Περί τῆς Σαμαρείτιδος

Περί τῆς Σαμαρείτιδος

Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ

Ὅλη αὐτή τήν περίοδο πού διανύομε τώρα, ἐπεκτεινομένη σέ πενήντα ἡμέρες, ἑορτάζομε τήν ἀπό τούς νεκρούς ἀνάστασι τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, δεικνύοντας μέ αὐτή τήν παράτασι τήν ὑπεροχή της ἀπέναντι στίς ἄλλες ἑορτές. ῎Αν καί βέβαια αὐτή ἡ περίοδος τῶν ἡμερῶν περιλαμβάνει καί τήν ἐπέτειο μνήμη τῆς ἐπανόδου στούς οὐρανούς, ἀλλά καί αὐτή δεικνύει τή διαφορά τοῦ ἀναστάντος Δεσπότου πρός τούς ἀνθρώπους ἐκείνους πού κατά καιρούς ἔχουν ἀναβιώσει.

Πραγματικά ὅλοι ὅσοι ἀναστήθηκαν ἀπό τούς νεκρούς ἀναστήθηκαν ἀπό ἄλλους καί, ἀφοῦ ἀπέθαναν πάλι, ἐπέστρεψαν στή γῆ. Ὁ δέ Χριστός, ἀφοῦ ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς, δέν κυριεύεται πλέον καθόλου ἀπό τόν θάνατο. Διότι μόνο αὐτός, ἀφοῦ ἀνέστησε τόν ἑαυτό του τήν τρίτη ἡμέρα, δέν ἐπέστρεψε πάλι στή γῆ, ἀλλά ἀνέβηκε στόν οὐρανό, καθιστώντας τό φύραμά μας πού εἶχε λάβει ὁμόθρονο μέ τόν Πατέρα ὡς ὁμόθεο.

Γι᾿ αὐτό εἶναι ὁ μόνος πού ἔγινε ἀρχή τῆς μελλοντικῆς ἀναστάσεως ὅλων καί ὁ μόνος πού κατέστη ἀπαρχή τῶν νεκρῶν καί πρωτότοκος ἀπό τούς νεκρούς καί πατέρας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Καί ὅπως ὅλοι, ἁμαρτωλοί καί δίκαιοι, ἀποθαίνουν στόν ᾿Αδάμ, ἔτσι στόν Χριστό θά ζωοποιηθοῦν ὅλοι, ἁμαρτωλοί καί δίκαιοι, ἀλλ᾿ ὁ καθένας στήν τάξι του. Ἀπαρχή εἶναι ὁ Χριστός, ἔπειτα οἱ ὀπαδοί τοῦ Χριστοῦ κατά τήν παρουσία του, ἔπειτα οἱ τελευταῖοι, ὅταν καταργήση κάθε ἀρχή καί ἐξουσία καί δύναμι καί θέση ὅλους τούς ἐχθρούς του κάτω ἀπό τά πόδια του.

Τελευταῖος ἐχθρός πού θά καταργηθῆ εἶναι ὁ θάνατος (Α´ Κορ. 15,22 ἑἑ), κατά τήν κοινή ἀνάστασι, μέ τήν ἐσχάτη σάλπιγγα. Διότι πρέπει τό φθαρτό τοῦτο στοιχεῖο νά ἐνδυθῆ ἀφθαρσία καί τό θνητό τοῦτο νά ἐνδυθῆ ἀθανασία (Α´ Κορ. 15,53).

Τέτοια δωρεά μᾶς προσφέρει ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου, καί γι᾿ αὐτό μόνο αὐτήν ἑορτάζομε μέ τόση διάρκεια σάν ἀθάνατη καί ἀνώλεθρη καί ἀΐδια, προεικονίζοντας μέ αὐτά καί τήν μέλλουσα μακαριότητα τῶν ἁγίων, ἀπό τήν ὁποία ἔχει ἐξαφανισθῆ κάθε ὀδύνη, λύπη καί στεναγμός. Ὑπάρχει δέ σ᾿ αὐτήν εὐφροσύνη καί πανήγυρις ἐνθουσιώδης καί ἀναλλοίωτη. Διότι ἐκεῖ εἶναι πραγματικά ἡ κατοικία τῶν εὐφραινομένων.

Γι᾿ αὐτό ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος ἐνομοθέτησε πρίν ἀπό τίς ἡμέρες αὐτές νά τελοῦμε τήν ἱερά τεσσαρακοστή μέ νηστεία καί ἀγρυπνία καί μέ προσευχή καί κάθε εἶδος ἀσκήσεως τῶν ἀρετῶν. Μέ τήν τεσσαρακοντάδα τῶν ἡμερῶν δεικνύει ὅτι σ᾿ αὐτόν τόν αἰῶνα ἡ ζωή τῶν σωζομένων δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μετάνοια καί θεοφιλής βίος. Μέ τήν πεντηκοστή δέ αὐτή, πού διανύομε τώρα, ἐπιδεικνύει τήν ἄνεσι καί ἀπόλαυσι πού θά ὑποδεχθῆ αὐτούς πού ἔζησαν ἐδῶ ἐναγωνίως γιά τόν Θεό.

Γι᾿ αὐτό ἐκείνη μέν εἶναι τεσσαρακοστή, ἔχει συνακόλουθη τήν μνήμη τῶν σωτηρίων παθῶν καί μετά τήν ἑβδόμη ἑβδομάδα λαμβάνει τήν λύσι τῆς νηστείας.αὐτή δέ σάν πεντηκοστή συμπεριλαμβάνει καί τήν ἀπό τή γῆ μετάθεσι στόν οὐρανό καί τήν κατάβασι καί διάδοσι τοῦ θείου Πνεύματος. Διότι αὐτός ἐδῶ ὁ αἰών εἶναι ἑβδοματικός καί συνίσταται ἀπό τέσσερις ἐποχές καί μέρη καί στοιχεῖα καί γι᾿ αὐτούς πού σ᾿ αὐτόν καθιστοῦν τούς ἑαυτούς των κοινωνούς τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ ἐπιφέρει τήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς, πού ἀρχίζει ἀπό τήν ὀγδόη καί καταλήγει στήν ὀγδόη καί ἀφοῦ ξεπεράση τήν ἑβδομάδα καί τήν τετρακτύ, διά τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καί τῆς ἔπειτα ἀπό αὐτήν ἀναλήψεως παριστάνει τήν μέλλουσα ἀνάστασι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καί τήν κατ᾿ αὐτήν ἀνύψωσι τῶν ἀξίων στά σύννεφα πρός τήν θεία συνάντησι καί στήν συνέχεια τήν συνύπαρξι καί ἀνάπαυσι μέ τόν Θεό στούς αἰῶνες.

Αὐτή λοιπόν θά ἔλθη στόν καιρό της. ῾Ο δέ Κύριος κηρύττοντας τό εὐαγγέλιο τῆς βασιλείας πρίν ἀπό τό πάθος καί δεικνύοντας στούς μαθητάς ὅτι δέν θά γίνη μόνο ἀνάμεσα στούς ᾿Ιουδαίους ἡ ἐκλογή τῶν ἀξίων τῆς πίστεως καί τῆς ἀπό αὐτόν προτεινομένης ἀΐδιας κληρονομίας ἀλλά καί ἀνάμεσα στούς ᾿Εθνικούς, κατά τήν σήμερα ἀναγινωσκομένη στήν ἐκκλησία περικοπή τοῦ εὐαγγελίου (᾿Ιω. 4,5-30) “ἔρχεται σέ μιά πόλι τῆς Σαμαρείας, πού λέγεται Σιχάρ, πλησίον τοῦ τόπου πού ἔδωσε ὁ ᾿Ιακώβ στόν υἱό του ᾿Ιωσήφ.

᾿Εκεῖ ἦταν ἡ πηγή τοῦ ᾿Ιακώβ”. Πηγή φυσικά ὀνομάζει τό φρέαρ, διότι εἶχε ὕδωρ πηγαῖο, ὅπως θά φανῆ ἀπό τήν συνέχεια τοῦ λόγου.ἦταν δέ τοῦ ᾿Ιακώβ, ἐπειδή ἐκεῖνος τό εἶχε ἀνοίξει. ῾Ο δέ τόπος πού ἔδωσε ὁ ᾿Ιακώβ στόν ᾿Ιωσήφ εἶναι τά Σίκημα. Διότι εἶπε πρός αὐτόν, ὅταν ἔπνεε τά ἔσχατα στήν Αἴγυπτο καί ἔκαμε διαθήκη. “᾿Ιδού ἐγώ πεθαίνω, ἐνῶ ἐσᾶς θά σᾶς ἐπαναφέρη ὁ Θεός ἀπό αὐτή τή γῆ στή γῆ τῶν πατέρων μας. ᾿Εγώ δίδω τά Σίκημα κατ᾿ ἐξαίρεσι ἀπό τούς ἀδελφούς σου σέ σένα, τά ὁποῖα ἔλαβα ἀπό τούς ᾿Αμορραίους μέ τό ξίφος καί τό τόξο μου”. Γι᾿ αὐτό τά μέν Σίκημα κατοικοῦνταν ὕστερα ἀπό τήν φυλή τοῦ ᾿Εφραίμ, ὁ ὁποῖος ἦταν πρωτότοκος υἱός τοῦ ᾿Ιωσήφ, τόν δέ τόπο γύρω ἀπό αὐτά κατοικοῦσαν οἱ δέκα φυλές τοῦ ᾿Ισραήλ, τίς ὁποῖες ἐκυβέρνησε ὁ ἀποστάτης ῾Ιερουβοάμ.

᾿Αφοῦ δέ αὐτοί προσέκρουσαν στόν Θεό πολλές φορές καί ἐγκαταλείφθηκαν ἀπό αὐτόν πολλές φορές, ὕστερα ἔγιναν ὅλο τό γένος αἰχμάλωτοι, ὁπότε ἀντί αὐτῶν ὁ ἡγέτης τῶν ᾿Ασσυρίων ἐγκατέστησε στόν τόπο ἔθνη πού συνάθροισε ἀπό διάφορα μέρη καί τούς ὠνόμασε Σαμαρεῖτες ἀπό τό ὄρος Σομόρ. ῞Οπως δέ ὁ ᾿Ιακώβ περνώντας ἀπό ἐκεῖ ὑπέταξε τά Σίκημα, καθώς λέγει ἡ ἱστορία, ἔτσι περνώντας ὁ Χριστός τώρα ὑπέταξε τή Σαμάρεια. ᾿Αλλά ἐκεῖνος μέν τό ἔκαμε, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος, μέ τήν ρομφαία καί τό τόξο του, δηλαδή πρός ἐξολόθρευσι καί καταστροφή τῶν παλαιῶν κατοίκων, ὁ δέ Χριστός μέ λόγο καί διδασκαλία, δηλαδή γιά σωτηρία.“Διότι ὁ ᾿Ιησοῦς”, λέγει, “κουρασμένος ἀπ᾿ τήν ὁδοιπορία, καθόταν ἔτσι δίπλα στό πηγάδι. Ἡ ὥρα ἦταν περίπου ἕκτη”.

Καί ἡ ὥρα καί ὁ κόπος καί ὁ τόπος ἐπέβαλλαν νά καθήση καθένας πού ἔχει σῶμα σάν τό δικό μας. Θέλοντας λοιπόν νά ἐπιβεβαιώση τοῦτο καί προβλέποντας τό μελλοντικό κέρδος, ἐκαθόταν, λέγει, ἔτσι δίπλα στό πηγάδι, δηλαδή ἀφελῶς κάτω, μόνος του σάν ἕνας ὁδοιπόρος ἀπό τούς πολλούς, διότι οἱ μαθηταί του εἶχαν φύγει στήν πόλι, γιά ν᾿ ἀγοράσουν τροφές.

Καθώς λοιπόν ἐκαθόταν ἔτσι μόνος του δίπλα στό πηγάδι, ἔρχεται μιά γυναῖκα ἀπό τήν Σαμάρεια νά πάρη νερό. ῾Ο δέ Κύριος, ὡς ἄνθρωπος διψώντας καί βλέποντας νά ἔρχεται κάποια ἀνθρωπίνως διψῶσα, γιά νά σταματήση τή δίψα της, ὡς Θεός δέ βλέποντας καί τήν καρδιά της νά διψᾶ γιά σωτήριο ὕδωρ, χωρίς ὅμως νά γνωρίζη αὐτόν πού μπορεῖ νά τῆς τό προσφέρη, ἐπείγεται ν᾿ ἀποκαλύψη τόν ἑαυτό του στήν ποθοῦσα ψυχή, διότι ποθεῖ καί αὐτός τούς ποθοῦντας κατά τά γεγραμμένα, ἀρχίζει δέ ἀπό ἐκεῖ πού θά γίνη εὐπρόσδεκτος.καί τῆς λέγει, “δός μου νερό νά πιῶ”. Αὐτή δέ, καθώς ἦταν εὐφυής καί ἀντελήφθηκε καί ἀπό μόνο τή στολή καί τό σχῆμα καί τήν ἔκδηλη ἐξωτερική κοσμιότητα ὅτι εἶναι ᾿Ιουδαῖος καί φύλακας τοῦ νόμου, εἶπε, θαυμάζω πῶς ζητεῖς ἀπό Σαμαρείτιδα νερό, ἐνῶ οἱ ᾿Ιουδαῖοι δέν ἐπικοινωνοῦν μέ τούς Σαμαρεῖτες ὡς ἐθνικούς. ῾Ο δέ Κύριος. παίρνοντας ἀπό αὐτό ἀφορμή, ἀρχίζει νά ἀποκαλύπτη τόν ἑαυτό του πρός αὐτήν λέγοντας. “Ἄν ἐγνώριζες τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ καί ποιός εἶναι αὐτός πού σοῦ λέγει, δός μου νά πιῶ νερό, ἐσύ θά τοῦ ἐζητοῦσες καί θα σοῦ ἔδινε ζωντανό ὕδωρ”.

Βλέπεται ἐπιβεβαίωσι περί τοῦ ὅτι, ἄν ἐγνώριζε, θά ἐζητοῦσε ἀμέσως καί θά ἐγινόταν μέτοχος πραγματικά ζωντανοῦ ὕδατος, ὅπως ἔπραξε καί ἀπήλαυσε ὅταν ἔμαθε ὕστερα, ἐνῶ τό συνέδριο τῶν ᾿Ιουδαίων, πού ἐρώτησαν κι᾿ ἔμαθαν σαφῶς, ἔπειτα ἐσταύρωσαν τόν Κύριο τῆς δόξης (Α’ Κορ 2,8); ᾿Αλλά ποιά εἶναι ἡ δωρεά τοῦ Θεοῦ; “διότι”, λέγει, “ἄν ἐγνώριζες τή δωρεά τοῦ Θεοῦ”.

Γιά ν᾿ ἀφήσωμε τά ἄλλα, καί μόνο τοῦτο, τό ὅτι ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός δέν βδελύσσεται τούς θεωρουμένους ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους βδελυκτούς καί ἀκοινωνήτους ἀκόμη καί γιά ἕνα ποτήρι νερό, πόσο μεγάλη δωρεά καί χάρις δέν εἶναι; Τό δέ νά τούς θεωρῆ τόσο ἀγαπητούς, ὥστε ὄχι μόνο νά δέχεται τά διδόμενα ἀπό αὐτούς, ἀλλά νά μεταδίδη σ᾿ ἐκείνους ἀπό τά ἴδια τά θεῖα χαρίσματά του (τί λέγω τά χαρίσματα; Διότι προσφέρει τόν ἑαυτό του καί καθιστᾶ τούς πιστούς σκεύη δεκτικά τῆς θεότητός του, ἀφοῦ, ὅπως προβλέποντας ἐπαγγέλλεται, δέν εἶναι δυνατό νά ἔχουν ἀλλιῶς μέσα τους πηγή, πού νά τρέχη στήν αἰώνια ζωή), ποιός νοῦς θά τό καταλάβη; Ποιός λόγος θά ἐκφράση τό ὑπερβάλλον τῆς δωρεᾶς;

῾Η Σαμαρεῖτις, ἐπειδή δέν κατάλαβε ἀκόμη τό μεγαλεῖο τοῦ ζωντανοῦ ὕδατος, πρῶτα μέν ἀπορεῖ, ἀπό πού θά εὕρη τό ὕδωρ πού ὑπόσχεται ὁ συνομιλητής, ἀφοῦ κουβᾶ δέν ἔχει καί τό πηγάδι εἶνα βαθύ. ῎Επειτα ἐπιχειρεῖ νά τόν συγκρίνη μέ τόν ᾿Ιακώβ, τόν ὁποῖο ἀποκαλεῖ καί πατέρα, ἐξυμνώντας τό γένος ἀπό τόν τόπο, καί ἐξαίρει τό νερό τοῦ πηγαδιοῦ, μέ τή σκέψι ὅτι δέν μπορεῖ νά εὑρεθῆ καλύτερο ἀπό αὐτό. ῞Οταν δέ ἄκουσε τόν Κύριο νά λέγει ὅτι “τό ὕδωρ πού θά σοῦ δώσω ἐγώ, θά γίνη γιά τόν δεχόμενο πηγή πού τρέχει πρός αἰώνια ζωή”, ἄφησε λόγο ψυχῆς πού ποθεῖ καί ὁδηγεῖται πρός τήν πίστι, ἀλλά δέν μπόρεσε ἀκόμη νά κυττάξη καθαρά πρός τό φῶς.“δός μου”, λέγει, “Κύριε, τό ὕδωρ τοῦτο, γιά νά μήν διψῶ κι᾿ οὔτε νά ἔρχωμαι ἐδῶ νά παίρνω”. ῾Ο δέ Κύριος, θέλοντας ἀκόμη νά ἀποκαλύπτεται λίγο λίγο, τήν προστάσσει νά φωνάξη καί τόν ἄνδρα της. Καθώς δέ ἐκείνη, κρύβοντας τή διαγωγή της καί συγχρόνως σπεύδοντας νά πάρη τό δῶρο, ἔλεγε, “δέν ἔχω ἄνδρα”, ἀκούει πόσους ἄνδρες εἶχε δικούς της ἀπό παιδί καί ἐλέγχεται ὅτι τώρα ἔχει ἄνδρα πού δέν εἶναι δικός της. Δέν στενοχωρεῖται ὅμως ἀπό τόν ἔλεγχο, ἀλλά ἀμέσως, ἀντιληφθεῖσα ὅτι εἶναι προφήτης ὁ συνομιλητής, ἐπιλαμβάνεται ὑψηλοτέρων ζητημάτων.

Βλέπεται πόση εἶναι ἡ μακροθυμία καί ἡ φιλομάθεια τῆς γυναικός; Διότι, λέγει, “οἱ πατέρες μας προσκύνησαν στό ὄρος τοῦτο καί σεῖς λέγετε ὅτι ὁ τόπος ὅπου πρέπει νά προσκυνοῦμε εἶναι στά ᾿Ιεροσόλυμα”. Βλέπετε πόση συλλογή εἶχε στήν διάνοιά της καί πόση γνώσι τῆς Γραφῆς εἶχε; Πόσοι τώρα ἀπό τούς γεννημένους πιστούς καί τροφίμους τῆς ᾿Εκκλησίας ἀγνοοῦν ὅ,τι ἐγνώριζε ἡ Σαμαρεῖτις, ὅτι οἱ πατέρες μας, ὁ ᾿Ιακώβ δηλαδή καί οἱ ἀπό αὐτόν πατριάρχες, προσκύνησαν τόν Θεό στό ὄρος τοῦτο; Αὐτήν τή γνῶσι καί τήν βαθειά μελέτη τῆς θεόπνευστης Γραφῆς δεχόμενος ὁ Χριστός σάν ὀσμή εὐωδίας, ἐπέμεινε συζητώντας εὐχαρίστως μέ τή Σαμαρείτιδα. ῞Οπως δηλαδή, ἄν ἐπάνω στούς ἄνθρακες τοποθετήσης κάτι εὔοσμο, ἐπαναφέρεις καί συγκρατεῖς τούς πλησιάζοντας, ἄν ὅμως βάλης κάτι βαρύ καί δύσοσμο, τούς ἀπωθεῖς καί τούς ἀπομακρύνεις, ἔτσι καί στήν διάνοια. Ἄν ἔχεις ἱερά μελέτη καί σπουδή, καθιστᾶς τόν ἑαυτόν σου ἄξιον θείας ἐπιστασίας, διότι αὐτή εἶναι ἡ ὀσμή εὐωδίας πού ὀσφραίνεται ὁ Κύριος. Ἄν ὅμως τρέφης μέσα πονηρούς καί ρυπαρούς καί γηίνους λογισμούς, ἀπομακρύνεσαι ἀπό τήν θεία ἐπιστασία, καθιστώντας τόν ἑαυτό σου ἄξιον τῆς ἀποστροφῆς, ἀλλοίμονο, τοῦ Θεοῦ. Διότι “δέν θά παραμείνουν παράνομοι ἀπέναντι στούς ὀφθαλμούς σου”, λέγει πρός τόν Θεό ὁ ψαλμωδός προφήτης (Ψαλμ. 5,5). ᾿Αφοῦ ὁ νόμος διατάσσει “νά μνημονεύης διαπαντός τόν Κύριο τόν Θεό σου, ὅταν κάθεσαι καί ὅταν βαδίζης, ὅταν εἶσαι ξαπλωμένος καί ὅταν εἶσαι ὄρθιος”, τό δέ εὐαγγέλιο λέγει, “ἐρευνᾶτε τίς Γραφές”, διότι σ᾿αὐτές θά εὑρῆτε ζωή αἰώνια (᾿Ιω. 5,39), καί ὁ ἀπόστολος παραγγέλει, “νά προσεύχεσθε ἀδιαλείπτως” (Α´ Θεσσ. 5,17), αὐτός πού ἀσχολεῖται ἐπίμονα μέ γηίνους λογισμούς εἶναι ὁπωσδήποτε παράνομος, πολύ περισσότερο αὐτός πού ἀσχολεῖται μέ πονηρούς καί ρυπαρούς.

᾿Αλλά πότε προσκύνησαν τόν Θεό σ᾿ αὐτό τό ὄρος οἱ πατέρες μας; ῞Οταν ὁ πατριάρχης ᾿Ιακώβ, ἀποφεύγοντας τόν φοβερό ἀδελφό του ᾿Ησαῦ καί πειθαρχώντας στίς συμβουλές τοῦ πατρός ᾿Ισαάκ, ἀνεχώρησε πρός τή Μεσσοποταμία καί ὅταν ἐπανῆλθε ἀπό ἐκεῖ μέ γυναῖκες καί τέκνα. Κατά τήν ἐπάνοδο, ὅταν ὁ ᾿Ιακώβ ἔπηξε σκηνές σ᾿ αὐτόν περίπου τόν τόπο, ὅπου ὡμιλοῦσε ὁ Κύριος μέ τήν Σαμαρείτιδα, μετά τό ἐπεισόδιο τῆς Δείνας καί τήν ἅλωσι τῶν Σικήμων, τοῦ εἶπε ὁ Θεός, ὅπως γράφεται στή Γένεσι. “Σήκω καί πήγαινε στήν Βαιθήλ καί κατασκεύασε ἐκεῖ θυσιαστήριο στόν Θεό πού σοῦ ἐμφανίσθηκε ὅταν ἀπέδρασες ἀπό τήν παρουσία τοῦ ἀδελφοῦ σου ᾿Ησαῦ”. Μετά τά λόγια αὐτά ὁ ᾿Ιακώβ ἐσηκώθηκε καί ἀνέβηκε στό παρακείμενο ὄρος καί οἰκοδόμησε ἐκεῖ, λέγει, θυσιαστήριο καί ἐκάλεσε τό ὄνομα τοῦ τόπου Βαιθήλ. Διότι ἐκεῖ τοῦ ἐμφανίσθηκε ὁ Θεός.

Γι᾿ αὐτό λέγει ἡ Σαμαρεῖτις ὅτι οἱ πατέρες μας προσκύνησαν στό ὄρος τοῦτο, ἀκολουθώντας τούς ἀρχαίους ἐκείνους.διότι οἱ σχετικές διατάξεις γιά τόν ναό τῶν ᾿Ιεροσολύμων ἐνομοθετήθηκαν ὕστερα. Καί ἐπειδή βέβαια ὁ τόπος ἐκεῖνος ὠνομάσθηκε ἀπό τόν ᾿Ιακώβ οἶκος Θεοῦ, διότι τοῦτο σημαίνει τό ὄνομα Βαιθήλ ἑρμηνευόμενο, αὐτή ἀπορεῖ ποθώντας νά μάθη, πῶς δέν λέγετε ὅτι ἐκεῖ εἶναι μᾶλλον ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ, ἀλλά στά ᾿Ιεροσόλυμα, ὅπου νομίζετε ὅτι πρέπει νά θυσιάζετε καί νά προσκυνῆτε τόν Θεό. ῾Ο δέ Κύριος, ὁλοκληρώνοντας ἤδη τόν σκοπό τῶν λόγων του καί προφητεύοντας περί τῆς γυναικός, ὅτι θά εἶναι τέτοια καθώς τήν ζητεῖ καί τήν δέχεται ὁ Θεός, καί ἀποκρινόμενος πρός τούς λόγους της λέγει, “γυναῖκα, πίστευσέ με, ὅτι ἔρχεται ὥρα, ὁπότε οὔτε στό ὄρος τοῦτο οὔτε στά ᾿Ιεροσόλυμα θά προσκυνῆτε τόν Πατέρα”, καί ἔπειτα ἀπό λίγο, “τέτοιους ζητεῖ ὁ Θεός αὐτούς πού τόν προσκυνοῦν”.

Βλέπετε ὅτι καί γι᾿ αὐτήν βεβαιώνει ὅτι θά γίνη τέτοια, ὅπως τήν θέλει ὁ Θεός, καί ὅτι θά προσκυνῆ τόν ῞Υψιστο Πατέρα, ὄχι τοπικῶς ἀλλά εὐαγγελικῶς, (διότι πρός αὐτήν ἀπευθύνεται ὁ λόγος ὅτι οὔτε στό ὄρος τοῦτο οὔτε στά ᾿Ιεροσόλυμα θά προσκυνῆτε τόν Πατέρα), συγχρόνως δέ προαναγγέλλει σ᾿ αὐτήν φανερά καί τήν μετάθεσι τοῦ νόμου; Διότι, ἀφοῦ θά μετατεθῆ ἡ προσκύνησις, ἀναγκαίως θά γίνη μετάθεσις καί τοῦ νόμου.

᾿Αλλά καί τό ἐνδιάμεσο κείμενο “σεῖς προσκυνεῖτε ὅ,τι δέν γνωρίζετε, ἐμεῖς προσκυνοῦμε, ὅ,τι γνωρίζομε, ὅτι ἡ σωτηρία εἶναι ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους”, εἶναι ἀπόκρισις πρός τόν λόγο ἐκείνης, ἀλλά συγχρόνως ἀποτελεῖ συνέπεια τῶν λόγων του. Διότι λέγει ὅτι κατά τοῦτο ἐμεῖς οἱ ᾿Ιουδαῖοι (διότι τοποθετεῖ καί τόν ἑαυτό του μ᾿ ἐκείνους, ἀφοῦ κατά σάρκα εἶναι ἀπό ἐκείνους). Ἐμεῖς λοιπόν, λέγει, πού δέν διαψεύδομε τό ὄνομα, ἀλλά γνωρίζομε τά ἰδικά μας, κατά τοῦτο διαφέρομε στήν προσκύνησι ἀπό σᾶς τούς Σαμαρεῖτες, ὅτι γνωρίζομε πώς ὁρίζεται νά τελῆται στήν ᾿Ιουδαία ἡ προσκύνησις γιά τόν λόγο ὅτι ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους θά προέλθη ἡ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, δηλαδή θά ἔλθη ὁ Χριστός. ᾿Επειδή δέ δέν πρόκειται νά ἔλθη στό μέλλον, διότι ἦταν αὐτός ὁ ἴδιος, δέν εἶπε ὅτι ἡ σωτηρία θά εἶναι ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους, ἀλλ᾿ ὅτι εἶναι. “᾿Αλλά ἔρχεται ὥρα”, λέγει, “καί εἶναι τώρα”.

Καί αὐτά εἶναι προφητικά.τό ἔρχεται χρησιμοποιήθηκε διότι δέν ἐτελέσθηκε ἀκόμη, ἀλλά θά τελεσθῆ, τό δέ “τώρα εἶναι”, χρησιμοποιήθηκε ἐπειδή τήν ἔβλεπε ἔτοιμη νά πιστεύση σύντομα καί νά προσκυνῆ πνευματικῶς καί ἀληθῶς.“ἔρχεται λοιπόν”, λέγει, “ὥρα, καί τώρα ἀκριβῶς εἶναι, ὁπότε οἱ ἀληθινοί προσκυνηταί θά προσκυνοῦν τόν Πατέρα κατά Πνεῦμα καί ἀλήθεια”.διότι ὁ ὕψιστος καί προσκυνητός Πατήρ, εἶναι Πατήρ αὐτοαληθείας, δηλαδή τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ, καί ἔχει Πνεῦμα ἀληθείας, τό Πνεῦμα τό ἅγιον, καί αὐτοί πού τόν προσκυνοῦν κατ᾿ αὐτούς, τό πράττουν διότι ἔτσι πιστεύουν καί διότι ἐνεργοῦνται δι᾿ αὐτῶν. Διότι, λέγει ὁ ἀπόστολος, τό Πνεῦμα εἶναι αὐτό διά τοῦ ὁποίου προσκυνοῦμε καί διά τοῦ ὁποίου προσευχόμαστε (Βλ. Ρωμ. 8,26), καί “κανείς δέν ἔρχεται πρός τόν Πατέρα παρά μόνο δι᾿ ἐμοῦ”, λέγει ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ (᾿Ιω. 14,6).

Αὐτοί λοιπόν πού προσκυνοῦν ἔτσι κατά τό Πνεῦμα καί τήν ἀλήθεια τόν ὕψιστο Πατέρα, αὐτοί εἶναι οἱ ἀληθινοί προσκυνηταί. ᾿Αφοῦ δέ ἐξέβαλε καί τά ᾿Ιεροσόλυμα καί τήν Σαμάρεια, γιά νά μή νομίση κανείς ὅτι πρόκειται νά εἰσαχθῆ ἀντί γι᾿ αὐτά ἄλλος τόπος, στήν συνέχεια ἀπομακρύνει πάλι τόν ἀκροατή ἀπό κάθε σωματική ἔννοια καί τόπο καί προσκύνησι, λέγοντας, “Πνεῦμα εἶναι ὁ Θεός, καί αὐτοί πού τόν προσκυνοῦν πρέπει νά προσκυνοῦν κατά Πνεῦμα καί ἀλήθεια”, δηλαδή ἐννοώντας τόν ἀσώματο ἐντελῶς ἔξω ἀπό σώματα.διότι ἔτσι θά τόν ἰδοῦν καί ἀληθινῶς παντοῦ μέσα στό Πνεῦμα καί τήν ᾿Αλήθειά του. ῾Ως πνεῦμα δηλαδή πού εἶναι ὁ Θεός εἶναι ἀσώματος, τό δέ ἀσώματο δέν εὑρίσκεται σέ τόπο οὔτε περιγράφεται μέ τοπικά ὅρια.

῾Επομένως αὐτός πού λέγει ὅτι ὁ Θεός πρέπει νά προσκυνῆται μόνο στά ὅρια τῶν ᾿Ιεροσολύμων ἤ τοῦ ὄρους τῆς Σαμαρείας ἤ σέ κάποιον ἄλλο ἀπό τούς πανταχοῦ στή γῆ καί τόν οὐρανό τόπους, δέν ὁμιλεῖ ἀληθῶς οὔτε προσκυνεῖ ἀληθῶς. ᾿Αλλά ὡς ἀσώματος ὁ Θεός δέν εἶναι πουθενά, ὡς Θεός δέ εἶναι πανταχοῦ.ἐάν ὑπάρχη ὄρος ἤ τόπος ἤ κτιστό πρᾶγμα, ὅπου δέν ὑπάρχει ὁ Θεός, πάλι θά εὑρεθῆ νά περιγράφεται σέ κάτι.εἶναι λοιπόν πανταχοῦ καί σέ ὅλα ὁ Θεός. Πῶς λοιπόν πανταχοῦ καί σέ ὅλα; ῾Ως περιεχόμενος ὄχι ἀπό μέρος ἀλλά ἀπό τό σύμπαν; ῎Οχι βέβαια, διότι πάλι θά εἶναι σῶμα. ῾Επομένως, ὡς συνέχων καί περιέχων τό πᾶν, αὐτός εἶναι στόν ἑαυτό του, πανταχοῦ καί ἐπάνω ἀπό τό σύμπαν, προσκυνούμενος ἀπό τούς ἀληθινούς προσκυνητάς κατά τό Πνεῦμα καί τήν ᾿Αλήθειά του.

Πανταχοῦ λοιπόν, ὄχι μόνο τῆς γῆς ἀλλά καί τῶν ὑπεράνω τῆς γῆς, θά προσκυνηθῆ ὁ Θεός ἀπό τούς ἔτσι πιστεύοντας ἀληθῶς καί θεοπρεπῶς, Πατήρ ἀσώματος καί κατά τόν χρόνο καί τόπο ἀόριστος, στό ἅγιο καί ἀΐδιο Πνεῦμα καί στόν συνάναρχο Υἱό καί Λόγο, πού εἶναι ἡ ἐνυπόστατη ἀλήθεια τοῦ Πατρός. Βέβαια καί ἡ ψυχή καί ὁ ἄγγελος εἶναι ἀσώματα, δέν εἶναι σέ τόπο, ἀλλά δέν εἶναι πανταχοῦ, διότι δέν συνέχουν τό σύμπαν ἀλλά ἔχουν ἀνάγκη τοῦ συνέχοντος, ἑπομένως καί αὐτά εἶναι στόν συνέχοντα καί περιέχοντα τό σύμπαν, ὁριζόμενα ἀπό αὐτόν καταλλήλως. ῾Η ψυχή ὅμως, συνέχοντας τό σῶμα μέ τό ὁποῖο ἐκτίσθηκε μαζί, εἶναι πανταχοῦ τοῦ σώματος, ὄχι ὡς εὑρισκομένη σέ τόπο οὔτε περιεχομένη σέ σῶμα, ἀλλά ὡς συνέχουσα καί περιέχουσα αὐτό, ἀφοῦ ἔχει καί τοῦτο κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ.

῾Η δέ Σαμαρεῖτις, καθώς ἄκουσε ἀπό τόν Χριστό αὐτά τά ἐξαίσια καί θεοπρεπῆ λόγια, ὅτι ὁ Θεός πουθενά δέν πρέπει νά προσκυνῆται ἀληθινά, παρά μόνο κατά τό Πνεῦμα καί τήν ᾿Αλήθειά του, ὅπως ἡ στό ῏Ασμα τῶν ᾿Ασμάτων ψυχή πού νυμφεύεται τόν Θεό, ἀναπτερωμένη ἀπό τή φωνή τοῦ νυμφίου τῆς ἀφθαρσίας, μνημονεύει τόν προσδοκώμενο καί ποθούμενο καί, κρυφά ἀκόμη, παρόντα νυμφίο, λέγοντας. “γνωρίζω ὅτι ὁ Μεσσίας, ὁ λεγόμενος Χριστός, ἔρχεται.ὅταν ἔλθη ἐκεῖνος θά μᾶς τά διδάξη ὅλα”. Βλέπετε πώς ἦταν ἑτοιμοτάτη γιά τήν πίστι, ὅτι πλησιάζει ἤδη ὁ προσδοκώμενος, καί γεμάτη ἐλπίδα; ῏Αρα δέν ἐταίριαζε νά εἰπῆ καί αὐτή κατά τόν Δαβίδ, “ἕτοιμη εἶναι ἡ καρδιά μου, Θεέ, ἕτοιμη εἶναι ἡ καρδιά μου, θά τραγουδήσω καί θά ψάλω κατά τήν δόξα μου” (Ψαλμ. 56,8).

᾿Από πού θά ἐγνώριζε τοῦτο μέ τόση βεβαιότητα καί ἀσφάλεια καί θά εἶχε τήν ψυχική διάθεσι γι᾿ αὐτό, ἄν δέν εἶχε μελετήσει τά προφητικά βιβλία μέ ἄκρα σύνεσι; Γι᾿ αὐτό εἶχε καί τόν νοῦ τόσο μετάρσιο, ἀφοῦ εἶχε γεμίσει ἀπό τήν θεία κατοχή.ὥστε ἐμένα, καθώς βλέπω τώρα μέ χαρά τόν σφοδρό πνευματικό πόθο τῆς Σαμαρείτιδος αὐτῆς πρός τόν Χριστό, μοῦ ἔρχεται νά εἰπῶ πάλι γι᾿ αὐτήν τά λόγια τοῦ Ἄσματος ἐκείνου, “ποιά εἶναι αὐτή πού προβάλλει σάν ἡ αὐγή, ὡραία σάν ἡ σελήνη, ἐκλεκτή σάν ὁ ἥλιος;” (῏Ασμα 6,10). Διότι, ἀφοῦ ἐξαγγέλλει ὅτι σέ λίγο θά φανῆ ὁ νοητός ἥλιος τῆς δικαιοσύνης Χριστός καί ὑποδηλώνει ὅτι δι᾿ αὐτῆς ἀρχίζει ἡ ᾿Εκκλησία τῶν ἐθνῶν, σάν νά ἀνεβαίνη ἀπό ἱερά κολυμβήθρα, τήν πηγή ἐπάνω στήν ὁποία ἐστεκόταν, καθώς κατηχεῖτο ἀπό τόν Σωτῆρα, τήν βλέπω νά προβάλλη σάν πολυέραστος ὄρθρος.

Εἶναι δέ ὡραία σάν ἡ σελήνη, ἐπείδη φέγγει, ἄν καί ἐπικρατεῖ ἡ νύκτα τῆς ἀσεβείας ἀκόμη.ἐκλεκτή δέ σάν ὁ ἥλιος, γι᾿ αὐτό ὠνομάσθηκε Φωτεινή ἀπό τόν Σωτῆρα καί καταγράφηκε καί αὐτή στόν κατάλογο τῶν μελλόντων νά λάμψουν σάν ὁ ἥλιος κατά τό εὐαγγέλιο, ἐπειδή ἐπεσφράγισε τόν ὑπόλοιπο φωτοειδῆ βίο της μέ μακάριο καί μαρτυρικό τέλος, καί τώρα δέ ἀνεγνώρισε τόν Χριστό ὡς ἀληθινό Θεό καί τόν ἐξύμνησε τελείως ὡς Θεό, καί ὅ,τι εἶπε αὐτός ὕστερα στούς μαθητάς περί τοῦ συμφυοῦς καί ὁμοτίμου Πνεύματος, ὅτι, θά ἔλθη ἐκεῖνος, θά διδάξη ὅλη τήν ἀλήθεια, τοῦτο λέγει προλαβαίνοντας καί αὐτή περί αὐτοῦ, “ὅταν ἔλθη ἐκεῖνος θά μᾶς τά διδάξη ὅλα” (᾿Ιω. 15,26).

᾿Αλλά μόλις τήν εἶδε νά εἶναι τέτοιας λογῆς ὁ νοητός νυμφίος Χριστός, λέγει πρός αὐτήν ἀπροκαλύπτως, “ἐγώ εἶμαι πού σοῦ ὁμιλῶ”. ᾿Εκείνη δέ γίνεται ἀμέσως ἐκλεκτή πραγματικά εὐαγγελίστρια καί ἀφήνοντας τήν ὑδρία καί τρέχοντας πρός τήν πόλι τούς πείθει μέ τά λόγια καί τούς ὁδηγεῖ πρός τήν πίστι τοῦ φανέντος, λέγοντας “ἔλθετε νά ἰδῆτε ἄνθρωπο, πού μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκαμα.μήπως αὐτός εἶναι ὁ Χριστός;”. ῾Ομιλεῖ δέ ἔτσι ὄχι ὅτι ἔχει κάποια ἀμφιβολία, ἀλλά διότι πιστεύει ὅτι καί οἱ ἄλλοι θά πληροφορηθοῦν καλύτερα μέ τή θέα καί θά πεισθοῦν εὐχερέστερα διά τῆς συνομιλίας πρός τόν Κύριο, ὅπως καί στήν πρᾶξι συνέβηκε.

᾿Εγώ καί τά προηγούμενα ἀνέπτυξα συνοπτικῶς, ἀλλά καί τή συνέχεια τῶν εὐαγγελικῶν λόγων θά παραλείψω τώρα, διότι βλέπω ὅτι ἡ ὥρα σᾶς βιάζει πρός τίς ἀνάγκες τοῦ βίου καί τά ἔργα τοῦ βίου. ᾿Αλλά ἐσεῖς προσέξατε αὐτήν τήν Σαμαρείτιδα. Μόλις ἄκουσε τά εὐαγγελικά λόγια, πού ἀνακοινώνομε κι᾿ ἐμεῖς πρός τήν ἀγάπη σας, ἀμέσως κατεφρόνησε ὅλες τίς ἀνάγκες τοῦ σώματος. ῎Αφησε ἀμέσως καί τή στάμνα καί τήν οἰκία, καί, τρέχοντας στήν πόλι καί παρασύροντας τούς Σαμαρεῖτες, ἐπανῆλθε πάλι μαζί μέ αὐτούς πρός τόν Χριστό.διότι τό, “ἔλθετε νά ἰδῆτε”, τοῦτο ἀκριβῶς σημαίνει, “ἀκολουθήσατέ με καί θά σᾶς ὁδηγήσω καί θά σᾶς δείξω τόν ἀπό τούς οὐρανούς Σωτῆρα πού ἦλθε στόν κόσμο”.

῎Ετσι προέτρεψε τότε ἐκείνους καί τούς παρουσίασε στόν Χριστό. ἐμᾶς δέ τώρα μέ τήν ἐγκατάλειψι τῆς οἰκίας καί τῆς στάμνας διδάσκει νά θεωροῦμε προτιμότερη ἀπό τίς βιοτικές ἀνάγκες τήν ὠφέλεια ἀπό τή διδασκαλία, τήν ὁποία ὁ Κύριος ὠνόμασε ἀγαθή μερίδα πρός τήν Μάρθα τοῦ εὐαγγελίου, ὑπερασπίζοντας τήν Μαρία πού παρακολουθοῦσε τόν λόγο (Λουκ. 10,42). ᾿Εάν δέ πρέπει νά περιφρονοῦμε τά ἀναγκαῖα, πόσο περισσότερο τά ἄλλα; ῎Αλλωστε τί σέ βιάζει πρός τά ἐκεῖ καί σέ ἀπομακρύνει ἀπό τά ὠφέλιμα ἀκούσματα; ᾿Επιμέλεια οἴκου καί παιδιῶν καί γυναίκας; Οἰκεῖο ἤ συγγενικό πένθος ἤ χαρά; ᾿Αγορά κτημάτων ἤ πώλησις; Χρῆσις ὅλων τῶν ὑπαρχόντων σου ἤ μᾶλλον κατάχρησις; ᾿Αλλ᾿ ἄκουσε μέ σύνεσι τά ἀποστολικά διδάγματα. “῾Ο καιρός, ἀδελφοί εἶναι συνεσταλμένος στό ἑξῆς, ὥστε καί ὅσοι ἔχουν γυναῖκες νά εἶναι σάν νά μή ἔχουν καί ὅσοι κλαίουν σάν νά μή κλαίουν καί ὅσοι χαίρονται σάν νά μή χαίρωνται καί ὅσοι ἀγοράζουν σάν νά μή κατέχουν καί ὅσοι χρησιμοποιοῦν τόν κόσμο τοῦτο σάν νά μήν τόν παραχρησιμοποιοῦν.διότι τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου παρέρχεται” (Α´ Κορ. 7,29).

Τί σημαίνει ὅτι “ὁ καιρός εἶναι συνεσταλμένος”; Σύντομος ὁ βίος, πλησίον ὁ θάνατος, φθαρτός ὁ κόσμος αὐτός, ἄλλος εἶναι ἐκεῖνος πού μένει παντοτινά. Ἐμᾶς δέ μᾶς παραπέμπει πρός ἐκεῖνον μέ ἀσφάλεια ἡ καταφρόνησις τοῦ παρόντος κόσμου, ἡ ἑτοιμασία γιά ἐκεῖνον τόν μέλλοντα, ἡ κατά τό δυνατό διαβίωσις ἀπό ἐδῶ σύμφωνα μ᾿ ἐκείνη τή διαγωγή καί ἡ κατά δύναμι ἀποφυγή τῶν ἐπιβλαβῶν τοῦ παρόντος βίου. ῞Οπως δέ ὅταν γίνεται πυκνά ἐπιδρομή ἐχθρῶν στά ἐκτός τῆς πόλεως, ἔχομε τούς ἀγρούς σάν νά μή τούς ἔχωμε καί τόν περισσότερο καιρό, φεύγοντας ἀπό ἐκείνους, καθόμαστε μέσα σέ ἀσφάλεια, κι᾿ ἄν οἱ ἐχθροί ἀναχωρήσουν γιά λίγο, χρησιμοποιοῦμε σύντομα τούς περιπάτους ἐμπρός ἀπό τό ἄστυ, χωρίς κατάχρησι, διότι βλέπουμε τόν καιρό τῆς χρήσεως συνεσταλμένο.ἔτσι καί αὐτόν τόν κόσμο παραινεῖ ὁ ἀπόστολος νά τόν χρησιμοποιοῦμε ἀλλά νά μήν τόν παραχρησιμοποιοῦμε. Διότι βλέπει τούς ἀοράτους ἐχθρούς νά ἐπεμβαίνουν δεινῶς καί τήν ἀπειλή τῆς φθορᾶς. “παρέρχεται”, λέγει, “τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου”.

᾿Αλλ᾿ ὅμως, ἐπειδή τά παρόντα δέν ὑφίστανται οὐσιωδῶς ἀλλ᾿ ἀποτελοῦν σχηματισμό, καί γίνονται μέν ἀλλά δέν εἶναι, φαινόμενα γιά λίγο καί παρερχόμενα, κι᾿ ἄν θελήση κανείς νά τά κατέχη, δέν θά μπορέση ποτέ, σάν σκιά θερινῆς ἄγονης νεφέλης πού διώκεται ἀπό ἄνεμο καί παρέρχεται γρήγορα, ἡ παραίνεσις παρέρχεται γιά νά γίνη φανερά ἡ πρόθεσις τοῦ καθενός καί γιά νά δώση σημεῖο τῆς ἐπιγνώσεως τῶν ἀπό τόν Θεό διαταγμάτων. Διότι κι᾿ ἄν θελήση κανείς νά τά κατέχη, ὅπως εἶπα, τά παρόντα δέν εἶναι καθεκτά, κι᾿ αὐτό διττῶς.ὄχι μόνο ὁ κόσμος αὐτός παρέρχεται, ἀλλά κι᾿ ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς, πού χρησιμοποιοῦμε αὐτόν τόν κόσμο, μερικές φορές παρέρχεται καί πρίν ἀπό τά ἐγκόσμια πού ἔχει στή διάθεσί του.

Κάθε ἄνθρωπος παρέρχεται σάν νά βαδίζη ὁδόν, πού κι᾿ αὐτή κινεῖται πολυειδῶς καί παρέρχεται ἀπό αὐτόν, καί συμβαίνει ἕνα ἀπό τά δύο, ἤ τόν προφθάνει ἡ ὁδός καί ὅσα κατεῖχε δέν μπορεῖ πλέον νά τά κατέχη ἤ αὐτός προφθάνει καί δέν μπορεῖ πλέον νά κατέχη τά τοῦ βίου.διότι, ἀφοῦ εἶναι θνητός ὁ ἄνθρωπος, εἶναι συνημμένος μέ τά τοῦ βίου, πού εἶναι καί αὐτά τρεπτά.

῎Η λοιπόν ὡς συνημμένος μέ τά τρεπτά τρέπεται πολυτρόπως κι᾿ ἔχασε ὅσα κατεῖχε, πλοῦτο ἴσως, λαμπρότητα, εὐθυμία, ἤ πεθαίνοντας προφθάνει νά ἐπιφέρη στόν ἑαυτό του κεφαλαιωδέστερη τροπή καί ἀναχωρεῖ γυμνός, ἐγκαταλείποντας τά τωρινά ἀγαθά του καί τίς ἐλπίδες γι᾿ αὐτά. ῎Ισως σέ παιδιά, ἀλλά ποιά εἶναι ἡ εὐχαρίστησι καί ἀπ᾿ αὐτό; Αὐτός μέν δέν ἔχει πλέον καμμιά αἴσθησι τῶν ἐδῶ πραγμάτων, τά δέ παιδιά θά πέσουν μέ τόν ἴδιο ἤ ἄλλον τρόπο.

Τό τέλος λοιπόν τῶν προσκολλημένων σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο εἶναι πάντοτε συμφορά, ἀφοῦ τελικῶς ἐκφέρονται γυμνοί καί ἐγκαταλείπουν ὅλα τά ἐδῶ ἀγαπητά πράγματα. Σέ ὅσους δέ περιφρονοῦν τά πράγματα τοῦ κόσμου τούτου καί ζητοῦν νά μάθουν περί τοῦ μέλλοντος κόσμου καί σπεύδουν νά πράττουν αὐτά πού θά συντελέσουν γιά ἐκεῖνον, ὁ θάνατος, ὅταν ἔρχεται δέν ἐπιφέρει ζημία, ἀλλά μᾶλλον τούς μεταφέρει ἀπό τοῦτα τά μάταια καί ρευστά, πρός ἀνέσπερη ἡμέρα, πρός ἄφθαρτη τρυφή, πρός ἀΐδια δόξα, πρός τά πραγματικά ὑπάρχοντα καί ἀναλλοιώτως διαμένοντα.

Αὐτά εἴθε νά ἐπιτύχωμε ὅλοι ἐμεῖς, μέ τήν χάρι καί φιλανθρωπία αὐτοῦ πού ἔκλινε τούς οὐρανούς καί κατέβηκε ὑπέρ ἡμῶν, ὄχι ἕως ἐμᾶς, ἀλλά καί ἕως τίς ἔγκλειστες στά καταχθόνια ψυχές.καί πού ἀπό ἐκεῖ ξανανέβηκε δι᾿ ἀναστάσεως καί ἀναβιώσεως καί προσέφερε σ᾿ ἐμᾶς τόν φωτισμό καί τή γνῶσι καί τήν ἐλπίδα τῶν οὐρανίων καί ἀϊδίων, στά ὁποῖα εἶναι δεδοξασμένος στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

Κυριακή τῆς Σαμαρείτιδος

Κυριακή τῆς Σαμαρείτιδος

Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου

Σήμερα ὁ Χριστὸς διαλαλεῖ σὲ μᾶς τοὺς ἄθλους τῆς Σαμαρείτιδος καὶ πρέπει τὸ φτωχὸ πλοιάριο τοῦ λόγου μου νὰ διαπλεύση τὸ πέλαγος τῶν κατορθωμάτων της. Βλέπω τὴν πίστη της καὶ θέλω νὰ φτιάξω τὸ ἐγκώμιό της καὶ μαζί σας νὰ ἐπαινέσω τὴν φτωχιὰ καὶ τὴν πλούσια, τὴν πόρνη καὶ τὴν ἀπόστολο, τὴν ἄσωτη καὶ τὴν πιστή, τὴν πολύγαμο καὶ πολυδύναμη, αὐτὴ ποὺ πολλοὺς ἐμόλυνε καὶ ποὺ τὸν μονογενῆ γιὸ τοῦ Θεοῦ ὑπηρέτησε. Αὐτὴ ποὺ μολύνθηκε καὶ καθαρίστηκε, ποὺ δίψασε κι ἐπιθύμησε νερὸ ζωντανό, καὶ κληρονόμησε τὰ νάματα τῆς χάρης τοὐρανοῦ.

Τί λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ποὺ βροντερὰ φανέρωσε τὰ ἄρρητα μυστήρια; Φτάνει ὁ Ἰησοῦς σὲ μιὰ πόλη τῆς Σαμαρείας, ποὺ λέγεται Συχάρ, καὶ στὸ μέρος ποὺ ὁ Ἰακώβ ἔδωσε στὸ γιό του τὸν Ἰωσήφ. Ἦταν ἐκεῖ τὸ πηγάδι τοῦ Ἰακώβ, κουρασμένος λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία κάθισε πάνω στὸ χεῖλος τοῦ πηγαδιοῦ. Ἦταν ἡ ἕκτη ὥρα περίπου. Ἦρθε μιὰ γυναῖκα ἀπ’ τὴ Σαμάρεια νὰ βγάλη νερό. Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς, δός μου νὰ πιῶ. Οἱ μαθηταί του εἶχαν φύγει στὴν πόλη γιὰ ν’ ἀγοράσουν τρόφιμα. Κουρασμένος ὁ Ἰησοῦς.

Τί λέει λοιπὸν ὁ Ἡσαΐας ὁ προφήτης; Ὁ Θεὸς, ὁ μέγας δὲν θὰ πεινάση, οὔτε θὰ διψάση οὔτε θὰ κοπιάση. Οὔτε τὸ βάθος τῆς σοφίας του θὰ βρεθῆ. Ἀλλὰ καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος γράφει γι’ αὐτὸν στὸ εὐαγγέλιό του: Κι ἀφοῦ νήστεψε σαράντα μέρες καὶ σαράντα νύχτες ἔπειτα ἐπείνασε. Ἔτσι κι ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὅπως ἄκουσες πρὶν ἀπὸ λίγο λέει. Κουρασμένος ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία κάθισε στὸ χεῖλος τοῦ πηγαδιοῦ.

Ἦταν ἡ ἕκτη ὥρα τῆς ἡμέρας. Ὁ ἕνας λέει ὅτι ἐπείνασε, ὁ ἄλλος ὅτι ἐκοπίασε κι ὁ προφήτης Ἡσαΐας ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα δηλώνει ὅτι ὁ Θεὸς ὁ μέγας οὔτε θὰ πείναση, οὔτε θὰ διψάση, οὔτε θὰ κοπιάση. Οὔτε θὰ βρεθῆ τὸ βάθος τῆς σοφίας του. Πῶς θὰ γίνη δυνατὸ νὰ διασωθῆ ἡ ὁμοφωνία τῶν Εὐαγγελίων καὶ τῆς προφητείας; Ἐπειδὴ ἡ οἰκονομία τοῦ μεγάλου Θεοῦ οἰκονομήσε γιὰ τὸ Σωτῆρα μας ἕνα διπλὸ καὶ παράδοξο συνδυασμὸ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου κατὰ τὴν εὐχαρίστηση καὶ τὸ θέλημά του, γι’ αὐτὸ ὁ προφήτης ἐξαγγέλλει τὴ δύναμη καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς θεότητας, ἐνῷ οἱ ἀπόστολοι καὶ εὐαγγελιστές δείχνουν ἀληθινὴ τὴν οἰκονομία τοῦ σώματος. Κουρασμένος λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία καθόταν ἔτσι πάνω στὸ πηγάδι.

Ἦταν περίπου ἕκτη ὥρα. Ἔρχεται μιὰ γυναῖκα ἀπὸ τὴ Σαμάρεια νὰ ἀντλήση νερὸ καὶ ὁ Ἰησοῦς τῆς λέει· δῶσε μου νὰ πιῶ. Οἱ μαθηταὶ του εἶχαν φύγει στὴν πόλη γιὰ ν’ ἀγοράσουν τρόφιμα καὶ ἡ Σαμαρείτισσα τοῦ εἶπε· Πῶς ἐσὺ ποὺ εἶσαι Ἰουδαῖος ζητεῖς νὰ πιῆς ἀπὸ μένα ποὺ εἶμαι Σαμαρείτισσα;

Εἶναι ἀνάγκη, ἀγαπητοὶ, νὰ ἐξετάσωμε γιατὶ ὥρισε καὶ τὸν τόπο καὶ τὴν ὥρα καὶ τὴν ἀπουσία τῶν μαθητῶν. Τὸν τόπο, κάθισε κοντὰ στὸ πηγάδι· τὴν ὥρα, ἦταν περίπου ἡ ἕκτη ὥρα· τὴν ἀπουσία τῶν μαθητῶν, οἱ μαθηταὶ του εἶχαν πάει στὴν πόλη γιὰ νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα. Γιὰ ποιὸν λόγο ἀνάφερε τὸν τόπο; Ἐπειδὴ ὑπῆρχε πνευματικὸ θήραμα πῆγε στὸ μέρος αὐτό, γιὰ νὰ τὸ συλλάβη. Δὲν βλέπεις τὶ κάνουν οἱ ψαράδες; Δὲν ἀνεβοκατεβαίνουν σὲ κάθε μεριὰ τῆς θάλασσας ἀλλὰ σ’ ὥρισμένο μέρος ποὺ ξέρουν ὅτι ὑπάρχουν ψάρια. Γιατὶ αὐτὰ πηγαίνουν περισσότερο σὲ ὡρισμένα σημεία.

Ἔτσι κι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς, ὁ μέγας Θεὸς τῆς προφητείας, σὰν Θεὸς ἐγνώριζε, ὅτι ἐκεῖ μποροῦσε νὰ πιάση τὸ θήραμά του, τὴ Σαμαρείτισσα. Σὰν τοὺς ψαράδες ποὺ διαλέγουν τὸν τόπο καὶ ψαρεύουν ἔτσι κι ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸ μέρος ὅπου μποροῦσε νὰ συλλάβη τὴ Σαμαρείτισσα καὶ χρησιμοποιῶνας αὐτὴ νὰ ἐπιτύχη πλούσιο ψάρεμα ἀπὸ ἀνθρώπους. Γι’ αὐτὸ ἀνέφερε τὸν τόπο. Γιατὶ ὅμως ἀνέφερε καὶ τὴν ὥρα; κουρασμένος ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία κάθισε ἔτσι στὰ χείλη τοῦ πηγαδιοῦ.

Ἦταν ἡ ἕκτη ὥρα περίπου. Ἄκουσε λοιπόν, ἀγαπητέ, καὶ γιὰ τὴν ὥρα. Μιὰ φτωχιὰ ἦταν ἡ Σαμαρείτισσα, ποὺ ζοῦσε ἀπὸ τὴ δουλειὰ τῶν χεριῶν της. Φτωχιά μὲ λίγους οἰκονομικοὺς πόρους, ὄχι ὄμως καὶ στὴν εὐσέβεια τῆς ψυχῆς. Ξυπνοῦσε λοιπὸν καὶ καταγινόταν μὲ τὸν ἀργαλειὸ γιὰ νὰ κερδίση τὴν ζωή της. Ἀλλὰ τὴν ἕκτη ὥρα ποὺ ὅλοι ξεκουράζοταν τότε ἐκείνη ἔπαιρνε τὴ στάμνα της καὶ τὴ γέμιζε. Ἤξερε λοιπὸν ὁ παντογνώστης Κύριος ὅτι τὴν ὥρα ποὺ οἱ ἄλλοι ξεκουράζοταν ἐκείνη ἦταν ἀπασχολημένη μὲ τὸ κουβάλημα τοῦ νεροῦ. Καὶ γι’ αὐτὸ τὴν ἕκτη ὥρα πῆγε ὁ Κύριος, τότε ποὺ ἤξερε ὅτι ἐρχόταν γιὰ νερὸ καὶ μποροῦσε νὰ συλλάβη αὐτὸ τὸ πνευματικὸ θήραμα.

Καὶ γιὰ ποιό λόγο ὁ Κύριος ἀπομάκρυνε τοὺς μαθητάς του; Τὸ Εὐαγγέλιο λέγει ὅτι οἱ μαθηταὶ του εἶχαν φύγει στὴν πόλη γιὰ ν’ ἀγοράσουν τρόφιμα. Ἡ γυναῖκα ἦταν φτωχιά καὶ ἀξιολύπητη, ὅπως προηγουμένως εἴπαμε καὶ δὲν θὰ εἶχε τὸ θάρρος ν’ ἀντικρύση τόσους πολλούς, ποὺ τριγύριζαν τὸν Ἰησοῦ. Κι ἄν ἔβλεπε τὸ ἀξίωμα τοῦ δασκάλου, τοὺς μαθητὰς γύρω-γύρω, τὸν δάσκαλο, τοὺς διδασκομένους, τὸν κόσμο, τὴν τάξη, τὸ ἀξίωμα, τὸ ντύσιμο, τὴν ἐπισημότητα θὰ ἔφευγε ἀμέσως καὶ θὰ χανόταν τὸ θήραμα. Δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ πλησιάση καὶ τὸ ψάρι δὲν θὰ μπλεκόταν στὰ δίχτυα, δὲ θὰ πιανόταν, θὰ ξέφευγε.

Γι’ αὐτὸ ἔστειλε τοὺς μαθητὰς στὴν πόλη. Τοὺς εἶπε, πᾶτε κι ἀγοράσετε τροφές. Σεῖς πᾶτε ν’ ἀγοράσετε. Ἐγὼ ἔχω ἄλλο φαγητό. Δική μου τροφὴ εἶναι νὰ κάνω τὸ θέλημα ἐκείνου, ποὺ μὲ ἔστειλε καὶ νὰ ὁλοκληρώσω τὸ ἔργο του. Σεῖς τὰ σαρκικά, ἐγὼ τὰ πνευματικά· σεῖς ἀγοράσετε, ἐγὼ σᾶς ἀπελευθέρωσα ἀγοράζοντάς σας.

Ὁ Χριστὸς σᾶς ἐλευθέρωσε ἀγοραζοντάς σας ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ νόμου, ἀφοῦ ἔγινε γιὰ σᾶς κατάρα, λέγει «τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς», ὁ Παῦλος. Μὲ τὸ νερὸ θέλω νὰ συλλάβω αὐτὸ τὸ πνευματικὸ ἁλίευμα. Ἔμαθες γιατὶ ἀναφέρεται καὶ ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα καὶ ἀπουσία τῶν μαθητῶν. Ἀνάγκη τώρα νὰ μιλήσωμε γιὰ τοῦτα.

Ἔρχεται μιὰ γυναῖκα ἀπὸ τὴ Σαμάρεια νὰ βγάλη νερό. Ἔρχεται ἡ Σαμαρείτισσα τὴν ἕκτη ὥρα ν’ ἀντλήση νερό, ἀφοῦ σταμάτησε τὸ ὑφάδι της, γιὰ νὰ πάρη νερὸ τὴν ὥρα τῆς ξεκούρασης καὶ ὅπως πολλὲς φορὲς ἀνάφερα τὴν ἕκτη ὥρα. Τοῦτο γιατὶ καὶ ὅταν ἡ Εὔα πάτησε τὴν ἐντολὴ ἦταν ὥρα ἕκτη περίπου. Γι αὐτὸ καὶ Σαμαρείτισσα σώθηκε στὸ πηγάδι αὐτὴν τὴν ἕκτη ὥρα. Ἦρθε ἡ Σαμαρείτισσα ν’ ἀντλήση νερὸ καὶ βλέπει τὸν Ἰησοῦ σὰν κάποιο ξένο καὶ μόνο, σὰν ὁδοιπόρο ποὺ ἤθελε ν’ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὸν κάματο, καθισμένο κοντὰ στὸ πηγάδι. Εἶδε ἕναν περιφρονημένο ἄνθρωπο καὶ δὲν τὸν λογάριασε καθόλου. Αὐτὸς ὅμως ὁ Θεός, ποὺ ὄλα τὰ γνωρίζει πρὶν δημιουργηθοῦν, ἀφοῦ εἶδε τὸν θησαυρὸ τῆς πίστης ποὺ ἔκρυβε ἡ γυναῖκα τῆς εἶπε «δῶσε μου νὰ πιῶ».

Ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, καθισμένος κοντὰ στὸ πηγάδι ζητᾶ νὰ πιῆ μὴ θέλοντας νὰ πιῆ ἀλλὰ νὰ δώση. Δῶσε μου νὰ πιῶ, γιὰ νὰ σοῦ δώσω νὰ πιῆς νερὸ ἀφθαρσίας. Γιατὶ ἐγὼ διψῶ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Διψῶ ὄχι γιὰ νὰ πιῶ ἀλλὰ γιὰ νὰ ποτίσω. Μιμήθηκα τὸν πατέρα μου· λέει ὁ Θεὸς στὸν Ἀβραάμ. Δῶσέ μου τὸ γιό σου, πρόσφερέ μου τὸν Ἰσαάκ, τὸ γιό σου τὸν ἀγαπητό, τὸ μονάκριβο. Κάνε μου τον ὁλοκαύτωμα στὸ βουνὸ ποὺ θὰ σοῦ δείξω. Δὲν τὸ εἶπε αὐτό, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ πάρη τὸ παιδὶ ἀλλὰ ἐπειδὴ ἤθελε νὰ χαρίση τὸ δικὸ του στὴν οἰκουμένη.

Γράφει ὁ γιὸς τῆς βροντῆς ὁ θεσπέσιος Ἰωάννης: Τόσον ἀγάπησε τὸν κόσμο ὁ Θεός, ὥστε ἔδωσε τὸ μονάκριβό του γιὸ γιὰ νὰ μὴ χαθῆ ὅποιος πιστέψη σ’ αὐτὸν παρὰ νὰ ζήση αἰώνια. Δῶσε μου τὸ μονογενῆ σου γιὰ νὰ χαρίσω στὸν κόσμο τὸν ἀληθινὸ Μονογενῆ. Θυσίασε τὸ γιό σου, ὄχι γιὰ νὰ τὸν θυσιάσης ἀλλὰ γιὰ νὰ θυσιάσω τὸ γιό μου τὸν Μονογενῆ γιὰ σωτηρία τοῦ κόσμου, σὲ μιὰ θυσία ζωντανή, καλόδεχτη, ἅγια. Ὅμοια κι ἐδῶ· δῶσε μου νὰ πιῶ, ὄχι γιὰ νὰ πιῶ ἀλλὰ νὰ ποτίσω.

Καὶ τοῦ λέει ἡ γυναῖκα· πῶς σὺ ποὺ εἶσαι Ἰουδαῖος ζητᾶς νὰ πιῆς ἀπὸ μένα τὴ Σαμαρείτισσα; Δὲν ὑπάρχουν σχέσεις ἀνάμεσα σὲ Ἰουδαίους καὶ Σαμαρεῖτες. Ἡ γυναῖκα μίλησε μὲ ἀκριβεια. Σ’ αὐτὰ δείχνει τὴν φιλοτιμία της ἡ πόρνη. Σ’ αὐτὰ ἀποδεικνύει τὴν τήρηση τοῦ νόμου. Τέτοιο εἶναι τὸ γένος τῶν Σαμαρειτῶν. Σὲ πορνεῖες μολύνονται καὶ μὲ τὸ νερὸ πιστεύουν καὶ νομίζουν ὅτι καθαρίζονται. Πῶς σὺ Ἰουδαῖος ζητᾶς νὰ πιῆς ἀπὸ μένα τὴν Σαμαρείτισσα. Δὲν συναναστρέφονται οἱ Ἰουδαῖοι τοὺς Σαμαρεῖτες. Τὴν ψυχὴ ὁλόκληρη τὴν κάνουν ἕνα στίγμα καὶ θαρροῦν ὅτι καθαρίζουν τὸ σῶμα.

Ἔτσι κι ἡ Σαμαρείτισσα. Τὴν ψυχή της εἶχε βουτηγμένη στὶς πορνεῖες καὶ φιλονικεῖ γιὰ τὴν πόση λίγου νεροῦ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς δὲν τὴν ἀποστόμωσε, δὲν τῆς εἶπε ἐγὼ εἶμαι Θεὸς ἀπὸ Θεό· ἐγὼ στερέωσα τὸν οὐρανὸ καὶ θεμελίωσα τὴ γῆ καὶ φιλονικεῖς γιὰ τὸ νερὸ καὶ τὴν πόση του καὶ μάλιστα σύ, γυναῖκα μολυσμένη ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες; Τῆς εἶπε τοῦτο· Ἄν ἐγνώριζες τὴν δωρεὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ σοῦ λέει «δῶσε μου νὰ πιῶ», θὰ γύρευες ἐσὺ ἀπ’ αὐτὸν καὶ θὰ σοῦ ἔδινε νερὸ ζωντανό.

Εἶδες πῶς σιγὰ-σιγὰ τῆς ξεσήκωσε τὴν ἐπιθυμία λέγοντάς της «ἄν ἤξερες τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ και ποιός εἶναι αὐτὸς ποὺ σοῦ λέγει δῶσε μου νὰ πιῶ, θὰ τοῦ γύρευες ἐσὺ καὶ θὰ σοῦ ἔδινε νερὸ ζωντανό». Κι ἡ γυναῖκα παρατηρεῖ: Κύριε μήτε κουβὰ ἔχεις καὶ τὸ πηγάδι εἶναι βαθύ· ἀπὸ ποῦ λοιπὸν ἔχεις καὶ μάλιστα νερὸ ζωντανό; Μήπως εἶσαι σὺ πιὸ μεγάλος ἀπὸ τὸν πατέρα μας Ἰακώβ, ποὺ μᾶς ἔδωκε αὐτὸ τὸ πηγάδι, ἀπ’ ὅπου ἤπιε καὶ αὐτὸς καὶ τὰ παιδιά του καὶ τὰ κοπάδια του; Εἶχε μεγάλη φαντασία ἡ γυναῖκα γιὰ τὸν Πατριάρχη Ἰακώβ (προσέξετε μὲ ἀκρίβεια) εἶχε μεγάλο σεβασμὸ γιὰ τὸν Ἰακώβ ἡ Σαμαρείτισσα κι εἶχε μεγάλη ἰδέα γι’ αὐτὸν τὸν πατριάρχη καὶ δίκαια· γιατὶ ἦταν ὁ πατέρας τῶν δώδεκα πατριαρχῶν· γιατὶ οἱ δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ κατάγονται ἀπὸ τὸν Ἰακώβ. Ἀκόμα ἐπειδὴ πάλεψε μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἀποδείχτηκε δυνατός, ὥστε κι ὁ Θεὸς νὰ τοῦ πῆ· «Ἄφησέ με γιατὶ ἄρχισε νὰ ξημερώνη». Ὁ Θεὸς πάλευε μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ ἔλεγε. Ἄφησέ με γιατὶ εἶσαι φίλος μου κι ἄρχισε νὰ ξημερώνη. Κι αὐτὸς τοῦ εἶπε· δὲν θὰ σὲ ἀφήσω ἄν δὲ μ’ εὐλογήσης.

Τί σημαίνει αὐτὸ καὶ ποιὸ τὸ νόημα τῆς πάλης τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο παρὰ ὅτι ἔμελλε νὰ ντυθῆ τὴν ἀνθρώπινη σάρκα καὶ τί τοῦ εἶπε ὁ Θεός; Δὲν θὰ σὲ λένε πιὰ Ἰακώβ ἀλλὰ Ἰσραήλ γιατὶ ἔδειξες δύναμη στὴ πάλη σου μὲ τὸν Θεὸ καὶ θὰ φανῆς δυνατὸς στὴν πάλη σου μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Εἶχε λοιπὸν ἡ γυναίκα μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν πατριάρχη. Γι’ αὐτὸ ἔλεγε στὸν Κύριο. Μήπως εἶσαι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν πατέρα μας Ἰακώβ ποὺ μᾶς ἔδωσε τὸ πηγάδι κι ἤπιε ἀπ’ αὐτὸ καὶ ὁ ἴδιος καὶ τὰ παιδιά του καὶ τὰ κοπάδια του. Πρόσεξε τώρα τὴ σοφία τοῦ Κυρίου· πρόσεξε τὴν καλωσύνη τοῦ διδασκάλου.

Δὲν τῆς εἶπε «Ναί, ἐγὼ εἶμαι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν πατέρα σας Ἰακώβ· οὔτε τῆς εἶπε, ὅπως εἶπε στοὺς Ἰουδαίους, ἐγὼ ὑπάρχω πρὶν ἀπὸ τὴ γέννηση ὁ Ἀβραὰμ ἤ σᾶς βεβαιώνω ὅτι πολλοὶ βασιλιάδες καὶ δίκαιοι μαζὶ καὶ προφῆτες ἐπιθύμησαν νὰ δοῦν αὐτὰ ποὺ βλέπετε ἐσεῖς καὶ δὲν τὰ εἶδαν. Τίποτ’ ἀπ’ αὐτὰ δὲν λέει στὴν γυναίκα, μόνο διακόπτει τὴν πάλη τὴ σχετικὴ μὲ τὸν πατριάρχη καὶ φανερὰ κάνει τὴ μάχη ἰσχυρότερη. Γιατὶ ἄν τῆς ἔλεγε ναί, εἶμαι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Ἰακώβ, γιατὶ ἐκεῖνος ἀπὸ μένα δέχτηκε τὴν εὐλογία κι ἐγὼ τοῦ τὴν ἔδωσα ἀμέσως ἐκείνη μπορεῖ νὰ ἔπαιρνε δρόμο καθὼς δὲν θὰ μποροῦσε ν’ ἀντικρύση τέτοιο ὕψος ἀποκαλύψεων.

Τίποτε ἀπ’ αὐτὰ δὲν τῆς εἶπε, ἀλλὰ μὲ τὰ φαινόμενα κάνει τὸ πρᾶγμα σαφὲς καὶ ἀκαταμάχητο. Τῆς εἶπε καθένας ποὺ πίνει ἀπ’ αὐτὸ τὸ νερὸ θὰ διψάση πάλι· ὅποιος ὅμως πιῆ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ θὰ τοῦ δώσω ἐγὼ δὲ θὰ διψάση στὸν αἰῶνα. Ἀλλὰ τὸ νερὸ ποὺ θὰ τοῦ δώσω ἐγώ, θὰ γίνη μέσα του πηγὴ νεροῦ ποὺ σκιρτᾶ πρὸς τὴν ἀθανασία. Ἀναφέρθηκαν τὰ πρόσωπα τοῦ Ἰακὼβ καὶ τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ ἄφησε τὴν πάλη γιὰ τὰ πρόσωπα καὶ στρέφεται στὴν πάλη ἀνάμεσα στὰ φαινόμενα νερὰ καὶ στ’ ἀφανῆ χαρίσματα.

Ἄν ἔλεγε «ναί, εἶμαι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Ἰακώβ», ἀμέσως ἐκείνη θὰ ἔφευγε καὶ θὰ πήγαινε στὴν πόλη, θὰ ξεγλυστροῦσε πρὶν ἀπὸ τὴν ἀπάντηση καὶ πρὶν μιλήση θὰ ἔφτανε στὴν πόλη λέγοντας· τοῦτος δὲν εἶναι στὰ καλά του, εἶναι δαιμονισμένος, ἕνας τρελλός, εἶναι ἕνας ξένος ποὺ τὸν χτύπησε φρενίτης, εἶν’ ἕνας καταφρονεμένος, ἰσχυρίζεται πῶς εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν πατέρα μας, πιὸ πολὺ ἀπὸ ἐκεῖνον πολὺ ἔγινε πατέρας τῶν δώδεκα φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ, ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ πῆρε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἀποδήμησε φτωχὸς καὶ γύρισε πλούσιος ἀπὸ οἰκονομία Θεοῦ.

Ἀλλὰ κατέβαινε στὸ ἐπίπεδο τῆς γυναίκας ὁ Χριστὸς καὶ ὑποχωροῦσε στὴν ἀδυναμία τῆς γυναίκας γιὰ νὰ τὴν ἀνεβάση λίγο-λίγο στὸ ὕψος τῶν δυνατῶν.

Ἄκουσε προσεκτικὰ τί κάνουν οἱ ψαράδες. Ρίχουν τὸ ἀγκίστρι στὴ θάλασσα κι ὅταν ἀντιληφθοῦν ὅτι πιάστηκε ψάρι, δὲν τὸ τραβοῦν πρὸς τὰ πάνω ἀμέσως, ἀλλὰ ὑποχωροῦν στὴν ἀρχὴ γιὰ νὰ καταπιῆ ὁλότελα κι ἀνυποψίαστα τὸ δόλωμα. Κι ὅταν καταλάβουν ὅτι ἔχει δεχθῆ τὸ ἀγκίστρι στὰ σπλάχνα μέσα καὶ στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς τότε μὲ δύναμη τραβοῦν πρὸς τὰ πάνω τὸ ψάρι αὐτοὶ ποὺ πρῶτα ἦσαν ὑποχωρητικοί. Τό ἴδιο ἔκαμε καὶ ὁ Χριστὸς μὲ τὴν γυναῖκα.

Δὲν φανέρωσε σ’ αὐτὴν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴν ὀμορφιὰ τῆς θεότητος οὔτε τῆς ἔδωσε ὑποσχέσεις γιὰ μεγάλα ἀγαθά, οὔτε τῆς ἀνακοίνωσε ὅτι ἦταν αὐτὸς ποὺ ἔπλασε τὸν Ἰακώβ. Ἀλλὰ ἄναψε τὴν ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς της, λέγοντάς της: καθένας ποὺ πίνει ἀπ’ αὐτὸ τὸ νερό, θὰ διψάση πάλι· ὅποιος ὅμως πιῆ ἀπ’ τὸ νερὸ ποὺ θὰ δώσω ἐγὼ δὲ θὰ διψάση στὸν αἰῶνα. Ἀλλὰ τὸ δικό μου νερὸ θὰ γίνη πηγὴ ποὺ σκιρτᾶ πρὸς τὴν ἀθανασία. Ἄφησε τὴν πάλη τῶν προσώπων καὶ ἦρθε στὴν ἀφθονία τῶν χαρισμάτων ἤ μᾶλλον δείχνει τὴν ὑπεροχὴ τους μέσα στὰ ἴδια τὰ πράγματα. Κι ἡ γυναίκα τοῦ λέει: Κύριε, δῶσε μου αὐτὸ τὸ νερό, νὰ μὴ διψῶ, οὔτε νὰ ἔρχωμαι νὰ βγάζω ἀπὸ τὸ πήγαδι.

Εἶδες πῶς ἀμέσως ἐπίστεψε πώς τὸ νερὸ ποὺ δίνει ὁ Χριστὸς δὲν ἐπιτρέπει τὴ γέννηση τῆς δίψας; Κύριε, δῶσε μου αὐτὸ τὸ νερὸ νὰ μὴ διψῶ οὔτε νὰ ἔρχωμαι ἐδῶ νὰ βγάζω ἀπ’ τὸ πηγάδι. Τῆς ξύπνησε λίγο-λίγο τὴν ἐπιθυμία γιὰ τὰ πνευματικὰ νάματα. Πίστεψε πώς ἦταν νερὸ ποὺ τὸ ἔπινες καὶ δὲν ξαναδιψοῦσες. Ποὺ τὸ ἔπινες καὶ ἐξαφανιζόταν τὸ χειρόγραφο τῶν ἁμαρτημάτων. Δῶσε μου Κύριε τὸ νερό, νὰ μὴ διψῶ καὶ νὰ μὴν ἔρχωμαι ἐδῶ νὰ τὸ βγάζω ἀπὸ τὸ πηγάδι. Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Πήγαινε, φώναξε τὸν ἄνδρα σου κι ἔλα. Ἄν ἔχης σύντροφο τῆς ζωῆς σου, ἄς γίνη καὶ στὴν πίστη σου σύντροφος. Μὴν παίρνης μόνη σου τὴ δωρεὰ τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων.

Πήγαινε καὶ φώναξε τὸν ἄνδρα σου κι ἔλα. Γι αὐτὸ ἦρθα στὴ γῆ, ὄχι γιὰ νὰ σώσω μόνο τὴν Εὔα στὸ πρόσωπο τῆς ἀειπάρθενης Μαρίας καὶ Θεοτόκου ἀλλὰ γιὰ νὰ ξανακαλέσω καὶ τὸν ἄνδρα πίσω στὸ παράδεισο μὲ τὸ πάθος μου. Πήγαινε, φώναξε τὸν ἄνδρα σου κι ἔλα.

Κι ὁ Παῦλος ὀ δάσκαλος τῆς οἰκουμένης μὲ τὴν ἴδια σκέψη γράφοντας στοὺς Κορινθίους ἔλεγε. «Ποῦ ξέρεις γυναῖκα ἄν δὲ σώσης τὸν ἄνδρα σου». Ἄς γυρίσουμε σ’ αὐτὰ ποὺ μᾶς ἀπασχολοῦν. Πήγαινε φώναξε τὸν ἄνδρα σου κι ἔλα. Τότε λέει ἡ γυναίκα: Δὲν ἔχω ἄνδρα. Ἄρχισε ἡ γυναίκα νὰ ξεσκεπάζη τὶς ἁμαρτίες της. Ἄρχισε νὰ ἐξομολογῆται καὶ νὰ λέη δὲν ἔχω ἄνδρα. Καλὰ εἶπες, τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς, δὲν ἔχω ἄνδρα. Εἶχες πέντε καὶ αὐτὸς ποὺ ἔχεις τώρα δὲν εἶναι ἄνδρας σου. Αὐτὸ τὸ εἶπες ἀληθινό.

Τί σημαίνει αὐτό; Εἶχες πέντε ἄνδρες κι αὐτὸ ποὺ ἔχεις τώρα δὲν εἶναι ἄνδρας σου. Ἡ γυναῖκα εἶχε κάμει πέντε συζύγους καὶ πέθαναν· ὕστερ’ ἀπ’ αὐτοὺς ἔγινε πόρνη. Γι’ αὐτὸ κανεὶς δὲν ἤθελε νὰ τὴν πλησιάση σὰ νόμιμη γυναῖκα. Κι αὐτὴ μὴ μπορῶντας νὰ χαλιναγωγίση τῆς ὁρμές της, εἶχε κρυφὰ αὐτὸν ποὺ πόρνευε μαζί της. Καὶ δὲν ἦταν γνωστὴ οὔτε ἀναγνωρισμένη πόρνη, συζοῦσε κρυφά μὲ κάποιον. Ἐνόμιζε ὅτι ὁ Χριστὸς, σὰν ἄνθρωπος μποροῦσε νὰ πλανηθῆ καὶ τοῦ ἔλεγε, ὅτι δὲν ἔχω ἄνδρα. Ὁ Χριστὸς, ποὺ γνωρίζει τὰ κρυφὰ τῆς καρδιᾶς καὶ τὰ πάντα πρὶν ἀκόμη γίνουν, τῆς λέει: Καλὰ εἶπες ὅτι δὲν ἔχω ἄνδρα· ἔλαβες πέντε κι αὐτὸς ποὺ ἔχεις τώρα δὲν εἶναι σύζυγός σου. Αὐτὸ τὸ εἶπες ἀληθινά.

Τοῦ λέει ἡ γυναίκα. Κύριε, νομίζω πὼς εἶσαι προφήτης. Οἱ πατέρες μας τελοῦν τὴ λατρεία τους σ’ αὐτὸ τὸ βουνὸ καὶ σεῖς οἱ Ἰουδαῖοι λέτε, ὅτι ὁ τόπος τῆς λατρείας εἶναι τὰ Ἱεροσόλυμα. Ποιὸν προφήτη ἐννοεῖς γυναίκα; Αὐτὸν γιὰ τὸν ὁποῖον ἔγραψε ὁ Μωϋσῆς· ὅτι κάποιον προφήτη σὰν κι ἐμένα γιὰ χάρη σας θὰ παρουσιάση ὁ Κύριος ὁ Θεὸς ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς σας ἤ κάποιον ἄλλο; Αὐτὸν γυναῖκα ἐννοεῖς ὅτι ξεσκεπάζει τὰ κρυφὰ τῆς καρδιᾶς. Ἀφοῦ εἶδε νὰ γίνεται ἡ ἀποκάλυψη τῶν ἁμαρτημάτων της ἀπὸ τὸν Κύριο, διαπιστώνει· Κύριε νομίζω πὼς εἶσαι προφήτης. Ἦταν τὸ ἴδιο σὰν νἄλεγε τὴ φράση τοῦ Δαυίδ· καθάρισέ με ἀπὸ τὶς μυστικὲς ἁμαρτίες μου.

Καθόταν ὁ Θεὸς καὶ μιλοῦσε μὲ τὴ γυναίκα. Τί πολλὴ φιλανθρωπία. Αὐτὸς ποὺ κάθεται στὶς ράχες τῶν χερουβείμ συνομιλεῖ μὲ μίαν πόρνη. «Νομίζω πώς εἶσαι προφήτης». Οἱ πατέρες μας ἔκαναν τὴ λατρεία τους σ’ αὐτὸ τὸ βουνὸ καὶ σεῖς ὑποστηρίζετε ὅτι ὁ τόπος τῆς λατρείας εἶναι στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἡ πόρνη ἀνοίγει συζήτηση δογματικὴ κι ἀφοῦ νόμισε ὅτι ὁ Κύριος εἶναι προφήτης δὲν ρώτησε τίποτε βιοτικό. Τὸν παραδέχτηκε σὰν Κύριο καὶ δὲν ζήτησε χρηματικὴ περιουσία. Τὸν παραδέχεται Κύριο καὶ δὲν ζητᾶ τίποτα παραπάνω ἀπὸ τὴν ἐπιβεβαίωση τῆς προγονικῆς πίστης. Οἱ πατέρες μας προσκυνοῦσαν σ’ αὐτὸ τὸ βουνὸ καὶ σεῖς ὑποστηρίζετε ὅτι ὁ τόπος ποὺ πρέπει νὰ προσκυνοῦμε εἶναι στὰ Ἱεροσόλυμα. Γιατὶ στὸ βουνὸ ἐκεῖνο τὸ Σώμωρ, ὁ Ἀβραὰμ πρόσφερε στὸ Θεὸ θυσία τὸ γυιό του καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα ὁ Ἰακώβ κατεβαίνοντας στὸ Λάβαν ἀπὸ τὴ Συρία εἶδε στ’ ὄνειρό του τὴ σκάλα ποὺ ἔφτανε ἀπὸ τὴ γῆ ὡς τὸν οὐρανὸ καὶ πάλεψε μὲ τὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε «ὁ Θεὸς μοῦ παρουσιάστηκε στὴ Λούσα».

Γι’ αὐτὸ ἡ γυναίκα καταπιάνεται μὲ δόγματα καὶ λέει: «Νομίζω Κύριε, πὼς εἶσαι προφήτης. Οἱ πατέρες μας προσκύνησαν σ’ αὐτὸ τὸ βουνὸ καὶ σεῖς ὑποστηρίζετε ὅτι στὰ Ἱεροσόλυμα εἶναι ὁ τόπος ποὺ πρέπει νὰ προκυνοῦμε. Κι ὁ Κύριος ἀπαντᾶ μὲ τὴν ἀντάξια σοφία του. Ἐπειδὴ αὐτὴ τὸν θεωροῦσε Ἰουδαῖο κι ἐκείνη ἦταν Σαμαρείτισσα δὲν θέλησε ν’ ἀπαντήση στὴν ἐρώτησή της γιὰ νὰ μὴ διαψεύση τὸ λόγο καὶ νὰ μὴν πεισμώση τὴ γυναῖκα. Γιατὶ δὲν ἐπιδίωκε τιποτ’ ἄλλο παρὰ ἤθελε νὰ ὁδηγήση τὴ γυναῖκα στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τῆς ἔδωσε κάποια ἀπότομη ἀπάντηση, γιὰ νὰ μὴ διαψεύση καὶ νὰ μὴν ντροπιάση τὴ Σαμαρείτισσα.

Ἄν τῆς ἔλεγε ὅτι στὰ Ἱεροσόλυμα εἶναι ὁ τόπος τῆς λατρείας, ὅπως εἶχε ὁρίσει στοὺς Ἱσραηλῖτες ὁ Μωυσῆς, θὰ τὴν ἔκανε νὰ πεισματωθῆ. Ἐπειδὴ ὅπως εἴπαμε, κρατοῦσε μιὰ παλιὰ ἰδέα γιὰ τὸ ὅρος στὰ Σίκιμα, ὅτι σ’ αὐτὸ εἶχε λάβει ὁ Ἀβραάμ ἐντολὴ ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ θυσιάση τὸν Ἰσαάκ. Κι ἄν πάλι ἀπὸ θέληση συγκαταβάσεως ἔλεγε ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ ὄρος καὶ καλὰ κάμετε σ’ αὐτὸ τὴ λατρεία σας, πάλι θὰ ἦταν ψεύτικη βεβαίωση.

Γι’ αὐτὸ ἀφοῦ ἄφησε καὶ τὰ δύο αὐτὰ καθοδηγεῖ τὴ γυναῖκα στὴν πνευματικώτερη λατρεία καὶ τῆς λέει: Γυναῖκα, πίστεψέ με, ὅτι ἔρχεται στιγμὴ καὶ εἶναι καὶ τώρα, ὁπότε οὔτε σ’ αὐτὸ τὸ βουνό, οὔτε στὰ Ἱεροσόλυμα δὲ θὰ προσκυνήσουν τὸ Θεό, ἀλλὰ οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ θὰ τοῦ ἀποδώσουν λατρεία πνευματικὴ καὶ ἀληθινή. Τέτοιους προσκυνητὰς ζητεῖ ὁ Πατέρας. Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα καὶ οἱ προσκυνηταί του πρέπει νὰ τοῦ ἀποδίδουν λατρεία πνευματικὴ καὶ ἀληθινή.

Βλέπετε διδασκαλία ἔξοχη, βλέπετε σοφία δασκάλου ἐφευρετικοῦ. Γυναίκα, πίστεψε τὸ λόγο μου. Προσέξετε πὼς οἰκοδομεῖ τὴν πίστη τῆς γυναίκας. Προσέξετε πὼς λίγο-λίγο ἀνεβάζει ἀνάλαφρα τὴν φυσή της στὸν οὐρανό. Χωρὶς νὰ λογαριάζη τὴν περιβολὴ τῆς πόρνης, γίνεται διάκονος τῆς ψυχικῆς της σωτηρίας. Γιατὶ δὲν ἦρθε νὰ καλέση σὲ μετάνοια τοὺς δίκαιους ἀλλὰ τοὺς ἁμαρτωλούς. Γιατὶ κατέβηκε στὸν κόσμο γιὰ τὸ ἀπολωλὸς πρόβατο, ἀφοῦ ἔκλινε τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος, μένοντας συνάμα αὐτὸς ποὺ ἦταν, χωρὶς νὰ στερήση τὸν ἑαυτὸ του ἀπὸ τὸν πατρικὸ κόλπο. Γυναίκα, πίστεψέ με, ἔρχεται στιγμὴ καὶ εἶναι καὶ τώρα, ὁπότε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταί, θ’ ἀποδώσουν στὸν πατέρα λατρεία πνευματικὴ κι ἀληθινή. Γιατὶ τέτοιους θέλει ὁ Θεὸς ἐκείνους ποὺ τὸν λατρεύουν. Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα κι αὐτοὶ ποὺ τὸν προσκυνοῦν πρέπει νὰ τοῦ προσφέρουν λατρεία πνευματικὴ καὶ ἀληθινή.

Δὲν περιορίζεται σὲ λόγια ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἁπλώνεται παντοῦ ἡ ἐπίγνωση τῆς Θείας Χάρης. Δὲν οἰκειοποιοῦνται πιὰ Ἰουδαῖοι καὶ Σαμαρεῖτες τὸ σύμβολο τοῦ νόμου. Γιατὶ αὐτοὶ ποὺ προσκυνοῦν τὸ Θεὸ πρέπει νὰ προσφέρουν λατρεία πνευματική καὶ ἀληθινή. Ὄχι λατρεία μὲ ὁλοκαυτώματα ξένα ἀπὸ μᾶς, μόσχους καὶ κριάρια. Ὄχι πιὰ περιτομὴ καὶ τήρηση τοῦ Σαββάτου. Ὄχι Ναὸς τοῦ Σολομῶντος καὶ βωμὸς καὶ τράγος ἀποδιοπομπαῖος κι ἅγια τῶν ἁγίων. Ὄχι πιὰ σκιὰ τοῦ νόμου καὶ λατρεία καὶ Σάββατα ποὺ ἔχουν διαψευσθῆ. Γιατὶ τὶς πρωτομηνιὲς σας καὶ τὰ Σάββατα, λέει ὁ Θεὸς μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτου, καὶ τὴ μεγάλη ἡμέρα δὲν τὰ ἀνέχομαι. Τὴ νηστεία καὶ τὴ σχόλη σας τὶς μισεῖ ἡ ψυχή μου. Οἱ προσκυνηταὶ θὰ πρέπει νὰ τοῦ προσφέρουν λατρεία ἀληθινή. Ὅλα ἐκεῖνα σὰ σκιὰ ἔχουν περάσει. Τὰ παλιὰ πέρασαν, ὅλα τώρα ἔγιναν καινούργια. Ἄλλαξε ἡ σειρὰ τῶν πραγμάτων. Δὲν ἐπιτρέπω νὰ συγκεντρώνωνται σ’ ἕνα τόπο αὐτοὶ ποὺ λατρεύουν τὸν Θεό. Τὰ δῶρα τῆς σωτηρίας θέλω νὰ τὰ ἐπεκτείνω σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Ἡ λαλιά τους ἁπλώθηκε σ’ ὅλη τὴ γῆ, σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Πνεῦμα εἶναι ὁ Θεὸς κι αὐτοὶ ποὺ τὸν προσκυνοῦν πρέπει νὰ τοῦ προσφέρουν λατρεία πνευματικὴ καὶ ἀληθινή.

Τοῦ λέει ἡ γυναίκα· Ξέρω ὅτι ἔρχεται ὁ Μεσσίας ποὺ λέγεται Χριστός. Ὅταν ἔρθη ἐκεῖνος, θὰ μᾶς τὰ φανερώση ὅλα. Ἡ πόρνη φιλοσοφεῖ ζητήματα πνευματικά, φέρνει στὸ στόμα της τὶς Θεῖες Γραφές. Κι ἄν τὸ σῶμα της ἔχη βουτυχθῆ στὴν ἀκαθαρσία τῆς πορνείας, ἡ ψυχή της ἔχει καθαρισθῆ μὲ τὴν ἀναφορὰ καὶ τὴν ἀνάγνωση τῶν Θείων Γραφῶν. Ξέρω ὅτι ἔρχεται ὁ Μεσσίας. Μεσσίας σημαίνει ὁ ἀλειμμένος. Γιὰ τοῦτο ἡ γυναῖκα λέει, προσδοκῶ τὸν ἀλειμμένον, αὐτὸν ποὺ ἡ σάρκα του θὰ ἀλειφθῆ μὲ τὴ Θεότητα. Ἐκεῖνος ὅταν ἔρθη θὰ μᾶς, τὰ φανερώση ὅλα. Ἰδοὺ πνευματικὴ προκοπή, ἰδοὺ πόρνη ποὺ τὰ γνωρίζει ὅλα. Προσέξετε πῶς ἀπὸ τὰ βάθη τῆς γῆς πέταξε στοὺς οὐρανούς. Μεσσία ἀποκαλεῖ τὸν Χριστὸ ποὺ ἀποστέλλεται καὶ ἀναμένεται, ἐκεῖνον ποὺ ἔρχεται γιὰ τὴν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, καὶ εἶναι προφήτης καὶ κύριος.

Δὲν τὸν χαρακτηρίζει πιὰ Ἰουδαῖο, δὲν κάνει διάκριση στὸ νὰ τοῦ δώση νερό, δὲν τοῦ λέει πιά· πῶς σὺ Ἰουδαῖος, ζητᾶς νὰ πιῆς ἀπὸ μένα τὴ Σαμαρείτισσα; Δὲν συναναστρέφονται οἱ Σαμαρεῖτες μὲ τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ τοῦ λέει· Κύριε, βλέπω πὼς εἶσαι προφήτης. Καὶ πάλι ἀσχολεῖται μὲ δόγματα. Οἱ πατέρες μας στὸ βουνὸ τοῦτο προσκύνησαν καὶ σεῖς ὑποστηρίζεται ὅτι εἶναι στὰ Ἱεροσόλυμα ὁ τόπος ποὺ πρέπει νὰ προσφέρεται ἡ λατρεία. Προσέξετε πῶς ἁρπάζει τὴ δωρεὰ τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων. Προσέξετε πὼς ὅλα τὰ ἐκθέτει μὲ τεκμηρίωση ἀπὸ τὴ Γραφή. Ξέρω ὅτι ἔρχεται ὁ Μεσσίας, ποὺ τὸν λένε Χριστό· ὅταν ἔρθη αὐτὸς θὰ μᾶς τὰ φανερώση ὅλα. Αὐτὸν ἀναζητῶ, αὐτὸν προσδοκῶ, αὐτὸν περιμένω νὰ ὑποδεχθῶ. Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς, ἐγὼ ποὺ σοῦ μιλῶ εἶμαι. Μεγάλα καὶ παράδοξα θαύματα. Αὐτὸ ποὺ σὲ πολλοὺς ἀποστόλους ἔκρυψε στὴν πόρνη ἀποκαλύπτει φανερά.

Στοῦ Κλεόπα δὲν φανερώθηκε στοὺς ἀποστόλους. Ἀλλὰ ὅταν ἄνοιξε τὰ μάτια τους, ἐξαφανίστηκε, ἀπὸ μπροστά τους. Κι εἶπαν οἱ μαθηταί· Δὲν εἴχαμε φωτιὰ στὴν καρδιὰ μας, καθὼς μᾶς μιλοῦσε στὸ δρόμο καὶ μᾶς ἐξηγοῦσε τὶς Γραφές; Δὲν φανέρωσε τὸν ἑαυτὸ του σ’ ἐκείνους, ἐνῶ στὴ γυναίκα λέει, Ἐγὼ εἶμαι ποὺ σοῦ μιλῶ. Αὐτὸ μόνο στὸν Παῦλο τὸ ἔκαμε, ποὺ ἀνέβηκε ὡς τὸν τρίτο οὐρανό, καὶ ἁρπάχθηκε ὡς τὸν παράδεισο, κι ἄκουσε ἀνείπωτους λόγους κι ἔπιασε στὰ δίχτυα του τὴν οἰκουμένη. Αὐτὸ τὸ ἔκαμε πιὸ μπροστὰ στὴν Σαμαρείτισσα. Στὸν Παῦλο ὁλοκάθαρα τὸ φανέρωσε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τοῦ εἶπε: «Σαῦλε, Σαῦλε, γιατὶ μὲ καταδιώκεις; Εἶναι σκληρὸ γιὰ σένα νὰ λακτίζης τὰ καρφιά. Καὶ ὁ Σαῦλος ρώτησε· ποιὸς εἶσαι Κύριε; Κι Ἐκείνος ἀποκρίθηκε: Εἶμαι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς, ποὺ σὺ κυνηγᾶς». Αὑτὸ τὸ λέει τώρα στὴν Σαμαρείτισσα: «Εἶμαι ἐγὼ ποὺ σοῦ μιλῶ».

Στὸ μεταξὺ ἔρχονται οἱ μαθητὲς καὶ τὸν βρίσκουν νὰ μιλᾶ μὲ τὴ γυναίκα. Ἀπόρησαν ποὺ μιλοῦσε μὲ γυναίκα. Αὐτὸς ποὺ συμβασιλεύει μὲ τὸν Πατέρα τὴν ἀτελείωτη βασιλεία, μιλοῦσε μόνος σὲ μιὰ γυναῖκα μόνη. Ἐκείνη ὅμως ἄφησε τὴ στάμνα της καὶ μπῆκε στὴν πόλη. Ἄφησε τὴ στάμνα της, γιατὶ γέμισε μὲ τὰ ζωντανὰ νερὰ καὶ ἀφοῦ μπῆκε φώναξε στοὺς πολῖτες: Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Μήπως εἶναι αὐτὸς ὁ Χριστός; Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον.

Δὲν εἶπε, ἐλᾶτε νὰ δῆτε τὸν Θεὸ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ μὴ νομίσυν οἱ ἄνθρωποι ὅτι παραφρόνησε. Γιὰ νὰ μὴν ποῦν οἱ ἄνθρωποι ὅτι αὐτὴ εἶναι τρελλή. Πότε εἶδε κανεὶς τὸν Θεὸ νὰ περπατᾶ; Πότε εἶδε κανένας τὸν Θεὸ νὰ συναναστρέφεται μὲ τοὺς ἀνθρώπους; Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Τοὺς ξυπνᾶ τὴν ἐπιθυμία νὰ βγοῦν καὶ νὰ πιαστοῦν. Ὅπως πιάστηκε στὸ δίχτυ, θέλει νὰ πιάση. Εἶδε ἕνα Ἰουδαῖο κι ἔχασε ἡ ἴδια στὴν ἀντίληψη τοῦ Κυρίου κι ὁδηγεῖ τοὺς ἄλλους νὰ φτάσουν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο στὸν Θεό.

Πόρνη μὲ συνείδηση ἀποστόλου ποὺ ἔγινε ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους πιὸ δυνατή. Γιατὶ οἱ ἀπόστολοι περίμεναν νὰ συμπληρωθῆ ὁλόκληρη ἡ Θεία Οἰκονομία καὶ τότε ἄρχισαν τ’ ἀποστολικά τους κηρύγματα. Ἡ πόρνη ὅμως πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση εὐαγγελίζεται τὸν Χριστό. Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Διαλαλῶ τὰ ἁμαρτήματά μου, γιὰ νὰ ὁδηγήσω σᾶς. Γιὰ νὰ δῆτε σεῖς τὸν Θεὸ ποὺ ἔφτασε στὸν κόσμο, πομπεύω τὰ σφάλαμτά μου. Κι ἄς προσκυνιέται ὁ Χριστὸς ποὺ δὲν ἀποστρέφεται τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Μήπως αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός;

Πρόσεξε τὴ σοφία τῆς γυναίκας, πρόσεξε τὴν εὐγνωμοσύνη τῆς πόρνης. Ἕνα ἁμαρτημα τῆς εἶπε ὁ Χριστός, τὴν πορνεία μονάχα, κι ἐκείνη ἄφησε τὴ στάμνα κι ἔτρεξε στὴν πόλη λέγοντας. Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Κηρύττει αὐτὸν ποὺ γνωρίζει τὰ πάντα, κηρύττει πιὸ μεγαλόφωνα ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους. Δὲν τὸν εἶδε νὰ σηκώνεται ἀπὸ τοὺς νεκρούς, δὲν εἶδε τὸν τετραήμερο Λάζαρο νὰ ξαναπροσκαλῆται ἀπὸ τὸν τάφο, δὲν εἶδε τὸ θάνατο νὰ φυλακίζεται, δὲν εἶδε τὴ θάλασσα νὰ χαλιναγωγῆται μὲ τὰ λόγια. Δὲν εἶδε τὸν πλάστη τοῦ Ἀδὰμ στὴν περίπτωση τοῦ τυφλοῦ ν’ ἀναπληρώνη μὲ πηλὸ τὸ φυσικὸ ἐλάττωμα, ὅμως τὸν κεραμουργὸ τοῦ παραδείσου διαλαλοῦσε μὲ τὸ λόγο της. Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Κι ἀπὸ τὴν πόλη ἐκείνη τῶν Σαμαρειτῶν πίστεψαν σ’ αὐτὸν πολλοὶ ἀπὸ τὰ λόγια τῆς γυναίκας, ποὺ μαρτυροῦσε ὅτι «μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα».

Ἄς μιμηθοῦμε κι ἐμεῖς αὐτὴ τὴ Σαμαρείτισσα καὶ χωρὶς νὰ νιώθουμε παράλογη ἐντροπὴ γιὰ τὰ ἁμαρτήματά μας, νὰ φοβώμαστε τὸν Θεό. Τώρα ὅμως βλέπω νὰ γίνεται τὸ ἀντίθετο· δὲν φοβόμαστε αὐτὸν ποὺ πρόκειται νὰ μᾶς κρίνη, ἀλλὰ τρομάζομε αὐτοὺς ποὺ δὲν μποροῦν νὰ μᾶς βλάψουν σὲ τίποτα καὶ φοβόμαστε μὴ μᾶς προσβάλλουν. Γι αὐτὸ τιμωρούμαστε γι’ αὐτὰ ποὺ φοβόμαστε.

Αὐτὸς ποὺ ντρέπεται νὰ φανερώση τ’ ἁμαρτήματα του σὲ ἄνθρωπο, δὲν ντρέπεται ὅμως νὰ τὰ πράξη μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν θέλει νὰ ὁμολογήση καὶ νὰ μετανοήση, θὰ θεατριστῆ ἐκείνη τὴ μέρα ὄχι μπροστὰ σ’ ἕνα καὶ σὲ δύο, ἀλλὰ στὰ μάτια ὅλης τῆς οἰκουμένης. Ἄς συνομιλήσωμε λοιπὸν μὲ τὸν Χριστό, γιατὶ καὶ τώρα ἀνάμεσά μας στέκεται καὶ μᾶς μιλᾶ μὲ τὸ στόμα τῶν προφητῶν καὶ τῶν ἀποστόλων.

Ἄς τὸν ἀκούσωμε καὶ ἄς τὸν πιστέψουμε. Ὡς πότε θὰ ζοῦμε στὰ χαμένα. ὅταν ξοδέψουμε ἄσκοπα τὸ χρόνο ποὺ μᾶς δόθηκε, θὰ πᾶμε γιὰ νὰ λάβουμε τὴν ἔσχατη τιμωρία, γιὰ τὴν ἄσκοπη δαπάνη. Γι’ αὐτὸ μᾶς ἔφερε ὁ Θεὸς σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ μᾶς ἔβαλε λογικὴ ψυχή, ὄχι γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε μόνο τὴ ζωὴ αὐτὴ ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐργασθοῦμε ὅλοι γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς μέλλουσας ζωῆς. Γιατὶ τ’ ἄλογα μόνο χρησιμοποιοῦνται στὴ παροῦσα ζωή. Κι ἐμεῖς γι’ αὐτὸ ἔχουμε ἀθάνατη ψυχή, γιὰ νὰ πράξουμε ὅλα μὲ σκοπὸ τὴν ἐκεῖ ζωή, γιὰ νὰ λάμψουμε ἐκεῖ, γιὰ νὰ συμμετάσχουμε στὸ χορὸ τῶν ἀγγέλων, γιὰ νὰ εἴμαστε κοντὰ στὸ βασιλιὰ γιὰ πάντα, στοὺς ἄφθαρτους αἰῶνες.

Γι αὐτὸ ἔχει γίνει ἀθάνατη ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα θὰ ξαναγίνη πάλι. Κι ἄν εἶσαι προσηλωμένος στὰ γήϊνα, ἐνῶ εἶσαι προωρισμένος γιὰ τὸν οὐρανό, κατάλαβε πόσο βαριὰ ὑβρίζεις τὸ δωρητή, ὅταν ἐκεῖνος σοῦ προτείνη τὰ ὑψηλὰ καὶ σὺ δὲν τὰ πολυλογαριάζεις καὶ τὰ ἀλλάζης μὲ τὰ γήινα. Γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς ἀπείλησε μὲ τὴ γέενα, ἀφοῦ τὸν περιφρονοῦμε. Γιὰ νὰ μάθης ἐκεῖ πόσα πολλὰ καλὰ ἔχεις στερήσει τὸν ἑαυτό σου. Ἀλλὰ ποτὲ νὰ μὴ συμβῆ νὰ δοκιμάσης τὴν κόλαση. Παρὰ ἀφοῦ εὐαρεστήσουμε, μακάρι νὰ ἐπιτύχουμε τὰ αἰώνια ἀγαθά μὲ τὴ χάρη καὶ τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη καθὼς καὶ στὸν Πατέρα μαζί καὶ τὸ ἅγιο καὶ ζωοπάροχο πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν

Κυριακή τῆς Σαμαρείτιδας

Κυριακή τῆς Σαμαρείτιδας

Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

«Ἔρχεται οὖν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὅ ἔδωκεν ᾿Ιακὼβ ᾿Ιωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ» (Ἰωάν. δ’ 5) Ἡ περιοχὴ ὁλόκληρη ἀπὸ τὴν Ἰουδαία μέχρι τὴ Γαλιλαία ὀνομάζεται Σαμάρεια. Τὸ ὄνομά της τὸ ἔλαβε ἀπὸ τὸ βουνὸ Σαμάρεια. Ὁ δρόμος ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ πρὸς τὴ Γαλιλαία ἐξακολουθεῖ νὰ περνάει ἀπὸ τὴ Συχὰρ (τὴ σημερινὴ Ἄσκαρ). Ἐκεῖ εἶναι ἕνα κομμάτι γῆς πού τὸ εἶχε ἀγοράσει ὁ Ἰακὼβ ἀπό τούς γιοὺς τοῦ Ἐμώρ κι ἔχτισε ἐκεῖ ἕνα θυσιαστήριο, πού τὸ ὀνόμασε «Θεὸς τοῦ Ἰσραὴλ» (Γέν. λγ’ 19-20). Ἀργότερα ὁ Ἰακὼβ δώρησε τὴ γῆ αὐτὴ στὸ γιὸ του Ἰωσήφ.

«Ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ ᾿Ιακώβ. ὁ οὖν ᾿Ιησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη» (Ἰωάν.δ΄ 6). Ἡ πηγὴ αὐτὴ εἶχε τὸ ὄνομα τοῦ Ἰακὼβ εἴτε ἐπειδὴ ὁ προπάτοράς μας Ἰακὼβ εἶχε κατοικήσει κοντὰ στὸ πηγάδι αὐτὸ μαζὶ μὲ τὰ κοπάδια του εἴτε ἐπειδὴ τὸ πηγάδι αὐτὸ τὸ ἔφτιαξε ὁ ἴδιος. Κουρασμένος ἀπὸ τὸν ἀπόκρημνο καὶ ἀνηφορικὸ δρόμο ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ ὡς ἐκεῖ, ὁ Κύριος κάθησε δίπλα στὸ πηγάδι γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ. Ἡ ἕκτη ὥρα, ὅπως τὴ μετροῦσαν στὴν Ἀνατολή, ἦταν ἡ μεσημβρία.

Ὁ Κύριος ἔφτασε ἐκεῖ τὴν ὥρα πού ὁ ἥλιος μεσουρανοῦσε κι ἡ ζέστη ἦταν μεγάλη. Ἦταν κεκοπιακώς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας πού ἔκανε γιὰ τὴ σωτηρία μας, ὅπως κεκοπιακώς ἦταν κι ἀργότερα, ὅταν ἀνέβαινε στὸ σταυρὸ αἱμόφυρτος καὶ πονεμένος. Γιατί δὲν ταξίδεψε νύχτα, πού εἶχε καὶ δροσιά; Οἱ νύχτες γιὰ τὸν Κύριο ἦταν ἀφιερωμένες στὴν προσευχή. Κι ἂν ὑποθέσουμε στὴ συγκεκριμένη περίπτωση πώς θὰ ταξίδευε νύχτα, τὸ εὐαγγέλιο θὰ ἦταν φτωχότερο κατὰ ἕνα μοναδικὸ γεγονὸς κι ἀπὸ μιὰ πολὺ διδακτικὴ καὶ σωστικὴ ἀποκάλυψη. Ταξίδευε μέρα, μὲ τὰ πόδια, στοὺς ἀνηφορικοὺς κι ἀπότομους δρόμους καὶ μὲ μεγάλη ζέστη, κουρασμένος καὶ δίψασμένος, γιατί βιαζόταν νὰ ἐκμεταλλευτεῖ κάθε στιγμὴ τοῦ ἐπίγειου βίου Του, μέρα καὶ νύχτα, γιὰ τὴ σωτηρία μας.

«Ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· δός μοι πιεῖν». (Ἰωάν. δ’ 7). Ὁ εὐαγγελιστής τονίζει πώς ἡ γυναίκα ἦταν Σαμαρείτιδα, ἐπειδὴ οἱ Ἰουδαῖοι χαρακτήριζαν τοὺς Σαμαρεῖτες ὡς εἰδωλολάτρες. Δός μοι πιεῖν, τῆς εἶπε ὁ Κύριος. Ἦταν κουρασμένος καὶ διψασμένος, σημάδι πώς τὸ σῶμα Του ἦταν ἀληθινὰ ἀνθρώπινο σῶμα κι ὄχι ὁμοίωμα, ὅπως ἰσχυρίστηκαν κάποιοι αἱρετικοί. Ὅπως τὸ σῶμα Του δάκρυζε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως ὑπόφερε ἀπό τούς πόνους Του στὸ σταυρό, ἔτσι εἶχε καὶ τὴν αἴσθηση τῆς πείνας καὶ τῆς δίψας.

Ἂν τὸ ἤθελε, θὰ μποροῦσε βέβαια νὰ ξεπεράσει τὴν ἀνάγκη αὐτή, ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπ’ αὐτήν. Θὰ μποροῦσε μὲ τὴ θεϊκή Του δύναμη νὰ τὴν ἀναστείλει γιὰ κάποιο διάστημα ἡ καὶ νὰ τὴν καταργήσει ἐντελῶς. πῶς ὅμως ἔτσι θὰ ‘δειχνε ὅτι ἦταν ἀληθινὸς ἄνθρωπος; Πῶς θὰ μποροῦσε «κατὰ πάντα τοῖς ἀδελφοῖς ὁμοιωθῆναι»; (Ἑβρ. β’ 17), πῶς θὰ τοὺς ὀνόμαζε ἀδελφούς Του; Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς διδάξει τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν καρτερία στὶς θλίψεις, ἂν ὁ Ἴδιος δὲν εἶχε ὑποφέρει καὶ δὲν εἶχε ὑπομείνει τὶς θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμούς; Καὶ τελευταῖο, θὰ μποροῦσε ἡ τελικὴ νίκη Του νὰ ‘χει τὴ λαμπρότητα πού μᾶς δυναμώνει καὶ μᾶς φωτίζει στὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς μας, ἂν ὁ Ἴδιος δὲν τὰ εἶχε ὑπομείνει πρῶτος ὅλα καὶ μάλιστα στὸν ὕψιστο βαθμό;

Θὰ ρωτήσει κανείς: «Πῶς γίνεται Ἐκεῖνος πού μποροῦσε νὰ πολλαπλασιάσει τοὺς ἄρτους καὶ νὰ περπατάει στὸ νερό, σάν σὲ στέρεο ἔδαφος, νὰ μὴν μπορεῖ μετὰ ἀπὸ ἕνα τόσο κοπιαστικὸ καὶ μακρὺ ταξίδι, μ’ ἕνα Του λόγο (ἢ καὶ μὲ μιά Του σκέψη) ν’ ἀνοίξει ξαφνικὰ μιὰ πηγὴ μὲ νερὸ στὸ βράχο ἡ στὴν ἄμμο καὶ νὰ σβήσει τὴ δίψα του;».

Σίγουρα αὐτὸ ἀνήκει στὴ δύναμή Του. Τὸ ἔκανε ὁ Μωυσῆς αὐτὸ στὴν ἔρημο. Τὸ ἔκαναν καὶ πολλοὶ ἅγιοι στὸ ὄνομά Του, ἀπὸ τότε πού ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία μας. Πῶς λοιπὸν δὲν μποροῦσε νὰ τὸ κάνει ὁ Ἴδιος; Μποροῦσε, μὰ δὲν ἤθελε. Ποτὲ Του δὲν ἔκανε οὔτε ἕνα μοναδικὸ θαῦμα μόνο γιὰ τὸ δικό Του καλό, γιὰ νὰ ταΐσει, νὰ ποτίσει ἤ νὰ ντύσει τὸν ἑαυτό Του. Ὅλα τὰ θαύματα τὰ ἔκανε γιὰ τοὺς ἄλλους. Δὲν ὑπάρχει σκιὰ ἰδιοτέλειας στὴ ζωή Του. Ἀκόμα κι ὅταν μικρὸ παιδὶ ἔφυγε γιὰ ν’ ἀποφύγει τὸ ξίφος τοῦ Ἡρώδη, δὲν τὸ ἔκανε γιὰ τὸν ἑαυτό Του, ἀλλά γιὰ χάρη τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ὥρα Του δὲν εἶχε φτάσει ἀκόμα. Ὅταν ὅμως ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο Του ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, δὲν προσπάθησε ν’ ἀποφύγει τὸ θάνατο, δὲν ἔφυγε. Ἀντίθετα, πῆγε νὰ τὸν συναντήσει.

Ὅλα τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, κάθε συμπεριφορά Του καὶ κάθε ἔργο πού ἔκανε σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του, τὰ πάντα καθοδηγοῦνταν ἀπὸ τὴν ἀπεριόριστη ἀγάπη Του γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, καθὼς κι ἀπὸ τὴν ἀπεριόριστη σοφία Του.

Δός μοι πιεῖν. Ὁ Δημιουργὸς τὸ ζητάει αὐτὸ ἀπὸ τὸ πλάσμα Του. Τὰ λόγια αὐτὰ ἀντηχοῦν ἐδῶ καὶ δυὸ χιλιάδες χρόνια. Τὰ λόγια αὐτὰ δὲν τὰ εἶπε μόνο στὴ Σὰμαρείτιδα. Ἀπευθύνονται σ’ ὅλες τὶς γενιὲς τῶν ἀνθρώπων, ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου.

Δός μοι πιεῖν, λέει σήμερα ὁ Χριστὸς στὸν καθένα μας. Ὁ Δημιουργὸς τοῦ νεροῦ, Ἐκεῖνος πού παρέχει τὶς θάλασσες καὶ τοὺς ὠκεανούς, τὰ ποτάμια καὶ τὶς πηγές, δὲν τὸ λέει αὐτὸ ἐπειδὴ διψάει γιὰ νερό. Διψάει γιὰ τὴν ἀγαθή μας θέληση, γιὰ τὴν ἀγάπη μας. Ὅταν τοῦ δίνουμε κάτι, δὲν εἶναι ἀπὸ τὸ δικό μας, ἀλλ’ ἀπὸ τὸ δικό Του. Κάθε ποτήρι νερὸ πού ἔχουμε στὴ γῆ δικό Του εἶναι, Ἐκεῖνος τὸ δημιούργησε. Γιὰ κάθε ποτήρι ψυχροῦ ὕδατος πού δίνουμε στοὺς ἀδελφούς Του τοὺς ἐλαχίστους, ἔχει πληρώσει μὲ τὸ τίμιο αἷμα Του. Μὲ τὴν ἀνεξάντλητη κι ἀμίμητη ταπείνωσή Του ὅμως δὲν ζητάει ἀπὸ τὴ Σαμαρείτιδα ὡς Δημιουργὸς ἀπὸ τὸ πλάσμα Του, ἀλλ’ ὡς ἄνθρωπος ἀπὸ ἄνθρωπο. Μᾶς δείχνει ἔτσι τὴν ταπείνωσή Του καὶ φανερώνει τὴν περιορισμένη καὶ ἐνδεή ἀνθρώπινη φύση Του. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ζητήσει κάτι ἀπὸ κάποιον ἄλλον, ὅπως ἔχει καὶ τὸ καθῆκον νὰ ἐξυπηρετήσει καὶ νὰ ἐλεήσει τὸν ἄλλον.

«Οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι» (Ἰωάν. δ’ 8). Ὁ Κύριος δὲν ἦταν μόνο κουρασμένος καὶ διψασμένος, ἀλλά πεινοῦσε κιόλας, ὅπως κι οἱ μαθητές Του. Εἶναι κι αὐτὴ μιὰ ἀκόμα ἀπόδειξη πώς ἦταν ἀληθινὸς ἄνθρωπος καὶ πώς δὲν ἔκανε θαύματα στὶς περιπτώσεις πού ἡ θαυματουργία δὲν λειτουργοῦσε γιὰ τὸ γενικότερο καλό, γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ὁ εὐαγγελιστὴς ἀναφέρει τὴν ἀπουσία τῶν μαθητῶν, ὥστε νὰ ἐξηγήσει γιὰ ποιὸ λόγο ὁ Κύριος ζήτησε νερὸ ἀπὸ τὴ γυναίκα. Ἂν οἱ μαθητὲς ἦταν ἐκεῖ θὰ εἶχαν βγάλει ἐκεῖνοι νερό, ὁπότε ἡ γυναίκα δὲν χρειαζόταν ν’ ἀναφερθεῖ.

Σὲ κάθε περίπτωση ἡ Θεία πρόνοια ἤθελε νὰ δημιουργήσει τὴν εὐκαιρία γιὰ τὴ δική μας διδαχή, ὥστε ὅταν κι ἐμεῖς συναντᾶμε τὸν ἐχθρό μας στὴν ἀνάγκη του, νὰ τὸν βοηθᾶμε. Κι ὅταν τὸ ἔθνος μας βρίσκεται σὲ ἔχθρα μὲ τοὺς γειτονικοὺς λαούς, ἐμεῖς σὰν ἄνθρωποι νὰ μὴν τολμᾶμε νὰ ἐπεκτείνουμε τὴν ἔχθρα σὲ κάθε ἄνθρωπο τοῦ ἔθνους αὐτοῦ. Ὅταν μᾶς δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, εἶναι καθῆκον μας νὰ βοηθᾶμε κάθε ἄνθρωπο πού ἔχει ἀνάγκη, χωρὶς νὰ προσέχουμε ἂν ἀνήκει στὸ δικό μας ἔθνος ἡ ὄχι.

«Λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ Σαμαρεῖτις· πῶς σὺ ᾿Ιουδαῖος ὢν παρ’ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; οὐ γὰρ συγχρῶνται ᾿Ιουδαῖοι Σαμαρείταις» (Ἰωάν. δ’ 9). Ἡ γυναίκα εἶχε τὴν ἄποψη πού εἶχαν ὅλοι στὴν ἐποχή της, πώς ὁ ἄνθρωπος δὲν πρέπει νὰ μισεῖ μόνο ἕνα ἐχθρικὸ ἒθνος, ἀλλὰ καὶ κάθε ἄνθρωπο πού ἀνήκει στὸ ἔθνος αὐτό. Στὴν παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη ὁ Κύριος ἐπισήμανε τὴν ἔχθρα καὶ τὸ μίσος πού ἔνιωθαν οἱ Ἰουδαῖοι γιὰ τοὺς Σαμαρεῖτες. Καὶ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐξηγεῖ γιατί κι οἱ Σαμαρεῖτες ἔνιωθαν τὸ ἴδιο μίσος γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Γιὰ νὰ σπάσει τὸ φράγμα τοῦ μίσους ἀνάμεσα στὰ ἔθνη, πρέπει πρῶτα νὰ σπάσει κανεὶς τὸ φράγμα πού δημιουργεῖ τὸ μίσος ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὸς εἶναι ὁ μοναδικὸς λογικὸς τρόπος γιὰ νὰ θεραπεύσει κανεὶς τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴ μεγάλη ἀρρώστια τοῦ ἀμοιβαίου μίσους.

«Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν» (Ἰωάν. δ’ 10). Ἡ . δωρεὰ τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ κατανοηθεῖ τόσο μὲ τὴν ὑλικὴ ὅσο καὶ μὲ τὴν πνευματικὴ ἔννοια. Ἀπὸ τὴν ὑλικὴ ἄποψη ἡ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ κατανοήσουμε πώς ἀναφέρεται σ’ ὅλα ὅσα ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἀγαθότητά Του δημιούργησε καὶ ἔδωσε γιὰ χρήση καὶ βοήθεια στὸν ἄνθρωπο.

Ἂν ἐσύ, γυναίκα, γνώριζες πώς τὸ νερὸ αὐτὸ δὲν ἀνήκει οὔτε στοὺς Σαμαρεῖτες οὔτε στοὺς Ἰουδαίους, ἀλλ’ εἶναι τοῦ Θεοῦ· ἂν γνώριζες πώς ὅταν ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸ νερὸ αὐτὸ δὲν ἔβαλε πινακίδες πού νὰ λένε πώς «αὐτὸ εἶναι γιὰ τοὺς Σαμαρεῖτες» ἡ «γιὰ τοὺς Ἰουδαίους», ἀλλά «γιὰ τοὺς ἀνθρώπους», τότε θὰ ἔβγαζες τὸ νερὸ αὐτὸ μὲ δέος, ἀφοῦ εἶναι δῶρο Θεοῦ, καὶ θὰ τὸ ἔδινες στὸ διψασμένο ἄνθρωπο νὰ πιεῖ μὲ ἀκόμα μεγαλύτερο δέος, ἀφοῦ τὸ προσφέρεις στὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ. Ὁ κόσμος ὁλόκληρος εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο· κι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δῶρο Θεοῦ στὸν κόσμο.

Ἀπὸ πνευματικὴ ἄποψη τώρα, ἡ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος. Παραδίνοντας ὁλόκληρο τὸν ὁρατὸ κόσμο στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του, ὁ Θεὸς τοῦ δίνει τὸν Ἴδιο Του τὸν Ἑαυτό. Ἂν ἐσύ, γυναίκα, γνώριζες τί πολύτιμο δῶρο ἔστειλε ὁ Θεὸς στοὺς Ἰουδαίους καὶ στοὺς Σαμαρεῖτες, καθὼς καὶ σ’ ὅλους τούς ἄλλους λαοὺς χωρὶς ἐξαίρεση, ἡ ψυχή σου θὰ ἔτρεμε. Θὰ ἔκλαιγες ἀπὸ χαρά, θὰ ἔμενες ἄφωνη ἀπὸ θαυμασμό, δὲν θὰ τολμοῦσες νὰ σκέφτεσαι κὰν γιὰ ἀμοιβαία ἔχθρα καὶ γιὰ μίσος ἀνάμεσα στοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς Σαμαρεῖτες.

Νὰ ξέρεις πώς ἂν ἐπρόκειτο νὰ σοῦ ἀποκαλυφτοῦν ὅλα τὰ μυστήρια Ἐκείνου πού τώρα μιλάει μαζί σου, Αὐτοῦ πού κρίνοντας ἀπὸ τὴν ἐξωτερική Του ἐμφάνιση τὸν λογαριάζεις γιὰ κάποιον συνηθισμένο ἄνθρωπο, πού ἀπὸ τὰ ροῦχα πού φοράει κι ἀπὸ τὸν τρόπο πού μιλάει τὸν θεωρεῖς Ἰουδαῖο, «σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν». Μὲ τὸ «ὕδωρ ζῶν». ἐννοεῖ ὁ Κύριος τὴν φωτιστικὴ καὶ ζείδωρη δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού ὑποσχέθηκε στοὺς πιστούς. «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα ῞Αγιον, ὅτι ᾿Ιησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη» (Ἰωάν. ζ’ 38-39). Ἡ γυναίκα ὅμως δὲν ἤξερε καὶ δὲν καταλάβαινε τίποτα ἀπ’ ὅλ’ αὐτὰ καὶ γι’ αὐτὸ συνέχισε νὰ ρωτάει:

«Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλι ὃς δι’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. δ’ 13, 14). Δούλους δὲν ἔχεις, δοχεῖο δὲν ἔχεις, τὸ πηγάδι εἶναι βαθύ. Πῶς λοιπὸν θ’ ἀντλήσεις τὸ δροσερὸ καὶ ζωογόνο νερό; Ἡ γυναίκα ἔβλεπε τὸν Κύριο κάτω ἀπὸ τὸ κάλυμμα τῆς ἀνθρώπινης σάρκας, τὸν λογάριαζε κάποιον συνηθισμένο θνητό, ἕναν ἀβοήθητο ἄνθρωπο. Ὕδωρ ζῶν, καὶ τότε καὶ τώρα, ὀνομάζεται τὸ νερὸ πού βγαίνει ἀπὸ πηγή, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ νερὸ πού ἀντλοῦμε ἀπὸ πηγάδια καὶ στέρνες.

Ὑπάρχει ὅμως καὶ πηγαδίσιο νερὸ πού ὀνομάζεται δροσερό, ζῶν ὕδωρ, ὅταν τὸ πηγάδι αὐτὸ τροφοδοτεῖται ἀπὸ πηγή. Ἡ πηγὴ βρίσκεται στὸν πυθμένα τοῦ πηγαδιοῦ, ἀπ’ ὅπου ρέει τὸ νερὸ καὶ τὸ γεμίζει. Σὲ κάποια στιγμὴ ὅμως τῆς ἔρχεται μιὰ δεύτερη σκέψη καὶ βιάζεται νὰ τὴν ἐξωτερικεύσει: μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν ᾿Ιακώβ; Σὰ νὰ ‘θελε νὰ πεῖ: Μήπως μπορεῖς ἐσὺ νὰ δημιουργήσεις μιὰ ἄλλη πηγὴ νεροῦ, δίπλα στὴν πρώτη; Ὁ πατέρας μας Ἰακὼβ δὲν δημιούργησε τὴν πηγή, ἀλλ’ ἁπλά τὴν ἔχτισε καὶ τὴν περιόρισε. Ἂν ἐσύ μπορεῖς νὰ δημιουργήσεις μιὰ ἄλλη πηγή, νὰ φτιάξεις τρεχούμενο νερό, αὐτὸ θὰ ἦταν ὕδωρ ζῶν, καὶ τότε βέβαια θὰ ἤσουν μείζων τοῦ πατέρα μας Ἰακώβ. Εἶσαι ἀνώτερος ἀπὸ ἐκεῖνον; Τὸ πηγάδι αὐτὸ τοῦ Ἰακὼβ ἔχει τόσο ἄφθονο νερό, ὥστε ἀπ’ αὐτὸ ἤπιε ὁ ἴδιος, ἤπιαν τὰ παιδιά του, τὰ ζωντανά του κι ὅλοι ἐμεῖς πού ζοῦμε ἐδῶ κοντά, καθὼς κι οἱ ταξιδιῶτες πού περνοῦν ἀπ’ ἐδῶ, κι οἱ ἐπισκέπτες. Κι αὐτὸ γίνεται αἰῶνες τώρα καὶ τὸ νερὸ στὸ πηγάδι δὲν στερεύει. Μήπως ἐσύ μπορεῖς νὰ κάνεις κάτι καλλίτερο κι ἀνώτερο ἀπ’ αὐτό;

Τὰ λόγια αὐτὰ τῆς Σαμαρείτιδας ἀπὸ τὴ μιὰ φανερώνουν τὴν ὑπερηφάνειά της γιὰ τὸν πατέρα τους Ἰακώβ. Ἀπὸ τὴν ἄλλη διατυπώνουν κάτι περισσότερο ἀπὸ ἀμφιβολία, κάτι σὰν εἰρωνεία στὸν Κύριο Ἰησοῦ. Δὲν ἦταν τόσο ἀγενὴς καὶ δημόσια ἡ εἰρωνεία ὅσο ἐκείνη πού ἔγινε κατὰ τὴν ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου, ὅταν οἱ ἄνθρωποι πού ἄκουσαν τὸν Κύριο νὰ τοὺς λέει πώς κοιμᾶται τὸ κορίτσι τὸν περιγελοῦσαν (κατεγέλων αὐτοῦ), ἦταν ὅμως μιὰ ἔμμεση καὶ κρυφὴ εἰρωνεία. Ὁ Κύριος ὅμως πού σκοπὸ Του εἶχε νὰ τραβήξει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴ λάσπη τῆς ἁμαρτίας, ἦταν προετοιμασμένος νὰ δεχτεῖ ἐμπαιγμοὺς καὶ εἰρωνεῖες τόσο ἀπὸ ἀνθρώπους ὅσο κι ἀπὸ δαίμονες. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν μέμφεται τὴ γυναίκα γι’ αὐτὴν τὴν αἰχμηρὴ εἰρωνεία, ἀλλά προχωρεῖ μὲ στόχο τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς της:

«Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν·ὃς δι’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. δ’ 13,14). Ὁ Κύριος δὲν ἀπαντᾶ στὴ γυναίκα μὲ τὸν τρόπο πού θὰ ‘θελε ἐκείνη. Δὲν θὰ τῆς πεῖ πόσο ἀνώτερος εἶναι ἀπὸ τὸν Ἰακώβ. Ἐκεῖνος βλέπει τὴν αἰτία τῆς παρανόησης ἀνάμεσα στὸν Ἴδιο καὶ στὴ γυναίκα, ἡ γυναίκα ὅμως δὲν τὴ βλέπει.

Ἡ παρανόηση προέρχεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι Αὐτὸς τῆς μιλάει γιὰ τὸ πνευματικὸ νερό, τὸ ζωογόνο. Ἡ γυναίκα ὅμως εἶναι μαθημένη νὰ σκέφτεται μὲ τὴ γήινη ἀντίληψη, ἐκείνη πού νιώθουν κι οἱ αἰσθήσεις. Ἐκείνη κατανοεῖ τὸ νερὸ πού μπορεῖ νὰ δεῖ, πού δημιούργησε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ ξεδιψάει πρόσκαιρα τὴ φυσικὴ δίψα. Τὸ ζῶν ὕδωρ γιὰ τὸ ὁποῖο μιλάει ὁ Κύριος εἶναι ἡ ζωοποιὸς Θεία Χάρη πού ἀναζωογονεῖ καὶ ξεδιψάει τὴν ψυχή, πού τὴν ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωή, ἐνῶ ἀκόμα βρίσκεται στὴν παροῦσα .Ὅταν ἡ ζωοποιὸς αὐτὴ Χάρη εἰσέρχεται στὸν ἄνθρωπο, ἀνοίγει μέσα του μιὰ ἀνεξάντλητη πηγὴ ζωῆς, χαρᾶς καὶ δύναμης.

«Λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή· Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν» (Ἰωάν. 15). Ἡ γυναίκα βρίσκεται ἀκόμα ἐγκλωβισμένη στὴ δική της ἀντίληψη, σκέφτεται ἀκόμα τὸ ἐπίγειο νερό. Στὴν καλλίτερη περίπτωση θὰ ‘παιρνε τὸν Κύριο γιὰ κάποιον μάγο, ἱκανό νὰ κάνει ἕνα θαῦμα μὲ ἀπάτη. Γιὰ νὰ ἐξουδετερώσει λοιπὸν τὴν ἀνθρώπινη αὐτὴ ἀντίληψη τῆς γυναίκας ὁ Κύριος, γυρίζει ξαφνικὰ τὴ συζήτηση σὲ ἄλλο θέμα.

«Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθὲ ἐνθάδε. ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν· οὐκ ἔχω ἄνδρα. λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω· πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας» (Ἰωάν. δ’ 16-18). Τῆς τὸ εἶπε αὐτὸ γιὰ νὰ τὴν μάθει νὰ σκέφτεται πνευματικά, ὄχι σαρκικά. Ὁ Κύριος δὲν τὸ λογαριάζει συνετὸ νὰ κάνει κάποιο θαῦμα μπροστά της, μὰ νὰ δείξει πώς ὁ Ἴδιος εἶναι προφήτης. Ξέρει πώς αὐτὸ θὰ ἔχει τὸ ἴδιο δυνατὸ ἀποτέλεσμα μὲ τὴ θαυματουργία. Ὑπάγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου. Ὁ Κύριος γνωρίζει πώς δὲν ἔχει ἄντρα, μὰ θέλει ν’ ἀκούσει τὴ δική της ἀπάντηση. Τὴν ταρακουνᾶ, φανερώνοντας τὴν παντογνωσία Του.

Πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες. Αὐτὴ ἦταν μιὰ δυνατὴ ἔκπληξη γιὰ τὴ γυναίκα. Τώρα ὅμως ἀκούει κι ἕνα ἔνοχο μυστικό της, πού πολὺ θὰ ‘θελε νὰ κρύψει, ὅπως, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ. Αὐτὸ λειτούργησε σὰν κεραυνὸς πού ἄστραψε στὸν γαλανὸ οὐρανό.

Ἀλλά μὴν κατακρίνεις τὴ Σαμαρείτιδα, ἀνθρώπινη ψυχή. Μὴ τὴν καταδικάζεις. Ρώτησε καλύτερα τὸν ἑαυτό σου: «Ποιὸς εἶναι ὁ σύζυγός μου;» Δὲν εἶχες ἤδη πέντε ἄντρες ἴσαμε τώρα; Κι ὁ σύντροφος πού ἔχεις τώρα δὲν εἶναι κάποιος ἄλλος κι ὄχι ὁ νόμιμος σύζυγός σου; Ἡ ψυχὴ εἶναι ἐκκλησία. Κεφαλὴ τῆς ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός. Μὲ λίγα λόγια, σύζυγος (Νυμφίος) τῆς χριστιανικῆς ψυχῆς εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος. Ἂν ὅμως παραμένεις δεμένη σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἂν εἶσαι «συζευγμένη» μ’ αὐτὸν κι ἂν οἱ πέντε αἰσθήσεις σου εἶναι ταιριασμένες μαζί του, τότε θὰ βρίσκεσαι στὴν ἴδια ἁμαρτωλὴ καὶ δύστυχη κατάσταση ὅπου βρέθηκε κι ἡ Σαμαρείτιδα. Ἂν εἶσαι δυσαρεστημένη κι ἀπογοητευμένη ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις σου, τότε τὶς ἔχεις πραγματικὰ ἀπορρίψει, ἔχεις πάρει διαζύγιο ἀπ’ αὐτές. Τότε θὰ εἶναι σὰν πέντε νεκροὶ σύζυγοι, ὁπότε ἐσύ ἀποφασίζεις νὰ ζήσεις μὲ τὸν ἕκτο σύντροφο, πού βέβαια δὲν εἶναι νόμιμος σύζυγός σου, ἀλλά διάδοχος τῶν ἄλλων πέντε, πού ὅλοι μαζὶ ὁλοκληρώνουν τὴν αἰσθητική σου ἀντίληψη. Αὐτὸ εἶναι τὸ ψέμμα κι ἡ λάσπη πού ἔχουν μαζέψει οἱ αἰσθήσεις μέσα σου κι ἔχουν σχηματίσει ἕνα σωρὸ ἀπὸ σκουπίδια.

Ἡ συνομιλία τοῦ Κυρίου μὲ τὴ Σαμαρείτιδα εἶναι συζήτηση τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἄπιστη ψυχή. Ἡ συνομιλία αὐτὴ περιέχει ἕνα μήνυμα γιὰ σένα. Εἶναι συνομιλία ἀνάμεσα στὸν Οὐράνιο Νυμφίο καὶ τὴ νύμφη Του, τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος πού ὁ Κύριος ἐπικέντρωσε τὴ συζήτησή Του στὸν ἄντρα τῆς Σαμαρείτιδας. Θὰ μποροῦσε νὰ ἐκτυλιχτεῖ διαφορετικὰ ἡ συζήτηση μαζί της, νὰ τῆς φανέρωνε μὲ ἄλλον τρόπο πώς ἦταν προφήτης. Θὰ μποροῦσε νὰ τῆς ἀποκαλύψει κάποιο ἄλλο μυστικὸ δικό της ἤ τῶν γονιῶν της ἡ τῶν γειτόνων της στὸ Συχάρ. Κι ἡ γνώση αὐτὴ νὰ εἶχε καταπλήξει ἐξίσου τὴ γυναίκα. Σκόπιμα ὅμως ἔφερε τὴ συζήτηση στὸ σύζυγο τῆς γυναίκας, ἐπειδὴ αὐτὸ ἔχει νὰ προσφέρει κάτι καὶ σὲ σένα. Σὲ σένα καθὼς καὶ σ’ ὅλες τὶς ψυχὲς πού δημιούργησε ἀπὸ τὴν ἀρχή καὶ θὰ συνεχίσει νὰ δημιουργεῖ ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου.

Ἡ ἐρώτηση γιὰ τὸ σύζυγό σου, ψυχή, εἶναι ἡ σπουδαιότερη κι ἡ πιὸ ἀποφασιστική. Ὅποιος κι ἂν εἶναι ὁ σύντροφός σου, εἶσαι σύζυγος τοῦ προσώπου αὐτοῦ. Ἂν σύντροφός σου εἶναι ὁ κόσμος, θὰ καταστραφεῖς μαζί του. Ἂν σύντροφός σου εἶναι ἡ ἁμαρτία, θὰ πεθάνεις μαζί της. Ἂν σύντροφός σου εἶναι ὁ διάβολος, θὰ εἶσαι μαζί του αἰώνια. Σὲ ὁποιαδήποτε ἀπὸ τὶς παραπάνω περιπτώσεις, θὰ πίνεις νερὸ πού θὰ σοῦ προκαλεῖ ὅλο καὶ περισσότερη δίψα. Μόνο ἂν ὁμολογήσεις τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς νόμιμο Σύζυγό σου καὶ τὸν συζευχθεῖς μὲ πίστη κι ἀγάπη, θὰ πίνεις τὸ ζῶν ὕδωρ, τὸ δροσερὸ καὶ ζωογόνο νερὸ πού θὰ σὲ ξεδιψάσει γιὰ πάντα καὶ θὰ σὲ ὁδηγήσει στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ τὴν αἰώνια ζωή.

«Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ. οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν ῾Ιεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν. λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· γύναι, πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν ῾Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ πατρί. ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων ἐστίν» (Ἰωάν. δ’ 19-22). Ὁ Κύριος στοχεύει σκόπιμα ν’ ἀγγίξει μιὰ πνευματικὴ χορδὴ τῆς Σαμαρείτιδας. Καὶ τὸ κατορθώνει αὐτὸ ἀναφέροντας τὸ παρελθόν της. Ἡ γυναίκα, πού ὡς τότε ἔνιωθε μόνο τὶς αἰσθήσεις καὶ τὴν κοσμικὴ ἀντίληψη νὰ κυριαρχοῦν μέσα της, ἄρχισε ξαφνικὰ νὰ αἰσθάνεται πώς ξυπνάει ἡ πνευματικὴ ἀντίληψη, πού ὡς τότε ἦταν ναρκωμένη.

Καὶ τὸ πρῶτο πού κάνει, εἶναι ν’ ἀναγνωρίσει καὶ νὰ ὁμολογήσει τὸν Χριστὸ ὡς προφήτη. Αὐτὸ ἦταν ἀρκετὸ σὰν ἀρχή. Κι ἀμέσως μετὰ ἄρχισε ν’ ἀναπτύσσεται ραγδαία τὸ ἐνδιαφέρον της γιὰ τὰ πνευματικὰ πράγματα. Ἔτσι θέτει στὸν Κύριο ἕνα ἐρώτημα πού ἦταν πολὺ ἐπίκαιρο στὶς μέρες της. Ποιὸ ἦταν αὐτό; οἱ ἀτέλειωτες φιλονικίες πού εἶχαν αὐτὴν τὴν ἐποχὴ Ἰουδαῖοι καὶ Σαμαρεῖτες γιὰ τὸν τόπο ὅπου ἔπρεπε νὰ λατρεύεται ὁ Θεός. Ποιὸς ἦταν πιὸ θεάρεστος τόπος; Ἡ Ἱερουσαλὴμ ἡ τὸ βουνὸ τῆς Σαμάρειας; Ποιὸς λατρεύει καλύτερα καὶ προσεύχεται σωστότερα στὸν Θεό, αὐτὸς πού κάνει μετάνοιες καὶ προσεύχεται ἐδῶ ἡ ὁ ἄλλος πού κάνει μετάνοιες καὶ προσεύχεται ἐκεῖ; οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν. Ἡ γυναίκα δὲν λέει «ἐμεῖς», ἀλλά «οἱ πατέρες ἡμῶν». Ἤθελε μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ δώσει μεγαλύτερη σπουδαιότητα στὸ ὄρος αὐτὸ καὶ νὰ δικαιώσει ἔτσι περισσότερο τούς Σαμαρεῖτες τῆς ἐποχῆς της. Ἦταν σὰ νὰ ‘θελε νὰ πεῖ: Δὲν διαλέξαμε ἐμεῖς τὸ ὄρος τοῦτο γιὰ τόπο λατρείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλά οἱ πατέρες μας· κι ἐκεῖνοι ἦταν ἀνώτεροι ἀπό μᾶς καὶ πιὸ κοντὰ στὸν Θεό.

Πάλι ὁ Κύριος δὲν ἀπαντᾶ στὴ γυναίκα μ’ ἕνα «ναὶ» ἡ ἕνα «ὄχι». Προχωρεῖ προσπαθώντας ν’ ἀφυπνίσει καὶ νὰ στηρίξει τὴν ψυχή της. Γύναι, πίστευσον μοι… Πίστεψε Ἐμένα, γυναίκα, ὄχι ἐκείνους πού σοῦ λένε πώς πρέπει νὰ λατρεύεις τὸν Θεὸ στὸ ὄρος αὐτὸ ἡ στὴν Ἱερουσαλήμ. Θὰ ἔρθει καιρὸς πού προσκυνήσετε τῷ πατρί οὔτε στὸ ὄρος αὐτὸ οὔτε στὴν Ἱερουσαλήμ. Ὁ Κύριος σκόπιμα χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο «πατὴρ» ἀντὶ γιὰ «θεοὺς» (οἱ Σαμαρεῖτες προσκυνοῦσαν καὶ «Θεὸ» καὶ «θεούς»). Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ γυναίκα θὰ κατανοήσει πώς μὲ τὴν καινούργια ἀντίληψη γιὰ τὸν Θεὸ θὰ μάθει καὶ τὴ νέα λατρεία. Ἡ λατρεία τοῦ Πατέρα δὲν θὰ ἐξαρτᾶται ἀπὸ συγκεκριμένο τόπο. Κι ἔτσι ἡ ἀποκλειστικότητα πού διεκδικοῦσαν οἱ Σαμαρεῖτες κι οἱ Ἰουδαῖοι καταργεῖται. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Κύριος προφητεύει κάτι πού θὰ γίνει σύντομα καὶ πού ἔχει σχέση μὲ τὴν ἔλευσή Του στὸν κόσμο.

Μ’ ὅλο πού ὁ Κύριος δίνει καὶ στὶς δυὸ αὐτὲς μορφὲς ἀποκλειστικότητας τὸ ἴδιο βάρος καὶ προφητεύει τὸ τέλος καὶ τῶν δύο, στὰ θέματα τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ δίνει κάποια ὑπεροχὴ στοὺς Ἰουδαίους, ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὅ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὅ οἴδαμεν. Ὁ Κύριος γνωρίζει πώς ἡ γυναίκα τὸν βλέπει σὰν Ἰουδαῖο, γι’ αὐτὸ καὶ μιλάει σὰν Ἰουδαῖος. Ἐσεῖς οἱ Σαμαρεῖτες, εἶπε, δὲν γνωρίζετε ποιὸν προσκυνᾶτε, γιατί προσκυνᾶτε πολλοὺς θεοὺς καὶ εἴδωλα. Ὁμολογεῖτε τὴ θεότητα τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τοῦ Ἰακώβ, ταυτόχρονα ὅμως προσφέρετε θυσία στὰ πολυάριθμα εἴδωλα τῶν Ἀσσυρίων καὶ τῶν Βαβυλωνίων. Οἱ Ἰουδαῖοι γνωρίζουν τουλάχιστον πώς ὑπάρχει ἕνας Θεός, μ’ ὅλο πού τὸν προσκυνοῦν καὶ κεῖνοι, ὅπως καὶ σεῖς, μὲ πετρωμένες καρδιές, μὲ σκοτισμένο νοῦ καὶ νεκρὲς συνήθειες. Παρὰ ταῦτα, ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν. Δηλαδή, λέει ὁ Κύριος, ὁ Μεσσίας θὰ γεννηθεῖ ἀπὸ Ἰουδαίους. Ἀπὸ Ἐκεῖνον θὰ ἔρθει ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου. Αὐτὸ ὑποσχέθηκε ὁ Θεὸς στοὺς προπάτορές μας καὶ τὸ ἴδιο προφήτεψαν οἱ προφῆτες. Ἔτσι φρόντισε ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ κι ἔτσι ἔγιναν τὰ πράγματα.

«Ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν. πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰωάν. δ’ 23-24). Ἡ λατρεία τῶν Σαμαρειτῶν δὲν εἶναι ἀληθινή, γιατί δὲν ξέρουν ποιὸ θεὸ προσκυνοῦν. Ἡ λατρεία στὴν Ἱερουσαλὴμ δὲν εἶναι παρὰ σκιὰ τῆς ἀληθινῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ, «σκιὰ τῶν μελλούμενων ἀγαθῶν» (Ἑβρ. ι, 1). Τόσο τὸ ψεύτικο, τὸ μὴ ἀληθινό, ὅπως καὶ ἡ σκιά, σύντομα θὰ ἐξαφανιστοῦν καὶ στὴ θέση τους θὰ βασιλέψει ἡ ἀληθινὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ἥλιος τῆς καινούργιας μέρας ἀνέτειλε. Ἡ αὐγὴ τῆς καινούργιας μέρας χαράζει καθαρὰ καὶ διαλύει τὸ σκοτάδι καὶ τὶς σκιές. Περνάει πολὺς καιρὸς κι ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι χαραυγή. Ὅταν τὸ φῶς τῆς καινούργιας μέρας λάμψει παντοῦ, τότε οἱ ἄνθρωποι θὰ γνωρίσουν τὸν Θεὸ ὡς Πατέρα καὶ θὰ τὸν προσκυνήσουν σὰν γιοί Του, ὄχι σὰν δοῦλοι Του. Δὲν θὰ τὸν λατρεύουν μὲ λέξεις καὶ θυσίες νεκρές, ἀλλ’ ἐν πνεύματι καὶ ἀλήθεια, μὲ ψυχὴ καὶ σῶμα, μὲ πίστη καὶ ἒργα, μὲ σοφία κι ἀγάπη. Ὁ ἄνθρωπος στὴν πληρότητά του θὰ λατρεύσει τὸν Θεὸ στὴ δική Του πληρότητα. Ὁ ἄνθρωπος πού συνίσταται ἀπὸ ψυχὴ καὶ σῶμα, θὰ τὰ καθαγιάσει καὶ τὰ δύο στὸν Θεό, καὶ θὰ τὸν προσκυνήσει μὲ τὰ δύο. Οἱ προσκυνητὲς θὰ ὑποκλιθοῦν ὄχι σὲ κάποιο πλάσμα, μὰ στὸν Ἴδιο τὸν Δημιουργό, ὄχι σὲ κακοὺς δαίμονες πού ἐμφανίζονται σὰν θεοί, ἀλλά στὸν Ἕνα Πολυεύσπλαχνο Πατέρα τοῦ φωτὸς καὶ τῆς ἀλήθειας. Τέτοιοι εἶναι οἱ προσκυνητὲς πού ἀναζητοῦν τὸν Οὐράνιο Πατέρα. Πνεῦμα ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς εἶναι Πνεῦμα, δὲν εἶναι οὔτε σάρκα οὔτε ἄγαλμα οὔτε νεκρὸς λόγος ἤ ἕνας τόπος. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅσοι τὸν προσκυνοῦν, πρέπει νὰ τὸ κάνουν ἐν πνεύματι καὶ ἀλήθεια. Ὁ ἄνθρωπος ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸ θνητὸ κόσμο γύρω του, γι’ αὐτὸ καὶ μὲ τοὺς θνητοὺς συμπεριφέρεται κι αὐτὸς ὡς θνητός. Ὅταν ὅμως ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸν ἀθάνατο Θεό, πρέπει νὰ τὸν προσεγγίσει μὲ ὅ,τι εἶναι ἀθάνατο. Ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος, «οὗ γὰρ ζητῶ τὰ ὑμῶν, ἀλλά ὑμᾶς» (Β’ Κόρ. ιβ’,14).

Ὁ παλιὸς κόσμος ὑπηρετοῦσε τὸν Θεὸ μὲ νομικὲς φόρμες. Πρόσφερε θυσία στὸν Θεὸ τράγους καὶ κριάρια, σεβόταν τὸ Σάββατο κι ἐκτελοῦσε τοὺς ἀπαραίτητους καθαρισμούς, εἶχε λησμονήσει ὅμως τὸ ἒλεος καὶ τὴν ἀγάπη. Διάβαζε τὰ λόγια, «θυσία τῷ Θεῶ πνεῦμα συντετριμμένον καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμὲνην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει» (Ψαλμ. ν’, 17), μὰ δὲν τὰ καταλάβαινε καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὰ τηροῦσε. Ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς ὅμως θὰ λατρεύει τὸν Θεὸ ἐν πνεύματι καὶ ἀλήθεια. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἦρθε ὁ Κύριος στὴ γῆ, γιὰ νὰ δώσει τὸ παράδειγμα τέτοιας λατρείας καὶ προσκύνησης. Ἡ δυσωδία τῶν τράγων καὶ τῶν κριαριῶν πού προσφέρονταν θυσία ἀπὸ ἀνθρώπους μὲ πέτρινες καρδιὲς καὶ σκοτισμένες ψυχές, ἦταν προσβλητικὴ γιὰ τὸν Θεό. Παλιότερα ὅμως νὰ μὴν ἦταν δυσωδία ἀλλά εὐωδία. Τότε ὅμως οἱ θυσίες προσφέρονταν ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαάκ, τὸν Ἰακὼβ καὶ τὸ Μωυσῆ. Ἡ εὐωδία αὐτὴ δὲν προερχόταν ἀπὸ τὸ αἷμα καὶ τὶς σάρκες τῶν ζώων, ἀλλ’ ἀπὸ τὶς εὐλαβικὲς ψυχὲς καὶ τὶς φιλόθεες καρδιὲς τῶν πιστῶν δούλων Του.

Ἀργότερα πού οἱ ψυχὲς ἐκείνων πού ἒκαναν θυσίες ζώων μαράθηκαν κι οἱ καρδιὲς τους πέτρωσαν, καμιὰ θυσία δὲν μποροῦσε νὰ προσφέρει εὐωδία στὸν Θεό. Ὁ Θεὸς δὲν ζητᾶ τὴ μυρουδιὰ πού βγαίνει ἀπὸ τὶς σάρκες καὶ τὸ αἷμα, ἀλλ’ ἐκεῖνο πού βγαίνει ἀπὸ τὶς καρδιὲς καὶ τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι ὅλες οἱ μυρουδιὲς πού ἔβγαιναν ἀπὸ τὰ θυσιαστήρια, γιὰ τὸν Κύριο ἦταν δυσωδία. Κι αὐτὸ ἴσχυε γιὰ ὅλα τὰ θυσιαστήρια, εἴτε τῆς Ἱερουσαλὴμ εἴτε τῆς Σαμάρειας. Πάνω σ’ ὅλη τὴν κόπρο τοῦ κόσμου, ἀπ’ ὅπου ἀναδυόταν ἡ μυρουδιὰ κι ὁ θάνατος, ἦρθε ὁ Κύριος νὰ σπείρει τὰ ἄνθη τοῦ πνεύματος καὶ τῆς ἀλήθειας, πού θὰ κατέστρεφαν τὸ θάνατο καὶ θ’ ἀφάνιζαν τὴ δυσωδία. Ἔτσι ὁ νέος κόσμος παρουσιάζεται στὸν Θεὸ ὡς «νύμφη», ἁγνὴ καὶ καταστόλιστη.

«Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα. λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι. καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει· οὐδεὶς μέντοι εἶπε, τί ζητεῖς ἢ τί λαλεῖς μετ’ αὐτῆς; ᾿Αφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις·» (Ἰωάν. δ’ 25-28). Τί παράξενο σκηνικό! Τί περίεργη ἀλληλουχία σκηνῶν καὶ γεγονότων! Ὁ Κύριος στέκεται στὸ κέντρο μόνος Του, ἀκίνητος, ὅπως ἡ αἰωνιότητα.

Ἡ γυναίκα προκλήθηκε ἀπὸ τὰ πνευματικὰ λόγια τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ ξαφνικὰ θυμήθηκε τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία, πού τὸν περίμεναν κι οἱ Σαμαρεῖτες ὅπως ἀκριβῶς οἱ Ἰουδαῖοι. Ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα, εἶπε ἡ γυναίκα. Γιὰ ἐκείνην, ὅπως καὶ γιὰ ὅλους τούς ἄλλους, ἡ ἰδέα τοῦ Μεσσία ἦταν κάτι μακρινό, κάτι πού βρισκόταν πιὸ μακριὰ κι ἀπὸ τὴ γραμμὴ τοῦ ὁρίζοντα. Κι ἔνιωσε μεγάλη ἒκπληξη ὅταν ὁ Κύριος τῆς ἀποκάλυψε πώς Ἐκεῖνος ἦταν ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας· ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι. Ἡ γυναίκα ἒμεινε ἄφωνη ἀπὸ θαυμασμό, δὲν τοῦ ἀπάντησε. Κι ἐκείνη τὴν ὥρα ἔφτασαν οἱ ἀπόστολοι ἀπὸ τὴν πόλη καὶ θαύμασαν πού εἶδαν τὸν Κύριο νὰ μιλάει μὲ μιὰ γυναίκα καὶ μάλιστα ἄπιστη, Σαμαρείτιδα. Κι ἔμειναν ἄφωνοι κι ἐκεῖνοι.

Ἡ γυναίκα δὲν ἤξερε τί ἄλλο νὰ ρωτήσει ἤ νὰ πεῖ. Παράτησε τὴ στάμνα της ἐκεῖ κι ἔτρεξε στὴν πόλη. Ἤθελε τὸ συντομότερο ν’ ἀναγγείλει αὐτὸ πού ἀνακάλυψε. Αὐτὴ ἦταν μιὰ πολὺ ἐκφραστικὴ σκηνή, πιὸ εὔγλωττη ἀπ’ ὅλα τὰ λόγια τοῦ κόσμου. Ἡ γυναίκα ἔτρεξε, ἔφτασε στὴν πόλη καὶ μίλησε σὲ ὅλους γιὰ τὸν παράξενο ἄνθρωπο πού γνώρισε στὸ πηγάδι. «Μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός;» Δὲν τολμάει νὰ πεῖ πώς, «Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός», μ’ ὅλο πού εἶχε ἀποκτήσει ἐμπειρία τῆς σπάνιας πνευματικῆς σοφίας Του. Ἔτσι, σὰ νὰ διστάζει γι’ αὐτὸ πού θέλει νὰ πεῖ ρωτάει: Μήτι οὗτος ἐστὶν ὁ Χριστός; Εἶναι σὰ νὰ ἤθελε νὰ πεῖ: Εἶμαι μιὰ ξένη γυναίκα καὶ δὲν μπορῶ νὰ εἶμαι σίγουρη γι’ αὐτὸ· ἐσεῖς εἶστε ἄντρες κι ὁπωσδήποτε πιὸ προσεχτικοὶ καὶ πιὸ λογικοὶ ἀπὸ μένα. Γι’ αὐτὸ «ἔρχου και ἴδε». Ἔτσι ἡ γυναίκα, τόσο μὲ τὴν ἐπιτηδειότητά της ὅσο καὶ μὲ τὴ μετριοφροσύνη της, κατόρθωσε νὰ τραβήξει τὴν προσοχὴ ὅλων τῶν κατοίκων τῆς Συχάρ, πού «ἐξῆλθον οὖν ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτόν».

Μόλις ἒφυγε ἡ γυναίκα ξεκίνησε μιὰ συζήτηση ἀνάμεσα στὸ Διδάσκαλο καὶ τοὺς μαθητές Του. «᾿Εν δὲ τῷ μεταξὺ ἠρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ λέγοντες· ραββί, φάγε». Εἶχαν ἀγοράσει τρόφιμα στὴν πόλη καὶ τοῦ ἔφεραν νὰ φάει. Κι ὁ δάσκαλός τους σίγουρα πεινοῦσε. Ἀντὶ νὰ φάει ὅμως, συνέχισε τὴ θεϊκὴ ἀποστολή Του, γιὰ τὴν ὁποία ἦρθε στὸν κόσμο. Δὲν ἔδωσε προσοχὴ στὴ σωματικὴ πείνα. Ἦταν πολὺ σπουδαία στιγμὴ καὶ δὲν ἤθελε νὰ περάσει ἀνεκμετάλλευτη. Δὲν θ’ ἀντάλλαζε μὲ τίποτα τὴν ἀνὰγκη τῆς ψυχῆς γιὰ λίγο φαγητό. Ἔτσι ἀπάντησε στοὺς μαθητές Του:

«Ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε. ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταὶ πρὸς ἀλλήλους· μή τις ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν;» (Ἰωάν. δ’ 32-33). Ὁ Κύριος τούς μιλοῦσε γιὰ πνευματικὴ τροφὴ κι οἱ μαθητές Του γιὰ σωματική. Ἡ ἴδια περίπου σκηνὴ εἶχε γίνει καὶ νωρίτερα, ὅταν ὁ Κύριος μιλοῦσε στὴ γυναίκα γιὰ πνευματικὸ νερὸ καὶ κείνη ἔλεγε γιὰ τὸ νερὸ τοῦ πηγαδιοῦ. Τώρα Ἐκεῖνος μιλοῦσε γιὰ πνευματικὴ τροφὴ κι οἱ μαθητὲς Του σκέφτονταν τὴ σωματική.

«Λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον» (Ἰωάν. δ’, 34). Τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα εἶναι καὶ τοῦ Υἱοῦ θέλημα, ἀφοῦ ὁ Πατέρας κι ὁ Υἱὸς μοιράζονται τὴν ἴδια ὕπαρξη. Πῶς λοιπὸν τώρα ὁ Κύριος τούς ἔλεγε γιὰ τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα κι ὄχι γιὰ τὸ δικό Του; Γιατί μιλοῦσε γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Πατέρα κι ὄχι γιὰ τὸ δικό Του; Δὲν εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα καὶ τὸ δικό Του; Δὲν ἔχουν τὸ ἴδιο θέλημα; Δὲν ἔχουν τὸ ἴδιο ἔργο; Ναί, τὸ ἴδιο ἔχουν. Κατονομάζει ὅμως τὸ θέλημα ἀπὸ τὸ ὁποῖο καθοδηγεῖται: τοῦ Πατέρα Τοῦ· τὸ ἔργο πού ἔχει νὰ ἐκτελέσει: τοῦ Πατέρα Του. Κι αὐτὰ γιὰ χάρη μας. Γιὰ νὰ διδάξει σ’ ἐμᾶς τοὺς ἀνυπάκουους καὶ ὑπερήφανους τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ταπείνωση.

Προσέξτε ὅμως πόσο εὐχάριστο εἶναι στὸν Κύριο τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα Του! Δὲν τὸ βλέπει σὰν καθῆκον, ἀλλά σὰν τροφή! · ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με, τοῦ Πατέρα μου. Τί θεϊκὸ παράδειγμα, τί εὐγενικὸς ἔλεγχος σὲ ὅλους ἐμᾶς, πού ὅλη μέρα μιλᾶμε γιὰ τὸ καθῆκον μας, λὲς καὶ πρόκειται γιὰ βάρος. Ἂν πράγματι κοιτάξουμε τὸν Κύριο καὶ τὴν τήρηση τοῦ θελήματός Του ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ καὶ τὸ βαρὺ καθῆκον Του πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ἄλλη, πρέπει νὰ παραδεχτοῦμε λογικὰ πώς κανένας στὸν κόσμο δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἂν δὲν τὸ δέχεται τόσο εὐχάριστα, ὅπως τὴν καθημερινὴ τροφή Του. Αὐτὸ εἶναι πού λέει ὁ Κύριος: πώς κάνει τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα Του, ὄχι τὸ δικό Του, ὅπως λέει καὶ σ’ ἕνα ἄλλο σημεῖο: «καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ οὐχ ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλά τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με» (Ἰωάν. στ’, 38). Αὐτὸ δὲν σημαίνει πώς ὁ Υἱὸς εἶναι κατώτερος ἀπὸ τὸν Πατέρα. Δείχνει ἀπλά τὴ μεγάλη ἀγάπη πού τρέφει ὁ Υἱὸς πρὸς τὸν Πατέρα Του.

Ὁ ἴδιος εὐαγγελιστὴς ἀναφέρει ἐπίσης πώς ὁ Πατέρας ἀκούει πάντα τὸν Υἱό. «Ἐγώ δὲ ἤδειν ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις» (Ἰωάν. ια’, 42). Ἡ τέλεια ὑπακοὴ τοῦ Πατέρα ἀνταποκρίνεται ἔτσι στὴν τέλεια ὑπακοὴ τοῦ Υἱοῦ, καὶ ἡ τέλεια ὑπακοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀνταποκρίνεται στὴν τέλεια ὑπακοὴ τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ. Κι ἡ τέλεια ὑπακοὴ κυριαρχεῖ σὲ ἑνότητα μὲ τὴν τέλεια ἀγάπη. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀληθινὴ τροφὴ τοῦ Υἱοῦ εἶναι νὰ κάνει τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα. Ἀληθινὴ τροφὴ τοῦ Πάτερα εἶναι νὰ κάνει τὸ θέλημα τοῦ Υἱοῦ. Κι ἀληθινὴ τροφὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι νὰ κάνει τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ.

«Οὐχ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἔτι τετράμηνός ἐστι καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται; ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη» (Ἰωάν. δ’, 35). Λίγο νωρίτερα ὁ Κύριος μιλοῦσε στοὺς μαθητές Του γιὰ πνευματικὴ τροφή, τώρα τοὺς λέει γιὰ πνευματικὸ θερισμό. Ὁ πνευματικὸς θερισμὸς εἶναι κοντά, φαίνεται, ὅπως φαίνεται καὶ ὁ ἐπίγειος θερισμός. Ὅταν τὰ στάχυα γίνονται κίτρινα ἤ λευκά, ὅλοι ξέρουν πώς ὁ θερισμὸς πλησιάζει. Ὅταν πλήθη ἀνθρώπων ἔρχονται κοντὰ στὸν Χριστό, εἶναι φανερὸ πώς ὁ πνευματικὸς καρπὸς ἔχει ὡριμάσει.

Ὅταν οἱ Σαμαρεῖτες ἄκουσαν γιὰ τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὴ Σαμαρείτιδα, δὲν εἶπαν πώς ἡ γυναίκα αὐτὴ τρελλὰθηκε, ἀλλά παράτησαν τὴ δουλειά τους κι ἔτρεξαν ὅλοι μαζὶ νὰ τὸν δοῦν. Ἐπάρατε τούς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε, δεῖτε τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων πού τρέχουν κοντά μας! Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀγρὸς τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὥριμη σοδειὰ πού περιμένει τοὺς θεριστές. Ἔτσι εἶναι. «Ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι» (Λούκ. ι’, 2). Ἐσεῖς εἶστε οἱ θεριστὲς τοῦ ἀγροῦ τοῦ Θεοῦ. Γιατί μοῦ προσφέρετε ὑλική, πρόσκαιρη τροφή, ὅταν ὑπάρχει μπροστὰ μας τόσο πλούσιος κι ὑπέροχος θερισμός; Ὅταν ὁ νοικοκύρης βλέπει μπροστά του τέτοιο θερισμό, δὲν ξεχνάει νὰ φάει ἀπὸ τὴ χαρά του; Κι ὅταν βρεθεῖ μπροστὰ σὲ τέτοια θαυμάσια θέα, δὲν τρέχει ἀμέσως νὰ θερίσει τὴ σοδειά του καὶ νὰ τὴν μαζέψει στὶς ἀποθῆκες ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα, προτοῦ τὴν καταστρέψει ἡ καταιγίδα; Γι’ αὐτὸ μὴ φροντίζετε ὑπερβολικά γιὰ τὴν τροφή σας ἤ γιὰ τὸν ἑαυτό σας ἡ γιὰ Μένα. Τρέξτε γρήγορα στὸ θερισμὸ γιὰ νὰ μὴ χάσετε τὸ μισθό σας.

«Καὶ ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων. ἐν γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν ὁ ἀληθινός, ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων. ἐγὼ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἄλλοι κεκοπιάκασι, καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε» (Ἰωάν. δ’, 36-38).

Στὸν ἀπέραντο ἀγρό τοῦ Θεοῦ, πολλὲς φορὲς δὲν προλαβαίνουν οἱ ἴδιοι ἐργάτες καὶ νὰ σπείρουν καὶ νὰ θερίσουν, ἐπειδὴ οἱ μέρες τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μετρημένες. Μερικοὶ ἄνθρωποι σπέρνουν καὶ πεθαίνουν προτοῦ προλάβουν νὰ δοῦν τὸν καρπὸ τοῦ κόπου τους. Μετὰ γεννιοῦνται ἄλλοι, ὅταν ὁ καρπὸς πού ἔσπειραν μεγάλωσε, ὡρίμασε κι ἔγινε κίτρινος γιὰ θερισμό. Κι ἔτσι αὐτοὶ γίνονται θεριστὲς καὶ μαζεύουν τὸν ὥριμο καρπὸ πού δὲν ἔσπειραν.

Ὁ ἀγρὸς τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ ἔχει σπαρεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχή μὲ ζωή. Σποριάδες ἦταν οἱ προπάτορές μας, οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, προφῆτες καὶ δίκαιοι, κυρίως οἱ προφῆτες. Ἐκεῖνοι ἔσπειραν, μὰ δὲν εἶδαν τὸν καρπὸ ν’ αὐξάνει καὶ νὰ ὡριμάζει. Ἔζησαν ὅλοι μὲ πίστη καὶ πέθαναν μὲ πίστη, χωρὶς νὰ δοῦν τοὺς καρποὺς τῆς ἐπαγγελίας. Τοὺς εἶδαν μόνο ἀπὸ μακριά, μὲ τὴν πνευματική τους ὅραση (βλ.Ἑβρ. ια’, 13).

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἶπε κάποτε στοὺς μαθητές Του: «Πολλοὶ προφῆται καὶ δίκαιοι ἐπεθύμησαν ἰδεῖν ἃ βλέπετε, καὶ οὐκ εἶδον, καὶ ἀκοῦσαι ἃ ἀκούετε, καὶ οὐκ ἤκουσαν» (Ματθ. ιγ’, 17). Οἱ σποριάδες δὲν βλέπουν ἐκεῖνα πού βλέπουν οἱ θεριστές: τὸν καρπὸ καὶ τὸ θερισμό. Κι οἱ δυό τους ὅμως θὰ λάβουν μισθὸ γιὰ τὸν κόπο τους, γιατί κι οἱ δυό τους εἶναι ἐργάτες στὸν ἀγρό τοῦ Θεοῦ, «ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρη καὶ ὁ θερίζων».

Ὁ Κύριος ἐπαινεῖ τοὺς κόπους καὶ τοὺς ἀγῶνες τῶν προφητῶν καὶ τῶν δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ταυτόχρονα ὅμως ἐνθαρρύνει τοὺς ἀποστόλους στὸν ἀγώνα τοῦ θερισμοῦ τους. Εἶναι σὰ νὰ ‘θελε νὰ πεῖ: Αὐτοὶ ἔκαναν μεγαλύτερους ἀγῶνες ἀπό σᾶς, γιατί εἶναι πιὸ δύσκολο καὶ πιὸ κουραστικὸ νὰ σπέρνεις, χωρὶς νὰ βλέπεις τὸν καρπὸ στὸν ἀγρό σου, παρὰ νὰ θερίζεις τὸν ὥριμο καρπό. Ἐσεῖς μπήκατε στὸ δικό τους κόπο.Ἐκεῖνοι ἀγωνίστηκαν καὶ πέθαναν σὰν μισθωτοὶ καὶ δοῦλοι, χωρὶς νὰ δοῦν στὸ μεταξὺ τὸν Κύριο τοῦ ἀγροῦ. Ἔσεῖς ἔχετε τὸν Κύριο ἀνάμεσά σας, ἐργάζεστε σὰν γιοί, ὄχι σὰν μισθωτοὶ ἤ δοῦλοι. Στὴν οὐσία ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐργάζεται, ἐσεῖς εἶστε οἱ συν-εργάτες Του. Γι’ αὐτὸ εὐφρανθεῖτε καὶ σπεύσετε μὲ χαρὰ νὰ θερίσετε τὸν ὥριμο καρπό.

«᾿Εκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τῶν Σαμαρειτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικός, μαρτυρούσης ὅτι εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα» (Ἰωάν. δ’, 39). Δέστε πόσο ὥριμος εἶναι ὁ καρπός! Δέστε πόσο πλούσιος εἶναι ὁ θερισμός! Ἡ διψασμένη γῆ ρούφηξε γρήγορα τὸ νερό. Πολλοὶ Σαμαρεῖτες πίστεψαν στὸν Χριστὸ ἀκόμα καὶ προτοῦ τὸν δοῦν, μόνο μὲ τὰ λόγια πού ἄκουσαν ἀπὸ τὴ γυναίκα. Ἡ Σαμαρείτιδα δὲν ἦταν ἀπόστολος, οὔτε κι ἔκανε κάποιο θαῦμα. Ἀντίθετα μάλιστα, ἦταν μιὰ γυναίκα ἁμαρτωλή. Κι ἔτσι ὅμως τὰ λόγια της εἶχαν πλούσιο θερισμὸ ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς τοὺς εἰδωλολάτρες.

Τί ντροπή, τί ἀμηχανία γιὰ τοὺς Ἰουδαίους, τὸν Ἐκλεκτὸ Λαό! Ἐκεῖνοι ἄκουσαν ἀπὸ τὸ στόμα Του ὅλα τὰ δυνατὰ λόγια, μὰ παράμειναν κουφοὶ καὶ τυφλοί, ἀμετανόητοι καὶ σκληρόκαρδοι! Ἡ Σαμαρείτιδα δὲν κράτησε γιὰ τὸν ἑαυτὸ της τὰ καλὰ λόγια πού ἄκουσε ἀπὸ τὸν Κύριο. Ἔτρεξε ἀμέσως νὰ τὰ μεταδώσει καὶ στοὺς ἄλλους, γι’ αὐτὸ καὶ τῆς ἀξίζει κάθε ἔπαινος. Εἶναι σὰν τὴ γυναίκα πού βρῆκε τὴ χαμένη δραχμὴ κι ἀμέσως φώναξε τὶς γειτόνισσες τῆς λέγοντας: «Συγχάρητέ μοι ὅτι εὗρον τὴν δραχμὴν ἣν ἀπώλεσα» (Λουκ. ιε’, 9).

«Ὡς οὖν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ’ αὐτοῖς· καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας. καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ» (Ἰωάν. δ’ 40-41). Οἱ Ναζαρηνοὶ ζητοῦσαν νὰ τὸν γκρεμίσουν ἀπὸ τὸ χεῖλος τοῦ ὅρους (βλ. Λουκ. δ’, 29), «διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ». Οἱ Γαδαρηνοὶ τοῦ ζήτησαν νὰ τοὺς ἀφήσει καὶ νὰ φύγει μακριὰ (Λουκ.η΄, 37). Αὐτοὶ ἐδῶ οἱ Σαμαρεῖτες ὅμως τοῦ ζήτησαν νὰ μείνει μαζί τους, «ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ’ αὐτοῖς». Ὁ Κύριος ἀνταποκρίθηκε στὸ αἴτημά τους κι ἔμεινε μαζί τους δυὸ μέρες. Κι ὁ θερισμὸς ἦταν πραγματικὰ μεγάλος, πλούσιος, τόσο γιὰ ἐκείνους πού τὸν πίστεψαν ἀπὸ τὰ λόγια πού ἄκουσαν ἀπὸ τὴ γυναίκα, ὅσο καὶ γιὰ ἐκείνους πού πίστεψαν ἄμεσα στὰ δικά Του λόγια.

Στή συνέχεια ἔλεγαν στὴ γυναίκα: «οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν, καὶ οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστὸς» (Ἰωάν. δ’, 42). Δὲν μᾶς εἶναι γνωστὰ ὅσα εἶπε ὁ Κύριος τὶς δυὸ αὐτὲς μέρες στοὺς πνευματικὰ πεινασμένους καὶ διψασμένους ἀνθρώπους. Δὲν γράφτηκε τίποτα γι’ αὐτά. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅμως πώς τὰ λόγια Του εἶναι ὕδωρ ζῶν, πού ὅταν τὸ πίνει ὁ ἄνθρωπος δὲν ξαναδιψάει ποτὲ πιά. Αὐτὸ φαίνεται πρῶτον ἀπὸ τὸ μεγάλο πλῆθος ἐκείνων πού πίστεψαν στὸν Κύριο καὶ δεύτερον ἀπὸ τὴν ὀρθὴ ὁμολογία τῆς πίστης τους: «οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστὸς».

Ἀνάμεσα στοὺς πολλοὺς θεοὺς πού πίστευαν οἱ Σαμαρεῖτες, μέσα τους διατηροῦσαν καὶ κάποια πίστη στὸν Θεὸ τοῦ Ἰσραήλ. Καὶ κρατοῦσαν τὴν πίστη αὐτὴ ὄχι ἐπειδὴ γνώριζαν τὸ Θεὸ αὐτό, ἀλλ’ ἀπὸ σεβασμὸ στὸν Ἰσραὴλ (Ἰακώβ), πού κάποτε εἶχε ζήσει ἀνάμεσά τους. Γι’ αὐτὸ κι ἡ Σαμαρείτιδα μίλησε γιὰ τὸν «πατέρα μας Ἰακὼβ» (Ἰωάν. δ’, 13). Οἱ Σαμαρεῖτες σίγουρα θὰ εἶχαν ἀκούσει τὴν προφητεία γιὰ τὸ ἄστρο πού θ’ ἀνατείλει ἀπὸ τὸν Ἰακὼβ «ἀνατελεῖ ἄστρον ἐξ ᾿Ιακώβ», (Ἀριθμ., κδ’, 17). Ὅταν ὁ βασιλιὰς τῶν Μωαβιτῶν Μπαλὰκ ξεκίνησε πόλεμο ἐναντίον τῶν Ἰσραηλιτῶν, κάλεσε τὸν προφήτη Βαλαὰμ ν’ ἀνακοινώσει νίκη ἐναντίον τοῦ Ἰσραήλ, γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει τὸ στρατό του. Ὁ Μπαλὰκ ὑποσχέθηκε στὸ Βαλαὰμ νὰ τοῦ δώσει μεγάλα δῶρα γιὰ τὶς ὑπηρεσίες του κι ὁ Βαλαὰμ πῆγε στὸ στρατόπεδο τοῦ βασιλιᾶ. Ὅταν ὅμως προσπάθησε νὰ κάνει τὰ μαγικά του καὶ νὰ προφητεύσει αὐτὰ πού ἤθελε ὁ Μπαλάκ, ξαφνικὰ τὸν ἐπισκέφτηκε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κι ἄρχισε νὰ προφητεύει ὄχι αὐτὰ πού ἤθελε ὁ Μπαλάκ, ἀλλ’ ἐκεῖνα πού ἤθελε ὁ Θεός. «Ὡς καλοὶ οἱ οἶκοί σου Ἰακώβ, αἱ σκηναί σου Ἰσραήλ». Ὅταν ὁ Μπαλὰκ ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ ἐπιτίμησε τὸν Βαλαάμ, ἐκεῖνος ὅμως δὲν πτοήθηκε καὶ συνέχισε: «Φησὶ Βαλαὰμ υἱὸς Βεώρ, φησὶν ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθινῶς ὁρῶν, φησὶν ἀκούων λόγια ἰσχυροῦ, ὅστις ὅρασιν Θεοῦ εἶδεν ἐν ὕπνῳ, ἀποκεκαλυμμένοι οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ·… ἀνατελεῖ ἄστρον ἐξ Ἰακώβ, ἀναστήσεται ἄνθρωπος ἐξ Ἰσραὴλ» (Ἀριθμ. κδ’).

Καὶ νὰ πού ἐμφανίστηκε Ἐκεῖνος πού προεῖδε ὁ Βαλαὰμ ἀπὸ παλιά. Τὸ ἄστρο ἔλαμψε ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰακὼβ κι ἦταν λαμπρότερο ἀπὸ τὸν ἥλιο, πιὸ ὄμορφο ἀπὸ τὸ καλλίτερο ὄνειρο. Κι οἱ Σαμαρεῖτες τὸ εἶδαν καὶ χάρηκαν. Τὸ εἶδαν καὶ πίστεψαν. Ἤπιαν μέχρι κορεσμοῦ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν κι ἔζησαν στὸν αἰώνα. Ὁ Σωτήρας μας Χριστὸς δὲν ἔδωσε τὸ ζῶν ὕδωρ μόνο στοὺς Σαμαρεῖτες καὶ τοὺς Ἰουδαίους. Τὸ ἔδωσε κι ἐξακολουθεῖ νὰ τὸ δίνει μέχρι σήμερα σὲ κάθε ἄνθρωπο πού ἔχει ἐπίγνωση τῆς πνευματικῆς του δίψας στὴν ἔρημο αὐτῆς τῆς ζωῆς. Κάποτε ὁ Κύριος στάθηκε στὴν Ἱερουσαλὴμ «ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω» (Ἰωάν. ζ’, 37).

Πρόσεξε πῶς τὸ ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστής: ἔκραξε, λέει. Ὁ Καλὸς Ποιμὴν δὲν ψιθυρίζει. Φωνάζει, κράζει τὸ ποίμνιό Του, τὸ καλεῖ στὸ νερό. Ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος ὁ Χριστὸς στέκεται στὴ μέση τῆς ἐρήμου αὐτοῦ τοῦ κὸσμου καὶ κράζει σ’ ὅλους τούς ταξιδιῶτες πού εἶναι ἐξαντλημένοι ἀπὸ τὴ δίψα. Εὐλογημένοι εἶναι ὅσοι ἀκοῦν τὴ φωνή Του καὶ τὸν πλησιάζουν μὲ πίστη. Ὁ Χριστὸς δὲν θὰ τοὺς ρωτήσει οὔτε ποιὰ γλώσσα μιλᾶνε οὔτε σὲ ποιὸ ἔθνος ἀνήκουν. Οὔτε τὴν ἡλικία τους θέλει νὰ μάθει οὔτε ἂν εἶναι πλούσιοι ἢ φτωχοί. Θὰ δώσει σὲ ὅλους ὕδωρ ζῶν γιὰ νὰ τοὺς ἐνισχύσει καὶ νὰ τοὺς ἀναζωογονήσει, νὰ τοὺς ἀνανεώσει καὶ νὰ τοὺς ἀναγεννήσει, νὰ τοὺς υἱοθετήσει, νὰ τοὺς βγάλει ἀπὸ τὸ πύρινο καμίνι αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας.

Πόσο ὑπέροχο εἶσαι, ὕδωρ ζῶν! Γλυκύτατε Σωτήρα μας, δροσερή, κρυστάλλινη κι ἀνανεωτικὴ πηγή, πόσο πλούσιος καὶ ζωοποιὸς εἶσαι! Πνεῦμα Ἅγιο, Παράκλητε, προσάγαγε στὸν Κύριο Ἰησοῦ ὅλους ἐκείνους πού οἱ ψυχὲς τους διψοῦν γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ κραυγάζουν: «Ἡ ψυχή μου διψᾶ γιὰ τὸν Θεό, γιὰ τὸν Ζῶντα Θεό!»

Δόξα καὶ ὕμνος σὲ Σένα, Κύριε Ἰησοῦ, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν!