Ἡ «Ὁδύσσεια»
τῶν βιαίως ἀφαιρεθέντων ἱερῶν Κειμηλίων
τῆς Ἐκκλησίας τῶν Σερρῶν

Τό μέγα καί θαυμαστόν ἄστυ» κατά τούς βυζαντινούς ἱστορικούς, ἡ ἑλληνικωτάτη πόλις τῶν Σερρῶν ὑπέστη κατά τήν μακραίωνα καί πολυκύμαντη ἱστορική της διαδρομή πολλές καί ἕως ἀφανισμοῦ καταστροφές ἀπό τούς κατά καιρούς ἐπιδρομεῖς.

Ἡ πρώτη, σχεδόν ὁλοσχερής, καταστροφή τῆς πόλεως μαρτυρεῖται κατά τό ἔτος 1206, πραγματοποιηθεῖσα ἀπό τούς βόρειους γείτονες, Βουλγάρους, πού μέ ἀρχηγό τους τόν ἡγεμόνα Ἰωαννίτση (Ἰωάννη Α΄) κατέλαβαν καί κατέσκαψαν τήν ἱστορικήν πόλιν ἕως τῶν θεμελίων της. Ἡ δεύτερη μεγάλη καταστροφή συνετελέσθη τό 1913, ὅταν καί πάλιν οἱ Βούλγαροι ἔκαψαν τήν πόλιν ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον. Τήν 28ην Ἰουνίου τοῦ 1913 ἡἀκαταγώνιστη δύναμις τοῦ πυρός, πού ἄφησαν ὡς θλιβερή ἀνάμνησή τους στήν «μεγάλην καί πλουσίαν, κατά τούς βυζαντινούς συγγραφεῖς, πόλιν» οἱὑποχωροῦντες ἀτάκτως βόρειοι κατακτητές, ἐμπρός στήν νικηφόρο προέλαση τοῦἐλευθερωτοῦἙλληνικοῦ Στρατοῦ, κατέστρεψεν ὁλοσχερῶς 1.000 καταστήματα καί 4.050 κατοικίες σέ σύνολο ἕξι χιλιάδων (6.000), ἐνῶἀπό τούς ἱερούς Ναούς τῆς πάλαι ποτέ ἀκμαζούσης πόλεως ἀπετεφρώθησαν οἱ ἱστορικοί ναοί τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, ὁ περικαλλής καί περιάκουστος βυζαντινός, Μητροπολιτικός Ναός τῶν Ἁγίων Θεοδώρων καί 15 ἀκόμη Ναοί στό ἱστορικό κέντρο τῆς μαρτυρικῆς πόλεως. Τήν φρικτήν εἰκόνα τῆς πυρποληθείσης πόλεως, ἐπέτειναν οἱ φοβερές ἀνθρώπινες ἀπώλειες , οἱὑπέρ τούς 1.000 νεκρούς καί οἱ 15.000 ἀνέστιοι.

Μετά τίς δύο αὐτές καταστροφές, οἱ φιλότιμοι καί φιλοπρόοδοι κάτοικοι τῆς πόλεως τῶν Σερρῶν μέ κόπο μεγάλο καί μέ στήριγμα πάντοτε τήν βαθειά πίστη τους καί τό ὅραμα γιά ἕνα καλύτερο αὔριο τῆς ἐλεύθερης πλέον πατρίδος οἰκοδόμησαν τήν πόλιν τους ἀπό τῆς τέφρας, ὥστε νά ἐπιβεβαιοῦται ὁ λόγος τοῦ συγχρόνου Σερραίου ἱστορικοῦ Πέτρου Πέννα (1966) γράψαντος στό περίφημον ἔργον του «Ἱστορία τῶν Σερρῶν»: «Σπανίως συναντᾶ κανείς πόλιν, διαρκῶς ὑφισταμένην τάς καταιγίδας τοῦ χρόνου καί τῶν πολεμικῶν περιπετειῶν, ἀλλά καί διαρκῶς ἐκ τῆς τέφρας καί τῶν ἐρειπίων ἀναθάλλουσαν ἑκάστοτε ὡραιοτέραν, ὡς ἡ πόλις τῶν Σερρῶν»1. Ὅμως, καί πάλιν, γιά τρίτη φορά, οἱ βόρειοι ἐπιδρομεῖς ἔρχονται στίς Σέρρες τό 1941-42 καί μέ προσχεδιασμένες ἐνέργειες στεροῦν αὐτήν τήν φορά ἀπό τούς φιλογενεῖς Σερραίους ὅλα ἐκεῖνα τά ἱερά κειμήλιά τους (χειρόγραφα, κώδικες, εἰκόνες), πού μαρτυροῦσαν, πέραν πάσης ἀμφιβολίας, τήν ἑλληνική ἐθνική τους ταυτότητα, τήν ἀδιάσπαστη διαδοχή τῶν γενεῶν καί τήν πλούσια πολιτιστική παραγωγή καί παράδοση τοῦ τόπου τους. Ἀφαίρεσαν, οἱ κατακτητές, μέ τή βία τόν ἀρχαῖο Κώδικα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σερρῶν, καθώς καί ἄλλα πολύτιμα βιβλία ἀπό τήν πλουσιωτάτη βιβλιοθήκη τῆς μαρτυρικῆς Μητροπόλεως, πού ἔχει τήν ἱστορική της ἀναγωγή στούς πρώτους ἀκόμη ἀποστολικούς χρόνους καί δυστυχῶς ὅλη τήν βιβλιοθήκη καί τά σπουδαῖα ἱερά κειμήλια τῆς περιπύστου ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου Σερρῶν.

Παρά τίς κατά καιρούς ἔντονες διαμαρτυρίες τῆς Σερραϊκῆς Ἐκκλησίας, τοῦ συνόλου τῆς Σερραϊκῆς κοινωνίας καί τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας, πού στηρίζονται σέ ἀδιαμφισβήτητες ἐπιστημονικές ἀποδείξεις γιά τήν παράνομη κατοχή τῶν πολιτιστικῶν καί θρησκευτικῶν μας θησαυρῶν, οἱ βόρειοι ὁμόδοξοι γείτονές μας δυστυχῶς ἀρνοῦνταν ἐπιμόνως, ἕως καί τίς 22 Αὐγούστου τοῦ 1990, τήν ὕπαρξιν στήν χώρα τους τῶν κλοπιμαίων ἀπό αὐτούς ἐκκλησιαστικῶν χειρογράφων καί κειμηλίων καί κάθε βεβαίως συζήτηση γιά τήν ἐπιστροφή τους στούς φυσικούς τους χώρους.

Α. Ο ΑΡΧΑΙΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ
ΣΕΡΡΩΝ ΚΑΙ ΝΙΓΡΙΤΗΣ

Ὡς μαρτυρία ἀδιάψευστος τῆς πλουσίας βιβλιοθήκης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σερρῶν προσφέρεται τό περισπούδαστο σύγγραμμα τοῦ λαμπροῦἐκπαιδευτικοῦ, ἱστορικοῦ καί ἀρχαιολόγου Π. Παπαγεωργίου (1859-1914) «Αἱ Σέρραι καί τά προάστεια, τά περί τάς Σέρρας καί ἡ Μονή τοῦἸωάννου τοῦ Προδρόμου», πού δημοσιεύθηκε τό 1894 καί στό περιοδικό Byzantinische Zeitschrift, πού ἐπεμελεῖτο ὁ καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Μονάχου Karl Krumbacher. Γράφει ὁ λαμπρός ἐπιστήμων Π. Παπαγεωργίου: «Τό ἀρχεῖο τῆς Μητροπόλεως σώζει πολλούς καί ὀγκώδεις τόμους κωδίκων, ὧν ἀρχαιότατος καί πολυτιμότατος εἶναι ὁ τῷἀριθμῷ 1 ἐπισεσημειωμένος, συγκείμενος ἐκ φύλλων μεγάλου σχήματος 198 ἀναμίκτως συνερραμμένων καί φερόντων ἀναγεγραμμένας ποικιλωτάτας πράξεις καί ἰδιοχείρους τῶν ἀρχιερέων αὐτοβιογραφίας ἤἁπλάς παρασημειώσεις κατά τά ἔτη 1603 – 1837…».

Ὁ Κώδικας αὐτός, δυστυχῶς, ὅπως καί ἄλλοι χωρίς λεπτομερῆ περιγραφή τόμοι, ἐκλάπησαν ἀπό τούς Βουλγάρους τό 1917 καί ἔκτοτε ἀγνοοῦνται. Τό γεγονός τῆς κλοπῆς τοῦ Κώδικος ἀπό τούς Βουλγάρους μαρτυρεῖται καί ἀπό τήν ἔκδοση κατά τό ἔτος 1918 στήν Φιλιππούπολη ἑνός βιβλίου μέ τίτλον «Blgariti vf Serskovo Pole» (Οἱ Βούλγαροι στήν Σερραϊκή πεδιάδα). Οἱ συγγραφεῖς αὐτοῦ τοῦ βιβλίου Jordan Pop Georgiev καί St. N. Schischkov στήν προσπάθειά τους νά ἀποδείξουν τούς ἀνιστόρητους ἰσχυρισμούς τους γιά τήν ἀπό αἰώνων πολλῶν ἱστορικήν παρουσίαν ὡς γηγενῶν πληθυσμῶν Βουλγάρων στήν πεδιάδα τῶν Σερ­ρῶν δημοσιεύουν φωτογραφία ὁλόκληρης σελίδος τοῦ περιφήμου Κώδικος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας, ἔργου τοῦ λογίου Μητροπολίτου Σερ­­ρῶν Θεοφάνους (1603 – 1613). Τόν Ἰανουάριο τοῦ 1956 ἡἹστορική καί Λαογραφική Ἑταιρεία Σερρῶν καί Μελενίκου κατέθεσε ὑπόμνημα στό Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν τῆς πατρίδος μας ζητώντας τήν ἐπιστροφή τοῦ, τόσο πολυτίμου γιά τήν ἱστορία τῆς το­πικῆς Ἐκκλησίας καί τῆς πόλεως τῶν Σερρῶν, ἀρχαίου Κώδικος τῆς Μητροπόλεώς μας, πού κατά πληροφορίαν ἴσως εὑρίσκεται στήν βιβλιοθήκη τῆς τέως βασιλικῆς οἰκογένειας τῆς Βουλγαρίας στήν Φιλιππούπολιν.

