Ἡ δυσπιστία τοῦ Θωμᾶ καί οἱ ἀναλλοίωτοι μαθητές

Ἡ δυσπιστία τοῦ Θωμᾶ καί οἱ ἀναλλοίωτοι μαθητές

Μητροπολίτης Άντονι Μπλουμ

Σήμερα εἶναι ἡ Κυριακή τοῦ ᾿Αποστόλου Θωμᾶ. Πολύ συχνά τόν θεωροῦμε δύσπιστο καί ὄντως εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀμφισβήτησε τό μήνυμα τῶν ᾿Αποστόλων, ὅταν τοῦ εἶπαν: «῾Εωράκαμεν τόν Κύριον». Τόν εἴδαμε ζωντανό! ῾Ο Θωμᾶς ὅμως δέν παρέμεινε δύσπιστος σέ ὅλη του τή ζωή οὔτε ἄπιστος πρός τό πλήρωμα τῆς θείας ἀποκαλύψεως τοῦ Χριστοῦ.

Μήν ξεχνᾶμε ὅτι ὅταν οἱ ᾿Απόστολοι καί ὁ Κύριος ἔμαθαν γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, ὁ Χριστός εἶπε: «῎Ας ἐπιστρέψουμε στήν ῾Ιερουσαλήμ». Οἱ ἄλλοι εἶπαν: «Μά οἱ ᾿Ιουδαῖοι σέ ἀναζητοῦν γιά νά σοῦ κάνουν κακό. Γιατί πρέπει νά ἐπιστρέψουμε;». Καί μόνον ὁ ᾿Απόστολος Θωμᾶς ἀπάντησε: «῎Ας πᾶμε μαζί Του καί ἄς πεθάνουμε μαζί μ’ Αὐτόν» (᾿Ιωάν. 11, 1-44). ῏Ηταν προετοιμασμένος ὄχι μόνο νά εἶναι μαθητής Του στά λόγια, ὄχι μόνο νά Τόν ἀκολουθεῖ ὅπως ἀκολουθεῖ κανείς ἕνα δάσκαλο, ἀλλά καί νά πεθάνει μαζί Του, ὅπως πεθαίνει κανείς μέ ἕνα φίλο ἤ καί γιά χάρη ἑνός φίλου, ἄν χρειαστεῖ.

῎Ας θυμόμαστε λοιπόν τό μεγαλεῖο του, τήν πιστότητα καί τήν ἀκεραιότητά του. Τί συνέβη ὅμως ὅταν, μετά τήν ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ, οἱ ᾿Απόστολοι εἶπαν στόν Θωμᾶ πού ἦταν ἀπών ἀπό τή συντροφιά τους, ὅτι εἶχαν δεῖ τόν ᾿Αναστημένο Χριστό; Γιατί δέν δέχθηκε τή μαρτυρία τους; Γιατί τήν ἀμφισβήτησε; Γιατί εἶπε ὅτι ἤθελε χειροπιαστές, ἁπτές ἀποδείξεις; ᾿Επειδή κοιτάζοντάς τους, τούς εἶδε μέν χαρούμενους γι’ αὐτό πού εἶχε συμβεῖ, χαρούμενους πού ὁ Χριστός δέν ἦταν νεκρός, πού ὁ Χριστός ἦταν ζωντανός, χαρούμενους πού ἡ νίκη εἶχε κερδηθεῖ, ἀλλά δέν εἶδε καμία διαφορά σ’ αὐτούς, καμία ἀλλοίωση… ῏Ηταν οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι, μόνο πού ἦταν χαρούμενοι καί ὄχι φοβισμένοι.

Καί ὁ Θωμᾶς εἶπε: «῎Αν δέν τό δῶ, ἄν δέν πιστοποιήσω τήν ᾿Ανάσταση, δέν μπορῶ νά σᾶς πιστέψω». Μά τό ἴδιο δέν θά ἔλεγε καί σέ μᾶς καθένας πού θά μᾶς συναντοῦσε; Πρίν ἀπό λίγες μέρες διακηρύξαμε τήν ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ μέ πάθος, μέ εἰλικρίνεια, μέ βεβαιότητα. Πιστεύουμε σ’ Αὐτήν μέ ὅλο μας τό εἶναι· ὅταν ὅμως συναντοῦμε τούς ἀνθρώπους στό σπίτι μας, στόν δρόμο, στή δουλειά, ὁπουδήποτε, ἄραγε λένε ὅταν μᾶς βλέπουν· Ποιοί εἶναι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι; Τί τούς ἔχει συμβεῖ; Οἱ ᾿Απόστολοι εἶχαν δεῖ τόν ᾿Αναστημένο, ἀλλά ἡ ᾿Ανάσταση δέν εἶχε γίνει μέρος τῆς δικῆς τους ἐμπειρίας. Δέν εἶχαν περάσει ἀπό τόν θάνατο στήν αἰώνια ζωή.

Τό ἴδιο κι ἐμεῖς· ἐκτός ἀπό τούς ἁγίους, τούς ὁποίους ὅταν τούς βλέπουμε, ξέρουμε ὅτι τό μήνυμά τους εἶναι ἀληθινό. Τί ὑπάρχει στό μήνυμά μας πού δέν ἀκούγεται; Εἶναι ὅτι μιλᾶμε, ἀλλά δέν εἴμαστε. Θά ἔπρεπε νά εἴμαστε τόσο διαφορετικοί ἀπό τούς ἀνθρώπους πού δέν ἔχουν γευθεῖ τήν ἐμπειρία τοῦ ζωντανοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀναστημένου, πού μοιράστηκε τή ζωή Του μαζί μας, πού μᾶς ἔστειλε τό ῞Αγιο Πνεῦμα! ῞Οπως κάποιος λόγιος ἔλεγε, ἕνας ζωντανός ἄνθρωπος διαφέρει ἀπό ἕνα ἄγαλμα. Τό ἄγαλμα μπορεῖ νά εἶναι ὄμορφο, μεγαλόπρεπο, λαμπρό, ἀλλά εἶναι πέτρα. ῞Ενας ἄνθρωπος μπορεῖ νά εἶναι λιγότερο ἐντυπωσιακός ἐξωτερικά, ἀλλά εἶναι ζωντανός, ἀποτελεῖ μαρτυρία ζωῆς.

῎Ας ἐξετάσουμε λοιπόν τόν ἑαυτό μας καί ἄς τόν ρωτήσουμε ποῦ βρίσκεται. Πῶς γίνεται καί οἱ ἄνθρωποι πού μᾶς συναντοῦν δέν αἰσθάνονται ποτέ ὅτι εἴμαστε μέλη τοῦ ᾿Αναστημένου Χριστοῦ, ναοί τοῦ ῾Αγίου Του Πνεύματος; Γιατί ἄραγε; ῾Ο καθένας μας πρέπει νά δώσει τή δική του ἀπάντηση στό ἐρώτημα.

῎Ας ἀναρωτηθοῦμε ὅμως καί ἄς εἴμαστε ἕτοιμοι νά ἀπαντήσουμε ἐνώπιον τῆς συνειδήσεώς μας καί ἄς κάνουμε αὐτό πού χρειάζεται, ὥστε ἡ ζωή μας νά ἀλλάξει μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε ὅποιος μᾶς συναντᾶ, νά μπορεῖ νά μᾶς βλέπει καί νά λέει· Τέτοιους ἀνθρώπους δέν ἔχουμε ξαναδεῖ. ῾Υπάρχει κάτι σ’ αὐτούς πού δέν τό ἔχουμε δεῖ σέ κανέναν. Τί εἶναι αὐτό; Καί νά μποροῦμε νά ἀπαντήσουμε. Εἶναι ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ πού τήν ἀπολαμβάνουμε ἄφθονη. Εἴμαστε μέλη Του. Εἶναι ἡ ζωή τοῦ Πνεύματος μέσα μας. Εἴμαστε ναός Του!

Ἀπό τό βιβλίο: “Στό φῶς τῆς Κρίσης τοῦ Θεοῦ”

Ἐκδόσεις “ἐν πλῷ”
ΠΗΓΗ: https://www.imaik.gr/

 

 

Εγκύκλιον Σημείωμα – ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΧΗ ΕΠΙ ΤΗ ΛΑΜΠΡΟΦΟΡΩ ΑΝΑΣΤΑΣΕΙ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΧΗ
ΕΠΙ ΤΗ ΛΑΜΠΡΟΦΟΡΩ ΑΝΑΣΤΑΣΕΙ
ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΥ ΚΑΙ
ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

«Ἀνέστη Χριστός, καί κόσμος ὅλος πεφώτισται∙ ἀνέστη Χριστός, καί χαίρουσιν Ἄγγελοι∙ πᾶσα ἡ κτίσις ἀνακαινίζε­ται∙ ἀνανεοῦται πᾶσα, καί εἰς ἀφθαρσίαν μεταστοιχειοῦται∙ καί μεταπλάττεται∙ σκιρτάτω ἡ Ἐκκλησία, καί φαιδρῶς ἑορταζέτω τά ἔν­δοξα Χριστοῦ νικητήρια…»1.

Ἀγαπητοί μου χριστιανοί,

Ὅλα γέμισαν φῶς, «οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια», ψάλλει θριαμβευτικά ἡ Ἐκκλησία μας κατά τήν θεσπέσια καί φω­τόλουστη λειτουργία τῆς Ἀναστάσεως, καλώντας μας καί πάλι νά ἑορτά­σου­με «ψυχαῖς καθαραῖς» τήν λαμπροφόρο Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας Ἰη­σοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἀνά­σταση τοῦ Κυρίου μας ἀποτελεῖ τήν κορυφαῖα ἑορτή τῆς χριστιανοσύνης. Εἶναι τό ἕαρ τῆς ψυχῆς μας, ἡ ἑορτή τῆς χαρᾶς, τῆς ἐλπίδος, τῆς ἀγαλλιά­σεως, τῆς σωτηρίας, τῆς εἰρήνης, τῆς ἀγάπης, τῆς «καινῆς κτίσεως». Εἶναι τό Πάσχα τῶν πιστῶν, ἡ ἑορτή τῶν ἑορτῶν καί ἡ πανήγυρις τῶν πανηγύρεων. Ἀπό τό κενό καί ἀπαστράπτον μνημεῖο τοῦ Κυρίου μας ἐκπηγάζει ἡ πληρότητα τῆς ζωῆς, ἡ ὀντολογική ἀποκατάστασις καί ἡ θεία συγγνώμη πρός ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα.

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνα μοναδικό καί ἀνεπα­νάληπτο ἱστορικό γεγονός μέ ἀνυπολόγιστης ὅμως ἀξίας σωτηριολογικές καί ὑπαρξιακές προνομίες καί δωρήματα. Ὁ πρωτεργάτης τοῦ μεγάλου αὐτῦ θαύματος εἶναι ὁ Ἴδιος, ὁ Ἀθάνατος καί παντεχνήμων Λόγος τοῦ Θε­οῦ. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου δημιουργεῖ μία νέα προοπτική καί δυναμική στήν ἀνθρώπινη πραγματικότητα, πού ὁδηγεῖ στήν ἀληθινή ζωή καί τήν ἐλευθερία. Ὁ πι­στός πού ἐλευθέ­ρως τοποθε­τεῖται θετικῶς στήν προοπτική αὐτή, καλλιεργεῖ ἀνά­λογο φρόνημα καί ἦθος στήν ζωή του καί στρέφει τό νοῦ καί τήν σκέψη του στόν οὐρανό, ζώντας «ἐν καινότητι ζω­ῆς» (Ρωμ. 6, 4), ἐλεύθερος ἀ­πό τόν φόβο τοῦ θανάτου πού ὑφίσταται πλέον ὡς ἁπλό ἐπεισόδιο στήν ἀνθρώπινη πορεία πρός τό «σύν Χριστῷ εἶναι». Μέ τόν θάνατό Του ὁ Κύριός μας μετέβαλε καί αὐ­τή τήν πικρά φύση τοῦ θανάτου. Ὁ θάνατος ἔγινε πλέον «Πάσχα», δηλαδή διάβαση, γέφυρα, πέρασμα στήν βασι­λεία τοῦ Θεοῦ, στήν πραγματική καί ἀτελεύτη­τη ζωή τῆς θεοκοινωνί­ας. Ὁ κάποτε ἀνίκητος καί ἀδυσώπητος ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ θάνατος, ἔγι­νε μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας ταπεινός ὑπηρέτης, στό ταξίδι τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν αἰώνια χριστοζωή. Αὐτή τήν πραγματικότητα ζοῦμε σέ κάθε θεία Λειτουργία.

«Πού σοῦ θάνατε τό κέντρον;», ρωτᾶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καί ὁ Ἱε­ρός Χρυσόστομος ἀπαντᾶ: «Ἀνέστη Χριστός καί σύ καταβέβλησαι! Ἀ­νέστη Χριστός, καί ζωή πολιτεύεται! Ἀνέστη Χριστός καί νεκρός οὐδείς ἐν τῷ μνήματι..!». Ὁ ἀναμάρτητος θεάνθρωπος Κύριος, ὁ δεύτερος Ἀδάμ, ὁ νικη­τής τῆς ἁμαρτίας πού γεννᾶ τόν θάνατο ὡς παντοδύναμος Θεός ἔλυ­σε τά δεσμά τῆς πανανθρώπινης σκλαβιᾶς στόν θάνατο καί τήν ἁμαρτία. Αὐτή τήν νέα χαρμόσυνη πραγματικό­τητα ἐκφράζει ἡ Ἐκκλησία μας ψάλ­λουσα τό πρωί τοῦ Ἁγίου καί Μεγάλου Σαββάτου τό «Σήμερα ὁ Ἅδης μέ βαθύ ἀναστεναγμό φωνάζει δυ­νατά∙ κατέπεσε ἡ ἐξουσία μου∙ δέχθηκα (τόν Χριστό) ὡς κοινό ἄνθρωπο, ὅπως ἕναν ἀπό αὐτούς πού πεθαίνουν∙ Αὐτόν ὅμως δέν μπορῶ νά τόν φυλακίσω καθόλου, ἀλλά χάνω μαζί μέ Αὐτόν καί ὅσους εἶχα στό βασίλειό μου∙ ἐγώ εἶχα τούς νεκρούς δικούς μου πάντοτε, ἀλλά τώρα αὐτός τούς ἀνασταίνει»2.

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας εἶναι ἕνα θαῦμα, ἕνα ὑπερ­φυές μυστήριο. Ὡς ἐκ τούτου βιοῦται μόνον διά τῆς πίστεως καί μέ­σα στήν Ἐκκλησία. Χωρίς πίστη στήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου δέν ὑπάρχει νόημα στήν ζωή, οὔτε καί στόν πνευματικό μας ἀγώνα. Χωρίς αὐτή ὅλα φαντάζουν μάταια, φτωχά, ἀδύνα­τα, μελαγχολικά, περιορισμένα. Χωρίς τήν ἐμπειρία τῆς ἀναστάσεως δέν εἶναι δυνατό νά νικηθεῖ ὁ φόβος τοῦ θα­νάτου. Χωρίς τήν πίστη στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, «ματαία ἡ πίστις ὑμῶν» (Α’ Κορ. 15, 17). Οἱ πιστοί ζοῦμε στήν Ἐκκλησία ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τήν ἐμπειρία τῆς Ἀναστάσεως, βέβαιοι ὅτι ὁ Ἀναστάς Κύριος μᾶς ἐλευθερώνει ἀπό τά δεσμά τοῦ Ἅδου, ἀπό μία ζωή «ἀβίωτη», μία ζωή χωρίς Θεό, χω­ρίς οὐσια­στικό νόημα καί σκοπό. Ἡ πανένδοξος Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ τό χαροποιό προανάκρουσμα, τήν εὐλογημένη ἀρχή καί τήν ἐγγύηση καί τῆς δικῆς μας προσωπικῆς ἀναστάσεως, τῆς ὁποίας προ­γευόμεθα τήν χάριν καί τό κάλλος, ζώντας τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου καί προσδοκῶμεν «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις» τήν ἔλευσιν τῆς ἀνεσπέ­ρου ἐκείνης ἡμέρας τῆς Βασιλείας Του, τούς «καινούς οὐρανούς καί γῆν και­νήν» (Β’ Πέτρ, 3, 13), ὥστε «πά­ντοτε σύν Κυρίῳ ἐσόμεθα» (Α’ Θεσ. 4, 17).

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

Τό ἐλπιδοφόρο μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας πού σημα­τοδοτεῖ τήν συνανάσταση ὁλοκλήρου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, στίς δύσκολες καί ἀποκαλυπτικές ἡμέρες μας ἀποκτᾶ μία συγκλονιστική ἐπικαι­ρότητα. Αὐτή τήν νέα χαρμόσυνη πραγματικότητα, τό εὐαγγέλιο τῆς χα­ρᾶς καί τῆς ζωῆς, διακονεῖ δια­χρονικά μέσα στόν κόσμο ἡ ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκ­κλησία μας, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως. Ἐκείνη, ὡς φιλόστοργη μητέρα, μᾶς προσκα­λεῖ νά ἑορτάσουμε τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χρι­στοῦ μέ ὅρους πνευματικούς, νά κτίσουμε στήν ζωή μας ἦθος ἀναστάσιμο, νά κοινωνήσουμε τῆς χαρᾶς καί τῆς εὐλογίας τῆς λαμπρᾶς αὐτῆς ἡμέρας, νά ἐμπνευσθοῦμε στήν ζωήν μας ἀπό τήν δύναμή της. Χωρίς τήν πίστη στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ χριστιανός δέν νοεῖ­ται οὔτε καί ὑπάρχει. Εὔχομαι ὁλοθύμως τό ὑπερφυές θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας νά γίνει τό δικό μας Πάσχα, τό προσωπικό πέρασμα τοῦ καθενός μας στήν ἁγιό­τητα, τήν χαρά, τήν εὐλογία, τήν ζωή, τήν δικαιοσύνη καί τελικῶς στόν ἴδιο τόν Χριστό, τό αἰώ­νιο καί μυστικό μας Πάσχα.

Ἡ δε χάρις καί τό ἄπειρον ἔλεος τοῦ ἐνδόξως ἐκ νεκρῶν Ἀναστά­ντος Κυρίου Ἰησοῦ μετά πάντων ὑμῶν.

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ – ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ, ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΑ, ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΑ

Διάπυρος πρός τόν Ἀναστάντα Κύριον εὐχέτης σας

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ὁ Σερρῶν καί Νιγρίτης Θεολόγος

_____________________________________

Παραπομπές

1. (Μακαρίου, Ἀρχιεπισκόπου Φιλαδελφείας καί πάσης Λυδίας, Εἰς τήν ἁγίαν καί ἔνδοξον Ἀνάστασιν).

2. «Σήμερον ὁ Ἅδης στένων βοᾷ∙ Κατελύθη μου ἡ ἐξουσία∙ ἐδεξάμην θνη­τόν, ὥσπερ ἕνα τῶν θανόντων∙ τοῦτον δέ κατέχειν ὅλως οὐκ ἰσχύω, ἀλλ’ ἀπολῶ μετά τούτου ὧν ἐβασίλευον∙ ἐγώ εἶχον τούς νεκρούς ἀπ’ αἰῶνος, ἀλλά οὗτος ἰδού πάντας ἐγείρει».

Δελτίο τύπου – Πρόγραμμα τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας (21-04-2022)

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΣΕΡΡΩΝ ΚΑΙ ΝΙΓΡΙΤΗΣ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

21-04-2022

Ἀπό τήν Ἱερά Μητρόπολη Σερρῶν καί Νιγρίτης ἀνακοινώνονται τά ἑξῆς ἀναφορικά μέ τό πρόγραμμα τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας:

Σήμερα, 21 Ἀπριλίου, Ἁγία καί Μεγάλη Πέμπτη, στίς 7:00 τό ἀπόγευμα, ὁ Σεβ. Ποιμενάρχης μας κ. Θεολόγος θά χοροστατήσει στήν ἀκο­λουθία τῶν Ἀχράντων Παθῶν, πού θά τελε­σθεῖ στόν ἱερό Μητροπολιτικό Ναό Παμμ. Ταξιαρχῶν Σερρῶν.

Τήν Ἁγία καί Μεγάλη Παρασκευή, 22 Ἀπριλίου, ὁ Σεβ. θά χοροστατήσει:
α) Στίς 8:00 π.μ. στήν ἀκολουθία τῶν Ὡρῶν, πού θά τελεσθεῖ στήν ἀνδρώα ἱερά Μονή Ἁγ. Παρασκευῆς Σερρῶν.
β) Στίς 10:00 π.μ. στόν Ἑσπερινό τῆς Ἀποκαθηλώσεως, πού θά τελεσθεῖ στόν ἱερό Μητροπολιτικό Ναό Παμμ. Ταξιαρχῶν Σερρῶν.
γ) Στίς 12:30 μ.μ. στήν ἀκολουθία τοῦ Ἐπιταφίου Θρήνου, πού θά τελεσθεῖ στόν ἱερό Ναό Ζωοδόχου Πηγῆς Β’ Κοιμητηρίου Σερρῶν, ὅπου θά ἀναπεμθεῖ ἐπιμνημόσυνη δέηση ὑπέρ ἀναπαύσεως τῶν ψυχῶν καί τῶν ἐκ τῆς νόσου Covid-19 κεκοιμημένων ἀδελφῶν μας.
δ) Στίς 3:00 μ.μ. στήν ἀκολουθία τοῦ Ἐπιτα­φίου Θρήνου, πού θά τελεσθεῖ στόν ἱερό Ναό Ἁγ. Κωνσταντίνου καί Ἑλένης Α’ Κοιμητηρίου Σερρῶν.
ε) Στίς 7:00 μ.μ. στήν ἀκολουθία τοῦ Ἐπιταφίου Θρήνου, πού θά τελεσθεῖ στόν ἱερό Μητροπολιτικό Ναό Παμμ. Ταξιαρχῶν Σερρῶν. Ἡ συνάντηση τῶν Ἐπιταφίων τῶν κεντρικῶν Ναῶν τῆς πόλεως θά πραγματοποιηθεῖ στήν πλα­τεία Ἐλευθερίας Σερρῶν στίς 9:30 μ.μ., ὅπου θά ψαλοῦν τά ἐγκώμια τοῦ Ἐπιταφίου Θρήνου, ἀπό τή νεανική χορωδία «Serres Voices».

Τό πρωΐ τοῦ Ἁγίου καί Μεγάλου Σαββάτου, 23 Ἀπριλίου, ὁ Σεβ. θά ἱερουργήσει στήν θ. Λειτουργία τῆς Α’ Ἀναστάσεως, πού θά τελεσθεῖ στόν ἱερό Μητροπολιτικό Ναό Παμμ. Ταξιαρχῶν Σερρῶν.

Στίς 10:45 τό βράδυ τοῦ Ἁγίου καί Μεγάλου Σαββάτου, ὁ Σεβ. θά ὑποδε­χθεῖ στά προπύλαια τοῦ ἱεροῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ Παμμ. Ταξιαρχῶν Σερρῶν τό Ἅγιον Φῶς, προερχόμενο ἐξ Ἱεροσολύμων καί στήν συνέ­χεια θά χοροστατήσει στήν ἀκολουθία τῆς Παννυχίδος, στήν τελετή τῆς Ἀναστάσεως καί θά ἱερουργήσει στήν Ἀναστάσιμη θ. Λειτουργία, πού θά τε­λε­σθοῦν στόν ὡς εἴ­ρη­ται ἱερό Μητροπολιτικό Ναό.

Τήν Ἁγία καί Μεγάλη Κυριακή τοῦ Πάσχα, 24 Ἀπριλίου, ὁ Σεβ. θά ἐνδυθεῖ κατά τήν τάξιν τά Ἀρχιερατικά του ἄμφια στόν ἱερό Μητροπολιτικό Ναό Παμμ. Ταξι­αρχῶν Σερρῶν, ὅπου στίς 11:00 τό πρωΐ θά τελεσθεῖ ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Ἀγάπης, κατά τήν διάρκεια τοῦ ὁποίου θά ἀναγνωσθεῖ τό ἱ­ε­ρὸ Εὐαγγέλιο τῆς Ἀναστάσεως σέ πολλές ξένες γλώσσες.

Στίς 7:00 τό ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας, ὁ Σεβ. θά χοροστατήσει στόν Ἑσπερινό τῆς Ἀγάπης, πού θά τελεσθεῖ στήν ἱερά Μονή Τιμ. Προδρόμου Σερρῶν.

Τήν Δευτέρα τῆς Διακαινισίμου, 25 Ἀπριλίου, ὁ Σεβ. θά ἱερουργήσει στήν πανηγυρική θ. Λειτουργία, πού θά τελεσθεῖ στόν ἑορτάζοντα ἱερό Ναό Ἁγ. Γεωργί­ου Νιγρίτης.

Στίς 7:00 τό ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας, ὁ Σεβ. θά χοροσταστήσει στόν πανηγυρικό Ἑσπερινό, πού θά τελεσθεῖ στόν ἱερό Ναό Ἁγ. Νικήτα Σερρῶν, μέ ἀφορμή τήν ἑορτή τῶν Ἁγ. Ραφαήλ Νικολάου καὶ Εἰ­ρή­νης.

Τό Μεγάλο Σάββατο 23 Ἀπριλίου, στίς 12:00 τό μεσημέρι, στό Ἐπισκο­πεῖο Σερρῶν, ὁ Σεβ. θά κάνει γνωστό στά τοπικά μέσα Ἐνημερώσεως τό Μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: «Εἰς τὴν παραβολὴν τῶν δέκα παρθένων, καὶ περὶ ἐλεημοσύνης. Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Τρίτη»

Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου:
«Εἰς τὴν παραβολὴν τῶν δέκα παρθένων, καὶ
περὶ ἐλεημοσύνης. Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Τρίτη»

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Ὅταν τὸ εὐδαπάνητον τῆς ζωῆς ἐννοήσω,
καὶ τοῦ ἐνιαυτοῦ τὸν ἐπινεύοντα κύκλον,
καὶ τὴν πολύσκυλτον τῶν ἀνθρώπων διαγωγὴν,
καὶ τὰς βιωτικὰς περιστάσεις,
τό τε παρατρέχον τοῦ παρόντος αἰῶνος,
καὶ τὴν σκιὰν τῶν πραγμάτων,
τῆς δόξης τὸ πρόσκαιρον,
τῆς δυναστείας τὸ εὐδιάλυτον,
τῆς εὐημερίας τὴν φαντασίαν,
καὶ τοῦ πλούτου τὸ ὄναρ·

εἶτα σκοπήσω τὴν τοῦ τέλους ἡμέραν,
καὶ τῆς συντελείας ἐκεῖνο τὸ ἀπαραίτητον τάχος,
τόν τε τοῦ λογοθεσίου καιρὸν,
καὶ τὸν ἀκολάκευτον δικαστὴν,
καὶ τὴν γέμουσαν φρίκης κατάστασιν,
πῶς ἀστράπτων ὁ κριτὴς παραγίνεται ἐξ οὐρανῶν,
πῶς ταραττόμεναι αἱ δυνάμεις προτρέχουσι,
πῶς ὁ φοβερὸς ἑτοιμάζεται θρόνος,
πῶς ὁ οὐρανὸς ὡς βιβλίον εἱλίσσεται,
πῶς καυσοῦνται τὰ στοιχεῖα τῷ φόβῳ λυόμενα,
πῶς κλονεῖται τὸ ἔδαφος προσδεχόμενον τὴν τοῦ κριτοῦ ἐπίβασιν,
πῶς φοβερῶς ἀλαλάζουσι σάλπιγγες,
πῶς ἀνοίγονται τὰ μνήματα,
πῶς ἐκτινάσσονται τάφοι,
πῶς ὡς ἐξ ὕπνου ἀποπηδῶσιν οἱ νεκροὶ,
πῶς ὁ χοῦς ὡς ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ πρὸς τὴν οἰκείαν ἐπανέρχεται τάξιν,
πῶς παλινδρομοῦσιν αἱ ψυχαὶ πρὸς τὰ σώματα,
πῶς εἰς ἀπάντησιν οἱ δίκαιοι τρέχουσι,
πῶς ἐφίσταται ὁ νυμφίος μεσονυκτίῳ,
πῶς ἀξιοῦνται τῆς εἰσόδου οἱ δίκαιοι,
πῶς τοῖς ῥᾳθύμοις ἀποκέκλεισται ἡ θύρα τοῦ νυμφῶνος·

ὅταν ταῦτα πάντα ἐν τῇ ψυχῇ μου μεριμνήσω,
μακαρίζω τὰς φρονίμους ἐκείνας παρθένους,
ἃς ἡμῖν ἀρτίως ἡ τῶν Εὐαγγελίων παρήγαγε βίβλος,
ὅτι πρὸς τοῦ ὕπνου κατηγωνίσαντο τοῦ πάθους,
ὅτι τὸ εὐόλισθον καὶ ἐμπαθὲς τῆς ἐπικήρου ζωῆς βδελυξάμεναι,
τῆς ἀκηράτου καὶ θείας ζωῆς ἀξίως ἐφρόντισαν,
ὅτι τὸ ἀπαραίτητον τοῦ χρόνου σκοπήσασαι,
τὴν ὥραν τῆς παρουσίας ἐτήρησαν,
καὶ τῆς ἐπιστασίας ἐκείνου τοῦ ἀφθάρτου νυμφίου τὸν φόβον ἐνεθυμήθησαν,
καὶ τὸ νυκτερινὸν δοκιμάσασαι σκότος,
ἀκριβῶς τῶν λαμπάδων ἐφρόντισαν.
Οὐδὲν δὲ κωλύει καὶ αὐτὰς τὰς θείας τοῦ Εὐαγγελίου διεξελθεῖν συλλαβάς.

Ὡμοιώθη γὰρ, φησὶν, ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν δέκα παρθένοις,
αἵτινες λαβοῦσαι τὰς λαμπάδας αὐτῶν,
ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν τοῦ νυμφίου.
Πότε ἐξῆλθον;
ἆρα μὴ ὅτε κατέλαβεν αὐτὰς τῆς ζωῆς τὸ ἐμπρόθεσμον;
ὅτε ἔφθασε τὸ πρόσταγμα;
ὅτε ἐπέστη τοῦ θανάτου ἡ ἀπόφασις;
ὅτε ἀπεστάλησαν οἱ κατεπείγοντες τοῦ τέλους ἄγγελοι,
τότε ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν τοῦ νυμφίου;
Οὐδαμῶς.
Ἀλλὰ πότε ἐξῆλθον;
Ὅτε τοῖς βιωτικοῖς περισπασμοῖς ἀπετάξαντο,
ὅτε τὴν στενὴν καὶ τεθλιμμένην ὁδὸν βαδίζειν προείλοντο,
ὅτε τὴν ἑκούσιον σκληραγωγίαν ἠγάπησαν,
ὅτε τοῖς γάμου οὐχ ὑπετάγησαν νόμοις,
ὅτε τῶν τοῦ βίου ἡδονῶν κατεφρόνησαν,
ὅτε τὴν ἀγαθὴν μερίδα τῆς ἀφθαρσίας ἐξελέξαντο,
ὅτε τῆς εὐφροσύνης τὸν τρόπον ἠγάπησαν,
ὅτε τὸν τῆς ἁμαρτίας ἐβδελύξαντο ῥύπον,
ὅτε τὰ τῆς σωφροσύνης συνέθεντο,
ὅτε τοῦ καθαροῦ νυμφίου ἠράσθησαν,
ὅτε τοῦ τῆς βασιλείας ἐπεθύμησαν κάλλους,
ὅτε πᾶσαν βιωτικὴν ἀπεδύσαντο φροντίδα,
τότε ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν τοῦ νυμφίου.

Ἦσαν δὲ, φησὶν, αἱ πέντε φρόνιμοι, καὶ αἱ πέντε μωραί.
Καὶ τί τῶν φρονίμων τὸ γνώρισμα;
Ὅτι συνῆψαν τῇ σωφροσύνῃ τὴν ἐλεημοσύνην,
ἐκόσμησαν τὴν παρθενίαν τῇ εὐποιίᾳ,
ἔγνωσαν ὅτι ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρά ἐστιν,
ἐδοκίμασαν ὅτι τὸ ἓν οὐκ ἐπαρκεῖ πρὸς σωτηρίαν κατόρθωμα·
ἑνὶ γὰρ πτερῷ ἀετὸς εἰς ὕψος οὐκ ἐφικνεῖται·
Ἐμνημόνευσαν τῆς τοῦ νυμφίου φωνῆς τῆς λεγούσης.
Ἔλεον θέλω, καὶ οὐ θυσίαν·
καὶ πάλιν, ὅτι κατακαυχᾶται ἔλεος κρίσεως.

Ταῦτα καλῶς βουλευόμεναι,
ἐπλήρωσαν τὰ ἀγγεῖα αὐτῶν ἐλαίου.
Ποῖα ἄρα ἀγγεῖα;
Τὰς τῶν πεινώντων κοιλίας.
Μεσίτας γὰρ τοῦ πνευματικοῦ γάμου τοὺς πτωχοὺς ἐπορίσαντο, ἐσκεύασαν μεθ’ ἑαυτῶν τῶν οἰκτιρμῶν τὰ ἐφόδια·
οἱ πεινῶντες ἐτρέφοντο, καὶ αἱ λαμπάδες ἐφαιδρύνοντο·
οἱ πτωχοὶ ηὐχαρίστουν, καὶ ὁ νυμφίος ἐτέρπετο·
ἡ ἐλεημοσύνη ἐσπείρετο, καὶ ὁ προσδοκώμενος μισθὸς ηὐτρεπίζετο.
Καὶ αἱ φρόνιμοι τὰ τοῦ ∆αυῒδ ἐβόων·
Ἡτοιμάσθημεν, καὶ οὐκ ἐταράχθημεν·

αἱ δὲ μωραὶ τὰς λαμπάδας κρατοῦσαι χωρὶς ἐλαίου πόῤῥωθεν ἀπὸ τοῦ νυμφίου ἐβλέποντο.
Πῶς εἴχοντο ἑνὶ κατορθώματι;
πῶς τὴν μὲν ἁγνείαν ἐκτήσαντο,
τὴν δὲ φιλανθρωπίαν ἀπώσαντο;
πῶς ἀπάθειαν μὲν τῷ σώματι περιεποιήσαντο,
συμπάθειαν δὲ περὶ τοὺς δεομένους οὐκ ἐπεδείξαντο;
πῶς τὴν μὲν σωφροσύνην ἠγάπησαν,
τὴν δὲ φιλοξενίαν ἀπεστράφησαν;

Τί οὖν τὸ πέρας;
Χρονίζοντος γοῦν τοῦ νυμφίου, φησὶν,
ἐνύσταξαν πᾶσαι, καὶ ἐκάθευδον.
Ἀλλ’ αἱ μὲν προαποθέμεναι τὸ ἔλαιον,
εἶχον τὸ ἀσφαλὲς, ὅτι αἱ λαμπάδες αὐτῶν οὐ σβεσθήσονται·
αἱ δὲ μωραὶ τὸν τῆς ἀνάγκης καιρὸν ἐξεδέχοντο.

Τί οὖν συντόμως οὐ λέγω;
Ἐπέστη ἡ ὥρα,
ἔφθασεν ὁ καιρὸς,
οἱ κτύποι κατήρξαντο,
ἤχουν αἱ σάλπιγγες,
ἐδονοῦντο τὰ στοιχεῖα,
ὁ ἀνὴρ ἐκλονεῖτο,
ἐκλίνετο ὁ οὐρανὸς,
ἔτρεμε τὸ στερέωμα,
ἀστέρες ἐλύοντο,
ἐταράττοντο αἱ δυνάμεις,
προέτρεχον ἄγγελοι,
ἀστραπαὶ προεβάδιζον,
μέγαν εἶχεν ἡ κτίσις τὸν θόρυβον.

Οὐ γὰρ ἐν ἡμέρᾳ,
ἀλλ’ ἐν μεσονυκτίῳ ὁ δικαστὴς παραγίνεται.
Εἶτα τί;
Γίνεται κραυγὴ καλοῦσα πρὸς τὴν ἀπάντησιν·

Ἰδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται, ἐξέλθετε εἰς ἀπάντησιν αὐτοῦ.

Τί οὖν τὸ γινόμενον;
Ἐξανέστησαν πᾶσαι αἱ παρθένοι,
ἀπετινάξαντο τὸν ὕπνον,
ἐπελάβοντο τῶν λαμπάδων·
ἀλλ’ αἱ μὲν ἐκαίοντο, αἱ δὲ οὐκ ἔφαινον.
Αἱ τῶν φρονίμων τῷ ἐλαίῳ τῆς εὐποιίας ἠρδεύοντο,
αἱ δὲ τῶν μωρῶν ἀπεσβέννυντο.
Ὄντως ἐλεεινὸν ἦν τὸ πρᾶγμα.
Ἄφευκτος ἐκύκλωσεν ἀνάγκη τὰ γύναια·
οὐκ εἶχεν ἡ ἀποτυχία ἀφορμὴν παρακλήσεως.

Τότε οὖν προσελθοῦσαι ταῖς φρονίμοις ἐπεζήτουν,
ὅπερ λαβεῖν οὐκ ἠδύναντο.
∆ότε γὰρ ἡμῖν ἐκ τοῦ ἐλαίου ὑμῶν,
ὅτι αἱ λαμπάδες ἡμῶν σβέννυνται.
Ἔδει οὖν πάλαι αὐτὰς μιμήσασθαι, καὶ μὴ νῦν ἱκετεύειν·
ἔδει γὰρ παρὰ τῶν πωλούντων ἀγοράσαι τὸ ἔλαιον.
∆ότε ὑμεῖς ἔλαιον, φασὶν, ἡμῖν.
Μάτην παρακαλεῖτε τὰς φρονίμους, ὦ ῥᾴθυμοι·
ἔφθασε λυθῆναι τῆς ζωῆς ἡ πανήγυρις,
παρῆλθε τοῦ βίου τὸ θέατρον·
οὐκ ἔστι νῦν συναλλαγμάτων καιρός·
νῦν ἡ τῶν ἔργων ἐπιζητεῖται ἐπίδειξις.
Ἔδει προθεωρεῖν τὸν κίνδυνον τοῦ παρόντος αἰῶνος·
ἔδει ταύτης φροντίσαι τῆς ἀπαντήσεως·
ἔδει ἐνθυμηθῆναι, ὅτι αἱ λαμπάδες χωρὶς ἐλαίου φωτίζειν οὐ δύνανται.
Λέγετε, ∆ότε ἡμῖν ἐκ τοῦ ἐλαίου ὑμῶν.
Οὐδεὶς ἀλλοτρίοις ἐγκαλλωπίζεται ἔργοις·
ἕκαστος θερίζει ὅπερ ἔσπειρε.
«∆ότε ὑμεῖς ἡμῖν ἔλαιον.»

Τί οὖν πρὸς αὐτὰς αἱ φρόνιμοι;
Μήποτε οὐκ ἀρκέσῃ ἡμῖν καὶ ὑμῖν·
πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τοὺς πωλοῦντας, καὶ ἀγοράσατε.
Ἔτι κἂν μικρά τις ὑπολέλειπται ὥρα, δράμετε, κάμετε·
οὔπω ἐφέστηκεν ὁ νυμφίος·
σπεύσατε πρὸ τοῦ κλεισθῆναι τὰς θύρας,
πρὸς τοὺς πωλοῦντας ἀπέλθετε.
Καὶ τίνες, ὦ φρόνιμοι, οἱ πωλοῦντες; εἴπατε·
ἀγνοοῦσι γὰρ αὗται μὴ κτησάμεναι συναλλάγματος τοιούτου συνήθειαν.
Τίνες οἱ πωλοῦντες;
Οἱ ταῖς θύραις τῶν ἐκκλησιῶν παρακαθήμενοι πένητες,
αἱ λογικαὶ χελιδόνες,
αἱ τῶν ψυχῶν εὐαγγελιζόμεναι λογικὸν ἔαρ,
οἱ αἰδέσιμοι πρὸς τὸν ∆εσπότην μεσῖται,
οἱ ἀήττητοι ῥήτορες ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς διαγνώσεως.

Ἀπερχομένων δὲ αὐτῶν ἀγοράσαι τὸ ἔλαιον,
ἦλθεν ὁ νυμφίος, καὶ ἐκλείσθησαν αἱ θύραι.
Ὢ τῆς ἐπιβλαβοῦς ῥᾳθυμίας·
ὢ τῆς ἀθεραπεύτου ὀδύνης·
ὢ τῆς ἀπαραμυθήτου ζημίας·
ὢ πένθους ἀπαρακλήτου.
Ἀπερχομένων δὲ αὐτῶν ἀγοράσαι,
ἦλθεν ὁ νυμφίος.
Ἦλθεν ἡ προσδοκωμένη χαρὰ,
ἦλθε τῶν δικαίων τὸ καύχημα,
ἦλθε μεσονυκτίῳ τὸ φῶς.

Ἀπήντησαν αἱ φρόνιμοι,
συνεισῆλθον τῷ νυμφίῳ, καὶ ἐκλείσθησαν αἱ θύραι.

Φρίττω, τὸ γενόμενον ἐνθυμούμενος·
τρέμω, τὸ συμβὰν τοῖς γυναίοις ἀστόχημα διηγούμενος.
Τὴν παστάδα τὴν φοβερὰν ἰδεῖν ἐπεθύμουν·
δι’ αὐτὴν γὰρ τοῖς τοῦ κόσμου τερπνοῖς ἀπετάξαντο,
τρυφῆς κατεφρόνησαν,
δόξης ὑπερεῖδον,
ὁδοὺς σκληρὰς ἐφυλάξαντο,
παθῶν κατεκράτησαν,
ἡδονῶν κατηγωνίσαντο·
καὶ ἐπειδὴ ἔλαιον οὐκ εἶχον,
εὗρον ἀπαράνοικτα τῆς βασιλείας τὰ κλεῖθρα.

Ἐλθοῦσαι γὰρ ἔκρουον, λέγουσαι·
Κύριε, Κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν·
ἔνδοθεν τοῦ Κριτοῦ φοβερῶς κεκραγότος·
Ἀμὴν, ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς.

Ὢ τῆς ἐσχάτης ἀποφάσεως·
κἂν οὔτε δι’ ἀγγέλου,
ἀλλὰ δι’ ἑαυτοῦ τὴν ὀδυνηρὰν ἀπόκρισιν δέδωκεν·
ἵνα τῆς φωνῆς ἀκούσασαι,
καὶ τὸ πρόσωπον ἰδεῖν μὴ δυνάμεναι,
μείζονα τὴν βάσανον ὑπομείνωσιν.

Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς.
Οὐκ οἶδας ἡμᾶς, ∆έσποτα;
ἐκ μήτρας ἐπὶ σὲ ἐπεῤῥίφημεν,
ἠκολουθήσαμεν ὀπίσω σου ἐκ νεότητος ἡμῶν,
τὴν ἁγνείαν διεφυλάξαμεν, ὅπερ ἔπλασας ἡμῖν σῶμα, ἄφθαρτον διετηρήσαμεν,
οὐ προυδώκαμεν τὰ μέλη τοῖς πάθεσι,
στεφάνους παρὰ τῆς σῆς δεξιᾶς προσεδοκήσαμεν δέξασθαι·
καὶ νῦν τὰς θύρας ἐπέκλεισας καὶ λέγεις, «Οὐκ οἶδα ὑμᾶς;» Ναὶ, ὄντως οὐκ οἶδα ὑμᾶς.
∆ιὰ τί, ὦ ∆έσποτα;

Ὁ ∆εσπότης· ∆ιὰ τί;
Ἐπειδὴ ἐπείνασα, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν·
ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με·
ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με·
γυμνὸς, καὶ οὐ περιεβάλλετέ με·
ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἤλθετε πρός με.
Ἐγγράφως διεστειλάμην ὑμῖν, λέγων·
Ἐφ’ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων καὶ μικρῶν, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε.

Αἱ δὲ εἶπον·
Μάτην οὖν, ∆έσποτα,
τὸν πόνον καὶ τὴν ταλαιπωρίαν τῆς σαρκὸς ὑπεμείναμεν;
μάτην ἀγρυπνίαις καὶ νηστείαις ἑαυτὰς κατετήξαμεν;
μάτην τὸν οὐράνιον νυμφίον μέχρι τέλους ποθήσασαι,
τὴν παρθενίαν ἄτρωτον διεφυλάξαμεν;

Ναὶ, φησὶ, παρθένοι μέν ἐστε, ἀλλὰ προῖκας οὐκ ἔχετε·
παρθένοι μὲν, ἀλλὰ νυμφικὸν οὐ περίκεισθε κόσμον·
τὴν τῆς σαρκὸς ἠσκήσατε ἁγνείαν,
ἀλλὰ ἀπανθρωπίᾳ τὴν ἁγνείαν ἐτρώσατε·
ἀμόλυντον ὑμῶν τὸ σῶμα,
ἀλλ’ ὁ τρόπος ἀνελεὴς, οὐ φύσεως, ἀλλ’ ἀπανθρωπίας.
Ὁ ἐμός ἐστι νυμφὼν κτησαμένων τῆς εὐποιίας τὸ ἔλαιον.
∆εῖ τοίνυν τὰς ἐμοὶ νυμφευομένας κατάλληλον τῷ κόσμῳ περικεῖσθαι καὶ τρόπον.
Οὐ δύναμαι τοῖς ἐμοῖς θαλάμοις μαχομένην νύμφην λαβεῖν·
οὐκ εἰσάγω πόλεμον εἰς παστάδας εἰρηνικάς.
Λοιπὸν ἀπέλθετε ἀπ’ ἐμοῦ, μή μου μάτην ταῖς θύραις ἐνοχλεῖτε·
τῶν ἐλεημόνων ἐστὶν οἰκητήριον ἡ ἐμὴ βασιλεία.
Ἐκεῖνος ἐμοὶ εὐκόλως συνεισέρχεται,
ὁ τὴν ἐμὴν μιμησάμενος περὶ τοὺς πτωχοὺς εὐσπλαγχνίαν,
ὁ πτωχεύσας τῷ πνεύματι,
ὁ τοῖς δεομένοις τὴν ἀκοὴν ὑποκλίνας,
ὁ τὰ τοῦ πλησίον οἰκειωσάμενος πάθη,
ὁ δακρύσας ἐπὶ συμφοραῖς ἀλλοτρίαις,
ὁ ἐμπλήσας ἀγαθῶν τὴν ψυχὴν τοῦ πεινῶντος,
ὁ τῶν γυμνῶν διαθερμάνας τοὺς ὤμους,
ὁ μὴ παρακούσας τῆς φωνῆς τοῦ νοσοῦντος,
ὁ δανείσας ὀλιγοψύχῳ παρακλήσεως λόγον,
ὁ τὸν ξένον ὑπὸ τὴν στέγην δεξάμενος,
ὁ τῷ σπόγγῳ τῆς συμπαθείας τῶν χηρῶν ἀποσμήξας τὸ δάκρυον,
ὁ ἐλαφρύνας τῇ προστασίᾳ τῆς ὀρφανίας τὸ βάρος.

Ταῦτα εἰδότες, ἀδελφοὶ, μὴ τῇ γλώσσῃ θαυμάζετε,
ἀλλὰ τοῖς ἔργοις μιμήσασθε.
Σφραγὶς γὰρ γλώσσης ἡ χεὶρ,
καὶ ταύτην ἑρμηνεύει τῆς δεξιᾶς ἡ ἐπίδοσις,
ζηλοῦσα τὰ ῥήματα.

Τὴν φιλοπτωχίαν περὶ πολλοῦ ποιησώμεθα,
σκορπίζειν τοῖς πένησι τοὺς ὀβολοὺς μὴ φεισώμεθα, παρακαλῶ·
τῶν δεσποτικῶν φωνῶν ἐπακούσωμεν·
τοῦ φόβου μαθόντες τὴν πεῖραν ἐκκλίνωμεν·
ἑαυτῶν διὰ τῶν πενήτων φροντίσωμεν.

Αἱ γὰρ παρθένοι φιλανθρωπίαν μὴ τιμήσασαι,
τοῦ νυμφῶνος ἐκβάλλονται.

Ποία λοιπὸν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐλπὶς περιλείπεται ἀπανθρωπίᾳ ὑβρίσασι;
Ταῦτα πρὸς τὸ πλῆθος λέγων,
τῶν ῥᾳθυμοτέρων τὸ συνειδὸς ἀσφαλίζομαι,
βλάπτων οὐδὲν τοὺς εὐγνώμονας,
ἀλλὰ καὶ θερμοτέρους πρὸς τὴν εὐσέβειαν ἐργαζόμενος.

Οὐκοῦν σκόρπισον, ἀδελφὲ,
ἕως ἔτι συνέστηκεν ἡ τοῦ βίου πανήγυρις.
Τὰ τῆς ἀπολογίας πραγμάτευσαι·
πρὸ τοῦ τεθῶσιν οἱ θρόνοι, θρῆνον ἐπίδειξαι·
φθάσον τοῦ νυμφίου τὴν παρουσίαν·
δράμε τῆς ἁμαρτίας ὀξύτερον·
πρόλαβε τὴν ἐμπρόθεσμον διάγνωσιν·
θεράπευσον τὸν κριτήν·
μὴ καταδέξῃ τῷ βήματι παραστῆναι γυμνός.
Νῦν σκόρπισον χρήματα,
ἵνα τότε διαλύσῃς ἐγκλήματα·
λάλησον τῷ δικαστῇ καταμόνας,
ἵνα μὴ ἐπὶ πάντων καταδικάσῃ σε·
λάβε μεσίτην πρὸς τὴν αὐτοῦ θεραπείαν τὸν πένητα·
δι’ αὐτοῦ τὸν κριτὴν δωροδόκησον·
αὐτῷ μόνῳ θάῤῥει τὸ τοιοῦτον μυστήριον·
δι’ αὐτοῦ πώλει τοῖς καταδίκοις τὸ δίκαιον.

Ὁ πτωχὸς λαμβάνει,
καὶ ὁ κριτὴς ὑπογράφει συγχώρησιν·
ἀγράφως δέχεται, καὶ προσφέρει χειρόγραφα.
Ὁ γὰρ ἐλεῶν πτωχὸν, δανείζει Θεῷ.
Ὅπερ ἂν νῦν βάλλῃς ἐν τῇ χειρὶ τοῦ πτωχοῦ,
γνωρίσεις ἐν τῇ παλάμῃ τοῦ δικαστοῦ.
Εἰ διαδράσαι τὴν κρίσιν τοίνυν σπουδάσωμεν,
ἐντεῦθεν ἤδη τὸν δικαστὴν διὰ τῶν πτωχῶν δυσωπήσωμεν.
Εἰ καὶ ὁπηνίκα τελευταῖα διατυποῖς, γράψον μετὰ τῶν συγγενῶν ἢ φίλων τὴν ἀποδημοῦσαν τοῦ βίου ψυχήν·
δὸς αὐτῇ κἂν μικρὰ τῆς ἀνάγκης ἐφόδια·
ἐχέτω τοῦ δικαστοῦ τὸ ὄνομα τῆς διαθήκης τὰ γράμματα·
μνήμης πτωχοῦ μὴ ἀμοιρείτω ὁ χάρτης.
Χαρᾶς πρόξενον, καὶ μὴ θρήνων ἄξιον ἔργασαι τὸν θάνατον·
συνηγόρων ἐκτὸς μὴ παραστῇς τῷ φοβερῷ κριτηρίῳ·
χόρτασον τὰς κοιλίας τῶν ὀφειλόντων ταῖς γλώσσαις ὑπὲρ σοῦ ῥητορεῦσαι πρὸς τὸν Κύριον.
Κτησώμεθα δι’ αὐτῶν χρεώστην τὸν κτίσαντα,
τοῦ μὴ δοῦναι δίκην κατ’ ἐκείνην τὴν ἡμέραν·
ὠνησώμεθα χρήμασι τῆς τοιαύτης ἐπιτυχίας ῥήτορας.
Ἔχεις γὰρ, φησὶ, μάρτυρα τῆς περὶ ἐμὲ φιλίας τὸν πένητα·
οἶδάς με τὰ τῶν πτωχῶν οἰκειούμενον.
Ἐξανατέλλω χόρτον τοῖς κτήνεσι,
καὶ πᾶσι τὴν τροφὴν χορηγῶ·
καὶ ὅμως σοῦ ποιοῦντος τὴν ἐλεημοσύνην,
ἐγὼ τῷ πένητι συγκλίνω τὴν χεῖρα,
καὶ τὸν ὀβολὸν ὑποδέχομαι.
Ἀναβάλλομαι τὸ φῶς ὡς ἱμάτιον·
κἂν μόνον σὺ τὸν πτωχὸν περιβάλῃς,
ἐγὼ τῆς θέρμης αἰσθάνομαι.
Οἶδάς με ἐν οὐρανῷ τῷ Πατρὶ συγκαθήμενον·
κἂν μόνον ὁρμήσῃς τοὺς ἐν φυλακῇ ἐπισκέψασθαι,
εὑρήσεις με τοῖς δεσμοῖς συγκαθήμενον·
κἂν δράμῃς πρὸς νοσοῦντας, τῆς κλίνης οὐκ ἀπολιμπάνομαι.

Πανταχοῦ γάρ εἰμι, καὶ τοῖς ἐν ἀνάγκῃ προΐσταμαι.
Ὅπερ ἂν δώσῃς τῷ πένητι, ὄψει τοῦτο παρ’ ἐμοῦ πληθυνόμενον.
Ἐὰν εἰσάγῃς εἰς τὴν οἰκίαν σου τὸν ἄστεγον,
καὶ δι’ αὐτοῦ λάβῃς με ἐν οἴκῳ σου,
τρία ταῦτα παρέξω σοι·
καὶ τὸ κέρδος αὐξήσω,
καὶ τὸν οἶκόν σου φυλάξω,
καὶ μονὴν ἐν οὐρανοῖς ἑτοιμάσω σοι·
ἐν ᾗ ἀπέδρα ὀδύνη καὶ λύπη καὶ στεναγμὸς, ἐν Θεῷ Πατρὶ, ἅμα τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος, νῦν καὶ ἀεὶ, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.