Λόγος εἰς τὸ Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου

Λόγος εἰς τὸ Γενέσιον
τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου

Ἁγίου Φωτίου τοῦ Μεγάλου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως

Σήμερα ἡ Παρθένος μητέρα γεννιέται ἀπὸ στείρα μητέρα καὶ εὐτρεπίζεται τὸ παλάτι τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Σήμερα σπάζουν τὰ δεσμὰ τῆς στειρότητας καὶ σφραγίζονται τὰ κλεῖθρα τῆς Παρθένου. Γιατί ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα ἡ ἄγονη μήτρα καὶ τὰ νεκρὰ σπλάχνα γιὰ παιδοποιΐα ἔδωσαν παρ’ ἐλπίδα ὡραῖο καρπό, μὲ αὐτὰ μνηστεύεται καὶ τὸ ἀδιάφθορό της παρθενίας καὶ μὲ ὁλοφάνερα ἔργα προαγγέλλεται τὸ θαῦμα τῆς κυοφορίας. Γιατί εἶναι ὑπερφυσικὸ θαῦμα γέννηση χωρὶς μεσολάβηση ἄνδρα καὶ διατήρηση τῆς παρθενίας μετὰ τὴ γέννηση. Ἐπίσης νικᾶ τοὺς νόμους τῆς φύσης καὶ ἡ στείρα ποὺ συλλαμβάνει μετὰ τὰ γηρατειά της καὶ γεννᾶ καὶ μὲ ὅσα θαυμαστὰ ἔργα γίνονται προοιμιάζεται ἡ γέννηση τῆς Παρθένου.

Σήμερα ἡ Ἄννα θερίζει τὸν καρπὸ ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὸν ὀνειδισμὸ τῆς ἀτεκνίας καὶ ἡ οἰκουμένη ἀπολαμβάνει τὰ καρποφόρα στάχυα τῆς χαρᾶς. Ὁ Ἰωακεὶμ ὀνομάζεται πατέρας τοῦ παιδιοῦ, καὶ ἐμεῖς παίρνουμε ὡς ἀρραβώνα τὴν τιμὴ τῆς υἱοθεσίας. Σήμερα ἡ Παρθένος προβάλλει ἀπὸ ἄγονα σπλάχνα, καὶ ἡ στειρότητα διαδέχεται τὶς πηγὲς τῆς ἁμαρτίας, καὶ τὸ σύνολο τῆς συναγωγῆς τῶν Ἰουδαίων χηρεύει, καὶ τὰ παιδιὰ προβάλλουν ἀπὸ τοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα αὐξάνουν καὶ πληθαίνουν κατὰ τρόπο θεϊκὸ γιὰ τὸν νυμφίο Χριστό. Ἡ Παρθένος προέρχεται ἀπὸ ἄγονη μήτρα, ποὺ καὶ ὅταν ἀκόμα εἶναι γόνιμη ἡ γέννηση εἶναι παράδοξη. Ὢ πόσο μεγάλο θαῦμα! Ὅταν ἐξέλειπε ὁ χρόνος τῆς σπορᾶς, τότε ἔφτασε ὁ καιρὸς τῆς καρποφορίας, ὅταν σβήσθηκε ἡ φλόγα τῆς ἐπιθυμίας, τότε ἄναψε ἡ λαμπάδα τῆς τεκνοποιΐας. Ἡ νεότητα δὲν ἔδωσε ἄνθος, καὶ προβάλλουν βλαστὸ τὰ γηρατειά· δὲν φάνηκε ἐξόγκωση τῆς κοιλιᾶς ὅταν ἦταν ἡ φύση στὴν ἀκμή της, καὶ προβάλλει ἀειπάρθενο βρέφος ὡς γέννημα ὑπερήλικης μήτρας.

Αλλ’ ἀπορεῖς, ἄνθρωπε, ἂν γέννησε ἡ στείρα, καὶ πολυερευνᾶς αὐτὰ ποὺ ἔπρεπε νὰ θαυμάζεις, ποὺ πρέπει νὰ μᾶς προκαλοῦν θαυμασμό, παρὰ νὰ θεωροῦμε μηδαμινὸ αὐτὸ ποὺ θαυμάζεται, καὶ λογομαχεῖς, πῶς μπορεῖ νὰ γεννήσει στείρα; Ἂν εἶναι στείρα δὲν γεννᾶ, κι ἂν γεννᾶ δὲν εἶναι στείρα. Καὶ πῶς στήθη ποῦ στέγνωσαν γίνονται πάλι πηγὴ γάλακτος; Ἂν τὸ γῆρας δὲν εἶναι στὴ φύση του νὰ θησαυρίζει αἷμα, πῶς αὐτὸ ποῦ δὲν ἔλαβαν οἱ θηλὲς τὸ λευκαίνουν σὲ γάλα; Καὶ πῶς μήτρα ποὺ ἀδρανοποιήθηκε λειτουργεῖ καὶ ζωογονεῖ καὶ συγκροτεῖ καὶ τρέφει τὸ ἔμβρυο; Αὐτὰ ἐσὺ μηχανορραφεῖς κατὰ τοῦ ἐαυτοῦ σου καὶ τῆς σωτηρίας σου. Καὶ ποιὸς εἶσαι; Γιατί δὲν θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ εἶσαι ἀπὸ τοὺς πιστοὺς καὶ ἄξιούς του θαύματος· οὔτε βέβαια, οὔτε θὰ παρασυρθεῖ νὰ ἀπιστήσει ὁ πιστὸς μὲ ἐκεῖνα ποὺ συντελοῦν στὴν πίστη, ἀλλὰ ὁ Ἰουδαῖος.

Ἡ Σάρα δηλαδὴ πῶς ἢ ποῦ σὲ παρακαλῶ ἐξέπεσε στὶς ἐλπίδες της; Ἄραγε δὲν εἶδε τὸν Ἰσαὰκ υἱὸ τῶν γηρατειῶν καὶ τῆς στειρότητάς της; Ἂν ἡ Ἄννα σου προκαλεῖ σύγχυση καὶ ταράζει τοὺς λογισμούς σου, πιὸ πολὺ πρέπει ἡ Σάρα, γιατί γιὰ πρώτη φορὰ συνέβη σ’ αὐτήν. Ἂν αὐτό σε κάνει νὰ ἀμφιβάλλεις, δὲν ἀντιλαμβάνεσαι ὅτι παραγράφεις τὸ ἄλλο ἀπὸ τὴ συγγένειά σου καὶ κόβεις τὶς ρίζες ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι δυνατὸ νὰ ἔχεις κλάδο, καὶ δὲν ἐλέγχεσαι ὅτι ἔχεις καταπέσει ἀπὸ τοὺς Ἰουδαϊκοὺς νόμους;

Ἀπὸ παλαιὰ λοιπόν, ἂν καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν ὑποδουλωμένη στὴ δύναμη τῶν προγονικῶν ἁμαρτημάτων, ἡ γέννηση τῆς ἀπογόνου παρέχει λαμπρά τα συνθήματα, ὑποσαλπίζοντας ὅτι ὁ καθαιρέτης τους θὰ τὴ βγάλει ἀπὸ τὴν τυραννίδα καὶ θὰ τὴν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν δουλεία. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀδὰμ μαζὶ μὲ τὴν Εὕα, ἀφοῦ καθάρθηκαν ἀπὸ ἐκείνους τοὺς παλαιοὺς ρύπους τῆς παράβασης καὶ ἀπέρριψαν τὴν κατήφεια καὶ τὴ σκυθρωπότητα, μὲ ἐλεύθερη φωνὴ καὶ βλέμμα χοροστατοῦν χαρούμενοι στὴν πανήγυρη τῆς Παρθένου καὶ μᾶλλον ἔχουν γίνει οἱ κορυφαῖοι του χοροῦ. Γιατί αὐτοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἔγινε ἡ σπορὰ τῆς ἁμαρτίας ποὺ φύτρωσε σὰν παράσιτο στὸ γένος καὶ τὸ νόθευσε, αὐτοὶ μᾶλλον εἶναι δίκαιο τώρα ποὺ ξεριζώνεται, αὐτοὶ νὰ εἶναι ἀρχηγοὶ τῆς χαρᾶς καὶ τῆς χοροστασίας καὶ νὰ πλησιάζουν καὶ νὰ συγκαλοῦν τοὺς ἀπογόνους ἐκείνων.

Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς πρώτους παραβάτες μεταδόθηκε τὸ ἀρρώστημα τῆς παράβασης σὲ ὅλους καὶ ὅλοι ἔχουν ἀνάγκη τῆς ὅμοιας θεραπείας, κι ἀφοῦ ἡ παγκόσμια σωτηρία θεμελιώνεται σήμερα μὲ τὴ γέννηση τῆς Παρθένου, ἔπρεπε νὰ ὀργανώσουμε κοινὴ καὶ πάνδημη τὴν πανήγυρη, καὶ νὰ ἀνακρούσουμε δημόσιες καὶ ὑπερκόσμιες τὶς εὐχαριστήριες ὠδές· γιατί ἡ παγκοσμιότητα τῆς σωτηρίας ἀπαιτεῖ ὑπερκόσμια τὴν εὐχαριστία.

Ἃς ἀναπέμψουμε λοιπὸν εὐχαριστήριες ὠδές, ἐπειδὴ ὁ Ἀδὰμ ἀναδημιουργεῖται καὶ ἡ Εὕα ἀνακαινίζεται, μαζὶ μὲ αὐτὸν καὶ ἡ κατάρα διαλύεται καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση μας, ἀποβάλλοντας τὸ νεκρὸ καὶ δερμάτινο πρόσωπο τῆς ἁμαρτίας, ἀναμορφώνεται στὴν ἀρχαία τιμὴ τῆς δεσποτικῆς εἰκόνας. Ἃς ἀναπέμψουμε εὐχαριστήριες ὠδὲς καὶ ἃς συγκροτήσουμε πάνδημους χορούς, ἐπειδὴ προερχόμενη ἡ Παρθένος ἀπὸ ἄγονα σπλάχνα, ἁγιάζει τὴν ἄγονη μήτρα τῆς φύσης, ἐμβολιάζοντας τὴν ἀκαρπία της μὲ τὴν πλούσια καρποφορία ἀρετῶν. Γιατί γιὰ ὅσα χρειάστηκαν στὸν Κύριο ὅλων καὶ γεωργό τα ρεῖθρα τῶν ἀχράντων αἱμάτων της γιὰ τὴν ἄρδευση ὅλης της καταξηραμένης ζύμης, μὲ αὐτὰ ἀναδέχεται εὔλογα καὶ τὴν εὐλογία τῆς καρποφορίας.

Ἡ κλίμακα ποὺ ἀνεβάζει στοὺς οὐρανοὺς κατασκευάζεται καὶ ἡ γήινη φύση, ὑπερπηδώντας τὰ ὅριά της, ἐγκαθίσταται στὶς οὐράνιες κατοικίες. Ὁ δεσποτικὸς θρόνος ἑτοιμάζεται ἐπάνω στὴ γῆ, τὰ ἐπίγεια ἁγιάζονται, τὰ τάγματα τῶν οὐρανῶν συναναστρέφονται μαζὶ μέ μας, καὶ ὁ πονηρός, ποὺ στὴν ἀρχὴ μᾶς ἀπάτησε κι ἔγινε ὁ ἀρχιτέκτονας τῆς ἐναντίον μᾶς ἐπιβουλῆς, δέχεται τὴ συντριβὴ τῶν δόλων καὶ τῶν τεχνασμάτων του ποὺ ἔχουν ἀποσαθρωθεῖ χάνοντας τὴν ἰσχύ τους.

