Ἐγκώμιον στην Ὑπεραγία Θεοτόκο

Ἐγκώμιον στην Ὑπεραγία Θεοτόκο

Ἁγίου Πρόκλου Πατριάρχου Κων/πόλεως

Α´.-. Ἀδελφοί, καλεῖ σήμερα τή γλώσσα μας γιά ἐγκωμιασμό τό πανηγύρι τῆς Παρθένου Μαρίας. Καί ἡ γιορτή αὐτή προξενεῖ ὠφέλεια στούς συγκεντρωμένους, καί πολύ εὔλογα, διότι ἔχει γιά ὑπόθεσή της τήν ἁγνότητα, καί ἡ Παρθένος Μαρία πού γιορτάζει εἶναι τό καύχημα ὅλων τῶν γυναικῶν καί ἡ δόξα, γιατί εἶναι καί Μητέρα καί Παρθένος.

Πολύ ἀγαπητή καί ἐξαίσια εἶναι αὐτή ἡ σύναξη. Γιατί ἡ ξηρά κι᾿ ἡ θάλασσα φέρνουν δῶρα στήν Παρθένο. Ἡ μέν θάλασσα γαλήνια ἁπλώνει τήν πλάτη της στά πλοῖα, ἡ δέ ξηρά δέν φέρνει κανένα ἐμπόδιο στά βήματα τῶν πεζοπόρων.

Ἄς σκιρτᾶ ἡ φύση, κι᾿ ἄς ἀγάλλεται τό ἀνθρώπινο γένος, διότι τιμῶνται οἱ γυναῖκες. Ἄς χορεύει ἡ ἀνθρωπότητα, γιατί δοξάζονται οἱ Παρθένες. Διότι «ὅπου πολλαπλασιάθηκε ἡ ἁμαρτία, ἐκεῖ ξεχείλισε ἡ χάρη».

Μᾶς κάλεσε ὅλους μαζί ἐδῶ, ἡ Ἁγία Θεοτόκος καί Παρθένος Μαρία, τό ἀμόλυντο κειμήλιο τῆς παρθενίας, ὁ λογικός παράδεισος τοῦ δευτέρου Ἀδάμ –τοῦ Χριστοῦ–, τό ἐργαστήριο ὅπου ἑνώθηκαν οἱ δύο φύσεις –ἡ θεία καί ἡ ἀνθρωπίνη–, τό πανηγύρι τῆς συναλλαγῆς πού ἔφερε τή σωτηρία, ὁ νυφικός θάλαμος, στόν ὁποῖον ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ νυμφεύθηκε τήν ἀνθρώπινη σάρκα, ὁ ζωντανός βάτος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, τόν ὁποῖον δέν κατέκαυσε ἡ φωτιά τοῦ θείου τοκετοῦ, ἡ πραγματική ἐλαφρά νεφέλη πού βάσταζε μέ σῶμα Αὐτόν πού κάθεται ἐπάνω στά Χερουβίμ, τό καθαρότατο ποκάρι τοῦ μαλλιοῦ πού κράτησε τήν οὐράνια βροχή, ἀπ᾿ τό ὁποῖο ὁ ποιμένας ντύθηκε τό πρόβατο.

Ἡ Μαρία, ἡ δούλη καί Μητέρα, ἡ Παρθένος καί οὐρανός, ἡ μόνη γέφυρα τοῦ Θεοῦ πρός ἀνθρώπους, ὁ φοβερός ἀργαλειός τοῦ ἔργου τῆς σωτηρίας, στόν ὁποῖο ὑφάνθηκε μέ ἀνέκφραστο τρόπο, ὁ χιτώνας τῆς ἑνώσεως, στόν ὁποῖον ὑφαντουργός μέν εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ὑφάντρια ἡ δύναμη πού ἐπισκίασε ἀπό τά ὕψη, μαλλί πάλι τό παλαιό δέρμα τοῦ Ἀδάμ, ὑφάδι ἡ ἀμόλυντη σάρκα τῆς Παρθένου, σαΐτα ἡ ἀμέτρητη χάρη τοῦ Χριστοῦ πού φόρεσε τή σάρκα καί τεχνίτης ὁ Λόγος πού διά τῆς ἀκοῆς εἰσῆλθε μέσα στήν Παρθένο. Ποιός εἶδε, ποιός ἄκουσε, ὅτι ὁ Θεός μέ ἀπερίγραπτο τρόπο κατοίκησε σέ μήτρα, καί Ἐκεῖνον πού ὁ οὐρανός δέν τόν χωρεῖ, ἡ κοιλιά δέν Τόν στενοχωρεῖ;

Β´.-. Ὅμως γεννήθηκε ἀπό γυναίκα, ὄχι μόνο Θεός, οὔτε μόνο ἄνθρωπος. Κι᾿ Αὐτός πού γεννήθηκε, ἀνέδειξε τήν παλιά πόρτα τῆς ἁμαρτίας, σέ πύλη τῆς σωτηρίας. Διότι ὅπου τό φίδι μέσω τῆς παρακοῆς ἔρριξε τό δηλητήριο, ἀπό ἐκεῖ μπαίνοντας ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ μέ τήν ὑπακοή, ἔπλασε τόν ζωντανό Του ναό. Ἀπό ὅπου προέκυψε ὁ πρῶτος Κάϊν τῆς ἁμαρτίας, ἀπό ἐκεῖ βλάστησε χωρίς σπορά ὁ λυτρωτής τοῦ γένους, ὁ Χριστός. Δέν τό θεώρησε ντροπή ὁ φιλάνθρωπος τό νά γεννηθεῖ ἀπό γυναίκα, γιατί ἐπρόκειτο γιά τή ζωή τῶν ἀνθρώπων.

Δέν μολύνθηκε μέ τό νά κατοικήσει σέ μήτρα τήν ὁποία ὁ Ἴδιος δέν θεώρησε ὑβριστικό νά δημιουργήσει. Ἐάν ἡ Μητέρα δέν ἔμενε Παρθένος, Αὐτός πού γεννήθηκε θά ἦταν μόνο ἄνθρωπος καί δέν θά ἦταν παράδοξος ὁ τοκετός. Ἐφόσον ὅμως μετά τόν τοκετό ἔμεινε Παρθένος, πῶς Αὐτός πού γεννήθηκε δέν εἶναι Θεός, καί τό Μυστήριο ἀνέκφραστο; Ἐκεῖνος γεννήθηκε ἀπερίγραπτος, ὁ Ὁποῖος –μετά τήν ἀνάστασή Του– χωρίς ἐμπόδια μπῆκε ὅταν οἱ πόρτες ἦταν κλεισμένες, καί τοῦ Ὁποίου τήν ἕνωση τῶν φύσεων βλέποντας ὁ Θωμᾶς ἐκραύγασε: «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου».

Γ´.-. Μή θεωρήσεις ντροπή τόν τοκετό, ἄνθρωπε, γιατί αὐτός ἔγινε γιά ἐμᾶς ἀφορμή σωτηρίας. Διότι ἐάν ὁ Χριστός δέν γεννιόταν ἀπό γυναίκα, δέν θά πέθαινε. Καί ἐάν δέν πέθαινε, δέν θά καταργοῦσε μέ τόν θάνατό Του «αὐτόν πού εἶχε τήν ἐξουσία τοῦ θανάτου, δηλαδή τόν διάβολο». Δέν εἶναι ὑβριστικό γιά τόν ἀρχιτέκτονα νά μείνει στό οἴκημα, πού ὁ ἴδιος οἰκοδόμησε. Δέν μολύνει ὁ πηλός τόν ἀγγειοπλάστη, ὅταν ἀνακαινίζει τό σκεῦος πού ἔπλασε. Ἔτσι δέν μολύνει τόν ἄχραντο Θεό τό νά γεννηθεῖ ἀπό παρθενική κοιλιά. Διότι, ἐάν δέν μολύνθηκε ὅταν τήν ἔπλαθε, δέν μολύνθηκε καί ὅταν γεννήθηκε ἀπό αὐτήν.

Ὤ κοιλιά, μέσα στήν ὁποία συντάχθηκε τό συμβόλαιο τῆς ἐλευθερίας μας! Ὤ κοιλιά, μέσα στήν ὁποία κατασκευάσθηκε τό ἐναντίον τοῦ διαβόλου ὅπλο! Ὤ γῆ στήν ὁποία, χωρίς σπορά ἔκανε νά βλαστήσει τό σιτάρι ὁ γεωργός τῆς φύσεως! Ὤ ναέ, μέσα στόν ὁποῖον ὁ Θεός ἔγινε ἱερέας, ὄχι μεταβάλλοντας τή φύση, ἀλλά μέ τό νά ντυθεῖ ἀπό εὐσπλαγχνία αὐτόν, πού ἦταν κατά τήν τάξη Μελχισεδέκ. «Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ σαρκώθηκε» ἔστω κι᾿ ἄν ἀπιστοῦν οἱ Ἰουδαῖοι. Ὁ Θεός φόρεσε μορφή ἀνθρώπου πραγματικά, ἔστω κι᾿ ἄν διακωμωδοῦν τό θαῦμα οἱ εἰδωλολάτρες – Ἕλληνες. Γι᾿ αὐτό καί φώναζε ὁ Παῦλος: «Γιά τούς Ἰουδαίους εἶναι σκάνδαλο καί ἀνοησία γιά τούς Ἕλληνες». Δέν γνώρισαν τή δύναμη τοῦ μυστηρίου, ἐπειδή τό θαῦμα εἶναι ἀνώτερο ἀπό τό λογικό τοῦ ἀνθρώπου. «Διότι ἐάν τό γνώριζαν, δέν θά σταύρωναν τόν Κύριο τῆς δόξης».

Ἐάν ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ δέν κατοικοῦσε στήν κοιλιά, δέν θά καθόταν ἡ ἀνθρώπινη σάρκα ἐπάνω στόν ἅγιο θρόνο. Ἐάν γιά τόν Θεό εἶναι ὑβριστικό νά ἔλθει στή μήτρα τήν ὁποία ἔπλασε, εἶναι ἑπομένως ὑβριστικό καί νά ὑπηρετεῖ τούς ἀνθρώπους. Καί ἐάν εἶναι γιά τόν Θεό ὑβριστικό τό νά ὑπηρετεῖ τούς ἀνθρώπους, δέν θά γινόταν γιά ἐμᾶς φτωχός Αὐτός πού ἦταν πλούσιος.

Δ´.-. Ὄντας ἀπό τή φύση ἀπαθής, ἔγινε ἀπό εὐσπλαχνία πολυπαθής. Ὁ Χριστός δέν ἔγινε προοδευτικά Θεός. Μή γένοιτο! Ἀλλά ὄντας Θεός, ἀπό εὐσπλαχνία ἔγινε ἄνθρωπος, ὅπως πιστεύουμε. Δέν κηρύττουμε ἄνθρωπο πού ἀποθεώθηκε, ἀλλά ὁμολογοῦμε Θεό πού σαρκώθηκε. Μητέρα Του ἔκανε τή δούλη Του, Αὐτός πού στήν οὐσία Του –ὡς Θεός– εἶναι χωρίς μητέρα, καί κατ᾿ οἰκονομία ἐπάνω στή γῆ –ὡς ἄνθρωπος– χωρίς πατέρα. Διότι πῶς ὁ Ἴδιος ἀπό

τόν Παῦλο λέγεται «ἀπάτωρ καί ἀμήτωρ»; Ἐάν ἦταν μόνο ἄνθρωπος δέν θά ἦταν χωρίς μητέρα, διότι ἔχει μητέρα. Ἐάν ἦταν μόνο Θεός, δέν θά ἦταν χωρίς πατέρα, διότι ἔχει Πατέρα. Τώρα ὅμως ὁ ἴδιος εἶναι μέν χωρίς μητέρα, ὡς δημιουργός, καί χωρίς πατέρα ὡς ἄνθρωπος.

Ε´.-. Σεβάσου, τουλάχιστον, ἄνθρωπέ μου, τό ὄνομα τοῦ Ἀρχαγγέλου. Διότι αὐτός πού ἔφερε τήν καλή ἀγγελία στή Μαρία λεγόταν Γαβριήλ. Καί τί σημαίνει Γαβριήλ; Μάθε ἀκούοντας, ὅτι σημαίνει «Θεός καί ἄνθρωπος». Ἐφόσον Ἐκεῖνος τοῦ Ὁποίου εὐαγγελίσθηκε τή γέννηση, εἶναι Θεός καί ἄνθρωπος, τό ὄνομα πρόλαβε τό θαῦμα, γιά νά βεβαιώσει τό σχέδιο τῆς σωτηρίας.

Μάθε πρῶτα τό σχέδιο τῆς σωτηρίας καί τήν αἰτία τῆς παρουσίας Του, καί τότε δόξασε τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ πού σαρκώθηκε, ἐπειδή τό ἀνθρώπινο γένος χρεωστοῦσε πολλά ἀπό τίς ἁμαρτίες, καί δέν ἤξερε πῶς νά ἐξωφλήσει τό χρέος, διότι διά τοῦ Ἀδάμ ὅλοι ὑπογράψαμε γραμμάτιο πρός τήν ἁμαρτία. Μᾶς εἶχε δούλους ὁ διάβολος καί περιέφερε τά χρέη μας χρησιμοποιώντας ἀντί γιά χαρτί τό πολυπαθές σῶμα μας. Εἶχε σταθεῖ ὁ κακός πλαστογράφος τῶν παθῶν, δείχνοντας ἀπειλητικά τό χρέος μας, καί ἀπαιτώντας τήν καταδίκη μας.

Ἔπρεπε, λοιπόν, νά συμβεῖ ἕνα ἀπό τά δύο. Ἤ ὅλοι νά ὁδηγηθοῦν στόν καταδικαστικό θάνατο, ἐπειδή καί ὅλοι ἁμάρτησαν, ἤ νά δοθεῖ τέτοια πληρωμή γιά ἀντίκρυσμα, ὥστε νά δίνει αὐτό τό δικαίωμα τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπό κάθε χρέος. Ἄνθρωπος μέν, λοιπόν, νά σώσει αὐτή τήν κατάσταση δέν μποροῦσε, διότι εἶχε κι᾿ αὐτός ἐπάνω του τό χρέος τῆς ἁμαρτίας. Καί Ἄγγελος δέν εἶχε τή δύναμη νά ἐξαγοράσει τήν ἀνθρωπότητα, γιατί δέν εἶχε ἕνα τέτοιο λύτρο. Ἔπρεπε, λοιπόν, νά πεθάνει γιά χάρη τῶν ἁμαρτωλῶν ὁ ἀναμάρτητος Θεός, διότι ἀπέμενε μόνον αὐτή ἡ λύση τοῦ κακοῦ.

ΣΤ´.-. Τί ἔγινε; Αὐτός πού ἐκ τοῦ μηδενός ἔδωσε ὕπαρξη σ᾿ ὅλα τά δημιουργήματα, Αὐτός πού δέν στερεῖται τά ὅσα θέλει νά δώσει, βρῆκε ἀσφαλέστατη ζωή γιά τούς καταδίκους, καί εὐπρεπέστατη ἐλευθερία ἀπό τόν θάνατο. Καί γίνεται ἄνθρωπος ἀπό τήν Παρθένο, ὅπως Αὐτός γνωρίζει –διότι τό θαῦμα δέν μπορεῖ νά τό ἐξηγήσει λόγος– καί πεθαίνει –κατά τήν ἀνθρώπινη φύση–, πού προσέλαβε. Καί τό ὅ,τι ὑπῆρχε, δηλαδή ἡ Θεότητα, ἀπελευθερώνει τόν ἄνθρωπο σύμφωνα μέ τόν Παῦλο πού λέει: «Μᾶς λύτρωσε μέ τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, συγχώρεσε τίς ἁμαρτίες μας» .

Ὤ τί μεγάλα γεγονότα! Γιά χάρη ἄλλων διαπραγματεύθηκε τήν ἀθανασία, διότι Αὐτός ἦταν ἀθάνατος. Ἄλλος μ᾿ αὐτές τίς ἰδιότητες καί τό ἔργο οὔτε ὑπάρχει, οὔτε ὑπῆρχε, οὔτε θά ὑπάρξει ποτέ, παρά μόνον ὁ Θεός καί ἄνθρωπος, πού γεννήθηκε ἀπό Παρθένο. Αὐτός εἶχε ἀξία ὄχι μόνο ἴση πρός τόν μεγάλο ἀριθμό τῶν καταδίκων –ἀνθρώπων–, ἀλλά καί τόν ξεπερνοῦσε πάρα πολύ. Μέ τό νά εἶναι δημιουργός ἔχει παντοδυναμία. Μέ τό νά εἶναι φιλεύσπλαχνος φανέρωσε τήν ἀνυπέρβλητη συμπάθειά Του. Μέ τό νά εἶναι ἀρχιερέας, εἶναι ἀξιόπιστος γιά νά παρουσιάζεται στόν πατέρα Του ὡς μεσίτης μας.

Σ᾿ ὅλα αὐτά τίποτε δέν μπορεῖ νά βρεῖ κανείς ποτέ ἴσο, ἤ παραπλήσιο, πού νά τά ἰσοφαρίσει. Βλέπε τή φιλανθρωπία Του. Μέ τό νά καταδικασθεῖ μέ τή θέλησή Του, ἀκύρωσε τήν ἐναντίον τῶν σταυρωτῶν Του καταδίκη, καί μετέτρεψε τήν ἀνομία τῶν φονέων Του, σέ σωτηρία αὐτῶν πού ἀνόμησαν.

Ζ´.-. Ἡ σωτηρία, λοιπόν, δέν ἦταν ἔργο ἑνός ἁπλοῦ ἀνθρώπου, γιατί κι᾿ αὐτός εἶχε ἀνάγκη ἀπό σωτήρα ὅπως λέει ὁ Παῦλος: «Ὅλοι ἁμάρτησαν καί στεροῦνται τή δόξα τοῦ Θεοῦ» καί τά λοιπά. Ἐπειδή, λοιπόν, ἡ ἁμαρτία

ὁδηγοῦσε στόν διάβολο τόν ἁμαρτωλό, καί ὁ διάβολος τόν παρέπεμπε στόν θάνατο, ἑπομένως ἡ κατάστασή μας ἐξωθούνταν πρός μέγιστο κίνδυνο, καί ἦταν ἀδύνατη ἡ ἀπαλλαγή μας ἀπό τόν θάνατο. Οἱ ἀπεσταλμένοι προφῆτες ὡς γιατροί τό διαπίστωναν αὐτό. Τί ἔγινε λοιπόν; Ὅταν εἶδαν οἱ προφῆτες ὅτι τό τραῦμα ἦταν μεγαλύτερο ἀπό κάθε ἀνθρώπινη τέχνη, ἔκραξαν πρός τόν γιατρό πού κατοικοῦσε στόν οὐρανό. Καί ὁ μέν ἕνας ἔλεγε: «Γεῖρε τούς οὐρανούς καί κατέβα».

Ἄλλος ἔλεγε: «Θεράπευσέ με, Κύριε, καί θά θεραπευθῶ». Ἄλλος: «Χρησιμοποίησε τή δύναμή Σου καί ἔλα νά μᾶς σώσεις». Ἄλλος: «Πραγματικά, θά κατοικήσει ὁ Θεός μαζί μέ τούς ἀνθρώπους»;. Ἄλλος: «Ἀλοίμονο χάθηκε κάθε εὐλαβής ἀπό τή γῆ, καί δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος νά κατορθώνει τήν ἀρετή». Ἄλλος: «Θεέ, πρόσεξε πώς χρειάζομαι βοήθεια καί τρέξε νά μέ βοηθήσεις». Ἄλλος: «Γρήγορα θά ἔρθει ὁ ἐρχόμενος καί δέν θά ἀργήσει». Ἄλλος: «Πλανήθηκα σάν τό χαμένο πρόβατο, ἀναζήτησε τόν δοῦλο σου» πού ἐλπίζει σ᾿ ἐσένα. Ἄλλος: «Ὁ Θεός θά ἔλθει φανερά, ὁ Θεός μας θά ἔλθει καί δέν θά κρυφτεῖ». Δέν παρέβλεψε, λοιπόν, τήν ἀνθρώπινη φύση νά τυραννιέται γιά πολύ, Αὐτός πού εἶναι ἀπό τή φύση Του βασιλιάς.

Δέν τήν ἄφησε ὁ εὔσπλαγχνος Θεός μέχρι τό τέλος ἐκτεθειμένη στόν διάβολο, ἀλλά ἦλθε Αὐτός πού εἶναι πάντοτε παρών, καί ἔδωσε λύτρο γιά μᾶς τό αἷμα Του. Καί ἔδωσε ὑπέρ τοῦ γένους μας στόν θάνατο, ἐκείνην τήν σάρκα πού τή φόρεσε ἀπό τήν Παρθένο. Καί ἐξαγόρασε τόν κόσμο ἀπό τήν κατάρα Τοῦ νόμου, καταργώντας μέ τόν θάνατό Του τόν θάνατο. Καί φωνάζει ὁ Παῦλος γι᾿ αὐτό: «Ὁ Χριστός μᾶς ἐξαγόρασε ἀπό τήν κατάρα τοῦ νόμου».

Η´.-. Δέν εἶναι, λοιπόν, ἁπλός ἄνθρωπος, Ἰουδαῖε, Αὐτός πού μᾶς ἐξαγόρασε, διότι ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶχε ὑποδουλωθεῖ στήν ἁμαρτία. Ἀλλά οὔτε ἦταν Θεός, χωρίς τήν ἀνθρωπότητα. Διότι εἶχε σῶμα, Μανιχαῖε. Ἄν δέν μέ ντυνόταν, δέν θά μέ ἔσωζε. Ἀλλά, μέσα στήν κοιλιά τῆς Παρθένου, ντύθηκε τόν κατάδικο Αὐτός πού ἄλλοτε ἔβγαλε τήν ἐναντίον του ἀπόφαση. Καί ἐκεῖ ἔγινε ἡ φοβερή συναλλαγή, γιατί δίνοντας πνεῦμα, ἔλαβε σάρκα. Ὁ Ἴδιος πού ἦταν μέ τήν Παρθένο ἦταν Αὐτός πού βγῆκε ἀπό τήν Παρθένο. Διότι ὁ Ἴδιος καί τήν ἐπισκίασε καί σαρκώθηκε ἀπό αὐτή. Ἐάν ἦταν ἄλλος ὁ Χριστός καί ἄλλος ὁ Θεός Λόγος, δέν εἶναι Τριάδα, ἡ Ἁγία Τριάδα, ἀλλά, σύμφωνα μ᾿ ἐσένα, αἱρετικέ, εἶναι τετράδα. Μή σχίσεις τόν χιτώνα τῆς σωτηρίας πού ὑφάνθηκε στόν οὐρανό. Μή γίνεις μαθητής τοῦ Ἀρείου. Διότι ἐκεῖνος ἀσεβώντας χωρίζει τήν οὐσία. Ἐσύ μή χωρίζεις τήν ἕνωση –τῶν δύο φύσεων– γιά νά μή χωρισθεῖς ἀπό τόν Θεό.

Πές μου: Ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού φώτισε ὅσους κάθοταν στό σκοτάδι καί στή σκιά τοῦ θανάτου; Ἄνθρωπος; Καί πῶς μποροῦσε –νά τό κάνει αὐτό– ζώντας ὁ ἴδιος μέσα στό σκοτάδι, ὅπως λέει ὁ Παῦλος: «Ὁ ὁποῖος μᾶς γλύτωσε ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ σκότους;» «Εἴμασταν κάποτε σκοτάδι» σύμφωνα μέ τό γραμμένο «τώρα ὅμως, πού πιστέψαμε στόν Κύριο, εἴμαστε φῶς». Ποιός, λοιπόν, μᾶς φώτισε; Σέ διδάσκει ὁ Δαβίδ ὅταν λέει: «Εἶναι εὐλογημένος Αὐτός πού ἔρχεται στό ὄνομα τοῦ Κυρίου». Ποιός εἶναι αὐτός; Πές το, Δαβίδ, φανερά. «Φώναξε μέ ὅλη σου τή δύναμη καί μή λυπηθεῖς. Ὕψωσε τή φωνή σου σάν τή σάλπιγγα». Πές μας, ποιός εἶναι αὐτός; «Εἶναι ὁ Κύριος» –λέει ὁ Δαβίδ– «ὁ Θεός τῶν δυνάμεων». «Θεός εἶναι ὁ Κύριος πού μᾶς φώτισε». Διότι «ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ σαρκώθηκε». Ἑνώθηκαν οἱ δύο φύσεις, καί ἡ ἕνωσή τους ἔμεινε ἀσύγχυτη.

Θ´.-. Ἦλθε –ὁ Χριστός– γιά νά σώσει, ἀλλά ἔπρεπε καί νά πάθει. Πῶς, λοιπόν, ἦταν δυνατόν νά γίνουν καί τά δύο; Ἁπλός ἄνθρωπος δέν εἶχε τή δύναμη νά σώσει. Μόνο ὁ Θεός δέν μποροῦσε νά πάθει. Τί ἔγινε, λοιπόν; Ὄντας Αὐτός Θεός, ὁ Ἐμμανουήλ, ἔγινε ἄνθρωπος. Καί ὡς Θεός πού ἦταν, ἔσωσε, ὡς ἄνθρωπος πού ἔγινε, ἔπαθε.

Γι᾿ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία ὅταν εἶδε πώς ἡ συναγωγή τῶν Ἑβραίων τόν στεφάνωσε μέ τά ἀγκάθια, θρηνώντας γιά τήν τόλμη ἔλεγε: «Θυγατέρες τῆς Ἱερουσαλήμ, βγέστε νά δεῖτε τό στεφάνι μέ τό ὁποῖο τόν στεφάνωσε ἡ μητέρα Του». Διότι Αὐτός καί τό ἀγκάθινο φόρεσε στεφάνι καί ἀκύρωσε τήν ἀπόφαση πού ἔλεγε νά βγάζει ἡ γῆ ἀγκάθια. Ὁ Ἴδιος βρισκόταν καί στούς κόλπους τοῦ Πατέρα καί στήν κοιλιά τῆς Παρθένου. Ὁ Ἴδιος βρισκόταν καί στήν ἀγκαλιά τῆς Μητέρας Του καί «ἐπάνω στά φτερά τῶν ἀνέμων».

Ὁ Ἴδιος ἐπάνω στόν οὐρανό προσκυνούνταν ἀπό τούς Ἀγγέλους καί κάτω στή γῆ ἔτρωγε μαζί μέ τούς τελῶνες. Τά Σεραφείμ δέν μποροῦσαν νά Τόν ἀτενίσουν καί ὁ Πιλάτος τόν ἀνέκρινε. Ὁ δοῦλος Τόν ράπιζε καί ἡ κτίση ἔτρεμε. Αὐτός καρφωνόταν ἐπάνω στόν Σταυρό κι᾿ ὁ δοξασμένος θρόνος Του δέν εἶχε κενωθεῖ. Κλεινόταν μέσα στόν τάφο, καί ὁ Ἴδιος ἅπλωνε τόν οὐρανό σάν νά ἦταν δέρμα. Θεωρούνταν σάν νεκρός καί λαφυραγώγησε τόν ἅδη. Ἐδῶ στή γῆ τόν συκοφαντοῦσαν ὡς πλάνο, καί ἐκεῖ στόν οὐρανό τόν δοξολογοῦσαν –οἱ Ἄγγελοι– ὡς Ἅγιο.

Ι´.-. Ὤ τί μεγάλο μυστήριο! Βλέπω τά θαύματα καί Τόν ἀνακηρύττω Θεό. Βλέπω τά πάθη καί δέν ἀρνοῦμαι πώς εἶναι ἄνθρωπος. Ἀλλά ὁ Ἐμμανουήλ, ἄνοιξε τίς πύλες τῆς φύσεως ὡς ἄνθρωπος, ὡς Θεός ὅμως δέν διέρρηξε τίς κλειδαριές τῆς παρθενίας. Καί ἔτσι βγῆκε ἀπό τή μήτρα ὅπως μπῆκε διά τῆς ἀκοῆς. Γεννήθηκε ὅπως καί συνελήφθη στήν κοιλιά τῆς Μητέρας Του.

Εἰσῆλθε χωρίς πάθος καί βγῆκε μέ ἀπερίγραπτο τρόπο, σύμφωνα μέ τόν Προφήτη Ἰεζεκιήλ πού ἔλεγε: «Καί μέ ἔφερε πάλι στόν δρόμο τῆς πύλης πού ὁδηγεῖ στά ἅγια, σ᾿ αὐτήν πού βλέπει πρός τήν ἐξωτερική ἀνατολική πύλη, κι αὐτή ἦταν κλειστή. Καί μοῦ εἶπε ὁ Κύριος: Υἱέ ἀνθρώπου αὐτή ἡ πύλη θά εἶναι κλειστή, καί δέν θά ἀνοιχτεῖ. Κανένας δέν θά περάσει μέσα ἀπ᾿ αὐτήν, διότι ὁ Κύριος καί Θεός τοῦ Ἰσραήλ μόνον θά μπεῖ καί θά βγεῖ, καί ἡ πύλη θά εἶναι κλειστή».

Νά ἡ φανερή ἀπόδειξη –τῆς παρθενίας– τῆς ἁγίας Θεοτόκου Μαρίας. Ἄς διαλυθεῖ, λοιπόν, κάθε ἀντιλογία καί ἄς φωτιζόμαστε καλά μέ τή γνώση τῶν Ἁγίων Γραφῶν, ὥστε διά τοῦ Χριστοῦ νά ἐπιτύχουμε τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Σ᾿ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δοξολογία στούς ἀτέλειωτους αἰῶνες. Ἀμήν.