιστερὰ ἀπὸ τὸν οὐρανό καὶ ἔμεινε ἐπάνω σ’ αὐτόν». Καὶ δὲν ἔμεινε μόνο ἐπάνω σ’ αὐτόν (καὶ μάρτυς εἶναι πάλι ὁ ἴδιος ποὺ λέγει, «ἀπὸ τὸ πλήρωμά του ἐλάβαμε ὅλοι ἐμεῖς»), ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ φανερὰ κάθοδο ἦταν μέσα σ’ αὐτόν ἀφανῶς· τοῦτο ἄλλωστε μαρτυρεῖται καὶ ἀπό τούς ἀσώματους καὶ οὐράνιους ἀγγέλους, ἀπό τούς ὁποίους ὁ μὲν ἕνας λέγει πρὸς τὴν γυναῖκα ποὺ τὸν συνελάμβανε μὲ παρθενία «ὅτι τὸ ἅγιο Πνεῦμα θὰ ἐπέλθη σὲ σένα», ὁ δὲ ἄλλος πρὸς τὸν Ἰωσήφ γι’ αὐτήν, «ὅτι τὸ παιδὶ ποὺ ἔχει γεννηθῆ μέσα της προέρχεται ἀπὸ ἅγιο Πνεῦμα».

Ἐπειδὴ λοιπὸν αὐτά δὲν κηρύττονται ὡς ἁπλῆ συνάφεια, ἀλλὰ εἶναι καὶ κάποια ἀλληλουχία ὑπερφυὴς καὶ διηνεκὴς συγχρόνως, τελεία καὶ ἀσύγχυτη, ἔτσι καὶ αὐτός ἀναδεικνύεται γιὰ μᾶς ἕνας Θεὸς μὲ τρισυπόστατη καὶ παντοδύναμη θεότητα, ποὺ φανερώνεται ὅποτε καὶ ὅπως εὐδόκησε μόνος του, Πατὴρ ὑπερουράνιος, Υἱός ὁμοούσιος, Πνεῦμα ἅγιο ἐκπορευόμενο ἀπὸ τὸν Πατέρα καί ἀναπαυόμενο στὸν Υἱό, ποὺ καὶ τὴν ἕνωσι ἔχει ἀσύγχυτη καὶ τὴ διαίρεσι ἀμέριστη. Διότι δύο εἶναι αὐτοί ποὺ μαρτυροῦν, ὁ δὲ μαρτυρούμενος ἕνας· μαρτυροῦν δὲ καὶ τὴν θεότητά τους καὶ τὴν συμφυΐα μεταξύ τους καὶ τὴ διακρισι· τὴν μὲν θεότητα ἀπὸ τὴν ὑπερβατικὴ δεσποτεία, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐσχίσθηκαν ὅλοι οἱ οὐρανοί συγχρόνως, τὴν δὲ συμφυΐα ἀπὸ τὴν ἄκρα καὶ διηνεκῆ συνάφεια καὶ τὴν συμφωνία, τὴν δὲ διάκρισι διὰ τῆς διαφοροποιήσεως καὶ τῆς σχέσεως τῶν ὑποστατικῶν ὀνομάτων.

Ἀνεβάζεται μάλιστα καὶ τὸ ἀπό μᾶς πρόσλημμα πρὸς ἐκεῖνο τὸ ἀξίωμα, ἀφοῦ ὑπάρχει ἀχωρίστως μαζὶ μὲ τὸν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὥστε καὶ μετὰ τὴν ἐνανθρώπησί του οἱ προσκυνητὲς καὶ φωτιστικὲς ὑποστάσεις νὰ εἶναι τρεῖς, στὶς ὁποῖες ἐμεῖς πιστεύουμε καὶ βαπτιζόμαστε, τὸν μὲν παλαιὸ ἄνθρωπο ἐκδυόμενοι μὲ τὸ θεῖο βάπτισμα, ἐνδυόμενοι δὲ τὸν Χριστό, τὸν νέο Ἀδάμ, ὁ Ὁποῖος κατέστησε νέα τὴν ἔνοχη φύσι μας, ἀφοῦ τὴν παρέλαβε ἀπὸ παρθενικὰ αἵματα ὅπως εὐδόκησε, καὶ τὴν ἐδικαίωσε δι’ Ἑαυτοῦ καὶ ἔπειτα ὅλους ὅσοι προῆλθαν κατὰ πνεῦμα ἀπὸ αὐτόν τούς ἐλευθέρωσε ἀπὸ ἐκείνη τὴν προγονικὴ κατάρα καὶ καταδίκη.

Τί λοιπόν; Ἐπειδὴ βέβαια ὁ μονογενὴς Υἱός τοῦ Θεοῦ δὲν ἔλαβε ἀπὸ ἐμᾶς ὑπόστασι, ἀλλὰ τὴν φύσι μας τὴν ὁποία ἀνεκαίνισε, ἀφοῦ ἑνώθηκε μὲ αὐτήν κατὰ τὴν ἰδικὴ του ὑπόστασι, δὲν μεταδίδει ἀπὸ τὴ χάρι του καὶ στὴν καθεμία ἀπό τίς ὑποστάσεις μας καὶ δὲν λαμβάνει ἀπὸ αὐτόν ὁ καθένας τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτημάτων του; Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ κάμη ἀλλοιῶς αὐτός ποὺ «θέλει νὰ σωθοῦμε ὅλοι», αὐτός ποὺ «ἀφοῦ ἔκλινε τοὺς οὐρανούς κατῆλθε» ὑπὲρ ὅλων, καὶ πού, ἀφοῦ μὲ ἔργα καὶ λόγια καὶ παθήματα μᾶς ὑπέδειξε ὁδό σωτηρίας, ἀνῆλθε στοὺς οὐρανούς ἀπὸ ὅπου ἕλκει τοὺς πιστούς του; Ἀλλὰ τὴν μὲν φύσι, ποὺ τὴν ἀνακαίνισε ἀφοῦ τὴν προσέλαβε γιὰ μᾶς ἀπό μᾶς, τὴν ἔδειξε ἁγιασμένη καὶ δικαιωμένη, καὶ ὑπήκοο καθ’ ὅλα στὸν Πατέρα, μὲ ὅσα αὐτός ἔπραξε κι’ ἔπαθε κατὰ τὸ θέλημά του ἑνωμένος πρὸς αὐτήν κατὰ τὴν ὑπόστασι· ἀνακαίνισε δὲ τοῦ καθενὸς ἀπό μᾶς ποὺ πιστεύουμε σ’Αὐτόν, ὄχι μόνο τὴ φύσι, ἀλλὰ καὶ τὴν ὑπόστασι, καὶ μᾶς ἐχάρισε τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτημάτων διὰ τοῦ θείου βαπτίσματος, διὰ τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν του, διὰ τῆς μετανοίας ποὺ ἐχάρισε στοὺς πταῖστες, καὶ διὰ τῆς μεταδόσεως τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματός του.

Μὲ τὸ νὰ εἴπη δὲ ὁ Πατὴρ ἀπὸ ἄνω περὶ τοῦ βαπτισθὲντος κατὰ σάρκα «αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στὸν ὁποῖο εὐαρεστοῦμαι», ἔδειξε ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τὰ ἀλλὰ ποὺ ἐλέχθηκαν πρωτύτερα διὰ τῶν προφητῶν, οἱ νομοθεσίες, οἱ ἐπαγγελίες, οἱ υἱοθεσίες, ἦσαν ἀτελῆ καὶ δὲν ἐλέχθηκαν οὔτε ἐτελέσθηκαν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τούτου, ἀλλὰ ἀπέβλεπαν πρὸς τὸν τωρινὸ σκοπὸ καὶ διὰ τοῦ τελεσθέντος τώρα ἐτελειώθηκαν κι’ ἐκεῖνα. Καὶ τί περιορίζομαι στὶς διὰ τῶν προφητῶν νομοθεσίες, τὶς ἐπαγγελίες, τὶς υἱοθεσίες; Διότι καὶ ἡ κατὰ τὴν ἀρχὴ θεμελίωσις τοῦ κόσμου πρὸς τοῦτον ἔβλεπε, τὸν κάτω μὲν βαπτιζόμενο ὡς υἱό ἀνθρώπου, ἀπὸ ἐπάνω δὲ μαρτυρούμενο ἀπὸ τὸ Θεὸ ὡς μόνο ἀγαπητὸ Υἱό, γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγιναν τὰ πάντα καὶ διὰ τοῦ ὁποίου ἔγιναν τὰ πάντα, ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος.

Ἑπομένως καὶ ἡ ἐξ ἀρχῆς δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου γι’ αὐτόν ἔγινε, ἀφοῦ ἐπλάσθηκε κατὰ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μπορέση κάποτε νὰ χωρέση τὸ ἀρχέτυπο· καὶ ὁ νόμος στὸν παράδεισο γι’ αὐτόν ἐδόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ· διότι δὲν θά τὸν ἔθετε ὁ νομοθέτης, ἂν ἐπρόκειτο νὰ μείνη ἀπραγματοποίητος διαπαντός. Καὶ τὰ ἔπειτα ἀπὸ αὐτόν λεχθέντα καὶ τελεσθέντα ὅλα σχεδὸν γι’ αὐτόν ἔγιναν, ἂν δὲν εἴπη κανεὶς καλῶς ὅτι καὶ ὅλα τὰ ὑπερκόσμια, οἱ ἀγγελικὲς φύσεις καὶ τάξεις δηλαδὴ καὶ οἱ ἐκεῖ θεσμοθεσίες, πρὸς τοῦτον τὸ σκοπὸ τείνουν ἀπὸ τὴν ἀρχή, δηλαδὴ πρὸς τὴν θεανδρική οἰκονομία, τὴν ὁποία καὶ ὑπηρέτησαν, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἕως τὸ τέλος. Διότι εὐδοκία εἶναι τὸ κυριαρχικὸ καὶ ἀγαθὸ καὶ τέλειο θέλημα τοῦ Θεοῦ· αὐτός δὲ εἶναι ὁ μόνος, στὸν ὁποῖο εὐδοκεῖ καὶ ἐπαναπαύεται καὶ ἀρέσκεται τελείως ὁ Πατήρ, «ὁ θαυμαστός του σύμβουλος, ὁ ἄγγελος τῆς μεγάλης βουλῆς του», αὐτός ποὺ ἀκούει καὶ ὁμιλεῖ ἀπὸ τὸν Πατέρα του καὶ παρέχει στοὺς εὐπειθεῖς ζωὴ αἰώνια.

Αὐτήν εἴθε νὰ ἐπιτύχωμε ὅλοι ἐμεῖς μέσα σ’ αὐτόν τὸν βασιλέα τῶν αἰώνων Χριστό, στὸν Ὁποῖο πρέπει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις μαζί μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

Ἀπόσπασμα ὁμιλίας εἰς τά Ἅγια Φῶτα

Ἀπόσπασμα ὁμιλίας εἰς τά Ἅγια Φῶτα

Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου

Μέ τήν γέννησιν λοιπόν ἔχομεν προεορτάσει τά πρέποντα καί ἐγώ ὁ ὁποῖος προεξάρχω εἰς τήν ἑορτήν καί σεῖς καί ὅλα τά ἐγκόσμια καί τά ὑπερκόσμια ὄντα. Ἔχομεν τρέξει μαζί μέ τόν ἀστέρα καί ἔχομεν προσκυνήσει μαζί μέ τούς μάγους, (Ματθ. 2, 10), ἔχομεν φωτισθῆ μαζί μέ τούς ποιμένας (Λουκ. 2, 7) καί ἔχομεν δοξάσει μαζί μέ τούς ἀγγέλους, τόν ἔχομεν δεχθῆ εἰς τάς ἀγκάλας μας μαζί μέ τόν Συμεών (Λουκ. 2, 13 ἑ). Καί τόν ἔχομεν δοξολογήσει μαζί μέ τήν ἀξιοσέβαστον καί σώφρονα ἐκείνην Ἄννα (Λουκᾶ. 2, 36 ἑ ). Καί ὀφείλεται εὐγνωμοσύνη εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἦλθε κατά τρόπον ξένον πρός τήν φύσιν του εἰς τόν ἰδικόν του τόπον, διότι ἐδόξασε τόν ξένον. Τώρα δέ πρόκειται δι᾿ ἄλλην πρᾶξιν τοῦ Χριστοῦ καί δι᾿ ἄλλο μυστήριον.

Δέν ἠμπορῶ νά συγκρατήσω τήν χαράν μου. Νιώθω νά γεμίζω ἀπό Θεόν. Λίγο ἀκόμη καί θά ἀρχίσω νά κηρύσσω τήν εὐχάριστον ἀγγελίαν, ὅπως ὁ Ἰωάννης, ἔστω καί ἄν δέν εἶμαι πρόδρομος, πάντως θά τό κάμω ἀπό τήν ἐρημίαν. Ὁ Χριστός φωτίζεται, ἄς φωτισθῶμεν μαζί του.

Ὁ Χριστός βαπτίζεται, ἄς κατέβωμεν μαζί του (εἰς τόν ποταμόν) διά νά ἀνέβωμεν καί μαζί του. Ὁ Ἰησοῦς βαπτίζεται. Θά πρέπει νά προσέξωμεν μόνον τό βάπτισμα ἤ καί ὅλα τά ἄλλα; Δηλαδή ποῖος ἦτο, ἀπό ποῖον ἐβαπτίσθη καί πότε ἐβαπτίσθη; Ὅτι ἦτο καθαρός, ὅτι ἐβαπτίσθη ἀπό τόν Ἰωάννην καί ὅτι μετά ἤρχισε τά θαύματα; Διά νά μάθωμεν τί καί διά νά διαπαιδαγωγηθῶμεν εἰς τί; Ὅτι α) πρέπει νά καθαριζώμεθα προηγουμένως, β) νά εἴμεθα ταπεινόφρονες καί γ) νά κηρύσσωμεν μόνον ὅταν εἴμεθα ὁλοκληρωμένοι κατά τήν πνευματικήν καί σωματικήν ἡλικίαν. Τό πρῶτον (πρέπει νά τό εἴπωμεν) πρός ἐκείνους οἱ ὁποῖοι σκοπεύουν νά βαπτισθοῦν, ἐνῶ δέν ἔχουν προηγουμένως προετοιμασθῆ καί ἐνῶ δέν παρέχουν ἐγγυήσεις μέ τήν συνήθειάν των νά πράττουν τό καλόν, ὅτι ἡ λύτρωσίς των θά παραμείνῃ σταθερά. Διότι ἐάν τό χάρισμα (διότι πράγματι εἶναι χάρισμα) παρέχει ἄφεσιν τῶν παρελθόντων, τότε εἶναι περισσότερον ταιριαστόν πρός τήν εὐσέβειαν τό νά μήν ξαναγυρίσωμεν εἰς ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔχομεν ἐμέσει. Τό δεύτερον ἀναφέρεται εἰς εκείνους οἱ ὁποῖοι ὑπερηφανεύονται ἔναντι τῶν ἱερέων, ἄν εἶναι κάπως ἀνώτεροι ἀπό αὐτούς. Τό τρίτον δέ πρός ἐκείνους οἱ ὁποῖοι βασίζονται εἰς τόν νεανικόν των ἐνθουσιασμόν καί νομίζουν ὅτι ἡ κάθε περίστασις εἶναι κατάλληλος διά διδασκαλίαν ἤ κατάληψιν τῆς πρωτοκαθεδρίας.

Ὁ Ἰησοῦς ὑποβάλλεται εἰς κάθαρσιν καί σύ τήν περιφρονεῖς; (Καθαρίζεται) ὑπό τοῦ Ἰωάννου, καί σύ ἐπαναστατεῖς ἐναντίον τοῦ κήρυκός σου; Καθαρίζεται ὅταν εἶναι ἤδη τριάκοντα ἐτῶν, καί σύ προτοῦ κἄν βγάλῃς γένεια διδάσκεις τούς γέροντας ἤ τοὐλάχιστον νομίζεις ὅτι τούς διδάσκεις, ἐνῷ οὔτε ἡ ἡλικία οὔτε καί, ἐνδεχομένως, ἡ συμπεριφορά σου σέ κάνουν ἄξιον σεβασμοῦ; Εἰς τήν περίπτωσιν αὐτήν δέ ἔρχονται εἰς τήν γλῶσσαν τά παραδείγματα τοῦ Δανιήλ καί τῶν ἄλλων νέων κριτῶν, ἐπειδή καθένας ὁ ὁποῖος ἀδικεῖ, εὔκολα βρίσκει δικαιολογίας. Δέν ἀποτελεῖ ὅμως νόμον τῆς Ἐκκλησίας ἐκεῖνο τό ὁποῖον εἶναι κάτι σπάνιον, ὅπως τήν ἄνοιξιν δέν τήν φέρει ἕνα μόνον χελιδόνι, ὅπως δέν κάνει καί μία μόνον γραμμή τόν γεωμέτρην, ἤ ἕνα μόνον ταξίδι τόν ναυτικόν.

Ὁ Ἰωάννης ὅμως βαπτίζει καί ἔρχεται νά βαπτισθῇ ὁ Ἰησοῦς, διά νά ἁγιάσῃ μέν ἐνδεχομένως καί τόν βαπτιστήν, ὅπως εἶναι δέ καταφανές, διά νά θάψῃ μέσα εἰς τό ὕδωρ ὅλον τόν παλαιόν Ἀδάμ καί νά ἁγιάσῃ πρίν ἀπ᾿ αὐτούς καί χάριν αὐτῶν τόν Ἰορδάνην. Ὅπως δέ ὁ ἴδιος ἦταν πνεῦμα καί σάρξ, ἔτσι δίδει τήν πνευματικήν ὁλοκλήρωσιν μέ Πνεῦμα καί ὕδωρ. Ὁ βαπτιστής δέν δέχεται καί ὁ Ἰησοῦς ἀγωνίζεται (νά τόν πείσῃ). «Ἐγώ ἔχω ἀνάγκην νά βαπτισθῶ ἀπό σένα» λέγει ὁ λύχνος εἰς τόν Ἥλιον, ἡ φωνή εἰς τόν Λόγον, ὁ φίλος εἰς τόν Νυμφίον, ὁ ἀνώτερος ἀπό κάθε ἄλλο γέννημα γυναικός (Ματθ. 11, 11) εἰς τόν Πρωτότοκον ὁλοκλήρου τῆς δημιουργίας (Κολ. 1, 15), ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐσκίρτησεν ἐνῶ εὑρίσκετο μέσα εἰς τήν κοιλίαν εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐπροσκυνήθη μέσα εἰς τήν κοιλίαν, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος προέτρεξε καί ὁ ὁποῖος θά προτρέξῃ εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐφάνη καί θά φανῇ. «Ἐγώ ἔχω ἀνάγκην νά βαπτισθῶ ἀπό σένα» – πρόσθεσε καί «δι᾿ ἐσέ» (διότι ἐγνώριζεν ὅτι ἐπρόκειτο νά βαπτισθῇ μέ τό μαρτύριον) ἤ, ὅπως ὁ Πέτρος, τό ὅτι θά καθαρίσῃς ὄχι μόνον τούς πόδας – «καί σύ ἔρχεσαι πρός ἐμέ; » (Ματθ. 3, 14). Καί τοῦτο εἶναι προφητικόν. Διότι ἐγνώριζεν ὅτι ὅπως μετά τόν Ἡρώδην ἐπρόκειτο νά καταληφθῇ ἀπό μανίαν ὁ Πιλᾶτος, ἔτσι καί μετά ἀπ᾿ αὐτόν, ὁ ὁποῖος θά ἔφευγε προηγουμένως, θά ἀκολουθοῦσε ὁ Ἰησοῦς. Τί δέ λέγει ὁ Ἰησοῦς; «Ἄφησε τώρα τάς ἀντιρρήσεις» (Ματθ. 3, 15), διότι αὐτό ἀπαιτοῦσε τό θεῖον σχέδιον. Διότι ἐγνώριζεν ὅτι μετ᾿ ὀλίγον ἐπρόκειτο νά βαπτίσῃ αὐτός τόν βαπτιστήν. Τί δέ εἶναι τό φτυάρι (Ματθ. 3, 12); Ἡ κάθαρσις. Τί εἶναι δέ τό πῦρ (Ματθ. 3, 10); Τό κάψιμον κάθε ἀνοήτου πράγματος καί ἡ ἀναζωπύρωσις τοῦ πνεύματος. Τί εἶναι δέ ἡ ἀξίνη; Τό κόψιμον τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία, ἀφοῦ ἔχει γεμίσει μέ ἀκαθαρσίας, ἔχει καταστῆ ἀθεράπευτος. Τί εἶναι δέ ἡ μάχαιρα (Ματθ. 10, 34); Ἡ τομή τήν ὁποίαν κάνει ὁ Λόγος καί ἡ ὁποία ξεχωρίζει τό κακόν ἀπό τό καλόν καί τόν πιστόν ἀπό τόν ἄπιστον καί ἡ ὁποία κάνει τόν υἱόν καί τήν θυγατέρα καί τήν νύμφην νά ἐπαναστατοῦν κατά τοῦ πατρός καί τῆς μητρός καί τῆς πενθερᾶς (Ματθ. 10, 35), καί τά νέα καί πρόσφατα (νά ἐπαναστατοῦν) κατά τῶν παλαιῶν τά ὁποῖα εἶναι σκιώδη. Τί εἶναι δέ τό κορδόνι τοῦ ὑποδήματος (Ματθ. 3, 11), τό ὁποῖον δέν ἠμπορεῖς νά λύσῃς σύ ὁ ὁποῖος βαπτίζεις τόν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος ἔζησες εἰς τήν ἐρημίαν μέ νηστείαν, ὁ νέος Ἠλίας, ὁ ὁποῖος εἶσαι κάτι ἀνώτερον καί ἀπό προφήτην (Ματθ. 11, 9), ἐφόσον εἶδες καί ἐκεῖνον τόν ὁποῖον εἶχες προφητεύσει καί ὁ ὁποῖος συνδέεις τήν Παλαιάν μέ τήν Καινήν Διαθήκην; Τί εἶναι τοῦτο; Ἐνδεχομένως ὁ λόγος περί τῆς ἐλεύσεως εἰς τήν γῆν καί περί τῆς σαρκός, τοῦ ὁποίου καί τό ἐλάχιστον ἀκόμη τμῆμα εἶναι ἀδύνατον νά γίνῃ κατανοητόν, ὄχι μόνον εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀκόμη σαρκικόν φρόνημα καί εἶναι ἀκόμη νήπια εἰς τόν Χριστιανισμόν, ἀλλά καί εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι διαθέτουν τό Πνεῦμα τοῦ Ἰωάννου.

Ἀλλά καί ἀνεβαίνει ἀπό τό ὕδωρ ὁ Ἰησοῦς. Ἀνεβάζει δέ μαζί του καί τόν κόσμον καί βλέπει νά σχίζωνται οἱ οὐρανοί, τούς ὁποίους ὁ Ἀδάμ εἶχε κλείσει διά τόν ἑαυτόν του καί διά τούς ἀπογόνους του, ὅπως εἶχε κλείσει καί μέ τήν μάχαιραν τοῦ πυρός τόν Παράδεισον (Γεν. 3, 24). Καί τό Πνεῦμα μαρτυρεῖ τήν Θεότητα (διότι τό ὅμοιον σπεύδει πρός τό ὅμοιον) καί ἡ φωνή ἀπό τούς οὐρανούς (Ματθ. 3, 17) (διότι ἀπ᾿ ἐκεῖ προερχόταν ἐκεῖνος διά τόν ὁποῖον ἐδίδετο ἡ μαρτυρία). Ἐμφανίζεται δέ ὡσάν περιστέρι (Λουκ. 3, 22) (διότι τιμᾷ τό σῶμα, ἀφοῦ καί αὐτό γίνεται Θεός μέ τήν θέωσιν, ὅταν αὐτή θεωρῆται ἀπό τήν πλευράν τοῦ σώματος) καί λόγῳ τοῦ ὅτι εἶναι ἀπό πολύ παλαιά συνηθισμένο νά φέρῃ τήν εὐχάριστον ἀγγελίαν τῆς παύσεως τοῦ κατακλυσμοῦ τό περιστέρι (Γεν. 8, 10 ἑ). Ἐάν δέ κρίνῃς τήν θεότητα μέ ὄγκους καί μέ σταθμά, καί διά τόν λόγον αὐτόν σοῦ φαίνεται μικρόν τό Πνεῦμα, ἐπειδή παρουσιάζεται μέ μορφήν περιστεριοῦ, ὦ ἀνόητε καί μικρόψυχε διά τά πιό μεγάλα, εἶναι καιρός νά δυσφημίσῃς καί τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἐπειδή παρομοιάζεται μέ ἕνα σπειρί ἀπό σινάπι (Ματθ. 13, 31 ἑ), καί νά ὑπερυψώνῃς τόν διάβολον πιό πολύ ἀπό τήν μεγαλειότητα τοῦ Ἰησοῦ, ἐπειδή αὐτός μέν ὀνομάζεται βουνό μέγα (Ζαχ. 4, 7) καί Λεβιάθαν καί βασιλεύς ὅσων εὑρίσκονται εἰς τά ὕδατα ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς ὀνομάζεται ἀρνίον (Ἰω. 1, 29) καί μαργαρίτης (Ματθ. 13, 46) καί σταγών καί ἄλλα παρόμοια.

Ἐπειδή δέ σήμερα πανηγυρίζομεν τό βάπτισμα καί πρέπει νά κακοπαθήσωμεν ὀλίγον πρός χάριν ἐκείνου ὁ ὁποῖος πρός χάριν μας ἔγινεν ὅπως ἐμεῖς καί ἐβαπτίσθη καί ἐσταυρώθη, ἄς ἐξετάσωμεν φιλοσοφικά κάτι σχετικόν μέ τήν διαφοράν τῶν βαπτισμάτων, διά νά φύγωμεν ἀπ᾿ ἐδῶ καθαρισμένοι. Ὁ Μωϋσῆς ἐβάπτισεν εἰς τό ὕδωρ καί πρίν ἀπ᾿ αὐτό εἰς τήν νεφέλην καί εἰς τήν θάλασσαν (Ἐξ. 14, 23). Αὐτό δέ ἀποτελοῦσε σύμβολον, ὅπως πιστεύει καί ὁ Παῦλος. Ἡ θάλασσα τοῦ νεροῦ, ἡ νεφέλη τοῦ Πνεύματος, τό μάννα τοῦ ἄρτου τῆς ζωῆς, καί τό ὕδωρ, τό ὁποῖον ἔπιναν, τοῦ οὐρανίου ποτοῦ (Α´ Κορ. 10, 1 ἑ). Καί ὁ Ἰωάννης ἐβάπτισεν, ἀλλά ὄχι τελείως ἰουδαϊκά, ἐπειδή δέν ἐβάπτισεν μόνον εἰς τό ὕδωρ ἀλλά καί εἰς τήν μετάνοιαν. Ὄχι ὅμως καί ὁλότελα πνευματικά, ἐπειδή δέν προσθέτει καί τό «εἰς τό Πνεῦμα». Βαπτίζει καί ὁ Ἰησοῦς, ἀλλά εἰς τό Πνεῦμα. Αὐτό εἶναι ἡ τελειότης. Καί πῶς δέν εἶναι Θεός, διά νά γίνω καί λίγο παράτολμος, ἐκεῖνος ἀπό τόν ὁποῖον θά γίνῃς καί σύ Θεός; Γνωρίζω καί τέταρτον βάπτισμα, τό βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου καί τοῦ αἵματος, εἰς τό ὁποῖον ἐβαπτίσθη καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, καί τό ὁποῖον εἶναι πολύ πιό ἀξιοσέβαστον ἀπό τά ἄλλα, καθόσον δέν μολύνεται ἀπό μεταγενέστερα ἁμαρτήματα. Γνωρίζω καί πέμπτον ἀκόμη, τό βάπτισμα τῶν δακρύων, τό ὁποῖον εἶναι ἀκόμη πιό ἐπίπονον, ὅπως «ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος βρέχει κάθε νύκτα τό κρεββάτι καί τά στρώματά του μέ δάκρυα» (Ψαλ. 6, 7), τοῦ ὁποίου «αἱ πληγαί τῆς κακίας μυρίζουν ἄσχημα καί ἔχουν σαπίσει» (Ψαλ. 37, 6), ὁ ὁποῖος «πενθεῖ καί βαδίζει μέ σκυμμένο κεφάλι» (Αὐτόθι 7) καί ὁ ὁποῖος μιμεῖται τήν ἐπιστροφήν τοῦ Μανασσῆ καί τήν ταπείνωσιν τῶν κατοίκων τῆς Νινευΐ, ἡ ὁποία τούς ἐξησφάλισε τήν συγχώρησιν ( Ἰων. 3, 5), ὁ ὁποῖος, ἀκόμη, λέγει αὐτά τά ὁποῖα εἶπεν ὁ τελώνης εἰς τόν ναόν καί ἐκέρδισε τήν συγχώρησιν ἀντί διά τόν καυχησιάρην φαρισαῖον (Λουκ. 18, 13 ἑ), καί ὁ ὁποῖος σκύβει μέ ταπείνωσιν, ὅπως ἡ Χαναναία (Ματθ. 15, 22 ἑ), καί ζητεῖ νά τόν εὐσπλαχνισθοῦν καί νά τοῦ δώσουν ὡς τροφήν ψίχουλα, τήν τροφήν δηλαδή τήν ὁποίαν τρώγει ὁ σκύλος ὅταν εἶναι πολύ πεινασμένος.

Ἐγώ μέν λοιπόν (ἐπειδή ὁμολογῶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζῶον εὐμετάβλητον καί μεταβλητῆς φύσεως) καί τοῦτο τό δέχομαι μέ προθυμίαν, καί προσκυνῶ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος τό ἔδωσε, καί τό δίδω καί εἰς τούς ἄλλους, καί προσφέρω φιλανθρωπίαν ἔναντι τῆς φιλανθρωπίας ἡ ὁποία μοῦ προσφέρεται. Διότι γνωρίζω ὅτι καί ἐγώ εἶμαι ἄνθρωπος ἀδύνατος, καί ὅτι μέ ὅποιο μέτρο θά κρίνω μέ τό ἴδιο θά κριθῶ (Ματθ. 7, 2). Σύ δέ τί λέγεις καί τί νόμους βγάζεις, ὦ νέε φαρισαῖε, ὁ ὁποῖος εἶσαι καθαρός μέν ὡς πρός τό ὄνομα ἀλλά ὄχι καί ὡς πρός τήν ψυχικήν διάθεσιν, καί ὁ ὁποῖος, ἐνῶ εἶσαι τό ἴδιο ἀδύνατος μέ τούς ἄλλους, διακηρύσσεις μέ ἔπαρσιν τάς δοξασίας τοῦ Νοβάτου; Δέν δέχεσαι τήν μετάνοιαν; Δέν συγκινεῖσαι μέ τούς ὀδυρμούς; Δέν χύνεις οὔτε ἕνα δάκρυ; Μακάρι νά μήν συναντήσῃς οὔτε σύ τέτοιον κριτήν. Δέν σέβεσαι τήν φιλανθρωπίαν τοῦ Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος πῆρε τάς ἀδυναμίας μας καί ἐσήκωσε τάς ἀσθενείας μας (Πρβλ. Ἠσ. 53, 4), ὁ ὁποῖος ἦλθε ὄχι διά τούς δικαίους, ἀλλά διά νά μετανοήσουν οἱ ἁμαρτωλοί (Λουκ. 5, 32), ὁ ὁποῖος «θέλει τήν εὐσπλαγνίαν περισσότερον ἀπό τήν θυσίαν» (Ὠσ. 6, 6), ὁ ὁποῖος συγχωρεῖ τά ἁμαρτήματα ἑβδομήντα ἑπτά φοράς (Ματθ. 18, 22); Πόσο ἀξιομακάριστη θά ἦταν ἡ ὑψηλοφροσύνη σου, ἄν ἦταν καθαρότης καί ὄχι ἀνόητη κενοδοξία, ἡ ὁποία θέτει νόμους ἀνωτέρους ἀπό τάς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου καί ἀντικαθιστᾷ τήν μετάνοιαν μέ τήν ἀπόγνωσιν. Διότι τό ἴδιο κακά εἶναι καί ἡ χωρίς σωφροσύνην συγχώρησις καί ἡ χωρίς συγχώρησιν καταδίκη, ἐπειδή ἡ μέν πρώτη ἀφήνει τελείως ἐλεύθερα τά χαλινάρια ἐνῶ ἡ δευτέρα προκαλεῖ ἀπόγνωσιν μέ τήν σκληρότητά της. Δεῖξέ μου τήν καθαρότητά σου, καί τότε θά δεχθῶ νά ὑπερηφανεύεσαι. Τώρα ὅμως φοβοῦμαι μήπως, ἐνῶ εἶσαι γεμᾶτος ἀπό πληγάς, βάλης μέσα ἐκεῖνο τό ὁποῖον παραμένει ἀθεράπευτον. Οὔτε δέχεσαι μετανοημένον τόν Δαβίδ, ὁ ὁποῖος μέ τήν μετάνοιάν του διετήρησε τό προφητικόν του χάρισμα; Οὔτε τόν Πέτρον τόν μεγάλον, ὁ ὁποῖος ἔπαθε κάτι ἀνθρώπινον κατά τήν διάρκειαν τοῦ σωτηρίου πάθους (Ματθ. 26, 70); Ὁ Ἰησοῦς δέ τόν ἐδέχθη καί μέ τήν τριπλῆν ἐρώτησιν καί τήν τριπλῆν ὁμολογίαν ἐθεράπευσε τήν τριπλῆν ἄρνησιν (Ἰω. 21, 15-17). Ἤ δέν δέχεσαι οὔτε ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐτελειοποιήθη μέ τό αἷμα του; Καί αὐτό ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόμη δεῖγμα τῆς σκληρότητός σου. Οὔτε ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος παρενόμησεν εἰς τήν Κόρινθον (Α´ Κορ. 5, 1-13); Ὁ Παῦλος δέ ὑπέδειξεν ὡς ποινήν τήν ἀγάπην, ἐπειδή εἶδε τήν διόρθωσιν καί τό αἴτιον τῆς διορθώσεως, «διά νά μήν χαθῇ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶχεν ἁμαρτήσει ἀπό τήν ὑπερβολικήν ἐπιτίμησιν» (Β´ Κορ. 2, 7). Οὔτε ἐπιτρέπεις εἰς τάς νέας χήρας νά ὑπανδρεύωνται, ἐπειδή ἡ ἡλικία των εἶναι εὔκολον νά παρεκκλίνῃ πρός τήν ἁμαρτίαν; Αὐτό ὅμως τό ἐτόλμησεν ὁ Παῦλος (Α´ Τιμ. 5, 14), τοῦ ὁποίου σύ γίνεσαι διδάσκαλος, ὡσάν νά εἶχες ἀναβῆ μέχρι τόν τέταρτον οὐρανόν καί εἰς ἄλλον Παράδεισον, ὡσάν νά εἶχες ἀκούσει πιό ἀπόρρητα πράγματα, καί νά εἶχες ὁδηγήσει εἰς τό Εὐαγγέλιον μεγαλύτερον ἀριθμόν ἀνθρώπων.

Ἀλλά αὐτά δέν γίνονται μετά τό βάπτισμα, λέγει κάποιος. Ποία εἶναι ἡ ἀπόδειξις διά τοῦτο; Ἤ παρουσίαζε ἀποδείξεις, ἤ μήν κατακρίνῃς. Ἐάν δέ τό πρᾶγμα εἶναι ἀμφίβολον, ἄς ὑπερισχύῃ ἡ ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπον. Ἀλλά ὁ Νοβᾶτος, λέγει, δέν ἐδέχθη ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εἶχαν πέσει κατά τήν διάρκειαν τοῦ διωγμοῦ. Καί τί εἶναι αὐτό; Ἐάν μέν δέν εἶχαν μετανοήσει, τότε εἶχε δίκαιον, διότι οὔτε ἐγώ δέχομαι ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δέν μετανοοῦν, ἤ δέν μετανοοῦν ὅσο πρέπει, καί δέν παρουσιάζουν ὡς ἀντάλλαγμα διά τό κακόν τήν διόρθωσιν, καί ὅταν τούς δεχθῶ, τούς τοποθετῶ εἰς τήν ἀνάλογον θέσιν. Ἄν ὅμως δέν δέχεται ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν λυώσει ἀπό τά δάκρυα, δέν θά τόν μιμηθῶ. Καί διατί θά πρέπει νά ἀποτελέσῃ νόμον δι᾿ ἐμέ ἡ μισανθρωπία τοῦ Νοβάτου, ὁ ὁποῖος τήν μέν πλεονεξίαν, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ δευτέραν εἰδωλολατρίαν (Ἐφ. 5, 5), δέν τήν κατεδίκασε, ἐνῶ κατεδίκασε τόσον σκληρά τήν πορνεία, ὡσάν νά ἦτο ἄσαρκος καί ἀσώματος; Τί λέγετε; Σᾶς πείθομεν μέ τούς λόγους αὐτούς; Ἐμπρός, ἐλᾶτε μαζί μέ μᾶς, τούς ἀνθρώπους! Ἄς δοξολογήσωμεν μαζί τόν Κύριον. Ἄς μήν τολμήσῃ κανείς ἀπό σᾶς νά εἴπῃ, ἔστω καί ἄν ἔχῃ πολύ μεγάλην ἐμπιστοσύνην εἰς τόν ἑαυτόν του· «μή μέ ἀγγίσῃς διότι εἶμαι καθαρός» (Ἠσ. 65, 5), ἤ «καί ποῖος εἶναι ὅπως εἶμαι ἐγώ; ». Δῶστε καί σέ μᾶς ἀπό τήν λαμπρότητά σας. Ἀλλά δέν σᾶς πείθομεν; Τότε θά κλάψωμεν πρός χάριν σας. Αὐτοί μέν λοιπόν, ἄν μέν θέλουν, ἄς ἀκολουθήσουν τόν δρόμον μας καί τόν δρόμον τοῦ Χριστοῦ, ἄν δέ δέν θέλουν, τότε ἄς ἀκολουθήσουν τόν δρόμον των. Ἴσως εἰς ἐκεῖνον νά βαπτισθοῦν ἀπό τήν φωτίαν, τό τελευταῖον βάπτισμα καί τό πιό ἐπίπονον καί πιό μακροχρόνιον, τό ὁποῖον κατακαίει τήν ὕλην, ὡσάν χόρτον, καί ἐξαφανίζει τήν ματαιοδοξίαν κάθε κακίας.

Ἐμεῖς δέ ἄς τιμήσωμεν σήμερα τό βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ καί ἄς τό ἑορτάσωμεν σωστά μέ τό νά εὐφραινώμεθα πνευματικά καί ὄχι νά περιποιούμεθα τήν κοιλίαν μας. Θά εὐφρανθοῦμεν δέ μέ ποῖον τρόπον; «Λουσθῆτε διά νά καθαρισθῆτε» (Ἠσ. 1, 16). Ἄν μέν εἶσθε κόκκινοι ἀπό τήν ἁμαρτίαν καί ὀλιγώτερον κόκκινοι ἀπό τό αἷμα, τότε νά γίνετε λευκοί ὅπως τό χιόνι. Ἄν δέ εἶσθε κόκκινοι καί ἄνθρωποι γεμᾶτοι ἀπό αἵματα, τότε ἄς φθάσετε ἔστω καί τήν λευκότητα τοῦ μαλλιοῦ. Πάντως καθαρισθῆτε καί φροντίζετε νά καθαρίζεσθε, ἐπειδή μέ τίποτε ἄλλο δέν χαίρεται τόσον πολύ ὁ Θεός, ὅσο μέ τήν διόρθωσιν καί τήν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου, χάριν τοῦ ὁποίου ἔχουν λεχθῆ τά πάντα καί ἔχουν δοθῆ ὅλα τά μυστήρια, διά νά γίνετε φωτεινά ἀστέρια διά τόν κόσμον (Φιλιπ. 2, 15) καί δύναμις ζωτική διά τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Διά νά παρουσιασθῆτε ὡσάν τέλεια φῶτα εἰς τό μεγάλο φῶς, καί νά μυηθῆτε εἰς τήν φωταγωγίαν ἡ ὁποία πηγάζει ἀπό ἐκεῖ, παίρνοντες φῶς καθαρώτερον καί δυνατότερον ἀπό τήν Τριάδα, τῆς ὁποίας σήμερα ἔχετε ὑποδεχθῆ τήν μίαν αὐγήν ἀπό τήν Θεότητα, εἰς τό πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας, εἰς τόν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ ἐξουσία εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Εἰς τὰ Ἅγια Θεοφάνεια

Εἰς τὰ Ἅγια Θεοφάνεια

Ἁγίου Πρόκλου Πατριάρχου Κων/λεως

Φάνηκε ὁ Χριστός στόν κόσμο καί τόν ἄχαρο κόσμο στόλισε μ᾿ ἀπέραντη εὐφροσύνη. Σήκωσε πάνω Του τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, καί καταπάτησε γιά πάντα τόν ἐχθρό τοῦ κόσμου. Ἅγιασε τίς πηγές τῶν ὑδάτων καί φώτισε τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Θαύματα μίχθηκαν μέ μεγαλύτερα θαύματα. Σήμερα, ἀπό τή χαρά πού ἔφερε ὁ Σωτήρας μας Χριστός, χωρίστηκαν ἡ γῆ καί ἡ θάλασσα καί ἀπ᾿ ἄκρη ὡς ἄκρη γέμισε ὁ κόσμος εὐφροσύνη. Ἡ σημερινή γιορτή ἀποκαλύπτει μεγαλύτερα θαύματα ἀπό ἐκείνη τῆς Χριστουγεννιάτικης νυχτιᾶς. Γιατί κείνη τήν νύχτα πού μᾶς πέρασε χαιρότανε μονάχα ἡ γῆ, καθώς βάσταζε πάνω της στήν ἀγκαλιά τῆς φάτνης τόν Παντοκράτορα Θεό. Σήμερα ὅμως, πού γιορτάζουμε τά Θεοφάνεια, εὐφραίνεται μαζί της καί ἡ θάλασσα. Καί εὐφραίνεται γιατί διά μέσου τοῦ Ἰορδάνη λαβαίνει μέρος καί αὐτή στήν εὐλογία τοῦ ἁγιασμοῦ.

Στήν γιορτή τῆς θείας Γέννησης ὁ Θεός φάνηκε βρέφος μικρό, νιογέννητο, δείχνοντας ἔτσι τή δική μας νηπιότητα. Σήμερα ὅμως τόν βλέπουμε τέλειο ἄνθρωπο, τέλειο Υἱό, ἀπό τέλειο Πατέρα γεννημένον. Ἐκεῖ φανέρωσε τό θεῖο βρέφος τό ἀστέρι πού ἀνέτειλε ἀπό τήν ἀνατολή, καί ἐδῶ ὁμολογεῖ γι᾿ Αὐτόν ἀπό τόν οὐρανό ὁ Θεός Πατέρας, ἀπό τόν Ὁποῖον γεννήθηκε πρό τῶν αἰώνων. Ἐκεῖ Τοῦ πρόσφεραν -ὡσάν σέ βασιλιά- δῶρα οἱ Μάγοι, πού πεζοπόρησαν ἀπό τήν ἀνατολή. Ἐδῶ ἄγγελοι ἀπό τόν οὐρανό φερμένοι Τοῦ πρόσφεραν τή διακονία πού πρέπει μόνο σέ Θεό. Ἐκεῖ τυλίχτηκε μέσα στά σπάργανα καί ἐδῶ λύνει μέ τό βάπτισμα τίς σειρές τῶν παραπτωμάτων καί τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας μας. Ἐκεῖ ὁ βασιλιάς τῶν οὐρανῶν ντύθηκε σάν βασιλική ἀλουργίδα τόν κόσμο, ἐδῶ ἡ πηγή τῆς ζωῆς ντύνεται ὁλόγυρα τά ποταμίσια κύματα. Ἐλᾶτε λοιπόν νά ἰδεῖτε παράδοξα θαύματα.

Ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης λούζεται στοῦ Ἰορδάνη τά νερά. Ἡ φωτιά βουτάει καί σμίγει μέ τά νερά. Καί ὁ Θεός ἀπ̉ ἄνθρωπο ἁγιάζεται. Σήμερα ὁλόκληρη ἡ κτίση βροντοφωνάζει καί ἀνυμνεῖ:

«Εὐλογημένος νά ̉σαι Σύ πού ἔρχεσαι στ̉ ὄνομα τοῦ Κυρίου!!» Σύ πού ἔρχεσαι διά τῆς Προνοίας Σου μέσα ἀπ᾿ ὅλα τά κτίσματά Σου. Σύ πού συντηρεῖς τό ὕψος τοῦ στερεώματος καί ἔντεχνα ὁδηγεῖς σάν ἥμερο ἄλογο μέ χαλινάρι τήν τροχιά τοῦ Ἥλιου. Σύ πού βάζεις σέ τάξη χωρίς διόλου ν᾿ ἀνακατεύονται τά πλήθη τῶν ἀστέρων καί μᾶς κερνᾶς πλούσια ἀγέρα γιά νά ἀναπνέουμε ἀσταμάτητα ζωή. Σύ πού ζεσταίνεις καί ζωογονεῖς τή μάννα γῆ ὥστε νά μᾶς χαρίζει τούς καρπούς της ὁλοχρονίς. Σύ πού δαμάζεις καί σταματᾶς τή πολυκύμαντη θάλασσα ζώνοντάς την ὁλοτρόγυρα μ᾿ ἕνα μικρούτσικο χαλινάρι ἀπό ἀμμοχάλικο. Σύ πού σπρώχνεις τά νερά ἀπό τῆς γῆς τά σπλάχνα καί φτιάχνεις τίς πηγές. Σύ πού καθοδηγεῖς τίς ποταμίσιες ὄχθες νά πορεύονται χωρίς χαμό καί περιπλάνηση ὡς τή θάλασσα. Τοῦτα ὅλα τά θαυμάσια ἀναλογιζόμαστε καί ἀπό τά κατάβαθά μας βγαίνει ἡ κραυγή: «Εὐλογημένος Σύ πού ἔρχεσαι στ̉ ὄνομα τοῦ Κυρίου».

Πές μας λοιπόν, Ποιός εἶν᾿ Αὐτός, μακάριε Δαυΐδ;

Ὁ Κύριος καί ὁ Θεός μας πού μᾶς φανερώθηκε μ᾿ ἀνθρώπινη μορφή. Ἀλλά δέν τό λέει αὐτό μόνον ὁ προφήτης Δαυΐδ. Τό λέει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πού συμφωνεῖ μαζί του καί διδάσκει: «Μᾶς φανερώθηκε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πού σώζει κάθε ἄνθρωπο καί μᾶς διδάσκει ὅλους μας». Ὄχι μερικούς ἀλλά ὅλους μας. Σ᾿ ὅλους, Ἰουδαίους καί Ἕλληνες χαρίζει μέ τό βάπτισμα τή σωτηρία καί ὑποδείχνει τό σωτήριο αὐτό λουτρό σάν εὐεργέτημα δοσμένο δωρεάν σέ κάθε ἀνθρώπινη ψυχή πού τό ζητάει. Ἐλᾶτε νά δεῖτε πρωτόγνωρο κατακλυσμό, πολύ μεγαλύτερον καί δυνατότερον ἀπ᾿ ἐκεῖνον πού γίνηκε τήν ἐποχή τοῦ Νῶε. Ἐκεῖ τό νερό ἔπνιξε τούς ἀνθρώπους καί ἐδῶ τό νερό τοῦ βαπτίσματος, κείνους πού εἶχαν πεθάνει πνευματικά ξαναζωντάνεψε, μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ πού σήμερα βαπτίστηκε.

Ἐκεῖ ὁ Νῶε ἔφτιαξε κιβωτό στέρεα ἀπό ξύλα καί ἐδῶ ὁ Χριστός ὁ νοητός Νῶε, προσέλαβε ἀπό τήν ἄφθορο παρθένο Μαρία τήν κιβωτό τοῦ σώματος. Ἐκεῖ ὁ Νῶε ἄλοιψε τήν κιβωτό ἐξωτερικά μέ ἄσφαλτο πίσσα. Ἐδῶ ὁ Χριστός δυνάμωσε καί περιφρούρησε τήν κιβωτό τοῦ σώματος μέ τό χρῖσμα τῆς πίστεως. Ἐκεῖ περιστερά πού βάσταζε κλαδί ἐληᾶς προμήνυσε τήν εὐωδιά τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Ἐδῶ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μέ τή μορφή ὁλόασπρης περιστερᾶς παρουσιάστηκε καί σ᾿ ὅλους φανέρωσε τόν ἐλεήμονα Κύριο. Ἀλλά μέ καταπλήττει ἡ ὑπερβολική ταπείνωση τοῦ Κυρίου. Γιατί δέν ἀρκέστηκε, Αὐτός ὁ γεννημένος τέλειος Υἱός ἀπό τέλειο Πατέρα, νά γεννηθῆ καί ἐπί γῆς τέλειο βρέφος ἀπό τά σπλάχνα μιᾶς γυναίκας.

Δέν ἀρκέστηκε Ἐκεῖνος πού εἶναι σύνθρονος μέ τόν Θεό Πατέρα νά λάβει τή μορφή τοῦ δούλου ἀλλά καί σάν τόν τελευταῖο ἁμαρτωλό προσέρχεται νά βαπτισθεῖ. Ἀλλά ἄς μή γίνει ἡ κοινή γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους εὐεργεσία σκάνδαλο γι᾿ αὐτούς πού τούτη τήν ὥρα μέ ἀκοῦνε. Γιατί βαπτίζεται ὁ Δεσπότης πάντων Χριστός ὄχι γιατί ἔχει ἀνάγκη ἀπό ψυχικό καθαρισμό, ἀλλά γιά νά οἰκονομήσει μέ δυό τρόπους τό συμφέρον τῶν ψυχῶν μας, ὥστε καί μέ τό νερό νά μᾶς δωρήσει τήν ἁγιαστική χάρη καί νά προτρέψει τόν καθένα μας νά βαπτιστεῖ. Καθώς μᾶς λέει ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής, ἦρθε ὁ Ἰησοῦς ἀπό τή Γαλιλαία στόν Ἰορδάνη ὅπου βρισκόταν ὁ Ἰωάννης γιά νά βαπτιστεῖ ἀπ̉ αὐτόν. Τό τί συνέβηκε τότε ἀδερφοί μου δέν μπορεῖ νά τό χωρέσει νοῦς ἀνθρώπινος. Γιατί ξεπερνᾶνε κάθε θέαμα καί ἄκουσμα ὅσα συνέβηκαν ἐκεῖ. Τρέμει ὁ νοῦς.

Χάνεται ἡ λαλιά μή τολμώντας νά ἐξιστορίσει τά ἀνέκφραστα. Γι‹ αὐτό λοιπόν καί ὅταν εἶδε ὁ Ἰωάννης τόν Δεσπότη μας Χριστό νά τόν πλησιάζει, μέ πολύ καρδιοχτύπι, πέφτοντας καί ἀγκαλιάζοντας τά πόδια Του τοῦ εἶπε παρακλητικά: — Γιατί βιάζει ἐμένα τόν ἀδύνατο ἄνθρωπο ὁ Παντοδύναμος Θεός μου νά κάνω κάτι πού ξεπερνάει τίς δυνάμεις μου; Δέν εἶμαι ἐγώ σέ θέση νά ἐπιχειρήσω κάτι τέτοιο. Πῶς νά τολμήσω νά Σέ βαπτίσω; Πότε συνέβηκε νά καθαριστεῖ ἡ φωτιά ἀπό τό ξερό χορτάρι; Πότε ἔπλυνε ἡ λάσπη τήν πηγή; Πῶς νά βαπτίσω Ἐσένα τόν Κριτή τῆς οἰκουμένης ἐγώ ὁ ὑπεύθυνος γιά τόσες ἁμαρτίες; Πῶς νά Σέ βαπτίσω Δέσποτά μου; Δέν βλέπω ἁμαρτία πάνω Σου. Δέν ἔχεις πέσει θῦμα τῆς κατάρας τοῦ προπάτορα Ἀδάμ. Δέν ἔχεις καθόλου λερωθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία. Γιατί ἄν καί ἔκλινες οὐρανούς καί κατέβηκες, τίποτα ἀπό τά θελήματα τοῦ Θεοῦ Πατέρα δέν παρέβηκες.

Τί κάνεις Δέσποτά μου; Γιατί μ᾿ ἀναγκάζεις νά κάνω κάτι πού ξεπερνάει τίς δυνάμεις μου; Ποτέ καί τίποτα δέν τόλμησα νά κάνω ἀπ᾿ ὅλα ὅσα παροργίζουν τήν ἀγαθωσύνη Σου. Σάν δουλικό πιστό γεμάτο ἀγάπη καί σεβασμό γιά τόν ἀφέντη του πρότρεξα καί ἐμήνυσα στόν κόσμο τήν παρουσία Σου. Ἐνῶ βρισκόμουνα ἀκόμη μέσ᾿ τήν κοιλιά τῆς μάννας μου, δανείστηκα τήν γλώσσα της καί Θεό τοῦ κόσμου Σέ ἐκήρυξα. Ὅλους τούς προετοίμασα νά Σέ δεχθοῦν, νά Σ᾿ ἀπαντήσουν. Πές μου λοιπόν Κύριέ μου, πῶς θ᾿ ἀνεχθεῖ νά δεῖ ὁ ἥλιος τόν Παντοκράτορα Θεό ἔτσι νά ἐξευτελίζεται ἀπό τήν τόλμη ἑνός δούλου Του καί δέν θά ρίξει καυτερές φωτοβολίδες νά μέ κατακάψει, ὅπως ἔκανε ἐκείνους τούς καιρούς τούς ἄσωτους Σοδομίτες; Πῶς θά ἀντέξει ἡ γῆ νά δεῖ Ἐκεῖνον πού ἁγιάζει τούς ἀγγέλους, ἀπέριττα νά βαπτίζεται ἀπό χέρι ἀνθρώπου ἁμαρτωλοῦ καί δέν θ᾿ ἀνοίξει τά σπλάχνα της γιά νά μέ καταπιεῖ, ὅπως ἔκανε τόν Ἀβειρών καί τόν Δαθάν; Πῶς νά βαπτίσω Δέσποτά μου Ἐσένα πού δέν μολύνθηκες ἀπό τής φυσικῆς γέννησης τό λέρωμα; «Ἐξ ἀσπόρου γαστρός, ἄσπορος προῆλθε καρπός». Πῶς λοιπόν ἐγώ ὁ χιλιολερωμένος ἀπό τήν ἁμαρτία ἄνθρωπος νά ἁγνίσω τόν Θεό; Θεό ἀναμάρτητο; Ἐγώ ἔχω ἀνάγκη νά βαπτιστῶ ἀπό Σένα καί Σύ ἔρχεσαι σέ μένα; Μ᾿ ἔστειλες νά βαπτίζω, Κύριέ μου, καί δέν παράκουσα τήν ἐντολή Σου. Πρότρεπα ὅλους πρός τό βάπτισμα καί τούς ἔλεγα: «Ὁμολογῆστε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τίς ἁμαρτίες σας, γιατί Αὐτός εἶναι ὁ μόνος ἀγαθός. Αὐτός πού ἔρχεται πίσω μου δέν εἶναι βλοσυρός καί αὐστηρός. Εἶναι ἀγαθός καί Υἱός Πατέρα Ἀγαθοῦ. Δέν φέρεται γιά λίγο μονάχα μ᾿ ἀγαθωσύνη καί ὕστερα νά ἀλλάζει διάθεση γιά τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο, ἀλλά τό ἔλεός Του μένει εἰς τόν αἰώνα. Καί ἐπειδή τό ἔλεός Του εἶναι ἀμέτρητο γι᾿ αὐτό καί οἱ οὐράνιες δυνάμεις ἀνυμνώντας Τοῦ ἔλεγαν: «Εὐλογημένος Σύ πού ἔρχεσαι στ̉ ὄνομα τοῦ Κυρίου».

Ὁ Κύριος καί ὁ Θεός μας μᾶς φανερώθηκε. Μᾶς φανερώθηκε ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης καί διέλυσε τό σκοτάδι τῆς ἄγνοιας πού μᾶς περιέλουζε. Μᾶς φανερώθηκε ὁ οὐράνιος Τσοπάνης καί ἔδιωξε ἀπό τό κοπάδι τῶν παιδιῶν Του τούς λύκους τοῦ διαβόλου. Μᾶς φανερώθηκε ὁ Μονογενής Υἱός τοῦ Πατρός καί χάρισε μέ τό βάπτισμα τήν υἱοθεσία στούς πιστούς. Μᾶς φανερώθηκε ἡ ζωή ὁλόκληρου τοῦ κόσμου καί μέ τό θάνατό Του θανάτωσε τόν θάνατο ὡς ἀθάνατος καί ἀξίωσε νά ζήσουν ζωή ἀθάνατη, ἐκεῖνοι πού εἶχαν πέσει στή φθορά καί στό θάνατο.

Ἀλλά ἐνῶ ἐγίνονταν ὅλα αὐτά, ὁ Θεός Πατέρας ἀγαλώμενος μέ τήν ὑπερβολική ταπείνωση τοῦ Υἱοῦ, ἀνοίγει διάπλατα τίς πύλες τοῦ οὐρανοῦ καί μέ βροντερή φωνή ξεχειλισμένη ἀπό αἰσθήματα πού πλημμυρίζουνε μιά πατρική καρδιά, ἀνακράζει: «Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός». Καί γιά νά μήν μπερδευτεῖ ὁ νοῦς ὅσων ἀκούγανε ὅλα τοῦτα -ἄν εἶναι δηλαδή Υἱός ὁ Βαπτιστής ἤ ὁ Χριστός- ἔρχεται τό Ἅγιον Πνεῦμα, σάν ἄσπρο περιστέρι καί δείχνει Ἐκεῖνον πού βαπτιζόταν καί πού ὁ Θεός Πατέρας τόν μαρτυροῦσε στούς ἀνθρώπους σάν μονογενή Υἱό Του. Σ᾿ Αὐτόν πρέπει ἡ δόξα, τό κράτος, ἡ τιμή καί ἡ προσκύνηση σήμερα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.