Ἁγίου Ἰωάννου «Τῆς Κλίμακος»: ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΣ

Ἁγίου Ἰωάννου «Τῆς Κλίμακος»:
ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΣ

Ἁγίου Ἰωάννου «Τῆς Κλίμακος»

1.-.Ἡ βεβαία πίστις εἶναι μητέρα τῆς ἀποταγῆς. Καί τό ἀντίθετο εἶναι ἐξ ἴσου φανερό. Ἡ ἀκλόνητη ἐλπίδα εἶναι ἡ θύρα τῆς ἀπροσπαθείας. Καί τό ἀντίθετο εἶναι ἐξ ἴσου φανερό. Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεόν εἶναι αἰτία τῆς ξενιτείας. Καί τό ἀντίθετο εἶναι ἐξ ἴσου φανερό.

2.-. Τήν ὑποταγή τήν ἐγέννησε ἡ καταδίκη τοῦ ἑαυτοῦ μας καί ἡ ὄρεξις τῆς πνευματικῆς ὑγείας. Μητέρα τῆς ἐγκρατείας εἶναι ἡ σκέψις τοῦ θανάτου καί ἡ διαρκής μνήμη τῆς χολῆς καί τοῦ ὄξους τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Προϋπόθεσις καί συνεργός τῆς σωφροσύνης καί καθαρότητος εἶναι ἡ ἡσυχία. Θραῦσις τῆς σαρκικῆς πυρώσεως εἶναι ἡ νηστεία. Καί ἀντίπαλος τῶν αἰσχρῶν λογισμῶν εἶναι ἡ συντριβή τοῦ νοῦ.

3.-. Ἡ πίστις καί ἡ ξενιτεία εἶναι ὁ θάνατος τῆς φιλαργυρίας. Ἡ εὐσπλαγχνία καί ἡ ἀγάπη παρέδωσαν τό σῶμα σέ θυσία. Ἡ ἐκτενής προσευχή εἶναι ὄλεθρος τῆς ἀκηδίας. Ἡ μνήμη τῆς Κρίσεως εἶναι πρόξενος τῆς πνευματικῆς προθυμίας. Θεραπεία τοῦ θυμοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη τῆς ἀτιμίας, ἡ ὑμνωδία καί ἡ εὐσπλαγχνία.

4.-. Ἡ ἀκτημοσύνη καταπνίγει τήν λύπη. Ἡ ἀπροσπάθεια πρός τά αἰσθητά πράγματα ὁδηγεῖ στήν θεωρία τῶν νοερῶν. Ἡ σιωπή καί ἡ ἡσυχία καταπολεμοῦν τήν κενοδοξία ― ἐάν ὅμως εὑρίσκεσαι σέ ἀνθρώπους, χρησιμοποί ησε τήν ἀτιμία.

5.-. Τήν ἐξωτερική καί ὁρατή ὑπερη φάνεια τήν ἐθεράπευσαν ἡ πτωχεία, ἡ θλῖψις καί οἱ παρόμοιες καταστάσεις. Τήν δέ ἐσωτερική καί ἀόρατη Ἐκεῖνος πού εἶναι προαιωνίως Ἀόρατος. Ὅλα τά αἰσθητά ἐρπετά τά φονεύει τό ἐλάφι καί ὅλα τά νοητά ἡ ταπείνωσις. Εἶναι δυνατόν μέ παραδείγματα ἀπό τήν φύσι νά διδασκώμεθα καλῶς ὅλα τά πνευματικά.

6.-. Ὅπως εἶναι ἀδύνατο νά ἀποβάλη ὁ ὄφις τό παλαιό του δέρμα, ἐάν δέν εἰσχωρήση σέ στενή τρύπα, ἔτσι καί ἐμεῖς δέν θά άποβάλωμε τίς παλαιές προλήψεις καί τήν ψυχική παλαιότητα καί τόν χιτῶνα τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, ἐάν δέν περάσωμε ἀπό τήν στενή καί τεθλιμμένη ὁδό τῆς νηστείας καί τῆς ἀτιμίας.

7.-. Ὅπως τά πολύσαρκα πτηνά δέν μποροῦν νά πετάξουν στόν οὐρανό, ἔτσι καί ἐκεῖνος πού τρέφει καί περιποιεῖται τήν σάρκα του.

8.-. Ὁ ξηραμένος βόρβορος δέν ἱκανοποιεῖ πλέον τούς χοίρους. Καί ἡ σάρκα πού ἐμαράνθηκε δέν ἀναπαύει πλέον τούς δαίμονας.

9.-. Ὅπως πολλές φορές τά πολλά ξύλα πνίγουν καί σβήνουν τήν φωτιά δημιουργῶντας ὑπερβολικό καπνό, ἔτσι πολλές φορές καί ἡ ὑπέρμετρη λύπη καπνίζει καί γεμίζει σκότος τήν ψυχή καί ξηραίνει τό ὕδωρ τῶν δακρύων.

10.-. Ὅπως ἀποτυγχάνει ὁ τυφλός τοξότης στόν στόχο του, ἔτσι ἀποτυγχάνει καί καταστρέφεται καί ὁ ὑποτακτικός πού ἀντιλέγει.

11.-. Καθώς τό κοπτερό σίδερο μπορεῖ νά ὀξύνη ἕνα ἄλλο ἀκατέργαστο, ἔτσι καί ὁ πρόθυμος ἀδελφός ἔσωσε πολλές φορές τόν ράθυμο.

12.-. Ὅπως τά αὐγά τῶν ὀρνίθων πού θερμαίνονται στόν κόλπο τοῦ στήθους ζωογονοῦνται, ἔτσι καί οἱ λογισμοί πού δέν φανερώνονται μέ τήν ἐξομολόγησι, γίνονται ἔργα.

13.-. Ὅπως οἱ ἵπποι πού τρέχουν ἁμιλλῶνται μεταξύ τους, ἔτσι καί μέσα στήν καλή συνοδία ὁ ἕνας ἀδελφός διεγείρει τόν ἄλλο.

14.-. Ὅπως τά σύννεφα ἀποκρύπτουν τόν ἥλιο, ἔτσι καί οἱ πονηρές σκέψεις σκοτίζουν καί καταστρέφουν τόν νοῦ.

15.-. Ὅπως αὐτός πού ἔλαβε τήν καταδικαστική ἀπόφασι καί ὁδηγεῖται πρός τήν ἐκτέλεσι δέν ὁμιλεῖ γιά τά θέατρα, ἔτσι καί ἐκεῖνος πού πενθεῖ εἰλικρινά δέν θά ἀναπαύση ποτέ τήν κοιλία του.

16.-. Ὅπως οἱ πτωχοί πού βλέπουν τούς θησαυρούς τοῦ βασιλέως αἰσθάνονται περισ σότερο τήν πτωχεία τους, ἔτσι καί ἡ ψυχή πού μελετᾶ τίς μεγάλες ἀρετές τῶν Πατέρων, ταπεινώνει ὁπωσδήποτε περισσότερο τό φρόνημά της.

17.-. Ὅπως τό σίδερο καί χωρίς νά τό θέλη σπεύδει πρός τόν μαγνήτη, διότι ἕλκεται ἀπό κάποια μυστική φυσική δύναμι, ἔτσι καί ἐκεῖνοι πού ἐχρόνισαν στίς κακές τους συνήθειες τυραννοῦνται ἀπό αὐτές.

18.-. Ὅπως τό λάδι γαληνεύει τήν θάλασσα καί παρά τήν θέλησί της, ἔτσι καί ἡ νηστεία σβήνει ἐντελῶς τίς σαρκικές πυρώσεις, καί παρά τήν θέλησί τους.

19.-. Ὅπως τό ὕδωρ ὅταν πιεσθῆ ἀνυψώνεται, ἔτσι πολλές φορές καί ἡ ψυχή πού ἐπιέσθη ἀπό διαφόρους κινδύνους, ἀνυψώθηκε πρός τόν Θεόν μέ τήν μετάνοια, καί ἐσώθηκε.

20.-. Ὅπως ἐκεῖνος πού κρατᾶ ἀρώματα προδίδεται καί χωρίς νά τό θέλη ἀπό τήν εὐωδία, ἔτσι καί ὅποιος ἔχει μέσα του τό Πνεῦμα τοῦ Κυρίου ἀναγνωρίζεται ἀπό τά λόγια του καί τήν ταπεινοφροσύνη του.