Ποιὸς μπορεῖ νὰ διηγηθεῖ τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ; Ποιὸς λόγος θὰ ἐκφράσει τὴ δύναμη τῶν πέρα ἀπὸ τὸ λόγο πραγμάτων; Καὶ πῶς κάθε νοῦς δὲν θὰ παραλύσει προσπαθώντας νὰ κατανοήσει τὸ μέγεθος τῶν ἔργων; Κατ’ ἀρχὰς ἔπλασε ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο κινούμενος ἀπὸ ἄφατο πλοῦτο φιλανθρωπίας, δίνοντας στὸ πλάσμα τὴ χάρη νὰ φέρει τὴ δύναμη καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ πλάστη του, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὸ ἕνα δήλωνε τὴν εὐγένεια τῆς σάρκας, ἐνῶ τὸ ἄλλο τοῦ πνεύματος. Ὁ παράδεισος, πράγμα εὐχάριστο κι ἀγαπητό, φυτευόταν στ’ ἀνατολικά, μοσχοβολώντας ἀπὸ ἄνθη λειβαδιῶν καὶ ὄντας κατάμεστος ἀπὸ ὡραίους καὶ ποικίλους καρποὺς δένδρων· ποτάμια ἐπίσης κυλώντας ἐνδιάμεσα καὶ ποτίζοντας μὲ καθαρὰ νερὰ τὴν ἔκταση, προσέδιδαν ἀπίθανη ὀμορφιὰ στὸν τόπο.

Σ’ αὐτὸν ὁ πλάστης ἐγκαθιστᾶ τὸ φιλοτέχνημα τῆς δεσποτικῆς παλάμης, κάνοντάς το κύριο ὅλων καὶ παρουσιάζοντάς το νὰ περιβάλλεται ἀπὸ ἄφθονα ἀγαθά. Ἔπειτα τοῦ ἔδωσε σύζυγο ἀφοῦ τὴν ἀπέσπασε ἀπὸ τὴν πλευρά του μὲ γέννα ἀνέκφραστη, ὥστε, αὐτὸν ἀπὸ τὸν ὁποῖο εἶχε ληφθεῖ, αὐτὸν νὰ ἀναγνωρίζει, τὸν δανειστή της, ὡς κεφαλὴ καὶ νὰ εἶναι προσηλωμένη, ἔχοντας στὴ σκέψη τῆς τὴν ὑποχρέωσή της καὶ μὲ τὸ σύνδεσμο τῆς φύσης νὰ δημιουργηθεῖ σ’ αὐτοὺς ὁ σύνδεσμος τῆς ὁμόνοιας.

Ἀλλ’ ἀφοῦ χάρισε τὴν ἀπόλαυση καὶ τὴν κυριαρχία σὲ ὅλα τα ἀγαθά του παραδείσου, ἐπειδὴ ἔπρεπε αὐτὸς στὸν ὁποῖον εἶχε ἐμπιστευθεῖ τὸ μέγεθος μιᾶς τέτοιας καὶ τόσο μεγάλης ἐξουσίας νὰ παιδαγωγηθεῖ καὶ νὰ ἀσκηθεῖ καὶ μὲ κάποια ἐντολή, τοῦ δίνει ἕνα νόμο, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο οὔτε δύσκολο ἦταν νὰ ζήσει, οὔτε εὐκολότατο νὰ τὸν φυλάξει στὸ σύνολό του, καὶ μὲ βάση αὐτὸν θὰ κέρδιζε τὴν ἀμοιβὴ ἢ τὴν καταδίκη του. Χωρίζοντας, δηλαδὴ μὲ τὸ λόγο του, κάποιο φυτὸ ἀπὸ τὰ ἄλλα ἀπὸ ὅσα ἀνθοῦσαν ὡραιότητα, τοῦ δίνει τὴν ἐντολὴ ποὺ ἀπαγόρευε νὰ φάει ἀπὸ αὐτὸ μόνο.

Θηρίο ὅμως πονηρὸ καὶ ἀρχὴ τοῦ κακοῦ, τὸ ὁποῖο ἡ πράξη ὀνόμασε διάβολο, βάζοντας στὸ μάτι τὸν ἄνθρωπο ἀμέσως ἀπὸ τὴ δημιουργία του, χρησιμοποιώντας σὰν ὄργανό του ἄλλο θηρίο ἀπὸ τὰ ἑρπετὰ καὶ ἀπευθύνοντας στὴ γυναίκα λόγο ἀπατηλὸ καὶ θελκτικὸ καὶ ρίχνοντας στὸ νομοθέτη πολλὴ βλασφημία, πείθει τὴ γυναίκα καὶ μέσω αὐτῆς τὸ σύζυγό της, νὰ ἀδιαφορήσουν γιὰ τὴν ἐντολὴ καὶ νὰ φᾶνε ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶχε θεσπιστεῖ νὰ μὴ φᾶνε. Κι αὐτοί, τὴν ἴδια στιγμή, καὶ τὴν προσταγὴ παρέβαιναν καὶ ἔχαναν ὅλα τα χαρίσματα, πράγμα ποὺ ἦταν ὁ σκοπὸς τοῦ ἐπίβουλου. Γιατί γι’ αὐτὸ τὸ σκοπὸ εἶχε γίνει ὅλη αὐτὴ ἡ μηχανορραφία. Κι ἀπὸ τότε, μεταφερόμενο τὸ παράπτωμα ἀπὸ τοὺς προγόνους στοὺς ἀπογόνους, εἶχε ὁ ἐπιβουλευτὴς μᾶς ὑποδουλωμένο στὴν ἐξουσία τοῦ ὅλο το γένος.

Τί ἔκανε λοιπὸν ὁ πλάστης καὶ κηδεμόνας μας; Ἄφησε ἄραγε μέχρι τὸ τέλος τὸ πλάσμα του νὰ ταλαιπωρεῖται, νὰ μένει δουλός των παθῶν; Ὄχι βέβαια. Πῶς δηλαδὴ θὰ ἀνεχόταν, αὐτὸ ποὺ ἔπλασε ἀπὸ ὑπερβολικὴ ἀγάπη, νὰ τὸ βλέπει μ’ εὐχαρίστησή του νὰ μένει αἰχμάλωτο καὶ νὰ ζεῖ στὴν πλάνη; Γι’ αὐτό, ἀφοῦ συνεδρίασε μὲ τὸν ἑαυτό της, ἂν ἐπιτρέπεται νὰ τὸ πῶ ἔτσι, ἡ ἑνότητα τῆς ἁγίας Τριάδας (εἶναι ὅμως θεμιτὸ νὰ τὸ ποῦμε γιὰ τὴν ἀνάπλαση, ἐπειδὴ καί το, «ἃς δημιουργήσουμε ἄνθρωπο σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα μας καὶ ὅμοιο μὲ μᾶς» ἔχει λεχθεῖ γιὰ τὴν ἀρχικὴ πλάση) μὲ τὴν ἑνιαία θέλησή της διευθέτησε τὴν ἀνάπλαση τοῦ πλάσματός του ποὺ εἶχε συντριβή.

Κι αὐτὴ (γιατί εἶχαν ἐξαγριωθεῖ καὶ ρημαχτεῖ φοβερὰ οἱ ἄνθρωποι καὶ δὲν ἐπέστρεφαν οὔτε μὲ ἀπειλὲς οὔτε μὲ ποινὲς οὔτε μὲ νόμους οὔτε μὲ προφῆτες), ζητοῦσε ἄνθρωπο ποὺ εἶχε τὴν ἴδια μ’ ἐμᾶς φύση, στὸν ὁποῖο θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ δεῖ ἀπαράβατη τὴν τήρηση τῆς νομοθεσίας, ὥστε καὶ γιὰ νὰ μποροῦν οἱ ἄνθρωποι, μὲ ὅσα ἔβλεπαν τοὺς συνανθρώπους τους νὰ πράττουν, νὰ τοὺς μιμοῦνται, καὶ αὐτὸ μὲ τὸ ὁποῖο ἔλαβε τὴ δύναμή του ἐναντίον μᾶς αὐτὸς ὁ μηχανορράφος, μὲ τὸ ἴδιο νὰ καθαιρεθεῖ ἀπὸ τὴν κυριότητα μὲ νόμιμη νίκη καὶ ἀγώνισμα.

Ἔπρεπε λοιπὸν κάποιο ἀπὸ τὰ πρόσωπα τῆς Τριάδος νὰ ἔρθει στοὺς ἀνθρώπους, ὥστε, ὅποιας φύσης ἦταν τὸ δημιούργημα, αὐτῆς νὰ φανεῖ ὅτι εἶναι καὶ τὸ ἀναδημιούργημα· καὶ ἔπρεπε ὁπωσδήποτε ἐκεῖνο νὰ γίνει κάτω Υἱὸς καὶ νὰ μὴν ἀτιμάσει τὸ ἄνω ἀξίωμά του, ποὺ ἀπὸ τοὺς αἰῶνες τὸ εἶχε καὶ δοξαζόταν μ’ αὐτό. Ἀλλὰ νὰ βρεθεῖ ἀνάμεσα στοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων δὲν ἦταν δυνατὸ χωρὶς τὴ σάρκωση. Γιατί ἡ σάρκωση εἶναι ἡ ὁδὸς γιὰ τὴ γέννηση, καὶ γέννηση εἶναι ἡ κατάληξη τῆς κυοφορίας. Κι αὐτή, περιγράφοντας μητέρα, ζητοῦσε εὔλογα νὰ γίνει ἀπὸ πρὶν ἡ ἑτοιμασία της. Ἔπρεπε ἄρα νὰ ἑτοιμαστεῖ κάτω μητέρα τοῦ πλάστη γιὰ τὴν ἀνάπλαση ἐκείνου ποὺ εἶχε συντριβεῖ, κι αὐτὴ νὰ εἶναι παρθένος, ὥστε, ὅπως ἀπὸ παρθένα γῆ πλάσθηκε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ἔτσι κι ἀπὸ παρθενικὴ μήτρα νὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ ἀνάπλαση, καὶ καμιὰ παρέμβαση ἡδονῆς οὔτε νόμιμη, οὔτε καὶ νὰ ἐπινοηθεῖ στὴ γέννηση τοῦ δημιουργοῦ· γιατί ἦταν αἰχμάλωτός της ἡδονῆς αὐτὸς ποὺ ὁ Δεσπότης θέλησε νὰ ἐλευθερώσει καὶ καταδέχθηκε νὰ γεννηθεῖ.

Ἀλλὰ ποιὰ ἦταν ἄξια νὰ γίνει διάκονος τοῦ μυστηρίου; Ποιὰ ἦταν ἄξια νὰ γίνει μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ δανείσει σάρκα σ’ ἐκεῖνον ποῦ πλουτίζει τὰ σύμπαντα; Ποιὰ λοιπὸν ἦταν ἄξια; Ἢ εἶναι φανερὸ ὅτι εἶναι αὐτὴ ποὺ σήμερα βλάστησε μὲ τρόπο παράδοξο ἀπὸ τὴν ἄκαρπη ρίζα, τὸν Ἰωακεὶμ καὶ τὴν Ἄννα, τῆς ὁποίας ἐμεῖς ἑορτάζουμε λαμπρὰ τὴ γέννησή της καὶ τῆς ὁποίας ἡ γέννηση κάνει τὴν ἀρχὴ τοῦ θαύματος τοῦ μεγίστου μυστηρίου, ἐννοῶ τῆς ἔνσαρκης γέννησης τοῦ Σωτήρα καὶ γιὰ τὴν ὁποία συγκροτήθηκε αὐτὴ ἡ θεία καὶ πάνδημη σύναξη; Γιατί ἔπρεπε, ἔπρεπε αὐτὴ ποὺ ἀπὸ τὰ σπάργανα διατήρησε ἁγνό το σῶμα της, ἁγνὴ τὴ ψυχὴ καὶ ἁγνούς τους λογισμοὺς μὲ ἀνώτερο λόγο, νὰ προοριστεῖ αὐτὴ μητέρα τοῦ πλάστη.

Ἔπρεπε αὐτὴ ποὺ ἀπὸ βρέφος προσφέρθηκε στὸ ναὸ καὶ εἰσῆλθε στοὺς ἄβατους χώρους, νὰ φανεῖ ἔμψυχος ναὸς ἐκείνου ποὺ τῆς ἔδωσε τὴ ψυχή. Ἔπρεπε αὐτὴ ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ ἄγονη μήτρα μὲ λόγο παράδοξο καὶ ἐξάλειψε τὸ ὄνειδος τῶν γονέων της, νὰ ἀνακαλέσει καὶ τὸ σφάλμα τῶν προπατόρων. Γιατί εἶχε τὸν προορισμὸ ἡ ἀπόγονος νὰ ἀποκαταστήσει τὴν ἥττα τὴν προγονικὴ γεννώντας μὲ γέννα χωρὶς ἄνδρα τὸν Σωτήρα τοῦ γένους καὶ δίνοντας σῶμα σ’ αὐτόν. Ἔπρεπε αὐτὴ ποὺ μὲ τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς τῆς ἔδωσε ὡραία στὸν ἑαυτὸ τῆς μορφή, νὰ ἐμφανισθεῖ ξεχωριστὴ νύμφη ποὺ νὰ ταιριάζει στὸν οὐράνιο νυμφίο. Ἔπρεπε αὐτή, ποὺ μὲ τὶς σὰν ἄστρα ἐκδηλώσεις τῶν ἀρετῶν της, κατέστησε τὸν ἑαυτὸ τῆς οὐρανό, ἀνατέλλοντας τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης νὰ γίνει γνωστὸς σὲ ὅλους τους πιστούς. Ἔπρεπε αὐτὴ ποὺ μία φορὰ ἔβαψε τὸν ἑαυτό της μὲ τὸ πορφυρὸ χρῶμα τῶν παρθενικῶν αἱμάτων της, νὰ γίνει ἁλουργίδα (βασιλικὸ ἔνδυμα) τοῦ Βασιλιὰ τῶν πάντων.

Πῶ πῶ θαῦμα! αὐτὸν ποὺ ἡ φύση ὅλη δὲν χωρεῖ, τὸν κυοφορεῖ ἄνετα ἡ παρθενικὴ μήτρα. Αὐτὸν ποὺ δὲν τολμοῦν νὰ ἀτενίσουν τὰ Χερουβίμ, ἡ Παρθένος τὸν κρατεῖ στὴν ἀγκαλιά της μὲ τὰ πήλινα χέρια της. Τὸ ὅρος τὸ ἅγιο προέρχεται ἀπὸ τὴν ἔρημη καὶ ἄγονη μήτρα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο, ἀφοῦ ἀποκόπηκε χωρὶς σύμπραξη χεριῶν λίθος πολύτιμος ἀκρογωνιαῖος ὁ Χριστὸς ὁ Θεός μας, συνέτριψε τοὺς ναοὺς τῶν δαιμόνων καὶ τὰ βασίλεια τοῦ Ἅδη μαζὶ μὲ τὴν ἴδια τὴν τυραννικὴ ἐξουσία. Ὁ ἔμψυχος καὶ οὐράνιος κλίβανος κατασκευάζεται στὴ γῆ, μέσα στὸν ὁποῖο ὁ πλάστης, ἀφοῦ ἕψησε τῆς δικῆς μου ζύμης τὴν ἀπαρχὴ καὶ κατέκαψε μαζὶ καὶ τὰ ζιζάνια ποὺ φύτρωσαν, καθαρὴ ὅλη τὴ ζύμη τὴν κάνει ἄρτο γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἀλλὰ τί θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς καὶ τί δὲν θὰ πάθει διαπλέοντας τὸ πέλαγος τῶν χαρισμάτων καὶ κατορθωμάτων τῆς Παρθένου; Δειλιάζει καὶ χαίρεται καὶ ἠρεμεῖ κι ἀναπήδα ἀπὸ χαρά. Καὶ πάλι σωπαίνει καὶ βρίσκει τὴ μιλιά του, συστέλλεται καὶ πλατύνεται, συρόμενος ταυτόχρονα ἀπὸ τὴ μιὰ ἀπὸ τὸ φόβο, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀπὸ τὸν πόθο.

Ἐγὼ ὅμως παραδίδοντας τὸν ἑαυτό μου στὸν πόθο μᾶλλον παρὰ στὸ φόβο, μὲ εὐχαρίστηση, γνωρίζετε καλά, ἦρθα καὶ πολλὰ λέγοντάς σας, ἂν καὶ εἶναι ἄχρηστα, μὲ τὸν σὰν ποτάμι λόγο μου, καθὼς τὰ παρθενικὰ αἵματα μὲ κάνουν νὰ λιμνάζω (νὰ ἀκινητοποιοῦμαι) καὶ νὰ πλημμυρῶ, καὶ μάλιστα βλέποντας καὶ ἐσὰς νὰ ἀνοίγετε πρόθυμα τὶς ἀκοές σας καὶ ὅλο σας τὸ νοῦ νὰ τὸν ἔχετε στρέψει στὸν ὕμνο τῆς Ἀειπάρθενου, καὶ συνάμα νὰ ἑξαγνίζεσθε, ἂν ἐγὼ ἔχω μυηθεῖ κάπως στὰ παρθενικὰ μυστήρια. Ἀλλ’ ὅμως ἡ περίσταση σὲ ἄλλα μᾶς παρακινεῖ, σὲ ἄλλου εἴδους τιμὴ τῆς Παρθένου· ἐννοῶ νὰ ἀρχίσουμε τὴ μυστικὴ καὶ ἀναίμακτη θυσία (γιατί τιμὴ τῆς μητέρας εἶναι ἡ ἀνάμνηση τῶν ἑκούσιων παθημάτων τοῦ Υἱοῦ), πρὸς τὴν ὁποία ἕλκομαι στὴ συνέχεια καὶ τὴν ὁποία εἶναι πολὺ ἐπίκαιρο νὰ τελέσω ὡς ἱερουργός.

Ἀλλὰ ἐσύ, Παρθένε καὶ μητέρα τοῦ Λόγου, ὁ δικός μου ἐξιλασμὸς καὶ ἡ καταφυγή, ποὺ μὲ παράδοξο τρόπο καλλιεργήθηκες ἀπὸ τὴ στείρα καὶ ποὺ καρποφόρησες γιὰ μᾶς ἀκόμα πιὸ παράδοξά το στάχυ τῆς ζωῆς, πρεσβεύοντας καὶ μεσιτεύοντας πρὸς τὸν Υἱό σου καὶ Θεό μας γιὰ μᾶς ποὺ εἴμαστε ὑμνητές σου νὰ καθαρισθοῦμε ἀπὸ κάθε ρύπο καὶ κάθε μόλυσμα, ἀνάδειξέ μας ἄξιους γιὰ τὸν οὐράνιο νυμφώνα πρὸς αἰώνια ἀνάπαυση καὶ καταφωτιζόμενους ἀπὸ τὸ τριπλὸ φῶς τῆς ὑπερούσιας Τριάδας καὶ ἐντρυφώντας μέσα στὰ ὑπερφυσικὰ καὶ ἄρρητα θεάματα αὐτῆς μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

(Ἁγίου Φωτίου τοῦ Μεγάλου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Ὁμιλία Θ΄, Εἰς τὸ Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἠμῶν Θεοτόκου, ΕΠΕ 12, σ. 248-273 (ἀποσπάσματα).