Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας
Ὁ Βασίλειος Καισαρείας, γνωστότερος ὡς Μέγας Βασίλειος ἢ Ἅγιος Βασίλειος (μεταξὺ 329 καὶ 333 – 379), ὑπῆρξε Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ἐπίσκοπος Καισαρείας, κορυφαῖος θεολόγος τοῦ 4ου αἰῶνα καὶ ἔνας ἀπὸ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες, ποὺ θεωροῦνται προστάτες τῆς παιδείας.
Ἡ ζωὴ του
Γεννήθηκε τὸ 330 στῇ Νεοκαισάρεια τῆς Καππαδοκίας ἀπὸ Ἁγίους γονεῖς. Ὁ πατέρας τοῦ Ἅγιος Βασίλειος ἀσκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ καθηγητῇ ῥητορικῆς στῇ Νεοκαισάρεια καὶ ἡ μητέρα τοῦ Ἁγία Ἐμμέλεια ἤταν ἀπόγονος οἰκογένειας Ῥωμαίων ἀξιωματούχων (ὁ πατέρας τῆς εἶχε πεθάνει ὡς Χριστιανὸς μάρτυρας). Στην οἰκογένεια ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Βασίλειο ὑπήρχαν ἄλλα ὀκτὼ ἢ ἐννέα παιδιά. Μεταξὺ αὐτῶν, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὁ Ναυκράτιός που ἔγινε ἀσκητὴς καὶ θαυματουργὸς Ἅγιος, ἡ Μακρινὰ (Ὁσία Μακρινὰ) καὶ ὁ Πέτρος, Ἐπίσκοπος Σεβαστείας, ἐνῶ κάποιο φαίνεται να πέθανε σὲ βρεφικὴ ἡλικία.
Ὁ Βασίλειος μεταφέρθηκε ἀπὸ τῇ γιαγιὰ τοῦ Μακρινὰ στο κτῆμα τῶν Ἀννήσων κοντὰ στον ποταμὸ Ἴρι, ὅπου ἀνατράφηκε ἀπὸ αὐτὴν μέχρι τὸ θάνατο τῆς καὶ μετέπειτα ἀπὸ τὴν πρωτοτοκη ἀδερφὴ τοῦ Μακρινὰ ἡ ὁποία ἐπηρέασε καθοριστικὰ τὸν μικρὸ Βασίλειο να στραφεῖ στην Χριστιανικὴ πιστή. Τὴν ἐγκύκλια παιδεία ἔλαβε ἀπὸ τὸν πατέρα τοῦ ἐνῶ μετὰ τὴν ἐκδημία τοῦ (γύρω στα 345) μετέβη στην Καισάρεια. Κατόπιν ἡ ἀνάγκη τοῦ για περαιτέρω μόρφωση τὸν ἔφερε στην Κωνσταντινούπολη, ὅπου φοίτησε κοντὰ στο γνωστὸ δάσκαλο τῆς ἐποχῆς Λιβάνιο καὶ ἐπακόλουθα στην Ἀθῆνα (352).
Στην Ἀθῆνα γνωρίστηκέ με τὸ Γρηγόριο ἀπὸ τὴν Καππαδοκία, ἀναπτύσσοντας μία μεγάλη φιλία, ἐγγράφηκε στῇ σχολὴ τοῦ Χριστιανοῦ φιλοσόφου Προαιρεσίου καὶ παρακολούθησε τῇ διδασκαλίᾳ τοῦ καθὼς καὶ τῇ διδασκαλίᾳ ἄλλων φιλοσόφων ὅπως ὁ Ἰμέριος.
Ἡ Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Βασιλείου (Subleyras Pierre, 1743, Μουσεῖο Ἐρμιτάζ, Ἁγία Πετρούπολη)
Ἐπέστρεψε στην πατρίδα τοῦ τὸ καλοκαίρι τοῦ 356, ἐγκαταστάθηκε στην Καισάρεια καί, συνεχίζοντας τὴν παραδοση τοῦ πατέρα τοῦ, ἔγινε καθηγητὴς τῆς ῥητορικῆς. Τὸ 358, ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ ἀδερφοὺ τοῦ μοναχοῦ Ναυκρατίου, βαπτίζεται Χριστιανός, πιθανὸν ἀπὸ τὸν ἐπισκοπο Διάνιο, καὶ ἀποφασίζει να ἀφιερώσει τὸν ἑαυτὸ τοῦ στην ἀσκητικὴ πολιτεία. Τὸ φθινόπωρο τοῦ ἰδίου ἔτους ξεκινὰ ἕνα ὀδοιπορικὸ σὲ γνωστὰ κέντρα ἀσκητισμοὺ τῆς Ἀνατολῆς, ἐπιθυμώντας τὴν ἀνεύρεση καταλλήλου τόπου διαμονῆς. Ἐπέστρεψε τὸ 359 στον Πόντο καὶ για μικρὸ χρονικὸ διάστημα διέμεινε στην Ἀριανζό, κοντὰ στο φίλο τοῦ Γρηγόριο.
Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 360 φαίνεται να συμμέτειχε, ὡς παρατηρητὴς ἐντεταλμένος ἀπὸ τὸν ἐπισκοπο Διάνιο, στην ἀρειανικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στην Κωνσταντινούπολη, για τὴν ἔριδα μεταξὺ Ὁμοουσιανὼν καὶ Ὁμοιανών. Μετὰ τὴν ὑπογραφή, ἀπὸ μέρους τοῦ Διανίου, τοῦ συμβόλου τῶν Ὁμοιανών, ὁ Βασίλειος ἀπογοητευμένος ἀποσύρθηκε στο ἠσυχαστήριο τῆς ἀδερφὴς τοῦ ἐγκαινιάζοντας τῇ μνημειώδη ἀλληλογραφία τοῦ με τὸ Γρηγόριο.
Τὸ καλοκαίρι τοῦ 364 ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας τὸν χειροτόνησε πρεσβύτερο. Ἡ μεγάλη δραστηριότητα καὶ ἡ μόρφωση τοῦ Βασιλείου προκαλέσαν τὰ ζηλόφθονα αἰσθήματα τοῦ Εὐσεβίου γεγονός που ὁδήγησε τὸν πρῶτο, για ἄκομα μία φορά, να ἐπιστρέψει στην πατρίδα τοῦ. Ἡ μεσολάβηση, ὅμως, τοῦ Γρηγορίου ἐπιφέρει ἐξομάλυνση τῶν σχέσεων καὶ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Βασιλείου στην Καισάρεια. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Εὐσεβίου, μὲ τῇ συνδρομῇ τοῦ Εὐσεβίου ἐπισκόπου Σαμοσάτων καὶ τοῦ Γρηγορίου ἐπισκόπου Ναζιανζού, ἐκλέγεται διάδοχός του στην ἐπισκοπικὴ ἔδρα τῆς Καισάρειας καὶ ἀναλαμβάνει σὺν τῷ χρόνῳ, λόγῳ τοῦ κύρους τῆς προσωπικότητάς του, τὴν ἑξαρχία τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς τοῦ Πόντου.
Στον ἐκκλησιαστικὸ τομέα, ὡς ἐπίσκοπος πλέον, ὁ Βασίλειος ἀντιμετώπισε τὴν προσπάθεια τοῦ Αὐτοκράτορα Οὐάλη να ἐπιβαλεῖ τὸν Ὁμοιανισμὸ (ῥεῦμα τοῦ Ἀρειανισμού), ὄντας σὲ ἐπιστολικὴ ἐπικοινωνία με τὸ Μέγα Ἀθανάσιο, Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας καὶ τὸν Πάπα Ῥώμης Δάμασο. Στην περιφέρεια τῆς ποιμαντικὴς τοῦ εὐθύνης εἶχε να ἀντιμετωπίσει τὴν ἔντονη παρουσία τοῦ ἀρειανικοὺ στοιχείου καὶ ἄλλων χριστιανικῶν, μὴ ὀρθοδόξων, ὁμολογιῶν. Σὲ αὐτὸ τὸν τομέα ἔδρασε καὶ ὡς ἐπίσκοπος, δηλαδὴ ὀργανωτικά, ἀλλὰ καί με τὴν ἀντιρρητικὴ τοῦ γραμματεῖα. Μέσα ἀπό τις ἐπιστολὲς τοῦ φαίνονται οἱ προσπάθειές που κατέβαλε για τὴν ἀναδείξῃ ἀξιῶν κληρικὼν στο ἱερατεῖο, τὴν καταπολεμήσῃ τῆς σιμωνίας τῶν ἐπισκόπων, τὴν πιστὴ ἐφαρμογὴ τῶν ἱερῶν κανόνων ἀπὸ τοὺς πιστοὺς καθὼς καὶ ἡ ποιμαντικὴ μέριμνα, ποὺ ἐπέδειξε ἔναντι τῶν ἀποκομμένων καὶ περιθωριοποιημένων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ὅλη τοῦ δραστηριότητα ἐπιφέρει τῇ βαθμιαία ἀναγνωρίσή του ὡς κοινοῦ ἐξάρχου ὁλόκληρου τοῦ ἀσιατικοῦ θέματος τῆς Αὐτοκρατορίας.
Στην οἰκουμενικὴ Ἐκκλησία ὁ Βασίλειος ἀναλαμβάνει τὰ πνευματικὰ ἠνία ἀπὸ τὸ Μέγα Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος βαθμιαία ἀποσύρεται ἀπὸ τὴν ἐνεργὸ δράση λόγω γήρατος. Ἐργάζεται για τὴν ἐπικρατήσῃ τῶν ὀρθοδόξων χριστιανικῶν ἀρχῶν καὶ ὑπερασπίζεται τὸ δογματικὸ προσανατολισμὸ τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νίκαιας. Προσπαθεῖ να βρίσκεται σὲ ἀλληλενέργειά με τὰ ὀρθόδοξα πατριαρχεῖα καὶ οὐσιαστικὰ ὑποκαθιστᾲ καὶ ἀντικαθιστᾲ τὴν ἀρειανίζουσα ἱεραρχία τοῦ πολιτικοῦ κέντρου τῆς Αὐτοκρατορίας. Σὲ αὐτὴ τὴν προσπάθεια συνάντα τὴν ἀδιαφόρη ἢ προκατειλημμένη στάσῃ τῶν ἄλλων πατριαρχείων, γεγονός, ποὺ παρὰ τὴν ἀπογοήτευσή που τοῦ ἐπιφέρει δεν τὸν καταβαλεῖ στῇ συνέχιση τοῦ ἀγῶνα τοῦ.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου Ἦχος α’
Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου, ὡς δεξαμένην τὸν λόγον σου, δι’ οὗ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας, τὴν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας, τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας, Βασίλειον Ἱεράτευμα, Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.