21.-. Ὅπως ὁ ἥλιος μέ τό φῶς του δείχνει τόν χρυσό πού λάμπει, ἔτσι καί ἡ ἀρετή φανερώνει αὐτόν πού τήν ἔχει.

22.-. Ὅπως οἱ ἄνεμοι ἀναταράζουν τόν βυθό τῆς θαλάσσης, ἔτσι καί ὁ θυμός ταράζει περισσότερο ἀπό ὅλα τόν νοῦ.

23.-. Ὅπως, ὅσα δέν εἶδε ὁ ἄνθρωπος μέ τούς ὀφθαλμούς του, δέν ἐπιθυμεῖ καί τόσο πολύ νά τά γευθῆ, ἔστω καί ἄν τά ἄκουσε, ἔτσι καί ὅσοι ἔμειναν ἁγνοί στό σῶμα, ἔχουν ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ἐλαφροτέρους πειρασμούς.

24.-. Ὅπως οἱ κλέπτες δέν πλησιάζουν εὔκολα στόν τόπο πού βλέπουν βασιλική φρουρά καί ὅπλα, ἔτσι καί ἐκεῖνος πού ἕνωσε τήν καρδιά μέ τήν προσευχή δέν κλέπτεται εὔκολα άπό τούς νοητούς ληστάς.

25. -. Ὅπως ἡ φωτιά δέν γενᾶ χιόνι, ἔτσι καί αὐτός πού ζητεῖ τίς τιμές τοῦ κόσμου δέν θά ἀπολαύση τίς τιμές τῆς μελλούσης ζωῆς.

26.-. Ὅπως πολλές φορές μία σπίθα κατέκαυσε ἕνα μεγάλο δάσος, ἔτσι καί μία ἐνάρετη πρᾶξις συνέβη νά ἐξαλείψη πλῆθος ἀπό μεγάλα πταίσματα.

27.-. Ὅπως δέν εἶναι δυνατόν νά φονεύση κανείς ἕνα ἄγριο θηρίο χωρίς ὅπλο, ἔτσι δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποκτήση τήν ἀοργησία χωρίς ταπείνωσι.

28.-. Ὅπως εἶναι ἀδύνατο, σύμφωνα μέ τούς φυσικούς νόμους, νά ζήση κανείς χωρίς τροφή, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο, ὁ ἄνθρωπος πού ἐπιθυμεῖ τήν σωτηρία του, νά δείξη μέχρι τό θανατό του, ἔστω καί γιά μία στιγμή ἀμέλεια.

29.-. Ὅπως ἡ ἡλιακή ἀκτῖνα πού εἰσχωρεῖ ἀπό κάποιο μικρό ἄνοιγμα στό σπίτι, τό φωτίζει τόσο, ὥστε νά διακρίνεται καί ἡ πιό λεπτή σκόνη πού αἰωρεῖται στόν ἀέρα, ἔτσι καί ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἰσερχόμενος στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, τῆς φανερώνει ὅλα τά ἁμαρτήματά της.

30.-. Ὅπως τά λεγόμενα καβούρια συλλαβάνονται εὔκολα, διότι βαδίζουν ἄλλοτε ἐμπρός καί ἄλλοτε πίσω, ἔτσι καί μία ψυχή πού ἄλλοτε γελᾶ, ἄλλοτε πενθεῖ καί ἄλλοτε ζῆ μέ τρυφή, δέν εἶναι δυνατόν νά κατορθώση τίποτε.

31.-. Ὅπως οἱ κοιμώμενοι κλέπτονται εὔκολα, ἔτσι καί ὅσοι ἀσκοῦνται στήν ἀρετή κοντά στόν κόσμο.

32.-. Ὅπως ἐκεῖνος πού παλαίει μέ λέοντα, ἄν στρέψη ἀλλοῦ τό βλέμμα του, ἐξοντώνεται ἀμέσως, ἔτσι καί ἐκεῖνος πού παλαίει μέ τήν σάρκα του, ἐάν τῆς προσφέρη ἀνάπαυσι.

33.-. Ὅπως κινδυνεύουν νά πέσουν ὅσοι ἀνεβαίνουν σέ σαθρή σκάλα, ἔτσι κάθε τιμή καί δόξα καί ἐξουσία καταρρίπτουν τόν κάτοχό τους, ἐπειδή αὐτές ἔρχονται σέ ἀντίθεσι μέ τήν ταπεινοφροσύνη.

34.-. Ὅπως εἶναι ἀδύνατον νά μή σκέπτεται ὁ πεινασμένος τόν ἄρτο, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο νά μή σκέπτεται τόν θάνατο καί τήν Κρίσι ἐκεῖνος πού ἀγωνίζεται γιά νά σωθῆ.

35.-. Ὅπως τό ὕδωρ σβήνει τά γράμματα, ἔτσι καί τό δάκρυ μπορεῖ νά σβήση τά πταίσματα.

36.-. Ὅπως μερικοί πού δέν ἔχουν ὕδωρ, σβήνουν μέ ἄλλο τρόπο τά γράμματα, ἔτσι ὑπάρχουν καί ψυχές πού στεροῦνται δακρύων, καί γι᾿ αὐτό τρίβουν καί ἀποξέουν τίς ἁμαρτίες τους μέ τήν λύπη, τούς στεναγμούς καί τήν σκυθρωπότητα.

37.-. Ὅπως ἀπό τό πλῆθος τῆς κοπριᾶς προέρχονται πλῆθος σκουλήκια, ἔτσι καί ἀπό τό πλῆθος τῶν φαγητῶν προέρχονται πλῆθος ἁμαρτωλῶν πτώσεων καί πονηρῶν λογισμῶν καί ἀκαθάρτων ὀνείρων.

38.-. Ὅπως ὁ τυφλός δέν βλέπει νά βαδίζη, ἔτσι καί ὁ ὀκνηρός δέν μπορεῖ νά ἰδῆ τό καλό καί νά τό πράξη.

39.-. Ὅπως ἐκεῖνος πού ἔχει δεμένα τά πόδια δέν μπορεῖ νά βαδίζη εὔκολα, ἔτσι καί αὐτοί πού θησαυρίζουν χρήματα δέν μποροῦν νά ἀνέβουν στόν οὐρανό.

40.-. Ὅπως ἡ πρόσφατη πληγή θεραπεύεται εὔκολα, ἔτσι ἀντιθέτως τά χρό νια τραύματα τῆς ψυχῆς δύσκολα θεραπεύονται, ὅταν βεβαίως θεραπεύωνται.

41.-. Ὅπως εἶναι ἀδύνατον νά βαδίζη ὁ νεκρός, ἔτσι εἶναι ἀδύνατον νά σωθῆ ὁ ἀπελπισμένος.

42.-. Αὐτός πού ἔχει ὀρθή πίστι καί ὅμως διαπράττει ἁμαρτίες, ὁμοιάζει μέ πρόσωπο πού δέν ἔχει ὀφθαλμούς.

43.-. Αὐτός πού δέν ἔχει πίστι, καί ὅμως πράττει ἴσως μερικά καλά, ὁμοιάζει μέ ἐκεῖνον πού ἀντλεῖ ὕδωρ καί τό χύνει σ᾿ ἕνα τρυπημένο πιθάρι.

44.-. Ὅπως τό πλοῖο πού ἔχει καλόν κυβερνήτη φθάνει μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ σῶο στό λιμάνι, ἔτσι καί ἡ ψυχή πού ἔχει καλόν ποιμένα ἀνεβαίνει εὔκολα στόν οὐρανό, ἔστω καί ἐάν ἔχη διαπράξει πλῆθος κακῶν.

45.-. Ὅπως αὐτός πού δέν ἔχει ὁδηγό χάνει εὔκολα τόν δρόμο, ἔστω καί ἐάν εἶναι πολύ ἔξυπνος, ἔτσι καί ἐκεῖνος πού προχωρεῖ αὐτοκυβέρνητος τήν μοναχική ὁδό, εὔκολα χάνεται, ἔστω καί ἐάν κατέχη ὅλη τήν σοφία τοῦ κόσμου.

46.-. Ὅταν κάποιος ἀσθενῆ κατά τό σῶμα, ἔχη δέ διαπράξει καί βαρειά ἁμαρτήματα αὐτός ἄς ἀκολουθῆ τήν ὁδό τῆς ταπεινώσεως καί τῶν διαφόρων μορφῶν καί ἐκδηλώσεών της, διότι δέν πρόκειται νά εὕρη ἀλλοῦ τήν σωτηρία.

47.-. Ὅπως δέν εἶναι δυνατόν αὐτός πού ἐπέρασε μακροχρόνιο ἀσθένεια νά ἀνακτήση τήν ὑγεία του μέσα σέ μία στιγμή, ἔτσι δέν εἶναι δυνατόν νά νικήσουμε διά μιᾶς τά πάθη μας ἤ ἕνα πάθος μας. Νά παρατηρῆς σέ τί μέτρα εὑρίσκεσαι σέ κάθε πάθος καί σέ κάθε ἀρετή, καί ἔτσι θά ἀντιληφθῆς καλύτερα τήν πρόοδο σου.

48.-. Ὅπως ζημιώνονται ὅσοι ἀνταλλάσσουν τόν χρυσό μέ τήν λάσπη, ἔτσι καί ὅσοι διηγοῦνται καί ἀποκαλύπτουν τά πνευματικά, γιά νά κερδίσουν κάτι ἀπό τά ὑλικά.

49.-. Τήν ἄφεσι πολλοί τήν ἀπέκτησαν σύντομα, ἀλλά τήν ἀπάθεια κανείς, διότι αὐτό ἀπαιτεῖ πολύν χρόνο καί πόθο καί τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

50.-. Ἄς ἀναζητήσωμε ποιά θηρία ἤ πτηνά μᾶς ἐπιβουλεύονται στήν σπορά, ποιά στήν βλάστησι καί ποιά στόν θερισμό, ὥστε νά στήνωμε κάθε φορά τίς ἀνάλογες παγίδες.

51.-. Ὅπως δέν εἶναι σωστό νά αὐτοκτονήση κάποιος, ἐπειδή ἔχει πυρετό, ἔτσι δέν πρέπει νά περιπίπτη κανείς στήν ἀπόγνωσι ποτέ μέχρι τελευταίας ἀναπνοῆς.

52.-. Ὅπως εἶναι ἄσχημο, ἐκεῖνος πού ἔθαψε τόν πατέρα του, ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν κηδεία νά κατευθυνθῆ σέ γάμο, ἔτσι εἶναι ἀνάρμοστο σέ ὅσους θρηνοῦν τίς πτώσεις τους, νά ἐπιζητοῦν στήν παροῦσα ζωή ἀπό τούς ἀνθρώπους τιμή ἤ ἀνάπαυσι ἤ δόξα.

53.-. Ὅπως ἄλλες εἶναι οἱ κατοικίες τῶν ἐλευθέρων πολιτῶν καί ἄλλες τῶν καταδίκων, ἔτσι πρέπει νά ξεχωρίζη τελείως ἡ κατάστασις καί ἡ ζωή τῶν πενθούντων καί ἐνόχων ἀπό τῶν ἀνενόχων.

54.-. Ὅπως τόν στρατιώτη πού ἐπληγώθηκε βαρειά στό πρόσωπό του κατά τόν πόλεμο, ὁ βασιλεύς δέν τόν ἀποβάλλει ἀπό τό στράτευμα, ἀλλά μᾶλλον τόν προβιβάζει σέ ἀνωτέρα τάξι, ἔτσι καί τόν μοναχό πού κινδυνεύει καί ὑποφέρει πολλά ἀπό τούς δαίμονας, ὁ ἐπουράνιος Βασιλεύς τόν στεφανώνει.

55.-. Ἡ αἴσθησις πού διαθέτει ἡ ψυχή εἶναι ἕνα ἰδίωμά της. Ἡ δέ ἁμαρτία εἶναι ὁ κόλαφος αὐτῆς τῆς αἰσθήσεως. Ἡ συναίσθησις εἶναι αὐτή πού ἐπιφέρει τήν κατάπαυσι ἤ τήν μείωσι τοῦ κακοῦ, καί εἶναι τέκνο τῆς συνειδήσεως. Ἡ δέ συνείδησις εἶναι ὁ λόγος καί ὁ ἔλεγχος τοῦ φύλακός μας Ἀγγέλου, ὁ ὁποῖος μᾶς ἐδόθηκε στό βάπτισμα. Γι᾿ αὐτό τόν λόγο βλέπομε ὅτι οἱ ἀβάπτιστοι δέν αἰσθάνονται ἔντονες τύψεις γιά τίς κακές τους πράξεις, ἀλλά πολύ ἐλαφρές. Ἡ ἐλάττωσις τοῦ κακοῦ γεννᾶ τήν ἀποχή ἀπό τό κακό. Ἡ ἀποχή ἀπό τό κακό εἶναι ἡ ἀρχή τῆς μετανοίας. Ἡ ἀρχή τῆς με τανοίας εἶναι ἡ ἀρχή τῆς σωτηρίας. Ἡ ἀρχή τῆς σωτηρίας εἶναι ἡ καλή πρόθεσις.

Ἡ καλή πρόθεσις γεννᾶ τούς κόπους. Ἀρχή τῶν κόπων εἶναι οἱ ἀρετές. Ἡ ἀρχή τῶν ἀρετῶν εἶναι τό ἄνθος (τῆς πνευματικῆς ζωῆς). Τό ἄνθος τῆς ἀρετῆς εἶναι ἡ ἀρχή τῆς (πνευματικῆς) ἐργασίας. Ἡ (πνευματική) ἐργασία εἶναι τέκνο τῆς ἀρετῆς· καί αὐτῆς τέκνο ἡ συνέχισις καί ἡ συχνότης τῆς ἐργασίας. Καρπός καί τέκνο τῆς συνεχοῦς καί ἐπιμελοῦς ἐργασίας εἶναι ἡ ἕξις, (ἡ μόνιμη δηλαδή συνήθεια). Καί τέκνο τῆς ἕξεως εἶναι ἡ ποίωσις, (νά γίνη δηλαδή ἡ ἀρετή ἕνα μέ τήν ψυχή, φυσική κατάστασίς της).

Ἡ ποίωσις στό καλό γεννᾶ τόν φόβο (τοῦ Θεοῦ). Ὁ φόβος γεννᾶ τήν τήρησι τῶν ἐντολῶν ― εἴτε τῶν ἐπουρανίων εἴτε τῶν ἐπιγείων. Ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν εἶναι ἀπόδειξις τῆς ἀγάπης (πρός τόν Θεόν). Ἀρχή τῆς ἀγάπης εἶναι τό πλῆθος τῆς ταπεινώσεως.

Τό πλῆθος δέ τῆς ταπεινώσεως εἶναι θυγατέρα τῆς ἀπαθείας. Καί ἡ ἀπόκτησις τῆς ἀπαθείας εἶναι ἡ πληρότης τῆς ἀγάπης, δηλαδή ἡ πλήρης κατοίκησις τοῦ Θεοῦ σέ ὅσους ἔγιναν μέ τήν ἀπάθεια «καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. ε´ 8).

Αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.

Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά: Ομιλία στην Δ΄ Κυριακή της Αγίας Τεσσαρακοστής

Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά:
Ομιλία στην Δ΄ Κυριακή
της Αγίας Τεσσαρακοστής

Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς

Πολλές φορές ωμίλησα προς την αγάπη σας περί νηστείας και προσευχής, ιδιαιτέρως μάλιστα αυτές τις ιερές ημέρες· εναπέθεσα ακόμη στις φιλόθεες ακοές και ψυχές σας ποια δώρα προσφέρουν στους εραστάς των και πόσων αγαθών πρόξενοι γίνονται σ’ αυτούς που τις ασκούν, πράγμα που επιβεβαιώνεται γι’ αυτές κυρίως από την φωνή του Κυρίου που αναγινώσκεται σήμερα στο ευαγγέλιο.

Ποια δε είναι αυτά; Είναι μεγάλα, τα μεγαλύτερα όλων θα ελέγαμε· διότι εκτός από τα άλλα μπορούν να παράσχουν και εξουσία κατά πονηρών πνευμάτων, ώστε να τα εκβάλλσυν και να τα απελαύνουν, και τους δαιμονισμένους να τους ελευθερώνουν από την επήρειά τους. Όταν πραγματικά οι μαθηταί είπαν προς τον Κύριο περί του αλάλου και κωφού δαιμονίου, ότι «εμείς δεν μπορέσαμε να το εκβάλωμε», είπε προς αυτούς ο Κύριος· «τούτο το γένος δεν εκδιώκεται, παρά με προσευχή και νηστεία».

Ίσως γι’ αυτό, μετά την προσευχή επάνω στο όρος και την κατ’ αυτήν εμφάνισι της θεϊκής αυγής, κατέβηκε αμέσως και ήλθε στον τόπο, όπου ευρισκόταν ο κατεχόμενος από τον δαίμονα εκείνον. Λέγει δηλαδή ότι, αφού παρέλαβε τους εγκρίτους μαθητάς, ανέβηκε στο όρος να προσευχηθή και έλαμψε σαν ο ήλιος, και ιδού εφάνηκαν να συνομιλούν με αυτόν ο Μωυσής και ο Ηλίας, οι άνδρες που περισσότερο από κάθε άλλον άσκησαν την προσευχή και τη νηστεία, δεικνύοντας και δια της παρουσίας των στην προσευχή την συμφωνία και εναρμόνισι μεταξύ προσευχής και νηστείας, ώστε κατά κάποιον τρόπο η νηστεία να συνομιλή με την προσευχή ομιλώντας προς τον Κύριο. Εάν η φωνή αίματος του φονευθέντος Άβελ βοά προς τον Κύριο, καθώς λέγει αυτός προς τον Κάιν, όπως εμάθαμε από τα λόγια του Μωυσέως, πάντως και όλα τα μέρη και μέλη του σώματος, κακοπαθούντα με την νηστεία, θα βοήσουν προς τον Κύριο και, συνομιλώντας με την προσευχή του νηστεύοντος και περίπου συμπροσευχόμενα, δικαίως θα την καταστήσουν ευπροσδεκτικώτερη και θα δικαιώσουν αυτόν που υφίσταται εκουσίως τον κόπο της νηστείας. Μετά λοιπόν την προσευχή και την κατά θείο τρόπο λάμψι, αφού ο Κύριος κατέβηκε από το όρος, έρχεται προς τον όχλο και τους μαθητάς, στους οποίους ωδηγήθηκε εκείνος ο κατειλημμένος από το δαιμόνιο, ώστε, όπως έδειξε επάνω στο όρος ότι εκείνο ήταν βραβείο νηστείας και προσευχής, όχι μόνο μεγάλο αλλά και επάνω από το μεγάλο (πραγματικά έδειξε ότι η θεία λαμπρότης υπήρξε άθλον αυτών), έτσι, αφού κατεβή, θα επιδείξη ότι έπαθλο τούτων είναι και η ισχύς κατά των δαιμόνων.

Αλλά, επειδή κατά την παρούσα Κυριακή των ιερών νηστειών είναι συνήθεια ν’ αναγινώσκεται στην εκκλησία η διήγησις περί του θαύματος τούτου, ας εξετάσωμε από την αρχή όλη την ευαγγελική περικοπή που το περιγράφει. Μόλις λοιπόν ήλθε ο Ιησούς προς τους μαθητάς και τους παρευρισκομένους με αυτούς κι’ ερώτησε, τι συζητείτε, κάποιος από το πλήθος είπε· «διδάσκαλε, έφερα σε σένα τον υιό μου που έχει πνεύμα άλαλο και όπου τον καταλάβη, τον συγκλονίζει και αυτός αφρίζει και τρίζει τα δόντια του και ξηραίνεται».

Πώς λοιπόν άφριζε αυτός κι’ έτριζε τα δόντια κι’ εξηραινόταν; Του δαιμονισμένου πάσχει πρώτο και περισσότερο από όλα τα μόρια του σώματος ο εγκέφαλος· διότι ο δαίμων χρησιμοποιεί ως όχημα το ψυχικό πνεύμα που ευρίσκεται σ’ αυτόν και από αυτό σαν ακρόπολι καταδυναστεύει όλο το σώμα. Όταν δε πάσχη ο εγκέφαλος, αφήνεται από εκεί μια ροή προς τα νευρα και τους μυς του σώματος αφρώδης και φλεγματώδης, που φράσσει τις διεξόδους του ψυχικού πνεύματος· και από αυτό προκαλείται κλονισμός και ρήξις και ακουσία κίνησις σε όλα τα αυτόβουλα μόρια, μάλιστα δε στις γνάθους, που πλησιάζουν περισσότερο στο μόριο που έπαθε πρώτο. Καθώς το υγρό ρέει περισσότερο προς το στόμα λόγω της χωρητικότητος των πόρων και της εγγύτητος προς τον εγκέφαλο, επειδή εξ αιτίας της άτακτης κινήσεως των οργάνων η αναπνοή δεν μπορεί να εκπνευσθή αθρόα, αλλά και ανακατεύεται με το πλήθος του υγρού, δημιουργείται στους πάσχοντας αφρός. Έτσι ο δαίμων εκείνος άφριζε και έτριζε τα δόντια, που προσέκρουαν μεταξύ τους φοβερά κι έσφιγγαν με μανία. Εξηραινόταν δε έπειτα από την σφοδροτέρα επήρεια του δαιμονίου. Όπως οι ατμοί που κινούνται από την θέρμη της ηλιακής ακτίνος, αν αυτή είναι σφοδροτέρα, πάλι αφανίζονται από αυτήν διασκορπιζόμενοι τελείως, έτσι και η υγρότης που προέρχεται από τα σπλάγχνα με την επήρεια του δαίμονος, αν αυτή είναι σφοδρότερα, σε λίγο δαπανάται και η έμφυτη υγρασία της σάρκας κι εκείνος ο δαιμονισμένος καταξηραίνεται.

Ο πατέρας του δαιμονισμένου προσέθεσε προς τον Κύριο, ότι είπε στους μαθητάς να το εκβάλουν και δεν κατώρθωσαν· ο δε Κύριος, αποτεινόμενος όχι προς αυτόν αλλά και προς όλους, λέγει, «ω γενεά άπιστη, έως πότε θα είμαι με σας, έως πότε θα σας ανεχθώ;». Μου φαίνεται ότι οι παρόντες τότε Ιουδαίοι, λαμβάνοντας αφορμή από το ότι δεν μπόρεσαν να εκβάλουν τον δαίμονα οι μαθηταί, θα εβλασφήμησαν κάπως. Τι δεν θα έλεγαν, αφού ευρήκαν αφορμή, αυτοί που, και όταν ετελούνταν θαύματα, δεν άφηναν τις βλασφημίες; Γνωρίζοντας λοιπόν ο Κύριος τους γογγυσμούς και τους ονειδισμούς τούτων, τους εξελέγχει και τους καταισχύνει, όχι μόνο με λόγους επιτιμητικούς, αλλά και με πράξεις και λόγια γεμάτα φιλανθρωπία.

Πραγματικά προστάσσει, φέρετέ τον εδώ σ’ εμένα, και τον έφεραν, και μόλις το δαιμόνιο είδε τον Κύριο εσπάραξε τον άνθρωπο που έπεσε κι εκυλιόταν αφρίζοντας· διότι του επιτρεπόταν να καταστήση φανερά την κακία του.

Ο δε Κύριος ερώτησε τον πατέρα του παιδιού, «από πόσον χρόνο του συνέβηκε τούτο;». Αυτήν την ερώτησι την κάμει ο Κύριος, για να τον οδηγήση προς την πίστι και την με πίστι παράκλησι. Τόσο απείχε από την πίστι ο άνθρωπος αυτός, ώστε να μη παρακαλή ούτε υπέρ της σωτηρίας του παιδιού. Γι’ αυτό δεν παρακάλεσε καθόλου ούτε τους μαθητάς· «τους είπα», λέγει, «να τον εκβάλουν»· δεν εγονάτισε, δεν ικέτευσε, δεν παρακάλεσε. Αλλά δεν φαίνεται ούτε τον Κύριο να παρακάλεσε ακόμη. Γι’ αυτό ο Κύριος, αφήνοντας το παιδί που ήταν ελεεινώς ξαπλωμένο εμπρός στα μάτια του, συζητεί μ’ εκείνον, ερωτώντας τον χρόνο του πάθους και προκαλώντας τον προς την παράκλησι. Αυτός δε αποκρίνεται ότι του συμβαίνει από την παιδική ηλικία και ότι πολλές φορές τον έβαλε στη φωτιά και στα ύδατα, για να τον αφανίση, και προσθέτει· «αλλ’ αν μπο-ρής, λυπήσου μας και βοήθησέ μας».

Βλέπετε, πόση είναι η απιστία του ανθρώπου; Διότι αυτός που λέγει, ‘αν μπορής’, φυσικά φανερώνει ότι δεν πιστεύει ότι μπορεί ο άλλος. Ο δε Κύριος είπε, «αν μπορής να πιστεύσης, όλα είναι δυνατά στον πιστεύοντα»· το λέγει δε τούτο όχι αγνοώντας την απιστία εκείνου, αλλά προβιβάζοντάς τον βαθμιαίως στην πίστι και συγχρόνως δεικνύοντας ότι αιτία που δεν έβγαλαν οι μαθηταί τον δαίμονα είναι η απιστία του. Πρόσεξε δε τον ευαγγελιστή· δεν λέγει ότι ο Κύριος είπε προς τον πατέρα του παιδιού «αν μπορής να πιστεύσης», διότι πάντοτε ο Κύριος απαιτεί την πίστι από τους ζητούντας τις θεραπείες· αφού ήταν δεσπότης και κηδεμών και των ψυχών, εφρόντιζε να θεραπευθούν κι’ αυτές διά της πίστεως· αλλ’ εκείνος ο πατέρας του παιδιού, μόλις άκουσε ότι στην πίστι του ακολουθεί η ίασις, έλεγε με δάκρυα· «πιστεύω, Κύριε, βοήθησε την απιστία μου». Βλέπετε αρίστη προκοπή ηθών; Διότι όχι μόνο επίστευσε περί της θεραπείας του παιδιού, αλλ’ ότι ο Κύριος μπορεί να κατανικήση και την απιστία του, αν θελήση. Ενώ δε ο όχλος επάνω σ’ αυτά τα λόγια συνέρρεε, επετίμησε, λέγει, ο Κύριος το ακάθαρτο πνεύμα, λέγοντάς του· «το άλαλο και κωφό πνεύμα, εγώ σε διατάσσω, έξελθε από αυτόν και να μη εισέλθης ποτέ πάλι σ’ αυτόν».

Το δαιμόνιο τούτο φαίνεται ότι είναι φοβερώτατο και θρασύτατο· την δε θρασύτητά του αποδεικνύει η σφοδρότης της επιτιμήσεως και η παραγγελία να μη εισέλθη άλλη φορά πλέον διότι, όπως φαίνεται, χωρίς την παραγγελία αυτή μπορούσε να επιστρέψη πάλι μετά την εκβολή. Εξ άλλου είχε κατεξουσιάσει σε μεγάλη έκτασι τον άνθρωπο, ήταν δυσκολοαπόσπαστο, έμενε κωφό και άλαλο, ώστε να μη επαρκή η φύσις να εξυπηρετή την υπερβολική του μανία, γι’ αυτό και είχε καταντήσει τελείως αναίσθητη, διότι λέγει, «αφού έκραξε και τον εσπάραξε δυνατά, εξήλθε· ο δε άνθρωπος έγινε σαν νεκρός, ώστε πολλοί να λέγουν ότι απέθανε». Η δε κραυγή δεν αντίκειται προς το γεγονός ότι το δαιμόνιο ήταν άλαλο· διότι η μεν λαλιά είναι φωνή σημαντική κάποιας εννοίας, η δε κραυγή είναι άσημη φωνή. Αφήνεται δε το δαιμόνιο να σπαράξη τον άνθρωπο τόσο πολύ και να τον καταστήση σαν νεκρό, για να φανερωθή όλη η κακία του. Ο Κύριος λοιπόν, πιάνοντας το χέρι του ανθρώπου, τον ανήγειρε, ώστε εσηκώθηκε, δεικνύοντας έτσι ότι έχει πολλή ενέργεια· το ότι τον έπιασε από το χέρι ήταν εκδήλωσις της κτιστής ιδικής μας ενεργείας, το δε ότι τον ανέστησε απηλλαγμένο από πάθη ήταν εκδήλωσις της άκτιστης και θείας και ζωαρχικής ενεργείας.

Όταν δε έπειτα οι μαθηταί ερώτησαν ιδιαιτέρως, «γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να το βγάλωμε;», είπε προς αυτούς ότι τούτο το δαιμόνιο «δεν μπορεί να εξέλθη με τίποτε άλλο, πλην της προσευχής και της νηστείας». Λέγουν λοιπόν μερικοί ότι αυτή η προσευχή και η νηστεία πρέπει να γίνονται από τον πάσχοντα· δεν είναι όμως σωστό αυτό, διότι ο ενεργούμενος από πονηρό πνεύμα, και μάλιστα τόσο φοβερό, αφού είναι όργανο εκείνου και καταδυναστεύεται από εκείνο, πώς θα μπορούσε να προσευχηθή ή νηστεύση επωφελώς για τον εαυτό του;

Φαίνεται ότι το δεινότατο τούτο δαιμόνιο είναι της ακολασίας, αφού άλλοτε μεν ρίπτει τον κατειλημμένο στη φωτιά (διότι τέτοιοι είναι οι αλλόκοτοι και αναίσθητοι έρωτες), άλλοτε δε τον βυθίζει στα ύδατα διά της αδηφαγίας και των αμέτρων και αφθόνων πότων και συμποσίων. Είναι δε και σ’ αυτούς κωφό και άλαλο το δαιμόνιο τούτο, διότι αυτός που πείθεται στις υποβολές τοιούτου δαιμονίου δεν υποφέρει εύκολα ν’ ακούη και να λαλή τα θεία. Αλλ’ όμως όταν κανείς δεν έχη ενοικισμένο το πονηρό αυτό πνεύμα, αλλά φέρεται από τις υποβολές εκείνου, όταν ανασηκωθή προς επιστροφή (διότι έχει το αυτεξούσιο), χρειάζεται προσευχή και νηστεία, ώστε με την νηστεία μεν να χαλινώση το σώμα και καταστείλη τις επαναστάσεις του, δια της προσευχής δε να αδρανοποιήση και κατευνάση τις προλήψεις της ψυχής και τους λογισμούς που ερεθίζουν προς το πάθος· κι έτσι, απελαύνοντας με προσευχή και νηστεία την σατανική προσβολή και επήρεια, να κυριαρχήση το πάθος. Όταν όμως δεν ενεργήται απλώς από την υποβολή του δαίμονος, αλλ’ έχει ένοικο τον ίδιον τον δαίμονα, ούτε κατά τα ανθρώπινα πλέον πάσχει ούτε ο ίδιος μπορεί να πράξη κάτι προς θεραπεία του, αλλ’ ό,τι θα έπραττε εκείνος, αν είχε ελεύθερο νου, τούτο, πραττόμενο υπέρ αυτού από τους ελευθέρους, και μάλιστα κατόχους θείου Πνεύματος, θα συντέλεση μεγάλως προς την εκβολή του δαίμονος.

Αλλά βέβαια δεν μας ζητείται ν’ απελαύνωμε δαίμονας, και αν μπορέσωμε ν’ απελάσουμε, κανένα όφελος δεν θα προέλθη για μας, αν έχωμε ακατάστατο βίο. Διότι, λέγει, «πολλοί θα μου ειπούν εκείνη την ημέρα· Κύριε, δεν επροφητεύσαμε στο όνομά σου και δεν εκβάλαμε δαιμόνια στ’ όνομά σου; Και θα τους απαντήσω· δεν σας γνωρίζω, απομακρυνθήτε από κοντά μου όσοι εργάζεσθε την ανομία». Επομένως πολύ επωφελέστερο είναι να σπεύσωμε ν’ απελάσωμε το πάθος της πορνείας και της οργής, του μίσους και της υπερηφανείας, από το να εκβάλλωμε δαιμόνια. Πραγματικά, δεν αρκεί μόνο ν’ απαλλαγούμε από τη σωματική αμαρτία, αλλά πρέπει να καθάρωμε και την ενέργεια που οικουρεί μέσα στην ψυχή. Διότι οι κακοί διαλογισμοί εκπορεύονται από την καρδιά μας, μοιχείες, πορνείες, φόνοι, κλοπές, πλεονεξίες και τα παρόμοια (αυτά δε είναι που κινούν τον άνθρωπο), και «αυτός που κυττάζει γυναίκα με πόθο, ήδη την εμοίχευσε στην καρδιά του». Όταν άπρακτη το σώμα είναι δυνατό να ενεργήται η αμαρτία νοερώς· όταν δε η ψυχή αποκρούη εσωτερικώς την προσβολή του πονηρού δια προσευχής και προσοχής και μνήμης θανάτου, διά της κατά τον Θεό λύπης και του πένθους, τότε της αγιωσύνης συμμετέχει και το σώμα, αποκτώντας την απραξία στα κακά. Κι αυτό είναι εκείνο που λέγει ο Κύριος ότι αυτός που εκαθάρισε το απ’ έξω του ποτηριού, δεν εκαθάρισε και το εσωτερικό, αλλά καθαρίσατε το εσωτερικό του ποτηριού, κι έτσι θα είναι καθαρό ολόκληρο.