Β. Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

Ἡ περίφημος ἱερά Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου παρά τάς Σέρρας «οἰκητήριον τό πάλαιἀνδρῶν, ἀρετήν μετιόντων», κτίσθηκε στό μεσοδιάστημα τῶν χρόνων 1270 – 1275 στούς πρόποδες τοῦ Μενοικίου ὄρους. Ὁ δέ «…περί αὐτήν τήν μονήν ἅπας χῶρος, στενός μέν ἦν καί βραχύς καί πρός εἰσελεύσεις τε καί πρός ἐξελεύσεις, κρημνώδης τε καί σκληρός, σχεδόν δέ εἰπεῖν, καί ὅλως ἄβατος ὅλως κεκαλυμμένος ὑπό παντοίων ἀγρίων φυτῶν τε καί ἀκαν­θῶν…». Ἔτσι περιγράφεται ὁ φυσικός χῶρος πού περιβάλλει τό ἱερό καθίδρυμα στό προοίμιο τῆς τυπικῆς διατάξεως τῆς ἱερᾶς Μονῆς, πού συντάχθηκε τό 1324 ἀπό τόν ὅσιο δεύτερο κτίτορά της, τόν ἀπό τό 1328 Μητροπολίτη Ζιχνῶν Ἰωακείμ, μετονομασθέντα στό τέλος τῆς ζωῆς του, διά τοῦ θείου καί ἀγγελικοῦ σχήματος, σέ Ἰωάννην καί διαπρέψαντα σέ ἀρετήν καί ὁσιότητα.

Ὁ πρῶτος Κτίτωρ τῆς περισέμνου Τιμιοπροδρομικῆς Μονῆς, Σερραῖος στήν καταγωγήν ἱερομόναχος Ἰωαννίκιος, ἀφοῦ διέτρεξε συνοδευόμενος ἀπό τούς μαθητές του καί τόν μικρόν του ἀνηψιόν Ἰωακείμ τούς ἀπαράκλητους κρημνούς τοῦὄρους τοῦ Μενοικέως, κατέληξε, ἀνεπαυμένος ἀπό τήν ἡσυχίαν τοῦ χώρου, περί τήν «…πεπαλαιωμένην καί ἄσκεπον, θηρίοις μόνοις καί ἑρπετοῖς οἰκητήριον…» ἐκκλησίαν τοῦ Τιμίου Προφήτου Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ, σήμερον εὑρισκομένη ἀκριβῶς ὄπισθεν τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς, ὅπου καί οἰκοδόμησε τόπους ἀσκήσεως γιά τούς συμμοναστές του. Αὐτῆς τῆς μικρῆς σέ ἀριθμό μοναχῶν ἱερᾶς κοινότητος ὡς φιλόστοργος πατήρ, ὁκτίτορας Ἰωαννίκιος φιλοθέως ἐπιμελεῖται, διδάσκων, οἰκοδομῶν, παρακαλῶν, τρέφων καί ἐνισχύων αὐτούς, κυρίως, ὅμως, γενόμενος «…λιμήν ἀναψύξεως καί σωτηρίας» ἕως τοῦἔτους 1290, ὁπότε καί ἐξελέγη Ἐπίσκοπος στήν ὑποκειμένη στήν πολυάνθρωπον Μητρόπολιν Σερρῶν Ἐπισκοπήν Ἐζεβῶν (σημερινή Δάφνη Βισαλτίας).

Ἡ ἱερά Μονή τοῦ Μενοικέως, ἡ περισπούδαστος Μονή τῶν Γραμμάτων, μέ τήν ἀνύστακτη φροντίδα κυρίως τοῦ, Σερραίου ἐπίσης κατά τήν καταγωγήν, δευτέρου κτίτορος Ἰωακείμ, προόδευσε πνευματικῶς καί κατέστη κέντρον πνευματικῆς ἀκτινοβολίας γιά ὁλόκληρον τήν περιοχήν. Στό ταξίδι μέσα στόν χρόνον, ὡς πλοῖο νοητό, ἡ Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου, δοκιμάστηκε δεινῶς ἀπό κύματα δοκιμασιῶν πού ὀρθώνονταν πολύ πάνω ἀπό τό ἀνάστημά της καί μέ τήν χάριν τοῦ Θεοῦἄντεξε. Στούς δύσκολους αὐτούς καιρούς, τήν διευθέτησιν τῶν προβλημάτων της ἐπωμίσθηκαν πνευματικοί πατέρες πού εἶχαν, κατά τή συμβουλή τοῦ δευτέρου κτίτορος Μητροπολίτου Ζιχνῶν Ἰωακείμ, «τόν Θεόν πρό τῶν ὀφθαλμῶν τους». Οἱ θαυμάσιοι ἐκεῖνοι γέροντες ἐπαξίως γιά τή σώφρονα καί θεοφιλῆ διακυβέρνησή τους, ὠνομάσθησαν νέοι Κτίτορες καί μεγάλοι Κυβερνῆτες τῆς ἱερᾶς Μονῆς. Τήν προστασία καί συνδρομή τους πρός τήν ἱεράν αὐτήν ἔπαλξιν πρόσφεραν δαψιλῶς οἱ ρωμαῖοι Αὐτοκράτορες Ἀνδρόνικος Β΄ ὁ Παλαιολόγος, Ἰωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός,Ἀνδρόνικος Γ΄ ὁ Παλαιολόγος, πού μέ χρυσόβουλλά τους ἀνεκήρυξαν, τόν Ἰούνιο τοῦ 1321 καί τόν Ἰανουάριο τοῦ 1329, τήν Προδρομικήν μάνδραν ὡς Βασιλικό καθίδρυμα. Σπουδαίως ἐστήριξε ἐπίσης τόν ἱερόν αὐτόν τόπον τῆς κατά Χριστόν ἀσκήσεως καί ὁ Σέρβος Κράλλης Στέφανος Δουσάν καί ἡ Σερβίδα βασίλισσα Ἑλένη (14ος αἰών). Τόν ἴδιον ἀσκητικόν τόπον ἐπέλεξε καί ὁ πρῶτος μετά τήν ἅλωσιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως Οἰκουμενικός Πατριάρχης, Γεννάδιος ὁ Σχολάριος γιά νά ἐφησυχάσει, ἐνῶὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Καλλίνικος τόν Νοέμβριο τοῦ 1698 ἐτίμησε τήν ἱεράν Μονήν μέ σταυροπηγιακήν καί πατριαρχικήν ἀξίαν.

