ΤΟΠΙΚΟΙ ΑΓΙΟΙ
Ο ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΗΤΑΣ Ο ΝΕΟΣ
Απολυτίκιο Ήχος α΄
Νικήσας φερωνύμως των εχθρών την παράταξιν,
Νικήτα Νεομάρτυς τη γενναία αθλήσει σου,
ηγίασας την πόλιν των Σερρών, τοις άθλοις σου τοις θείοις Αθλητά.
Δια τούτό σου την μνήμην την ιεράν, τιμώμεν ανακράζοντες.
Δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε στεφανώσαντι,
δόξα τω χορηγούντι δια σου, ημίν χάριν και έλεος.
Του Αγιωνύμου Όρους πνευματικό ανάστημα, ο ιερομάρτυρας Άγιος Νικήτας ο Νέος, ενδεδυμένος την πανοπλία της πίστεως, ήλθε στην πόλη των Σερρών το απόγευμα της Μεγάλης Δευτέρας, στις 30 Μαρτίου του 1808.
Ο Άγιος από μικρός απαρνήθηκε τα τερπνά του κόσμου και ζήτησε στο Περιβόλι της Παναγίας και στο αγιοτρόφο περιβάλλον της Ιεράς Μονής του Αγίου Παντελεήμονα, να στολίσει τον κόσμο της ψυχής του, υπό την καθοδήγηση λαμπρών πνευματικών πατέρων, με όλες τις χριστιανικές αρετές, στόχο που και πέτυχε. Αφού στερεώθηκε πνευματικά στη Μονή της μετάνοιάς του, πήγε για μεγαλύτερη άσκηση στον πνευματικό στίβο, στην περιοχή της Σκήτης της Αγίας Άννας και μόνασε στην καλύβη της Αγίας Τριάδος». Μετά από μακροχρόνια πνευματική άσκηση και αφού κόσμησε το βίο του με τις καλλονές όλων των αρετών, ντύθηκε την ευπρεπή στολή της ιεροσύνης και λαμπροφόρος λειτουργούσε τα Άγια των Αγίων.
Εύγλωττος ο Άγιος στην περιγραφή των δωρεών και της αγάπης του Κυρίου προς τα κτίσματά του, σιωπούσε για ό,τι αφορούσε τον εαυτό του. Έτσι τα δύο συναξάρια που περιγράφουν το βίο του Αγίου, δίνουν λίγες και διαμετρικά αντίθετες πληροφορίες για το βίο του. Γόνο οικογένειας κρυπτοχριστιανών από την περιοχή της μαρτυρικής Τραπεζούντας του Πόντου θέλει τον Άγιο το πρώτο συναξάρι, βλάστημα της Ηπείρου το δεύτερο.
Την αιτία της παρουσίας του στην πόλη των Σερρών, ο πρώτος συναξαριστής αναζητά στην απόφαση του Αγίου να θεραπεύσει το άλγος της ψυχής του, που προκλήθηκε από την αμφίρροπη σε θέματα ευσέβειας διαγωγή των προγόνων του, με την κατάθεση της καλής προς τον Κύριο ομολογίας. Την πίστη του στο Χριστό και το ολοκαύτωμά του για αυτή την πίστη, στον τόπο όπου από ανθρώπινη αδυναμία πιθανόν ο Μάρτυρας να αρνήθηκε το Σωτήρα Κύριο, θέλει, ως αιτία της παρουσίας του Αγίου Νικήτα στα Σέρρας, ο δεύτερος συναξαριστής.
Πάντως, η πραγματικότητα είναι πως το καύχημα των Σερραίων, ο μεσίτης τους προς τον Κύριο, ήλθε στην πόλη των Σερρών και κατέλυσε στην Ιερά Μονή της Παναγίας της Ηλιόκαλλης, μετόχι της Ιεράς Μονής Εικοσιφοίνισσας του Παγγαίου, το βράδυ της Μεγάλης Δευτέρας, λίγο πριν αρχίσει η ακολουθία του Νυμφίου, για να κατατροπώσει με τη γενναία του άθληση των εχθρών την παράταξη. Αφού προσκύνησε στο ναό τη θαυματουργό εικόνα της Παναγίας, ζήτησε από το διάκονο να δει τον προεστό της Μονής, πράγμα που έγινε χωρίς χρονοτριβή.
Ο προηγούμενος της Μονής Κωνσταντίνος συναντήθηκε, στον προαύλιο χώρο του μοναστηριού με τον εντυπωσιακό κατά την εμφάνιση προσκυνητή και στην πρώτη συνομιλία αγάπης που είχαν ο Άγιος πληροφόρησε τον προεστό, πως ήρθε από το Άγιο Όρος και τέρμα της οδοιπορίας του είναι η πόλη της Δράμας, όπου και θα συναντούσε κάποιο δικό του άνθρωπο. Αργότερα, στη δεύτερη συνομιλία αγάπης του Μάρτυρα με τον προηγούμενο Κωνσταντίνο, ο Άγιος εξομολογήθηκε στον προεστό τη σταθερή του απόφαση να μαρτυρήσει στην πόλη των Σερρών υπέρ της πίστεως του γλυκύτατου Ιησού Χριστού.
Το πρωί, αφού κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας ο Άγιος Νικήτας κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, βγήκε από το Μοναστήρι της Ηλιόκαλλης και επισκέφθηκε τον τότε ερειπωμένο ναό του Αγίου Γεωργίου του Κρυονερίτη, απ’ όπου και κατευθύνθηκε στο μεγαλοπρεπές Τζαμί του Μεχμέτ Μπέη, το ονομαζόμενο από τους Σερραίους για την ομοιότητά του με χριστιανικό ναό «Αγιά Σοφιά».
Στην είσοδο του προαύλιου χώρου του Τζαμιού ο Άγιος Νικήτας συνάντησε έναν νεαρό μουσουλμάνο, μαθητή του ιεροδιδασκαλείου και εκ γενετής χωλό στα κάτω άκρα.
Ο Άγιος σπλαχνίστηκε το παιδί και το ρώτησε αν θέλει να γίνει καλά. Ο νεαρός μουσουλμάνος, αφού απάντησε θετικά, ρώτησε το Μάρτυρα να του πει πως θα γίνει αυτό το θαύμα και τότε, ο Άγιος Νικήτας, ακτινοβολώντας από την αγάπη του προς τον Κύριο, υπέδειξε στον πάσχοντα, ως μοναδικό και αλάνθαστο ιατρικό πάσης παθήσεως, την πίστη στον Χριστό.
