Κυριακή τῆς Σαμαρείτιδας

Κυριακή τῆς Σαμαρείτιδας

Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

«Ἔρχεται οὖν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὅ ἔδωκεν ᾿Ιακὼβ ᾿Ιωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ» (Ἰωάν. δ’ 5) Ἡ περιοχὴ ὁλόκληρη ἀπὸ τὴν Ἰουδαία μέχρι τὴ Γαλιλαία ὀνομάζεται Σαμάρεια. Τὸ ὄνομά της τὸ ἔλαβε ἀπὸ τὸ βουνὸ Σαμάρεια. Ὁ δρόμος ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ πρὸς τὴ Γαλιλαία ἐξακολουθεῖ νὰ περνάει ἀπὸ τὴ Συχὰρ (τὴ σημερινὴ Ἄσκαρ). Ἐκεῖ εἶναι ἕνα κομμάτι γῆς πού τὸ εἶχε ἀγοράσει ὁ Ἰακὼβ ἀπό τούς γιοὺς τοῦ Ἐμώρ κι ἔχτισε ἐκεῖ ἕνα θυσιαστήριο, πού τὸ ὀνόμασε «Θεὸς τοῦ Ἰσραὴλ» (Γέν. λγ’ 19-20). Ἀργότερα ὁ Ἰακὼβ δώρησε τὴ γῆ αὐτὴ στὸ γιὸ του Ἰωσήφ.

«Ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ ᾿Ιακώβ. ὁ οὖν ᾿Ιησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη» (Ἰωάν.δ΄ 6). Ἡ πηγὴ αὐτὴ εἶχε τὸ ὄνομα τοῦ Ἰακὼβ εἴτε ἐπειδὴ ὁ προπάτοράς μας Ἰακὼβ εἶχε κατοικήσει κοντὰ στὸ πηγάδι αὐτὸ μαζὶ μὲ τὰ κοπάδια του εἴτε ἐπειδὴ τὸ πηγάδι αὐτὸ τὸ ἔφτιαξε ὁ ἴδιος. Κουρασμένος ἀπὸ τὸν ἀπόκρημνο καὶ ἀνηφορικὸ δρόμο ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ ὡς ἐκεῖ, ὁ Κύριος κάθησε δίπλα στὸ πηγάδι γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ. Ἡ ἕκτη ὥρα, ὅπως τὴ μετροῦσαν στὴν Ἀνατολή, ἦταν ἡ μεσημβρία.

Ὁ Κύριος ἔφτασε ἐκεῖ τὴν ὥρα πού ὁ ἥλιος μεσουρανοῦσε κι ἡ ζέστη ἦταν μεγάλη. Ἦταν κεκοπιακώς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας πού ἔκανε γιὰ τὴ σωτηρία μας, ὅπως κεκοπιακώς ἦταν κι ἀργότερα, ὅταν ἀνέβαινε στὸ σταυρὸ αἱμόφυρτος καὶ πονεμένος. Γιατί δὲν ταξίδεψε νύχτα, πού εἶχε καὶ δροσιά; Οἱ νύχτες γιὰ τὸν Κύριο ἦταν ἀφιερωμένες στὴν προσευχή. Κι ἂν ὑποθέσουμε στὴ συγκεκριμένη περίπτωση πώς θὰ ταξίδευε νύχτα, τὸ εὐαγγέλιο θὰ ἦταν φτωχότερο κατὰ ἕνα μοναδικὸ γεγονὸς κι ἀπὸ μιὰ πολὺ διδακτικὴ καὶ σωστικὴ ἀποκάλυψη. Ταξίδευε μέρα, μὲ τὰ πόδια, στοὺς ἀνηφορικοὺς κι ἀπότομους δρόμους καὶ μὲ μεγάλη ζέστη, κουρασμένος καὶ δίψασμένος, γιατί βιαζόταν νὰ ἐκμεταλλευτεῖ κάθε στιγμὴ τοῦ ἐπίγειου βίου Του, μέρα καὶ νύχτα, γιὰ τὴ σωτηρία μας.

«Ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· δός μοι πιεῖν». (Ἰωάν. δ’ 7). Ὁ εὐαγγελιστής τονίζει πώς ἡ γυναίκα ἦταν Σαμαρείτιδα, ἐπειδὴ οἱ Ἰουδαῖοι χαρακτήριζαν τοὺς Σαμαρεῖτες ὡς εἰδωλολάτρες. Δός μοι πιεῖν, τῆς εἶπε ὁ Κύριος. Ἦταν κουρασμένος καὶ διψασμένος, σημάδι πώς τὸ σῶμα Του ἦταν ἀληθινὰ ἀνθρώπινο σῶμα κι ὄχι ὁμοίωμα, ὅπως ἰσχυρίστηκαν κάποιοι αἱρετικοί. Ὅπως τὸ σῶμα Του δάκρυζε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως ὑπόφερε ἀπό τούς πόνους Του στὸ σταυρό, ἔτσι εἶχε καὶ τὴν αἴσθηση τῆς πείνας καὶ τῆς δίψας.

Ἂν τὸ ἤθελε, θὰ μποροῦσε βέβαια νὰ ξεπεράσει τὴν ἀνάγκη αὐτή, ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπ’ αὐτήν. Θὰ μποροῦσε μὲ τὴ θεϊκή Του δύναμη νὰ τὴν ἀναστείλει γιὰ κάποιο διάστημα ἡ καὶ νὰ τὴν καταργήσει ἐντελῶς. πῶς ὅμως ἔτσι θὰ ‘δειχνε ὅτι ἦταν ἀληθινὸς ἄνθρωπος; Πῶς θὰ μποροῦσε «κατὰ πάντα τοῖς ἀδελφοῖς ὁμοιωθῆναι»; (Ἑβρ. β’ 17), πῶς θὰ τοὺς ὀνόμαζε ἀδελφούς Του; Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς διδάξει τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν καρτερία στὶς θλίψεις, ἂν ὁ Ἴδιος δὲν εἶχε ὑποφέρει καὶ δὲν εἶχε ὑπομείνει τὶς θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμούς; Καὶ τελευταῖο, θὰ μποροῦσε ἡ τελικὴ νίκη Του νὰ ‘χει τὴ λαμπρότητα πού μᾶς δυναμώνει καὶ μᾶς φωτίζει στὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς μας, ἂν ὁ Ἴδιος δὲν τὰ εἶχε ὑπομείνει πρῶτος ὅλα καὶ μάλιστα στὸν ὕψιστο βαθμό;

Θὰ ρωτήσει κανείς: «Πῶς γίνεται Ἐκεῖνος πού μποροῦσε νὰ πολλαπλασιάσει τοὺς ἄρτους καὶ νὰ περπατάει στὸ νερό, σάν σὲ στέρεο ἔδαφος, νὰ μὴν μπορεῖ μετὰ ἀπὸ ἕνα τόσο κοπιαστικὸ καὶ μακρὺ ταξίδι, μ’ ἕνα Του λόγο (ἢ καὶ μὲ μιά Του σκέψη) ν’ ἀνοίξει ξαφνικὰ μιὰ πηγὴ μὲ νερὸ στὸ βράχο ἡ στὴν ἄμμο καὶ νὰ σβήσει τὴ δίψα του;».

Σίγουρα αὐτὸ ἀνήκει στὴ δύναμή Του. Τὸ ἔκανε ὁ Μωυσῆς αὐτὸ στὴν ἔρημο. Τὸ ἔκαναν καὶ πολλοὶ ἅγιοι στὸ ὄνομά Του, ἀπὸ τότε πού ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία μας. Πῶς λοιπὸν δὲν μποροῦσε νὰ τὸ κάνει ὁ Ἴδιος; Μποροῦσε, μὰ δὲν ἤθελε. Ποτὲ Του δὲν ἔκανε οὔτε ἕνα μοναδικὸ θαῦμα μόνο γιὰ τὸ δικό Του καλό, γιὰ νὰ ταΐσει, νὰ ποτίσει ἤ νὰ ντύσει τὸν ἑαυτό Του. Ὅλα τὰ θαύματα τὰ ἔκανε γιὰ τοὺς ἄλλους. Δὲν ὑπάρχει σκιὰ ἰδιοτέλειας στὴ ζωή Του. Ἀκόμα κι ὅταν μικρὸ παιδὶ ἔφυγε γιὰ ν’ ἀποφύγει τὸ ξίφος τοῦ Ἡρώδη, δὲν τὸ ἔκανε γιὰ τὸν ἑαυτό Του, ἀλλά γιὰ χάρη τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ὥρα Του δὲν εἶχε φτάσει ἀκόμα. Ὅταν ὅμως ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο Του ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, δὲν προσπάθησε ν’ ἀποφύγει τὸ θάνατο, δὲν ἔφυγε. Ἀντίθετα, πῆγε νὰ τὸν συναντήσει.

Ὅλα τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, κάθε συμπεριφορά Του καὶ κάθε ἔργο πού ἔκανε σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του, τὰ πάντα καθοδηγοῦνταν ἀπὸ τὴν ἀπεριόριστη ἀγάπη Του γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, καθὼς κι ἀπὸ τὴν ἀπεριόριστη σοφία Του.

Δός μοι πιεῖν. Ὁ Δημιουργὸς τὸ ζητάει αὐτὸ ἀπὸ τὸ πλάσμα Του. Τὰ λόγια αὐτὰ ἀντηχοῦν ἐδῶ καὶ δυὸ χιλιάδες χρόνια. Τὰ λόγια αὐτὰ δὲν τὰ εἶπε μόνο στὴ Σὰμαρείτιδα. Ἀπευθύνονται σ’ ὅλες τὶς γενιὲς τῶν ἀνθρώπων, ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου.

Δός μοι πιεῖν, λέει σήμερα ὁ Χριστὸς στὸν καθένα μας. Ὁ Δημιουργὸς τοῦ νεροῦ, Ἐκεῖνος πού παρέχει τὶς θάλασσες καὶ τοὺς ὠκεανούς, τὰ ποτάμια καὶ τὶς πηγές, δὲν τὸ λέει αὐτὸ ἐπειδὴ διψάει γιὰ νερό. Διψάει γιὰ τὴν ἀγαθή μας θέληση, γιὰ τὴν ἀγάπη μας. Ὅταν τοῦ δίνουμε κάτι, δὲν εἶναι ἀπὸ τὸ δικό μας, ἀλλ’ ἀπὸ τὸ δικό Του. Κάθε ποτήρι νερὸ πού ἔχουμε στὴ γῆ δικό Του εἶναι, Ἐκεῖνος τὸ δημιούργησε. Γιὰ κάθε ποτήρι ψυχροῦ ὕδατος πού δίνουμε στοὺς ἀδελφούς Του τοὺς ἐλαχίστους, ἔχει πληρώσει μὲ τὸ τίμιο αἷμα Του. Μὲ τὴν ἀνεξάντλητη κι ἀμίμητη ταπείνωσή Του ὅμως δὲν ζητάει ἀπὸ τὴ Σαμαρείτιδα ὡς Δημιουργὸς ἀπὸ τὸ πλάσμα Του, ἀλλ’ ὡς ἄνθρωπος ἀπὸ ἄνθρωπο. Μᾶς δείχνει ἔτσι τὴν ταπείνωσή Του καὶ φανερώνει τὴν περιορισμένη καὶ ἐνδεή ἀνθρώπινη φύση Του. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ζητήσει κάτι ἀπὸ κάποιον ἄλλον, ὅπως ἔχει καὶ τὸ καθῆκον νὰ ἐξυπηρετήσει καὶ νὰ ἐλεήσει τὸν ἄλλον.

«Οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι» (Ἰωάν. δ’ 8). Ὁ Κύριος δὲν ἦταν μόνο κουρασμένος καὶ διψασμένος, ἀλλά πεινοῦσε κιόλας, ὅπως κι οἱ μαθητές Του. Εἶναι κι αὐτὴ μιὰ ἀκόμα ἀπόδειξη πώς ἦταν ἀληθινὸς ἄνθρωπος καὶ πώς δὲν ἔκανε θαύματα στὶς περιπτώσεις πού ἡ θαυματουργία δὲν λειτουργοῦσε γιὰ τὸ γενικότερο καλό, γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ὁ εὐαγγελιστὴς ἀναφέρει τὴν ἀπουσία τῶν μαθητῶν, ὥστε νὰ ἐξηγήσει γιὰ ποιὸ λόγο ὁ Κύριος ζήτησε νερὸ ἀπὸ τὴ γυναίκα. Ἂν οἱ μαθητὲς ἦταν ἐκεῖ θὰ εἶχαν βγάλει ἐκεῖνοι νερό, ὁπότε ἡ γυναίκα δὲν χρειαζόταν ν’ ἀναφερθεῖ.

Σὲ κάθε περίπτωση ἡ Θεία πρόνοια ἤθελε νὰ δημιουργήσει τὴν εὐκαιρία γιὰ τὴ δική μας διδαχή, ὥστε ὅταν κι ἐμεῖς συναντᾶμε τὸν ἐχθρό μας στὴν ἀνάγκη του, νὰ τὸν βοηθᾶμε. Κι ὅταν τὸ ἔθνος μας βρίσκεται σὲ ἔχθρα μὲ τοὺς γειτονικοὺς λαούς, ἐμεῖς σὰν ἄνθρωποι νὰ μὴν τολμᾶμε νὰ ἐπεκτείνουμε τὴν ἔχθρα σὲ κάθε ἄνθρωπο τοῦ ἔθνους αὐτοῦ. Ὅταν μᾶς δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, εἶναι καθῆκον μας νὰ βοηθᾶμε κάθε ἄνθρωπο πού ἔχει ἀνάγκη, χωρὶς νὰ προσέχουμε ἂν ἀνήκει στὸ δικό μας ἔθνος ἡ ὄχι.

«Λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ Σαμαρεῖτις· πῶς σὺ ᾿Ιουδαῖος ὢν παρ’ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; οὐ γὰρ συγχρῶνται ᾿Ιουδαῖοι Σαμαρείταις» (Ἰωάν. δ’ 9). Ἡ γυναίκα εἶχε τὴν ἄποψη πού εἶχαν ὅλοι στὴν ἐποχή της, πώς ὁ ἄνθρωπος δὲν πρέπει νὰ μισεῖ μόνο ἕνα ἐχθρικὸ ἒθνος, ἀλλὰ καὶ κάθε ἄνθρωπο πού ἀνήκει στὸ ἔθνος αὐτό. Στὴν παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη ὁ Κύριος ἐπισήμανε τὴν ἔχθρα καὶ τὸ μίσος πού ἔνιωθαν οἱ Ἰουδαῖοι γιὰ τοὺς Σαμαρεῖτες. Καὶ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐξηγεῖ γιατί κι οἱ Σαμαρεῖτες ἔνιωθαν τὸ ἴδιο μίσος γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Γιὰ νὰ σπάσει τὸ φράγμα τοῦ μίσους ἀνάμεσα στὰ ἔθνη, πρέπει πρῶτα νὰ σπάσει κανεὶς τὸ φράγμα πού δημιουργεῖ τὸ μίσος ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὸς εἶναι ὁ μοναδικὸς λογικὸς τρόπος γιὰ νὰ θεραπεύσει κανεὶς τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴ μεγάλη ἀρρώστια τοῦ ἀμοιβαίου μίσους.

«Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν» (Ἰωάν. δ’ 10). Ἡ . δωρεὰ τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ κατανοηθεῖ τόσο μὲ τὴν ὑλικὴ ὅσο καὶ μὲ τὴν πνευματικὴ ἔννοια. Ἀπὸ τὴν ὑλικὴ ἄποψη ἡ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ κατανοήσουμε πώς ἀναφέρεται σ’ ὅλα ὅσα ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἀγαθότητά Του δημιούργησε καὶ ἔδωσε γιὰ χρήση καὶ βοήθεια στὸν ἄνθρωπο.

Ἂν ἐσύ, γυναίκα, γνώριζες πώς τὸ νερὸ αὐτὸ δὲν ἀνήκει οὔτε στοὺς Σαμαρεῖτες οὔτε στοὺς Ἰουδαίους, ἀλλ’ εἶναι τοῦ Θεοῦ· ἂν γνώριζες πώς ὅταν ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸ νερὸ αὐτὸ δὲν ἔβαλε πινακίδες πού νὰ λένε πώς «αὐτὸ εἶναι γιὰ τοὺς Σαμαρεῖτες» ἡ «γιὰ τοὺς Ἰουδαίους», ἀλλά «γιὰ τοὺς ἀνθρώπους», τότε θὰ ἔβγαζες τὸ νερὸ αὐτὸ μὲ δέος, ἀφοῦ εἶναι δῶρο Θεοῦ, καὶ θὰ τὸ ἔδινες στὸ διψασμένο ἄνθρωπο νὰ πιεῖ μὲ ἀκόμα μεγαλύτερο δέος, ἀφοῦ τὸ προσφέρεις στὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ. Ὁ κόσμος ὁλόκληρος εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο· κι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δῶρο Θεοῦ στὸν κόσμο.

Ἀπὸ πνευματικὴ ἄποψη τώρα, ἡ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος. Παραδίνοντας ὁλόκληρο τὸν ὁρατὸ κόσμο στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του, ὁ Θεὸς τοῦ δίνει τὸν Ἴδιο Του τὸν Ἑαυτό. Ἂν ἐσύ, γυναίκα, γνώριζες τί πολύτιμο δῶρο ἔστειλε ὁ Θεὸς στοὺς Ἰουδαίους καὶ στοὺς Σαμαρεῖτες, καθὼς καὶ σ’ ὅλους τούς ἄλλους λαοὺς χωρὶς ἐξαίρεση, ἡ ψυχή σου θὰ ἔτρεμε. Θὰ ἔκλαιγες ἀπὸ χαρά, θὰ ἔμενες ἄφωνη ἀπὸ θαυμασμό, δὲν θὰ τολμοῦσες νὰ σκέφτεσαι κὰν γιὰ ἀμοιβαία ἔχθρα καὶ γιὰ μίσος ἀνάμεσα στοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς Σαμαρεῖτες.

Νὰ ξέρεις πώς ἂν ἐπρόκειτο νὰ σοῦ ἀποκαλυφτοῦν ὅλα τὰ μυστήρια Ἐκείνου πού τώρα μιλάει μαζί σου, Αὐτοῦ πού κρίνοντας ἀπὸ τὴν ἐξωτερική Του ἐμφάνιση τὸν λογαριάζεις γιὰ κάποιον συνηθισμένο ἄνθρωπο, πού ἀπὸ τὰ ροῦχα πού φοράει κι ἀπὸ τὸν τρόπο πού μιλάει τὸν θεωρεῖς Ἰουδαῖο, «σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν». Μὲ τὸ «ὕδωρ ζῶν». ἐννοεῖ ὁ Κύριος τὴν φωτιστικὴ καὶ ζείδωρη δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού ὑποσχέθηκε στοὺς πιστούς. «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα ῞Αγιον, ὅτι ᾿Ιησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη» (Ἰωάν. ζ’ 38-39). Ἡ γυναίκα ὅμως δὲν ἤξερε καὶ δὲν καταλάβαινε τίποτα ἀπ’ ὅλ’ αὐτὰ καὶ γι’ αὐτὸ συνέχισε νὰ ρωτάει:

«Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλι ὃς δι’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. δ’ 13, 14). Δούλους δὲν ἔχεις, δοχεῖο δὲν ἔχεις, τὸ πηγάδι εἶναι βαθύ. Πῶς λοιπὸν θ’ ἀντλήσεις τὸ δροσερὸ καὶ ζωογόνο νερό; Ἡ γυναίκα ἔβλεπε τὸν Κύριο κάτω ἀπὸ τὸ κάλυμμα τῆς ἀνθρώπινης σάρκας, τὸν λογάριαζε κάποιον συνηθισμένο θνητό, ἕναν ἀβοήθητο ἄνθρωπο. Ὕδωρ ζῶν, καὶ τότε καὶ τώρα, ὀνομάζεται τὸ νερὸ πού βγαίνει ἀπὸ πηγή, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ νερὸ πού ἀντλοῦμε ἀπὸ πηγάδια καὶ στέρνες.

Ὑπάρχει ὅμως καὶ πηγαδίσιο νερὸ πού ὀνομάζεται δροσερό, ζῶν ὕδωρ, ὅταν τὸ πηγάδι αὐτὸ τροφοδοτεῖται ἀπὸ πηγή. Ἡ πηγὴ βρίσκεται στὸν πυθμένα τοῦ πηγαδιοῦ, ἀπ’ ὅπου ρέει τὸ νερὸ καὶ τὸ γεμίζει. Σὲ κάποια στιγμὴ ὅμως τῆς ἔρχεται μιὰ δεύτερη σκέψη καὶ βιάζεται νὰ τὴν ἐξωτερικεύσει: μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν ᾿Ιακώβ; Σὰ νὰ ‘θελε νὰ πεῖ: Μήπως μπορεῖς ἐσὺ νὰ δημιουργήσεις μιὰ ἄλλη πηγὴ νεροῦ, δίπλα στὴν πρώτη; Ὁ πατέρας μας Ἰακὼβ δὲν δημιούργησε τὴν πηγή, ἀλλ’ ἁπλά τὴν ἔχτισε καὶ τὴν περιόρισε. Ἂν ἐσύ μπορεῖς νὰ δημιουργήσεις μιὰ ἄλλη πηγή, νὰ φτιάξεις τρεχούμενο νερό, αὐτὸ θὰ ἦταν ὕδωρ ζῶν, καὶ τότε βέβαια θὰ ἤσουν μείζων τοῦ πατέρα μας Ἰακώβ. Εἶσαι ἀνώτερος ἀπὸ ἐκεῖνον; Τὸ πηγάδι αὐτὸ τοῦ Ἰακὼβ ἔχει τόσο ἄφθονο νερό, ὥστε ἀπ’ αὐτὸ ἤπιε ὁ ἴδιος, ἤπιαν τὰ παιδιά του, τὰ ζωντανά του κι ὅλοι ἐμεῖς πού ζοῦμε ἐδῶ κοντά, καθὼς κι οἱ ταξιδιῶτες πού περνοῦν ἀπ’ ἐδῶ, κι οἱ ἐπισκέπτες. Κι αὐτὸ γίνεται αἰῶνες τώρα καὶ τὸ νερὸ στὸ πηγάδι δὲν στερεύει. Μήπως ἐσύ μπορεῖς νὰ κάνεις κάτι καλλίτερο κι ἀνώτερο ἀπ’ αὐτό;

Τὰ λόγια αὐτὰ τῆς Σαμαρείτιδας ἀπὸ τὴ μιὰ φανερώνουν τὴν ὑπερηφάνειά της γιὰ τὸν πατέρα τους Ἰακώβ. Ἀπὸ τὴν ἄλλη διατυπώνουν κάτι περισσότερο ἀπὸ ἀμφιβολία, κάτι σὰν εἰρωνεία στὸν Κύριο Ἰησοῦ. Δὲν ἦταν τόσο ἀγενὴς καὶ δημόσια ἡ εἰρωνεία ὅσο ἐκείνη πού ἔγινε κατὰ τὴν ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου, ὅταν οἱ ἄνθρωποι πού ἄκουσαν τὸν Κύριο νὰ τοὺς λέει πώς κοιμᾶται τὸ κορίτσι τὸν περιγελοῦσαν (κατεγέλων αὐτοῦ), ἦταν ὅμως μιὰ ἔμμεση καὶ κρυφὴ εἰρωνεία. Ὁ Κύριος ὅμως πού σκοπὸ Του εἶχε νὰ τραβήξει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴ λάσπη τῆς ἁμαρτίας, ἦταν προετοιμασμένος νὰ δεχτεῖ ἐμπαιγμοὺς καὶ εἰρωνεῖες τόσο ἀπὸ ἀνθρώπους ὅσο κι ἀπὸ δαίμονες. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν μέμφεται τὴ γυναίκα γι’ αὐτὴν τὴν αἰχμηρὴ εἰρωνεία, ἀλλά προχωρεῖ μὲ στόχο τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς της:

«Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν·ὃς δι’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. δ’ 13,14). Ὁ Κύριος δὲν ἀπαντᾶ στὴ γυναίκα μὲ τὸν τρόπο πού θὰ ‘θελε ἐκείνη. Δὲν θὰ τῆς πεῖ πόσο ἀνώτερος εἶναι ἀπὸ τὸν Ἰακώβ. Ἐκεῖνος βλέπει τὴν αἰτία τῆς παρανόησης ἀνάμεσα στὸν Ἴδιο καὶ στὴ γυναίκα, ἡ γυναίκα ὅμως δὲν τὴ βλέπει.

Ἡ παρανόηση προέρχεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι Αὐτὸς τῆς μιλάει γιὰ τὸ πνευματικὸ νερό, τὸ ζωογόνο. Ἡ γυναίκα ὅμως εἶναι μαθημένη νὰ σκέφτεται μὲ τὴ γήινη ἀντίληψη, ἐκείνη πού νιώθουν κι οἱ αἰσθήσεις. Ἐκείνη κατανοεῖ τὸ νερὸ πού μπορεῖ νὰ δεῖ, πού δημιούργησε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ ξεδιψάει πρόσκαιρα τὴ φυσικὴ δίψα. Τὸ ζῶν ὕδωρ γιὰ τὸ ὁποῖο μιλάει ὁ Κύριος εἶναι ἡ ζωοποιὸς Θεία Χάρη πού ἀναζωογονεῖ καὶ ξεδιψάει τὴν ψυχή, πού τὴν ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωή, ἐνῶ ἀκόμα βρίσκεται στὴν παροῦσα .Ὅταν ἡ ζωοποιὸς αὐτὴ Χάρη εἰσέρχεται στὸν ἄνθρωπο, ἀνοίγει μέσα του μιὰ ἀνεξάντλητη πηγὴ ζωῆς, χαρᾶς καὶ δύναμης.

«Λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή· Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν» (Ἰωάν. 15). Ἡ γυναίκα βρίσκεται ἀκόμα ἐγκλωβισμένη στὴ δική της ἀντίληψη, σκέφτεται ἀκόμα τὸ ἐπίγειο νερό. Στὴν καλλίτερη περίπτωση θὰ ‘παιρνε τὸν Κύριο γιὰ κάποιον μάγο, ἱκανό νὰ κάνει ἕνα θαῦμα μὲ ἀπάτη. Γιὰ νὰ ἐξουδετερώσει λοιπὸν τὴν ἀνθρώπινη αὐτὴ ἀντίληψη τῆς γυναίκας ὁ Κύριος, γυρίζει ξαφνικὰ τὴ συζήτηση σὲ ἄλλο θέμα.

«Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθὲ ἐνθάδε. ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν· οὐκ ἔχω ἄνδρα. λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω· πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας» (Ἰωάν. δ’ 16-18). Τῆς τὸ εἶπε αὐτὸ γιὰ νὰ τὴν μάθει νὰ σκέφτεται πνευματικά, ὄχι σαρκικά. Ὁ Κύριος δὲν τὸ λογαριάζει συνετὸ νὰ κάνει κάποιο θαῦμα μπροστά της, μὰ νὰ δείξει πώς ὁ Ἴδιος εἶναι προφήτης. Ξέρει πώς αὐτὸ θὰ ἔχει τὸ ἴδιο δυνατὸ ἀποτέλεσμα μὲ τὴ θαυματουργία. Ὑπάγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου. Ὁ Κύριος γνωρίζει πώς δὲν ἔχει ἄντρα, μὰ θέλει ν’ ἀκούσει τὴ δική της ἀπάντηση. Τὴν ταρακουνᾶ, φανερώνοντας τὴν παντογνωσία Του.

Πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες. Αὐτὴ ἦταν μιὰ δυνατὴ ἔκπληξη γιὰ τὴ γυναίκα. Τώρα ὅμως ἀκούει κι ἕνα ἔνοχο μυστικό της, πού πολὺ θὰ ‘θελε νὰ κρύψει, ὅπως, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ. Αὐτὸ λειτούργησε σὰν κεραυνὸς πού ἄστραψε στὸν γαλανὸ οὐρανό.

Ἀλλά μὴν κατακρίνεις τὴ Σαμαρείτιδα, ἀνθρώπινη ψυχή. Μὴ τὴν καταδικάζεις. Ρώτησε καλύτερα τὸν ἑαυτό σου: «Ποιὸς εἶναι ὁ σύζυγός μου;» Δὲν εἶχες ἤδη πέντε ἄντρες ἴσαμε τώρα; Κι ὁ σύντροφος πού ἔχεις τώρα δὲν εἶναι κάποιος ἄλλος κι ὄχι ὁ νόμιμος σύζυγός σου; Ἡ ψυχὴ εἶναι ἐκκλησία. Κεφαλὴ τῆς ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός. Μὲ λίγα λόγια, σύζυγος (Νυμφίος) τῆς χριστιανικῆς ψυχῆς εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος. Ἂν ὅμως παραμένεις δεμένη σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἂν εἶσαι «συζευγμένη» μ’ αὐτὸν κι ἂν οἱ πέντε αἰσθήσεις σου εἶναι ταιριασμένες μαζί του, τότε θὰ βρίσκεσαι στὴν ἴδια ἁμαρτωλὴ καὶ δύστυχη κατάσταση ὅπου βρέθηκε κι ἡ Σαμαρείτιδα. Ἂν εἶσαι δυσαρεστημένη κι ἀπογοητευμένη ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις σου, τότε τὶς ἔχεις πραγματικὰ ἀπορρίψει, ἔχεις πάρει διαζύγιο ἀπ’ αὐτές. Τότε θὰ εἶναι σὰν πέντε νεκροὶ σύζυγοι, ὁπότε ἐσύ ἀποφασίζεις νὰ ζήσεις μὲ τὸν ἕκτο σύντροφο, πού βέβαια δὲν εἶναι νόμιμος σύζυγός σου, ἀλλά διάδοχος τῶν ἄλλων πέντε, πού ὅλοι μαζὶ ὁλοκληρώνουν τὴν αἰσθητική σου ἀντίληψη. Αὐτὸ εἶναι τὸ ψέμμα κι ἡ λάσπη πού ἔχουν μαζέψει οἱ αἰσθήσεις μέσα σου κι ἔχουν σχηματίσει ἕνα σωρὸ ἀπὸ σκουπίδια.

Ἡ συνομιλία τοῦ Κυρίου μὲ τὴ Σαμαρείτιδα εἶναι συζήτηση τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἄπιστη ψυχή. Ἡ συνομιλία αὐτὴ περιέχει ἕνα μήνυμα γιὰ σένα. Εἶναι συνομιλία ἀνάμεσα στὸν Οὐράνιο Νυμφίο καὶ τὴ νύμφη Του, τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος πού ὁ Κύριος ἐπικέντρωσε τὴ συζήτησή Του στὸν ἄντρα τῆς Σαμαρείτιδας. Θὰ μποροῦσε νὰ ἐκτυλιχτεῖ διαφορετικὰ ἡ συζήτηση μαζί της, νὰ τῆς φανέρωνε μὲ ἄλλον τρόπο πώς ἦταν προφήτης. Θὰ μποροῦσε νὰ τῆς ἀποκαλύψει κάποιο ἄλλο μυστικὸ δικό της ἤ τῶν γονιῶν της ἡ τῶν γειτόνων της στὸ Συχάρ. Κι ἡ γνώση αὐτὴ νὰ εἶχε καταπλήξει ἐξίσου τὴ γυναίκα. Σκόπιμα ὅμως ἔφερε τὴ συζήτηση στὸ σύζυγο τῆς γυναίκας, ἐπειδὴ αὐτὸ ἔχει νὰ προσφέρει κάτι καὶ σὲ σένα. Σὲ σένα καθὼς καὶ σ’ ὅλες τὶς ψυχὲς πού δημιούργησε ἀπὸ τὴν ἀρχή καὶ θὰ συνεχίσει νὰ δημιουργεῖ ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου.

Ἡ ἐρώτηση γιὰ τὸ σύζυγό σου, ψυχή, εἶναι ἡ σπουδαιότερη κι ἡ πιὸ ἀποφασιστική. Ὅποιος κι ἂν εἶναι ὁ σύντροφός σου, εἶσαι σύζυγος τοῦ προσώπου αὐτοῦ. Ἂν σύντροφός σου εἶναι ὁ κόσμος, θὰ καταστραφεῖς μαζί του. Ἂν σύντροφός σου εἶναι ἡ ἁμαρτία, θὰ πεθάνεις μαζί της. Ἂν σύντροφός σου εἶναι ὁ διάβολος, θὰ εἶσαι μαζί του αἰώνια. Σὲ ὁποιαδήποτε ἀπὸ τὶς παραπάνω περιπτώσεις, θὰ πίνεις νερὸ πού θὰ σοῦ προκαλεῖ ὅλο καὶ περισσότερη δίψα. Μόνο ἂν ὁμολογήσεις τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς νόμιμο Σύζυγό σου καὶ τὸν συζευχθεῖς μὲ πίστη κι ἀγάπη, θὰ πίνεις τὸ ζῶν ὕδωρ, τὸ δροσερὸ καὶ ζωογόνο νερὸ πού θὰ σὲ ξεδιψάσει γιὰ πάντα καὶ θὰ σὲ ὁδηγήσει στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ τὴν αἰώνια ζωή.

«Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ. οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν ῾Ιεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν. λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· γύναι, πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν ῾Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ πατρί. ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων ἐστίν» (Ἰωάν. δ’ 19-22). Ὁ Κύριος στοχεύει σκόπιμα ν’ ἀγγίξει μιὰ πνευματικὴ χορδὴ τῆς Σαμαρείτιδας. Καὶ τὸ κατορθώνει αὐτὸ ἀναφέροντας τὸ παρελθόν της. Ἡ γυναίκα, πού ὡς τότε ἔνιωθε μόνο τὶς αἰσθήσεις καὶ τὴν κοσμικὴ ἀντίληψη νὰ κυριαρχοῦν μέσα της, ἄρχισε ξαφνικὰ νὰ αἰσθάνεται πώς ξυπνάει ἡ πνευματικὴ ἀντίληψη, πού ὡς τότε ἦταν ναρκωμένη.

Καὶ τὸ πρῶτο πού κάνει, εἶναι ν’ ἀναγνωρίσει καὶ νὰ ὁμολογήσει τὸν Χριστὸ ὡς προφήτη. Αὐτὸ ἦταν ἀρκετὸ σὰν ἀρχή. Κι ἀμέσως μετὰ ἄρχισε ν’ ἀναπτύσσεται ραγδαία τὸ ἐνδιαφέρον της γιὰ τὰ πνευματικὰ πράγματα. Ἔτσι θέτει στὸν Κύριο ἕνα ἐρώτημα πού ἦταν πολὺ ἐπίκαιρο στὶς μέρες της. Ποιὸ ἦταν αὐτό; οἱ ἀτέλειωτες φιλονικίες πού εἶχαν αὐτὴν τὴν ἐποχὴ Ἰουδαῖοι καὶ Σαμαρεῖτες γιὰ τὸν τόπο ὅπου ἔπρεπε νὰ λατρεύεται ὁ Θεός. Ποιὸς ἦταν πιὸ θεάρεστος τόπος; Ἡ Ἱερουσαλὴμ ἡ τὸ βουνὸ τῆς Σαμάρειας; Ποιὸς λατρεύει καλύτερα καὶ προσεύχεται σωστότερα στὸν Θεό, αὐτὸς πού κάνει μετάνοιες καὶ προσεύχεται ἐδῶ ἡ ὁ ἄλλος πού κάνει μετάνοιες καὶ προσεύχεται ἐκεῖ; οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν. Ἡ γυναίκα δὲν λέει «ἐμεῖς», ἀλλά «οἱ πατέρες ἡμῶν». Ἤθελε μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ δώσει μεγαλύτερη σπουδαιότητα στὸ ὄρος αὐτὸ καὶ νὰ δικαιώσει ἔτσι περισσότερο τούς Σαμαρεῖτες τῆς ἐποχῆς της. Ἦταν σὰ νὰ ‘θελε νὰ πεῖ: Δὲν διαλέξαμε ἐμεῖς τὸ ὄρος τοῦτο γιὰ τόπο λατρείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλά οἱ πατέρες μας· κι ἐκεῖνοι ἦταν ἀνώτεροι ἀπό μᾶς καὶ πιὸ κοντὰ στὸν Θεό.

Πάλι ὁ Κύριος δὲν ἀπαντᾶ στὴ γυναίκα μ’ ἕνα «ναὶ» ἡ ἕνα «ὄχι». Προχωρεῖ προσπαθώντας ν’ ἀφυπνίσει καὶ νὰ στηρίξει τὴν ψυχή της. Γύναι, πίστευσον μοι… Πίστεψε Ἐμένα, γυναίκα, ὄχι ἐκείνους πού σοῦ λένε πώς πρέπει νὰ λατρεύεις τὸν Θεὸ στὸ ὄρος αὐτὸ ἡ στὴν Ἱερουσαλήμ. Θὰ ἔρθει καιρὸς πού προσκυνήσετε τῷ πατρί οὔτε στὸ ὄρος αὐτὸ οὔτε στὴν Ἱερουσαλήμ. Ὁ Κύριος σκόπιμα χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο «πατὴρ» ἀντὶ γιὰ «θεοὺς» (οἱ Σαμαρεῖτες προσκυνοῦσαν καὶ «Θεὸ» καὶ «θεούς»). Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ γυναίκα θὰ κατανοήσει πώς μὲ τὴν καινούργια ἀντίληψη γιὰ τὸν Θεὸ θὰ μάθει καὶ τὴ νέα λατρεία. Ἡ λατρεία τοῦ Πατέρα δὲν θὰ ἐξαρτᾶται ἀπὸ συγκεκριμένο τόπο. Κι ἔτσι ἡ ἀποκλειστικότητα πού διεκδικοῦσαν οἱ Σαμαρεῖτες κι οἱ Ἰουδαῖοι καταργεῖται. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Κύριος προφητεύει κάτι πού θὰ γίνει σύντομα καὶ πού ἔχει σχέση μὲ τὴν ἔλευσή Του στὸν κόσμο.

Μ’ ὅλο πού ὁ Κύριος δίνει καὶ στὶς δυὸ αὐτὲς μορφὲς ἀποκλειστικότητας τὸ ἴδιο βάρος καὶ προφητεύει τὸ τέλος καὶ τῶν δύο, στὰ θέματα τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ δίνει κάποια ὑπεροχὴ στοὺς Ἰουδαίους, ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὅ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὅ οἴδαμεν. Ὁ Κύριος γνωρίζει πώς ἡ γυναίκα τὸν βλέπει σὰν Ἰουδαῖο, γι’ αὐτὸ καὶ μιλάει σὰν Ἰουδαῖος. Ἐσεῖς οἱ Σαμαρεῖτες, εἶπε, δὲν γνωρίζετε ποιὸν προσκυνᾶτε, γιατί προσκυνᾶτε πολλοὺς θεοὺς καὶ εἴδωλα. Ὁμολογεῖτε τὴ θεότητα τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τοῦ Ἰακώβ, ταυτόχρονα ὅμως προσφέρετε θυσία στὰ πολυάριθμα εἴδωλα τῶν Ἀσσυρίων καὶ τῶν Βαβυλωνίων. Οἱ Ἰουδαῖοι γνωρίζουν τουλάχιστον πώς ὑπάρχει ἕνας Θεός, μ’ ὅλο πού τὸν προσκυνοῦν καὶ κεῖνοι, ὅπως καὶ σεῖς, μὲ πετρωμένες καρδιές, μὲ σκοτισμένο νοῦ καὶ νεκρὲς συνήθειες. Παρὰ ταῦτα, ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν. Δηλαδή, λέει ὁ Κύριος, ὁ Μεσσίας θὰ γεννηθεῖ ἀπὸ Ἰουδαίους. Ἀπὸ Ἐκεῖνον θὰ ἔρθει ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου. Αὐτὸ ὑποσχέθηκε ὁ Θεὸς στοὺς προπάτορές μας καὶ τὸ ἴδιο προφήτεψαν οἱ προφῆτες. Ἔτσι φρόντισε ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ κι ἔτσι ἔγιναν τὰ πράγματα.

«Ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν. πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰωάν. δ’ 23-24). Ἡ λατρεία τῶν Σαμαρειτῶν δὲν εἶναι ἀληθινή, γιατί δὲν ξέρουν ποιὸ θεὸ προσκυνοῦν. Ἡ λατρεία στὴν Ἱερουσαλὴμ δὲν εἶναι παρὰ σκιὰ τῆς ἀληθινῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ, «σκιὰ τῶν μελλούμενων ἀγαθῶν» (Ἑβρ. ι, 1). Τόσο τὸ ψεύτικο, τὸ μὴ ἀληθινό, ὅπως καὶ ἡ σκιά, σύντομα θὰ ἐξαφανιστοῦν καὶ στὴ θέση τους θὰ βασιλέψει ἡ ἀληθινὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ἥλιος τῆς καινούργιας μέρας ἀνέτειλε. Ἡ αὐγὴ τῆς καινούργιας μέρας χαράζει καθαρὰ καὶ διαλύει τὸ σκοτάδι καὶ τὶς σκιές. Περνάει πολὺς καιρὸς κι ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι χαραυγή. Ὅταν τὸ φῶς τῆς καινούργιας μέρας λάμψει παντοῦ, τότε οἱ ἄνθρωποι θὰ γνωρίσουν τὸν Θεὸ ὡς Πατέρα καὶ θὰ τὸν προσκυνήσουν σὰν γιοί Του, ὄχι σὰν δοῦλοι Του. Δὲν θὰ τὸν λατρεύουν μὲ λέξεις καὶ θυσίες νεκρές, ἀλλ’ ἐν πνεύματι καὶ ἀλήθεια, μὲ ψυχὴ καὶ σῶμα, μὲ πίστη καὶ ἒργα, μὲ σοφία κι ἀγάπη. Ὁ ἄνθρωπος στὴν πληρότητά του θὰ λατρεύσει τὸν Θεὸ στὴ δική Του πληρότητα. Ὁ ἄνθρωπος πού συνίσταται ἀπὸ ψυχὴ καὶ σῶμα, θὰ τὰ καθαγιάσει καὶ τὰ δύο στὸν Θεό, καὶ θὰ τὸν προσκυνήσει μὲ τὰ δύο. Οἱ προσκυνητὲς θὰ ὑποκλιθοῦν ὄχι σὲ κάποιο πλάσμα, μὰ στὸν Ἴδιο τὸν Δημιουργό, ὄχι σὲ κακοὺς δαίμονες πού ἐμφανίζονται σὰν θεοί, ἀλλά στὸν Ἕνα Πολυεύσπλαχνο Πατέρα τοῦ φωτὸς καὶ τῆς ἀλήθειας. Τέτοιοι εἶναι οἱ προσκυνητὲς πού ἀναζητοῦν τὸν Οὐράνιο Πατέρα. Πνεῦμα ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς εἶναι Πνεῦμα, δὲν εἶναι οὔτε σάρκα οὔτε ἄγαλμα οὔτε νεκρὸς λόγος ἤ ἕνας τόπος. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅσοι τὸν προσκυνοῦν, πρέπει νὰ τὸ κάνουν ἐν πνεύματι καὶ ἀλήθεια. Ὁ ἄνθρωπος ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸ θνητὸ κόσμο γύρω του, γι’ αὐτὸ καὶ μὲ τοὺς θνητοὺς συμπεριφέρεται κι αὐτὸς ὡς θνητός. Ὅταν ὅμως ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸν ἀθάνατο Θεό, πρέπει νὰ τὸν προσεγγίσει μὲ ὅ,τι εἶναι ἀθάνατο. Ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος, «οὗ γὰρ ζητῶ τὰ ὑμῶν, ἀλλά ὑμᾶς» (Β’ Κόρ. ιβ’,14).

Ὁ παλιὸς κόσμος ὑπηρετοῦσε τὸν Θεὸ μὲ νομικὲς φόρμες. Πρόσφερε θυσία στὸν Θεὸ τράγους καὶ κριάρια, σεβόταν τὸ Σάββατο κι ἐκτελοῦσε τοὺς ἀπαραίτητους καθαρισμούς, εἶχε λησμονήσει ὅμως τὸ ἒλεος καὶ τὴν ἀγάπη. Διάβαζε τὰ λόγια, «θυσία τῷ Θεῶ πνεῦμα συντετριμμένον καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμὲνην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει» (Ψαλμ. ν’, 17), μὰ δὲν τὰ καταλάβαινε καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὰ τηροῦσε. Ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς ὅμως θὰ λατρεύει τὸν Θεὸ ἐν πνεύματι καὶ ἀλήθεια. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἦρθε ὁ Κύριος στὴ γῆ, γιὰ νὰ δώσει τὸ παράδειγμα τέτοιας λατρείας καὶ προσκύνησης. Ἡ δυσωδία τῶν τράγων καὶ τῶν κριαριῶν πού προσφέρονταν θυσία ἀπὸ ἀνθρώπους μὲ πέτρινες καρδιὲς καὶ σκοτισμένες ψυχές, ἦταν προσβλητικὴ γιὰ τὸν Θεό. Παλιότερα ὅμως νὰ μὴν ἦταν δυσωδία ἀλλά εὐωδία. Τότε ὅμως οἱ θυσίες προσφέρονταν ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαάκ, τὸν Ἰακὼβ καὶ τὸ Μωυσῆ. Ἡ εὐωδία αὐτὴ δὲν προερχόταν ἀπὸ τὸ αἷμα καὶ τὶς σάρκες τῶν ζώων, ἀλλ’ ἀπὸ τὶς εὐλαβικὲς ψυχὲς καὶ τὶς φιλόθεες καρδιὲς τῶν πιστῶν δούλων Του.

Ἀργότερα πού οἱ ψυχὲς ἐκείνων πού ἒκαναν θυσίες ζώων μαράθηκαν κι οἱ καρδιὲς τους πέτρωσαν, καμιὰ θυσία δὲν μποροῦσε νὰ προσφέρει εὐωδία στὸν Θεό. Ὁ Θεὸς δὲν ζητᾶ τὴ μυρουδιὰ πού βγαίνει ἀπὸ τὶς σάρκες καὶ τὸ αἷμα, ἀλλ’ ἐκεῖνο πού βγαίνει ἀπὸ τὶς καρδιὲς καὶ τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι ὅλες οἱ μυρουδιὲς πού ἔβγαιναν ἀπὸ τὰ θυσιαστήρια, γιὰ τὸν Κύριο ἦταν δυσωδία. Κι αὐτὸ ἴσχυε γιὰ ὅλα τὰ θυσιαστήρια, εἴτε τῆς Ἱερουσαλὴμ εἴτε τῆς Σαμάρειας. Πάνω σ’ ὅλη τὴν κόπρο τοῦ κόσμου, ἀπ’ ὅπου ἀναδυόταν ἡ μυρουδιὰ κι ὁ θάνατος, ἦρθε ὁ Κύριος νὰ σπείρει τὰ ἄνθη τοῦ πνεύματος καὶ τῆς ἀλήθειας, πού θὰ κατέστρεφαν τὸ θάνατο καὶ θ’ ἀφάνιζαν τὴ δυσωδία. Ἔτσι ὁ νέος κόσμος παρουσιάζεται στὸν Θεὸ ὡς «νύμφη», ἁγνὴ καὶ καταστόλιστη.

«Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα. λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι. καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει· οὐδεὶς μέντοι εἶπε, τί ζητεῖς ἢ τί λαλεῖς μετ’ αὐτῆς; ᾿Αφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις·» (Ἰωάν. δ’ 25-28). Τί παράξενο σκηνικό! Τί περίεργη ἀλληλουχία σκηνῶν καὶ γεγονότων! Ὁ Κύριος στέκεται στὸ κέντρο μόνος Του, ἀκίνητος, ὅπως ἡ αἰωνιότητα.

Ἡ γυναίκα προκλήθηκε ἀπὸ τὰ πνευματικὰ λόγια τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ ξαφνικὰ θυμήθηκε τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία, πού τὸν περίμεναν κι οἱ Σαμαρεῖτες ὅπως ἀκριβῶς οἱ Ἰουδαῖοι. Ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα, εἶπε ἡ γυναίκα. Γιὰ ἐκείνην, ὅπως καὶ γιὰ ὅλους τούς ἄλλους, ἡ ἰδέα τοῦ Μεσσία ἦταν κάτι μακρινό, κάτι πού βρισκόταν πιὸ μακριὰ κι ἀπὸ τὴ γραμμὴ τοῦ ὁρίζοντα. Κι ἔνιωσε μεγάλη ἒκπληξη ὅταν ὁ Κύριος τῆς ἀποκάλυψε πώς Ἐκεῖνος ἦταν ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας· ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι. Ἡ γυναίκα ἒμεινε ἄφωνη ἀπὸ θαυμασμό, δὲν τοῦ ἀπάντησε. Κι ἐκείνη τὴν ὥρα ἔφτασαν οἱ ἀπόστολοι ἀπὸ τὴν πόλη καὶ θαύμασαν πού εἶδαν τὸν Κύριο νὰ μιλάει μὲ μιὰ γυναίκα καὶ μάλιστα ἄπιστη, Σαμαρείτιδα. Κι ἔμειναν ἄφωνοι κι ἐκεῖνοι.

Ἡ γυναίκα δὲν ἤξερε τί ἄλλο νὰ ρωτήσει ἤ νὰ πεῖ. Παράτησε τὴ στάμνα της ἐκεῖ κι ἔτρεξε στὴν πόλη. Ἤθελε τὸ συντομότερο ν’ ἀναγγείλει αὐτὸ πού ἀνακάλυψε. Αὐτὴ ἦταν μιὰ πολὺ ἐκφραστικὴ σκηνή, πιὸ εὔγλωττη ἀπ’ ὅλα τὰ λόγια τοῦ κόσμου. Ἡ γυναίκα ἔτρεξε, ἔφτασε στὴν πόλη καὶ μίλησε σὲ ὅλους γιὰ τὸν παράξενο ἄνθρωπο πού γνώρισε στὸ πηγάδι. «Μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός;» Δὲν τολμάει νὰ πεῖ πώς, «Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός», μ’ ὅλο πού εἶχε ἀποκτήσει ἐμπειρία τῆς σπάνιας πνευματικῆς σοφίας Του. Ἔτσι, σὰ νὰ διστάζει γι’ αὐτὸ πού θέλει νὰ πεῖ ρωτάει: Μήτι οὗτος ἐστὶν ὁ Χριστός; Εἶναι σὰ νὰ ἤθελε νὰ πεῖ: Εἶμαι μιὰ ξένη γυναίκα καὶ δὲν μπορῶ νὰ εἶμαι σίγουρη γι’ αὐτὸ· ἐσεῖς εἶστε ἄντρες κι ὁπωσδήποτε πιὸ προσεχτικοὶ καὶ πιὸ λογικοὶ ἀπὸ μένα. Γι’ αὐτὸ «ἔρχου και ἴδε». Ἔτσι ἡ γυναίκα, τόσο μὲ τὴν ἐπιτηδειότητά της ὅσο καὶ μὲ τὴ μετριοφροσύνη της, κατόρθωσε νὰ τραβήξει τὴν προσοχὴ ὅλων τῶν κατοίκων τῆς Συχάρ, πού «ἐξῆλθον οὖν ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτόν».

Μόλις ἒφυγε ἡ γυναίκα ξεκίνησε μιὰ συζήτηση ἀνάμεσα στὸ Διδάσκαλο καὶ τοὺς μαθητές Του. «᾿Εν δὲ τῷ μεταξὺ ἠρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ λέγοντες· ραββί, φάγε». Εἶχαν ἀγοράσει τρόφιμα στὴν πόλη καὶ τοῦ ἔφεραν νὰ φάει. Κι ὁ δάσκαλός τους σίγουρα πεινοῦσε. Ἀντὶ νὰ φάει ὅμως, συνέχισε τὴ θεϊκὴ ἀποστολή Του, γιὰ τὴν ὁποία ἦρθε στὸν κόσμο. Δὲν ἔδωσε προσοχὴ στὴ σωματικὴ πείνα. Ἦταν πολὺ σπουδαία στιγμὴ καὶ δὲν ἤθελε νὰ περάσει ἀνεκμετάλλευτη. Δὲν θ’ ἀντάλλαζε μὲ τίποτα τὴν ἀνὰγκη τῆς ψυχῆς γιὰ λίγο φαγητό. Ἔτσι ἀπάντησε στοὺς μαθητές Του:

«Ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε. ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταὶ πρὸς ἀλλήλους· μή τις ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν;» (Ἰωάν. δ’ 32-33). Ὁ Κύριος τούς μιλοῦσε γιὰ πνευματικὴ τροφὴ κι οἱ μαθητές Του γιὰ σωματική. Ἡ ἴδια περίπου σκηνὴ εἶχε γίνει καὶ νωρίτερα, ὅταν ὁ Κύριος μιλοῦσε στὴ γυναίκα γιὰ πνευματικὸ νερὸ καὶ κείνη ἔλεγε γιὰ τὸ νερὸ τοῦ πηγαδιοῦ. Τώρα Ἐκεῖνος μιλοῦσε γιὰ πνευματικὴ τροφὴ κι οἱ μαθητὲς Του σκέφτονταν τὴ σωματική.

«Λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον» (Ἰωάν. δ’, 34). Τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα εἶναι καὶ τοῦ Υἱοῦ θέλημα, ἀφοῦ ὁ Πατέρας κι ὁ Υἱὸς μοιράζονται τὴν ἴδια ὕπαρξη. Πῶς λοιπὸν τώρα ὁ Κύριος τούς ἔλεγε γιὰ τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα κι ὄχι γιὰ τὸ δικό Του; Γιατί μιλοῦσε γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Πατέρα κι ὄχι γιὰ τὸ δικό Του; Δὲν εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα καὶ τὸ δικό Του; Δὲν ἔχουν τὸ ἴδιο θέλημα; Δὲν ἔχουν τὸ ἴδιο ἔργο; Ναί, τὸ ἴδιο ἔχουν. Κατονομάζει ὅμως τὸ θέλημα ἀπὸ τὸ ὁποῖο καθοδηγεῖται: τοῦ Πατέρα Τοῦ· τὸ ἔργο πού ἔχει νὰ ἐκτελέσει: τοῦ Πατέρα Του. Κι αὐτὰ γιὰ χάρη μας. Γιὰ νὰ διδάξει σ’ ἐμᾶς τοὺς ἀνυπάκουους καὶ ὑπερήφανους τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ταπείνωση.

Προσέξτε ὅμως πόσο εὐχάριστο εἶναι στὸν Κύριο τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα Του! Δὲν τὸ βλέπει σὰν καθῆκον, ἀλλά σὰν τροφή! · ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με, τοῦ Πατέρα μου. Τί θεϊκὸ παράδειγμα, τί εὐγενικὸς ἔλεγχος σὲ ὅλους ἐμᾶς, πού ὅλη μέρα μιλᾶμε γιὰ τὸ καθῆκον μας, λὲς καὶ πρόκειται γιὰ βάρος. Ἂν πράγματι κοιτάξουμε τὸν Κύριο καὶ τὴν τήρηση τοῦ θελήματός Του ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ καὶ τὸ βαρὺ καθῆκον Του πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ἄλλη, πρέπει νὰ παραδεχτοῦμε λογικὰ πώς κανένας στὸν κόσμο δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἂν δὲν τὸ δέχεται τόσο εὐχάριστα, ὅπως τὴν καθημερινὴ τροφή Του. Αὐτὸ εἶναι πού λέει ὁ Κύριος: πώς κάνει τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα Του, ὄχι τὸ δικό Του, ὅπως λέει καὶ σ’ ἕνα ἄλλο σημεῖο: «καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ οὐχ ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλά τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με» (Ἰωάν. στ’, 38). Αὐτὸ δὲν σημαίνει πώς ὁ Υἱὸς εἶναι κατώτερος ἀπὸ τὸν Πατέρα. Δείχνει ἀπλά τὴ μεγάλη ἀγάπη πού τρέφει ὁ Υἱὸς πρὸς τὸν Πατέρα Του.

Ὁ ἴδιος εὐαγγελιστὴς ἀναφέρει ἐπίσης πώς ὁ Πατέρας ἀκούει πάντα τὸν Υἱό. «Ἐγώ δὲ ἤδειν ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις» (Ἰωάν. ια’, 42). Ἡ τέλεια ὑπακοὴ τοῦ Πατέρα ἀνταποκρίνεται ἔτσι στὴν τέλεια ὑπακοὴ τοῦ Υἱοῦ, καὶ ἡ τέλεια ὑπακοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀνταποκρίνεται στὴν τέλεια ὑπακοὴ τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ. Κι ἡ τέλεια ὑπακοὴ κυριαρχεῖ σὲ ἑνότητα μὲ τὴν τέλεια ἀγάπη. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀληθινὴ τροφὴ τοῦ Υἱοῦ εἶναι νὰ κάνει τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα. Ἀληθινὴ τροφὴ τοῦ Πάτερα εἶναι νὰ κάνει τὸ θέλημα τοῦ Υἱοῦ. Κι ἀληθινὴ τροφὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι νὰ κάνει τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ.

«Οὐχ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἔτι τετράμηνός ἐστι καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται; ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη» (Ἰωάν. δ’, 35). Λίγο νωρίτερα ὁ Κύριος μιλοῦσε στοὺς μαθητές Του γιὰ πνευματικὴ τροφή, τώρα τοὺς λέει γιὰ πνευματικὸ θερισμό. Ὁ πνευματικὸς θερισμὸς εἶναι κοντά, φαίνεται, ὅπως φαίνεται καὶ ὁ ἐπίγειος θερισμός. Ὅταν τὰ στάχυα γίνονται κίτρινα ἤ λευκά, ὅλοι ξέρουν πώς ὁ θερισμὸς πλησιάζει. Ὅταν πλήθη ἀνθρώπων ἔρχονται κοντὰ στὸν Χριστό, εἶναι φανερὸ πώς ὁ πνευματικὸς καρπὸς ἔχει ὡριμάσει.

Ὅταν οἱ Σαμαρεῖτες ἄκουσαν γιὰ τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὴ Σαμαρείτιδα, δὲν εἶπαν πώς ἡ γυναίκα αὐτὴ τρελλὰθηκε, ἀλλά παράτησαν τὴ δουλειά τους κι ἔτρεξαν ὅλοι μαζὶ νὰ τὸν δοῦν. Ἐπάρατε τούς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε, δεῖτε τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων πού τρέχουν κοντά μας! Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀγρὸς τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὥριμη σοδειὰ πού περιμένει τοὺς θεριστές. Ἔτσι εἶναι. «Ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι» (Λούκ. ι’, 2). Ἐσεῖς εἶστε οἱ θεριστὲς τοῦ ἀγροῦ τοῦ Θεοῦ. Γιατί μοῦ προσφέρετε ὑλική, πρόσκαιρη τροφή, ὅταν ὑπάρχει μπροστὰ μας τόσο πλούσιος κι ὑπέροχος θερισμός; Ὅταν ὁ νοικοκύρης βλέπει μπροστά του τέτοιο θερισμό, δὲν ξεχνάει νὰ φάει ἀπὸ τὴ χαρά του; Κι ὅταν βρεθεῖ μπροστὰ σὲ τέτοια θαυμάσια θέα, δὲν τρέχει ἀμέσως νὰ θερίσει τὴ σοδειά του καὶ νὰ τὴν μαζέψει στὶς ἀποθῆκες ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα, προτοῦ τὴν καταστρέψει ἡ καταιγίδα; Γι’ αὐτὸ μὴ φροντίζετε ὑπερβολικά γιὰ τὴν τροφή σας ἤ γιὰ τὸν ἑαυτό σας ἡ γιὰ Μένα. Τρέξτε γρήγορα στὸ θερισμὸ γιὰ νὰ μὴ χάσετε τὸ μισθό σας.

«Καὶ ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων. ἐν γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν ὁ ἀληθινός, ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων. ἐγὼ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἄλλοι κεκοπιάκασι, καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε» (Ἰωάν. δ’, 36-38).

Στὸν ἀπέραντο ἀγρό τοῦ Θεοῦ, πολλὲς φορὲς δὲν προλαβαίνουν οἱ ἴδιοι ἐργάτες καὶ νὰ σπείρουν καὶ νὰ θερίσουν, ἐπειδὴ οἱ μέρες τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μετρημένες. Μερικοὶ ἄνθρωποι σπέρνουν καὶ πεθαίνουν προτοῦ προλάβουν νὰ δοῦν τὸν καρπὸ τοῦ κόπου τους. Μετὰ γεννιοῦνται ἄλλοι, ὅταν ὁ καρπὸς πού ἔσπειραν μεγάλωσε, ὡρίμασε κι ἔγινε κίτρινος γιὰ θερισμό. Κι ἔτσι αὐτοὶ γίνονται θεριστὲς καὶ μαζεύουν τὸν ὥριμο καρπὸ πού δὲν ἔσπειραν.

Ὁ ἀγρὸς τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ ἔχει σπαρεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχή μὲ ζωή. Σποριάδες ἦταν οἱ προπάτορές μας, οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, προφῆτες καὶ δίκαιοι, κυρίως οἱ προφῆτες. Ἐκεῖνοι ἔσπειραν, μὰ δὲν εἶδαν τὸν καρπὸ ν’ αὐξάνει καὶ νὰ ὡριμάζει. Ἔζησαν ὅλοι μὲ πίστη καὶ πέθαναν μὲ πίστη, χωρὶς νὰ δοῦν τοὺς καρποὺς τῆς ἐπαγγελίας. Τοὺς εἶδαν μόνο ἀπὸ μακριά, μὲ τὴν πνευματική τους ὅραση (βλ.Ἑβρ. ια’, 13).

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἶπε κάποτε στοὺς μαθητές Του: «Πολλοὶ προφῆται καὶ δίκαιοι ἐπεθύμησαν ἰδεῖν ἃ βλέπετε, καὶ οὐκ εἶδον, καὶ ἀκοῦσαι ἃ ἀκούετε, καὶ οὐκ ἤκουσαν» (Ματθ. ιγ’, 17). Οἱ σποριάδες δὲν βλέπουν ἐκεῖνα πού βλέπουν οἱ θεριστές: τὸν καρπὸ καὶ τὸ θερισμό. Κι οἱ δυό τους ὅμως θὰ λάβουν μισθὸ γιὰ τὸν κόπο τους, γιατί κι οἱ δυό τους εἶναι ἐργάτες στὸν ἀγρό τοῦ Θεοῦ, «ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρη καὶ ὁ θερίζων».

Ὁ Κύριος ἐπαινεῖ τοὺς κόπους καὶ τοὺς ἀγῶνες τῶν προφητῶν καὶ τῶν δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ταυτόχρονα ὅμως ἐνθαρρύνει τοὺς ἀποστόλους στὸν ἀγώνα τοῦ θερισμοῦ τους. Εἶναι σὰ νὰ ‘θελε νὰ πεῖ: Αὐτοὶ ἔκαναν μεγαλύτερους ἀγῶνες ἀπό σᾶς, γιατί εἶναι πιὸ δύσκολο καὶ πιὸ κουραστικὸ νὰ σπέρνεις, χωρὶς νὰ βλέπεις τὸν καρπὸ στὸν ἀγρό σου, παρὰ νὰ θερίζεις τὸν ὥριμο καρπό. Ἐσεῖς μπήκατε στὸ δικό τους κόπο.Ἐκεῖνοι ἀγωνίστηκαν καὶ πέθαναν σὰν μισθωτοὶ καὶ δοῦλοι, χωρὶς νὰ δοῦν στὸ μεταξὺ τὸν Κύριο τοῦ ἀγροῦ. Ἔσεῖς ἔχετε τὸν Κύριο ἀνάμεσά σας, ἐργάζεστε σὰν γιοί, ὄχι σὰν μισθωτοὶ ἤ δοῦλοι. Στὴν οὐσία ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐργάζεται, ἐσεῖς εἶστε οἱ συν-εργάτες Του. Γι’ αὐτὸ εὐφρανθεῖτε καὶ σπεύσετε μὲ χαρὰ νὰ θερίσετε τὸν ὥριμο καρπό.

«᾿Εκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τῶν Σαμαρειτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικός, μαρτυρούσης ὅτι εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα» (Ἰωάν. δ’, 39). Δέστε πόσο ὥριμος εἶναι ὁ καρπός! Δέστε πόσο πλούσιος εἶναι ὁ θερισμός! Ἡ διψασμένη γῆ ρούφηξε γρήγορα τὸ νερό. Πολλοὶ Σαμαρεῖτες πίστεψαν στὸν Χριστὸ ἀκόμα καὶ προτοῦ τὸν δοῦν, μόνο μὲ τὰ λόγια πού ἄκουσαν ἀπὸ τὴ γυναίκα. Ἡ Σαμαρείτιδα δὲν ἦταν ἀπόστολος, οὔτε κι ἔκανε κάποιο θαῦμα. Ἀντίθετα μάλιστα, ἦταν μιὰ γυναίκα ἁμαρτωλή. Κι ἔτσι ὅμως τὰ λόγια της εἶχαν πλούσιο θερισμὸ ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς τοὺς εἰδωλολάτρες.

Τί ντροπή, τί ἀμηχανία γιὰ τοὺς Ἰουδαίους, τὸν Ἐκλεκτὸ Λαό! Ἐκεῖνοι ἄκουσαν ἀπὸ τὸ στόμα Του ὅλα τὰ δυνατὰ λόγια, μὰ παράμειναν κουφοὶ καὶ τυφλοί, ἀμετανόητοι καὶ σκληρόκαρδοι! Ἡ Σαμαρείτιδα δὲν κράτησε γιὰ τὸν ἑαυτὸ της τὰ καλὰ λόγια πού ἄκουσε ἀπὸ τὸν Κύριο. Ἔτρεξε ἀμέσως νὰ τὰ μεταδώσει καὶ στοὺς ἄλλους, γι’ αὐτὸ καὶ τῆς ἀξίζει κάθε ἔπαινος. Εἶναι σὰν τὴ γυναίκα πού βρῆκε τὴ χαμένη δραχμὴ κι ἀμέσως φώναξε τὶς γειτόνισσες τῆς λέγοντας: «Συγχάρητέ μοι ὅτι εὗρον τὴν δραχμὴν ἣν ἀπώλεσα» (Λουκ. ιε’, 9).

«Ὡς οὖν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ’ αὐτοῖς· καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας. καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ» (Ἰωάν. δ’ 40-41). Οἱ Ναζαρηνοὶ ζητοῦσαν νὰ τὸν γκρεμίσουν ἀπὸ τὸ χεῖλος τοῦ ὅρους (βλ. Λουκ. δ’, 29), «διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ». Οἱ Γαδαρηνοὶ τοῦ ζήτησαν νὰ τοὺς ἀφήσει καὶ νὰ φύγει μακριὰ (Λουκ.η΄, 37). Αὐτοὶ ἐδῶ οἱ Σαμαρεῖτες ὅμως τοῦ ζήτησαν νὰ μείνει μαζί τους, «ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ’ αὐτοῖς». Ὁ Κύριος ἀνταποκρίθηκε στὸ αἴτημά τους κι ἔμεινε μαζί τους δυὸ μέρες. Κι ὁ θερισμὸς ἦταν πραγματικὰ μεγάλος, πλούσιος, τόσο γιὰ ἐκείνους πού τὸν πίστεψαν ἀπὸ τὰ λόγια πού ἄκουσαν ἀπὸ τὴ γυναίκα, ὅσο καὶ γιὰ ἐκείνους πού πίστεψαν ἄμεσα στὰ δικά Του λόγια.

Στή συνέχεια ἔλεγαν στὴ γυναίκα: «οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν, καὶ οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστὸς» (Ἰωάν. δ’, 42). Δὲν μᾶς εἶναι γνωστὰ ὅσα εἶπε ὁ Κύριος τὶς δυὸ αὐτὲς μέρες στοὺς πνευματικὰ πεινασμένους καὶ διψασμένους ἀνθρώπους. Δὲν γράφτηκε τίποτα γι’ αὐτά. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅμως πώς τὰ λόγια Του εἶναι ὕδωρ ζῶν, πού ὅταν τὸ πίνει ὁ ἄνθρωπος δὲν ξαναδιψάει ποτὲ πιά. Αὐτὸ φαίνεται πρῶτον ἀπὸ τὸ μεγάλο πλῆθος ἐκείνων πού πίστεψαν στὸν Κύριο καὶ δεύτερον ἀπὸ τὴν ὀρθὴ ὁμολογία τῆς πίστης τους: «οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστὸς».

Ἀνάμεσα στοὺς πολλοὺς θεοὺς πού πίστευαν οἱ Σαμαρεῖτες, μέσα τους διατηροῦσαν καὶ κάποια πίστη στὸν Θεὸ τοῦ Ἰσραήλ. Καὶ κρατοῦσαν τὴν πίστη αὐτὴ ὄχι ἐπειδὴ γνώριζαν τὸ Θεὸ αὐτό, ἀλλ’ ἀπὸ σεβασμὸ στὸν Ἰσραὴλ (Ἰακώβ), πού κάποτε εἶχε ζήσει ἀνάμεσά τους. Γι’ αὐτὸ κι ἡ Σαμαρείτιδα μίλησε γιὰ τὸν «πατέρα μας Ἰακὼβ» (Ἰωάν. δ’, 13). Οἱ Σαμαρεῖτες σίγουρα θὰ εἶχαν ἀκούσει τὴν προφητεία γιὰ τὸ ἄστρο πού θ’ ἀνατείλει ἀπὸ τὸν Ἰακὼβ «ἀνατελεῖ ἄστρον ἐξ ᾿Ιακώβ», (Ἀριθμ., κδ’, 17). Ὅταν ὁ βασιλιὰς τῶν Μωαβιτῶν Μπαλὰκ ξεκίνησε πόλεμο ἐναντίον τῶν Ἰσραηλιτῶν, κάλεσε τὸν προφήτη Βαλαὰμ ν’ ἀνακοινώσει νίκη ἐναντίον τοῦ Ἰσραήλ, γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει τὸ στρατό του. Ὁ Μπαλὰκ ὑποσχέθηκε στὸ Βαλαὰμ νὰ τοῦ δώσει μεγάλα δῶρα γιὰ τὶς ὑπηρεσίες του κι ὁ Βαλαὰμ πῆγε στὸ στρατόπεδο τοῦ βασιλιᾶ. Ὅταν ὅμως προσπάθησε νὰ κάνει τὰ μαγικά του καὶ νὰ προφητεύσει αὐτὰ πού ἤθελε ὁ Μπαλάκ, ξαφνικὰ τὸν ἐπισκέφτηκε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κι ἄρχισε νὰ προφητεύει ὄχι αὐτὰ πού ἤθελε ὁ Μπαλάκ, ἀλλ’ ἐκεῖνα πού ἤθελε ὁ Θεός. «Ὡς καλοὶ οἱ οἶκοί σου Ἰακώβ, αἱ σκηναί σου Ἰσραήλ». Ὅταν ὁ Μπαλὰκ ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ ἐπιτίμησε τὸν Βαλαάμ, ἐκεῖνος ὅμως δὲν πτοήθηκε καὶ συνέχισε: «Φησὶ Βαλαὰμ υἱὸς Βεώρ, φησὶν ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθινῶς ὁρῶν, φησὶν ἀκούων λόγια ἰσχυροῦ, ὅστις ὅρασιν Θεοῦ εἶδεν ἐν ὕπνῳ, ἀποκεκαλυμμένοι οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ·… ἀνατελεῖ ἄστρον ἐξ Ἰακώβ, ἀναστήσεται ἄνθρωπος ἐξ Ἰσραὴλ» (Ἀριθμ. κδ’).

Καὶ νὰ πού ἐμφανίστηκε Ἐκεῖνος πού προεῖδε ὁ Βαλαὰμ ἀπὸ παλιά. Τὸ ἄστρο ἔλαμψε ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰακὼβ κι ἦταν λαμπρότερο ἀπὸ τὸν ἥλιο, πιὸ ὄμορφο ἀπὸ τὸ καλλίτερο ὄνειρο. Κι οἱ Σαμαρεῖτες τὸ εἶδαν καὶ χάρηκαν. Τὸ εἶδαν καὶ πίστεψαν. Ἤπιαν μέχρι κορεσμοῦ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν κι ἔζησαν στὸν αἰώνα. Ὁ Σωτήρας μας Χριστὸς δὲν ἔδωσε τὸ ζῶν ὕδωρ μόνο στοὺς Σαμαρεῖτες καὶ τοὺς Ἰουδαίους. Τὸ ἔδωσε κι ἐξακολουθεῖ νὰ τὸ δίνει μέχρι σήμερα σὲ κάθε ἄνθρωπο πού ἔχει ἐπίγνωση τῆς πνευματικῆς του δίψας στὴν ἔρημο αὐτῆς τῆς ζωῆς. Κάποτε ὁ Κύριος στάθηκε στὴν Ἱερουσαλὴμ «ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω» (Ἰωάν. ζ’, 37).

Πρόσεξε πῶς τὸ ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστής: ἔκραξε, λέει. Ὁ Καλὸς Ποιμὴν δὲν ψιθυρίζει. Φωνάζει, κράζει τὸ ποίμνιό Του, τὸ καλεῖ στὸ νερό. Ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος ὁ Χριστὸς στέκεται στὴ μέση τῆς ἐρήμου αὐτοῦ τοῦ κὸσμου καὶ κράζει σ’ ὅλους τούς ταξιδιῶτες πού εἶναι ἐξαντλημένοι ἀπὸ τὴ δίψα. Εὐλογημένοι εἶναι ὅσοι ἀκοῦν τὴ φωνή Του καὶ τὸν πλησιάζουν μὲ πίστη. Ὁ Χριστὸς δὲν θὰ τοὺς ρωτήσει οὔτε ποιὰ γλώσσα μιλᾶνε οὔτε σὲ ποιὸ ἔθνος ἀνήκουν. Οὔτε τὴν ἡλικία τους θέλει νὰ μάθει οὔτε ἂν εἶναι πλούσιοι ἢ φτωχοί. Θὰ δώσει σὲ ὅλους ὕδωρ ζῶν γιὰ νὰ τοὺς ἐνισχύσει καὶ νὰ τοὺς ἀναζωογονήσει, νὰ τοὺς ἀνανεώσει καὶ νὰ τοὺς ἀναγεννήσει, νὰ τοὺς υἱοθετήσει, νὰ τοὺς βγάλει ἀπὸ τὸ πύρινο καμίνι αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας.

Πόσο ὑπέροχο εἶσαι, ὕδωρ ζῶν! Γλυκύτατε Σωτήρα μας, δροσερή, κρυστάλλινη κι ἀνανεωτικὴ πηγή, πόσο πλούσιος καὶ ζωοποιὸς εἶσαι! Πνεῦμα Ἅγιο, Παράκλητε, προσάγαγε στὸν Κύριο Ἰησοῦ ὅλους ἐκείνους πού οἱ ψυχὲς τους διψοῦν γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ κραυγάζουν: «Ἡ ψυχή μου διψᾶ γιὰ τὸν Θεό, γιὰ τὸν Ζῶντα Θεό!»

Δόξα καὶ ὕμνος σὲ Σένα, Κύριε Ἰησοῦ, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν!