Ὁ σωσμένος Ἄσωτος

Ὁ σωσμένος Ἄσωτος

Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ

«Θὰ γίνη κάποτε λιμός», εἶπε ὁ προφήτης θρηνώντας τὴν Ἱερουσαλήμ, «ὄχι πείνα ἄρτου καὶ ὕδατος, ἀλλὰ πείνα γιά τὸν λόγο τοῦ Κυρίου». Εἶναι δέ ὁ λιμὸς στέρησις καὶ συγχρόνως ὄρεξις τῆς ἀναγκαίας τροφῆς. Ὑπάρχει ὅμως καὶ κάτι χειρότερο καὶ ἀθλιώτερο ἀπὸ αὐτὴν τὴν πείνα; ὅταν δηλαδὴ κάποιος, ἐνῶ στερεῖται τ’ ἀναγκαία γιά τὴν σωτηρία, δέν ἔχει συναίσθησι τῆς συμφορᾶς, ἐπειδὴ δέν ἔχει ὄρεξι γιά τή σωτηρία.

Ὅποιος πεινᾶ καὶ δέν διαθέτει τ’ ἀναγκαία, τριγυρίζει ἀναζητώντας ἕνα κόμματι ψωμιοῦ ὁπουδήποτε· κι’ ἂν εὕρει μουχλιασμένο ζυμάρι, ἢ τοῦ προσφερθεῖ κάποιος ἄρτος ἀπὸ κεχρὶ ἢ ἀπὸ πίτουρα ἢ κάτι ἄλλο ἀπὸ τὰ εὐτελέστατα εἴδη τροφῆς, χαίρεται τόσο πολύ, ὅσο ἐπονοῦσε προηγουμένως πού δέν εὕρισκε.

Ὅποιος ἐπίσης ἔχει πνευματικὴ πείνα, δηλαδὴ στέρηση καὶ συγχρόνως ὄρεξη γιά πνευματικὲς τροφές, τριγυρίζει ἀναζητώντας αὐτόν πού ἔχει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς διδασκαλίας· κι’ ἂν εὕρει, τρέφεται εὐφρόσυνα μὲ τὸν ἄρτο τῆς ζωῆς τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ μὲ τὸν σωτήριο λόγο, ποὺ ὅποιος τὸν ἀναζητεῖ ἕως τὸ τέλος δέν πρόκειται νά μὴν τὸν εὕρει· «διότι ὅποιος αἰτεῖ λαμβάνει καὶ ὅποιος ἀναζητεῖ εὑρίσκει, καὶ στόν κρούοντα θ’ ἀνοίγει ἡ θύρα», εἶπε ὁ Χριστός.

Ὑπάρχουν ὅμως μερικοί πού μὲ τὴν πολυήμερη ἀτροφία τοῦ νοῦ ἔχασαν καὶ τὴν ὄρεξη τῆς τροφῆς· γι’ αὐτὸ δέν ἀντιλαμβάνονται τή ζημιά. Καὶ ἂν ἔχουν τὸν διδάσκαλο, δυσανασχετοῦν ἀκόμη καὶ στήν ἀκρόαση τῆς διδασκαλίας, ἐνῶ ἂν δέν ἔχουν, δέν ζητοῦν τὸν διδάσκαλο, διάγοντας ζωὴ ἁμαρτωλότερη ἀπὸ τὸν Ἄσωτο. Διότι ἐκεῖνος, ἂν καὶ μὲ τὴν ἀπομάκρυνσή του ἐστερήθηκε τοῦ κοινοῦ τροφέως καὶ πατρὸς καὶ κυρίου, περιέπεσε σὲ φοβερὸ λιμὸ καὶ συναισθανόμενος τὴν στέρηση μετενόησε καὶ ἐπανῆλθε, ἐπεζήτησε καὶ ἐπέτυχε τὴν Θεία καὶ ἀθάνατη τροφή, καὶ τόσο ἀπήλαυσε διὰ τῆς μετανοίας τῶν χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος, ὥστε νά προκαλέσει καὶ τὸν φθόνο γιά τὸν πλοῦτο του.

Εἶναι ὅμως προτιμότερο νά πάρωμε τὸ θέμα ἀπὸ τὴν ἀρχή, γιά νά ἐξηγήσωμε πρὸς τὴν ἀγάπη σας τὴν εὐαγγελικὴ αὐτὴ παραβολὴ τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ καὶ σήμερα εἶναι διατεταγμένο νά διαβάζεται στήν ἐκκλησία.

«Κάποιος ἄνθρωπος εἶχε δυὸ υἱούς», λέγει. Ὁ Κύριος καλεῖ ἐδῶ τὸν ἑαυτὸ του ἄνθρωπο παραβολικῶς, κι’ αὐτὸ δέν ἔχει τίποτε τὸ παράξενο. Διότι, ἂν ἔγινε πραγματικὰ ἄνθρωπος γιά τή σωτηρία μας, τὶ τὸ παράδοξο νά προβάλλει τὸν ἑαυτὸ του ὡς ἕνα ἄνθρωπο γιά τὴν ὠφέλειά μας, αὐτός πού εἶναι πάντοτε κηδεμὼν καὶ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μας, ὡς κύριος καὶ δημιουργὸς καὶ τῶν δύο, αὐτός πού εἶναι ὁ μόνος πού ἔδειξε σὲ μᾶς ἔργα ὑπερβολικῆς ἀγάπης καὶ κηδεμονίας, καὶ πρὶν ἀκόμη ἐμφανισθοῦμε;

Διότι πρὶν ἀπὸ μᾶς ἑτοίμασε γιά ἐμᾶς αἰώνια κληρονομία βασιλείας, ὅπως λέγει ὁ Ἴδιος, ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. Πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς γιά χάρη μας ἔπλασε τοὺς ἀγγέλους γιά ν’ ἀποστέλλωνται ὡς διάκονοι, ὅπως λέγει ὁ Παῦλος, στούς μέλλοντας νά κληρονομήσουν τή σωτηρία. Πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς γιά χάρη μας ἅπλωσε τὸν οὐρανὸ σ’ ὅλον τὸν αἰσθητὸ τοῦτον κόσμο, σὰν νά ἔστησε κάποια κοινὴ καὶ ὁμότιμη σκηνὴ σὲ ὅλους ἐμᾶς κατὰ τὴν παροδικὴ τούτη ζωή, τὸν ἴδιο ἀεικίνητο καὶ πολυκίνητο καὶ ἀκίνητο, ἀκίνητον, γιά νά μὴ προκαλεῖ στούς ἐνοικοῦντας φθορὰ μὲ τίς μεταπτώσεις του, πολυκίνητον, γιά νά συγκρατεῖται στόν χῶρο του μὲ τίς ἀντίρροπες κινήσεις του, ἀεικίνητον δὲ καθ’ ἑαυτὸν καὶ περιφέροντα μαζὶ του εὐτάκτως τὸ πλῆθος τῶν ἄστρων, ὥστε ἐμεῖς ἀφ’ ἑνὸς μὲν νά διδασκώμαστε τὸ πρόσκαιρο τῆς ζωῆς μας καὶ ν’ ἀπολαύωμε ὅλων τῶν σωμάτων του, ποὺ φθάνουν ἐπάνω ἀπὸ τὴν κεφαλὴ μας, κάθε φορὰ ἄλλα.

Γιά μᾶς πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς κατασκεύασε τὸν μεγάλο φωστῆρα γιά νά κυριαρχεῖ στήν ἡμέρα, καὶ τὸν μικρὸ γιά νά κυριαρχεῖ τῆς νύκτας. Κι’ ἐτοποθέτησε αὐτοὺς καὶ τὰ ἄλλα ἄστρα στό στερέωμα, γιά νά κινοῦνται μὲ αὐτό, συνυπάρχοντα καὶ παραλλάσσοντα πολυειδῶς, γιά νά εἶναι σημάδια τῶν καιρῶν καὶ τῶν χρόνων. Ἀπὸ αὐτὰ κανένα δέν χρειάζεται οὔτε ἡ νοερὰ φύσις, ποὺ εἶναι ὑπεραισθητή, οὔτε ἡ φύσις τῶν ἀλόγων ζώων, ποὺ ζεῖ μόνο κατὰ αἴσθηση. Γιά μᾶς λοιπὸν ἔγιναν, ποὺ μὲ τὴν αἴσθησι μὲν ἀπολαμβάνουμε καὶ τὶς ἄλλες δωρεὲς καὶ τὸ κάλλος τῶν βλεπομένων, μὲ τὸν νοῦν δὲ ἀντιλαμβανόμαστε τὰ σημεῖα αὐτά.

Γιά μᾶς πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς ἐθεμελίωσε τή γῆ, ἅπλωσε τή θάλασσα, ἐξέχυσε ἀφθόνως ἐπάνω ἀπὸ αὐτὰ τὸν ἀέρα, κι’ ἐπάνω ἀπὸ αὐτὸν παραπέρα ἄναψε πανσόφως τὴν φύσι τοῦ πυρός, ὥστε καὶ τὸ ὑπερβολικὸ ψῦχος τῶν κάτω νά μετριάζει περιγυρίζοντας καὶ νά μένει στόν τόπο του συγκρατώντας τό ἅπλωμά του. Ἂν δὲ καὶ τὰ ἄλογα ζῶα τὰ χρειάζονται αὐτὰ γιά τή συντήρησή τους, ἀλλὰ κι’ αὐτὰ ἐδημιουργήθηκαν πρὶν ἀπὸ μᾶς γιά ὑπηρεσία πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως ψάλλει καὶ ὁ προφήτης Δαβίδ.

Αὐτὸν λοιπὸν τὸν σύμπαντα κόσμο παρήγαγε ἀπὸ τὸ μηδὲν ὁ πλάστης μας πρὶν ἀπὸ τή δική μας πλάση, γιά τὴν σύσταση τοῦ σώματός μας. γιά τὴν βελτίωση δὲ τῶν ἠθῶν καὶ τὴν καθοδήγησι πρὸς τὴν ἀρετή τί δέν ἔκαμε ὁ φιλάγαθος δεσπότης; Τὸν ἴδιον αὐτὸν αἰσθητὸ κόσμο ἐπεξεργάσθηκε σὰν κάτοπτρο τῶν ὑπερκοσμίων, ὥστε διὰ τῆς πνευματικῆς θεωρίας γύρω ἀπὸ αὐτόν, σὰν διὰ μέσου μιᾶς θαυμασίας κλίμακος, νά φθάνωμε πρὸς ἐκεῖνα. Ἐνέβαλε μέσα μας ἔμφυτο νόμο, σὰν ἀπαρέγκλιτη στάθμη, ἀνεξαπάτητο κριτή καὶ ἀδιάψευστο διδάσκαλο, τὴν ἀτομικὴ στόν καθένα συνείδηση. Ἔτσι, ἂν εἴμαστε μὲ τὴν διάνοια συγκεντρωμένοι στον ἑαυτὸ μας, δέν θὰ χρειασθοῦμε ἄλλον διδάσκαλο γιά τὴν κατανοήση τοῦ ἀγαθοῦ, ἂν μὲ τὴν αἴσθηση διαπορθμεύσωμε καλῶς τὸν νοῦ πρὸς τὰ ἔξω, τὰ ἀόρατα τοῦ Θεοῦ καθορῶνται νοούμενα διὰ τῶν ποιημάτων, λέγει ὁ ἀπόστολος.

Ἀφοῦ λοιπὸν διὰ τῆς φύσεως καὶ τῆς κτίσεως ἄνοιξε τὸ διδασκαλεῖο τῶν ἀρετῶν, ὁ Ἴδιος ἐτοποθέτησε ἀγγέλους ὡς φύλακες, ἀνύψωσε πατέρες καὶ προφῆτες πρὸς καθοδήγηση, ἔδειξε σημεῖα καὶ τέρατα ὁδηγοῦντα πρὸς τὴν πίστη, μᾶς ἔδωσε τὸν γραπτὸ νόμο, βοηθητικὸ στό νόμο τῆς λογικῆς μας φύσεως καὶ στή διδασκαλία ἀπὸ τὴν κτίση. Τέλος, ἐπειδὴ τὰ περιφρονήσαμε ὅλα (ὤ, τὶ ῥαθυμία δικὴ μας καὶ τὶ μακροθυμία καὶ ἔγνοια τοῦ ὑπερβολικὰ ἀγαπῶντος ἐμᾶς!), μᾶς ἔδωσε τὸν Ἑαυτὸ του γιά χάρη μας, καί, κενώνοντας τὸν πλοῦτο τῆς θεότητος στό ἔσχατο κατάντημά μας ἐπῆρε τὴν φύση μας καί, γενόμενος ἄνθρωπος σὰν ἐμᾶς, διετέλεσε διδάσκαλός μας. Αὐτὸς μᾶς διδάσκει γιά τὸ μέγεθος τῆς φιλανθρωπίας του, ἐπιδεικνύοντάς την μὲ ἔργο καὶ λόγο, συγχρόνως δὲ ὁδηγεῖ σὲ μίμηση τῆς συμπαθείας του, ἐνῶ ἀποτρέπει ἀπὸ τὴν σκληροκαρδία τοὺς ὀπαδοὺς του.

Ἐπειδὴ δὲ ἡ ἀγάπη γεννᾶται καὶ μέσα στούς ἐπιμελητὰς τῶν πραγμάτων, ὅπως καὶ στούς ποιμένες τῶν προβάτων, ἐνυπάρχει δὲ καὶ στούς κυρίους τῶν κτημάτων, ὄχι ὅμως τόσο ὅσο στούς συνδεόμενους μὲ αἷμα καὶ συγγένεια, καὶ ἀπὸ αὐτοὺς πάλι περισσότερο στούς πατέρες πρὸς τὰ παιδιὰ τους, ἀπὸ αὐτοὺς προσφέρει ἔνδειξη τῆς φιλανθρωπίας του, λέγοντας τὸν Ἑαυτὸ του ἄνθρωπο καὶ πατέρα ὅλων μας· ἐπειδὴ ἀφ’ ἑνὸς μὲν γιά μᾶς ἔγινε πραγματικὰ ἄνθρωπος, ἀφ’ ἑτέρου δὲ μᾶς ἀναγέννησε διὰ τοῦ θείου βαπτίσματος καὶ τῆς σ’ αὐτὸ χάριτος τοῦ Θείου Πνεύματος.

«Κάποιος ἄνθρωπος», λοιπόν λέγει, «εἶχε δυὸ υἱούς». Διότι ἡ διαφορὰ τῆς γνώμης ἐχώρισε σὲ δύο τὴν μία φύση καὶ ἡ διάκρισις μεταξὺ ἀρετῆς καὶ κακίας συνήγαγε τοὺς πολλοὺς σὲ δύο. Κι’ ἐμεῖς ἐξ ἄλλου μερικὲς φορὲς λέγομε διπλὸν τὸν ἕνα κατὰ τὴν ὑπόσταση, ὅταν ἔχει τὴν διπλότητα τοῦ ἤθους, καὶ λέγομε ἐπίσης τοὺς πολλοὺς ἕνα, ὅταν συμφωνοῦν μεταξὺ τους. «Προσελθὼν λοιπὸν ὁ νεώτερος υἱὸς εἶπε στον πατέρα»· εὐλόγως παρουσιάζεται νεώτερος· διότι προβάλλει αἴτημα παιδαριῶδες καὶ γεμάτο ἀφροσύνη. Καὶ ἡ ἁμαρτία δέ, τὴν ὁποία εἶχε στό νοῦ του σχεδιάζοντας τὴν ἀποστασία, εἶναι νεωτέρα, ἐφ’ ὅσον εἶναι ὑστερογενὲς εὕρημα τῆς κακῆς προαιρέσεώς μας· ἡ δὲ ἀρετὴ εἶναι πρωτογενής, ἀφοῦ στόν Θεὸ μὲν ἦταν ἀϊδίως, στήν ψυχὴ μας δὲ ἐμβλήθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ κατὰ χάρη.

Προσῆλθε δέ, λέγει, ὁ νεώτερος υἱὸς καὶ εἶπε στον πατέρα· «δός μου τὸ ἀνάλογο μέρος τῆς περιουσίας». Ὤ, ποία ἀφροσύνη! δέν ἐγονάτισε, δέν ἱκέτευσε, ἀλλ’ ἁπλῶς εἶπε· καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλ’ ἀπαιτεῖ τὸ μερίδιο καὶ ὡς ὀφειλὴ ἀπὸ ἐκεῖνον πού δίδει σὲ ὅλους κατὰ χάριν. Δός μου τὸ ἀνάλογο μέρος τῆς περιουσίας, πού μοῦ ἀνήκει κατὰ τὸ νόμο, τὴν μερίδα μου σύμφωνα μὲ τὸ δίκαιο. Καὶ ποῖος νόμος ὑπάρχει καὶ ἀπὸ ποῦ προέρχεται αὐτὸ τὸ δίκαιο, νά εἶναι οἱ πατέρες ὀφειλέτες στά παιδιά; Τὸ ἀντίθετο μάλιστα συμβαίνει, τὰ παιδιὰ ὀφείλουν στούς πατέρες, ὅπως ἡ ἴδια ἡ φύσις δεικνύει, ἀφοῦ ἔλαβαν ἀπὸ ἐκείνους τὴν ὕπαρξη. Ἀλλ’ εἶναι καὶ αὐτὸ δεῖγμα τοῦ νεωτερικοῦ φρονήματος.

Τί κάμνει λοιπὸν αὐτός πού βρέχει σὲ δικαίους καὶ ἀδίκους, ποὺ ἀνατέλλει τὸν ἥλιο σὲ πονηροὺς καὶ ἀγαθούς; Τοὺς διεμοίρασε τὴν περιουσία, λέγει. Βλέπεις ὅτι αὐτὸς ὁ «ἄνθρωπος» καὶ πατέρας εἶναι ἀνενδεής; Ἀλλιῶς δέν θὰ ἐμοίραζε τὴν περιουσία στούς δυὸ μόνους οὔτε σὲ δυό μερίδια μόνο, ἀλλὰ θὰ ἐκρατοῦσε καὶ γιά τὸν ἑαυτὸ του μία τρίτη μερίδα. Αὐτὸς ὅμως, ὡς Θεός, ὅπως λέγει καὶ ὁ προφήτης Δαβίδ, μὴ ἔχοντας ἀνάγκη τῶν ἀγαθῶν τοῦ εἴδους αὐτοῦ, ἐμοίρασε, λέγει στά δύο αὐτὰ παιδιὰ μόνο τὴν περιουσία, δηλαδὴ τὸν κόσμο ὅλον. Διότι, ὅπως διαιρεῖται ἡ μία φύσις λόγῳ τῆς διαφορετικῆς γνώμης, ἔτσι διαιρεῖται καὶ ὁ ἕνας κόσμος λόγῳ τῆς διαφορετικῆς χρήσεως.

Πραγματικὰ ὁ ἕνας λέγει πρὸς τὸν Θεό, «ὅλη τὴν ἡμέρα ἅπλωσα πρὸς σὲ τὰ χέρια μου», καὶ «σὲ ὕμνησα ἑπτὰ φορὲς τὴν ἡμέρα», καὶ «τὸ μεσονύκτιο ἐξυπνοῦσα», καὶ «ἔκραξα πάρωρα», καὶ «ἤλπισα στά λόγιά σου», καὶ «τὰ πρωινὰ ἐφόνευσα ὅλους τοὺς ἁμαρτωλοὺς τῆς γῆς», δηλαδὴ ἀπέκοψα τὶς ὁρμὲς τῆς σαρκός πού κινοῦνται πρὸς ἡδυπάθεια· ὁ ἄλλος περνᾶ τίς ἡμέρες του στό κρασί καὶ κυττάζει ποῦ γίνεται πότος, διέρχεται τὶς νύκτες μὲ ἄσεμνες καὶ ἄθεσμες πράξεις, καὶ σπεύδει σὲ κρυφὲς δολοπλοκίες ἢ φανερὲς ἐπιβουλές, σὲ ἁρπαγές χρημάτων καὶ πονηρὰ σχέδια. Ἄρα δέν ἐμοίρασαν αὐτοὶ τὴν μία νύκτα καὶ τὸν ἕνα ἥλιο, καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτὰ τὴν ἴδια τή φύση, ἀφοῦ τὴν κατεχράσθηκαν χωρὶς συμφωνία μεταξὺ τους; Ὁ δὲ Θεὸς διέθεσε ὅλη τὴν κτίση ἀδιαιρέτως σὲ ὅλους, προθέτοντάς την σὲ χρήση κατὰ τὴν βουλήσῃ τοῦ καθενός.

«Κι ἔπειτα ἀπὸ ὄχι πολλὲς ἡμέρες», λέγει, «ἀφοῦ τὰ συγκέντρωσε ὅλα ὁ νεώτερος υἱός, μετανάστευσε σὲ μακρινὴ χώρα». Πῶς δέν μετανάστευσε ἀμέσως, ἀλλὰ ἔπειτα ἀπὸ ὄχι πολλές, δηλαδὴ μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες; Ὁ πονηρὸς ὑποβολεὺς Διάβολος δέν ὑποβάλλει ταυτοχρόνως καὶ τὴν ἰδιορρυθμία καὶ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ μὲ πανουργία ὑποκλέπτει βαθμιαίως τὴν διάθεση, λέγοντάς μας ψιθυριστά· καὶ σὺ ζῶντας μόνος σου, χωρὶς νά παρακολουθεῖς τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ οὔτε νά προσέχεις τὸν διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας, μπορεῖς ν’ ἀντιληφθεῖς τὸ καθῆκον καὶ μόνος σου καὶ νά μὴν ἀπομακρύνεσαι ἀπὸ τὸ ἀγαθό. Ὅταν δὲ ἀποσπάσει κάποιον ἀπὸ τὴν ἱερὰ ὑμνωδία καὶ ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ πρὸς τοὺς ἱεροὺς διδασκάλους, τὸν ἀπομακρύνει καὶ ἀπὸ τή Θεία ἐπίβλεψη, παραδίνοντάς τον στά πονηρὰ ἔργα. Διότι ὁ Θεὸς εὑρίσκεται παντοῦ· ἕνα εἶναι πού εὑρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, τὸ κακό, στό ὁποῖο φθάνοντας διὰ τῆς ἁμαρτίας ἀποδημοῦμε μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅπως λέγει ὁ Δαβὶδ πρὸς τὸν Θεό, «δέν θὰ διαμείνουν παράνομοι ἀπέναντι στούς ὀφθαλμούς σου».

Ἀφοῦ λοιπόν, λέγει, ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπομακρύνθηκε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ ἀπεδήμησε σὲ μακρινὴ χώρα «ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν περιουσία του ζῶντας ἀσώτως». Πῶς ὅμως διεσκόρπισε τὴν περιουσία του; Ὑπεράνω ὅλων οὐσία καὶ περιουσία μας εἶναι ὁ ἔμφυτος νοῦς μας. Ἕως ὅτου λοιπὸν ἐμμένομε στούς τρόπους τῆς σωτηρίας, τὸν ἔχομε συνηγμένο στόν ἑαυτὸ του καὶ στόν πρῶτο καὶ ἀνώτατο νοῦ, τὸν Θεό· ὅταν ὅμως ἀνοίξωμε θύρα στά πάθη, ἀμέσως σκορπίζεται, περιπλανώμενος διαρκῶς γύρω στά σαρκικὰ καὶ τὰ γήινα, πρὸς τὶς πολύμορφες ἡδονὲς καὶ τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμοὺς γι’ αὐτές. Τοῦ νοῦ πλοῦτος εἶναι ἡ φρόνησις, ποὺ παραμένει σ’ αὐτὸν καὶ διακρίνει τὸ καλύτερο ἀπὸ τὸ χειρότερο, ὅσον καιρὸ κι αὐτὸς παραμένει πειθαρχικὸς στίς ἐντολὲς καὶ συμβουλὲς τοῦ ἀνωτάτου Πατρός· ὅταν ὅμως ἀφηνιάσει αὐτός, κι ἡ φρόνησις σκορπίζεται σὲ πορνεία καὶ ἀφροσύνη, μοιραζόμενη τίς κακίες τῶν δύο μερῶν.

Θὰ ἰδεῖς τοῦτο καὶ σὲ ὅλες τίς ἀρετὲς καὶ δυνάμεις μας, ποὺ εἶναι πραγματικὰ πλοῦτος μας, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἡ κακία εἶναι πολυσχεδής, ὅταν κλίνῃ πρὸς αὐτήν, σκορπίζεται. Διότι ὁ ἴδιος ὁ νοῦς στρέφει τὴν ἐπιθυμία πρὸς τὸν ἕνα καὶ πραγματικὰ ὄντως Θεό, τὸν μόνον ἀγαθό, τὸν μόνον ἐφετό, τὸν μόνον παρέχοντα τὴν ἡδονὴ ἀπηλλαγμένη ἀπὸ κάθε ὀδύνη. Ὅταν ὅμως ὁ νοῦς ἀποχαυνωθεῖ, ἡ δύναμις τῆς ψυχῆς πρὸς τὴν ὄντως ἀγάπη ἐκπίπτει ἀπὸ τὸ ὄντως ὀρεκτὸ καί, διασπωμένη πρὸς τὶς ποικίλες ὀρέξεις τῆς ἡδυπαθείας, σκορπίζεται, ἑλκυσμένη ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος πρὸς τὴν ἐπιθυμία τροφῶν μὴ ἀναγκαίων, ἀπὸ τὸ ἄλλο πρὸς τὴν ἐπιθυμία πραγμάτων ἀχρήστων, καὶ ἀπὸ τὸ τρίτο πρὸς τὴν ἐπιθυμία τῆς κενῆς καὶ ἄδοξης δόξας. Κι ἔτσι κατακερματιζόμενος ὁ ἄθλιος ἄνθρωπος καὶ συρόμενος ἀπὸ τὶς ποικίλες γι’ αὐτὰ φροντίδες, οὔτε τὸν ἥλιο ἀκόμη τὸν ἴδιο οὔτε τὸν ἀέρα, τὸν κοινὸ σὲ ὅλους πλοῦτο, δέν μπορεῖ νά ἀναπνεύσει καὶ νά θεωρήσει εὐχάριστα.

Αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ νοῦς μας, ἂν δέν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, διεγείρει τὸν θυμό πού ἔχομε μέσα μας ἐναντίον μόνου τοῦ Διαβόλου καὶ χρησιμοποιεῖ τὴν ἀνδρεία τῆς ψυχῆς κατὰ τῶν πονηρῶν παθῶν, κατὰ τῶν ἀρχόντων τοῦ σκότους, κατὰ τῶν πνευμάτων τῆς πονηρίας. Ἂν ὅμως δέν προσηλωθεῖ στίς θεῖες ἐντολὲς τοῦ Κυρίου πού τὸν ἐστρατολόγησε, μάχεται πρὸς τοὺς πλησίον του, μαίνεται κατὰ τῶν ὁμοφύλων, ἀποθηριώνεται ἐναντίον ἐκείνων πού δέν συναινοῦν στίς παράλογες ὀρέξεις του καὶ γίνεται, φεῦ, ἀνθρωποκτόνος ἄνθρωπος, (ὁμοιωμένος ὄχι μόνο μὲ τὰ κτήνη τὰ ἄλογα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ἑρπετὰ καὶ μὲ τὰ ἰοβόλα ζῶα, γινόμενος σκορπιός, ὄφις, γέννημα ἐχιδνῶν, αὐτός πού ὁρίσθηκε νά εἶναι στήν τάξη τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ. Εἶδες πῶς διεσκόρπισε κι ἔχασε τὴν περιουσία του; «Ἀφοῦ τὰ ἐδαπάνησε ὅλα ὁ νεώτερος υἱός, ἄρχισε νά στερεῖται καὶ ἔπεσε σὲ πείνα». Ἀλλὰ δέν ἐσκεπτόταν ἀκόμη νά ἐπιστρέψει, διότι ἦταν ἄσωτος. Γι’ αὐτό, «ἐπῆγε καὶ προσκολλήθηκε σ’ ἕνα ἀπὸ τοὺς πολίτες τῆς χώρας ἐκείνης καὶ ἐκεῖνος τὸν ἔστειλε στό ἀγρόκτημα νὰ βόσκει χοίρους».

Ποῖοι δὲ εἶναι οἱ πολίτες καὶ πολιτάρχες τῆς χώρας πού εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό; Φυσικὰ οἱ δαίμονες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ υἱὸς τοῦ οὐρανίου Πατρὸς κατέστη πορνοβοσκὸς καὶ ἀρχιτελώνης καὶ ἀρχιληστὴς καὶ στασιάρχης. Διότι ὁ χοιρώδης βίος λόγῳ τῆς ἄκρας ἀκαθαρσίας τοῦ ὑπονοεῖ κάθε πάθος, χοῖροι δὲ εἶναι ὅσοι κυλίονται στόν βόρβορο τῶν παθῶν τούτων. Ὅταν ἐκεῖνος ἔγινε προϊστάμενος τούτων, ὡς πρῶτος ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς στήν ἡδυπάθεια, δέν μποροῦσε νά χορτάσει ἀπὸ τὰ ξυλοκέρατα πού ἔτρωγαν οἱ χοῖροι, δηλαδὴ, δέν ἦταν δυνατὸ νά λάβει κορεσμὸ τῆς ἐπιθυμίας του.

Πῶς ὅμως δέν ἀρκεῖ ἡ φύσις τοῦ σώματος νά ἐξυπηρετήσει τίς ὁρμὲς τοῦ ἀκόλαστου; Ὁ χρυσὸς ἢ ὁ ἄργυρος, ὅταν περιέλθη στόν φιλόχρυσο καὶ φιλάργυρο, αὐξάνει τὴν στέρηση καὶ ὅσο περισσότερος εἰσρεύσει, τόσο μεγαλύτερη ἐπιθυμία προκαλεῖ· μόλις θ’ ἀρκέσει σ’ ἕναν πλεονέκτη καὶ φίλαρχο ὅλος ὁ κόσμος, ἴσως δὲ οὔτε αὐτός. Ἐπειδὴ λοιπὸν αὐτοὶ μὲν εἶναι πολλοί, ὁ κόσμος δὲ ἕνας, πῶς τότε θὰ μπορέσει κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς νά εὕρει κόρο τῆς ἐπιθυμίας του; Ἔτσι λοιπὸν καὶ ἐκεῖνος ὁ ἀποστάτης ἀπὸ τὸν Θεὸ, δέν μποροῦσε νά χορτασθεῖ. Διότι ἄλλωστε, λέγει, δέν τοῦ προσέφερε κανεὶς τὸν κόρο. Ποῖος θὰ τοῦ τὸν προσέφερε; Ὁ Θεὸς ἀπουσίαζε, μὲ τοῦ Ὁποίου καὶ τή θέα μόνο προκαλεῖται ἀβάρετος κόρος στόν βλέποντα, σύμφωνα μὲ ἐκεῖνον πού εἶπε, «θὰ χορτάσω μόλις θεαθεῖ ἀπὸ ἐμένα ἡ δόξα σου». Ὁ Διάβολος δέν θέλει νά προσφέρει κόρο τῶν αἰσχρῶν ἐπιθυμιῶν, ἐπειδὴ ἐκ φύσεως ὁ κόρος στά τρεπτὰ πράγματα προκαλεῖ μεταβολὴ τῆς σχέσεως πρὸς αὐτά. Εὐλόγως λοιπὸν κανένας δέν τοῦ ἔδιδε τὸν κόρο.

Μόλις πάντως κάποτε ἐκεῖνος ὁ ἀποστάτης ἀπὸ τὸν πατέρα ἦλθε στά λογικὰ του καὶ ἀντιλήφθηκε σὲ ποιό κατάντημα ἔφθασε, ἔκλαυσε τὸν ἑαυτὸ του λέγοντας: «πόσοι μισθωτοὶ τοῦ πατρός μου ἔχουν ἀφθονία ἄρτων, ἐνῶ ἐγὼ χάνομαι ἀπὸ τὴν πεῖνα!». Ποῖοι εἶναι οἱ μισθωτοί; Ἐκεῖνοι πού διὰ τῶν ἱδρώτων τῆς μετανοίας καὶ τῆς ταπεινώσεως παίρνουν σὰν μισθὸ τή σωτηρία. Υἱοὶ δὲ εἶναι ἐκεῖνοι πού λόγῳ τῆς ἀγάπης πρὸς αὐτὸν ὑποτάσσονται στίς ἐντολὲς του, ὅπως εἶπε καὶ ὁ Κύριος, «ὅποιος μὲ ἀγαπᾶ, θὰ τηρήσει τὶς ἐντολές μου».

Ἔτσι λοιπὸν ὁ νεώτερος υἱὸς ἀφοῦ ἐξέπεσε ἀπὸ τὴν υἱοθεσία καὶ ἀπὸ τὴν ἱερὰ πατρίδα καὶ περιέπεσε σὲ πείνα, ἀντιλαμβάνεται τή θλιβερὴ κατάστασή του καὶ ταπεινώνεται καὶ μετανοεῖ λέγοντας, «θὰ σηκωθῶ νά ὑπάγω καὶ νά γονατίσω στόν πατέρα μου καὶ θὰ τοῦ εἴπω, πατέρα, ἁμάρτησα στόν οὐρανὸ καὶ σὲ σένα». Καλῶς λοιπὸν στήν ἀρχὴ ἐλέγαμε ὅτι αὐτὸς ὁ πατέρας εἶναι ὁ Θεός· διότι πῶς θὰ ἁμάρτανε στόν οὐρανὸ ὁ νέος πού ἀπεστάτησε ἀπὸ τὸν πατέρα, ἂν ὁ πατέρας δέν ἦταν οὐράνιος; «Ἁμάρτησα λοιπόν», λέγει, «στόν οὐρανό», δηλαδὴ στούς ἁγίους πού εὑρίσκονται στόν οὐρανὸ καὶ εἶναι πολίτες τοῦ οὐρανοῦ, «καὶ σὲ σένα», ποὺ κατοικεῖς μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους σου στούς οὐρανούς. «Καὶ δέν εἶμαι πλέον ἄξιος νά ὀνομάζωμαι υἱός σου, κάμε μὲ σὰν ἕνα ἀπὸ τοὺς μισθωτοὺς σου». Καλῶς λέγει, σωφρονισμένος ἀπὸ τὴν τωρινὴ του ταπείνωση, «κάμε με» διότι δέν λαμβάνει κανεὶς ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ του τοὺς βαθμοὺς τῆς ἀρετῆς, ἂν καὶ ἐπίσης δέν τοὺς λαμβάνει χωρὶς τὴν προαίρεσή του. «Ἀφοῦ λοιπὸν ἐσηκώθηκε, ἦλθε στόν πατέρα του. Ἐνῶ δὲ ἀπεῖχε ἀκόμη πολύ». Πῶς καὶ ἦλθε καὶ συγχρόνως ἀπεῖχε πολύ, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ πατέρας του τὸν εὐσπλαγχνίσθηκε καὶ ἐξῆλθε πρὸς συνάντησή του;

Ὁ ἄνθρωπος πού μετανοεῖ μὲ τὴν ψυχὴ του διὰ μὲν τῆς ἀγαθῆς προθέσεως καὶ τῆς ἀποχῆς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία φθάνει πρὸς τὸν Θεό· ἀπὸ τὴν κακὴ ὅμως συνήθεια καὶ τὶς προλήψεις τυραννούμενος νοερῶς, ἀπέχει ἀκόμη πολὺ ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ἂν πρόκειται νά σωθεῖ, χρειάζεται μεγάλη ἀπὸ ἄνω εὐσπλαγχνία καὶ βοήθεια.

Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ πατέρας τῶν οἰκτιρμῶν συγκαταβαίνοντας τὸν προϋπάντησε, τὸν ἀγκάλιασε καὶ τὸν κατεφίλησε, παρήγγειλε δὲ στούς δούλους του, δηλαδὴ στούς ἱερεῖς, νά τὸν ἐνδύσουν τὴν πρώτη στολή, δηλαδὴ τὴν υἱοθεσία, τὴν ὁποία καὶ πρωτύτερα εἶχε φορέσει διὰ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, καὶ νά τοῦ βάλουν δακτυλίδι στό χέρι του, δηλαδὴ στό πρακτικὸ μέρος τῆς ψυχῆς πού δηλώνεται μὲ τὸ χέρι, νά τοποθετήσουν σφραγῖδα θεωρητικῆς ἀρετῆς, ὡς ἀρραβῶνα τῆς μελλοντικῆς κληρονομίας, ἀλλὰ καὶ ὑποδήματα στά πόδια, θεῖα δηλαδὴ φρουρὰ καὶ ἀσφάλεια πού θὰ τὸν ἐνδυναμώνει νά πατεῖ ἐπάνω σὲ ὄφεις καὶ σκορπιοὺς κι ἐπάνω σὲ ὅλη τή δύναμη τοῦ ἐχθροῦ. Ἔπειτα παραγγέλλει νά φέρουν καὶ σφάξουν ἕνα σιτευτὸ μόσχο καὶ νά τὸν παραθέσουν σὲ τραπέζι. Ὁ δὲ μόσχος εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος ἐξέρχεται μὲν ἀπὸ τὰ κρύφια τῆς θεότητος καὶ ἀπὸ τὸν θρόνο πού εὑρίσκεται ὑπεράνω τοῦ παντὸς καὶ ὅταν ἐφάνηκε σὰν ἄνθρωπος ἐπάνω στή γῆ θυσιάζεται ὡς μόσχος γιά χάρη ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ὡς σιτευτός, δηλαδὴ ὡς ἄρτος, παρατίθεται σὲ μᾶς πρὸς βρῶσιν.

Κάμνει δὲ κοινὴ τὴν μ’ αὐτὴ τὴν εὐκαιρία εὐφροσύνη καὶ εὐωχία ὁ Θεὸς μὲ τοὺς ἁγίους του, ἀναλαμβάνοντας ἀπὸ ἄκρα φιλανθρωπία τίς συνήθειές μας καὶ λέγοντας· «ἔλθετε νά φάγωμε κι εὐφρανθοῦμε». Ἀλλὰ ὁ πρεσβύτερος υἱὸς ὀργίζεται. Πρέπει νά ὑπονοεῖς, παρακαλῶ, πάλι τοὺς Ἰουδαίους πού ὀργίζονται γι’ αὐτὴν τὴν πρόσκλησι, τοὺς Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους πού σκανδαλίζονται, διότι ὁ Κύριος ὑποδέχεται ἁμαρτωλοὺς καὶ συνεσθίει μὲ αὐτούς.

Ἐὰν δὲ θέλεις νά ἐννοήσεις τοῦτο καὶ ἐπὶ τῶν δικαίων, τὶ παράδοξο εἶναι, ἂν καὶ ὁ δίκαιος ἀγνοεῖ τὸν ἀνώτερο κάθε συλλήψεως πλοῦτο τῆς χρηστότητος τοῦ Θεοῦ; Γι’ αὐτὸ καὶ παρηγορεῖται ἀπὸ τὸν κοινὸ πατέρα καὶ διδάσκεται τὰ κατάλληλα ἀπὸ αὐτὸν μὲ τὰ λόγια, «ἐσὺ εἶσαι πάντοτε μαζί μου», μετέχοντας στήν ἀναλλοίωτη εὐφροσύνη· «ἔπρεπε λοιπὸν νά εὐχαριστηθεῖς καὶ νά χαρεῖς διότι αὐτὸς ὁ ἀδελφὸς σου ἦταν νεκρὸς καὶ ἀνέζησε, ἦταν χαμένος καὶ εὐρέθηκε». Ἦταν νεκρὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀνέζησε μὲ τὴν μετάνοια, ἦταν δὲ καὶ χαμένος, ἀφοῦ δέν ἦταν μαζὶ μὲ τὸν Θεό. Ἀφοῦ λοιπὸν εὑρέθηκε, γεμίζει τὸν οὐρανὸ μὲ χαρά, ὅπως ἔχει γραφεῖ, «χαρά γίνεται στόν οὐρανὸ γιά ἕναν ἁμαρτωλό πού μετανοεῖ».

Τὶ δὲ εἶναι αὐτὸ γιά τὸ ὁποῖο λυπεῖται ὁ πρεσβύτερος υἱός; «Ὅτι ἐμένα», λέγει, «δέν μοῦ ἔδωσες ποτέ ἕνα κατσίκι, γιά νά διασκεδάσω μὲ τοὺς φίλους μου, ὅταν δὲ ἦλθε αὐτὸς ὁ υἱός σου, ποὺ κατέφαγε τὴν περιουσία σου μὲ τὶς πόρνες, τοῦ ἔσφαξες τὸν μόσχο τὸν σιτευτό». Τόσο ἐξαίρετα εἶναι τὰ πρὸς ἐμᾶς χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, ὥστε καὶ οἱ ἄγγελοι ἐπεθύμησαν νά κυττάξουν τὰ χαρισθέντα σ’ ἐμᾶς διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεώς του, ὅπως λέγει ὁ κορυφαῖος τῶν ἀποστόλων Πέτρος.

Ἀλλὰ καὶ οἱ δίκαιοι ἐπεθύμησαν νά ἔλθει γι’ αὐτὰ ὁ Χριστὸς καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα του ἀκόμη, ὅπως καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἐπεθύμησε νά ἴδει τὴν ἡμέρα του. Αὐτὸς βέβαια τότε δέν ἦλθε, καὶ ὅταν ἦλθε, δέν ἦλθε νά καλέσει δικαίους ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς σὲ μετάνοια, καὶ κυρίως ὑπὲρ αὐτῶν σταυρώνεται αὐτός πού ἀπαλείφει τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου· διότι ὑπερεπερίσσευσε ἡ χάρις, ὅπου ἐπλεόνασε ἡ ἁμαρτία.

Ὅτι δὲ δέν δίδει οὔτε ἕνα κατσίκι στούς δικαίους, ὅταν ζητοῦν, δηλαδὴ οὔτε ἕνα ἁμαρτωλό, γίνεται σ’ ἐμᾶς σαφὲς καὶ ἀπὸ ἄλλα πολλὰ καὶ ἰδιαιτέρως ἀπὸ τὴν ὀπτασία τοῦ ἱεροῦ καὶ μακαρίου Καρποῦ. Διότι αὐτὸς ὄχι μόνο δέν εἰσακούσθηκε ὅταν καταράσθηκε μερικοὺς πονηροὺς ἄνδρες καὶ ἔλεγε ὅτι δέν εἶναι δίκαιο νά ζοῦν ἄνδρες ἄθεοι πού διαστρέφουν τοὺς εὐθεῖς δρόμους τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ ἐδοκίμασε καὶ τὴν θεία ἀγανάκτησι καὶ ἄκουσε φρικώδεις λόγους πού ὠδηγοῦσαν στήν ἐπίγνωση τῆς ἀρρήτου καὶ ὑπὲρ νοῦν θείας ἀνοχῆς καὶ ἔπειθαν ὄχι μόνο νά μὴ καταρᾶται, ἀλλὰ καὶ νά εὔχεται ὑπὲρ αὐτῶν πού ζοῦν στήν πονηρία, διότι ὁ Θεὸς παρέχει σ’ ἐκείνους ἀκόμη προθεσμία μετανοίας. γιά νά δείξει λοιπὸν τοῦτο ὁ Θεὸς τῶν μετανοούντων, ὁ εὔσπλαγχνος πατήρ, καὶ γιά νά παραστήσει ἐπὶ πλέον ὅτι δίδει μεγάλα καὶ ἐπίφθονα δῶρα στούς ἐπιστρέφοντας μὲ μετάνοια, συνέθεσε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν παραβολή.

Ἂς ἐπιληφθοῦμε λοιπὸν κι ἐμεῖς, ἀδελφοί, τῆς μετανοίας μὲ ἔργα, ἂς ἐγκαταλείψωμε τὸν πονηρὸ καὶ τὰ βοσκήματά του·ἂς μείνωμε μακριὰ ἀπὸ τοὺς χοίρους καὶ ἀπὸ τὰ ξυλοκέρατα πού τοὺς τρέφουν, δηλαδὴ ἀπὸ τὰ βδελυρὰ πάθη καὶ τοὺς προσκολλημένους σ’ αὐτά· ἂς σταθοῦμε μακριὰ ἀπὸ τὴν πονηρὰ νομή, δηλαδὴ τὴν κακὴ συνήθεια ἂς ἀποφύγωμε τὴν χώρα τῶν παθῶν, δηλαδὴ τὴν ἀπιστία καὶ ἀπληστία καὶ ἀκρασία, ὅπου συμβαίνει φοβερὸς λιμὸς ἀγαθῶν καὶ ἐπέρχονται πάθη χειρότερα ἀπὸ τὸν λιμό, ἂς τρέξωμε πρὸς τὸν Πατέρα τῆς ἀφθαρσίας, τὸν δότη τῆς ζωῆς, βαδίζοντας τὴν ὁδὸ τῆς ζωῆς διὰ τῶν ἀρετῶν. Ἐκεῖ θὰ τὸν εὕρωμε νά ἔχει ἐξέλθει ἀπὸ φιλανθρωπία γιά προϋπάντηση καὶ νά μᾶς χαρίζει τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν μας, τὸ σύμβολο τῆς ἀφθαρσίας, τὸν ἀρραβῶνα τῆς μελλοντικῆς κληρονομίας. Καὶ ὁ ἄσωτος υἱὸς ἄλλωστε, ὅπως ἐδιδαχθήκαμε ἀπὸ τὸν Σωτῆρα, ὅσον καιρὸ εὑρισκόταν στή χώρα τῶν παθῶν, ἂν καὶ ἐσκεπτόταν καὶ ἔλεγε τὰ λόγια τῆς μετανοίας, δέν ἐπέτυχε τίποτε τὸ καλό, ἕως ὅτου ἀφήνοντας ὅλα ἐκεῖνα τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας ἦλθε τρέχοντας πρὸς τὸν πατέρα κι ἀφοῦ ἐπέτυχε τὰ ἀνέλπιστα, ἔμεινε ὁπωσδήποτε στό ἑξῆς πλησίον του μὲ ταπείνωση, σωφρονώντας, δικαιοπραγώντας καὶ διατηρώντας ἀκέραια τὴν ἀνανεωμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ χάρη.

Αὐτὴν τή χάρη εἴθε νά τὴν ἐπιτύχωμε ὅλοι μας καὶ νά τὴν διατηρήσωμε ἀμείωτη, ὥστε καὶ στόν μέλλοντα αἰῶνα νά συνευφρανθοῦμε μὲ τὸν σεσωσμένο ἄσωτο στήν ἄνω Ἱερουσαλήμ, τὴν μητέρα τῶν ζώντων, τὴν Ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων, ἐν Χριστῷ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, στόν Ὁποῖο πρέπει δόξα στούς αἰῶνες. Γένοιτο.

Λόγος στην Παραβολή του Ασώτου

Λόγος στην Παραβολή του Ασώτου

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Ας πούμε, λοιπόν, περί της μετανοίας, αυτά που είπεν ο Χριστός, ο Δεσπότης και φιλάνθρωπος Υιός του φιλανθρώπου Πατρός, ο μόνος γνήσιος εξηγητής της Πατρικής Ουσίας. Ας αναπτύξουμε όλην την Παραβολήν για τον Άσωτον, για να μάθουμε από αυτήν πώς πρέπει να προσευχώμεθα στον Απροσπέλαστον και πώς να ζητούμε συγχώρηση των αμαρτιών μας.

Ο Σωτήρ εδώ διαλέγεται όχι αντικειμενικώς, αλλά Παραβολικώς. Γι’ αυτό και για τον Πατέρα του ομιλεί σαν για κάποιον άνθρωπον, όπως και για τους δούλους, ομιλεί σαν να είναι τέκνο, για να δείξει την στοργήν του Θεού προς τους ανθρώπους. Κάποιος άνθρωπος, λέγει, είχε δύο υιούς. Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; Είναι ο Πατήρ των οικτιρμών και Θεός κάθε παρηγοριάς. Ποιοι ήταν αυτοί οι δύο υιοί; Ήσαν οι δίκαιοι και οι αμαρτωλοί. Ήσαν αυτοί που τηρούσαν τα θεία προστάγματα και οι παραβαίνοντες τις εντολές του Θεού. Και είπεν ο νεώτερος στον πατέρα του. Και ποιος είναι αυτός ο νεώτερος υιός; Αυτός που έχει άστατη γνώμη και μεταφερόμενος εδώ και εκεί από τους ανέμους της νεότητος. Και εκ φύσεως μεν ανεγνώρισε τον Πλάσαντα ως Πατέρα, αλλά εκ κακής προαιρέσεως δεν Τον ετίμησε. Και λέγει. Πατέρα, δος μου το ανάλογον της περιουσίας που μου ανήκει. Καλώς εζήτησεν από τον Θεόν τον θεϊκόν πλούτον, αλλά κακώς εδαπάνησε. Και ο πατέρας εχώρισεν στα παιδιά την περιουσίαν. Έδωσεν σ’ αυτούς, ως Κτίστης, όλην την κτίση. Παρέσχε σ’ αυτούς σώματα και λογικές ψυχές, που από τον ορθόν λόγον χειραγωγούμενοι να μη διαπράττουν τίποτε παράλογο. Έδωσεν σ’ αυτούς τον νόμον Του, τον φυσικόν και τον γραπτόν ωσάν θείον παιδαγωγόν. Και έτσι με τον νόμον παιδαγωγούμενοι εφαρμόσουν τις θελήσεις του Νομοθέτου.

Και ύστερα από λίγες ημέρες μάζεψε το μερίδιό του, ο νεώτερος υιός (ωσάν νεώτερος ενήργησε) “απεδήμησεν εις χώραν μακράν”. Έφυγεν από τον Θεόν και έφυγε και ο Θεός απ’ αυτόν. Ο Θεός δεν εκβιάζει εκείνον που δεν θέλει να υποταχθεί. Γιατί όλες οι αρετές είναι καρπός ελευθερίας και όχι εξαναγκασμού. Και εκεί διεσκόρπισεν την περιουσίαν του ζώντας ασώτως. Εκεί όλον τον πλούτο της ψυχής του τον έχασε. Εκεί εναυάγησε με σαρκικές τέρψεις. Εκεί παίζοντας και εμπαιζόμενος κατήντησε πένης. Εκεί αγοράζοντας ψυχοφθόρες ηδονές και γέλωτες, εκέρδησε αιτίες δακρύων.

Και τις μεν αρετές που είχε, τις έχασε. Τις δε κακίες, που δεν είχε απέκτησε. Αφού εδαπάνησε όλον τον πλούτον του (γιατί είναι αδύνατον να παραμείνει ο πλούτος της χάριτος σ’ αυτούς που ζουν αισχρώς), έγινεν στην χώρα αυτήν ισχυρός λιμός. Γιατί όπου δεν καλλιεργείται το σιτάρι της σωφροσύνης, εκεί λιμός ισχυρός.

Όπου δεν φυτεύεται η άμπελος της εγκρατείας, εκεί λιμός ισχυρός. Όπου το σταφύλι της αγνότητος δεν ληνοπατείται, εκεί λιμός ισχυρός. Όπου το ουράνιον γλεύκος δεν τρέχει, εκεί λιμός ισχυρός. Όπου υπάρχει ευφορία κακών εκεί πάντως θα υπάρχει αφορία των αγαθών. Όπου αφθονία των πονηρών πράξεων, εκεί πάντως σπανίζουν οι αρετές. Όπου δεν πηγάζει το έλαιον της φιλανθρωπίας, εκεί λιμός ισχυρός. Τότε, λοιπόν, αυτός άρχισε να στερείται τροφής. Γιατί δεν έμειναν σ’ αυτόν, παρά μόνον τα κακά της ακράτειάς του επειδή έπραξε τα κακά της αμαρτίας. Και αμέσως υπετάγη σε έναν πολίτην εκείνης της χώρας. Πολίτες δε εκείνης της χώρας ήσαν οι δαίμονες, όπου είχε μεταναστεύσει. Και ο πολίτης εκείνος, τον έστειλε στον αγρόν του να βόσκει χοίρους. Γιατί έτσι τιμούν οι δαίμονες αυτούς που τους τιμούν. Έτσι αγαπούν αυτούς που τους αγαπούν και αυτές τις δωρεές χαρίζουν σ’ αυτούς που τους υπακούουν.

Και επιθυμούσε να γεμίσει την κοιλίαν του με τα ξυλοκέρατα, από τα οποία έτρωγαν οι χοίροι. Τί σημαίνουν τα ξυλοκέρατα; Η γεύση τους είναι γλυκειά, αλλά συγχρόνως και σκληρή και τραχειά. Γιατί τέτοια είναι και η γεύση της αμαρτίας. Ευφραίνει μεν ολίγον, αλλά κολάζει πολύ. Τέρπει πρόσκαιρα και μαστίζει αιώνια.

Λοιπόν, ήλθε στον εαυτόν του και ενθυμηθείς την μακαριότητα στο πατρικό σπίτι και την τωρινήν αθλιότητα και σκεφθείς ποιος μεν ήταν όταν ήταν υποτασσόμενος στον Πατέρα και Θεόν, τί δε έγινε όταν υποτάχθηκε στους δαίμονες. λοιπόν αφού θυμήθηκε ολ’ αυτά, είπε. πόσοι μισθωτοί στον πατέρα μου έχουν ψωμί περίσσιον και εγώ πεθαίνω από την πείνα; Πόσοι τώρα κατηχούμενοι ευφραίνονται από τις Άγιες Γραφές; ενώ δε εγώ πεινώ για τα θεία λόγια; Ω, με πόσα κακά έντυσα τον εαυτόν μου! Γιατί απομακρύνθηκα από την μακαρία εκείνη ζωή; Ω, πόσων αγαθών στερήθηκα! Γιατί να εισέλθω στον χώρον αυτής, της θανατηφόρου ζωής; Τώρα έμαθα από αυτά που έπαθα, να μη εγκαταλείπει κανείς τον Θεόν. Τώρα έμαθα να παραμένω κοντά στον πάντοτε προστατεύοντα αυτούς που είναι πλησίον Του. Τώρα έμαθα να μη εμπιστεύεται κανείς τους ακαθάρτους δαίμονας, που διδάσκουν κάθε φθοράν και ακαθαρσίαν.

Τί λοιπόν λέγει; Θα σηκωθώ και θα υπάγω στον Πατέρα μου. Θα επιστρέψω καλώς απ’ όπου κακώς έφυγα. Θα υπάγω προς τον Πατέρα μου και Ποιητήν και Δεσπότην και κηδεμόνα και προνοητήν. Θα φθάσω στον Πατέρα μου, που με περιμένει από χρόνια και υποδέχεται με αγάπην αυτούς που επιστρέφουν στον οίκον Του. Λοιπόν, θα σηκωθώ να υπάγω στον Πατέρα μου και θα του ειπώ: Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαι πλέον άξιος να ονομάζομαι υιός Σου. κάνε με σαν ένα από τους μισθωτούς δούλους Σου. Είναι αρκετά τα λόγια αυτά, για να σωθώ. Είναι αρκετόν το όνομα του Πατρός μου, για να Τον συγκινήσει. Γιατί δεν μπορεί ο Πατέρας μου, ακούγοντας το όνομά Του από εμένα, να μη φανεί και στα έργα Πατέρας. Δεν μπορεί να μη σπλαχνιστεί αφού είναι εύσπλαγχνος. Δεν δύναται να μη μου δώσει άφεση για τα ολισθήματά μου, μόλις ακούσει το “αμάρτησα” και δεν μπορεί να μη λησμονήσει την δίκαιαν οργήν Του, μόλις ακούσει την φωνήν μου. Γνωρίζω πόση δύναμη έχει η μετάνοια στον Θεόν. Γνωρίζω πόσον ισχυρά είναι τα δάκρυα στον Θεόν. Γνωρίζω ότι κάθε αμαρτωλός, που προσφεύγει στον Θεόν με θερμά δάκρυα, ωσάν τον Πέτρον, λαμβάνει άφεση των αμαρτιών του. Γνωρίζω την αγαθότητα του Θεού μου, γνωρίζω την ημερότητα του Πατρός μου. Θα με ελεήσει μετανοούντα, αφού δεν με εκόλασε αμαρτήσαντα.

Και σηκώθηκε και πήγε στον Πατέρα του, προσθέσας έτσι στην καλήν βουλήν την αγαθή πράξη. Γιατί δεν πρέπει μονάχα να θέλουμε την ωφέλειαν, αλλά να δείχνουμε με τις πράξεις τις αγαθές ροπές. Ευρισκόμενος ακόμη σε απόσταση από τον τόπον, που ήταν ο Πατέρας του, αλλά πλησίον όμως στον πρέποντα τρόπον, και σηκώνοντας τα χέρια του και κτυπώντας το στήθος του, που υπήρξεν εργαστήριον πονηρών λογισμών, το δε πρόσωπόν του προσηλώνοντάς το στη γη, τα δε δάκρυα των οφθαλμών του προβάλλοντας ωσάν πρεσβευτές και προμελετώντας την απολογίαν του. Και μόλις έφθασεν, ανεβόησε με δυνατή φωνή και με κλαυθμόν λέγοντας. Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου. Αμάρτησα, το γνωρίζω Χριστέ Δέσποτα και Θεέ. Τις αμαρτίες μου Συ μόνον γνωρίζεις. Αμάρτησα, ελέησε ως Θεός και Δεσπότης. Δεν είμαι άξιος να βλέπω τον ουρανόν και να παρακαλώ Σε τον Αγαθόν μου Δεσπότην, όπως είμαι γεμάτος από μεγάλα και απαίσια εγκλήματα. Δεν υπάρχει αριθμός των αμαρτιών μου. Ελέησε ως Αγαθός Θεός, που είσαι πάντοτε, ότι δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Δέξαι με σαν ένα δούλον Σου.

Έτσι, ικετεύοντας από το βάθος της καρδιάς του, τον είδε Εκείνος, που βλέπει να πλημμελούν, αλλά να παραβλέπει εκείνους, που αμαρτάνουν, αναμένοντας την μετάνοιάν τους. Τον είδε ο Πατέρας του και τον ευσπλαγχνίσθη. Γιατί Πατέρας ήταν στην αγαθότητα αν και υπήρχε Θεός στην φύση. Έτρεξεν ο Πατέρας και έπεσεν επάνω στον τράχηλόν του και τον θερμοφίλησε. Δεν περίμενε τον αμαρτήσαντα να έλθει πλησίον Του, αλλά αυτός ο Πατέρας έσπευσε και προαπάντησε τον υιόν. Και δεν συχάθηκε τον τράχηλόν του, που ήταν γεμάτος από κηλίδες της ασωτείας και ακαθαρσίας. Αλλά αφού τον αγκάλιασε με τα άχραντα χέρια του, τον καταφιλούσε αχόρταγα, αυτόν που πάντοτε ποθούσε. Ω της αφάτου και φοβεράς ευσπλαγχνίας! Ω παραδόξου φιλανθρωπίας! Ω ξένων σπονδών! Ω ξένων καταλλαγών! Έπεισεν αμέσως τον Θεόν σε μια ροπήν, ώστε να συγκαταβεί στα δάκρυα και να παραβλέψει πλήθος αμέτρητον αμαρτημάτων.

Εθαύμασες, βλέποντας τον Θεόν να κολακεύει αμαρτωλόν; Ω της στοργής των πατρικών σπλάγχνων! Ο αμαρτωλός επί της γης εδάκρυσε και ο μόνος αναμάρτητος από τον ουρανόν έστρεψε τον εαυτόν του από φιλανθρωπίαν προς την γην. Ποιος είδε ποτέ τον Θεόν να κολακεύει αμαρτωλόν; Ποιος είδε τον δικαστήν να περιποιείται τον κατάδικον; Ποιος είδε ποτέ τον κατάδικον να τον κολακεύουν; Αλλά ο Θεός, όμως, παρηγορεί, όπως κάποτε τον Ισραήλ “Λαός μου”, λέγει, “σε τί σε αδίκησα ή σε τί σε ενώχλησα;” Και τώρα τα ίδια γίνονται, επειδή έτσι θέλει ο ευκατάλλακτος Θεός, έτσι συνηθίζει να νικάται από τον εαυτόν του ο Πατέρας των οικτιρμών και πάσης παρακλήσεως.

Και δεν αρκέστηκε σ’ αυτά ο άσωτος αυτός υιός, αλλά και στα αγαθά της μετανοίας όντας άσωτος, δεν ενόμισεν ότι είναι επαρκής η τόση φιλανθρωπία για την τέλειαν σωτηρίαν συγκριτικώς προς τα πλήθη των αμαρτημάτων του. Αλλά εκείνα, που εμελέτησε να ειπεί στον Πατέρα, αυτά έλεγε ενώπιόν Του με σχήμα ταπεινόν. Πατέρα, αν μου πρέπει να Σε ονομάζω Πατέρα (γιατί, μήπως αμαρτάνω φοβάμαι, ονομάζοντάς Σε Πατέρα και δεν υβρίζω με την κλήση αυτή το ανύβριστον όνομα. Ακόμη, αν η συνείδησή μου δεν μου κλείνει τα χείλη μου, αν οι κακές μου πράξεις δεν μου δένουν την γλώσσα, αν η αμαρτωλή ζωή μου εμποδίζει τον λόγον).

Πατέρα Άγιε, δέξαι δέηση ρυπαρά από στόμα ρυπαρόν. Πατέρα κατά χάριν, και Δημιουργέ κατά φύσιν, αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Αμάρτησα, ομολογώ τα παραπτώματά μου, δεν κρύβω αυτά που βλέπεις, δεν αρνούμαι αυτά που γνωρίζεις. Ως υπεύθυνος είμαι εδώ, ως παράνομος κατακρίνομαι, Συ ως κριτής ελέησόν με. Αμάρτησα στον ουρανόν (γιατί φοβούμαι ωσάν κατηγόρου φωνήν την μορφή του στερεώματος), ευλαβούμαι να ατενίσω στο φως της Θεότητος, έχοντας ρυπαρούς τους οφθαλμούς της διανοίας μου. Αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να ονομάζομαι υιός Σου.

Ιδού ανακηρύττω τον εαυτόν μου, κατακρίνω τον εαυτόν μου, κατά του εαυτού μου βγάζω απόφαση. Δεν χρειάζομαι δικαστήν να με καταδικάσει, δεν χρειάζονται κατήγοροι να με ελέγξουν, δεν έχω ανάγκην μαρτύρων για αποδείξεις. Μέσα μου έχω την συνείδηση, ωσάν δικαστήν αδέκαστον, στην ψυχήν μου υπάρχει το φοβερόν δικαστήριον, μέσα στην συνείδησή μου ευρίσκονται οι μάρτυρες, βλέπω με τα μάτια μου τους κατηγόρους μου. Τα θέατρα με κατηγορούν, οι ιπποδρομίες με κατακρίνουν, όσα έβλεπα στις θηριομαχίες με ελέγχουν. Η ασωτία μου με καταισχύνει, οι πράξεις μου με στηλιτεύουν, η τωρινή γυμνότης μου με φανερώνει, αυτά τα κουρέλια της ντροπής, που φορώ, με καταντροπιάζουν και δεν είμαι άξιος υιός Σου να λέγομαι. Ποίησόν με ως ένα των μισθίων Σου. Μήτε από την αυλήν Σου να με διώξεις, Δέσποτα, για να μη με εύρει πάλιν ο πολέμιος περιπλανώμενον και με συλλάβει σαν αιχμάλωτον. Αλλά ούτε πλησίον της φοβέρας Σου μυστικής Τραπέζης ελκύσεις με. Γιατί δεν τολμώ να βλέπω τα Άγια των Αγίων με μάτια ακάθαρτα. Άφησέ με να στέκωμαι μαζί με τους κατηχουμένους μέσα από τις θύρες της Εκκλησίας, ώστε, θεωρώντας τα τελούμενα μυστήρια, να ποθήσω, συν τω χρόνω, να μετάσχω πάλιν σ’ αυτά. Και λουόμενος με τα θεία νάματα, να καθαρίσω από την αισχύνη των αισχρών ασμάτων τον ρύπον, που παραμένει ακόμη στ’ αυτιά μου. Και βλέποντας τους μαργαρίτες (το Σώμα Σου) να τους παίρνουν ευσεβείς πιστοί, να επιθυμήσω και εγώ ν’ αποκτήσω χέρια άξια να τους υποδεχθούν.

Αυτά λέγοντας του Ασώτου, και κλαίοντας δυνατά, είπεν ο Πατέρας στους δούλους Του. Σε ποιους δούλους; Στους ιερείς και λειτουργούς των προσταγμάτων Του: Φέρετε γρήγορα την πρώτην στολήν και ενδύστε τον. Φέρετε την εξ ουρανών υφαντήν, αυτήν που κατεσκεύασεν το πνευματικόν πυρ. Φέρετε την στολήν, που υφαίνεται στα ύδατα της κολυμβήθρας. Φέρετε την στολήν, που κατασκευάζεται από την πνευματικήν φωτιά και ενδύστε τον. Ενδύσατε αυτόν, που απογυμνώθηκε, ενδύσατε τον νέον Αδάμ, που εγύμνωσεν ο διάβολος. Ενδύσατε τον βασιλέα της κτίσεως, κοσμήστε αυτόν, για τον οποίον εκόσμησα τον κόσμον, καλλωπίστε του υιού μου τα φίλτατα μέλη.

Δεν ανέχομαι να τον βλέπω ακαλλώπιστον. Δεν ανέχομαι να αφεθεί η εικόνα μου γυμνή. Θεωρώ εντροπήν δική μου την εντροπήν του δικού μου παιδιού. Θεωρώ δόξαν μου τον πλούτον του παιδιού μου. Δώστε και δακτυλίδι στο χέρι του, για να φορεί τον αρραβώνα του Αγίου Πνεύματος και φορώντας αυτό, να φρουρείται από αυτό το Άγιον Πνεύμα. Κι έτσι, περιφέροντας την σφραγίδα μου, θα είναι φοβερός σ’ όλους τους πολεμίους και εναντίους. Και φαινόμενος από μακρυά, να δείχνει ποιου Πατέρα είναι αυτός υιός. Δώστε του και υποδήματα στα πόδια του, για να μη εύρει πάλιν ο όφις γυμνήν την πτέρναν του και τον κτυπήσει με το κεντρί του, αλλά μάλλον αυτός να καταπατεί την κεφαλήν του δράκοντος και να συντρίψει του πολεμίου τα κέντρα, για να τρέχει στον δρόμον του Θεού.

Και στη συνέχεια, αφού φέρετε τον σιτευτόν μόσχον, θυσιάστε τον. Ποιον σιτευτόν μόσχον λέγει; Ποιον; Αυτόν που εγέννησε η δάμαλις Παρθένος Μαρία. Φέρετε τον μόσχον τον αδάμαστον, που δεν δέχθηκε ζυγόν αμαρτίας, τον Παρθένον και εκ Παρθένου, τον ακολουθούντα αυτούς, που Τον ακολουθούν όχι εξ ανάγκης, αλλ’ εκουσίως. Αυτόν, που δεν κάνει χρήση της δυνάμεώς Του ούτε των κεράτων Του, αλλά που πρόθυμα παραδιδόμενον να σφάζεται από τους ιερείς. Θυσιάστε, τον θεληματικώς θυσιαζόμενον, θυσιάστε αυτόν που ζωοποιεί τους θυσιάζοντες, θυσιάστε τον θυσιαζόμενον που όμως, δεν πεθαίνει. Θυσιάστε τον μελιζόμενον, που αγιάζει αυτούς, που τον μελίζουν. Θυσιάστε τον εσθιόμενον από τους πιστούς, που ποτέ δεν δαπανάται. Θυσιάστε τον αυτόν, που κάνει μακαρίους εκείνους που τον τρώγουν. Και αφού φάγομεν όλοι ας ευφρανθούμε. Γιατί ο υιός μου αυτός ήταν νεκρός και ξαναέζησε. ήταν απωλεσμένος και ευρέθηκε.

Και άρχισαν να ευφραίνωνται. Εσείς που γευτήκατε από αυτήν την θυσίαν, γνωρίζετε την πνευματικήν ευφροσύνην, και θυμάστε τα φρικτά μυστήρια, τους λειτουργούς της θείας ιερουργίας, που μιμούνται με τις λεπτές οθόνες, τα φτερά των Αγγέλων, όπως απλώνονται στους αριστερούς ώμους, και περιφερόμενοι στην εκκλησία, φωνάζουν: μη κανείς από τους κατηχουμένους, μη κανείς από τους μη εσθίοντας, μη κανείς κατάσκοπος, μη κανείς από εκείνους που δεν δύνανται να ιδούν το ουράνιον αίμα εκχυνόμενον “εις άφεσιν αμαρτιών”, μη κανείς ανάξιος της ζωντανής θυσίας, μη κανείς αμύητος, μη κανένας, που δεν δύναται, λό­γω των ακαθάρτων χειλέων του, να ψαύσει τα φρικτά μυστήρια.

Ύστερα οι Άγγελοι από τον ουρανόν, δοξολογούντες και λέγοντες: Άγιος ο Πατέρας, που θέλησε να θυσιασθεί ο σιτευτός μόσχος, που δεν γνώρισεν αμαρτία, καθώς λέγει ο Προφήτης Ησαΐας: “Ος αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι Αυτού”. Άγιος ο Υιός, μαζί και μόσχος, ο πάντοτε εκουσίως θυόμενος και πάντοτε ζωντανός. Άγιος ο Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον, που τελεσιούργησε την θυσίαν.

Όταν, λοιπόν, εγένοντο αυτά στο εσωτερικόν, ο πρεσβύτερος υιός, που έφθασε από μακρυά, άκουσε τις συμφωνίες και τους χορούς. Και προσκαλώντας ένα δούλον, ερωτούσε να μάθει τί σημαίνουν αυτά, γιατί ακούω μουσικές: Ο δούλος του είπε. ο Δαβίδ ο Προφήτης ψάλλει τον στίχον “τότε ανοίσουσιν επί το θυσιαστήριόν Σου μόσχους”. Και προτρέπει τους παρόντες να φάγουν λέγοντας: “Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος”. Ο δε Παύλος, ο εξηγητής των θείων μυστηρίων, φωνάζει δυνατά. “Το Πάσχα ημών, υπέρ ημών ετύθη Χριστός”. Η Εκκλησία πανηγυρίζει, ευφραίνεται και χορεύει. Ο πρεσβύτερος υιός λέγει στον δούλον: καλά, χωρίς να είμαι εγώ, άλλοι τα δικά μου μυστήρια, παρά την απουσίαν μου, απολαμβάνουν στο σπίτι μου; Ναι, απαντά, γιατί ήλθεν ο αδελφός σου και ο Πατέρας σου εθυσίασε το σιτευτόν μόσχον, επειδή χάρηκε που τον δέχθηκε υγιαίνοντα.

Και ο δίκαιος αδελφός ωργίσθηκε και δεν θέλησε να εισέλθει στο σπίτι του. Ο δίκαιος, λοιπόν, ωργίσθηκε και υποδουλώθηκε στον φθόνον, αυτός που κατεπάτησε τα τερπνά της ζωής κυριεύτηκε από τον φθόνον; και πώς ο Παύλος λέγει. “εβουλόμην αυτός εγώ ανάθεμα είναι από Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα”; Ο Σωτήρας, όμως, δεν εσχημάτισε την Παραβολήν έτσι, ώστε να δείξει τον δίκαιον βάσκανον, αλλά για να διακηρύξει τον υπερβάλλοντα πλούτον της χρηστότητος του Πατρός Του. Και αυτό φανερώνεται από τα ακόλουθα. Η παραβολή λέγει ο Πατέρας του, εξήλθε από τον οίκον και παρηγορούσε τον υιόν του. Ω, ανεκφράστου σοφίας! Ω θεοφιλούς προνοίας! Και τον αμαρτωλόν ελέησε και τον δίκαιον εκολάκευσε. Και τον όρθιον δεν άφησε να πέσει και τον πεσόντα σήκωσε. Και τον πένητα επλούτισε και τον πλούσιον δεν άφησε να φτωχύνει με τον φθόνον.

Ο πρεσβύτερος είπε στον Πατέρα του: Τόσα χρόνια εγώ σου δουλεύω και ουδέποτε παρέβλεψα εντολήν Σου. Και σ’ εμένα ποτέ δεν έδωσες ένα ερίφιον, για να ευφρανθώ με τους φίλους μου. Αλλά “περιέρχομαι εν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενος, θλιβόμενος, κακουχούμενος”. Όταν δε ο υιός Σου αυτός ήλθεν, που σε κατεφρόνησε και σου κατέφαγε τον πλούτον με τις πόρνες, αμέσως θυσίασες για χάρι του τον μόσχον τον σιτευτόν. Και ούτε με λόγους τον κατηγόρησες, ούτε το Πρόσωπόν Σου απέστρεψας από την αθλιότητά του. Αλλά αμέσως τον εξενοδόχησες, και με λαμπρή στολή τον κατεκόσμησες, και το αστραφτερό χρυσό δακτυλίδι του εφόρεσες, και με υποδήματα τον ασφάλισες και την Εκκλησίαν άνοιξες και την τράπεζαν ευτρέπισες και τους κρατήρες εγέμισες. Αλλά και τον μόσχον τον σιτευτόν εθυσίασες και προσκάλεσες τους πιστούς στην ευωχίαν αυτήν και έκανες τους Αγγέλους να χορεύουν και παρεσκεύασες ένα παράξενον συμπόσιον με συμμετοχή της γης και του ουρανού. Και όλα αυτά και τις τόσες δωρεές προσέφερες σ’ αυτόν, που κατεφρόνησε την αγαθότητά Σου και ύβρισε την ευγένειά Σου. Τί να ειπώ για το βάθος και το πέλαγος των οικτιρμών Σου, πώς να θαυμάσω την θάλασσαν της ειρήνης και γαληνότητός Σου; Ελεείς, Κύριε, όλους γιατί τα πάντα ημπορείς και παραβλέπεις τα αμαρτήματα των ανθρώπων, που προσέρχονται μετανοούντες.

Ο δε Πατέρας του είπε: Τέκνον, συ είσαι πάντοτε μαζί μου. Εσύ δεν εχωρίσθης ποτέ από τους κόλπους μου. Εσύ από την Εκκλησίαν μου δεν απεμακρύνθης. Εσύ προσέχεις πάντοτε στους ψαλμούς και στους ύμνους. Εσύ συμπροσεύχεσαι πάντοτε μαζί με τους Αγγέλους. Εσύ στο Θυσιαστήριον παριστάμενος με παρρησία λέγεις, “Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά Σου”. Αυτός δε προσήλθε σ’ εμένα κατάκριτος, κατησχυμένος, στρέφοντας το πρόσωπόν του στην γη και με συντετριμμένη και σκοτεινή φωνή, εφώναξε: “Πατέρα μου, αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Πάρε με ως ένα μισθωτόν δούλον Σου”.

Εγώ, τέκνον, τί είχα να κάμω σ’ αυτά τα συγκλονιστικά λόγια; Ημπορούσα να μη ελεήσω τον δικόν μου υιόν, που επέστρεψε; Εσύ που θυμώνεις δίκασε. Ως φιλάνθρωπος που είμαι δεν μπορούσα να κάνω κάτι απάνθρωπον. Δεν ημπορώ να μη ελεήσω αυτόν, που εγώ εδημιούργησα. Δεν δύναμαι να μη λυπηθώ αυτόν που γέννησα από τα σπλάγχνα μου. Τέκνον, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου και όσα έχω, όλα δικά σου είναι. Ο ουρανός δικός σου, το στερέωμα δικό σου, ο ήλιος δικός σου φωστήρας, η σελήνη δική σου υπηρέτρια, τα αστέρια δικά σου πολύφωτα, ο αέρας δικός σου τροφέας και όλα τα εναέρια δικά σου. Η γη και όσα φύονται, δικά σου, η θάλασσα και όσα είναι σ’ αυτή δικά σου. Ο κόσμος όλος, δικός σου. Η Εκκλησία, δική σου. Το Θυσιαστήριον, δικό σου. Ο μόσχος ο σιτευτός, δικός σου. Η θυσία, δική σου. Οι Άγγελοι, δικοί σου. Οι Απόστολοι, δικοί σου. Οι Μάρτυρες, δικοί σου. Τα παρόντα, δικά σου. Τα μέλλοντα, δικά σου. Η Ανάσταση, δική σου. Η αθανασία, δική σου. Η αφθαρσία, δική σου. Η βασιλεία των ουρανών, δική σου. Όλα τα φαινόμενα και νοούμενα, δικά σου.

Μήπως επήρα όσα έχεις και τα έδωσα σ’ εκείνον; Μήπως σε εγύμνωσα και εκείνον έντυσα; Μήπως εκ των πραγμάτων μου δεν εχάρισα το έλεος; Μήπως εξ ίσου δεν είμαι Πατέρας σου και εκείνου; Και εσένα τιμώ για την αρετήν σου και εκείνον ελεώ για την πολύ καλήν επιστροφήν του. Και εσένα ποθώ για τον ενάρετον βίον σου, και εκείνον ποθώ για την μετάνοιάν του. Και εσένα αγαπώ για την μακροθυμίαν σου, και εκείνον αγαπώ, που επέστρεψε σ’ εμένα. Και εσένα αγαπώ για την αρετήν σου, και εκείνον αγαπώ για την μετάνοιάν του.

Έπρεπε να ευφρανθείς και να χαρείς, που ο αδελφός σου αυτός ήταν νεκρός και ζωντάνεψε, ήταν χαμένος και ευρέθη. Ποιος βλέποντας νεκρόν να ανασταίνεται, δεν ευφραίνεται; Και ποιος ευρίσκει εκείνο που έχασε και δεν αγάλλεται; Έλα και εσύ, υιέ μου, να συνευφρανθείς μαζί μας και σκίρτησε μαζί με τους Αγγέλους και αγκάλιασε τον αδελφόν σου με μας και ψάλλε με τον Δαυίδ εκείνο το πνευματικό μέλος, που ταιριάζει στο τωρινό πανηγύρι μας. “Μακάριοι ων αφέθησαν αι ανομίαι και ων επεκαλύφθησαν αι αμαρτίαι. μακάριος ανήρ, ω ου μη λογίσηται Κύριος αμαρτίαν”.

Ακούσατε την θείαν Παραβολήν και εμάθατε το περιεχόμενόν της και την σημασία της εννοήσατε. Εμάθατε ότι έχομεν Κύριον φιλάνθρωπον και ανεξίκακον. Προς Αυτόν λοιπόν να καταφύγωμεν με καθαρή καρδιά. Ελάτε να φωνάξωμεν όλοι προς Αυτόν. Δέσποτα, Κύριε, φιλάνθρωπε, μονογενή Υιέ του Θεού, αμαρτήσαμεν στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαστε άξιοι να γενώμεθα υιοί Σου, αλλά έχομεν το θάρρος στους οικτιρμούς Σου. Έχομεν ενέχυρο της φιλανθρωπίας Σου τον Τίμιον Σταυρόν, που υπέμεινες για μας. Έχομεν εγγυητές της ευσπλαγχνίας Σου την άλλοτε πόρνην και τον άλλοτε ληστήν. Εξ αφορμής αυτών, όλοι εμείς οι αμαρτωλοί, καταφεύγομεν στην φιλανθρωπία Σου. Όπως εκείνους μετέβαλες σε σεβασμίους και μακαρίους, Κύριε, και εμάς, που Σου προσπίπτομεν, ελέη­σον. Και όπως ανέστησες νεκρούς με την Σταύρωσή σου και εμάς, που νεκρωθήκαμεν από αμαρτίες, από την πολλήν Σου φιλανθρωπίαν ανάστησε, για να απολαύσουμε την Α­νάστασή Σου μαζί με τους λυτρωθέντες. Και να επιμείνωμεν στην δέηση αυτή, για να μας ειπεί ο Δεσπότης Χρι­στός. “Κατά την πίστιν υμών γενηθήτω υμίν”.

Και εσείς οι μέλλοντες να λάβετε την δωρεάν του Βαπτίσματος, να απορρίψετε κάθε αλλότριον λογισμόν και κατευθύνοντες τις ψυχές σας στον ουράνιον Νυμφίον, θα δεχθήτε την Χάριν του Αγίου Πνεύματος. “Ο Κύριος εγγύς, μηδέν μεριμνάτε”. Ο λυτρωτής στέκεται στην θύραν, ο ιατρός είναι εδώ, το ιατρείον άνοιξε, τα φάρμακα υπάρχουν, η κολυμβήθρα όλους τους δέχεται, η Χάρις έχει απλωθεί, η στολή υφαίνεται από τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα. Μακάριοι αυτοί που αξιώνονται να φορέσουν την στολήν. Μόνον σεις ανάψτε τις λαμπάδες της πίστεως, έχοντας και άφθονον λάδι, ώστε, όταν ακουσθεί η φωνή την νύκτα, ιδού ο νυμφίος έρχεται, να εξέλθετε σε απάντησή Του με φαιδρές τις λαμπάδες, χορεύοντας και σκιρτώντας να φωνάζετε, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Σε Αυτόν να είναι η δόξα και η δύναμη, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες. Αμήν».

Ομιλία Β΄ (Εις την κατά τον Τελώνην και τον Φαρισαίον του Κυρίου παραβολήν)

Ομιλία Β΄ (Εις την κατά τον Τελώνην
και τον Φαρισαίον του Κυρίου παραβολήν)

Ἅγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς

Εφευρετικός είναι για το κακό ο νοερός προστάτης της κακίας· ικανός ν’ αφαιρέσει ευθύς από την αρχή τα θεμέλια της αρετής που ήδη κατατίθενται στην ψυχή, δια της ανελπιστίας και της απιστίας, αλλ’ επίσης ικανός πάλι να επιτεθεί δια της αδιαφορίας και της ραθυμίας εναντίον των τοίχων της οικίας της αρετής, την ώρα που ανεγείρονται, ακόμη δε και να κρημνίσει δια της υπερηφάνειας και της παραφροσύνης τον όροφο των αγαθών έργων οικοδομημένο ήδη.

Αλλά κρατηθείτε, μη πτοηθείτε· διότι ο επιμελής είναι ευμηχανώτερος στα αγαθά και η αρετή έχει περισσότερη ισχύ γι’ αντιπαράταξη προς την κακία, αφού διαθέτει την άνωθεν χορηγία και συμμαχία από τον ίδιο τον δυνάμενο τα πάντα και ενδυναμώνοντα από αγαθότητα όλους τους εραστές της αρετής.

Έτσι η αρετή όχι μόνο παραμένει αδιάσειστος από ποικίλα πονηρά μηχανήματα που παρασκευάζει ο Αντικείμενος, αλλά μπορεί και να σηκώσει και επαναφέρει όσους έπεσαν στον βυθό των κακών και να τους προσαγάγει εύκολα στον Θεό με την μετάνοια και την ταπείνωση.

2. Δείγμα δε και διαρκής απόδειξης είναι τούτο. Πραγματικά ο Τελώνης, ενώ είναι τελώνης και, μπορούμε να πούμε, ενώ ζει στον πυθμένα της αμαρτίας, ελαφρώνεται απλώς, αφού κοινώνησε προς τους εναρέτως ζώντας με μόνο τον λόγο, κι αυτόν σύντομο, ανυψώνεται και υπερβαίνει κάθε κακία και, δικαιωμένος από τον αδέκαστο κριτή τον ίδιο, συγκαταλέγεται στο χορό των δικαίων.

Εάν δε και ο Φαρισαίος για λόγο καταδικάζεται, παθαίνει τούτο διότι είναι φαρισαίος και νομίζει ότι είναι κάποιος αφ’ εαυτού, και όχι διότι είναι πραγματικά δίκαιος· καταδικάζεται διότι εκφέρει αυθάδη λόγια, ανάμεσα στα οποία εκείνα που παροργίζουν τον Θεό δεν είναι λιγότερα από αυτά τα λόγια.

3. Γιατί δε η μεν ταπείνωσης ανεβάζει στο ύψος της δικαιοσύνης, η δε υπεροψία κατεβάζει προς τον βυθό της αμαρτίας; Διότι αυτός που νομίζει ότι είναι κάποιος σπουδαίος, και μάλιστα ενώπιον του Θεού, δικαίως εγκαταλείπεται από τον Θεό, αφού έχει την γνώμη ότι δεν χρειάζεται την βοήθειά του· αυτός δε που θεωρεί τον εαυτό του μηδαμινό και γι’ αυτό αποβλέπει στην άνωθεν ευσπλαχνία, δικαίως επιτυγχάνει την από τον Θεό συμπάθεια και βοήθεια και χάρη· διότι λέγει, “ο Κύριος αντιτάσσεται στους υπερηφάνους, ενώ στους ταπεινούς δίδει χάρη”.

4. Αποδεικνύοντας τούτο ο Κύριος με παραβολή λέγει· “δύο άνθρωποι ανέβηκαν στο ιερό· ο ένας φαρισαίος και ο άλλος τελώνης”.

Θέλοντας να παραστήσει εναργώς το από την ταπείνωση κέρδος και την από την υπερηφάνεια ζημία, διαίρεσε σε δύο όλους τους προσερχομένους στο ναό, μάλλον δε τους ανερχομένους σ’ αυτόν, που είναι οι προσερχόμενοι για προσευχή στον ναό του Θεού· διότι τέτοια είναι η φύσης της προσευχής· ανεβάζει τον άνθρωπο από την γη στον ουρανό και υπερβαίνοντας κάθε επουράνιο, όνομα και ύψωμα και αξίωμα, τον παρουσιάζει στον ίδιο το Θεό του παντός.

Άλλωστε και ο παλαιός εκείνος ναός ευρισκόταν σε ύψωμα, σε λόφο της πόλεως. Επάνω σ’ αυτόν τον λόφο, όταν κάποτε το θανατικό αφάνιζε την Ιερουσαλήμ, ο Δαβίδ είδε τον θανατηφόρο άγγελο να κινεί την ρομφαία κατά της πόλεως, ανέβηκε εκεί και οικοδόμησε θυσιαστήριο στον Κύριο· προσέφερε στον Θεό θυσία και σταμάτησε η φθορά.

Αυτά αποτελούσαν τύπο της σωτηριώδους και πνευματικής αναβάσεως κατά την ιερά προσευχή και του δι’ αυτής ιλασμού (διότι όλα εκείνα ήσαν προτυπωτικά για την σωτηρία μας), εάν δε θέλεις, και τύπο της ιεράς αυτής Εκκλησίας μας, η οποία πραγματικά ευρίσκεται επάνω σε ύψος, σαν άλλος αγγελικός και υπερκόσμιος χώρος, επάνω στον οποίο, προς εξιλασμό όλου του κόσμου, καταστροφή του θανάτου και αφθονία αθάνατης ζωής, προσφέρεται άνω στον Θεό η αναίμακτη, η μεγάλη και πραγματικά ευπρόσδεκτη θυσία.

5. Γι’ αυτό λοιπόν δεν είπε, ότι δύο άνθρωποι “προσήλθαν” στον ναό, αλλά “ανέβηκαν” στον ναό. Υπάρχουν βέβαια και τώρα μερικοί που, ερχόμενοι στην Εκκλησία, δεν ανεβαίνουν αυτοί, αλλά μάλλον καταρρίπτουν την Εκκλησία που εικονίζει τον ουρανό· αυτοί είναι όσοι προσέρχονται για χάρη συναναστροφής και συνομιλίας μεταξύ των, καθώς και όσοι προσφέρουν και αγοράζουν ψώνια· πραγματικά μοιάζουν μεταξύ τους, αφού δίδοντας αυτοί μεν ψώνια, εκείνοι δε λόγους, παίρνουν αντί αυτών τα κατάλληλα.

Αυτούς ο Κύριος, όπως παλαιά τους εξέβαλε εντελώς από τον ναό εκείνον, λέγοντάς τους, “ο οίκος μου καλείται οίκος προσευχής, σεις όμως τον κατεστήσατε σπήλαιο ληστών”, έτσι τους εξέβαλε και από τα λόγια τους αυτά, διότι δεν ανεβαίνουν καθόλου στον ναό, έστω και αν έρχονται καθημερινώς.

6. Ο Φαρισαίος πάντως και ο Τελώνης ανέβηκαν στον ναό· διότι ένα σκοπό είχαν και οι δύο, να προσευχηθούν, αν και ο Φαρισαίος μετά την άνοδο κατέρριψε τον εαυτό του, ανατρεπόμενος από τον τρόπο. Διότι ήταν μεν ο σκοπός της αναβάσεώς των ο ίδιος, αφού ανέβηκαν να προσευχηθούν, αλλ’ ο τρόπος της προσευχής ήταν αντίθετος.

Ο ένας δηλαδή ανέβαινε συντετριμμένος και ταπεινωμένος, διότι διδάχθηκε από τον ψαλμωδό προφήτη ότι ο Θεός δεν θα περιφρονήσει μια συντετριμμένη και ταπεινωμένη καρδιά, αφού και αυτός ο προφήτης λέγει για τον εαυτό του, γνωρίζοντάς το φυσικά από την πείρα του, “εταπεινώθηκα, και μ’ έσωσε ο Κύριος”.

Και τι περιορίζομαι στον προφήτη; Διότι ο Θεός των προφητών προς χάρη μας ταπείνωσε τον εαυτό του γενόμενος σας εμάς, καθώς λέγει ο απόστολος, “γι’ αυτό ο Θεός τον υπερύψωσε”. Ο δε Φαρισαίος ανεβαίνει υπερβολικά φουσκωμένος και αλαζονευόμενος, με την ιδέα ότι θα αυτοδικαιωθεί· και μάλιστα ενώπιον του Θεού, εμπρός στον οποίο όλη η δική μας δικαιοσύνη είναι σαν ράκος εμμηνορροούσης· διότι δεν άκουσε τον λέγοντα, “κάθε υπερόπτης είναι ακάθαρτος ενώπιον του Κυρίου”, και “ο Κύριος αντιτάσσεται στους υπερηφάνους”, και “αλλοίμονο σ’ αυτούς που αυτοδικαιώνονται και κατά τον εαυτό τους είναι επιστήμονες”.

7. Δεν τους διαχώρισε μόνο το ήθος αλλά και ο τρόπος, που ήταν διάφορος σ’ αυτούς, αλλά και το είδος της προσευχής, που ήταν επίσης διπλό. Πραγματικά η προσευχή δεν είναι θέμα δεήσεως μόνο, αλλά και ευχαριστίας.

Ο ένας από τους προσευχομένους ανεβαίνει στο ναό του Θεού για να δοξάσει κι ευχαριστήσει τον Θεό για όσα έλαβε από αυτόν, ο δε άλλος για να ζητήσει όσα δεν έλαβε ακόμη, μεταξύ των οποίων είναι και η άφεσης των αμαρτημάτων, και μάλιστα για τους αμαρτάνοντας κάθε ώρα στις ημέρες μας.

Από το άλλο μέρος η υπόσχεσης των από εμάς ευσεβώς προσφερομένων στον Θεό δεν ονομάζεται προσευχή αλλά ευχή· και τούτο το δήλωσε εκείνος που είπε, “κάμετε ευχή, και αποδώσετέ την στον Κύριο τον Θεό μας”, και αυτός που λέγει “καλύτερο είναι να μη κάμεις ευχή, παρά να κάμεις και να μην την εκτελέσεις”.

8. Αλλά το διπλό εκείνο είδος της προσευχής έχει διπλή και την αχρείωση για τους απρόσεκτους. Δηλαδή την μεν μία την καθιστά αποτελεσματική υπέρ αφέσεως των αμαρτημάτων προσευχή και δέηση η πίστη και η κατάνυξη μετά την αποχή από τα κακά, ανενεργό δε η απόγνωση και η πώρωση.

Την άλλη την κάμουν ευπρόσδεκτη ευχαριστία για όσα έχομε ευεργετηθεί από τον Θεό η ταπείνωση και η αποφυγή επάρσεως απέναντι στους στερούμενους, απαράδεκτη δε η έπαρσης γι’ αυτά, σαν να αποκτήθηκαν με ιδική μας προσπάθεια και γνώση, και η κατάκριση εναντίον αυτών που δεν έχουν πράγματα.

Ότι δε είναι άρρωστος και στα δύο αυτά ο Φαρισαίος, ελέγχεται από τον εαυτό του και τα λόγια του. Διότι, ενώ ανέβηκε στον ναό για να ευχαριστήσει, όχι να δεηθεί, με την ευχαριστία προς τον Θεό ανέμιξε αφρόνως και αθλίως έπαρση και κατάκριση. Διότι, λέγει, αφού στάθηκε καθ’ εαυτόν, προσευχήθηκε τα εξής· “Θεέ, σ’ ευχαριστώ, που δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί”.

9. Η στάση του Φαρισαίου δεν δηλώνει την δουλική παράσταση, αλλά την αδιάντροπη υπεροψία που είναι αντίθετη προς εκείνον που έχει ταπείνωση δεν έχει το θάρρος ούτε τους οφθαλμούς να υψώσει προς τον ουρανό.

Ευλόγως δε προσευχόταν καθ’ εαυτόν ο Φαρισαίος· διότι δεν ανέβηκε προς τον Θεό, αν και δεν αγνοούσε τον καθήμενο επάνω στα Χερουβείμ και επιβλέποντα τα τελευταία σημεία των αβύσσων.

Η προσευχή του ήταν ως εξής: Αφού είπε “σ’ ευχαριστώ”, δεν προσέθεσε, διότι από ευσπλαχνία, σαν σε ασθενή ν’ αντιπαραταχθεί, μου έδωσες δωρεάν την απαλλαγή από τις παγίδες του πονηρού.

Διότι, αδελφοί, είναι ανδρείο κατά την ψυχή, το να κατορθώσει κανείς, αφού πιάστηκε στις παγίδες του εχθρού και έπεσε στους βρόχους της αμαρτίας, να διαφύγει με την μετάνοια. Γι’ αυτό οι υποθέσεις μας διευθύνονται από ανωτέρα πρόνοια και πολλές φορές, ενώ καταβάλλαμε μικρή ή καθόλου προσπάθεια, εμμείναμε με την βοήθεια του Θεού ανώτεροι πολλών και μεγάλων παθημάτων, ανακουφισθέντες από συμπάθεια λόγω της ασθενείας μας.

Και πρέπει να αναγνωρίζουμε την δωρεά και να ταπεινωνόμαστε ενώπιον αυτού που την έκαμε, αλλά να μην κομπάζουμε.

10. Ο Φαρισαίος όμως λέγει, “σ’ ευχαριστώ, Θεέ”, όχι διότι έλαβα καμιά βοήθεια από σένα, αλλά “διότι δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι”· σαν να διέθετε αφ’ εαυτού και από προσωπική του ικανότητα το προσόν ότι δεν ήταν άρπαξ, μοιχός και άδικος, αν φυσικά τα διέθετε κιόλας.

Δεν πρόσεχε πραγματικά στον εαυτό του, αλλά έβλεπε περισσότερο όλους τους άλλους παρά τον εαυτό του, κι εξουδενώνοντας όλους -ποια παραφροσύνη -, έναν μόνο θεωρούσε δίκαιο και σώφρονα, τον εαυτό του· “δεν είμαι” λέγει, “όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή όπως αυτός ο τελώνης”.

Πόση μωρία, θα μπορούσε κανείς να του πει. Και αν όλοι εκτός από σένα είναι άδικοι και άρπαγες, τότε ποιος είναι αυτός που υφίσταται την αρπαγή και την κάκωση;

Τι συμβαίνει δε και με αυτόν τον τελώνη και την κατ’ εξοχήν αυτού προσθήκη στη διήγηση; