Λόγος εις την Μεγάλη Παρασκευή

Λόγος εις την Μεγάλη Παρασκευή

Άγιος Λουκάς Συμφερουπόλεως – Κριμαίας

«Ἦν δὲ ὡσεὶ ὥρα ἕκτη καὶ σκότος ἐγένετο ἐφ᾿ ὅλην τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης» (Λκ. 23, 44).

Ο ήλιος από τον τρόμο για το τι έκαναν οι δολοφόνοι, σκοτώνοντας στη γη τον Υιό του Θεού, έκρυψε τις ακτίνες του, για να μην δει κανείς το πιο φρικτό από όλα τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν ποτέ πάνω στη γη. Από φόβο και τρόμο εσιώπησαν τα καταραμένα χείλη αυτών που δολοφόνησαν τον Σωτήρα του κόσμου, που λίγο πριν Τον ενέπαιζαν, λέγοντας: «Ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι· εἰ βασιλεὺς Ἰσραήλ ἐστι, καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ καὶ πιστεύσομεν ἐπ᾿ αὐτῷ» (Μθ. 27, 42).

Ήρθε η στιγμή, που το πάθος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού έφτασε στο αποκορύφωμά του. Ξέρετε γιατί οι άλλοι που εκτελέστηκαν πάνω στο σταυρό κρέμονταν σ’ αυτόν ολόκληρες ήμερες μέχρι να πεθάνουν ενώ ο Κύριός μας πέθανε πολύ πιο γρήγορα, σε έξι ώρες μόνο; Ξέρετε ότι ο πάρα πολύ δυνατός πόνος, ο οποίος διαρκεί πολύ καιρό μπορεί και μόνο αυτός να γίνει αιτία του θανάτου; Αυτό ακριβώς συνέβη με τον Κύριο Ιησού Χριστό. Το μαρτύριο και τα βάσανά Του ήταν φρικτά επειδή Τον συνέθλιβε τόσο αφάνταστα μεγάλο φορτίο των αμαρτιών όλου του κόσμου, για τις όποιες εκούσια θυσιάστηκε και τις εξαγόρασε με το άχραντό Του Αίμα.

Η δύναμη που Του έμεινε έφτασε μόνο για να πει τα τελευταία Του λόγια: «Διψῶ» (Ιω. 19, 28). «Πάτερ, εἰς χεῖρας σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμα μου» (Λκ. 23, 46). Σείστηκε η γη και το καταπέτασμα του ναού σκίστηκε στα δύο, από πάνω ως κάτω. Και έφευγε, χτυπώντας τα στήθη, ο άπιστος λαός που δεν δέχθηκε τον Μεσσία του. Τι σκέφτονταν οι ανόητοι αυτοί φανατικοί, οι οποίοι λίγο πριν φώναζαν στον Πιλάτο: «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν» (Λκ. 23, 21). «Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν» (Μθ. 27, 25). Έχουν καταλάβει άραγε ότι ο ίδιος ο σατανάς με το στόμα τους φώναζε τα φοβερά αυτά λόγια;

Οι ίδιοι άνθρωποι λίγο πριν υποδέχονταν πανηγυρικά τον Κύριο Ιησού Χριστό, στρώνοντας στην οδό τα ιμάτιά τους και κρατώντας στα χέρια τους κλαδιά φοινικιάς και κραυγάζοντας: «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (Ιω. 12, 13). Είναι πολύ φοβερό αυτό το πράγμα, δείχνει πόσο βαθειά στην καρδιά του ανθρώπου μπορεί να εισέλθει το πονηρό πνεύμα.

Ας αφήσουμε όμως τον ανόητο φανατισμό των εχθρών του Χριστού, οι οποίοι θεωρούσαν βαρειά αμαρτία και κατάργηση του Μωσαϊκού νόμου την θεραπεία κατά την ήμερα των Σαββάτων των παραλύτων, των ασθενών, των κατεχομένων από βαρείες αρρώστιες, των δαιμονιζομένων και των εκ γενετής τυφλών. Ας σκεφτούμε ότι και άλλου είδους φανατισμός υπήρξε στην ιστορία του ανθρωπίνου γένους. Ας θυμηθούμε πόσοι κατά φαντασίαν αιρετικοί πέθαναν στις φλόγες της ιεράς εξέτασης στην Ισπανία. Ας θυμηθούμε την νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου κατά την οποία σφάχτηκαν πολλοί Γάλλοι προτεστάντες εξ αιτίας της ετεροδοξίας τους. Ας θυμηθούμε τα ποτάμια αίματος που χύθηκαν κατά τον πόλεμο, όταν οι χριστιανοί 30 ολόκληρα χρόνια πολεμούσαν εναντίων των άλλων χριστιανών.

Αλλά ας κοιτάξουμε γύρω μας. Βλέπουμε ότι υπάρχουν τόσοι πολλοί όχι ετερόδοξοι αλλά άνθρωποι, οι οποίοι καθόλου δεν πιστεύουν στον Χριστό. Πολλοί είναι και αυτοί για τους οποίους είπε ο απόστολος Παύλος: «ἀθετήσας τις νόμον Μωϋσέως χωρὶς οἰκτιρμῶν ἐπὶ δυσὶν ἢ τρισὶ μάρτυσιν ἀποθνήσκει· πόσῳ δοκεῖτε χείρονος ἀξιωθήσεται τιμωρίας ὁ τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ καταπατήσας καὶ τὸ αἷμα τῆς διαθήκης κοινὸν ἡγησάμενος, ἐν ᾧ ἡγιάσθη, καὶ τὸ Πνεῦμα τῆς χάριτος ἐνυβρίσας;» (Εβρ. 10, 28-29).

Δεν μπορούμε σε τίποτα να βοηθήσουμε αυτούς τους κακότυχους ανθρώπους. Είμαστε μόνο ένα μικρό ποίμνιο του Χριστού και ποτέ δεν ξεχνάμε τα φοβερά λόγια του Σωτήρος μας: «Πλὴν ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθὼν ἆρα εὑρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς;» (Λκ. 18, 8). Στεκόμαστε όλοι μας τώρα ενώπιον του Επιταφίου. Κατά την φοβερή αυτή στιγμή αποκαθηλώνεται η Θυσία, η οποία τελέστηκε για τις αμαρτίες τις δικές μας αλλά και όλου του κόσμου. Βλέπουμε στον Επιτάφιο το νεκρό Του σώμα γεμάτο ανοιχτές πληγές. Το τρομερό αυτό θέαμα ας γίνει αιτία να ανάψει στις καρδιές μας η αγάπη προς τον Υιό του Θεού, ο Οποίος υπέφερε τόσα βάσανα από τους ανθρώπους τους οποίους ήλθε να σώσει, αλλά εκείνοι δεν Τον δέχθηκαν.

Ελάτε όλα τα πιστά τέκνα του Χριστού να προσκυνήσουμε τον Επιτάφιο, να τον φιλήσουμε με τα χείλη μας, να τον αγγίξουμε με τις καρδιές μας και να τον βρέξουμε με τα δάκρυά μας. Αμήν.

Ὁμιλία εἰς τὴν Μεγάλην Παρασκευὴν

Ὁμιλία εἰς τὴν Μεγάλην Παρασκευὴν

Ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς

Ποτέ, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, δέν εἶχε λιγώτερο Θεό μέσα του ὁ ἄνθρωπος ἀπό σήμερα. Ποτέ λιγώτερος Θεός ἀπό σήμερα. Σήμερα ὁ διάβολος “σαρκώθηκε” μέσα στόν ἄνθρωπο, γιά νά ἀποσαρκώσῃ τόν Θεάνθρωπο. Σήμερα ὅλο τό κακό μπῆκε στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά ἀποδιώξῃ τόν Θεό ἀπό τό σῶμα. Σήμερα ὅλος ὁ Ἅδης μεταφέρθηκε στήν γῆ.

Ποιός νά θυμᾶται ὅτι ἡ γῆ κάποτε ἦταν παράδεισος; Ἡ σημερινή πτῶσις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀσυγκρίτως μεγαλύτερη ἀπό τήν πρώτη πτῶσι [τοῦ Ἀδάμ]. Τότε ὁ ἄνθρωπος ἀποστάτησε ἀπό τόν Θεό, ἀλλά σήμερα ἐσταύρωσε τόν Θεό, σκότωσε τόν Θεό. Ἄνθρωπε, πῶς ἀλλοιῶς νά σέ ὀνομάσω παρά διάβολο; Μά καί αὐτό εἶναι ὕβρις γιά τόν διάβολο. Ὁ διάβολος ποτέ δέν ὑπῆρξε τόσο κακός, τόσο ἔντεχνα κακός ὅπως ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Κύριος κατέβηκε καί στόν Ἅδη, μά ἐκεῖ δέν τόν ἐσταύρωσαν. Ἐμεῖς ὅμως τόν ἐσταυρώσαμε! Δέν εἶναι λοιπόν οἱ ἄνθρωποι χειρότεροι ἀπό τόν διάβολο; Δέν εἶναι ἡ γῆ χειρότερος Ἅδης ἀπό τόν Ἅδη; Ἀπό τόν Ἅδη δέν ἔδιωξαν τόν Χριστό, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι σήμερα τόν ἔδιωξαν ἀπό τήν γῆ, τόν ἔδιωξαν ἀπό τό σῶμα τους, ἀπό τήν ψυχή, ἀπό τήν πόλι τους…

Στά κατάβαθα τῆς ψυχῆς μου, ἀδελφοί, κουλουριάσθηκε σάν φίδι ἕνα πονηρό ἐρώτημα καί χαιρέκακα μέ ἐρωτᾶ: Ὑπῆρξε ἄραγε ποτέ καλός ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ μπόρεσε νά σταυρώσῃ τόν Χριστό;

Ἐσύ [ὁ οὐμανιστής] πιστεύεις στόν ἄνθρωπο. Καυχιέσαι γι’ αὐτόν. Τοῦ δίνεις μεγάλη ἀξία; Ὤ…! κοίταξε τόν ἄνθρωπο, κοίταξέ τον τήν Μεγάλη Παρασκευή, κοίταξέ τον πῶς σκοτώνει τόν Θεάνθρωπο καί πές μου, ἀκόμη τοῦ δίνεις μεγάλη ἀξία; Δέν αἰσθάνεσαι ντροπή πού εἶσαι ἄνθρωπος; Δέν βλέπεις ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι χειρότερος ἀπό τόν διάβολο;

Ξεχᾶστε ὅλες τίς ἡμέρες πρίν καί μετά τήν Μεγάλη Παρασκευή, δεῖτε τόν ἄνθρωπο στό πλαίσιο τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Δέν σᾶς φαίνεται ὁ ἄνθρωπος ἡ συμπύκνωσις ὅλων τῶν κακῶν, ὅλων τῶν πειρασμῶν, ὄλων τῶν ἀθλιοτήτων; Δέν δείχνει σήμερα ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἡ γῆ ἀποτρελάθηκε; Δέν ἀπέδειξε σήμερα ὁ ἄνθρωπος ὅτι, σκοτώνοντας τόν Θεάνθρωπο εἶναι στ’ ἀλήθεια ἡ παραφροσύνη τῆς γῆς;

Καί ἡ Μέλλουσα Κρίσις δέν θά εἶναι, ἀδελφοί, φοβερώτερη ἀπό τήν Μεγάλη Παρασκευή· δέν θά εἶναι. Ἀναμφίβολα θά εἶναι λιγώτερο φοβερή, διότι τότε ὁ Θεός θά κρίνῃ τόν ἄνθρωπο, ἐνῶ σήμερα ὁ ἄνθρωπος κρίνει τόν Θεό. Σήμερα εἶναι ἡ Φοβερά Καταδίκη τοῦ Θεοῦ· Τόν καταδικάζει ὁ ἄνθρωπος. Σήμερα ὁ ἄνθρωπος ὁρίζει ὅτι ὁ Θεός ἀξίζει τριάκοντα ἀργύρια. Ὁ Χριστός τριάκοντα ἀργύρια! Καί εἶναι τάχα ἡ τελευταία φορά; Μήπως ὁ Ἰούδας εἶναι ὁ τελευταῖος ἀπό ἐμᾶς πού ἀποτίμησε τόν Χριστό τριάκοντα ἀργύρια;

Σήμερα ὁ ἄνθρωπος κατεδίκασε τόν Θεό σέ θάνατο. Αὐτή εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀνταρσία στόν οὐρανό καί στήν γῆ. Αὐτή εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία στόν οὐρανό καί στήν γῆ. Οὔτε οἱ πεπτωκότες ἄγγελοι δέν τό ἔκαναν αὐτό. Σήμερα ὡλοκληρώθηκε ἡ Φοβερά Δίκη κατά τοῦ Θεοῦ. Ποτέ δέν ὑπῆρξε πιό ἀθῶος κατάδικος. Ποτέ ὁ κόσμος δέν εἶδε πιό παράλογο δικαστή.

Περιγελᾶται σήμερα ὁ Θεός χειρότερα ἀπό κάθε ἄλλη φορά. Ὁ «παγγέλαστος Ἅδης» μπῆκε σήμερα στόν ἄνθρωπο καί περιγέλασε τόν Θεό καί κάθε τι τό θεϊκό. Περιγελᾶται σήμερα Ἐκεῖνος πού δέν ἐγέλασε ποτέ. Λένε πώς ὁ Κύριος ποτέ δέν ἐγέλασε, ἐνῶ συχνά τόν ἔβλεπαν νά κλαίει. Ὀνειδίζεται σήμερα Ἐκεῖνος πού ἦρθε νά μᾶς δοξάσῃ. Βασανίζεται σήμερα Ἐκεῖνος πού ἦρθε νά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό τά βάσανα. Παραδίδεται σήμερα σέ θάνατο Ἐκεῖνος πού ἔφερε τήν Αἰώνιο Ζωή. Ἄνθρωπε! ὑπάρχει τέλος στόν παραλογισμό σου; τέρμα στήν πτώση σου;

Σέ Ἐκεῖνον πού μᾶς ἐδώρισε τήν αἰώνια δόξα, ἀντιπροσφέραμε τόν Σταυρό, τό πιό εἰδεχθές ἀντίδωρο. Ἐσύ ὁ λεπρός, γι’ αὐτό τοῦ δωρίζεις τόν Σταυρό, ἐπειδή σέ ἐκαθάρισε ἀπό τήν λέπρα; Ἐσύ ὁ τυφλός, γι’ αὐτό σοῦ ἄνοιξε τούς ὀφθαλμούς, γιά νἄχεις μάτια νά φτιάξῃς τόν Σταυρό καί νά Τόν σταυρώσῃς ἐπάνω σ’ Αὐτόν. Ἐσύ ὁ νεκρός, γι’ αὐτό σέ ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν, γιά νά τόν στείλῃς στόν τάφο; Μέ χαρᾶς εὐαγγέλια ἐγλύκανε ὁ Γλυκύτατος Ἰησοῦς τό πικρό μυστήριο τῆς ζωῆς μας, ἀδελφοί, καί ἐμεῖς ἀντί αὐτῶν τοῦ προσφέρουμε τέτοια πίκρα;

«Λαέ μου, τί ἐποίησά σοι, καί τί μοι ἀνταπέδωκας;»

Ἡ Μεγάλη Παρασκευή εἶναι ἡ ντροπή μας, ἀδελφοί, τό ὄνειδος καί ἡ ἀποτυχία μας. Κατά κάποιον τρόπο στόν Ἰούδα τόν Ἰσκαριώτη ἔχει μερίδιο ἡ ψυχή ὅλων μας. Ἄν δέν ἦταν ἔτσι, θά ἤμασταν ἀναμάρτητοι. Διά τοῦ Ἰούδα ὅλοι μας πέσαμε, ὅλοι μας προδώσαμε τόν Χριστό, ὅλοι μας καταλιμπάνουμε τόν Χριστό καί παραλαμβάνουμε τόν διάβολο, ἐναγκαλιζόμεθα τόν σατανᾶ. Ναί, τόν σατανᾶ. Γιατί στό ἱερό Εὐαγγέλιο γράφει: «καί μετά τό ψωμίον τότε εἰσῆλθεν εἰς ἐκεῖνον [τόν Ἰούδα] ὁ σατανᾶς» (Ἰω. ιγ΄ 27). Μετά ἀπό ποιό ψωμί; Μετά ἀπό ἐκεῖνο πού τοῦ ἔδωσε ὁ Χριστός· μετά πού Κοινώνησε· μετά πού πῆρε τόν Χριστό. Ἄχ, ὑπάρχει μεγαλύτερη πτῶσις, μεγαλύτερη φρίκη;

Ὤ φιλαργυρία, ἐσύ πρόδωσες τόν Χριστό! Ἐσύ καί σήμερα τόν προδίδεις. Τόν Ἰούδα, πού ἦταν μαθητής τοῦ Χριστοῦ, πού ἐπί τρία χρόνια ἦταν μαζί Του, πού ἦταν παρών σέ ὅλα τά θαύματα τοῦ Χριστοῦ, πού στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ καθάριζε λεπρούς, θεράπευε ἀρρώστους, ἀνάσταινε νεκρούς, ἔδιωχνε ἀκάθαρτα πνεύματα, αὐτόν τόν Ἰούδα ἡ φιλαργυρία τόν ἔκανε προδότη καί Χριστοκτόνο. Πῶς λοιπόν νά μή κάνῃ καί μένα καί σένα προδότη καί Χιστοκτόνο, ἐμένα πού δέν εἶδα ἐπί τρία χρόνια τόν Θεό ἐν σαρκί, πού δέν λεπρούς ἐκαθάρισα στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, οὔτε ἀσθενεῖς ἐθεράπευσα οὔτε νεκρούς ἀνέστησα; Ὁ Ἰούδας τόσον καιρό ἦταν μαζί μέ Ἐκεῖνον πού δέν εἶχε ποῦ τήν κεφαλήν κλίνῃ, μαζί μέ Ἐκεῖνον πού καί μέ ἔργα καί μέ λόγια ἐδίδαξε πώς δέν πρέπει νά ἔχουμε πάνω μας οὔτε ἄργυρο οὔτε χρυσό. Ἐνῶ ἐγώ; Ἐνῶ ἐσύ; Δέν ξέρεις νά χαίρεσαι μέ τήν φτώχεια, ἀδελφέ, νά εἶσαι χαρούμενος μέ τήν φτώχεια; Ἔχε ὑπ’ ὄψιν σου πώς εἶσαι ὑποψήφιος Ἰούδας. Μή ρωτᾶς: «μή τι ἐγώ Κύριε;», διότι ἀναμφίβολα θά ἀκούσῃς τήν ἀπάντησι: ναί, «σύ εἶπας». Λαχταρᾶς τά πλούτη; Ἄναψε μέσα σου ἐπιθυμία γιά χρήματα; Νά ξέρεις ὅτι μέσα σου κυοφορεῖται ὁ Ἰούδας. Φίλε μου καί ἀδελφέ μου, μή ξεχνᾶς σέ ὅλη σου τήν ζωή: ἡ φιλαργυρία σταύρωσε τόν Χριστό, σκότωσε τόν Θεό· ἡ φιλαργυρία ἔκανε τόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ ἐχθρό τοῦ Χριστοῦ, φονιά τοῦ Χριστοῦ. Καί ὄχι μόνο αὐτό: ἡ ἴδια σκότωσε καί τόν Ἰούδα. Ἡ φιλαργυρία ἔχει ἐκεῖνο τό καταραμένο ἰδίωμα, νά κάνει τόν ἄνθρωπο ὄχι μόνο Χριστοκτόνο ἀλλά καί αὐτο-κτόνο. Αὐτή σκοτώνει πρῶτα μέσα στήν ἀνθρώπινη ψυχή τόν Θεό καί ὕστερα σκοτώνει τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο.

Ὁ θάνατος εἶναι φοβερό μυστήριο, ἀδελφοί. Πιό φοβερό ὅμως εἶναι νά παραδίδουν οἱ ἄνθρωποι τόν Θεό σέ θάνατο καί νά ἐπιθυμοῦν νά τόν ἐξαφανίσουν ἐντελῶς. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν φοβεροί γιά τόν Θεό, γιατί βασανίζουν τόν Θεό ὅπως κανείς ποτέ δέν Τόν βασάνισε· φτύνουν τόν Θεό ὅπως κανείς ποτέ δέν τόν ἔφτυσε· σκοτώνουν τόν Θεό ὅπως κανείς ποτέ δέν τόν ἐσκότωσε. «Σιγησάτω πᾶσα σάρξ βροτεία»! Κανείς νά μή καυχιέται γιά τόν ἄνθρωπο, κανείς νά μή καυχιέται γιά τήν ἀνθρωπότητα, διότι ἰδού! ἡ ἀνθρωπότης δέν ἀνέχεται τόν Θεό ἀνάμεσά της· τόν παραδίδει σέ θάνατο. Τί νά καυχηθῇς γιά μιά τέτοια ἀνθρωπότητα; Κανείς νά μή καυχιέται γιά τόν οὐμανισμό, γιατί εἶναι μόνο σατανισμός, σατανισμός, σατανισμός…

Σήμερα ὄχι δαίμονες, ὄχι θηρία, ὄχι τσακάλια, ἀλλά ἄνθρωποι ἔπλεξαν ἀκάνθινο στεφάνι καί τό φόρεσαν στήν κεφαλή τοῦ Χριστοῦ. Μέ ἀκάνθινο στεφάνι στολίζουν Ἐκεῖνον πού ἐστόλισε τόν ἄνθρωπο μέ ἀθανασία. Ἀκάνθινο στεφάνι πλέκει ἡ ἀνθρωπότης γύρω ἀπό τήν κεφαλή Ἐκείνου πού περιέβαλλε τήν γῆ μέ στεφάνι ἀπό ἀστέρια! Ἀκάνθινο στεφάνι πλέκουμε γιά τόν Χριστό, καί ἐγώ καί ἐσύ φίλε, ἄν εἶμαι φιλάργυρος, ἄν εἶμαι πόρνος, ἄν εἶμαι μοιχός, ἄν εἶμαι βλάσφημος, ἄν εἶμαι συκοφάντης, ἄν εἶμαι κατάλαλος, ἄν εἶμαι μέθυσος, ἄν εἶμαι ἀνελεήμων, ἄν εἶμαι θυμώδης, ἄν κάνω ἁμαρτωλές σκέψεις, ἄν ἔχω ἀκάθαρτα αἰσθήματα, ἄν δέν ἔχω πίστι, ἄν δέν ἔχω ἀγάπη. Κάθε μου ἁμαρτία, κάθε μας ἁμαρτία, εἶναι ἀγκάθι στό καταραμένο στεφάνι πού ἡ παραλογιασμένη ἀνθρωπότητα πλέκει ἀδιάκοπα γύρω ἀπό τήν κεφαλή τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ ἄνθρωπος βασανίζει τόν Θεό πιό ἀνοικτίρμονα καί ἀπό τόν διάβολο. Δέν τό πιστεύετε; Ἀκοῦστε τί λέει ἕνας αὐτόπτης: «τότε ἐνέπτυσαν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ» (Ματθ. κστ΄ 67), στό ἐξαίσιο καί ὡραιότατο Πρόσωπό Του… Κύριε, πῶς τά χείλη τους δέν γέμισαν λέπρα καί πληγές; Ἀσφαλῶς, γιά νά διδαχθοῦμε ἐμεῖς τήν ὑπομονή καί τήν πραότητα. Ἔφτυσαν σ’ ἐκεῖνο τό θαυμαστό, τό γλυκύ Πρόσωπο, τό ὁποῖο ἀξίζει πιό πολύ ἀπ’ ὅλους τούς γαλαξίες, ἀπ’ ὅλες τίς μακαριότητες. Τί λέγω; Μάλιστα! περισσότερο ἀπό ὅλες τίς μακαριότητες, διότι σ’ αὐτό τό πρᾶο Πρόσωπο ὑπάρχει ὅλη ἡ αἰωνία θεότης, ὅλη ἡ αἰωνία χαρά… Ἔφτυσαν σ’ ἐκεῖνο τό φωτεινό Πρόσωπο, μπροστά στό ὁποῖο ἡ θάλασσα γαλήνεψε· σ’ ἐκεῖνο τό Πρόσωπο πού εἰρήνευσε ταραγμένες ψυχές καί χορήγησε σέ ὅλους τήν ἀνάπαυσι.

Καί σεῖς πλέκετε ἐγκώμια στόν ἄνθρωπο; Ὤ, χαμηλῶστε τούς τόνους οὐτιδανοί… σκουλήκια! Κανείς καί τίποτα δέν πρέπει νά ντρέπεται τόσο, ὅσο ὁ ἄνθρωπος, οὔτε οἱ δαίμονες, οὔτε τά θηρία, οὔτε τά κτήνη… Οἱ ἄνθρωποι φτύνουν τόν Θεό! Ὑπάρχει πιό φοβερό ἀπό αὐτό; Οἱ ἄνθρωποι σκοτώνουν τόν Θεό. Ὑπάρχει πιό σατανικό ἀπό αὐτό; Ἀδελφοί, ἄν δέν ὑπάρχει κόλασις, ἔπρεπε νά ἐπινοήσουμε μία γιά τούς ἀνθρώπους, ναί γιά τούς ἀνθρώπους…

Ἐκεῖνον, τόν Δημιουργό καί Σωτῆρα, τόν φτύνουν καί τόν φονεύουν, ἐνῶ Ἐκεῖνος ταπεινά καί σιωπηλά τά ὑπομένει ὅλα. Ποιά δικαιολογία ἔχεις ἐσύ πού σέ κάθε ὕβρι ἀνταποδίδεις ὕβρι, σέ κάθε κακό κακό, στό μίσος μίσος; Ὅταν ἀνταποκρίνεσαι μέ κακία στήν κακία, φτύνεις τόν Δεσπότη Χριστό· ὅταν μισῇς αὐτούς πού σέ μισοῦν, φονεύεις τόν Χριστό καί τόν βασανίζεις· ὅταν ὑβρίζῃς αὐτούς πού σέ ὑβρίζουν, ἐξευτελίζεις τόν Χριστό, ἀφοῦ Ἐκεῖνος δέν ἔκανε τό ἴδιο.

Παρέδωκε ὁ Πιλᾶτος τόν πρᾶο Κύριο, ἵνα σταυρωθῇ (Ἰω. ιθ΄ 16). Οἱ ἄνθρωποι τόν ὁδηγοῦν ἀπό τελώνιο σέ τελώνιο, ἀπό βάσανο σέ βάσανο, ἀπό χλεύη σέ χλεύη. Καί τόν ἐχλευασμένο Θεό τόν σταυρώνουν, τόν καρφώνουν στόν Σταυρό.

Καρφιά ἐμπήγετε στά χέρια τοῦ Χριστοῦ, στά χέρια πού τόσους ἀρρώστους ἐθεράπευσαν, τόσους λεπρούς ἐκαθάρισαν, τόσους νεκρούς ἀνέστησαν; Πῶς νά σιωπήσουν τά χείλη πού μίλησαν ὅπως κανείς ποτέ ἄλλος ἄνθρωπος; Ἰάειρε, ποῦ εἶσαι; Λάζαρε, ποῦ εἶσαι; Χήρα τῆς Ναΐν, ποῦ εἶσαι νά ὑπερασπισθῇς τόν δικό σου καί δικό μου Κύριο; Σταυρώνετε [ἄνθρωποι] Ἐκεῖνον, τήν ἐλπίδα τῶν ἀπηλπισμένων, τήν παρηγορία τῶν ἀπαρακλήτων, τόν ὀφθαλμό τῶν τυφλῶν, τό οὖς τῶν κωφῶν, τήν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν; Καρφιά ἐμπήγετε σέ ἐκεῖνα τά ἅγια πόδια, πού ἔφεραν τήν εἰρήνη, πού ἔφεραν τό εὐαγγέλιο, πού περιεπάτησαν στήν θάλασσα σάν νἆταν ξηρά, πού ἔτρεξαν σέ ὅλους τούς ἀρρώστους, στόν νεκρό Λάζαρο, στόν δαιμονισμένο τῶν Γαδαρηνῶν;

Σταυρωμένος Θεός. Ἱκανοποιηθήκατε θεομάχοι; χαρήκατε θεοκτόνοι; Τί νομίζετε πώς εἶναι ὁ Χριστός πάνω στόν Σταυρό; Ἀπατεώνας; ἀδύναμος; σκανδαλοποιός; «Ὁ καταλύων τόν ναόν καί ἐν τρισίν ἡμέραις οἰκοδομῶν, σῶσον σεαυτόν, εἰ υἱός εἶ τοῦ Θεοῦ, καί κατάβηθι ἀπό τοῦ σταυροῦ» (Ματθ. κζ΄ 40).

Τί ὅμως σκέπτεται ὁ Κύριος ἐπί τοῦ Σταυροῦ γιά τούς ἀνθρώπους πού εἶναι κάτω ἀπό τόν Σταυρό; Ἐκεῖνο πού μόνο ὁ Θεός τῆς ἀγάπης καί τῆς πραότητος μπορεῖ νά σκέπτεται: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι!» (Μάρκ. κγ΄ 34).

Πραγματικά, δέν ξέρουν τί κάνουν στόν σεσαρκωμένο Θεό.

Στὴν Μεγάλη Παρασκευὴ

Στὴν Μεγάλη Παρασκευὴ

Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ

Ὁλοκληρώθηκε λοιπόν ὁ ἀγώνας μας τῆς νηστείας καί τελείωσε στό Σταυρό. Καί ποῦ ἔπρεπε νά καταλήξει τό τέλος τῆς νίκης, ἄν ὄχι στό τρόπαιο τοῦ Χριστοῦ; Γιατί ὁ Σταυρός εἶναι τό τρόπαιο τοῦ Χριστοῦ, πού ἔγινε βέβαια μιά φορά, ἀλλά τρέπει πάντοτε σέ φυγή τούς δαίμονες. Πράγματι, ποῦ εἶναι τά εἴδωλα καί οἱ μάταιοι φόνοι τῶν ζώων; Ποῦ εἶναι οἱ ναοί καί ἡ φωτιά τῆς δυσσέβειας;

Σβήστηκαν ὅλα ἀπό ἕνα Ἅγιο Αἷμα καί γκρεμίστηκαν, καί μένει ὁ Σταυρός πολυδύναμη δύναμη, ἀόρατο βέλος, ἄυλο φάρμακο, παυσίπονο πλῆγμα, δόξα γεμάτη ὄνειδος. Ὥστε, καί ἄν μύρια ἄλλα διηγηθῶ γιά τό Χριστό, καί ἄν καταπλήξω τόν ἀκροατή μου διηγούμενος μύρια θαύματα, δέν καυχιέμαι τόσο γιά ἐκεῖνα, ὅσο γιά τό Σταυρό. Ἐννοῶ τό ἑξῆς μ᾽ αὐτό πού λέω: Ὁ Ἰησοῦς προῆλθε ἀπό Παρθένο. Εἶναι μεγάλο θαῦμα νά παρακαμφθεῖ ὁ γάμος καί ἡ φύση νά καινοτομήσει. Ἀλλά, ἄν δέν ὑπῆρχε ὁ Σταυρός, δέ θά σωζόταν μέ τά ἔργα της ἡ πρώτη παρθένος τοῦ Παραδείσου. Τώρα ὅμως μέ τό γεγονός τῆς σταύρωσης ἡ γυναίκα σώζεται πρώτη, θεραπεύοντας τό παλαιό κακό μέ νέα χαρίσματα. Ἀναστήθηκε ὁ νεκρός στή Γαλιλαία, ἀλλά πέθανε πάλι. Ἐγώ ὅμως, πού ἀναστήθηκα μέσω τοῦ Σταυροῦ, δέν εἶναι δυνατό πιά νά πέσω σέ θάνατο. Διέπλευσε ὁ Ἰησοῦς τή θάλασσα, ὁ Θεός μέσα σέ πλοῖο, καί τό ξύλο πρόσφερε μιά ἐφήμερη ὠφέλεια. Ἐγώ ὅμως ἀπόκτησα ξύλο αἰώνιο, εὐεργετικό, πού, χρησιμοποιώντας το ἀντί γιά πηδάλιο, ἀντιμετωπίζω τά πνευματικά κύματα τῆς πονηρίας.

Δόθηκε φαγητό σέ πέντε καί πάλι σέ ἑπτά χιλιάδες ἀνθρώπους μ᾽ ἕνα σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Ποῦ εἶναι λοιπόν τά ἀπομεινάρια τοῦ φαγητοῦ; Πῶς ἐγώ πού δέν ἤμουν παρών θά λάβω ὅ,τι καί οἱ παρόντες; Γέμισαν δώδεκα κοφίνια ἀπό τά περισσεύματα. Ἡ Χάρη εἶναι σύμμετρη. Σταυρώθηκε ὁ Χριστός καί τρεφόμαστε συνεχῶς καί ἐνῶ χορταίνουμε ζητοῦμε ξανά καί ἐνῶ ξαναπαίρνουμε πάλι ποθοῦμε καί εἶναι περισσότερο ὅσο ἀπομένει. Γιατί ἡ Χάρη δέν ἐλαττώνεται. Ἄς ἐπαινεῖται ἡ μέρα πού γέννησε τό φῶς, πού χάρη σ᾽ αὐτήν οἱ ἄλλες μέρες προσκλήθηκαν νά εὐφρανθοῦν. Ἄκουσε πῶς: Σήμερα πλάσθηκε ὁ Ἀδάμ, τήν ἕκτη ἡμέρα. Σήμερα περιβλήθηκε θεία μορφή. Σήμερα ἔγινε ὁ ἄνθρωπος κυβερνήτης καί ἔπιασε καλά τά πηδάλια τῆς οἰκουμένης ὡς ἡγεμόνας ὅλων τῶν ζώντων. Σήμερα ἔλαβε ἐντολές τίς ὁποῖες εἶχε τή δυνατότητα νά τίς κάνει ἤ ὄχι. Σήμερα ξέπεσε ἀπό τόν Παράδεισο καί σήμερα ξαναμπῆκε. Ὤ μέρα πολύτροπη, γεμάτη λύπη καί δίχως καθόλου λύπη, πού τό πρωί ἔφερες λύπη καί τό βράδυ εὐφροσύνη- ἤ μᾶλλον πού δέν πλήγωσες τόσο, ὅσο θεράπευσες.

Μέ λύπη ὁμολογῶ πρός ἐσᾶς φέρνοντας στό νοῦ μου τά παλαιά παθήματα, ἀκούοντας ὅτι ὁ Ἀδάμ ξέπεσε ἀπό τήν πατρική ἑστία. Ξέπεσε αὐτός πού ἦταν πολίτης τοῦ Παραδείσου, πού τρεφόταν χωρίς νά καλλιεργεῖ, πού ἀπολάμβανε χωρίς βροχή καί πού δέν εἶχε ἀνάγκη οὔτε ἀπό ἱδρώτα οὔτε ἀπό ξινάρι, οὔτε ἀπό κόπους καί μόχθους γιά νά ζήσει. Χαιρόταν τά θαλερά δέντρα πού συνέχεια ἀνθοῦσαν καί καρποφοροῦσαν, πού σέ κάθε ἐπιθυμία του ἀκολουθοῦσαν ὅσα τοῦ χρειάζονταν καί πού δέν ἤξερε, ἐξαιτίας τῆς ὡραιότητας ἐκείνων πού ἔβλεπε, σέ ποιό νά πρωτοαπλώσει τό χέρι του. Συχνά μοῦ ἦρθαν δάκρυα γιά τήν τόση μακαριότητα, βλέποντάς τον νά τήν ἔχει χάσει. Ἀφοῦ ὅμως ἐντρύφησα στά Εὐαγγέλια καί ἔφτασα σ᾽ αὐτήν τήν ἡμέρα(γιατί ἕκτη ἦταν ἡ ἡμέρα ἐκείνη καί τούτη), ἀπαλλάχτηκα ἀπό τή λύπη καί ἄλλαξα γνώμη, καί φορῶ τώρα τά λευκά ροῦχα τοῦ λόγου καί λέγω στόν ἑαυτό μου καί σ᾽ ἐσᾶς: «δραπέτευσε ὁ πόνος, ἡ λύπη, ὁ στεναγμός» (Ἡσ. 51, 11). «Τά παλιά πέρασαν, νά ὅλα ἔγιναν καινούργια» (Β’ Κορ. 5, 17). Ὅπως δηλαδή οἱ βοηθοί τῶν γιατρῶν θεραπεύουν τά δαγκάματα τῶν φιδιῶν βγάζοντας ἀπό αὐτά τά ἴδια καί παρασκευάζοντας τά ἀντίδοτα, πολεμώντας τό πάθος μέ τίς ἀφορμές τοῦ πάθους, ἔτσι καί ὁ Σωτήρας χρησιμοποίησε γιά τή θεραπευτική Του ἐνέργεια ὅλες μαζί τίς ἀφορμές τῶν παθῶν, κάνοντας τό πικρό γλυκύ, μεταβάλλοντας τή χολή σέ φάρμακο, στρέφοντας κατά τοῦ θανάτου τό ἴδιο του τό κεντρί, μετατρέποντας τή δοκιμή τοῦ δέντρου σέ σωτηρία, παίρνοντας τήν ἡμέρα πού ἔφερε τή λύπη στόν κόσμο καί παρέχοντας ὡς ἀντίδοτο τήν ἡμέρα πού ἔφερε σ᾽ αὐτόν τή χαρά.

Μήν πιστέψεις ἐμένα, ἀλλά πίστεψε τά μάτια σου. Κοίταξε τή συνάθροισή μας αὐτή καί παῦσε νά ἀντιλέγεις. Εἶναι ἡμέρα τῆς Σταύρωσης καί χαιρόμαστε ὅλοι, νηστεύομε ἀπό τά κακά καί καθαριζόμαστε ἀπό ὅλα, τά μέσα καί τά ἔξω. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος τῆς ἑορτῆς καί ὁ τρόπος τῆς εὐφροσύνης. Σᾶς ἀναφέρω κάποια μικρά θαύματα τῆς δύναμης τοῦ Σταυροῦ. Κοίταξε ὁλόγυρα τήν οἰκουμένη: πόσα χωριά ὑπάρχουν, πόσες πόλεις, πόσοι τόποι, πόσα ἔθνη, νησιά, ποτάμια, παραλίες, πόσα γένη καί πόσες φυλές καί βαρβαρικές γλῶσσες. Ὅλοι αὐτοί σήμερα γιά χάρη τοῦ Σταυροῦ νηστεύουν καί σταυρώνουν τά πάθη τους μέ τή δύναμη Ἐκείνου. Πολλοί περνοῦν ὅλη τή νύχτα χωρίς νά χάσουν τή δύναμη γιά νηστεία. Καί τώρα συγκεντρωθήκαμε ὅλοι ν᾽ ἀκούσομε γιά τό Σταυρό καί γεμίζομε τήν ἐκκλησία καί σπρώχνομε ὁ ἕνας τόν ἄλλο καί ἱδρωκοποῦμε καί ταλαιπωρούμαστε. Μπροστά στούς δικαστές παίρνομε τήν ἄδεια νά καθίσομε, ἐνῶ μπροστά στόν Ἰησοῦ στεκόμαστε ὄρθιοι μ᾽ εὐχαρίστηση, γιατί καί ὁ Ἰησοῦς στάθηκε ὄρθιος γιά χάρη μας, γιά νά σταματήσει τούς λόγους τῆς κακίας. Τί ἔγινε λοιπόν σήμερα. Ἄς μή μᾶς διαφύγουν ἔτσι ἁπλά τά θαύματα τῆς ἡμέρας.

Ἔφεγγε λοιπόν ἡ μέρα καί ἦταν πολύ πρωί, ὅταν ὁ Ἰησοῦς ὁδηγοῦνταν μέ δεμένα τά χέρια στό Πραιτώριο τοῦ Πιλάτου. Ποιά χέρια; Ἐκεῖνα πού θεράπευσαν τυφλούς καί γιάτρεψαν κουτσούς. Καί σφίγγονταν μέ δεσμά τά δάχτυλα πού δημιούργησαν βλέφαρα, καί κρατοῦνταν ὁ θεραπευτής τῶν ἀνθρώπων γιά νά μήν ἐκπληρώση τό ἔργο τῆς τέχνης πού ἤξερε. Αὐτά εἶναι πού ἀνταποδίδονται στόν Κύριο. Δέχτηκε δεσμά Αὐτός πού δεσμεύει τά νερά στά σύννεφα(Ἰώβ24, 8), Αὐτός πού ἐλευθερώνει μέ γενναιότητα τούς δεμένους στίς φυλακές(Ψαλμ. 67, 7), Αὐτός πού χαρίζει στούς αἰχμαλώτους τήν ἐλευθερία(Ἠσ. 61, 1). Δέχτηκε τά δεσμά Αὐτός πού ἔλυσε τόν Λάζαρο ἀπό τά δεσμά τοῦ θανάτου(Ἰω. 11, 1). Ὁδηγήθηκε στό πραιτώριο Αὐτός πού ἔχει σάν δορυφόρους Του ἀμέτρητους Ἀγγέλους. Στάθηκε μπροστά στόν Πιλάτο Αὐτός πού ἔχει θρόνο Του τόν οὐρανό. Ἀνεχόταν ὁ Δημιουργός νά Τόν σέρνουν τά δημιουργήματά Του, ὁ Πλάστης τά πλάσματά Του, ὁ Τεχνίτης τά ἔργα τῶν χεριῶν Του.

Καί τί γίνεται ἔπειτα; «Αὐτοί», λέει, «δέν μπῆκαν στό πραιτώριο γιά νά μή μολυνθοῦν, ἀλλά νά μπορέσουν νά φᾶνε τό φαγητό τοῦ Πάσχα» (Ἰω. 28, 28). Ὤ πέλαγος παρανομίας! Ἐκτελοῦν ἕναν ἄδικο φόνο καί δέ θέλουν νά μποῦν στό πραιτώριο, προσέχοντας νά μή μολυνθοῦν αὐτοί πού ἦταν ἤδη μολυσμένοι. Ἐλευθερώνουν τό πρόβατο μέ τό Πρόβατο. Περίμενε λοιπόν τήν κρίση ὁ Κριτής ὅλης τῆς οἰκουμένης. Περίμενε τούς μάρτυρες τῶν ψυχῶν, Πλάστης καί κρινόμενος. Ἦταν ἄνθρωποι πού κάθονταν καί δίκαζαν, ἐνῶ ὁ Θεός στεκόταν καί σώπαινε. Στεκόταν στήν πόρτα τῶν ἀνθρώπων ὁ Κύριος τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ. Ρώτησε ὀ Πιλάτος τάχα ὡς πιό φιλάνθρωπος ἀπό τούς Ἰουδαίους. Τί λέγω; Θά δείξουν τήν ἀλήθεια τά ὅσα ἔγιναν: «γιά ποιό πράγμα κατηγορεῖτε τοῦτον τόν ἄνθρωπο;» (Ἰω. 18, 29). Ποιός μπορεῖ νά κατακρίνει τό Θεό; Ἀναγκάζομαι νά λέγω ὅ,τι εἶπε ὁ Πιλάτος. Ὁ Ἰησοῦς σωπαίνει, ὄχι γιατί λείπουν τά λόγια στό Λόγο, ἀλλά γιά νά μή διαλύσει μέ τήν ἀπόκρισή Του τό στεφάνι τοῦ Σταυροῦ. Κατηγορεῖται γιά κτήματα ὁ ἀκτήμων; Γιά ξένα σπίτια, Αὐτός πού δέν ἔχει τόπο ὅπου νά γείρει τό κεφάλι Του; Γιά πράγματα, Αὐτός πού καί τούς μαθητές Του εἶχε γυμνούς ὥς τή μέση; Αὐτός πού δέν εἶχε ὑποζύγιο, ἀλλά χρησιμοποίησε ξένο πουλάρι, γιά νά εὐλογήσει τά παιδιά σας; Πέστε μιά πρόφαση, πλάσατε αὐτήν, σκοτῶστε, ἀλλά δίκαια.

«Τοῦ ἀπάντησαν οἱ Ἰουδαῖοιˑἄν αὐτός δέν ἦταν κακοποιός, δέ θά σοῦ τόν παραδίδαμε» (Ἰω. 18, 30). Μεγάλη ἀπόδειξη αὐτή γιά τά πράγματα, διατύπωση ἀόριστη. Πές μας τήν κακία Του καί μήν παραπλανᾶς τόν ἀκροατή. «Τούς λέει ὁ Πιλάτοςˑ Πάρτε τον ἐσεῖς καί δικάστε τον σύμφωνα μέ τό νόμο σας» (Ἰω. 18, 31). Ἔξυπνος δικαστής. Βάζει τό βάρος στό κεφάλι τῶν Ἰουδαίων: «Πάρτε ἐσεῖς αὐτόν πού ἔπραξε τό κακό». «Τοῦ λένε οἱ Ἰουδαῖοιˑ Σ᾽ ἐμᾶς δέν ἐπιτρέπεται νά σκοτώσομε κανένα» (Ἰω. 18, 32). Πῶς τότε σκοτώσατε τόν Ἠσαΐα, πῶς τόν Ζαχαρία, πῶς καθένα ἀπό τούς προφῆτες; Ἀλλά δέν σᾶς ἐπιτρέπεται νά σκοτώσετε, ὄχι γιατί δέ θέλετε, ἀλλά γιατί δέν μπορεῖτε. Γιατί οἱ Ρωμαῖοι τούς ἔχουν ἤδη ἀφαιρέσει τό δικαίωμα αὐτό. Καταργεῖται λοιπόν πλέον ὁ νόμος καί ἔμεινε στό χαρτί πιά νοητά καί τόν κατάργησε ὁ δεμένος Ἰησοῦς. Ὁ Πιλάτος τότε λέειˑ «ἐγώ δέ βρίσκω τίποτε νά τόν κατηγορήσω» (Ἰω. 18, 38). Ὄχι μόνο ἐσύ, Πιλάτε, ἀλλά οὔτε οἱ Ἰουδαῖοι βρίσκουν. Οὔτε οἱ τυφλοί οὔτε οἱ νεκροί οὔτε ὁ ἥλιος οὔτε ἡ σελήνη οὔτε ὁ κόσμος οὔτε ὅλοι οἱ δίκαιοι, οἱ προφῆτες καί οἱ μάρτυρες. Γιατί λέει κάποιος προφήτης δικός τους: «Αὐτός δέν ἔκαμε καμιά ἁμαρτία οὔτε βρέθηκε στό στόμα του δόλος» (Ἠσ. 53, 9. Α’ Πέτρ. 2, 22). Βοηθοῦν ὅλοι τόν Πιλάτο, διατυπώνοντας δίκαιη γνώμη. Μόνοι ἀγωνίζονται οἱ Ἰουδαῖοι, δικάζουν μέ κραυγές καί φιλονεικοῦν νά σκιάσουν τήν ἀλήθεια μέ θορύβους καί ἐπιβεβαιώνουν τή κρίση τοῦ Ἠσαΐα: «περίμενα νά κάνει σταφύλια, καί ἔκανε ἀγκάθια» (Ἠσ. 5, 2)ˑ καί δέν ἔδειξε δικαιοσύνη, ἀλλά τήν πιό κούφια κραυγή. Τό ἀμπέλι τῶν Ἰουδαίων καρποφορεῖ κραυγή.

Ἐνῶ διαδραματίζονταν αὐτά καί ὁ Πιλάτος οὔτε νά μιλήσει μποροῦσε οὔτε ν᾽ ἀκούσει ἀπό τήν ἀνάμεικτη ταραχή καί προετοιμαζόταν στάση, στέλνει κάποιον σ᾽ αὐτόν ἡ γυναίκα του (ἦταν καλή βοηθός πού συγκρατοῦσε τόν ἄνδρα της πού ἔτρεχε) καί τοῦ λέει: «Μήν ἀναλάβεις τήν εὐθύνη γι᾽ Αὐτόν τόν δίκαιο» (Ματθ. 27, 19). Ἄν μπορεῖς, σῶσέ Τον. Ἄν δέν μπορεῖς, σῶσε τόν ἑαυτόν σου. Σά νά τοῦ ἔλεγε τά λόγια τοῦ Δαβίδ: «μήν καταστρέψεις τή ψυχή μου μαζί μέ τίς ψυχές τῶν ἀσεβῶν καί τή ζωή μου μαζί μέ τή ζωή αἱμοβόρων ἀνδρῶν» (Ψαλμ. 25, 9). «Μήν ἀναλάβεις εὐθύνη γιά Ἐκεῖνον τόν δίκαιο, γιατί ἐξαιτίας Του ἔπαθα πολλά στόν ὕπνο μου» (Ματθ. 27, 19). Σάν ἕνας ἄλλος Ἰωσήφ, βλέποντας τήν ἀλήθεια μέ τά ὄνειρα, δίνει μαρτυρία ἀντίθετη μέ τήν κραυγή τῶν Ἰουδαίων. Γιατί ἔπρεπε νά νικηθοῦν ἀπό γυναῖκες. Τούς νίκησε ἡ πόρνη Ραάβ. Τούς νίκησε ἡ αἱμορροούσα. Τούς νίκησε ἡ Χαναναία. Καί τώρα πάλι στεφάνι νίκης ἐναντίον τους παίρνει γυναίκα. «Τοῦ ἀποκρίθηκαν οἱ Ἰουδαῖοι: Ἐμεῖς ἔχομε νόμο καί σύμφωνα μέ τό νόμο μας πρέπει νά πεθάνει» (Ἰω. 19, 7). Ποιόν νόμο; Μέ ποιές λέξεις τό βεβαιώνει; Μέ τίς λέξεις τάχα πού διαβάσαμε σήμερα; «Ὁδηγήθηκε στή σφαγή σάν τό πρόβατο, σάν ἄκακο ἀρνί ἄφωνο μπροστά σ᾽ αὐτόν πού τό κουρεύει, δέν ἀνοίγει τό στόμα του» (Ἠσ. 53, 7). «Ἀπό τίς ἀνομίες τοῦ λαοῦ μου ὁδηγήθηκε στό θάνατο» (Ἠσ. 53, 8). Αὐτές τίς φράσεις βρίσκω χρήσιμες γιά ἐκείνους. Σέ κανένα ἄλλο ὅμως σημεῖο δέν βρίσκω ὅτι σταυρώνεται δίκαια ὁ Ἰησοῦς.

Μπῆκε ὁ Πιλάτος στό πραιτώριο, ὑποχωρώντας στό θυμό τῶν Ἰουδαίων, ἀγωνιζόμενος νά σβήσει φλόγα ἄσβεστη. Μπῆκε καί βγῆκε καί ἄναψε περισσότερο τή φωτιά. Βγῆκε ἔχοντας στεφανώσει τόν Ἰησοῦ καί ἐνῶ Τοῦ εἶχε φορέσει πορφύρα, γεγονός πού θαύμασαν καί δέν ἤθελαν οἱ Ἰουδαῖοι. Νά δείχνει δηλαδή στεφανωμένο ἤδη καί μέ βασιλική στολή Αὐτόν πού πολεμοῦσαν. Γιατί ὅ,τι ἔγινε ἦταν γιά περιφρόνησή Του καί ὑπαινιγμός γιά τήν βασιλική φύση. Μόλις Τόν εἶδαν, Αὐτόν πού πολλές φορές Τόν εἶχαν ἀτενίσει καί ποτέ δέν Τόν εἶχαν δεῖ, Αὐτόν πού πάντοτε καθώς Τόν ἔβλεπαν φούντωνε τό πάθος τους καί φλέγονταν ἀπό τήν ἴδια τους τή φωτιά («θά θελήσουν νά κατακαοῦν ἀπό τή φωτιά», Ἠσ. 9, 5), ὕψωσαν τή σοδομιτική κραυγή. Τήν ὕψωσαν καί ὑψώθηκαν: «Ἄρον, ἄρον, σταύρωσον Αὐτόν. Τό βασιλιά σας θέλετε νά σταυρώσω; Δέν ἔχομε βασιλιά», λένε, «παρά μόνο τόν Καίσαρα» (Ἰω. 19, 15). Ἀρνοῦνται χωρίς νά διώκονται• ἀθεΐα μετά ἀπό ὅσα εἶχαν ὑποφέρει στήν Αἴγυπτο. «Αὐτοί εἶναι, Ἰσραήλ, οἱ θεοί σου, πού σέ ἔβγαλαν ἀπό τή γῆ τῆς Αἰγύπτου» (Ἐξ. 32, 18). Δέν ἔχετε βασιλιά παρά τόν Καίσαρα; Ποιός λοιπόν σᾶς ὁδήγησε στήν ἔρημο ἤ Ποιός σᾶς ἔθρεψε; Σέ Ποιόν φωνάζει ὁ Μωυσῆς λέγοντας, «ὁ Κύριος πού βασιλεύει ἀπό αἰώνα σέ αἰώνα» (Ἐξ. 15, 18) καί ἀκόμη περισσότερο; Ἀφοῦ λοιπόν ἀρνηθήκατε τό βασιλιά σας, μείνετε στό ἑξῆς χωρίς βασιλέα, σέρνοντας τό ζυγό τῆς αἰώνιας δουλείας. Αὐτά ἔγιναν ὥς αὐτή τήν ὥρα. Ἄς δοῦμε καί τό μέρος τῆς ἡμέρας πού ἀπομένει. Γιατί ὁλόκληρη εἶναι ἁγία.

Τόν πῆραν στεφανωμένο. Μέ τί; Μέ ἀγκάθια, τά δῶρα τῶν Ἰουδαίων. «Περίμενε νά κάνει τό ἀμπέλι σταφύλια, ἔκανε ὅμως ἀγκάθια» (Ἠσ. 5, 2). Δέχτηκε ραπίσματα, ἐμπτυσμούς, χτυπήματα, μαστιγώθηκε ἐκεῖνος πού δέν εἶχε λόγο νά ντρέπεται γιά τίποτα. Στάσου μαζί μέ τόν Ἠσαΐα καί βλέπε τό Θεό μέ τά μάτια του. Τί λέει λοιπόν ἐκεῖνος; «Κύριε, ποιός νά πιστέψει σέ ὅ,τι ἀκοῦν τά ἀφτιά μας; Τόν εἴδαμε καί δέν εἶχε μορφή οὔτε κάλλοςˑ τό πρόσωπό Του ἦταν κακοποιημένο καί δέν ἦταν νά τό βλέπει ἄνθρωπος» (Ἠσ. 53, 1-3). Δέν εἶχε ὡραιότητα οὔτε ὀμορφιά, ὁ Τεχνίτης ὅλης τῆς ὡραιότητας. Γιατί θρηνοῦσε τήν κακότητα τῶν Ἰουδαίων. «Ἦταν ἄνθρωπος πληγωμένος πού ἤξερε νά ὑποφέρει» (Ἠσ. 53, 3). Ἄνθρωπος, ὄχι Θεός. Ἦταν ἄνθρωπος καί ὄχι Θεός Αὐτός πού χτυποῦσαν. Ποιός ἦταν λοιπόν Αὐτός πού ἀνέφερε τόσους πόνους, τόσες λύπες, πού Τόν χτυποῦσαν ὅλοι; Μήν τυχόν καί ὑποφέρει δίκαια ὅσα ὑποφέρει; «Αὐτός σηκώνει τίς ἁμαρτίες μας καί ὑποφέρει γιά μᾶς» (Ἠσ. 53, 4). «Ἐγώ δέ βρίσκω καμμιά κατηγορία κατά τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ» (Ἰω. 18, 38). Ἀλλά μήν ντρέπεσαι καθόλου γιά τά περιφρονημένα ἀγαθά. Γιατί, ἄν καί ἔπαθε τόσα, ἔμεινε ἀπαθής. Δέχτηκε χτυπήματα καί ἐμπτυσμούς, ὑπέφερε τά αἴσχιστα, παραμένει ὅμως μέ τήν τιμή καί τήν δόξα Του ὡς ἕνας ἀπό ὅσους δέχονται χτυπήματα. Ὅπως λέει σ᾽ αὐτούς κάπου ὁ Ἠσαΐας: «ἐμεῖς νομίσαμε πώς Τόν εἶχε κάνει ὁ Θεός νά πονέσει, Τόν εἶχε πληγώσει καί ταλαιπωρήσειˑ ἐνῶ Ἐκεῖνος εἶχε πληγωθεῖ γιά τίς ἁμαρτίες μας καί ταλαιπωρήθηκε γιά τίς ἀνομίες μας» (Ἠσ. 53, 4-5). Καί Αὐτός λοιπόν καί ἐμεῖς κειτόμαστε πληγωμένοι. «Μέ τά τραύματά Του θεραπευτήκαμε ἐμεῖς» (Ἠσ. 53, 5). Ἕνας νεκρός γιατρός νεκρῶν, ἕνας τραυματίας ἀντιφάρμακο γιά πολυπονεμένους ἀνθρώπους. Ἀλλά ὥς πότε σοῦ δώσαμε ἄδεια, ἄνθρωπε, νά μᾶς περιπαίζεις; Πές μας μέ περισσότερη σαφήνεια ὅ,τι ζητοῦμε. «ὁδηγήθηκε σάν πρόβατο στή σφαγή καί σάν ἀρνί ἄφωνο μπροστά σ᾽ ἐκεῖνον πού τό κουρεύει» (Ἠσ. 53, 7). Ἀγαθό πρόβατο πού παραδόθηκε στά χέρια κακῶν μαγείρων. Ἄν τό σφάζετε, Ἰουδαῖοι, μήν τό κουρεύετε. Καί ἄν τό κουρεύετε, λυπηθεῖτε τό ὠφέλιμο πρόβατο πού καρποφορεῖ.

«Ἔβαλαν μαζί του καί ἄλλους δυό κακούργους» (Λουκᾶ 13, 4). Ἔχει φτάσει ὁ λόγος μου στήν ἑνδέκατη ὥρα τῆς ἡμέρας, γιά νά μήν ἐξαντλήσει κανένας τήν ὑπομονή του. Καί θά ἤθελα βέβαια νά παρατρέξω τήν ἱστορία, ἐπειδή σᾶς τήν ἔχω διηγηθεῖ πολλές φορές. Βλέπω ὅμως τό ληστή νά μέ βιάζει συνεχῶς. Καί δέν εἶναι παράξενοˑ ἀφοῦ παραβίασε τήν πόρτα τοῦ Παραδείσου, μεταβάλλοντας τήν τέχνη του σέ σωτηρία. Στεκόταν στό Σταυρό ὁ Ἀμνός καί δύο λύκοι, ἀλλά ἐνῶ ὁ ἕνας ἔμεινε σταθερός στή γνώμη του, ὁ ἄλλος ἄλλαξε καί εἶπε: «μνήσθητί μου, ὅταν ἔρθεις στή βασιλεία σου». Ὤ, δύναμη τοῦ Ἰησοῦ! Ὁ ληστής γίνεται τώρα προφήτης, πού κηρύττει ἀπό τό σταυρό: «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔρθεις στή βασιλεία σου». (Λουκᾶ 23, 42). Τί βλέπεις, ληστή, στό βασιλιά; Ραπίσματα, ἐμπτυσμούς, καρφιά καί Σταυρό καί τά περιπαίγματα τῶν Ἰουδαίων καί τῶν στρατιωτῶν τή λόγχη πού τώρα ξεγυμνώνεται. Δέ βλέπω, λέει, τά φαινόμενα. Βλέπω τούς Ἀγγέλους νά στέκουν ὁλόγυρα, τόν ἥλιο νά φεύγει, τό καταπέτασμα νά σχίζεται, τή γῆ νά τρέμει, τούς νεκρούς νά ἑτοιμάζονται νά βγοῦν. Καί ὁ Ἰησοῦς πού δέχεται ὅλους – καί τούς προφῆτες πού ἦρθαν τήν ἑνδέκατη ὥρα ὡς ἐργάτες, δίνοντας τό ἴδιο δηνάριο, τοῦ λέει: σέ βεβαιώνω» (λάβε καί σύ τή βεβαίωση, ὤ ληστή, σύ πού σήμερα εἶσαι ληστής καί σήμερα πάλι υἱός), «ὅτι σήμερα θά εἶσαι μαζί μου στόν παράδεισο» (Λουκᾶ 23, 43). Ἐγώ σέ ἔβγαλα, ἐγώ θά σέ ξαναβάλω μέσα, ἐγώ πού ἔκλεισα τίς θύρες τοῦ Παραδείσου καί τίς ἀσφάλισα μέ τήν πύρινη ρομφαία. Ἄν δέν βάλω μέσα ἐγώ κάποιον, μένουν οἱ πόρτες κλεισμένες. Ἔλα, ληστή: Λήστεψες τό διάβολο. Πῆρες στεφάνι νίκης ἐναντίον του. Εἶδες ἕνα ἄνθρωπο καί τόν προσκύνησες ὡς Θεό. Πέταξες τά παλιά σου ὅπλα καί πῆρες τά ὅπλα τῆς πίστης.

Ἐνῶ γίνονταν αὐτά καί ὅλα ἁγιάζονταν, ὁ ἥλιος ἀπό τόν αἰθέρα, τό ξύλο ἀπό τά φυτά, ἡ χολή ἀπό τά ζῶα, ὁ ἀδιαίρετος χιτώνας ἀπό τά ὑφάσματα, ἡ πορφυρή στολή ἀπό τή θάλασσα, ἡ λόγχη καί τά καρφιά ἀπό τά μέταλλα καί τό σίδηρο καί ἡ δίδυμη πηγή αἵματος καί νεροῦ πού ἀνάβλυσε, ὁ Σωτήρας ἔκανε τό δικό Του. «Πατέρα μου, συγχώρεσε τήν ἁμαρτία τους» (Λουκᾶ 23, 32). Γιά ποιούς λέει τό «συγχώρεσε»; Γιά τούς Ἕλληνες, τούς Ἰουδαίους, τούς ξένους, τούς βάρβαρους, γιά ὅλους γενικά. Μιά φορά τό εἶπε, καί ἡ πράξη ἐπαναλαμβάνεται συνεχῶς. Μήπως εἶπε μόνο γιά τούς ἐχθρούς Του τό «συγχώρεσε»; Τό λέει γιά κάθε λαό καί τό λέει συνεχῶς καί ὅποιος θέλει τό παίρνει.

Μαζεύτηκαν ὅλοι στό πραιτώριο καί ἔλεγαν στόν Πιλάτο: «Γνωρίζομε ὅτι ἐκεῖνος ὁ ἀπατεώνας εἶπε ὅσο ζοῦσε ἀκόμα, μετά τρεῖς μέρες θά ἀναστηθῶ» (Ματθ. 27, 63). Τό ξέρεις καλά, τό θυμᾶσαι καλά ὅτι θ᾽ ἀναστηθεῖ; Ἀσφάλισε τόν Τάφο. Γιά χάρη μου τόν ἀσφαλίζεις. Φύλαξε τό νεκρό μήπως φύγει. «Ἔχετε», τούς λέει, «φρουρά, πηγαίνετε καί ἀσφαλίστε τον ὅπως θέλετε» (Ματθ. 27, 63). Κλεῖστε τόν Τάφο ὅπως ξέρετε. Πάρτε τά μέτρα πού ξέρετε. Φρουρῆστέ Τον ὅπως ξέρετε. Ἄν δέν Τόν φρουρήσετε σεῖς, θά βρίσκουν πρόφαση σ᾽ ἐμένα. Τώρα ὅμως τόν παραδίδω σ᾽ ἐσᾶς τούς ἴδιους πού ὅταν ζοῦσε ἐσεῖς Τόν συλλάβατε καί ὅταν θανατώθηκε ξέφυγε ὅλη τή φύλαξή σας.

Ἄς μείνομε λοιπόν ξύπνιοι καί ἄγρυπνοι, γιά νά δοῦμε τόν βαθύ ὕπνο τῶν Ἰουδαίων καί νά συνεορτάσομε μαζί μέ τίς ἐπουράνιες Στρατιές στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ Ἰησοῦ τοῦ Κυρίου μας, στόν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ δύναμη τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.