Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς: Ὁμιλία στήν Γ΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν

Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς:
Ὁμιλία στήν Γ΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς

«Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθήτω μοι» (Μάρκ. η΄ 34). Αἴροντες τόν σταυρό, εὐαρεστοῦμε τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, Τόν ἀκολουθοῦμε.

Ἄν ἀκολουθοῦμε τόν ἑαυτό μας, δέν μποροῦμε νά ἀκολουθοῦμε Ἐκεῖνον. Ὅποιος δέν ἀπαρνηθῇ τόν ἑαυτό του, δέν μπορεῖ νά Μέ ἀκολουθήσῃ (Ματθ. ι΄ 38). Ἄν ἀκολουθήσῃς τόν δικό σου νοῦ καί ὄχι τόν νοῦ τοῦ Χριστοῦ, ἄν ἀκολουθήσῃς τό θέλημά σου καί ὄχι τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀναφέρεται στό ἅγιο Εὐαγγέλιο, ἡ ψυχή σου δέν εἶναι καθαρή, δέν εἶναι ἁγιασμένη, εἶναι χαμένη στήν ζούγκλα τῶν ψυχοφθόρων καί φρικτῶν πλανῶν. Διότι ἡ ἁμαρτία, τό κακό, κατόρθωσε νά χτίσῃ μέσα μας, δίπλα σέ ἐκείνη τήν θεοειδῆ ψυχή πού ἐλάβαμε ἀπό τόν Θεό, τήν δική της ψυχή.

Ἄν ἡ ἁμαρτία μᾶς γίνῃ ἕξις, δημιουργεῖ μέσα μας τήν δική της ψυχή. Ἄν πράττομε τήν ἁμαρτία, ἐκείνη σταδιακά μορφώνεται στήν ψυχή μας. Κοντά σέ ἐκείνη τήν θεοειδῆ ψυχή, τήν ὁποία ὁ Θεός σοῦ ἔδωσε, ἐσύ φέρνεις ἕναν ξένο, ὁ ὁποῖος σέ αἰχμαλωτίζει. Αὐτός διαφεντεύει, ἐνῶ ὅ,τι θεϊκό εἶναι μέσα σου εἶναι σάν κοιμισμένο, σάν μουδιασμένο. Τό ἀπέρριψες, καί ἐκεῖνο δέν ζῆ μέσα σου, πεθαίνει.

Ἡ ἁμαρτία δημιουργεῖ μέσα μας δικό της κόσμο, δημιουργεῖ μέσα μας δική της φιλοσοφία, δική της ἀντίληψι γιά τόν κόσμο. Ἡ ἁμαρτία ἐπιδιώκει νά καταλάβῃ τήν θέσι τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή σου, τήν θέσι τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ. Αὐτό θέλει νά κάνῃ ἡ ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία στήν πραγματικότητα θέλει νά στερήσῃ τόν ἄνθρωπο ἀπό ἐκεῖνες τίς θεϊκές ὡραιότητες πού ἔχει στήν ψυχή του. Ναί, αὐτός ὁ διάβολος ἀγωνίζεται διά μέσου τῆς ἁμαρτίας νά δημιουργήσῃ μέσα σου καί μέσα μου τήν δική του εἰκόνα. Διότι ἡ ἁμαρτία πάντοτε ὁμοιάζει στόν διάβολο. Πάντοτε, ὅταν τήν ἐναγκαλιζώμαστε, τυπώνει σιγά-σιγά στήν ψυχή μας τήν δική του σκοτισμένη μορφή.

Ἔτσι, μέ τήν ἁμαρτία, μέ τήν ἕξι στήν ἁμαρτία, μορφώνεται μέσα μας ἕνα ἄλλο ἐγώ, μία ἄλλη ψυχή, ἕνας ἄλλος ἑαυτός, ἐκεῖνος ὁ ἑαυτός, τόν ὁποῖο ζητεῖ ὁ Κύριος νά ἀπαρνηθοῦμε: «οὐ γάρ ὅ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ’ ὅ οὐ θέλω κακόν τοῦτο πράσσω» (Ρωμ. ζ΄ 19). Τό κακό τό δημιουργήσαμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, ἐνῶ τό καλό εἶναι ἀπό τόν Θεό, λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α΄ Τιμ. δ΄ 4). Ἐγώ θέλω νά ζῶ σωστά, ἀλλά τήν δύναμι νά τό κάνω δέν τήν ἔχω. Δέν βρίσκω τήν δύναμι γι’ αὐτό, δέν βρίσκω τήν δύναμι μέσα μου.

Νά, τό σημερινό Εὐαγγέλιο μᾶς ἀποκαλύπτει τόν τρόπο, γιά νά πραγματοποιήσουμε στήν ζωή μας τό καλό πού ἐπιθυμοῦμε. Αὐτός εἶναι ἡ ἀπάρνησι τοῦ ἑαυτοῦ σου, τῆς ἁμαρτίας σου, αὐτῆς τῆς ἁμαρτωλῆς ψυχῆς πού δημιουργήθηκε, χτίστηκε, μορφώθηκε μέσα σου.

Μέ τήν νηστεία στήν πραγματικότητα ἀπωθοῦμε τήν ἁμαρτωλότητα πού εἶναι μέσα μας. Ἀντικαθιστοῦμε σταδιακά τόν ἑαυτό μας μέ τόν Χριστό, μέχρις ὅτου φθάσουμε στήν τελειότητα πού ἔφθασε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος λέγει: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγῶ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. β΄ 20).

Νά τί σημαίνει «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν»: Σημαίνει νά ἀπαλείψουμε ὅλες τίς (κακές) μας ἐπιθυμίες, κάθετι ἀνθρώπινο, ἐφάμαρτο, καί νά τά ἀντικαταστήσουμε μέ τόν Χριστό. Νά ἀλλάξουν, νά γίνουν ὅλα Χριστός! «Ὅς γάρ ἐάν θέλῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι ἀπολέσει αὐτήν· ὅς δ᾽ ἄν ἀπολέσει τήν ψυχήν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ εὐαγγελίου, σώσει αὐτήν» (Μάρκ. η΄ 35). Ἐάν, βεβαίως, ἀπαρνηθοῦμε κάθε ἁμαρτία μας, κάθε πάθος μας· καί ἄν ξέρουμε, ἄν αἰσθανόμαστε καί ἄν θέλουμε νά γίνῃ ὁ Χριστός ψυχή μέσα στήν ψυχή μας, καρδιά μέσα στήν καρδιά μας, νά ἀντικαταστήσῃ τόν ἑαυτό μας, τό ἐγώ μας μέ τόν Ἑαυτό Του.

Αὐτή εἶναι ἡ μόνη ὁδός γιά νά φυλάξουμε ἐγώ καί ἐσύ καί κάθε ἄνθρωπος τήν ψυχή μας ἀπό τήν κόλαση, ἀπό τήν καταστροφή, ἀπό τόν διάβολο, ἀπό κάθε κακό, ἀπό τά αἰώνια βάσανα, νά βροῦμε μέσα μας ἐκείνη τήν θεοειδῆ ψυχή, ἐκείνη τήν θεϊκή ψυχή, τήν ὁποία ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε. Θεοειδής ψυχή! –Ποῦ εἶναι ἄραγε; –Στόν Χριστό. Ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά μᾶς εἰπῇ: Νά, ἔτσι πρέπει νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἐκεῖνος, ὁ Θεός, ἔγινε ἄνθρωπος. Ἐκεῖνος, ὁ Θεός, ἔδειξε στόν ἑαυτό Του τό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ.

Ἐμεῖς εἴμαστε πλασμένοι κατ’ Εἰκόνα Θεοῦ. Ὀφείλουμε νά ζοῦμε σύμφωνα μέ αὐτήν. Τί εἶναι ὁ νοῦς μας; Εἰκόνα τοῦ νοῦ τοῦ Χριστοῦ, τοῦ νοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἡ δική μας ὑποχρέωσις εἶναι νά κάνουμε τόν νοῦ μας ὅμοιο μέ τόν νοῦ τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή νά χριστοποιήσουμε ὅλο τόν νοῦ μας καί νά μποροῦμε νά ποῦμε μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο: «ἡμεῖς νοῦν Χριστοῦ ἔχομεν» (Α΄ Κορ. β΄ 16).

Ἀλλά μέχρι νά ταυτίσουμε τό θέλημά μας μέ τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ, τό δικό μας θέλημα πάντα περιπλανιέται, εἶναι πάντα ἀδύνατο, πάντα σκοντάφτει καί βυθίζεται στήν ἁμαρτία. Ἐάν ἔχουμε τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό ὡς τό αἰώνιο πρότυπό μας, τό αἰώνιο ὅραμά μας, τότε ταυτίζουμε τόν ἑαυτό μας μέ τό δικό Του θέλημα. Τότε λέμε: δέν θέλω νά γίνῃ τό θέλημά μου, ἀλλά τό δικό Σου (Κύριε).

Πάτερ ἡμῶν, γενηθήτω τό θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς. Ὅταν ἐμεῖς, τηρώντας τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, θέλουμε νά θεραπεύσουμε τό θέλημά μας ἀπό ὅλες τίς ἀδυναμίες, ἀπό ὅλες τίς ἀρρώστειες του, ἀπό ὅλο τόν θάνατό του, στήν πραγματικότητα θεραπεύουμε τόν ἑαυτό μας ἀπό κάθε ἁμαρτία καί ἐξορίζουμε ἀπό τόν ἑαυτό μας κάθε τι ἐφάμαρτο. Ναί!

Ὅσο ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος ἐπιποθεῖ τόν Θεό, ὅσο στ’ ἀλήθεια ἀγωνίζεται νά ἀπαρνηθῇ τόν ἑαυτό του καί νά ἀκολουθῇ τόν Χριστό, νά σηκώνῃ τόν Σταυρό, νά σηκώνῃ τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, τότε ἀληθινά λαμβάνει ἀπό τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό τήν θεία δύναμι. Διότι, ὅπως ἔχει λεχθῆ, ὁ Σταυρός «ἡμῖν τοῖς σῳζομένοις δύναμις Θεοῦ ἐστι» (Α΄ Κορ. α΄ 18). Ἡμῖν, γιά μένα καί γιά σένα καί γιά κάθε ἄνθρωπο.

Ὅταν ἀποφασίσῃς νά βιάσῃς τόν ἑαυτό σου νά σηκώσῃς τόν σταυρό σου, νά! ἐσύ τήν ἴδια στιγμή λαμβάνεις θεία δύναμι. Αὐτή τήν δύναμι τήν δίνει ὁ Κύριος, γιά νά μπορέσῃς νά νικήσῃς κάθε ἁμαρτία μέσα σου, νά μπορέσῃς νά νικήσῃς κάθε κακό, κάθε κακή συνήθεια, νά μπορέσῃς νά παιδαγωγήσῃς τήν γλῶσσα σου νά μή λέγῃ ἄπρεπα λόγια, νά παιδαγωγήσῃς τό μάτι σου νά μή βλέπῃ ἐκεῖνα πού δέν πρέπει νά βλέπῃ. Ὅλη ἡ ζωή σου νά γίνῃ χριστοειδής. Χάριν τίνος; Χάριν τοῦ Χριστοῦ. Γιά νά ἐγκατοικίσῃς τόν Χριστό μέσα σου!

Νά, αὐτός εἶναι ὁ σκοπός μας, αὐτό εἶναι τό ὅραμά μας, αὐτό εἶναι ἡ ἀνάπαυσις καί ἡ εἰρήνη καί ὁ αἰώνιος παράδεισος τῆς ψυχῆς μας, κάθε ἀνθρώπινης ψυχῆς. Χωρίς τόν Χριστό ἡ ἀνθρώπινη ψυχή δέν εἰρηνεύει… Ἡ δική μας ὁδός, ἡ ὁδός τῶν Ἁγίων καί τῆς νηστείας, εἶναι βία στόν ἑαυτό μας νά πράττωμε κάθε ἀγαθό, διηνεκής βία τοῦ ἑαυτοῦ μας πρός κάθε καλό. Διότι ἡ φύσις μας δέν θέλει τό καλό. Ἐκείνη κλίνει στό κακό. Ἐσύ ὅμως βίασε τόν ἑαυτό σου νά πνίγῃς κάθε κακό πού ὑπάρχει μέσα σου.

Ὁ Κύριος θά σοῦ δώσῃ τήν δύναμι τῆς Ἀναστάσεως, γιά νά κάνῃς πραγματικά κάθε καλό. Νά σηκώνουμε τόν σταυρό μας, νά χριστοποιοῦμε τόν ἑαυτό μας καί νά προσέχουμε ὅτι νηστεία δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τό νά ἀντικαταστήσουμε τόν ἑαυτό μας μέ τόν Χριστό, τόν Θεό μας. Μέσῳ κάθε ἀρετῆς ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἀντικαθιστᾷ τόν ἑαυτό του μέ τόν Θεό, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Διότι, «θεός ἡ ἀρετή», ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος. Καί αὐτή ἡ θεία δύναμις εἶναι πιό δυνατή ἀπό αὐτόν ἐδῶ τόν κόσμο, αὐτή ἡ δύναμις μᾶς χαρίσθηκε γιά νά ὑπερνικοῦμε κάθε κακό, νά ὑπερνικοῦμε κάθε ἁμαρτία, κάθε διαβολική δύναμι.

Βίασε τόν ἑαυτό σου σέ κάθε καλό καί ὁ Ἀγαθός Κύριος θά σοῦ δώσῃ τήν δύναμι τῆς Ἀναστάσεως, ὥστε νά πορεύσεσαι ἀπό τήν μεγαλύτερη θλίψι στήν μικρότερη καί ἀπό τήν μικρότερη χαρά στήν μεγαλύτερη χαρά. Νά βαδίζουμε ὅλοι πρός τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἕως ὅτου μπορέσουμε νά ποῦμε μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ καί ἐμεῖς: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, δέν ζῶ πλέον ἐγώ· ἐσύ ζῆς μέσα μου διά τῶν ἁγίων Μυστηρίων καί τῶν ἁγίων ἀρετῶν. Σέ Ἐσένα ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ εὐχαριστία, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς: Ομιλία εις τον Τίμιο και Ζωοποιό Σταυρό

Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς:
Ομιλία εις τον Τίμιο και Ζωοποιό Σταυρό

Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς

Απόσπασμα από την ομιλία

Ο ίδιος ο Κύριος, για τον οποίο και δια του οποίου έγιναν τα πάντα, δεν έλεγε πριν από τον Σταυρό, «όποιος δεν παίρνει τον σταυρό του για να με ακολουθήση, δεν είναι άξιός μου» (Ματθ. 10, 38); Βλέπετε ότι και πριν εμπηχθή, ο Σταυρός ήταν που έσωζε;

Αλλά και όταν ο Κύριος προέλεγε καθαρά στους μαθητάς το πάθος του και τον θάνατο δια του Σταυρού, ο δε Πέτρος μη υποφέροντας να τ’ ακούση και γνωρίζοντας ότι αυτός έχει εξουσία τον παρακαλούσε, «έλεος σ’ εσένα, Κύριε, δεν θα σου συμβή τούτο» (Ματθ. 16, 22), αυτόν μεν ο Κύριος τον επετίμησε, διότι στο θέμα τούτο συλλογιζόταν ανθρωπίνως και όχι θείως· αφού δε προσκάλεσε τον όχλο μαζί με τους μαθητάς του τους είπε· «όποιος θέλει να έλθη οπίσω μου, ας απαρνηθή τον εαυτό του, ας σήκωση τον σταυρό του και ας με ακολουθήση· διότι όποιος θέλει να σώση την ψυχή του, θα την χάση, όποιος δε χάση την ψυχή εξ αιτίας εμού και του ευαγγελίου, αυτός θα την σώση» (Ματθ. 16, 25).

Προσκαλεί βέβαια και τον όχλο μαζί με τους μαθητάς και τότε διαμαρτύρεται και παραγγέλλει αυτά τα μεγάλα και υπερφυή φρονήματα, τα πραγματικά όχι ανθρώπινα αλλά θεία, για να δείξη ότι δεν απαιτεί αυτές τις προσπάθειες μόνο από τους εκλεκτούς μαθητάς, αλλά και από κάθε άνθρωπο που πιστεύει σ’ αυτόν. Ν’ ακολουθή τον Χριστό σημαίνει να ζη κατά το ευαγγέλιό του παρουσιάζοντας κάθε αρετή και ευσέβεια. Ν’ απαρνήται τον εαυτό του αυτός που θέλει ν’ ακολουθήση και να σηκώνη τον σταυρό του, σημαίνει να μη λυπήται τον εαυτό του όταν το απαιτή ο καιρός, αλλά να είναι έτοιμος για τον ατιμωτικό θάνατο υπέρ της αρετής και της αληθείας των θείων δογμάτων. Τούτο δε, το ν’ αρνηθή κανείς τον εαυτό του και να παραδοθή σ’ έσχατη ατιμία και θάνατο, αν και είναι μέγα και υπερφυές, δεν είναι παράλογο· διότι οι βασιλείς της γης δεν θα εδέχονταν ποτέ, όταν μάλιστα μεταβαίνουν σε πόλεμο, να τους ακολουθήσουν άνθρωποι που δεν είναι έτοιμοι να πεθάνουν γι’ αυτούς. Πού λοιπόν είναι το αξιοθαύμαστο, εάν και ο βασιλεύς των ουρανών, αφού επεδήμησε στη γη κατά την επαγγελία του, τέτοιους ακολούθους ζητεί προς αντιμετώπισι του κοινού εχθρού του γένους; Αλλά οι μεν βασιλείς της γης δεν μπορούν να αναζωώσουν τους φονευθέντας στον πόλεμο ούτε ν’ ανταποδώσουν κάτι ταιριαστό στους πρωταγωνιστάς από αυτούς· τί θα μπορούσε τάχα να λάβη από αυτούς κάποιος που δεν ζη πλέον; Αλλά και γι’ αυτούς, αν ο θάνατος είναι υπέρ ευσεβών, η ελπίς είναι στον Κύριο· έτσι δε ο Κύριος ανταποδίδει ζωή αιώνια σ’ αυτούς που επρωτοστάτησαν στο να τον ακολουθούν.

Και οι μεν βασιλείς της γης ζητούν από τους ακολούθους των να είναι έτοιμοι προς θάνατο, ο δε Κύριος τον μεν εαυτό του έδωσε σε θάνατο υπέρ ημών, σ’ εμάς δε παραγγέλλει να είμαστε έτοιμοι για θάνατο όχι υπέρ αυτού αλλά υπέρ ημών των ιδίων. Και δεικνύοντας τούτο, ότι ο θάνατος είναι υπέρ των εαυτών μας, προσθέτει, «όποιος θέλει να σώση την ψυχή του θα την χάση και όποιος την χάση εξ αιτίας εμού και του ευαγγελίου, αυτός θα την σώση» (Μάρκ. 8, 35). Τί σημαίνει τούτο, όποιος θέλη να την σώση, θα την χάση, και όποιος θα την χάση, θα την σώση; Διπλός είναι ο άνθρωπος, ο εκτός, δηλαδή το σώμα, και ο εντός μας, δηλαδή η ψυχή. Όταν λοιπόν ο εκτός από εμάς άνθρωπος παραδώση τον εαυτό του στον θάνατο, χάνει την ψυχή του που χωρίζεται από αυτόν· αυτός λοιπόν που την έχασε έτσι υπέρ του Χριστού και του ευαγγελίου, πραγματικά θα την σώση και θα την κερδίση, προξενώντας σ’ αυτήν ζωή ουράνια και αιώνια και παραλαμβάνοντάς την κατά την ανάστασι σ’ αυτήν την κατάστασι, ενώ δι’ αυτής θα φανή και αυτός ουράνιος και αιώνιος, ακόμη και στο σώμα. Ο φιλόζωος όμως που δεν είναι έτσι έτοιμος να χάση τη ζωή, διότι αγαπά τον πρόσκαιρο τούτον αιώνα και τα πράγματα του αιώνος τούτου, θα ζημιώση την ψυχή του στερώντας την, την πραγματική ζωή και θα την χάση, παραδίδοντάς την, αλλοίμονο, στην αιώνια κόλασι μαζί του. Αυτόν θρηνώντας κατά κάποιον τρόπο και ο πανοικτίρμων Δεσπότης και δεικνύοντας το μέγεθος του δεινού, λέγει, «τί θα ωφελήση τον άνθρωπο, αν κερδίση όλον τον κόσμο, αλλά χάση την ψυχή του; Ή τί μπορεί να δώση ο άνθρωπος αντάλλαγμα για την ψυχή του;» (Μάρκ. 8, 36). Διότι δεν πρόκειται να κατεβή μαζί του η δόξα του ούτε τίποτε άλλο από αυτά που φαίνονται πολύτιμα και τερπνά στον αιώνα τούτο, τα οποία προέκρινε από τον σωτηριώδη θάνατο. Τί δε μεταξύ αυτών θα μπορούσε να ευρεθή αντάλλαγμα της λογικής ψυχής, της οποίας δεν είναι ισάξιος όλος αυτός ο κόσμος;

Εάν λοιπόν και τον κόσμο όλον ημπορούσε να κερδίση ένας άνθρωπος, αδελφοί, τούτο δεν θα πρόσφερε σ’ αυτόν κανένα όφελος, εφ’ όσον θα έχανε την ψυχή του· πόσο είναι το κακό, αφού ο καθένας μόνο ελάχιστο πολλοστημόριο απ’ αυτόν τον κόσμο μπορεί ν’ αποκτήση, αν με την προσπάθεια για το ελάχιστο τούτο χάση την ψυχή του, μη επιθυμώντας να σήκωση τον τύπο και το λόγο του Σταυρού και ν’ ακολουθήση τον δοτήρα της ζωής; Διότι σταυρός είναι και ο προσκυνητός τύπος και ο λόγος του τύπου τούτου.

Αλλ’ επειδή προηγήθηκε ο λόγος και το μυστήριο αυτού του τύπου, κι’ εμείς σήμερα θα εξηγήσωμε τούτο προηγουμένως προς την αγάπη σας. Μάλλον δε πριν από μας εξήγησε και τούτο ο Παύλος· ο Παύλος που καυχάται στον Σταυρό, που φρονεί ότι δεν γνωρίζει τίποτε έκτος από τον Κύριο Ιησού, κι’ αυτόν εσταυρωμένον. Τί λέγει λοιπόν εκείνος; Σταυρός είναι το να σταυρώσωμε την σάρκα μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες (Γαλ. 5, 24). Νομίζετε ότι είπε τούτο μόνο για την τρυφή και τα υπογάστρια; Πώς τότε γράφει στους Κορινθίους ότι, «επειδή υπάρχουν έριδες ανάμεσά σας, είσθε ακόμη σαρκικοί και περιπατείτε κατά το ανθρώπινο φρόνημα» (Α’ Κορ. 3, 3); Ώστε και αυτός που αγαπά δόξα ή χρήματα, ή απλώς θέλει να επιβάλη το θέλημά του και προσπαθεί έτσι να νικήση, είναι σαρκικός και περιπατεί κατά την σάρκα. Γι’ αυτά ακριβώς δημιουργούνται και οι έριδες, όπως λέγει και ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος· «από πού προέρχονται οι μεταξύ σας πόλεμοι και μάχες; Δεν προέρχονται από εδώ, δηλαδή από τις ηδονές σας που αγωνίζονται μέσα στα μέλη σας; Αγωνίζεσθε αλλά δεν μπορείτε να επιτύχετε, μάχεσθε και πολεμείτε» (Ιακ. 4, 1). Τούτο λοιπόν είναι το να σταυρώση την σάρκα μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες, το να καταστή ο άνθρωπος αδρανής προς κάθε τι που απαρέσκει στον Θεό. Εάν δε και το σώμα τον ταλαιπωρή και τον στενοχωρή, πρέπει ο καθένας να το ανεβάζει εναγωνίως προς το ύψος του Σταυρού. Τί θέλω να ειπώ; Ο Κύριος, όταν ήλθε επί της γης, έζησε βίον ακτήμονα, και δεν έζησε μόνο, αλλά και εκήρυξε λέγοντας, «όποιος δεν αποτάσσεται από όλα τα υπάρχοντά του, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου» (Λουκά 14. 33).

Αλλά κανείς, παρακαλώ, αδελφοί, ας μη δυσανασχετή, όταν ακούη που διακηρύσσομε ανόθευτο το θέλημα του Θεού, το αγαθό και ευάρεστο και τέλειο, μήτε να δυσαρεστηθή νομίζοντας δυσκολοκατόρθωτα τα παραγγέλματα· αλλά πρώτο μεν να αντιλαμβάνεται εκείνο, ότι η βασιλεία των ουρανών είναι βιαστή και βιασταί την αρπάζουν, και ν’ ακούη τον κορυφαίο των Αποστόλων του Χριστού Πέτρο, ότι «ο Χριστός έπαθε για χάρι μας, αφήνοντας σ’ εμάς υπογραμμό, για ν’ ακολουθήσωμε τα ίχνη του» (Α’ Πέτρ. 2, 21). Έπειτα να συλλογίζεται επίσης και τούτο, ότι ο καθένας, αφού κατανοήση αληθινά πόσα οφείλει στον Δεσπότη, όταν δεν μπορή ν’ ανταποδώση το παν, το ένα μέρος να το προσφέρη με μετριοφροσύνη, όσο μπορεί και προαιρείται, ως προς δε το μέρος πάλι που ελλείπει να ταπεινώνεται εμπρός του και ελκύοντας την συμπάθεια δια της ταπεινώσεως αυτού του είδους αναπληρώνει την έλλειψι. Εάν λοιπόν κανείς βλέπη τον λογισμό του να ορέγεται πλούτο και πολυκτημοσύνη, ας γνωρίζη ότι ο λογισμός αυτός είναι σαρκικός, και γι’ αυτό κινείται έτσι· αντιθέτως ο προσηλωμένος στον Σταυρό δεν μπορεί να κινήται προς κάτι τέτοιο. Είναι γι’ αυτό ανάγκη να τον ανεβάσωμε τον λογισμό στο ύψος του Σταυρού, για να μη ρίψη ο ίδιος τον εαυτό του κάτω και χωρισθή από τον σταυρωθέντα σ’ αυτόν Χριστό.

Πώς λοιπόν θ’ αρχίση να τον ανεβάζη στο ύψος του Σταυρού; Ελπίζοντας στον Χριστό, τον χορηγό και τροφέα του σύμπαντος, ας απόσχη από κάθε πόρο που προέρχεται από αδικία, το δε εισόδημα που έχει από δίκαιο πορισμό, χωρίς να προσκολλάται πολύ ούτε σ’ αυτό, ας το χρησιμοποιή καλά, καθιστώντας όσο είναι δυνατό κοινωνούς σ’ αυτό τους πτωχούς. Η εντολή διατάσσει ν’ αρνήται κανείς το σώμα και να σηκώνη τον σταυρό του· και το έχουν μεν το σώμα οι φίλοι του Θεού και ζώντες κατά τον Θεό, αλλά αν δεν είναι πολύ προσδεδεμένοι σ’ αυτό, το χρησιμοποιούν ως συνεργό στα αναγκαία, αν δε το καλέση ο καιρός, είναι έτοιμοι να το προδώσουν και αυτό. Το ίδιο συμβαίνει και με τα σωματικά κτήματα και μέσα· ενεργώντας κανείς κατά τον ίδιο τρόπο, αν δεν μπορή να κάμη τίποτε μεγαλύτερο, καλώς και θεαρέστως πράττει. Βλέπει κανείς πάλι μέσα του να κινήται βιαιότερα ο λογισμός της πορνείας; Αυτός ας γνωρίζη ότι δεν έχει ακόμη σταυρώσει τον εαυτό του. Πώς λοιπόν θα τον σταυρώση; Ας αποφεύγη τις περίεργες θέες των γυναικών, καθώς και τις αταίριαστες προς αυτές συνήθειες και τις άκαιρες συνομιλίες, ας μειώνη τις τροφές που ενισχύουν το πάθος, ας απέχη από την πολυποσία, από την οινοφλυγία, την αδηφαγία, την πολυϋπνία· ας αναμιγνύη την ταπεινοφροσύνη με αυτήν την αποχή των παθών, επικαλούμενος με συντριβή καρδίας τον Θεό κατά του πάθους· τότε θα ειπή και αυτός, «είδα τον ασεβή να υπερυψώνεται και ν’ ανεβαίνη σαν οι κέδροι του Λιβάνου, και προσπέρασα δια της εγκρατείας, και δεν ήταν εκεί, και τον ανεζήτησα δια της προσευχής με ταπείνωσι, και δεν ευρέθηκε σε μένα ο τόπος του» (Ψαλμ. 36, 35 ε. ερμηνευτική απόδοσις).

Πάλι, ενοχλεί ο λογισμός της φιλοδοξίας; Εσύ στη σύγκλητο και στην συνεδρίασι να ενθυμήσαι την γι’ αυτό συμβουλή του Κυρίου στα ευαγγέλια· στις συνομιλίες να μη ζητής να υπερέχης των άλλων, τις αρετές, αν έχης, να τις ασκής μόνο στα κρυφά, αποβλέποντας μόνο προς τον Θεό και από αυτόν μόνο βλεπόμενος και ο Πατέρας σου που βλέπει στα κρυφά θα σου το ανταποδώση στα φανερά (Ματθ. 6, 6). Εάν δε και μετά την αποκοπή κάθε πάθους πάλι σ’ ενοχλή ο εσωτερικός λογισμός, να μη φοβηθής· διότι σου γίνεται πρόξενος στεφάνων, επειδή δεν πείθει με τις ενοχλήσεις του ούτε ενεργεί, αλλ’ είναι κίνημα νεκρό, νικημένο από τον αγώνα σου κατά Θεόν.

Τέτοιος είναι ο λόγος του Σταυρού, ως τέτοιος δε, όχι μόνο στους προφήτες πριν συντελεσθή, αλλά και τώρα μετά την τέλεσί του, είναι μυστήριο μέγα και πραγματικά θείο. Πώς; Διότι φαινομενικώς μεν παρουσιάζεται να προξενή ατίμωσι στον εαυτό του αυτός που εξευτελίζει τον εαυτό του και τον ταπεινώνει σε όλα, και πόνο και οδύνη αυτός που αποφεύγει τις σωματικές ηδονές, και αυτός που δίδει τα υπάρχοντα καθίσταται αίτιος πτωχείας στον εαυτό του· αλλά δια της δυνάμεως του Θεού αυτή η πτωχεία και η οδύνη και η ατιμία γέννα δόξα αιώνια και ηδονή ανέκφραστη και πλούτο ανεξάντλητο, τόσο στον παρόντα όσο και στον μέλλοντα εκείνον κόσμο. Εκείνους δε που δεν πιστεύουν σ’ αυτόν και δεν επιδεικνύουν δι’ έργων την πίστι ο Παύλος τους τοποθετεί δίπλα στους αφανιζομένους, και σ’ αυτούς τους ειδωλολάτρες μάλιστα. Διότι λέγει, «κηρύσσομε Χριστόν εσταυρωμένο, που είναι στους Ιουδαίους μεν σκάνδαλο λόγω της απιστίας των προς το σωτηριώδες πάθος, στους Έλληνες δε μωρία, διότι δεν προτιμούν τίποτε άλλο εκτός από τα πρόσκαιρα λόγω της απιστίας προς τις θείες επαγγελίες οπωσδήποτε· σ’ εμάς δε τους προσκεκλημένους Θεού δύναμις και Θεού σοφία» (Α’ Κορ. 1, 23).

Τούτο λοιπόν είναι η σοφία και δύναμις του Θεού, το να νικήση δι’ ασθενείας, το να υψωθή δια ταπεινώσεως, το να πλουτήση δια πτώχειας. Όχι μόνο δε ο λόγος και το μυστήριο του Σταυρού, αλλά και ο τύπος είναι θείος και προσκυνητός, διότι είναι σφραγίς ιερά, σωστική και σεβαστή, αγιαστική και τελεστική των υπερφυών και απορρήτων αγαθών που ενεργήθηκαν στο γένος των ανθρώπων από τον Θεό, αναιρετική κατάρας και καταδίκης, καθαιρετική φθοράς και θανάτου, παρεκτική αϊδίου ζωής και ευλογίας, σωτηριώδες ξύλο, βασιλικό σκήπτρο, θείο τρόπαιο κατά ορατών και αοράτων εχθρών, έστω και αν οι οπαδοί των αιρετικών φρενοβλαβώς δυσαρεστούνται. Αυτοί οι τελευταίοι δεν επέτυχαν την αποστολική ευχή, ώστε να κατορθώσουν να καταλάβουν μαζί με όλους τους αγίους, τι είναι το πλάτος και το μήκος, το ύψος και το βάθος· ότι ο Σταυρός του Κυρίου παριστάνει όλη την οικονομία της σαρκικής παρουσίας και περικλείει όλο το κατ’ αυτήν μυστήριο, εκτείνεται προς όλα τα πέρατα και περιλαμβάνει όλα, τα άνω, τα κάτω, τα γύρω, τα ενδιάμεσα. Προβάλλοντας δε κάποια πρόφασι, για την οποία έπρεπε κι’ αυτοί, αν είχαν νου, να τον προσκυνούν μαζί μας, αποτροπιάζονται το σύμβολο του βασιλέως της δόξης, το οποίο κι’ ο ίδιος ο Κύριος ονομάζει φανερώς ύψος και δόξα του, όταν επρόκειτο ν’ ανεβή σ’ αυτό· κατά την μέλλουσα δε παρουσία κι’ επιφάνειά του προαναγγέλλει ότι θα έλθη το σημείο τούτου του Υιού του ανθρώπου με πολλή δύναμι και δόξα.

Αλλά, λέγουν· σ’ αυτό προσηλωμένος επέθανε ο Χριστός και γι’ αυτό δεν ανεχόμαστε να βλέπωμε το σχήμα και το ξύλο στο οποίο έχει θανατωθή. Το δε εναντίον μας χρεώγραφο, που συντάχθηκε δια της παρακοής μας ως προς το ξύλο, με το άπλωμα του χεριού του προπάτορος, σε τί προσηλώθηκε και με τί πράγμα έφυγε από τη μέση και αφανίσθηκε κι’ έτσι επανήλθαμε στην ευλογία από τον Θεό; Με τί δε ο Χριστός απέβαλε και απεμάκρυνε τελείως τις αρχές και τις εξουσίες των πνευμάτων της πονηρίας, οι οποίες επεβλήθηκαν στην φύσι μας από το ξύλο της παρακοής, και τις κατήσχυνε θριαμβευτικώς και έτσι εμείς ανακτήσαμε την ελευθερία; Με τί ελύθηκε το μεσότοιχο και καταργήθηκε κι’ εθανατώθηκε η προς τον Θεό έχθρα μας και δια μέσου τίνος συνδιαλλαγήκαμε με τον Θεό κι’ εδιδαχθήκαμε την προς αυτόν ειρήνη; όχι στον Σταυρό και δια του Σταυρού; Ας ακούσουν τον απόστολο, που στους μεν Εφεσίους γράφει, «ο Χριστός είναι η ειρήνη σας, αυτός που έλυσε το μεσότοιχο του φραγμού, για να οικοδομήση μέσα του τους δύο σ’ ένα νέον άνθρωπο, επιβάλλοντας ειρήνη, και για να συνδιαλλάξη και τους δύο σ’ ένα σώμα με τον Θεό δια του Σταυρού, φονεύοντας την έχθρα που είναι σ’ αυτόν (Εφ. 2, 14-16). Προς τους Κολοσσαείς δε γράφει, «ενώ ήσαστε νεκροί από τα παραπτώματα και την ακροβυστία της σάρκας σας εζωοποίησε μαζί του, χαρίζοντάς σας όλα τα παραπτώματα, εξαλείφοντας το χειρόγραφο που περιείχε τις εναντίον μας αποφάσεις, σηκώνοντάς το από τη μέση και καρφώνοντάς το στον Σταυρό· ξεγυμνώνοντας δε τις αρχές και τις εξουσίες, τις διεπόμπευσε δημοσία θριαμβεύοντάς τες επάνω στο Σταυρό» (Κολ. 2, 13).

Δεν θα τιμήσωμε λοιπόν εμείς και δεν θα χρησιμοποιήσουμε το θείο τούτο τρόπαιο της κοινής ελευθερίας του γένους, το οποίο και μόνο με τη θέα του τον μεν αρχέκακο όφι φυγαδεύει και διαπομπεύει και καταισχύνει, διακηρύσσοντας την ήττα και την συντριβή του, δοξάζει δε και μεγαλύνει τον Χριστό, επιδεικνύοντας στον κόσμο τη νίκη του; Και όμως, αν ο Σταυρός είναι παραβλεπτέος, διότι σ’ αυτόν υπέμεινε τον θάνατο ο Χριστός, ούτε ο θάνατός του δεν πρέπει να είναι σεβαστός και σωτήριος· πώς λοιπόν κατά τον απόστολο εβαπτισθήκαμε στον θάνατό του (Ρωμ. 6, 3); Πώς δε θα συμμετάσχωμε και στην ανάστασί του, αν βέβαια εγίναμε σύμφυτοι με τον θάνατό του (Ρωμ. 6, 5); Βέβαια, αν κανείς προσκυνούσε σχήμα σταυρού που δεν έφερε επιγεγραμμένο το δεσποτικό όνομα, δικαίως θα κατηγορείτο ότι πράττει κάτι ανάρμοστο. Επειδή δε «στο όνομα του Ιησού Χριστού θα καμφθούν όλα τα γόνατα, των επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων» (Ψαλμ. 131, 7), τούτο δε το προσκυνητό όνομα επιφέρει ο Σταυρός, πόσο παράφρον δεν θα ήταν να μη γονατίζωμε στον Σταυρό του Χριστού;

Αλλ’ εμείς, κλίνοντας μαζί με τα γόνατα και τις καρδιές, εμπρός, ας προσκυνήσωμε μαζί με τον ψαλμωδό και προφήτη Δαβίδ (Ψαλμ. 131, 7) στον τόπο όπου εστάθηκαν τα πόδια του και όπου εξαπλώθηκαν τα χέρια που συνέχουν το σύμπαν και όπου ετεντώθηκε για μας το ζωαρχικό σώμα, και, προσκυνώντας και ασπαζόμενοι αυτόν με πίστι, ας παίρνωμε πλούσιον τον από εκεί αγιασμό και ας τον φυλάττωμε. Έτσι και κατά την υπερένδοξη μέλλουσα παρουσία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού, βλέποντάς τον να προηγήται λαμπρώς, θα αγαλλιάζωμε και θα χοροπηδούμε διαπαντός, διότι επετύχαμε την από τα δεξιά θέσι και την υπεσχημένη μακαρία φωνή και ευλογία, σε δόξα του σαρκικώς σταυρωθέντος για μας Υιού του Θεού.

Διότι σ’ αυτόν πρέπει δοξολογία μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.

Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς: Ὁμιλία εἰς τὴν Β΄ Κυριακὴ Νηστειῶν

Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς:
Ὁμιλία εἰς τὴν Β΄ Κυριακὴ Νηστειῶν

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς

Ἡ (νηστεία εἶναι) ὁδός, μέ τήν ὁποία ἐσύ καί ἐγώ βαδίζουμε πρός τήν Ἀνάστασι. Τήν ἀνάστασι τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς. Ναί. Καί ἐσύ καί ἐγώ. Γι’ αὐτό ἡ νηστεία εἶναι θαυμαστή.

Γιατί εἶναι ἕνας δρόμος. Γιά ποῦ; Γιά τήν Ἀνάστασι. Καί λοιπόν, αὐτό τί σημαίνει; Σημαίνει Ἀνάστασι – νίκη κατά τοῦ θανάτου· Ἀνάστασι – νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας· Ἀνάστασι – νίκη κατά τοῦ διαβόλου. Αὐτό εἶναι ἡ νηστεία!

Σέ ἕνα θαυμάσιο στιχηρό αὐτῶν τῶν ἡμερῶν ψάλλαμε καί προσευχηθήκαμε: «Ἀκολουθήσωμεν τῷ διά νηστείας ἡμῖν, τήν κατά τοῦ διαβόλου νίκην ὑποδείξαντι, Σωτῆρι, τῶν ψυχῶν ἡμῶν» (Πέμπτη Α΄ Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, Ἀπόστιχα Ἑσπερινοῦ).

Νηστεία – νίκη κατά τοῦ διαβόλου. Νά ἡ καλή εἴδησι, πού ὁ Κύριος μᾶς ἔφερε. Θέλεις νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας; Θέλεις νίκη κατά τοῦ ἐφευρέτου τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ ἰδίου τοῦ διαβόλου; Ὁρίστε, ἡ νηστεία –λέγει ὁ Σωτήρ.

Ναί, μέ τήν νηστεία ἐσύ γίνεσαι ὁ μεγαλύτερος νικητής σέ αὐτόν τόν κόσμο. Ποιός νίκησε τόν διάβολο, ποιός, ἐκτός ἀπό τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό; Κανένας ἄλλος. Γι’ αὐτό, Αὐτός εἶναι ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου, διότι μόνο Αὐτός εἶναι Θεός, πιό ἰσχυρός ἀπό τόν διάβολο. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι πιό ἀνίσχυρα ἀπό αὐτόν. Καί ἐμεῖς, ἀκολουθώντας Τον, στήν πραγματικότητα ἀκολουθοῦμε τόν Νικητή πού μᾶς δίνει πάντοτε τήν νίκη κατά τοῦ διαβόλου, κατά τοῦ κάθε διαβόλου πού μᾶς ἐπιτίθεται γιά νά μᾶς νικήσῃ καί νά μᾶς ρίξῃ στήν ἁμαρτία. Σέ τί, δηλαδή; Στόν θάνατο.

Ὕπαρξις ἀθάνατη. Αὐτό εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Κύριος ἦλθε στόν γήινο κόσμο μας, γιά νά νικήσῃ τήν ἁμαρτία μας· γιά νά μᾶς δώσῃ τήν δύναμι, τά μέσα, νά κάνουμε καί ἐμεῖς τό ἴδιο, νά κάνουμε τό ἴδιο μαζί Του, ὁδηγούμενοι ἀπό Αὐτόν, ἀκολουθώντας Τον.

Τί εἶναι οἱ ἀνθρώπινες νίκες; Τίποτε. Ὅλες οἱ ἀνθρώπινες νίκες, ἄν δέν νικοῦν τόν θάνατο, εἶναι ἧττες. Τί εἶναι ὅλες οἱ νίκες, τίς ὁποῖες πολλοί βασιλιάδες καί ἰσχυροί αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἐπέτυχαν καί ἐπιτυγχάνουν; Τί εἶναι οἱ εὐρωπαϊκοί πόλεμοι: πρῶτος, δεύτερος, τρίτος, δέκατος καί πεντηκοστός; Τί εἶναι; Εἶναι ἧττες, ἧττα μετά τήν ἧττα. Δέν εἶναι νίκες. Οἱ ἄνθρωποι σκοτώνουν, ἐπενόησαν τόν πόλεμο καί τούς φόνους σάν μέσο, γιά νά νικήσουν τό κακό σ’ αὐτόν τόν κόσμο.

Μόνο ὁ Θεός καί ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ μποροῦν νά νικήσουν τό κακό σέ αὐτόν τόν κόσμο. Μόνο ὁ Θεός καί ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ μποροῦν νά νικήσουν τόν δημιουργό κάθε κακοῦ καί κάθε ἁμαρτίας, τόν διάβολο. Ὁ Θεός ἔδωσε αὐτές τίς θεῖες δυνάμεις σέ κάθε ἕναν ἀπό ἐμᾶς, γιά νά νικᾶμε καί ἐμεῖς σάν λογικά ἀνθρώπινα ὄντα, σάν λογικά ὄντα τοῦ Θεοῦ, τό κακό· νά νικᾶμε τόν διάβολο μέ τήν δύναμι τοῦ Θεοῦ.

Ἰδού ἡ ἁγία νηστεία, ἰδού ἡ ἁγία προσευχή. Τί εἶναι αὐτές; Αὐτές εἶναι οἱ θεῖες δυνάμεις, τίς ὁποῖες ὁ Κύριος ἄφησε καί ἔδωσε στήν Ἐκκλησία Του, ὥστε ἐμεῖς, κάθε ἕνας ἀπό ἐμᾶς, νά νικοῦμε τόν διάβολο ἐπιγράφοντας σέ ἐμᾶς τούς ἴδιους τήν νίκη, νά νικοῦμε γιά ἐμᾶς τούς ἴδιους. Νά νικοῦμε τήν ἁμαρτία ὄχι χάριν τοῦ ἄλλου, ἀλλά χάριν ἡμῶν τῶν ἰδίων. Διότι, νά ξέρῃς, ἡ κάθε ἁμαρτία σου εἶναι πολεμιστής τοῦ διαβόλου. Κάθε ἁμαρτία πού ἐσύ ἀγαπᾶς, πού κρατᾶς μέσα σου –φανερά ἤ κρυφά, τό ἴδιο κάνει– εἶναι τό δόρυ τοῦ διαβόλου, ἀήττητο φοβερό ὅπλο. Ἀήττητο βέβαια ὅσο δέν ἀποτραβιέσαι ἀπό αὐτήν καί ὅσο δέν νοιώθεις ὅτι ἡ ἁμαρτία πού κάνεις, στήν πραγματικότητα σέ θανατώνει, σέ κάνει νά αὐτοκτονῇς, ὅποια καί ἄν εἶναι ἡ ἁμαρτία. Τό μίσος π.χ., σέ κάνει νά αὐτοκτονῇς. Ὁ θυμός, ἡ σκληροκαρδία, ἡ φιλαργυρία, ὅλα αὐτά εἶναι ὅπλα, φοβερά ὅπλα τοῦ διαβόλου, τά ὁποῖα σοῦ δίνει στά χέρια καί ἐσύ σκοτώνεις τόν ἑαυτό σου.

Ὁ διάβολος δέν μπορεῖ νά ἀναγκάσῃ κανέναν ἀπό ἐμᾶς νά ἁμαρτήσῃ. Μπορεῖ μόνο νά προτείνῃ τήν ἁμαρτία. Μπορεῖ νά σοῦ προσφέρῃ τό ξίφος γιά νά σκοτώσῃς τόν ἑαυτό σου. Ὁ ἴδιος δέν μπορεῖ νά σέ φονεύσῃ. Ὁ Θεός δέν τοῦ δίνει αὐτή τήν δύναμι. Ἀλλά, ἄν ἐσύ δεχθῇς ἀπό αὐτόν τό ξίφος, ἄν δεχθῇς π.χ. τήν φιλαργυρία ἤ τόν θυμό ἤ τήν ζήλεια ἤ τήν πονηριά, τήν καταλαλιά, τήν κλοπή, νά!, τότε πῆρες στά χέρια σου τό ξίφος καί τό καρφώνεις στήν καρδιά σου. Ὁ διάβολος δέν ἔχει ἐξουσία νά ἀναγκάσῃ τόν ἄνθρωπο νά ἁμαρτήσῃ· ἔχει μόνο τήν ἐξουσία νά προτείνῃ τήν ἁμαρτία στόν ἄνθρωπο. Αὐτός προτείνει τήν ἁμαρτία σέ σένα καί σέ μένα. Καί ἐγώ καί ἐσύ (τί κάνουμε); Ἐγώ καί ἐσύ, ἤ ἀποδεχόμαστε τήν ἁμαρτία ἤ τήν διώχνουμε. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἤ σκοτώνουμε τόν ἑαυτό μας, χωρίζουμε τήν ψυχή μας ἀπό τόν Θεό, ἤ διώχνοντας τήν ἁμαρτία βαδίζουμε ὁλοταχῶς πρός τήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, πρός τήν νίκη, τήν ὁριστική καί τελεία νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ θανάτου, κατά τοῦ διαβόλου.

Γι’ αὐτό, ἀδελφοί, ὁ Κύριος ἦλθε σέ αὐτόν τόν κόσμο. Γι’ αὐτό μᾶς ἄφησε τά πάντα. Γι’ αὐτό μᾶς ἄφησε τήν ἁγία νηστεία. Γι’ αὐτό μᾶς ἄφησε τήν ἁγία προσευχή. Γιά νά νικᾶμε τόν διάβολο, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ δημιουργός τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου. Τί κάνει κάθε ἁμαρτία σέ μένα καί σέ σένα; Μᾶς σκοτίζει. Ἡ ἁμαρτία εἶναι σκότος. Βγάζει ἀπό μέσα της σκοτάδι, καί τό σκοτάδι κατακλύζει καί τήν δική σου καί τήν δική μου ψυχή, κατακλύζει τήν συνείδησί μας, κατακλύζει τίς αἰσθήσεις μας. Καί ἐμεῖς σάν νά εἴμαστε σέ παραμιλητό, σέ παραλήρημα, νυχτωμένοι, στό σκοτάδι. Δέν ξέρουμε τί κάνουμε. Αὐτό εἶναι ἡ ἁμαρτία. Κάθε ἁμαρτία εἶναι γιά τήν ψυχή μία παραζάλη.

Ὅμως ὁ Κύριος ἦλθε σέ αὐτόν τόν κόσμο ἀκριβῶς γι’ αὐτό. Γιά νά μᾶς δώσῃ τό φῶς, νά μᾶς δώσῃ τήν ἀναμμένη δᾶδα, νά μᾶς δώσῃ τά φῶτα, γιά νά ἀποδιώξουμε ἐκεῖνο τό σκότος. Νά, αὐτό εἶναι ἡ ἁγία νηστεία! Εἶναι ἕνας τεράστιος προβολέας, ὁ ὁποῖος στέκεται στόν δρόμο τῆς ζωῆς μας. Ἡ νηστεία κατεβάζει ἀπό τόν οὐρανό στήν ψυχή σου τό οὐράνιο φῶς. Ἄν βέβαια εἶναι ἀληθινή νηστεία. Ἡ ἀληθινή νηστεία εἶναι ἐγκράτεια σέ κάθε κακό, ἐγκράτεια στήν τροφή, ἀλλά καί ἐγκράτεια σέ κάθε κακό καί ἁμαρτία.

Ἡ προσευχή τί κάνει σέ σένα; Σέ ἀνεβάζει στόν οὐρανό, καί τότε ἀπό τόν οὐρανό κατεβάζει στήν ψυχή σου τό θεῖο φῶς. Ποιοί εἴμαστε, τί εἴμαστε, ποῦ πορευόμαστε; Ποῦ μᾶς ὁδηγοῦν οἱ μέρες καί οἱ νύχτες μας; Ποῦ τρέχουμε; Εἴτε θέλεις εἴτε δέν θέλεις, εἴτε θέλω εἴτε δέν θέλω, δέν μποροῦμε νά σταματήσουμε τήν μέρα νά κυλήσῃ. Σέ παίρνει, σέ παίρνει. Ποῦ;

Νά, ἡ ἁγία νηστεία εἶναι μπροστά μας. Καί ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι αὐτή ἡ ἁγία ὁδός φέρει στήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἰδού Φῶς πάνω ἀπό κάθε φῶς! Διότι μέ τήν Ἀνάστασί Του ὁ Κύριος κατηύγασε ὅλους τούς κόσμους μέ τό θεῖο Του φῶς. Κατηύγασε ὅλη τήν κτίσι, κατηύγασε ὅλα τά ὄντα, κατηύγασε τούς ἀνθρώπους, κατηύγασε τίς ψυχές μας, κατηύγασε τά ἄστρα, τούς οὐρανούς, τά πουλιά, τά φυτά, τά ζῶα. Ὅλους τούς κόσμους κατηύγασε, καί ἔδειξε τί; Μέ τήν Ἀνάστασί Του ὁ Κύριος φανέρωσε τό τελευταῖο καί τελικό μυστήριο τῆς ὑπάρξεώς μας. Ἔδειξε τί πρέπει κάθε ἕνας ἀπό ἐμᾶς νά γνωρίζῃ καί νά κάνῃ. Αὐτό εἶναι τό μόνο πού μᾶς μένει. Ὅλα τά ἄλλα μᾶς τά κλέβει καί τά ἁρπάζει ὁ θάνατος. Ὅλα. Ἐνῶ αὐτό ὁ Κύριος τό προσφέρει σέ ὅλους.

Ἡ κάθε ἁμαρτία εἶναι σκοτισμός τῆς ψυχῆς, ἐνῶ κάθε ἀρετή εἶναι μεταμόρφωσις τῆς ψυχῆς.

Ὑπερηφάνεια, –αὐτό εἶναι φρίκη!

Σκληροκαρδία, –ἄν φωλιάσῃ στήν ψυχή μου καί στήν ψυχή σου, ὤ! μοιάζει μέ τό πιό βαθύ σκοτάδι, γιά τό ὁποῖο ὁ Σωτήρας μιλάει στό ἅγιο Εὐαγγέλιό Του. Κόλασι!

Σκληροκαρδία, οἴησις, φιλαυτία, –νά ξέρῃς, ἀδελφέ καί ἀδελφή, ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι ἡ δική σου μικρή κόλασις. Κουβαλᾶς μέσα σου τήν κόλασι.

Ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε τό φάρμακο. Τό φάρμακο γιά τήν ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη. Ταπείνωσε τόν ἑαυτό σου μπροστά στόν Κύριο, ταπείνωσε τόν ἑαυτό σου μπροστά στούς ἀδελφούς, καί νά! ἡ θεία δύναμις τῆς ταπεινοφροσύνης θά ἁπλώσῃ πάνω στήν ψυχή σου τό θεῖο φῶς καί θά ἀποδιώξῃ καί θά φυγαδεύσῃ ὅλο τό σκοτάδι τῆς ὑπερηφανείας, τῆς σκληρότητος καί τῆς οἰήσεως τῆς ψυχῆς σου.

Ὁ φιλάργυρος ἄνθρωπος δέν βλέπει τίποτε ἄλλο ἀπό ἕνα σορό χρημάτων. Φιλάργυρος δέν εἶναι (μόνο) ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τά χρήματα καί τά κτήματα. Φιλάργυρος εἶναι, γιά παράδειγμα, καί ὁ ἐπιστήμονας πού μένει πάνω σέ ἕνα βιβλίο ὅλη του τήν ζωή, βρῆκε ἀπασχόλησι καί ξέχασε τόν Θεό. Αὐτό εἶναι φιλαργυρία, αὐτό εἶναι ἕνα ψεύτικο εἴδωλο, αὐτό εἶναι ἕνας ψεύτικος θεός. Ὅλα ὅσα ὁ ἄνθρωπος βάζει σ’ αὐτόν τόν κόσμο ὡς σκοπό τῆς ζωῆς του, ὡς θεό ἀντί τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ, αὐτό εἶναι φιλαργυρία. Νά τοποθετῇ κανείς ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ἀντί τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ, αὐτό εἶναι φιλαργυρία. Τό βλέπουμε αὐτό.

Νά! εἶσαι φιλάργυρος. Δέν γνωρίζεις λοιπόν τόν δρόμο τῆς ζωῆς. Σκοτάδι, νύχτα, πλάκωσε τήν συνείδησί σου, ἔπεσε στά μάτια τῆς ψυχῆς σου. Καί ἐσύ δέν βλέπεις τόν σωστό δρόμο. Δέν βλέπεις τό νόημα τῆς ἐπιγείου ζωῆς σου. Δέν βλέπεις ὅτι τό μόνο φάρμακο πού θά θεραπεύσῃ τόν θάνατό σου, τήν κόλασί σου, εἶναι ἡ μετάνοια. Μάλιστα! Στήν περίπτωσι τῆς φιλαργυρίας ἡ μετάνοια εἶναι τό μοναδικό φάρμακο μπροστά στόν Κύριο.

Ἡ ἁμαρτία! Εἶναι σκοτισμός τῆς ψυχῆς καί τῆς συνειδήσεώς μας.

Ἐνῶ ἡ ἀρετή! Αὐτή εἶναι μεταμόρφωσις τῆς ψυχῆς.

Ἡ νηστεία εἶναι σταδιακή μεταμόρφωσις τῆς ψυχῆς. Μέ τήν νηστεία ἡ ψυχή καθαρίζεται ἀπό κάθε ἀκαθαρσία, καθαρίζεται ἀπό κάθε ἁμαρτία, καθαρίζεται ἀπό κάθε πάθος. Ἡ νηστεία, ὅταν γίνεται μέ προσευχή καί μέ ὅλες τίς ἄλλες ἀσκήσεις, ξεριζώνει ἀποτελεσματικά, ξεριζώνει ἀπό τήν ψυχή ὅλα τά κακά μας στοιχεῖα, ὅλες τίς κακές συνήθειες. Ἄν ἐσύ πρίν τήν νηστεία ἐπέτρεπες στόν ἑαυτό σου ἡ γλῶσσα σου νά λέγῃ ἀνόητα λόγια ἤ ψέμματα, ἡ νηστεία γι’ αὐτό εἶναι ἐδῶ, γιά νά μεταμορφωθῇ ἡ γλῶσσα σου, νά βάλῃς φρονημάδα στήν γλῶσσα σου. Τό ἴδιο κάνε μέ τά μάτια σου, μέ τά αὐτιά, μέ ὅλο τό εἶναι σου. Σταμάτα τήν ἁμαρτία! Αὐτό εἶναι νηστεία. Αὐτό εἶναι ἀληθινή νηστεία. Ἄν καταλαλοῦσες, μή καταλαλῇς πλέον. Ἄν ἔκλεβες, μή κλέβῃς πλέον. Ἄν τσακώθηκες, νά συμφιλιωθῇς τό γρηγορότερο, ὅσο εἶσαι ἐν ζωῇ, μήπως καί σέ εὕρῃ ὁ θάνατος αὐτή τήν νύχτα, ἐνῶ ἐσύ θά εἶσαι μαλωμένος μέ τούς γείτονές σου. Ἀλοίμονό σου! Αὐτός ὁ τσακωμός εἶναι γιά σένα μιά θηλιά, μιά θηλιά πού σέ τραβάει κατευθεῖαν στό βασίλειο τῆς φιλονεικίας, τῆς ἁμαρτίας, τοῦ διαβόλου, τήν κόλασι. Εἴθε ὁ Ἀγαθός Κύριος νά μοῦ δώσῃ ὅλα τά μέσα, γιά νά διώξω κάθε ἁμαρτία ἀπό τήν ψυχή μου.

Φθόνος. Τί εἶναι ὁ φθόνος; Ὁ φθόνος εἶναι πάθος τόσο μεγάλο, ὥστε πρόδωσε ἀκόμα καί τόν Θεό, τόν Χριστό. Οἱ Ἑβραῖοι ἀπό φθόνο πρόδωσαν τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ἀπό φθόνο! Μή λές ὅτι αὐτό εἶναι μικρή ἁμαρτία. Ὁ διάβολος, ὁ διάβολος ξεγέλασε τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα ἀπό φθόνο. Φθόνησε τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ, τά θεόμορφα δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, τόν πρῶτο ἄνδρα καί τήν πρώτη γυναῖκα, καί ἀπό φθόνο τούς ἔρριξε στήν ἁμαρτία, τούς εἰσηγήθηκε τήν φρικτή ἁμαρτία. Σήμερα θά φθονήσω, αὔριο θά φθονήσω, καί ἔτσι ὁ φθόνος θά ριζώσῃ μέσα μου. Ἀλλά νά ξέρῃς, μέσα σου ἔμεινε ὁ φονέας σου, μέσα σου ἔμεινε ἡ κόλασίς σου, μέσα σου ἔμεινε ὁ διάβολός σου διά τοῦ φθόνου. Διότι, ποτέ ἡ ἁμαρτία δέν ἔρχεται μόνη της. Ὁ Κύριος λέγει ὅτι πίσω ἀπό κάθε ἁμαρτία ἀκολουθεῖ ὁ διάβολος. Καί ὅταν ἐσύ ἀφήσῃς τήν ὁποιαδήποτε ἁμαρτία στήν ψυχή σου, ὅταν κάνῃς τήν ὁποιαδήποτε ἁμαρτία, νά ξέρῃς ὅτι ὁ διάβολος ἔχει ἔρθῃ στήν ψυχή σου. Δέν εἶσαι μόνος σου, ἐκεῖνος σέ ὁδηγεῖ. Ποῦ; Στόν θάνατο, στόν θάνατο. Ποῦ; Στήν κόλασι, στά αἰώνια βάσανα.

Ἡ νηστεία, ἡ ἁγία νηστεία· ἡ προσευχή, ἡ ἁγία προσευχή· ὅλα αὐτά ὁδηγοῦν στήν Ἀνάστασι, στήν νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ διαβόλου, κατά τοῦ θανάτου.

Καί ἐμεῖς σήμερα, αὐτή τήν Β΄ Κυριακή τῆς ἁγίας νηστείας, ἑορτάζουμε ἕναν ἀπό τούς μεγάλους νικητές. Ἑορτάζουμε τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, τόν μεγάλο ἀσκητή τοῦ Θεοῦ, τόν μεγάλο ὑπέρμαχο τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Φωτός τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός εἶναι πού σέ ὅλη του τήν ζωή ἀκολουθοῦσε τόν Σωτῆρα μας μέ τήν νηστεία, τήν προσευχή καί ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές, πού νικοῦσε ὅλους τούς δαίμονες, ὅλες τίς ἁμαρτίες, ὅλα τά πάθη αὐτοῦ τοῦ κόσμου, καί πού φώτιζε ὅλες τίς ψυχές πού ἦσαν γύρω του. Καί πού σήμερα ζῆ διά τῶν ἱερῶν συγγραμμάτων του.

Ἔτσι εἶναι καί κάθε ἅγιος. Κάθε ἅγιος τί εἶναι; Τίποτε ἄλλο παρά κάποιος πού ἀδιάκοπα σέ αὐτόν τόν κόσμο τηρεῖ μέ ζῆλο τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, κάποιος πού ἐκπληρώνει ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Καί βέβαια κάθε ἀρετή κατεβάζει στήν ψυχή τό Οὐράνιο Θεῖο Φῶς.

Οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκεῖνοι πού μέ τίς ἅγιες ἀρετές ἔδιωξαν ἀπό μέσα τους κάθε σκοτάδι ἁμαρτίας, κάθε ζόφο, κάθε δαιμονικό σκότος καί κάθε κόλασι. Γι’ αὐτό κάθε Ἅγιος ζωγραφίζεται ἔτσι, ὥστε νά βγαίνῃ ἀπό μέσα του φῶς καί γύρω ἀπό τό κεφάλι του νά ἔχῃ φωτοστέφανο. Ὅλα μέσα του λάμπουν. Σκέψεις ἅγιες καί λαμπρές. Φῶς ἐκπέμπεται ἀπό τό κεφάλι του καί ἀπό ὅλο τό εἶναι του. Καθάρισε τό σῶμα του καί τήν ψυχή του ἀπό τά πάθη, ἀπό τό σκότος, ἀπό τήν ἀχλύ, καί γι’ αὐτό φῶς ἐκχέεται ἀπό αὐτόν.

Τέτοιος εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, τέτοιος εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τέτοιος εἶναι ὁ ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας, τέτοιοι εἶναι ὅλοι οἱ Ἅγιοι, ἀπό τόν πρῶτο μέχρι τόν τελευταῖο. Καί ὅλοι αὐτοί εἶναι ἐδῶ, μαζί μας, στήν ’Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ, οἱ ζῶντες παιδαγωγοί μας, σύγχρονοί μας. Οἱ Ἅγιοι δέν πεθαίνουν. Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου δέν πεθαίνει ἀπό τότε πού ὁ Κύριος ἀναστήθηκε. Καί τό σῶμα μας θά ἀναστηθῇ τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ὅλοι αὐτοί εἶναι ζῶντες, σύγχρονοί μας. Μᾶς βοηθοῦν. Ὅλοι ἐμεῖς ἀποτελοῦμε ἕνα σῶμα ἐν Χριστῷ, τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καί οἱ Ἅγιοι μᾶς βοηθοῦν καί μᾶς ὁδηγοῦν στίς ὁδούς τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν.

Νά, ἐδῶ εἶναι ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ μεγάλος ἀσκητής, γιά νά μᾶς ὁδηγῇ στήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, νά μᾶς ὁδηγῇ πρός ὅλες τίς νίκες κατά τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ θανάτου, κατά τοῦ διαβόλου. Ἔχει τήν ἱκανότητα, ἔχει τήν δύναμι. Τήν ἔλαβε καί τήν λαμβάνει ἀπό τόν Κύριο. Καί τήν μοιράζει σέ ὅλους μας, ὥστε ὁ καθένας μας νά ἀσκῇ τήν ἀληθινή νηστεία. Ἡ ἀληθινή νηστεία εἶναι ἐγκράτεια ἀπό κάθε ἁμαρτία, ἀπό κάθε πάθος, ἐγκράτεια στό φαγητό γιά νά μήν ὑπερηφανεύεται τό σῶμα, γιά νά μή ξεσηκώνονται τά πάθη, ἀλλά μέ πίστι, στερούμενο τό φαγητό, νά βιάζεται στήν ἐγκράτεια ἀπό κάθε κακό.

Ἐμεῖς, ὁ κάθε ἕνας μας, ἄς παραστήσουμε σεσωσμένες τίς ψυχές μας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος μᾶς παρέδωσε τήν νηστεία σάν νίκη κατά τοῦ διαβόλου, ὥστε μέ χαρά στήν ψυχή μας νά φθάσουμε στήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἄς ἀναστηθοῦμε μαζί Του ἀπό κάθε θάνατο, ἄς νικήσουμε ὁριστικά καί γιά πάντα κάθε ἁμαρτία μέσα μας, κάθε πάθος, κάθε διάβολο, ὥστε νά μπορέσουμε σύν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις νά Τόν δοξάσουμε στήν γῆ καί στόν οὐρανό, αὐτόν τόν Θαυμαστό καί Ἀναντικατάστατο Θεό καί Κύριο, τόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν μοναδικό Σωτῆρα τῶν ἀνθρώπων σέ ὅλους τούς κόσμους. Ἀμήν.

Ερμηνεία του Ευαγγελίου της Β΄ Κυριακής των Νηστειών από τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο

Ερμηνεία του Ευαγγελίου της
Β΄ Κυριακής των Νηστειών από
τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος

Ο μεν Ματθαίος λέει, ότι απλά τον έφεραν τον παραλυτικό, οι άλλοι δε ευαγγελιστές προσθέτουν ότι τον κατέβασαν αφού άνοιξαν οπή στην στέγη. Και ότι τοποθέτησαν τον ασθενή μπροστά στον Χριστό, χωρίς να πουν τίποτε, αλλά άφησαν τα πάντα στην διάθεση του Χριστού. Μιλούσε η ενέργεια τους από μόνη τους.

Και στην αρχή του έργου του ο Χριστός βεβαίως μετέβαινε από το ένα μέρος στο άλλο, και δεν ζητούσε από αυτούς που τον πλησίαζαν τόσο μεγάλη πίστη, στην προκειμένη όμως περίπτωση και ήρθαν κοντά του και εκδήλωσαν την πίστη τους. Διότι λέει. «Όταν είδε την πίστη τους», δηλαδή την πίστη αυτών που χάλασαν την στέγη. Γιατί δεν ζητάει σε όλες τις περιπτώσεις μόνο από τους ασθενείς πίστη, όπως, π.χ., σε εκείνες τις περιπτώσεις που οι ασθενείς δεν έχουν τα λογικά τους ή όταν έχουν χαμένες τις αισθήσεις τους σε άλλες περιπτώσεις εξ αιτίας της ασθένειάς τους ή δεν μπορούν να έρθουν οι ίδιοι (πρβλ. Χαναναία ή τον υπηρέτη του εκατόνταρχου). Σε αυτή όμως την περίπτωση είχε εκδηλωθεί μάλλον η πίστη του ασθενούς, γιατί αλλιώς δεν θα δεχόταν να χαλαστεί η στέγη και να κατεβεί κινδυνεύοντας, αν δεν πίστευε.

Επειδή λοιπόν εκδήλωσε τόσο μεγάλη πίστη, ο Χριστός καθιστά φανερή και τη δική του δύναμη με το να συγχωρεί τα αμαρτήματα με όλη του την εξουσία, και αποδεικνύει έτσι με όλες αυτές τις ενέργειές του, ότι είναι ισότιμος με αυτόν που τον γέννησε.

Πρόσεξε όμως· Προηγουμένως το φανέρωσε αυτό με την διδασκαλία του, όταν τους δίδαξε ότι έχει εξουσία, στην περίπτωση δηλαδή του λεπρού που είπε «θέλω να καθαριστείς» (Ματθ. 8,3) ή του εθνικού εκατόνταρχου, όταν είπε «μόνο πες έναν λόγο και θα θεραπευθεί ο δούλος μου» (8,8), οπότε τον θαύμασε και τον παίνεψε περισσότερο από όλους· στην περίπτωση της θάλασσας, όταν αυτή ηρέμησε μόνο δια του λόγου του (8,26)· μέσω των δαιμόνων, όταν διακήρυτταν αυτόν ως κριτή και τους έδιωχνε με όλη την εξουσία του (8,28 κ. εξ.).

Σε αυτή όμως την περίπτωση πάλι με άλλον πολύ πιο μεγάλο τρόπο αναγκάζει τους ίδιους τους εχθρούς του να ομολογήσουν την ισοτιμία του προς τον Πατέρα του και με το στόμα τους το καθιστά αυτό φανερό. Διότι ο ίδιος ο Κύριος δείχνοντας την ταπείνωσή του (καθόσον τον περιέβαλε πολύ πλήθος ανθρώπων που έφρασσε την είσοδο, και για αυτό τον κατέβασαν από την στέγη), δεν προχώρησε αμέσως να θεραπεύσει το σώμα του ασθενούς που όλοι το έβλεπαν, αλλά λαμβάνει την αφορμή από τους εχθρούς του. Και κατ’ αρχήν θεράπευσε εκείνο που δεν ήταν ορατό, δηλαδή την ψυχή, αφού συγχώρεσε τα αμαρτήματα, πράγμα που εκείνον μεν τον έσωζε, σε αυτόν όμως δεν απέδιδε μεγάλη δόξα. Γιατί οι εχθροί του επειδή ενοχλήθηκαν λόγω της πονηριάς τους και ήθελαν να τον καταγγείλουν, συνέλαβαν ενάντια στην θέλησή τους να λάμψει περισσότερο το θαύμα που συντελέστηκε. Καθόσον ο Κύριος, λόγω της ικανότητάς του να επινοεί μέσα, χρησιμοποίησε τον φθόνο τους στο να καταστεί φανερό το θαύμα.

Επειδή λοιπόν δυσαρεστούνταν και έλεγαν «Αυτός βλασφημεί»· «ποιος μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες, εκτός από τον Θεό», ας δούμε τι λέει αυτός. Μήπως τους αφαίρεσε αυτή την σκέψη τους; όχι την δέχθηκε σαν σωστή. Αν και, βεβαίως, εάν δεν ήταν ισότιμος με τον Πατέρα του, έπρεπε να πει. “Γιατί μου αποδίδετε δύναμη που δεν μου ταιριάζει; απέχω εγώ πάρα πολύ από αυτή την δύναμη”. Όμως, τώρα, δεν είπε τίποτα παρόμοιο· αντιθέτως όλα όσα συνέβησαν και τα επιβεβαίωσε και τα επικύρωσε και με τους λόγους του και με την επιτέλεση του θαύματος. Διότι, επειδή το να μιλάει κανείς ο ίδιος για τον εαυτό του φαίνεται ότι δυσαρεστούσε τους ακροατές, επιβεβαιώνει μέσω της αντίληψης των άλλων ανθρώπων για τον εαυτό του. Και βεβαιώθηκε μέσω τον φίλων του όταν είπε, «Θέλω, καθαρίσου», καθώς επίσης και μέσω του, «Ούτε μεταξύ των Ισραηλιτών βρήκα τόση μεγάλη πίστη», ενώ μέσω των εχθρών του ως εξής. Επειδή δηλαδή είπαν οι εχθροί του, ότι κανείς δεν μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες, παρά μόνο ο Θεός, πρόσθεσε· «Για να μάθετε δε, ότι ο Υιός του ανθρώπου έχει εξουσία να συγχωρεί επί της γης αμαρτίες, τότε λέει στον παραλυτικό· Σήκω επάνω, πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε στην οικία σου».

Όχι όμως μόνο εδώ, αλλά και σε άλλη περίπτωση όταν του έλεγαν, «Δεν σε λιθοβολούμε για κάποιο καλό έργο σου, αλλά εξ αιτίας της βλασφημίας σου και γιατί ενώ είσαι άνθρωπος, κάνεις τον εαυτό σου Θεό»· ούτε στην περίπτωση εκείνη ανέτρεψε εκείνη την αντίληψη, αλλά και πάλι την επιβεβαίωσε λέγοντας· «Εάν δεν πράττω τα έργα του Πατέρα μου, μη με πιστεύετε· εάν όμως τα πράττω, πιστέψτε στα έργα μου, έστω και αν δεν πιστεύετε σε μένα».

Εδώ όμως αποδεικνύει και άλλο σημείο της θεότητάς του και της ισοτιμίας του προς τον Πατέρα του και μάλιστα όχι μικρό. Γιατί οι μεν εχθροί του έλεγαν, ότι μόνο ο Θεός έχει δικαίωμα να συγχωρεί αμαρτίες, ο Κύριος όμως δεν συγχωρεί μόνο τα αμαρτήματα, αλλά και πριν από αυτή του την ενέργεια φανερώνει και κάτι άλλο, που ήταν γνώρισμα μόνο του Θεού, το ότι δηλαδή αποκαλύπτει τις απόκρυφες σκέψεις της καρδιάς. Διότι δεν αποκάλυψε αυτό που σκεφτόταν. «Να, λοιπόν, μερικοί από τους γραμματείς», λέει ο ευαγγελιστής Ματθαίος, «είπαν μέσα τους· Αυτός βλασφημεί. Και ο Ιησούς επειδή αντιλήφθηκε τις σκέψεις τους είπε· Γιατί σκέφτεστε μέσα στις καρδιές σας πονηρά πράγματα;». Το ότι είναι γνώρισμα μόνο του Θεού να γνωρίζει τις απόκρυφες σκέψεις των ανθρώπων, άκουσε τι λέει ο προφήτης· «Εσύ είσαι ο μόνος από όλους που γνωρίζεις τις καρδιές» (Β΄ Παρ. 6,30)· και αλλού πάλι· «Ο Θεός που ερευνά τις καρδιές και τα νεφρά των ανθρώπων» (Ψαλ. 7,10). Και ο Ιερεμίας λέει· «Ανεξερεύνητα είναι τα βάθη της ανθρώπινης καρδιάς! Είναι τόσο απατηλή και αδιόρθωτη· ποιος μπορεί να τη γνωρίσει σε βάθος;» (Ιερ. 17,9)· και «Ο άνθρωπος θα δει μόνο το πρόσωπο, ενώ ο Θεός την καρδιά» (Α΄ Βασ. 16,7). Και δια πολλών άλλων γραφικών χωρίων μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι είναι μόνο γνώρισμα του Θεού να γνωρίζει την σκέψη του ανθρώπου.

Δείχνοντας λοιπόν ότι είναι Θεός και ισότιμος με αυτόν που τον γέννησε, αυτά ακριβώς που σκεφτόταν μέσα τους (γιατί δεν εξέφρασαν αυτή την σκέψη τους, επειδή φοβόταν την παρουσία του πλήθος του όχλου), τα αποκαλύπτει και τα καθιστά φανερά, αποδεικνύοντας και σε αυτή την περίπτωση την μεγάλη καλοσύνη του. Διότι, λέει, «Γιατί σκέφτεστε πονηρά μέσα στις καρδιές σας;». Αν έπρεπε φυσικά να αγανακτήσει κάποιος, ο ασθενής έπρεπε να αγανακτήσει, επειδή είχε εξαπατηθεί, και να πει· Ήρθα για να θεραπεύσω άλλο και εσύ επανορθώνεις άλλο; γιατί από πού αποδεικνύεται ότι συγχωρούνται οι αμαρτίες μου; Τώρα όμως εκείνος δεν λέει τίποτα το παρόμοιο, αλλά παραδίδει τον εαυτό του στην εξουσία του θεραπευτή του· αυτοί όμως επειδή είναι αισχροί και φθονεροί επιβουλεύονται τις ευεργεσίες των άλλων. Για αυτό τους κατηγορεί μεν, αλλά το κάνει με όλη την καλοσύνη του. Εάν δηλαδή, λέει, δεν πιστεύετε σε αυτό που είπα πρωτύτερα και θεωρείτε απλά μεγάλο λόγο αυτό που λέχθηκε, ορίστε προσθέτω σε εκείνο και άλλα, το ότι αποκαλύπτω τις απόκρυφες σκέψεις σας· και μετά από εκείνο άλλο πάλι. Ποιο λοιπόν είναι αυτό; Το ότι θα καταστήσω υγιές το σώμα του παράλυτου.

Και όταν μεν απευθύνθηκε προς τον παράλυτο δεν μίλησε με τρόπο που να φανερώνει καθαρά την εξουσία του· γιατί δεν είπε, “Σου συγχωρώ τις αμαρτίες”, αλλά, «Σου συγχωρούνται οι αμαρτίες σου». Επειδή όμως εκείνοι τον εξανάγκασαν, αποδεικνύει με πιο εμφανή τρόπο την εξουσία του, λέγοντας· «Για να γνωρίσετε δε ότι ο Υιός του ανθρώπου έχει εξουσία να συγχωρεί τις αμαρτίες στην γη». Βλέπεις πόσο απείχε από του να μη θέλει να θεωρείται ισότιμος με τον Πατέρα του; Διότι δεν είπε, ότι ο Υιός του ανθρώπου έχει ανάγκη από άλλον ή ότι του έδωσε εξουσία, αλλά ότι «έχει εξουσία». Και αυτό δεν το λέει από φιλοδοξία, αλλά, λέει, “για να σας πείσω ότι δεν βλασφημώ εξισώνοντας τον εαυτό μου με τον Θεό”.

Σε όλες τις περιπτώσεις δηλαδή θέλει να παρέχει σαφείς αποδείξεις που δεν επιδέχονται αντιρρήσεις, όπως όταν λέει· «Πήγαινε και δείξε τον εαυτό σου στον ιερέα» (Ματθ.8,4)· και την πεθερά του Πέτρου την παρουσιάζει να τον υπηρετεί (8,15) και τους χοίρους επιτρέπει να πέσουν στον γκρεμνό (8,32).

Έτσι λοιπόν και σε αυτή την περίπτωση, χρησιμοποιεί ως απόδειξη της συγχώρεσης των αμαρτιών την θεραπεία του σώματος, και ως απόδειξη της θεραπείας το ότι πήρε στα χέρια του το κρεβάτι, ώστε να μη θεωρηθεί ότι ήταν φανταστικό δημιούργημα αυτό που συνέβη. Και δεν το κάνει αυτό προηγουμένως, αλλά μόνο τότε όταν τους ρώτησε. Γιατί λέει· «Τι είναι ευκολότερο· να πω, Συγχωρούνται οι αμαρτίες σου ή να πω, Πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε στον οίκο σου;». Αυτό που λέει σημαίνει το εξής· “Τι θεωρείτε ευκολότερο, το να θεραπεύσω ένα σώμα παράλυτο ή να συγχωρήσω τα αμαρτήματα της ψυχής; Είναι ολοφάνερο ότι θεωρείτε ευκολότερο να θεραπεύσω το σώμα. Γιατί όσο η ψυχή είναι ανώτερη από το σώμα, τόσο περισσότερο προτιμότερο είναι το να συγχωρηθούν τα αμαρτήματα αυτού· επειδή όμως το μεν δεν φαίνεται, ενώ το άλλο φαίνεται, κάνω το υποδεέστερο μεν αλλά οπωσδήποτε που είναι πιο εμφανές, ώστε μέσω αυτού να αποδειχθεί και αυτό που είναι σπουδαιότερο και που δεν φαίνεται”, αποκαλύπτοντας πλέον μέσω των έργων του αυτό που είχε λεχθεί από τον Ιωάννη, ότι δηλαδή αυτός σηκώνει τις αμαρτίες του κόσμου.

Αφού λοιπόν τον θεράπευσε τον στέλνει στο σπίτι του. Και έτσι πάλι αποδεικνύει την ταπεινοφροσύνη του και ότι δεν ήταν φανταστικό αυτό που συνέβη· διότι αυτούς που ήταν μάρτυρες της ασθένειας, αυτούς τους ίδιους χρησιμοποιεί και ως μάρτυρες της υγείας του. Γιατί, λέει, εγώ ήθελα με το δικό σου πάθημα να θεραπεύσω και αυτούς που παρουσιάζονται ως υγιείς, ενώ είναι πνευματικά ασθενείς, επειδή όμως δεν θέλουν πήγαινε στο σπίτι σου για να διορθώσεις τους συγγενείς σου.

Βλέπεις πώς αποδεικνύει ότι είναι δημιουργός και της ψυχής και των σωμάτων; Θεραπεύει λοιπόν κάθε ενός στοιχείου την παράλυση και καθιστά φανερό αυτό που δεν φαίνεται από αυτό που είναι φανερό, αλλά όμως αυτοί ακόμη σύρονται πάνω στην γη. Διότι, λέει, «Όταν τα πλήθη είδαν όλα αυτά θαύμασαν και δόξασαν τον Θεό που έδωσε τέτοιου είδους εξουσία στους ανθρώπους»· εμποδίζονταν δηλαδή από την σάρκα τους να αντιληφθούν ότι ήταν Θεός.

Αυτός όμως δεν τους επιτίμησε, αλλά συνέχισε μέσω των έργων του να τους αφυπνίζει και να εξυψώνει το φρόνημά τους. Οπωσδήποτε, βέβαια, δεν ήταν μικρό πράγμα το ότι θεωρούταν ανώτερος όλων των ανθρώπων και ότι έχει προέλευση από τον Θεό. Γιατί εάν ήθελαν να πεισθούν απολύτως από αυτά, με την πάροδο του χρόνου θα μπορούσαν να αντιληφθούν ότι ήταν και Υιός του Θεού.

Αλλά όμως δεν τα είχαν αντιληφθεί αυτά απολύτως και για αυτό δεν μπόρεσαν να τον πλησιάσουν. Γιατί έλεγαν πάλι· «Αυτός ο άνθρωπος δεν προέρχεται από τον Θεό· πώς είναι δυνατόν αυτός να είναι σταλμένος από τον Θεό;» (Ιω. 9,16). Και συνεχώς αυτά σκεφτόταν, προβάλλοντας αυτά ως προφάσεις για τα δικά τους πάθη. Πράγμα που πολλοί και σήμερα το κάνουν και θεωρώντας τον Θεό ως εκδικητή ικανοποιούν τα δικά τους πάθη, ενώ θα έπρεπε να τα εξέταζαν όλα με επιείκεια. Καθόσον ο Θεός των όλων, ενώ μπορεί να εξαποστείλει κεραυνό προς εκείνους που τον βλασφημούν, εν τούτοις και ανατέλλει τον ήλιο και βρέχει και όλα τα άλλα τα χορηγεί με αφθονία προς αυτούς. Αυτόν πρέπει και εμείς να μιμούμαστε και να παρακαλάμε και να συμβουλεύουμε και να νουθετούμε με τρόπο ήπιο και χωρίς να οργιζόμαστε ούτε να μεταβαλλόμαστε σε θηρία. Διότι ο Θεός δεν παθαίνει καμία ζημιά από την βλασφημία σου, εάν θύμωνες, αλλά αυτός που βλασφημεί υφίσταται και την ζημιά. Ώστε λοιπόν αναστέναξε, κλάψε ζωηρά, γιατί το πάθος σου είναι άξιο δακρύων. Και αυτόν που πληγώθηκε τίποτε δεν μπορεί να τον θεραπεύσει καλύτερα από την επιείκεια. Γιατί η επιείκεια είναι πιο δυνατή από οποιαδήποτε πράξη βίας.

Πρόσεξε λοιπόν πώς μας μιλάει ο ίδιος ο υβρισμένος Θεός τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη. Στην μεν Παλαιά Διαθήκη λέει· «Λαέ μου, τι σου έκανα» (Μιχ. 6,3), ενώ στην Καινή Διαθήκη λέει· «Σαύλε, Σαύλε, γιατί με καταδιώκεις; (Πρξ. 9,4)». Και ο Παύλος πάλι διατάσσει να διδάσκουμε τους αντιφρονούντες με τρόπο ήπιο (Β΄ Τιμ. 2,25). Και οι μαθητές του Χριστού όταν κάποτε τον πλησίασαν και του ζητούσαν να κατεβεί φωτιά από τον ουρανό, τους επίπληξε πάρα πολύ και είπε τα εξής· «Δεν γνωρίζετε ποιου πνεύματος είστε» (Λκ. 9,55). Αλλά και σε αυτή την περίπτωση δεν είπε. “Αχρείοι και αγύρτες· φθονεροί και εχθροί της σωτηρίας των ανθρώπων”, αλλά είπε · «Γιατί σκέφτεστε μέσα στις καρδιές σας πονηρά;».

Πρέπει λοιπόν με επιείκεια να θεραπεύουμε τις ασθένειες. Διότι αυτός που γίνεται καλύτερος από ανθρώπινο φόβο, γρήγορα πάλι θα επιστρέψει στην πονηριά του. Για αυτό διέταξε να αφεθούν και τα ζιζάνια, για να δώσει ευκαιρία για μετάνοια. Βέβαια, πολλοί από αυτούς μετάνιωσαν και έγιναν σπουδαίοι, ενώ προηγουμένως ήταν φαύλοι, όπως π.χ. ο Παύλος, ο τελώνης, ο ληστής· καθόσον, ενώ προηγουμένως ήταν αυτοί ζιζάνια έγιναν ώριμος σίτος. Γιατί ως προς μεν τα σπέρματα αυτό είναι δύσκολο, ως προς την προαίρεση όμως είναι και ευάρμοστο και εύκολο· διότι αυτή δεν δεσμεύεται από τους φυσικούς νόμους, αλλά έχει τιμηθεί με την ελευθερία της εκλογής.

Όταν λοιπόν δεις κάποιον που είναι εχθρός της αλήθειας, θεράπευσέ τον, φρόντισέ τον, οδήγησέ τον στον δρόμο της αρετής, δείξε του άριστο βίο, δίδαξέ τον με λόγια αδιάβλητα, δείξε του προστασία και κηδεμονία, χρησιμοποίησε κάθε μέσον προς διόρθωση, έχοντας ως πρότυπα μιμήσεως τους άριστους από τους ιατρούς. Γιατί ούτε εκείνοι θεραπεύουν με ένα μόνο τρόπο, αλλά όταν διαπιστώσουν ότι δεν υποχωρεί η πληγή με το πρώτο φάρμακο που χρησιμοποίησαν, χρησιμοποιούν άλλο, και μετά από αυτό πάλι άλλο· και άλλοτε μεν κάνουν εγχειρήσεις, άλλοτε δε βάζουν επιδέσμους. Και εσύ λοιπόν, αφού γίνεις ιατρός των ψυχών, χρησιμοποίησε κάθε μέσον θεραπείας, σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού, για να λάβεις αμοιβή και για την δική σου σωτηρία και για την ωφέλεια που χάρισες σε άλλους, κάνοντας όλα προς δόξαν του Θεού και κατ’ αυτόν τον τρόπο θα δοξάζεσαι και εσύ ο ίδιος. Διότι, λέει· «Αυτούς που με δοξάζουν θα τους δοξάσω, και αυτοί που με περιφρονούν θα τους περιφρονήσω» (Α΄ Βασ. 2,30).

Όλα λοιπόν ας τα κάνουμε προς δόξαν του Θεού, για να πετύχουμε την μακάρια εκείνη κληρονομιά, την οποία μακάρι όλοι μας να πετύχουμε με την χάρη και την φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίον ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνας των αιώνων. Αμήν».