Τό «Μαργαρίτ» μοναστήρι, ὅπως τό ἀποκαλοῦσαν οἱ Ὀθωμανοί Τοῦρκοι, παρά τήν κατά καιρούς τυπική προστασία τῶν σουλτανικῶν φιρμανίων πολλάκις ἀπειλήθηκε, λεηλατήθηκε καί τελικῶς ἐρημώθηκε ἀπό τούς Ὀθωμανούς κατακτητές τό 1571. Δυστυχῶς ὅμως τά χειρότερα προκλήθηκαν τό 1917 ἀπό ὁμόδοξο λαό. Βούλγαροι ἐπιδρομεῖς ἐξόρισαν βιαίως τούς 29 πατέρες καί ἀφήρεσαν τούς τριακόσιους δώδεκα τόμους ἀπό περγαμηνά καί χαρτῶα χειρόγραφα, καθώς καί ὅλα τά ἀνεκτίμητα κειμήλιά του.

Γ. ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΚΛΕΜΜΕΝΩΝ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΩΝ
ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

Τό σύνολο τῶν χειρογράφων κωδίκων καί ἐντύπων τῆς ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου φυλασσόταν ἕως τοῦ ἔτους 1917 στόν περίκλειστο βυζαντινό πύργο τῆς Μονῆς, ὀχυρό κτίσμα τοῦ 1500, πού μετασχηματίσθηκε, μετά ἀπό μία ριζική ἀνακαίνιση τό 1856, σέ βιβλιοθήκη. Οἱ Βούλγαροι, στά πλαίσια ἑνός σχεδίου ἀφελληνισμοῦ τῆς περιοχῆς τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας, ἐξουσιοδότησαν τόν τσεχικῆς καταγωγῆς βουλγαρόφιλο δημοσιογράφο – μελετητή (;) Vladimir Sis νά ἐπισκεφθεῖ, καί ὑπό τό πρόσχημα τῆς μελέτης τῶν Βυζαντινῶν Μνημείων τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας, νά καταγράψει ἀρχαιότητες καί κειμήλια τῆς περιοχῆς. Τό δόλιο αὐτό σχέδιο τῆς λεηλασίας τῶν πολιτιστικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν θησαυρῶν τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας, τό ὁποῖον φαίνεται ὅτι ἐκπονήθηκε ἀπό τό Γενικό Ἐπιτελεῖο τοῦ Βουλγαρικοῦ Στρατοῦ, ἔγινε γνωστό στό Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν τῆς χώρας μας μέ ἀπόρρητη ἔκθεση τῆς Ἑλληνικῆς Πρεσβείας τοῦ Βερολίνου στίς 9 Φεβρουαρίου τοῦ 1917. Στίς 23 Ἰουνίου τοῦ 1917, κατά τήν διάρκεια τῆς νέας βουλγαρικῆς κατοχῆς τῆς περιοχῆς, ἕνα Βουλγαρικό ἀπόσπασμα, μέ τριάντα ὁπλοφόρους ὑπό τίς διαταγές τοῦὑπολοχαγοῦ Πετρώφ, κατέλαβε βιαίως τήν ἱερά Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου Σερρῶν. Μετά ἀπό ἀπειλές καί βασανισμούς τῶν πατέρων τῆς Μονῆς, οἱἔνοπλοι Βούλγαροι στίς 27Ἰουνίου τοῦ 1917 ἐκτόπισαν τούς συνολικῶς ἕνδεκα πατέρες στήν Βουλγαρία καί στίς 28 καί 29 τοῦἰδίου μῆνα, μέ ὁδηγό τίς καταγραφές τῶν κειμηλίων καί τῶν χειρογράφων πού εἶχε συντάξει ἐνωρίτερον ὁ μελετητής(!) Vladimir Sis, λεηλάτησαν τήν ἱερά Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου.

Συμφώνως πρός τήν καταγραφή τοῦ Ἐπισκόπου Καμπανίας Διοδώρου, κατ’ ἐκεῖνο τό χρονικό διάστημα Τοποτηρητοῦ τῆς χηρευούσης Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σερρῶν, ἐκλάπησαν ἀπό τήν βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς 313 χειρόγραφα, ἤτοι 100 χειρόγραφα σέ μεμβράνη, 200 χειρόγραφα χαρτῶα, 4 χρυσόβουλλα βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων, 5 πατριαρχικά σιγίλλια καί 4 ἀρχαῖοι κώδικες. Ἡ σπουδαία αὐτή καταγραφή τοῦἘπισκόπου Διοδώρου ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τόν Προδρομίτη ἱερομόναχο Γαβριήλ Κουντιάδη, αὐτόπτη μάρτυρα τῶν τραγικῶν γεγονότων, ἀλλά καί ἀπό καταγραφές τῆς βιβλιοθήκης τῆς ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου, μέ μικρές μόνον διαφοροποιήσεις στόν συνολικό ἀριθμό τῶν χειρογράφων, πού σέ χρόνο ἀνύποπτο ἔκαναν διάφοροι ἔγκριτοι μελετητές, ὡς οἱ: Κωνσταντῖνος – Μηνᾶς Μινωΐδης, Πέτρος Παπαγεωργίου, Χριστοφόρος Δημητριάδης (ἀδελφός τῆς μονῆς), C. R. Gregory, Εὐάγγελος Στρατῆς καί Κωνσταντῖνος Ζησίου. Ὅμως, πέραν αὐτῶν τῶν μαρτύρων, αὐτός ὁἴδιος ὁ Vladimir Sis ἐπιβεβαιώνει τήν προσχεδιασμένη ἀφαίρεση τῶν χειρογράφων καί κειμηλίων τῆς ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου, μέ τόν κατάλογο τῶν κλοπιμαίων πού συνέταξε στό μεσοδιάστημα 1917 – 1923. Στόν «Κατάλογο τῶν Ἑλληνικῶν χειρογράφων τῆς Βουλγαρικῆς Ἀκαδημίας Ἐπιστημῶν», πού σήμερα βρίσκεται στήν Σόφια, στό «Ἀρχεῖο Κέντρου Σλαβοβυζαντινῶν Σπουδῶν Ivan Dujcev» ὁ Vladimir Sis περιγράφει 537 περγαμηνά καί χαρτῶα χειρόγραφα πού προέρχονται ἀπό τίς βιβλιοθῆκες τῶν ἱστορικῶν μοναστηριῶν τοῦ Τιμίου Προδρόμου Σερρῶν καί τῆς Εἰκοσιφοινίσσης.

Ἐπιπροσθέτως, σημειώνεται ὅτι ἀπό τούς σημαντικότερους Κώδικες τῆς Μονῆς ἦσαν οἱ δύο ἀρχαῖοι Κώδικές της, γνωστοί ὡς Συλλογή Α καί Συλλογή Β. Ἡ Συλλογή Α περιεῖχε τό πρῶτο Τυπικό τῆς Μονῆς καί 14 ἀντίγραφα ἀπό χρυσόβουλλα, αὐτοκρατορικά προστάγματα καί πατριαρχικά σιγίλλια. Ὁ Κώδικας αὐτός, πού ἐκλάπη τό 1917, τελικά ἐντοπίσθηκε στήν Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη τῆς Πράγας μέ ἀρίθμηση XXVC9 . Ἡ Συλλογή Β περιέχει ἐκκλησιαστικά κείμενα καί ἔγγραφα χρονολογημένα ἀπό τό 1279 ἕως καί τό 1800. Σήμερα βρίσκεται στήν Σόφια τῆς Βουλγαρίας στήν βιβλιοθήκη τοῦ Κέντρου Σλαβοβυζαντινῶν Σπουδῶν Ivan Dujcev μέ ἀριθμό D 80. Τά κλεμμένα χειρόγραφα τῶν ἱερῶν μονῶν τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας – Τιμίου Προδρόμου καί Εἰκοσιφοινίσσης – ἀπό τό 1920 ἄρχισαν νά ἐμφανίζονται σέ διάφορες ἀγορές εὐρωπαϊκῶν πόλεων. Τό 1927 ὁ καθηγητής Α. Erhart, βοηθός τοῦ K. Krumbacher, ἀπέδειξε, μέ ὑλικό ἀπό μελέτες πού εἶχε κάνει τό 1918 στήν Βουλγαρία, πάνω στά χειρόγραφα τῶν ἱστορικῶν Μονῶν, ὅτι στίς κρατικές βιβλιοθῆκες τῆς χώρας αὐτῆς ὑπῆρχαν τά παρανόμως ἀφαιρεθέντα χειρόγραφα τῶν μονῶν τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας.

Στίς 27 Νοεμβρίου τοῦ 1919 στήν κωμόπολη τῆς γαλλικῆς πρωτευούσης Neuilly, ὑπεγράφη ἡὁμώνυμος συνθήκη πού ἐπισήμως ἐσήμανε τό τέλος τῆς Βουλγαρικῆς συμμετοχῆς στόν Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο (1914-1918). Τά ἄρθρα 125 καί 126 ὑπεχρέωναν τήν ἡττηθεῖσα Βουλγαρία νά ἐπιστρέψει στήν Ἑλλάδα τά κλεμμένα χειρόγραφα, τούς κώδικες καί τά ἀρχεῖα τῶν μονῶν, τίς διάφορες ἀρχαιότητες, καθώς καί τά ἐκκλησιαστικά κειμήλια.

Σέ ἐφαρμογή τῶν ἄρθρων τῆς συνθήκης Neuilly, τόν Μάϊο τοῦ 1923 Ἑλληνική ἀντιπροσωπεία μέ ἐπικεφαλῆς τόν Ἔφορο Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων καί μετέπειτα καθηγητή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καί Ἀκαδημαϊκό Γ. Σωτηρίου ἐπῆγε στή Σόφια καί παρέλαβε σέ προσυσκευασμένα κιβώτια τά κλεμμένα κειμήλια ἀπό τίς Ἑλληνικές Μονές τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας. Μέσα σ’ αὐτά ὑπῆρχε ἕνας ἀριθμός περγαμηνῶν καί χαρτώων Κωδίκων πού προερχόταν ἀπό τήν βιβλιοθήκη τοῦ Τιμίου Προδρόμου Σερρῶν.

Ἡ γείτων χώρα, θεωρώντας πώς εἶχε ἐκπληρώσει τίς συμβατικές της ὑποχρεώσεις πού ἀπέρρεαν ἀπό τήν συνθήκη τοῦNeuilly (1919), ἔκτοτε, καί ἕως τό 1990, ἀρνοῦνταν πεισματικά τήν ὕπαρξιν Ἑλληνικῶν χειρογράφων στίς Πανεπιστημιακές καί κρατικές βιβλιοθῆκες της. Τόν Αὔγουστο ὅμως τοῦ 1990, τό Κέντρο Σλαβοβυζαντινῶν Σπουδῶν Ivan Dujcev ὀργάνωσε ἕνα διεθνές συνέδριο μέ θέμα τίς ἀρχές καί τίς μεθόδους καταλογογραφήσεως τῶν Ἑλληνικῶν χειρογράφων. Στό συνέδριο αὐτό ἀπεκαλύφθη αὐτό πού ἐπί χρόνια, καί σέ πεῖσμα τῆς διεθνοῦς ἐπιστημονικῆς κοινότητας, ἠρνεῖτο ἡ Βουλγαρία, πώς, δηλαδή, τά κλεμμένα χειρόγραφα τῶν ἱστορικῶν Μονῶν τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας βρισκόταν σχεδόν ὅλα στό Ἵδρυμα τοῦ Κέντρου Σλαβοβυζαντινῶν Σπουδῶν Ivan Dujcev. Στό συγκεκριμένο Συνέδριο ἰδιαιτέρως σημαντική ἦταν ἡ ἐπιστημονική συμβολή τῶν Ἑλλήνων καθηγητῶν τοῦ Α.Π.Θ. κ.κ. Βασ. Ἄτσαλου, Βασ. Κατσαροῦ καί Χαρ. Παπαστάθη. Μετά ἀπό αὐτήν τήν ἀποκάλυψη, τόν Φεβρουάριο τοῦ 1991 τό Δημοτικό Συμβούλιο τῶν Σερρῶν σέ συνεργασία μέ τήν τοπική μας Ἐκκλησία ἐζήτησε, μέ ψήφισμά του, ἐπισήμως τήν ἐπιστροφή τῶν κλεμμένων χειρογράφων, ὡς πράξη, ἀπό τήν πλευρά τῆς Βουλγαρίας, «καλῆς γειτονίας», χωρίς βεβαίως ἀποτέλεσμα. Πρός τήν ἴδια κατεύθυνση κινήθηκε λίγο ἀργότερα ἡ τοπική μας Ἐκκλησία, ὅταν τόν Μάϊο τοῦ 1992 συνδιοργάνωσε Ἐπιστημονικό Συμπόσιο μέ θέμα «Χριστιανική Μακεδονία-Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρῶν», καί μεταξύ τῶν ἄλλων εἰσηγήσεων, οἱ Σύνεδροι συζήτησαν ἐκτενῶς καί τό θέμα τῶν κλεμμένων χειρογράφων τῆς Ἐκκλησίας τῶν Σερρῶν.

Ἀπό τό σύνολο τῶν χειρογράφων πού ἐπεστράφησαν στήν Ἑλλάδα, σήμερα, στήν Ἐθνική Βιβλιοθήκη Ἀθηνῶν καί στό τμῆμα τῶν χειρογράφων βρίσκονται 236 χειρόγραφα, ἐκ τῶν ὁποίων τά 37 εἶναι περγαμηνά Α μεγέθους, τά 14 περγαμηνά Β μεγέθους, τά 29 περγαμηνά Γ μεγέθους, ἐνῶ τά ὑπόλοιπα 156 εἶναι χαρτῶα Α καί Β μεγέθους. Στό Βυζαντινό Μουσεῖο Ἀθηνῶν βρίσκονται 4 περγαμηνά χειρόγραφα Γ μεγέθους καί 1 χαρτῶο χειρόγραφο Α μεγέθους. Τά ἔντυπα βιβλία τῆς ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, μετά τήν ἐπιστροφή τους, μοιράσθηκαν σέ διάφορες βιβλιοθήκες, ἤτοι: 47 στήν Ἐθνική βιβλιοθήκη, 40 στήν βιβλιοθήκη τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου Ἀθηνῶν, ἐνῶἀπό τό σύνολο τῶν βιβλίων πού κατετέθησαν στήν βιβλιοθήκη τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων 302 βιβλία δόθηκαν στήν Δημόσια Βιβλιοθήκη τῶν Σερρῶν.

Ἀπό τό σύνολο τῶν 62 ἐπιστραφέντων ἐκκλησιαστικῶν κειμηλίων (ἱερές εἰκόνες, λειτουργικά σκεύη, θυμιατήρια, κανδῆλες, ἄμφια, σταυροί κ.λπ.), μικρῆς καλλιτεχνικῆς ἀξίας, καθόσον τά σπουδαῖα κειμήλια παρακρατήθηκαν ἀπό τούς Βουλγάρους καί ἐπιδεικνύονται σήμερα ὡς ἔργα δικά τους, ὅπως ἔγινε π.χ. μέ τήν ἔκθεση πού ὀργανώθηκε τό 1996 στό Βερολίνο καί στήν Φρανκφούρτη μέ τίτλο «Χρυσό Μοναστήρι – 1100 χρόνια Χριστιανισμοῦ στή Βουλγαρία», καθώς καί σέ Διεθνές Συνέδριο πού διοργάνωσε τό Κέντρο Σλαβοβυζαντινῶν Σπουδῶν Ivan Dujcev, κατά τήν διάρκεια τοῦὁποίου, οἱ σύνεδροι ξεναγήθηκαν, ὡς ἀναγραφόταν στό πρόγραμμα, στά «χειρόγραφα τῆς Συλλογῆς τοῦ Κέντρου Ivan Dujcev (11ου – 19ου αἰῶνος)», τά 51 κειμήλια ἐκτίθενται σήμερα στό Βυζαντινό Μουσεῖο Ἀθηνῶν, ἐλάχιστα στό Μουσεῖο Μπενάκη καί 11 στό Μουσεῖο Χειροτεχνημάτων.

Σήμερα στήν βιβλιοθήκη τοῦ Κέντρου Σλαβοβυζαντινῶν Σπουδῶν Ivan Dujcev ἀπό τούς ἀφαιρεθέντες Κώδικες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου Σερρῶν βρίσκονται καί εἶναι δίκαιον νά ἐπιστραφοῦν στόν φυσικό τους χῶρο, 20 περγαμηνά χειρόγραφα Α, Β καί Γ μεγέθους, καθώς καί 21 χαρτῶα χειρόγραφα Α μεγέθους, μεταξύ τῶν ὁποίων μέ ἀρίθμηση D 80 τό Χαρτουλάριο Β δηλαδή, ὁ περίφημος Β ἀρχαῖος Κώδικας τῆς παλαιφάτου Μονῆς τῶν Σερρῶν. Ἀκόμη, στήν βιβλιοθήκη τοῦ Κέντρου Σλαβοβυζαντινῶν Σπουδῶν Ivan Dujcev ὑπάρχουν 25 χαρτῶα χειρόγραφα Β μεγέθους, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁἀρχαῖος Κώδικας πού περιέχει τό Τυπικό τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου μέ ἀρίθμηση D 184.

Μέ τήν ἐκ νέου ἐπιστροφή τῶν Βουλγαρικῶν στρατευμάτων στήν πόλιν τῶν Σερρῶν κατά τήν διάρκεια τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ἡ στρατιωτική καί πολιτική διοίκησις τῶν κατακτητῶν Βουλγάρων, στούς ὁποίους οἱ Γερμανοί σύμμαχοί τους εἶχαν παραχωρήσει τήν πέραν τοῦ Στρυμῶνος διοίκησιν, ἐγκατέστησε στήν ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου δύο Βουλγάρους μοναχούς, τόν Βασίλειο – Ἀθανάσιο Κούτλιο καί τόν Στέφανο Ντοστοΐνσκη, προερχομένους ἀπό τό κελλίον «Ἄξιόν Ἐστιν» τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παντοκράτορος τοῦἉγίου Ὄρους. Οἱ δύο καταληψίες μοναχοί διοίκησαν τήν Ἱερά Μονή ἀπό τόν Ἰανουάριο τοῦ 1942 ἕως καί τά μέσα τοῦ μηνός Ὀκτωβρίου τοῦ 1944. Στίς 5 Αὐγούστου τοῦ 1942 ἐπεσκέφθη τήν ἱερά Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου Σερρῶν ὁ Ντιμίτρι Ρίζωφ ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ ΣυνοδικοῦἘκκλησιαστικοῦ Μουσείου τῆς Βουλγαρίας καί μαζί μέ τόν παράνομον ἡγούμενο, ἱερομόναχο Στέφανο Ντοστοΐνσκη ἀφήρεσαν ἀπό τό Καθολικό τῆς Μονῆς καί στή συνέχεια ἔστειλαν στήν Βουλγαρία γιά νά ἐκτεθοῦν στό ἐκεῖἘκκλησιαστικό Μουσεῖο 22 βυζαντινές φορητές εἰκόνες, δύο φύλλα ἀπό τρίπτυχα, δύο ἀντιμήνσια, τρεῖς στάμπες μέ πρόσωπα καί πέντε χειρόγραφα χαρτῶα μέ δερμάτινη θήκη.

Γιά αὐτά τά κλεμμένα κειμήλια ἔχει συνταχθεῖ, μέ πρόνοια τοῦτότε ἀδελφοῦ τῆς Μονῆς καί μετέπειτα Μητροπολίτου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σερρῶν καί Νιγρίτης Κωνσταντίνου Β΄ Καρδαμένη (+1984), ἕνα πρωτόκολλο «παραλαβῆς». Μετά τήν ἀπελευθέρωσιν τῆς πόλεως τῶν Σερρῶν ἡἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου ἔστειλε διά τῆς τοπικῆς μαςἘκκλησίας ἀκριβές ἀντίγραφο τοῦ «πρωτοκόλλου παραλαβῆς» τόσο στήν Γενικήν Διεύθυνσιν Ἀρχαιοτήτων Βορείου Ἑλλάδος, ὅσο καί στήν Ἑλληνικήν Ἀντιπροσωπείαν τῆς Διασυμμαχικῆς Ἐπιτροπῆς στήν Σόφια, ζητώντας τήν ἐπιστροφήν τῶν κλοπιμαίων, δυστυχῶς ὅμως χωρίς ἀποτέλεσμα.

Σήμερα, μετά ἀπό διεθνῆ συνέδρια καί ἡμερίδες πού ὀργανώθηκαν μέ θέμα ἀκριβῶς τά ἀφαιρεθέντα παρανόμως χειρόγραφα τῶν Ἱερῶν Μονῶν τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας καί τήν πλήρη καταγραφή τους, ἡ γείτων χώρα δέν μπορεῖ νά προφασίζεται, ὅπως κατά τό παρελθόν, ἄγνοια τοῦ γεγονότος καί βεβαίως δέν μπορεῖ νά ὑποστηρίξει ὅτι, τά χειρόγραφα πού καταγράφουν σημαντικότατες λεπτομέρειες ἀπό τήν καθημερινή ζωή τῶν προγόνων τοῦ χριστεπώνυμου πληρώματος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σερρῶν καί Νιγρίτης εἶναι σλαβικά.