Θορυβημένος ο μαθητής του ιεροδιδασκαλείου από την πρωτότυπη συμβουλή, ενημέρωσε, όσο γινόταν γιαυτόν γρήγορα, το δάσκαλό του, ο οποίος με άνθρωπό του προσκάλεσε τον Άγιο στο εσωτερικό του Ιεροδιδασκαλείου και βεβαιώθηκε, μετά από μακρά συνομιλία που είχε μαζί του, πως ο καλόγερος που βρισκόταν μπροστά του ήταν καθαρός στο νου και διαπρύσιος κήρυκας της πίστης του Ιησού Χριστού. Κλονισμένος ο δάσκαλος από τις εμπεριστατωμένες απαντήσεις του Μάρτυρα σε θέματα πίστεως ενημέρωσε πάραυτα το βοεβόδα της πόλης Ισμαήλ Μπέη, που παρέπεμψε τον Άγιο, μετά από σύντομη συνομιλία που είχε μαζί του, στον γιο του Γουσούφ Μπέη.
Ο επίσημος αυτός Τούρκος συγκρότησε όμιλο από τους καλύτερα καταρτισμένους στην πίστη του Οθωμανούς και κάλεσε τον Άγιο Νικήτα μπροστά τους για να ελέγξουν την τόλμη και την πίστη του. Στη συζήτηση που ακολούθησε ο Άγιος Ιερομάρτυρας, ενδεδυμένος την πανοπλία της αληθινής πίστεως, παρατέθηκε με θάρρος προς τις αρχές και εξουσίες των μουσουλμάνων, έλεγξε σκληρά και έδειξε το μάταιο της πίστης τους και παρουσιάστηκε μπροστά τους, ως θερμότατος μεσίτης της πίστεως του Ιησού Χριστού. Αυτό εξόργισε τους Τούρκους και ιδιαίτερα το σκληρότατο Γιουσούφ Μπέη, που διέταξε να κλείσουν τον Άγιο στη φυλακή, όπου, υπό την πίεση φρικτών βασανιστηρίων, ζητούσαν από το Μάρτυρα να αποκηρύξει την πίστη του στον Κύριο. Οι δήμιοί του, όταν διαπίστωσαν πως, παρά τα βασανιστήρια, απτόητος ο Μάρτυρας Νικήτας συνέχιζε να υμνεί το όνομα του Ιησού Χριστού, απελπίστηκαν και ζήτησαν τη γνώμη του Γιουσούφ Μπέη για τα περαιτέρω.
Ο Μπέης, μετά από μια ολιγόλεπτο συνάντηση που είχε με τον ιερομάρτυρα και, αφού βεβαιώθηκε πως με ρωμαλεότητα σκέψης ο ιερός Νικήτας δεν αλλάζει το σταθερό του προσανατολισμό προς την πίστη του γένους των Ελλήνων, διέταξε τον δι’ απαγχονισμού θάνατο του Αγίου το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, στις 4 Απριλίου του 1808 και, λίγο πριν οι χριστιανοί γιορτάσουν την Ανάσταση του Θεανθρώπου, ο Ιερομάρτυρας Νικήτας στην πλατεία των τσαρουχάδων, πίσω και αρκετά κοντά στο ιερό του ναού των Μεγάλων Αρχαγγέλων και Ταξιαρχών των Ουρανίων Δυνάμεων έδινε, ως ύψιστο δείγμα αγάπης στον ζωοδότη Κύριο, την πνοή του.
Το πνευματικό ανάστημα των «Αρχαγγέλων» του Αγίου Όρους, στους «Αρχαγγέλους» των Σερρών απέβαλε το φθαρτό ιμάτιο της ψυχής του και ενδύθηκε στολή αφθαρσίας.
Τρεις μέρες έμεινε το σώμα του Αγίου κρεμασμένο στην αγχόνη και, προς καταισχύνη του Γιουσούφ Μπέη που ήθελε με το θάνατο του Αγίου Νικήτα να περιορίσει τη χαρά των Σερραίων από το γεγονός της Αναστάσεως του Κυρίου, το σώμα του Μάρτυρα παρέμεινε χωρίς αλλοιώσεις, το πρόσωπό του ήταν ήρεμο και μάλιστα την τρίτη ημέρα από το μαρτύριό του, από μια πληγή στα κάτω άκρα του Ιερομάρτυρα, άρχισε να τρέχει αίμα που πότιζε τη γη των Σερρών. Αυτόπτες μάρτυρες βεβαίωσαν πως, όσο καιρό το σώμα του Αγίου ήταν κρεμασμένο στην αγχόνη, ένα υπερκόσμιο φως καταύγαζε την περιοχή. Το θαύμα αυτό διαδόθηκε με ταχύτητα στην πόλη και το χριστεπώνυμο πλήρωμα δόξασε τον Αναστάντα Κύριο για τη μεγάλη ευλογία του υπερφυούς σημείου. Θορυβημένοι οι Τούρκοι από τα όσα θαυμάσια συνέβαιναν ενέδωσαν στο αίτημα των προεστών και επέτρεψαν να ταφεί ο Άγιος. Μετά την έκδοση της σχετικής άδειας το σώμα του Αγίου Νικήτα ενταφιάστηκε πίσω από το ιερό του Ναού του Αγίου Νικολάου, που ήταν δίπλα στο «νοσοκομείον όπερ ξενοδοχείον», σύμφωνα με μαρτυρία του αρχαίου κώδικα της Μητροπόλεως, οι Σερραίοι ονόμαζαν.
Ο χρόνος της ανακομιδής των λειψάνων του Αγίου μας είναι άγνωστος. Γνωρίζουμε όμως πως οι πατέρες της Σκήτης της Αγίας Άννας του Αγίου Όρους, ύστερα από αίτημα του Μητροπολίτου Κωνσταντίνου Καρδαμένη, παραχώρησαν στην Εκκλησία των Σερρών μέρος από το άγιο λείψανό του, που φυλάσσεται στον φερώνυμο ναό του Αγίου, προστατεύοντας με τη χάρη του το λαό και την πόλη των Σερρών.
Η μνήμη του ιερομάρτυρα Αγίου Νικήτα, πολιούχου της πόλεως των Σερρών, ο οποίος μαρτύρησε τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου, στις 4 Απριλίου του 1808, γιορτάζεται από το 1987 την Κυριακή του Θωμά.
ΤΟΠΙΚΟΙ ΑΓΙΟΙ
Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΣΕΡΡΑΙΟΣ
Μαΐω ιβ΄ άθλησις του αγίου μάρτυρος Ιωάννου του εν Σέρραις μαρτυρήσαντος.
Ο άγιος Νεομάρτυς Ιωάννης ήταν γόνος μιας ευκατάστατης οικογένειας Σερραίων. Γεννήθηκε και έζησε στην πόλη των Σερρών στο τελευταίο μισό του 15ου αιώνος.
Το παιδικό κλάμα του αγίου μπερδεύτηκε με τους ολολυγμούς των Σερραίων για το θάνατο του Βασιλιά της Τραπεζούντας Δαβίδ και των τριών παιδιών του, που κρεμάστηκαν με εντολή του Μωάμεθ του Β΄ εκεί, στο τέλος της βασιλικής οδού, λίγο έξω από την πόλη των Σερρών.
Στην ακμή της νεότητάς του, το θάρρος του να παρουσιάζεται σε δημόσιους χώρους ως ίσος προς τους κατακτητές και η λαμπρότητα της εμφανίσεώς του, προκάλεσαν το φθόνο των Τούρκων, που τον διέβαλαν στις αρχές τους. Οι διαβολείς του υποστήριξαν πως ο Νεομάρτυς Ιωάννης δημόσια εξύβρισε την πίστη του Προφήτη, αρνούμενος να την ακολουθήσει, παρά την αρχική του υπόσχεση. Οι αρχές των κατακτητών διέταξαν, μετά από μια τόσο σοβαρή καταγγελία, ο Ιωάννης να συλληφθεί και να οδηγηθεί στο δικαστήριο, πράγμα που παραχρήμα έγινε. Οι δικαστές του, εκτιμώντας τα δεδομένα, στην αρχή προσπάθησαν με υποσχέσεις για αξιώματα να τον δελεάσουν να αλλάξει την πίστη του, καθώς θα είχαν κέρδος μεγάλο αν το παράδειγμά του έβρισκε και άλλους μιμητές, όμως, όλες τους οι προσπάθειες απέτυχαν, αφού ο Ιωάννης, ως απάντηση στα προτεινόμενα, ομολογούσε δημόσια την πίστη του στον Χριστό.
Όταν όλες οι πλάγιες μέθοδοι απέτυχαν, οι αλλόφυλοι προκειμένου να αποσπάσουν την ομολογία του Ιωάννη στην μάταιά τους πίστη, κατέφυγαν στα βασανιστήρια. Έβγαλαν το μάρτυρα από τη φυλακή και «ώσπερ θήρες ανήμεροι» τον έσυραν χωρίς ένδυση πάνω στη γη των Σερρών και, τέλος, του ξερίζωσαν τα μαλλιά ραβδίζοντάς τον χωρίς διακοπή. Ο άγιος, παρά τα φοβερά αυτά μαρτύρια, άντεχε και συνέχιζε να υμνεί τον Κύριο Ιησού Χριστό και τότε, στα δεξιά του, εμφανίσθηκε ένας έφιππος και μεγαλοπρεπής άνδρας που το πρόσωπό του ακτινοβολούσε σαν ήλιος. Ο μάρτυρας Ιωάννης είδε την υπέρλαμπρη αυτή παρουσία, που δεν ήταν άλλη απ΄ αυτή του αγίου Θεοδώρου, και κατάλαβε πως ο έφιππος άνδρας του συνιστούσε να μη χάσει το θάρρος του.
Οι Τούρκοι, όταν και με αυτόν τον επώδυνο τρόπο, στάθηκε αδύνατο να τον κάνουν να αλλάξει την πίστη του, τον οδήγησαν και πάλι στην φυλακή, όπου και συνέχισαν τις σωματικές και ηθικές πιέσεις τους πάνω στον νεομάρτυρα. Η σταθερή όμως προσήλωση του Ιωάννη στην πάτρια πίστη του τους απέλπισε και, αναγκάστηκαν να ζητήσουν έγγραφες οδηγίες για την τύχη του νεαρού Σερραίου από τη Μεγάλη Πύλη. Όταν ήρθαν οι έγγραφες οδηγίες, ο δικαστής των Σερρών διέταξε το θάνατο του Ιωάννη, εάν δεν απαρνιόταν την πίστη του στο Χριστό.
Έτσι, οι τύραννοι του, μετά και την αποτυχία των τελευταίων προσπαθειών τους να πείσουν τον Ιωάννη να απαρνηθεί την πίστη του, τον έβγαλαν από τη φυλακή και τον οδήγησαν σε χώρο δημόσιο, όπου, οι δήμιοί του, για να κάνουν το τέλος του πιο επώδυνο, τον ανέβασαν πάνω σε σωρό από φρύγανα και ξερά ξύλα και, αφού του έδεσαν τα χέρια και τα πόδια, έβαλαν φωτιά στο εύφλεκτο υπόστρωμα.
Ο μάρτυρας Ιωάννης παρέμεινε ήρεμος σε όλη τη διάρκεια του φρικτού του μαρτυρίου και, μάλιστα, προκαλώντας τους βασανιστές του, τους ρωτούσε εάν πράγματι τον παρέδωσαν στη φωτιά, ενώ με ήπια φωνή υμνολογούσε το Θεό. Ένας από τους δήμιούς του, για να τον κάνει να σωπάσει, του έμπηξε έναν πάσαλο στο στόμα και επέφερε έτσι το τέλος της επίγειας ζωής του αγίου.
Την ακολουθία του αγίου Νεομάρτυρα Ιωάννη του Σερραίου έγραψε ο Μεγάλος Ρήτορας της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας Μανουήλ ο Πελοποννήσιος πιθανότατα μεταξύ των ετών 1491-1497.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Σερραίος μαρτύρησε για την πίστη του Χριστού περί το 1480 και η μνήμη του γιορτάζεται στις 12 Μαΐου.
ΤΟΠΙΚΟΙ ΑΓΙΟΙ
ΟΙ ΕΝ ΜΕΓΑΡΟΙΣ ΑΓΙΟΙ ΤΕΣΣΑΡΕΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ
Απολυτίκιο Ήχος γ’, Θείας πίστεως
Χαίρει λάρνακα θείων λειψάνων, πόλις έχουσα, η των Μεγάρων, Γεωργίου, Πολύευκτου και Πλάτωνος Αδριανού τε ιάματα βρύουσα, και εκ κινδύνων λυτρούσα τους μέλποντας Θείοι Μάρτυρες, Χριστώ τω Θεώ πρεσβεύσατε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος
Οι Άγιοι Τέσσαρες Μάρτυρες άθλησαν στους δύσκολους χρόνους της τουρκοκρατίας στην πόλη των Μεγάρων της Αττικής, όπου βρέθηκαν και τα τίμια και χαριτόβρυτα άγια λείψανά τους κατά θαυμαστό τρόπο. Το έτος 1754 ένας κληρικός λεγόμενος Οικονόμου, όπου πιθανόν το άνομα του να έχει σχέση με το οφίκκιο του οικονόμου, αφού σύμφωνα με έγγραφη μαρτυρία ήταν οικονόμος του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, ήθελε να κτίσει την οικία του. Ενώ οι εργάτες έσκαβαν τα θεμέλια τας οικίας, ένας από αυτούς αισθάνθηκε έντονη θερμότητα στα πόδια του, ώστε του ήταν αδύνατον να συνεχίσει να εργάζεται και ανέφερε το γεγονός αυτό στον ιδιοκτήτη του σπιτιού. Ο Οικονόμος θέλησε να σκάψει ? ίδιος με τα χέρια του πιο βαθιά, και κατά παράδοξο τρόπο αισθάνθηκε και αυτός το ίδιο φαινόμενο. Συνέχισαν όμως όλοι να σκάβουν και ξαφνικά βρέθηκαν μπροστά στην μεγάλη έκπληξη όταν αντίκρυσαν μία ενεπίγραφη μαρμάρινη πλάκα, πάνω στην οποία ήταν αναγραφόταν: Λείψανα Μαρτύρων. Αδριανός, Πολύευκτος, Πλάτων, Γεώργιος. Ανασηκώνοντας την πλάκα βρήκαν τα πάνσεπτα λείψανα των Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων, δοξολογώντας τον Θεό για την ουράνια ευλογία και παρηγοριά πού τούς χάρισε. Στο μέρος αυτό όπου βρέθηκαν τα λείψανα η αρχαιολογική έρευνα έφερε στο φας κατάλοιπα από μία μεγάλη παλαιοχριστιανική βασιλική, πού χρονολογείται στα μέσα του 5ου έως τα μέσα του 6ου αιώνα, η οποία ήταν κτισμένη προς τιμήν των αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων. Η εύρεση της μαρμάρινης πλάκας κοντά στην παλαιοχριστιανική βασιλική υποδηλώνει την ύπαρξη του τάφου των αγίων Μαρτύρων Αδριανού, Πολύευκτου, Γεωργίου και Πλάτωνος. Το γεγονός αυτό διαδόθηκε σε όλη την πόλη των Μεγάρων. Η χαρά όμως Μεγαρέων δεν κράτησε πολύ, καθώς την ίδια νύκτα ιερόσυλοι πήραν τα άγια λείψανα και έφυγαν για την Πελοπόννησο. Το γεγονός αυτό οι Μεγαρείς το ανέφεραν στους τοπικές τουρκικές αρχές, αλλά αυτοί αδιαφόρησαν και έτσι δεν κατόρθωσαν να τούς βρουν και να τούς συλλάβουν. Έπειτα από όλα αυτά οι Οικονόμος πήρε την μαρμάρινη πλάκα και πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ανέφερε στον Πατριάρχη το συμβάν. Έκτοτε κανείς δεν γνωρίζει πού βρίσκονται τα άγια λείψανα των Τεσσάρων Μαρτύρων. Στα χέρια των Μεγαριτών παρέμειναν μόνο λίγα μικρά τεμάχια από τα δάχτυλα και τούς σπόνδυλους των αγίων Μαρτύρων, τα οποία η σύζυγος του Οικονόμου τα φύλασσε σε ένα σακκίδιο στο σπίτι της και διαδοχικά στην οικογένεια Οικονόμου. Το 1998 σε επισκευαστικές εργασίες της οικίας βρέθηκαν και άλλα τεμάχια αγίων λειψάνων, τα οποία τοποθετήθηκαν σε καλαίσθητη λειψανοθήκη. Το γεγονός αυτό πανηγυρίσθηκε με ευλάβεια και μεγαλοπρέπεια. Όμως και πάλι η χαρά δεν κράτησε πολύ. Η λειψανοθήκη χάθηκε από τον Ναό όπου φυλασσόταν. Σήμερα τα λιγοστά τεμάχια από τα λείψανα των αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων φυλλάσονται στον ομώνυμο Ιερό Ναό της πόλης των Μεγάρων, μέσα σε πολύτιμη αργυροποίκιλτη λειψανοθήκη. Έπειτα από σύντονες ενέργειες του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σερρών και Νιγρίτης κ. Θεολόγου προς τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μεγάρων και Σαλαμίνος κ. Βαρθολομαίο προσφέρθηκε στην γενέθλιο πόλη των μεγαλομαρτύρων ως διαρκή και μόνιμη ευλογία απότμημα από τα ιερά και χαριτόβρυτα λειψάνων των, τα οποία φυλάσσονται ως τιμαλφέστατον κειμήλιον στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Σερρών.
Η Εκκλησία μας τιμά την μνήμη των Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων την 1η Φεβρουαρίου.
ΤΟΠΙΚΟΙ ΑΓΙΟΙ
Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΣ Ο ΕΞ ΕΖΕΒΩΝ
Ο Άγιος Βενέδικτος συγκαταλέγεται στη μεγάλη χορεία των νεομαρτύρων πού η δράση τους χρονικά τοποθετείται στην δύσκολη και μακρόχρονη περίοδο της Τουρκοκρατίας. Γεννήθηκε στο χωριό Έζιοβα, το σημερινό χωριό Δάφνη της επαρχίας Βισαλτίας του Νομού Σερρών ή στο γειτονικό χωριό Αμούρ μπέη, σημερινό χωριό Καστανοχώρι. Η σύγχυση για τον ακριβή τόπο γέννησης του Αγίου είναι δικαιολογημένη, γιατί ανάμεσα στα δύο χωριά η Μονή Κωνσταμονίτου του Αγίου Όρους, η οποία σύμφωνα με τα πρακτικά της διατηρούσε μετόχι σ’αυτό το μέρος, αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο ή στον Προφήτη Ηλία, πού χρονολογούνταν από το 1511. Το μετόχι είχε στην κυριότητά του καλλιεργήσιμες εκτάσεις και μύλους και αξιοποιούνταν από την Μονή μέχρι το 1932. Στην περιοχή του Στρυμώνα πολλές Μονές του Αγίου Όρους διατηρούσαν μετόχια, καθώς η περιοχή των Σερρών και η Χαλκιδική αποτελούν τις φυσικές διεξόδους των Μονών. Φυσικό ήταν η ύπαρξη του μετοχίου της Μονής Κωνσταμονίτου να σταθεί αφορμή να αναπτυχθούν στενοί δεσμοί ανάμεσα στους κατοίκους της περιοχής και τούς μοναχούς της Μονής, καθώς πολλοί θα ήταν οι ντόπιοι πού θα εργάζοντας στα κτήματα του μετοχίου.
Ο Άγιος Βενέδικτος είναι πιθανόν να γεννήθηκε λίγο πρίν την επανάσταση του 1821, χωρίς ωστόσο να γνωρίζουμε την ακριβή ημερομηνία γέννησής του. Σε νεαρή ηλικία πήγε μαζί με τον πατέρα του στο στην Μονή Κωνσταμονίτου. Εκεί ο πατέρας του έγινε δόκιμος και στη συνέχεια εκαρημοναχός, ενώ ο Βενέδικτος στάλθηκε στον Πολύγυρο να φοιτήσει στο σχολείο. Μετά το τέλος των σπουδών του επέστρεψε στη Μονή Κωνσταμονίτου και εκάρη μοναχός και έπειτα από πολλά χρόνια χειροτονήθηκε ιερέας. Στη Μονή ο Άγιος διακόνησε σε πολλά διακονήματα. Οι ανάγκες της Μονής ανάγκασε την αδελφότητα να στείλει τον Βενέδικτο μαζί και με άλλους πατέρες στο μετόχι πού είχε στην περιοχή της Καλαμαριάς στη Θεσσαλονίκη. Η επανάσταση του 1821 ανάγκασε τούς πατέρες να εγκαταλείψουν το μετόχι. Ο Βενέδικτος συνελήφθη από την φρουρά του Ρουμπούτ Πασά και οδηγήθηκε μαζί με πολλούς μοναχούς από την περιοχή στη Θεσσαλονίκη. Στις 12 Ιουνίου του 1821 έπειτα από φρικτά βασανιστήρια αποκεφαλίστηκε μαζί με πολλούς άλλους μοναχούς.
Σύμφωνα με την διήγηση του Βίου του, την νύχτα μετά το μαρτύριο επάνω από τα άταφα λείψανα των μαρτύρων έλαμπε ένας φωτεινός σταυρός. Οι στρατιώτες πού παραφυλούσαν μόλις αντίκρυσαν το θαυμαστό αυτό γεγονός αισθάνθηκαν δέος και το ομολόγησαν στους χριστιανούς. Το θαυμαστό αυτό γεγονός έδωσε την αφορμή στους Τούρκους να επιτρέψουν στους χριστιανούς να θάψουν τα λείψανα των μαρτύρων. Δεν έχουμε συγκεκριμένες πληροφορίες για τόπο όπου ετάφη το λείψανο του Αγίου Βενεδίκτου και των άλλων μαρτύρων, ή για πιθανή ανακομιδή του. Η μνήμη του τιμάται στις 12 Ιουνίου, ημέρα του μαρτυρίου του.
ΤΟΠΙΚΟΙ ΑΓΙΟΙ
Ο ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΤΙΤΟΡΑΣ ΤΗΣ
ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ
Τη 12η Δεκεμβρίου μνήμη του Οσίου και θεοφόρου Πατρός ημών Ιωάννου, πριν δε Ιωακείμ Μητροπολίτου Ζιχνών, Κτίτορος της ιεράς Μονής του Τιμίου Προδρόμου.
Εγκωμιαστήν οίκοθεν πλουτείς Πάτερ Της σης τελευτής σου τον της Μονής πόνον
Χρηστόν βιώσας μέχρι και τέλους βίον. Θραύει πονηρού παν Ιωάννης θράσος.
Ιωάννην και τεθνηκότα ζην λέγω Οι γαρ δίκαιοι ζώσι και τεθνηκότες.
Δόξα του Οσίου Ήχος δ΄. Προσόμοιο: Κατεπλάγη Ιωσήφ.
Της σαρκός το εμπαθές, άτακτον κίνημα σοφέ, καταμαράνας εν πολλαίς, ασκητικαίς διαγωγαίς, τον εμφωλεύοντα εν τούτω Βελίαρ, τέλεον εις γην κατηδάφισας, και τας μηχανάς κατεπάτησας και καθαρόν σκεύος Χριστού γενόμενος, διαφυλάττοις τους τιμώντας σου, τον πάνσεπτον και θείον οίκον, Ιωάννη μακάριε.
Ο Όσιος Ιωάννης είναι ο δεύτερος Κτίτορας της Ιεράς Μονής του Τιμίου Προδρόμου. Γεννήθηκε στην πόλη των Σερρών το 1258. Σε πολύ μικρή ηλικία ο Ιωακείμ, γιατί αυτό ήταν το όνομά του πριν γίνει στο τέλος του βίου του μεγαλόσχημος μοναχός, έχασε και τους δύο γονείς του. Το 1260 την κηδεμονία του ανέλαβε ο αγιορείτης ιερομόναχος Ιωαννίκιος, που ήταν αδελφός του πατέρα του. Ανατράφηκε από τον πνευματικό του πατέρα με πολλή μεγάλη επιμέλεια και διέτρεξε μαζί του τις βραχώδεις πλαγιές του Μενοικίου όρους σε αναζήτηση τόπου όπου ο θείος του, θα μπορούσε να συνεχίσει μακριά από του κόσμου την παραζάλη την ισάγγελο πολιτεία του. Η ζωή του μικρού Ιωακείμ δίπλα στο θείο του ήταν σύμφωνη με όλους τους κανόνες του μοναχικού πολιτεύματος. Επιβλήθηκε της φύσεως του δια της πολλής εγκράτειας και αγρυπνίας ενώ η δουλαγώγηση του πνεύματός του τον απάλλαξε από κάθε άτοπο λογισμό. Τα πρώτα του γράμματα έμαθε κοντά στο θείο του ενώ στη συνέχεια φοιτώντας σε σχολείο των Σερρών ολοκλήρωσε τις γνώσεις του στη θύραθεν παιδεία.
Όταν ο Ιωακείμ έφτασε μεστός χαρισμάτων στην προσήκουσα ηλικία έλαβε το μοναχικό σχήμα και, στη συνέχεια, το της ιεροσύνης αξίωμα. Η καλή του φήμη διέτρεχε τα όρια της τότε επικράτειας της πόλεως των Σερρών και το 1288, μετά από αίτημα των χριστιανών της πάλαι ποτέ επισκοπής Ζιχνών προς το Μητροπολίτη Σερρών, έγινε επίσκοπος Ζιχνών αφού πρώτα υποσχέθηκε στο θείο του Ιωαννίκιο τη διαρκή μεριμνά του για το Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου που, με κόπο στερέωσε μαζί του.
Το 1300 ο επίσκοπος Ιωακείμ έμεινε μόνος του στην επιμέλεια της Μονής του Προδρόμου. Με τη βοήθεια του Θεού και δια πρεσβειών του Τιμίου Πρόδρόμου του οποίου η βοήθεια ήταν προφανής ο επίσκοπος Ιωακείμ κατασκεύασε έργα μεγάλα στη Μονή, που δικαιώνουν την αναγόρευσή του σε δεύτερο Κτίτορα.
Το 1328 η επισκοπή Ζιχνών προβιβάσθηκε σε Μητρόπολη. Ο Μητροπολίτης Ιωακείμ «ουκ εδίδου ύπνον τοις οφθαλμοίς ουδέ ανάπαυσιν τοις κροτάφοις» αλλά, με τη βοήθεια του Θεού, μοίραζε την πατρική του αγάπη ανάμεσα στο χριστεπώνυμο πλήρωμα της Μητροπόλεώς του, το οποίο οδηγούσε χωρίς βλάβη από τις επιθέσεις του νοητού λύκου σε σωτήρια νομή και, στην πρόοδο της Ιεράς Μονής του Τιμίου Προδρόμου, τις κτίσεις της οποίας στερέωσε με την έκδοση χρυσόβουλλων.
Φίλος της ακτημοσύνης και της λιτότητας ο Μητροπολίτης Ιωακείμ ήταν κοσμημένος με της μετριοφροσύνης το στέφανο. Η αρετές του τον έκαναν αγαπητό στους τότε πρώτους μα και ιδιαίτερα σεβαστό στους χριστιανούς του. Ποδηγέτησε την εκκλησία της Ζίχνης στο δρόμο του Χριστού έως και το 1333. Τη χρονιά αυτή επέστρεψε στην Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου και έγινε μεγαλόσχημος με το όνομα Ιωάννης. Εξεδήμησε προς τον Κύριο στις 12 Δεκεμβρίου του 1333.
Από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Παχώμιο τον από Ζιχνών, που κόσμησε δύο φορές τον Πατριαρχικό θρόνο (1503-1504 και 1505-1514) αναγνωρίσθηκε, για την αγία και αγγελική του πολιτεία, Άγιος της Εκκλησίας μας. Η μνήμη του τιμάται τη 12η Δεκεμβρίου. Τμήμα των ιερών λειψάνων του φυλάσσεται στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό των Σερρών.
ΤΟΠΙΚΟΙ ΑΓΙΟΙ
Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ Α΄
«Ο εν Σέρραις την του θανάτου τομήν λαβών» (20 Ιουνίου)
Απολυτίκιον του Αγίου Καλλίστου Ήχος α΄ Της ερήμου πολίτης
Βασιλίδος εδείχθης Πατριάρχης θεόσοφος και Αγίου Όρους το κλέος
των Σερραίων θησαύρισμα των θείων δε Χριστού ησυχαστών
ο φίλος και συνήγορος ομού διό πάντες πάτερ Κάλλιστε εν χαρά
υμνούμεν σε κραυγάζοντες Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ
δοξα τω σε θαυμαστώσαντι δοξα τω χορηγούντι δια σου
ημίν τα κάλλιστα.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κάλλιστος Α΄, ήταν θιασώτης των αντιλήψεων του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
Πασίγνωστος για την ευρυμάθειά του ο Κάλλιστος, ως μοναχός της Μονής των Ιβήρων του Αγίου Όρους έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως για την πραότητα και την εγκράτειά του κυρίως, όμως, αναγνωριζόταν ως ένας από τους ουσιαστικότερους εκπροσώπους των ησυχαστών στο Άγιο Όρος.
Γεννήθηκε περί το τέλος του 13ου αιώνα. Προγυμνάσθηκε στο μοναχικό βίο και τη θεωρία του ησυχασμού στη σκήτη του Μαγουλά έχοντας ως δασκάλους τους αδελφούς της σκήτης Ησαΐα, Κορνήλιο και Μακάριο. Στη σκήτη αυτή του Αγίου Όρους συναντήθηκε με τον Άγιο Αθανάσιο των Μετεώρων τον οποίο βοήθησε να κτίση, κατά το διάστημα της δεύτερης πατριαρχίας του (22 Ιουνίου 1354 – 20 Ιουνίου 1364) το μοναστήρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στα Μετέωρα.
Εμφορούμενος από πνεύμα συνέσεως, υπομονής και αγάπης, ο μοναχός Κάλλιστος, έγινε μαθητής του Οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτου, το βίο του οποίου και συνέγραψε. Στη σκήτη του Μαγουλά ο Κάλλιστος χειροτονήθηκε ιερέας και έμεινε σ’ αυτήν έως και το 1340-1341 χρονολογία συντάξεως του αγιορείτικου τόμου «Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων» στον οποίο και υπέγραψε ως αδελφός της σκήτης.
Αγαπημένος μαθητής του Οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτου συνόδευσε το δάσκαλό του στην έρημο των Παρορίων όπου και οικοδόμησαν κελιά, για να στεγάσουν το αυξανόμενο πλήθος των μαθητών του Oσίου. Ο Κάλλιστος αφού έμεινε κοντά στο δάσκαλό του για μικρό χρονικό διάστημα επέστρεψε στο Άγιο Όρος, όπου, μετά το 1340-1341 εγγράφεται στο μοναχολόγιο της Μονής των Ιβήρων.
Αυτήν την εποχή, στα όρια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η προς το Θεό ένωση των χριστιανών έπαψε να υπάρχει και οι ομόφυλοι αντίπαλοι έως θανάτου έγιναν. Με τη συνέργια του πονηρού η αγάπη διώχθηκε, η ένωση που επιτυγχάνεται με το της παλιγγενεσίας και της θεογενεσίας λουτρό διαλύθηκε. Το έθνος απ’ άκρου εις άκρον τον εαυτό του πολεμά και υπό του εαυτού του πολεμιέται, καθώς, η εμφύλια διαμάχη που είχε ξεσπάσει στο Βυζάντιο, στην αρχή μεταξύ του Ανδρόνικου Β΄ (1282-1328) και του Ανδρόνικου Γ΄ (1328-1341) προξένησε μεγάλες συμφορές σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας.
Η ερήμωση της χώρας από τις ληστρικές επιδρομές και τις πολεμικές επιχειρήσεις κυρίως, κατά τη δεύτερη φάση του εμφυλίου σπαραγμού, διόγκωσε την κοινωνική εξαθλίωση γεγονός που δεν άφησε αδιάφορους τους μοναχούς του Αγίου Όρους. Το 1342 η Ιερά Κοινότητα του Άγίου Όρους συγκροτεί επιτροπή ειρηνεύσεως και συνδιαλλαγής την οποία στέλνει στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να συμφιλιώσει τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου Ιωάννη Καντακουζηνό (1347-1354) και Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο (1341-1391) που βρισκόταν σε αλληλομαχία. Ηγετική φυσιογνωμία αυτής της επιτροπής ήταν ο ενάρετος και πεπαιδευμένος ιερομόναχος Κάλλιστος που εντυπωσίασε, παρά το ατελέσφορο της ειρηνευτικής προσπάθειας, τους αντιμαχόμενους Βασιλείς. Με την επιστροφή του από τη βασιλεύουσα στο Άγιο Όρος ο ιερομόναχος Κάλλιστος διορίζεται από την Ιερά Κοινότητα μέλος της επιτροπής του αντιαιρετικού κατά των Βογόμιλων αγώνα, την κακόδοξη διδασκαλία των οποίων ανέκοψε στα πρώτα της βήματα στο Άγιο Όρος, ορθοτομώντας το λόγο της αληθείας.
Μετά την παραίτηση του Οικουμενικού Πατριάρχη Ισιδώρου (17 Μαΐου 1347- 2 Δεκεμβρίου 1349), τον Οικουμενικό Θρόνο κόσμησε ο αγιορείτης ιερομόναχος Κάλλιστος, ύστερα από πρόταση του αυτοκράτορα Ιωάννη Καντακουζηνού, ο οποίος έστειλε τριήρη στο Άγιο Όρος για να μεταφέρει στη βασιλεύουσα το νέο Οικουμενικό Πατριάρχη. Στις 10 Ιουνίου του 1350 με ψήφους κανονικές γίνεται η εκλογή και η ενθρόνιση του Οικουμενικού Πατριάρχη Κάλλιστου Α΄ που διοίκησε την Ορθόδοξη Εκκλησία ως και τις 27 Νοεμβρίου του 1353 οπότε, αρνούμενος να συναινέσει στον παραγκωνισμό του νόμιμου αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου από τον Καντακουζηνό, που ήθελε να ανακηρύξει το γιο του Ματθαίο συναυτοκράτορά του, απεκδύθηκε εκουσίως το πατριαρχικό αξίωμα και έζησε αρχικά στην Ιερά Μονή του Αγίου Μάμαντος στην Κωνσταντινούπολη. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός με επίσημη πρόσκληση ζήτησε την επιστροφή του στον πατριαρχικό θρόνο, όμως, ο πατριάρχης Κάλλιστος Α΄, θεματοφύλακας της ορθής πίστεως και της νομιμότητας στη βυζαντινή αυτοκρατορία αποποιήθηκε την ηγεσία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και μετέβη στην Τένεδο όπου βρισκόταν η έδρα των στρατιωτικών επιχειρήσεων του νόμιμου αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου.
Αξιομνημόνευτη πατριαρχική πράξη, κατά το διάστημα της πρώτης πατριαρχίας του Κάλλιστου Α΄, είναι η έκδοση σιγιλίου το Δεκέμβριο του 1350, κατά των προστρεχόντων στους μάγους. Αυτήν την εκφυλιστική πνευματική κατάσταση του λαού, που είχε την αρχή της στην πνευματική ληρότητα του κλήρου, ο πατριάρχης Κάλλιστος αντιμετώπισε με την εκλογή από το χορό των ευλαβέστερων και σεμνών στο βίο ιερέων-έξαρχων πνευματικών ταγών, που τοποθέτησε σε κάθε ενορία με καθήκοντα την καθοδήγηση και νουθεσία, τόσο του εκκλησιάσματος όσο και του κλήρου.
Το Δεκέμβριο του 1351 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κάλλιστος Α΄, προκειμένου να προστατέψει την πνευματική ενότητα της Ορθοδοξίας, συγκάλεσε τοπική σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη που καταδίκασε τις κακοδοξίες των αντιησυχαστών Βαρλαάμ και Ακινδύνου καθώς και τους πρεσβεύοντας τις ίδιες δοξασίες μητροπολίτες Εφέσου και Γάνου.
Το φθινόπωρο του 1352 ο Πατριάρχης Κάλλιστος δεν δίστασε να αφορίσει το Σερβικό Πατριαρχείο, που είχε παράνομα συσταθεί από το Σέρβο ηγεμόνα Στέφανο Δουσάν, προκειμένου να κρατήσει ενωμένη την Αγία του Χριστού Εκκλησία.
Μετά την οικειοθελή απομάκρυνση του Κάλλιστου Α΄ από τον Οικουμενικό Θρόνο ο αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός συγκάλεσε σύνοδο, που κήρυξε έκπτωτο τον Κάλλιστο και εξέλεξε στον Οικουμενικό θρόνο τον Μητροπολίτη Ηρακλείας Φιλόθεο Κόκκινο (1353-1354).
Η είσοδος στην πρωτεύουσα, το Νοέμβριο του 1354, δυνάμεων φιλικά προσκείμενων στον αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο, σήμανε ουσιαστικά το τέλος του εμφυλίου πολέμου και την άνοδο το χειμώνα του 1354 στον Οικουμενικό Θρόνο, για δεύτερη φορά, του Κάλλιστου Α΄.
Κατά το χρονικό διάστημα της δεύτερης πατριαρχίας του Κάλλιστου Α΄, μεταξύ των άξιων αναφοράς διοικητικών πράξεών του συγκαταλέγονται: α) η έκδοση συνοδικού τόμου που απαγόρευε τα συνοικέσια ανάμεσα σε παιδιά, με επιβολή μάλιστα αφορισμού στους γονείς και κηδεμόνες, που πρωτοστατούσαν σε τέτοιου είδους διαπραγματεύσεις με σκοπό τη σύναψη γάμου και β) η μείζονος σημασίας, το Δεκέμβριο του 1355, πατριαρχική διδασκαλία προς τους Βουλγάρους ιερείς και μοναχούς, που βάπτιζαν κακώς, με μία μόνο κατάδυση και ραντισμό, ενώ το Άγιο Μύρο αντικαθιστούσαν με Μύρο από τα λείψανα του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Βαρβάρου.
Κατά τη διάρκεια της δεύτερης πατριαρχίας του Κάλλιστου Α΄ ιδρύθηκαν τα μοναστήρια Παντοκράτορος και Σίμωνος Πέτρας στο Άγιο Όρος.
Στην προσπάθειά του να αναχαιτίσει, ως πρόμαχος της Ορθοδοξίας, την εισβολή κακοδόξων δογμάτων στην Ορθόδοξη Εκκλησία ο Πατριάρχης Κάλλιστος Α΄ έγραψε και εκφώνησε πλήθος ομιλιών κατά των αιρετικών ενώ, προκειμένου να εμψυχώσει σε δύσκολους καιρούς το λαό της Βασιλίδος των πόλεων συνέταξε προσευχές, τις οποίες η Εκκλησία μας έχει ενταγμένες στα λειτουργικά της βιβλία και αναπέμπει προς τον Κύριο προκειμένου να επιτύχει την αρωγή Του σε δύσκολες περιστάσεις. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κάλλιστος Α΄ έγραψε, εκτός των αντιαιρετικών ομιλιών και προσευχών και βίους αγίων, όπως του Αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτου και του Οσίου Θεοδοσίου Τυρνόβου.
Το τέλος του εμφύλιου σπαραγμού στη βυζαντινή αυτοκρατορία δεν έφερε και την ειρήνη στην επικράτειά της. Η ημισέληνος, ως δρέπανο θανάτου θερίζει τα στάχυα της ορθοδοξίας στα καλλίκαρπα μέρη του Έβρου. Οι Τούρκοι που ήρθαν ως σύμμαχοι του Ιωάννη Καντακουζηνού στα Βαλκάνια, έφτιαξαν ισχυρά προγεφυρώματα στη Θράκη και με έδρα το Διδυμότειχο, την Ανδριανούπολη και τη Φιλιππούπολη κατέστρεφαν την ύπαιθρο χώρα εφαρμόζοντας συστηματικά μέτρα εποικισμού.
Η αντιμετώπιση αυτής της καταστάσεως απαιτούσε τη συνένωση των χριστιανικών δυνάμεων της Βαλκανικής. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κάλλιστος Α΄ ηγήθηκε μιας αυτοκρατορικής πρεσβείας προς την ηγεμόνα των Σέρβων Ελισάβετ, με αντικειμενικό σκοπό τη συμμαχία των σερβικών και των βυζαντινών δυνάμεων, για να αναχαιτιστεί η Τουρκική επεκτατικότητα στη Θράκη.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης και η συνοδεία του αφού προσκύνησαν στο Άγιο Όρος, έφτασαν στην πόλη των Σερρών στις αρχές Ιουνίου του 1364 και έτυχαν από την ηγεμόνα των Σέρβων Ελισάβετ επίσημης υποδοχής. Όμως ο Πατριάρχης Κάλλιστος Α΄ ασθένησε από λοιμώδη νόσο και τελείωσε το βίο του απρόοπτα στην πόλη των Σερρών. Η λοιμώδης νόσος πρόσβαλε την υγεία και πολλών μελών από τη συνοδεία του Πατριάρχη με αποτέλεσμα να απλωθεί η φήμη πως, ο Πατριάρχης και η συνοδεία του, δηλητηριάστηκαν από τους Σέρβους. Τη φήμη αυτή ο ιστορικός αυτών των χρόνων Ιωάννης Καντακουζηνός απορρίπτει ως αβάσιμη και ψευδή.
Η θλιβερή είδηση του απρόοπτου τέλους της ζωής του Πατριάρχη διέτρεξε τα όρια της αυτοκρατορίας. Επιτροπές από τα σπουδαιότερα μοναστήρια του Αγίου Όρους και μάλιστα της Λαύρας, ήρθαν στις Σέρρες και ζήτησαν από την Ελισάβετ το σκήνωμα του ιεράρχη προκειμένου να το μεταφέρουν στην μητρόπολη του ορθόδοξου μοναχισμού, το Άγιο Όρος. Η ηγεμόνας των Σέρβων δεν κάμφθηκε από τις παρακλήσεις των μοναχών. Ενταφίασε το άγιο λείψανο του Πατριάρχη σε ταφικό παρεκκλήσι που έκτισε στο προαύλιο του Μητροπολιτικού ναού για να έχει η ίδια και η πόλη των Σερρών την προστασία του.
Ασφαλείς ενδείξεις βεβαιώνουν πως το μεγαλοπρεπές παρεκκλήσι, αριστερά της εισόδου του Ιερού Μητροπολιτικού Ναού των Αγίων Θεοδώρων, στεγάζει τον τάφο του Οικουμενικού Πατριάρχη Κάλλιστου Α΄.
Για το σύνολο των διδαχών του, τους αγώνες του για την προάσπιση της ενότητας της Εκκλησίας από την ανταρσία και τις κακοδοξίες των δυτικών και τη συμβολή του στο θρίαμβο της Ορθοδοξίας, η Εκκλησία μας συγκατέλεξε τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κάλλιστο Α΄ μεταξύ των αγίων της και όρισε η μνήμη του να εορτάζεται στις 20 Ιουνίου.