Πραγματικά καταβάλλοντας κάθε φροντίδα ώστε να είναι κατά το θέλημα του Θεού η εσωτερική σου εργασία, θα νικήσης τα εξωτερικά πάθη· διότι εάν η ρίζα είναι αγία και οι κλάδοι θα είναι άγιοι, εάν είναι η ζύμη, θα είναι και το φύραμα. «Να περιπατήτε κατά το πνεύμα», λέγει ο Παύλος, «και να μη εκτελήτε επιθυμία σαρκός».

Γι’ αυτό και ο Χριστός δεν κατήργησε την Ιουδαϊκή περιτομή, αλλά την ετελείωσε· διότι αυτός είναι που λέγει, «δεν ήλθα να καταλύσω τον νόμο, αλλά να τον συμπληρώσω». Πώς λοιπόν τον συμπλήρωσε; Ο νόμος εκείνος ήταν σφραγίς και υπόδειγμα και συμβολική διδαχή περί της περιτομής των πονηρών λογισμών στην καρδιά. Οι Ιουδαίοι που δεν εφρόντιζαν γι’ αυτήν ωνειδίζονταν από τους προφήτες ως απερίτμητοι στην καρδιά, εμισούνταν από τον βλέποντα στην καρδιά και στο τέλος έγιναν απόβλητοι· διότι ο άνθρωπος βλέπει στο πρόσωπο, ο Θεός στην καρδιά, κι εάν αυτή είναι γεμάτη ρυπαρούς ή πονηρούς λογισμούς, ο άνθρωπος εκείνος γίνεται άξιος θείας αποστροφής. Γι’ αυτό πάλι ο απόστολος παραινεί να κάμωμε τις ευχές χωρίς οργή και διαλογισμούς.

Όταν δε ο Κύριος μας διδάσκη να φροντίσωμε για την πνευματική περιτομή της καρδιάς, μακαρίζει τους καθαρούς στην καρδιά και τους πτωχούς στο πνεύμα και της μεν καθαρότητος αυτής τονίζει ότι έπαθλο είναι η θεοπτία, στους πτωχούς δε υπόσχεται τη βασιλεία των ουρανών· πτωχούς δε λέγει αυτούς που ζουν σε ένδεια και ευτέλεια. Δεν μακαρίζει δε απλώς τους τοιούτους ανθρώπους, αλλά τους κατά το φρόνημα τοιούτους, δηλαδή αυτούς που, εξ αιτίας της εσωτερικής στην καρδιά ταπεινώσεως και αγαθής προαιρέσεως, διαθέτουν αναλόγως και τα εξωτερικά. Απαγορεύει δε όχι μόνο τον φόνο, αλλά και την οργή, και προτάσσει να συγχωρούμε από καρδιά αυτούς που μας πταίουν και δεν δέχεται το προσφερόμενο από μας δώρο, αν δεν συνδιαλλαγούμε προηγουμένως κι αφήσωμε την οργή.

Το ίδιο διδάσκει και για τα πορνικά πάθη· διότι και αυτήν την από περιέργεια θέα και την από αυτήν επιθυμία εδίδαξε ότι είναι μοιχεία στην καρδιά· και εξετάζοντας αυτά τα θέματα γενικώτερα λέγει, εάν το φώς που έχης μέσα σου, δηλαδή ο νους και η διάνοια, είναι σκότος, γεμάτα από τις αφώτιστες προσβολές των αρχόντων του σκότους, πόσο μάλλον το σκότος, δηλαδή το σώμα και η αίσθησις, τα οποία δεν έχουν δικό τους νοερό φέγγος, γεννητικό αληθείας και απαθείας; Εάν δε το μέσα σου φώς είναι καθαρό, σε περίπτωσι που δεν σκοτίζουν τα σαρκικά φρονήματα, θα είσαι τελείως φωτεινός κατά την ψυχή, όπως όταν σε φωτίζη το λυχνάρι με την λάμψι του. Τέτοια είναι η περιτομή της καρδίας κατά το πνεύμα, διά της οποίας ο Κύριος συμπλήρωσε την κατά τον νόμο περιτομή στην σάρκα, που εδόθηκε στους Ιουδαίους, για να υποσημαίνη εκείνην και να οδηγή προς εκείνην. Επειδή δε αυτοί δεν εφρόντισαν να την αποκτήσουν, η περιτομή τους, όπως λέγει ο Παύλος, έγινε ακροβυστία και αποξενώθηκαν από τον Θεό που δεν βλέπει στο πρόσωπο, δηλαδή στα φανερά δικαιώματα της σαρκός, αλλά στην καρδιά, δηλαδή στα αφανή και μέσα μας κινήματα των λογισμών.

Ας προσέχωμε λοιπόν κι εμείς, αδελφοί, παρακαλώ, κι ας καθαρίσωμε τις καρδιές μας από κάθε μολυσμό, για να μη συμπαρασυρθούμε μ’ εκείνους που κατακρίθηκαν. Αν ο νόμος που εκτέθηκε διά του Μωυσέως «επιβεβαιώθηκε και κάθε παράβασις και παρακοή έλαβε δικαία ανταπόδοσι, πώς θα ξεφύγωμε εμείς που αμελήσαμε για την σωτηρία μας, η οποία αρχίζοντας να διακηρύσσεται από τον Κύριο διαβιβάσθηκε προς εμάς εγκύρως από εκείνους που άκουσαν, ενώ ο Θεός συνεπεκύρωνε με σημεία και τέρατα και ποικίλες δυνάμεις και με διαμερισμό του αγίου Πνεύματος;». Ας φοβηθούμε λοιπόν τον διερευνώντα καρδιά και νεφρούς· ας εξιλεώσωμε τον Κύριο των εκδικήσεων· ας βάλωμε μέσα μας ένοικο την ειρήνη, τον αγιασμό, την προσευχή με κατάνυξι, χωρίς τα οποία κανείς δεν θα ιδή τον Κύριο· ας ποθήσωμε γεμάτοι πίστι την υπεσχημένη εκείνη στους καθαρούς στην καρδιά θέα, και ας πράξωμε τα πάντα, για να επιτύχωμε αυτήν, με την οποία μαζί είναι η αιωνία ζωή, το άφθαρτο κάλλος, ο αδαπάνητος πλούτος, η αναλλοίωτη και απέραντη τρυφή και δόξα και βασιλεία.

Αυτά είθε να επιτύχωμε όλοι εμείς σ’ αυτόν τον βασιλέα των αιώνων Χριστό· στον οποίο μόνο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνησις, μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό πνεύμα, στους απεράντους αιώνες. Γένοιτο.

Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς: Ὁμιλία στήν Δ΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν

Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς:
Ὁμιλία στήν Δ΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς

Γιατί ἡ Ἐκκλησία τοποθετεῖ αὐτόν τόν Ἅγιο στό μέσον τῆς νηστείας, ὡσάν τήν πιό ἅγια εἰκόνα, ὥστε νά ἀτενίζουν ὅλοι σέ Αὐτόν; Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ποιός εἶναι αὐτός;

Εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἐβίωσε καί ἔγραψε τήν Κλίμακα τοῦ Παραδείσου, πού ἐβίωσε τήν ἀνάβασι τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν κόλασι μέχρι τόν Οὐρανό, μέχρι τόν Παράδεισο. Αὐτός ἐβίωσε τήν κλίμακα ἀπό τήν γῆ μέχρι τόν Οὐρανό, τήν κλίμακα πού ἐκτείνεται ἀπό τόν πυθμένα τῆς κολάσεως τοῦ ἀνθρώπου μέχρι τήν κορυφή τοῦ παραδείσου.

Ἐβίωσε καί ἔγραψε. Ἄνθρωπος πολύ μορφωμένος, πολύ σπουδαγμένος. Ἄνθρωπος πού ὡδήγησε τήν ψυχή του εἰς τάς ὁδούς τοῦ Χριστοῦ, πού τήν ὡδήγησε ὁλόκληρη ἀπό τήν κόλασι στόν παράδεισο, ἀπό τόν διάβολο στόν Θεό, ἀπό τήν ἁμαρτία στήν ἀναμαρτησία, καί πού θεόσοφα μᾶς περιέγραψε ὅλη αὐτή τήν πορεία, τί δηλαδή βιώνει ὁ ἄνθρωπος πολεμώντας μέ τόν κάθε διάβολο πού βρίσκεται πίσω ἀπό τήν ἁμαρτία. Μέ τήν ἁμαρτία μᾶς πολεμάει ὁ διάβολος, καί μένα καί σένα, ἀδελφέ μου καί ἀδελφή μου. Σέ πολεμάει μέ κάθε ἁμαρτία.

Μήν ἀπατᾶσαι, μή νομίζῃς πώς κάποια μικρή καί ἀσθενής δύναμις σοῦ ἐπιτίθεται. Ὄχι! Αὐτός σοῦ ἐπιτίθεται! Ἀκόμη κι’ ἄν εἶναι ἕνας ρυπαρός λογισμός, μόνο λογισμός, γνώριζε ὅτι αὐτός ὁρμᾶ κατεπάνω σου. Λογισμός ὑπερηφανείας, κακῆς ἐπιθυμίας, φιλαργυρίας,… ἕνα ἀναρίθμητο πλῆθος λογισμῶν ἔρχεται κατεπάνω σου ἀπό ὅλες τίς πλευρές. Καί σύ, τί εἶσαι ἐσύ; Ὤ, Κλίμακα τοῦ Παραδείσου! Πῶς, πάτερ Ἰωάννη, μπόρεσες νά στήσῃς αὐτή τήν κλίμακα τοῦ Παραδείσου ἀνάμεσα στήν γῆ καί στόν Οὐρανό;

Δέν τήν ἔσχισαν οἱ δαίμονες, δέν τήν ἔκοψαν, δέν τήν ἔσπασαν; Ὄχι!… Ἡ νηστεία του ἦταν μιά φλόγα, μιά φωτιά, μιά πυρκαϊά. Ποιός διάβολος θά τήν ἄντεχε; Ὅλοι ἔφυγαν πανικοβλημένοι, ὅλοι οἱ δαίμονες ἔφυγαν κινηγημένοι ἀπό τήν ἔνδοξη καί θεία του προσευχή, ὅλοι οἱ δαίμονες ἔφυγαν τρομοκρατημένοι ἀπό τήν νηστεία του, ὅλοι οἱ δαίμονες ἐξαφανίσθηκαν ἀπό τήν πύρινη, τήν φλογερή, προσευχή του. Ἡ Κλίμακα τοῦ Παραδείσου! Τί εἶναι αὐτή; Εἶναι οἱ ἅγιες ἀρετές, οἱ ἅγιες εὐαγγελικές ἀρετές: ἡ ταπείνωσις, ἡ πίστις, ἡ νηστεία, ἡ πραότης, ἡ ὑπομονή, ἡ ἀγαθότης, ἡ καλωσύνη, ἡ εὐσπλαχνία, ἡ φιλαλήθεια, ἡ ἀγάπη στόν Χριστό, ἡ ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, τά παθήματα χάριν τοῦ Χριστοῦ.

Αὐτές καί ἄλλες πολλές ἅγιες καινοδιαθηκικές ἀρετές. Κάθε ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, ἀδελφοί μου· αὐτό εἶναι ἀρετή. Τήν τηρεῖς; Τήν ἐφαρμόζεις; Π.χ. τήν ἐντολή του περί νηστείας τήν τηρεῖς, τήν ἐφαρμόζεις; Ἡ νηστεία εἶναι ἁγία ἀρετή, εἶναι σκαλοπάτι τῆς κλίμακος ἀπό τήν γῆ στόν Οὐρανό. Ἡ νηστεία, ἡ εὐλογημένη νηστεία, ὅπως καί ὅλη ἡ κλίμακα ἀπό τήν γῆ στόν Οὐρανό.

Κάθε ἀρετή εἶναι ἕνας μικρός παράδεισος. Κάθε ἀρετή τρέφει τήν ψυχή σου, τήν κάνει μακαρία, κατεβάζει στήν ψυχή σου θεία, οὐράνια ἀνάπαυσι. Κάθε ἀρετή εἶναι ἕνα χρυσό καί διαμαντένιο σκαλοπάτι στήν κλίμακα τῆς σωτηρίας σου, στήν κλίμακα πού ἑνώνει τήν γῆ μέ τόν Οὐρανό, πού ἐκτείνεται ἀπό τήν δική σου κόλασι μέχρι τόν δικό σου παράδεισο. Γι’ αὐτό καμμία ἀπό αὐτές δέν εἶναι ποτέ μόνη της.

Ἡ πίστις στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό δέν εἶναι ποτέ μόνη της. Ἐκδηλώνεται μέ τήν προσευχή, μέ τήν νηστεία, μέ τήν ἐλεημοσύνη, μέ τήν ταπείνωσι, μέ τά παθήματα χάριν τοῦ πλησίον. Ὅχι μόνο ἐκδηλώνεται ἀλλά καί ζῆ κάθε ἀρετή, ἐπειδή ὑπάρχει ἡ ἄλλη ἀρετή. Ἡ πίστις ζῆ μέ τήν προσευχή, ἡ προσευχή ζῆ μέ τήν νηστεία, ἡ νηστεία τρέφεται μέ τήν προσευχή, ἡ νηστεία τρέφεται μέ τήν ἀγάπη, ἡ ἀγάπη τρέφεται μέ τήν εὐσπλαχνία.

Ἔτσι κάθε ἀρετή ζῆ διά τῆς ἄλλης. Καί ὅταν μία ἀρετή κατοικήσῃ στήν ψυχή σου, ὅλες οἱ ἄλλες θά ἀκολουθήσουν, ὅλες σιγά-σιγά ἀπό αὐτήν θά προέλθουν καί θά ἀναπτυχθοῦν δι’ αὐτῆς καί μαζί μέ αὐτήν. Ναί, ἡ κλίμακα τοῦ Παραδείσου ἐξαρτᾶται ἀπό σένα. Πές ὅτι νηστεύω μέ φόβο Θεοῦ, μέ εὐλάβεια, μέ πένθος, μέ δάκρυα. Μετά ὅμως τά παρατάω. Νά, ἄρχισα νά κτίζω τήν κλίμακα καί ἐγώ ὁ ἴδιος τήν γκρέμισα, τήν ἔσπασα.

Ἐσύ πάλι, ἐσύ, νηστεύεις συχνά, ἐγκρατεύεσαι ἀπό κάθε σωματική τροφή. Ἀλλά νά, τόν καιρό τῆς νηστείας ἀφήνεις νά κατοικήσῃ στήν ψυχή σου ἡ ἁμαρτία, νά σπείρωνται στήν ψυχή σου διάφοροι ἀκάθαρτοι λογισμοί, ἐπιθυμίες. Σέ σένα ἀνήκει νά τούς διώχνῃς ἀμέσως μακρυά σου μέ τήν προσευχή, τό πένθος, τήν ἀνάγνωσι ἤ μέ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἄσκησι. Ἀλλά, ἄν ἐσύ, ἐνῶ νηστεύῃς σωματικῶς, τρέφῃς τήν ψυχή σου μέ κάποια ἁμαρτία ἤ μέ κάποιο κρυφό πάθος, νά! ἐσύ, ἐνῶ ἀρχίζῃς νά χτίζῃς ἕνα-ἕνα τά σκαλοπάτια τῆς νηστείας ἀπό τήν γῆ πρός τόν Οὐρανό, ἐσύ ὁ ἴδιος πάλι τά γκρεμίζεις, τά καταστρέφεις.

Ἡ νηστεία ἀπαιτεῖ εὐσπλαχνία, ταπείνωσι, πραότητα. Ὅλα αὐτά πᾶνε μαζί. Εἶναι σάν ἕνα συνεργεῖο οἰκοδόμων, τῶν ὁποίων ἀρχηγός εἶναι ἡ προσευχή. Αὐτή εἶναι ὁ ἀρχιμάστορας, ὁ ἀρχιτέκτονας, ὁ ἀρχιμηχανικός τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς, τῶν πνευματικῶν μας ἐφέσεων, τῆς κλίμακος πού θά στήσουμε μεταξύ γῆς καί Οὐρανοῦ.

Ἡ προσευχή κατέχει τήν πρώτη θέσι. Ὅταν ἡ προσευχή ἐγκατασταθῇ στήν καρδιά σου καί αὐτή φλέγεται ἀπό ἀδιάλειπτη δίψα γιά τόν Κύριο, ὅταν Αὐτόν συνέχεια βλέπει, Αὐτόν συνέχεια αἰσθάνεται, τότε μέ τήν προσευχή εἰσάγεις στήν ψυχή σου ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές. Τότε ὁ μηχανικός (ἡ προσευχή) ἔχει ἄριστους τεχνίτες, κτίζει γρήγορα-γρήγορα θαυμάσιες κλίμακες ἀπό τήν γῆ μέχρι τόν Οὐρανό, τίς κλίμακες τῶν σταδιακῶν σου ἀναβάσεων πρός τόν Θεό, πρός τήν τελειότητά Του. Ὅταν ἔχῃς δύναμι, δυνατή προσευχή, τότε καμμία νηστεία δέν θά σοῦ εἶναι δύσκολη, τότε καμμία ἀγάπη δέν θά σοῦ εἶναι ἀδύνατη.

Ἁγία εὐαγγελική ἀγάπη! Ἡ προσευχή ἁγιάζει τά πάντα μέσα σου, τήν κάθε ἄσκησί σου, τόν κάθε λογισμό σου, τήν κάθε αἴσθησί σου, τήν κάθε διάθεσί σου. Προσευχή! Δύναμις θεϊκή, τήν ὁποία μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος γιά νά ἁγιάζουμε ὁ,τιδήποτε ἐναγές μέσα μας, στήν ψυχή μας. Ἡ προσευχή σέ ἑνώνει μέ τόν Πανεύσπλαχνο Κύριο, καί Αὐτός ἐκχέει μέσα στήν καρδιά σου τήν συμπάθεια γιά κάθε ἄνθρωπο, γιά τόν ἁμαρτωλό, γιά τόν ἀδελφό πού εἶναι ἀδύναμος ὅπως καί σύ, πού πέφτει ὅπως καί σύ, ἀλλά καί πού μπορεῖ νά σηκωθῇ ὅπως καί σύ· πού τοῦ χρειάζεται ὅμως ἡ δική σου βοήθεια, ἡ ἀδελφική σου βοήθεια, ἡ προσευχητική σου βοήθεια, ἡ ἐκκλησιαστική σου βοήθεια.

Τότε, ὅταν δώσῃς βοήθεια, χωρίς ἀμφιβολία θά κτίσῃς τήν δική σου κλίμακα, τήν κλίμακα πού ὁδηγεῖ ἀπό τήν κόλασί σου στόν παράδεισό σου· τότε, μέ βεβαιότητα στήν καρδιά θά ἀνεβαίνῃς ἀπό σκαλοπάτι σέ σκαλοπάτι, ἀπό ἀρετή σέ ἀρετή, καί θά φθάσῃς ἔτσι στήν κορυφή τῆς κλίμακος, στόν Οὐρανό, θά ἀποβιβασθῇς στόν Οὐρανό, θά ἀποβιβασθῇς στόν οὐράνιο Παράδεισο.

Ὅλα τά ἔχουμε, καί σύ καί ἐγώ: ἐννέα Μακαρισμοί, ἐννέα ἅγιες εὐαγγελικές ἀρετές. Αὐτό εἶναι τό εὐαγγέλιο τῆς νηστείας, τό εὐαγγέλιο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος. Ἀρετές, ἀδελφοί, μεγάλες ἀρετές. Τίς δύσκολες ἀσκήσεις τῆς νηστείας, τῆς προσευχῆς, τῆς ταπεινώσεως, ὁ Κύριος τίς παρουσίασε ὡς Μακαρισμούς. Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Ματθ. ε΄ 3)…

Ἡ ταπείνωσις! Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τῆς πίστεώς μας, αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ἀρετῆς μας, αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ἀναβάσεώς μας πρός τόν Οὐρανό, αὐτή εἶναι τό θεμέλιο τῆς κλίμακός μας. Κύριε, ἐγώ εἶμαι ἕνα τίποτα, Ἐσύ εἶσαι τό πᾶν! Ἐγώ τίποτα, Ἐσύ τό πᾶν! Ὁ νοῦς μου εἶναι τίποτα μπροστά στόν δικό Σου Νοῦ, τό πνεῦμα μου εἶναι τίποτα μπροστά στό Πνεῦμα Σου, ἡ καρδιά μου, ἡ γνῶσις μου… ὤ! τίποτα, τίποτα, μπροστά στήν γνῶσι Σου Κύριε! Ἐγώ, ἐγώ, μηδέν, μηδέν… καί πίσω ἀπό αὐτό ἀναρίθμητα ἄλλα μηδενικά. Αὐτό εἶμαι ἐγώ μπροστά Σου, Κύριε. Ἡ ταπείνωσις!

Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη ἁγία ἀρετή, ἡ πρώτη χριστιανική ἀρετή. Ὅλα ἀρχίζουν ἀπό αὐτήν… Ἀλλά οἱ Χριστιανοί αὐτοῦ τοῦ κόσμου, πού οἰκοδομοῦμε τήν κλίμακα τῆς σωτηρίας μας, πάντοτε κινδυνεύουμε ἀπό τίς ἀκάθαρτες δυνάμεις. Ποιές εἶναι αὐτές; Οἱ ἁμαρτίες, οἱ ἁμαρτίες μας, τά πάθη μας. Καί πίσω ἀπό αὐτές ὁ διάβολος, … Ὅπως οἱ ἅγιες ἀρετές οἰκοδομοῦν τήν οὐράνια κλίμακα μεταξύ Οὐρανοῦ καί γῆς, ἔτσι καί οἱ ἁμαρτίες μας φτιάχνουν μία σκάλα γιά τήν κόλασι. Κάθε ἁμαρτία.

Ἄν ὑπάρχουν ἁμαρτίες στήν ψυχή σου, πρόσεχε! Ἄν κρατᾶς μῖσος στήν ψυχή σου μιά, δυό, τρεῖς, πενήντα μέρες, πρόσεξε νά δῇς σέ τί κόλασι ἔχει μεταβληθῆ ἡ ψυχή σου. Τό ἴδιο κι ἄν κρατᾶς θυμό, φιλαργυρία, αἰσχρή ἐπιθυμία… Καί σύ, τί κάνεις; Πραγματικά, μόνος σου φτιάχνεις μιά σκάλα γιά τήν κόλασι. Ἀλλά ὁ Ἀγαθός Κύριος μᾶς δίνει θαυμαστό παράδειγμα.

Νά, στό μέσον τῆς νηστείας, προβάλλει τόν μεγαλώνυμο, τόν θαυμάσιο, τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος. Ὅλος λάμπει ἀπό τίς ἅγιες εὐαγγελικές ἀρετές. Τόν βλέπουμε πῶς ἀνεβαίνει γρήγορα καί σοφά τήν κλίμακα τοῦ Παραδείσου, τήν ὁποία ἔστησε ἀνάμεσα στήν γῆ καί στόν Οὐρανό. Ὡς διδάσκαλος, ὡς ἅγιος ὁδηγός, μᾶς δίνει τήν Κλίμακά του σέ μᾶς τούς Χριστιανούς ὡς πρότυπο γιά νά ἀνεβοῦμε ἀπό τήν κόλασι στόν Παράδεισο, ἀπό τόν διάβολο στόν Θεό, ἀπό τήν γῆ στόν Οὐρανό…

Εὔχομαι ὁ ἐλεήμων καί μέγας ἅγιος πατήρ ἡμῶν Ἰωάννης τῆς Κλίμακος… νά μᾶς χειραγωγῇ στούς ἀγῶνες μας ἐναντίον ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν μας μέ στόχο τίς ἅγιες ἀρετές· νά οἰκοδομήσουμε καί ἐμεῖς μέ τήν βοήθειά του τήν δική μας κλίμακα καί ἀκολουθώντας τον νά φθάσωμε στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, στόν Παράδεισο, ὅπου ὑπάρχουν ὅλες οἱ οὐράνιες ἀναπαύσεις, ὅλες οἱ αἰώνιες χαρές, ὅπου μαζί του ἐκεῖ θά δοξάζουμε τόν Βασιλέα ὅλων ἐκείνων τῶν ἀγαθῶν, τόν Αἰώνιο Βασιλέα τῆς Οὐρανίου Βασιλείας, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ᾯ ἡ δόξα καί ἡ τιμή νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.