ἩἘκκλησία τοῦ Χριστοῦ πού παροικεῖ στίς Σέρρες, οἱἄρχοντες καί σύμπας ὁ φιλόχριστος καί φιλόπατρις λαός τῶν Σερρῶν ἐργάζονται ἀγρύπνως, διακριτικῶς, ἀλλά καί οὐσιαστικῶς, πρός κάθε κατεύθυνση γιά τήν ἐπιστροφή τῶν χειρογράφων καί κειμηλίων ἀπό τήν βιβλιοθήκη τοῦ Κέντρου Σλαβοβυζαντινῶν Σπουδῶν Ivan Dujcev στήν τοπική μας Ἐκκλησία, ὥστε οἱ νέες γενεές νά στερεώσουν τήν γνώση τῆς πολιτιστικῆς διαδοχῆς πάνω σέ ἀναμφισβήτητα ἑλληνικές πηγές καί κείμενα πού καταγράφουν γεγονότα καί λεπτομέρειες τῆς τοπικῆς μαςἱστορίας. Ἀκόμη, ἀγωνίζεται γιά τήν συνολική ἐπιστροφή τῶν περγαμηνῶν καί χαρτώων χειρογράφων στούς φυσικούς τους χώρους, καθόσον, σήμερα, τόσον ἡἹερά Μητρόπολίς μας ὅσον καί ἡ παρά τάς Σέρρας ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, διαθέτουν πλέον τούς ἀπαραίτητους, γιά τόσο εὐαίσθητους πολιτιστικούς θησαυρούς χώρους φυλάξεως.

Πιστεύομεν ὅτι εἶναι καιρός πλέον, ἡὈρθόδοξος Ἐκκλησία καί ἡ Πολιτεία τῆς γείτονος καί φίλης χώρας Βουλγαρίας, μέ τήν ὁποίαν μοιραζόμεθα κοινές πνευματικές καί πολιτιστικές ἀξίες μέ κεντρικόἄξονα τήν ἁγίαν ὀρθόδοξον πίστιν μας, ἀλλά καί τό ὅραμα τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως καί συνεργασίας μέσα στόν κοινό Εὐρωπαϊκόν μας οἶκο, νά προσφέρει ὡς πράξη ὑπερβάσεως τῶν πολιτικῶν καί ἐπιστημονικῶν ἀγκυλώσεων, ἀλλά κυρίως, ὡς ἔκφρασιν τῆς κατά Χριστόν ἀγάπης καί δικαιοσύνης, τήν ἀναγκαία πρός κάθε κατεύθυνσιν βοήθεια καί συνδρομή, προκειμένου νά ἐπιστρέψουν στήν ἀρχική τους θέση τά κλεμμένα Ἑλληνικά χειρόγραφα τῆς ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου Σερρῶν καί τά κειμήλια τοῦ παλαιοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τῶνἉγίων Θεοδώρων Σερρῶν, δίνοντας ἐκείνη πρώτη τό καλό παράδειγμα μέ τήν ἄμεση ἐπιστροφή τῶν παρανόμως εὑρισκομένων στό Ἐκκλησιαστικό Μουσεῖο τῆς Βουλγαρίας, βυζαντινῶν εἰκόνων καί ἐκκλησιαστικῶν μας θησαυρῶν, προκειμένου οἱ πατρῶοι θησαυροί μας νά ξαναγίνουν κτῆμα τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος τῆς θεοσώστου Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας, νά κλείσουν ὁριστικῶς οἱ «πληγές» τοῦ παρελθόντος, νά οἰκοδομήσουμε μία πραγματικά δυνατή, εἰλικρινῆ καί διαρκῆ σχέση καλῆς γειτονίας, συνεργασίας καί ἀγάπης. Εὐγνώμονες, τέλος, εὐχαριστίες ὀφείλουμε ὅλοι μας, ὅσοι κατοικοῦμε σ’ αὐτόν τόν ἑλληνικώτατο, αἱματοπότιστο καί ἁγιασμένο τόπο καί τόν διακονοῦμε ἀπό οἱανδήποτε ἔπαλξη, πρός τήν Ἑλληνική Πολιτεία, ἡὁποία ἀγωνίζεται στερρῶς γιά τήν ἐκπλήρωση τοῦ δικαίου καί παλλαϊκοῦ αὐτοῦ αἰτήματος, τό πάνσεπτο Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί προσωπικῶς τόν Παναγιώτατο Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. κ. Βαρθολομαῖον, τήν ἁγιωτάτην Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, πού στό πρόσωπο κυρίως τῶν δύο τελευταίων σεπτῶν Προκαθημένων της, τοῦ τε ἀειμνήστου Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου καί τοῦ σημερινοῦ Πρωθιεράρχου κ.κ. Ἱερωνύμου Β΄, συνοδοιποροῦν μαζί μας προσευχητικῶς καί ὑποστηρικτικῶς μαζί καί μέ ἐκλεκτούς ἐκπροσώπους τῆς ἐπιστημονικῆς κοινότητος στήν ἀνηφορική ὁδό ἑνός χρέους πού μένει ἀνεκπλήρωτο ὅσο διαρκεῖἡἐκκρεμότητα τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἱστορικῆς ἀληθείας, δικαιοσύνης καί μνήμης, καί τῆς ἀπό αὐτῆς ἀπορρεούσης ἐπιστροφῆς τῶν ἱερῶν κειμηλίων στούς φυσικούς τους χώρους.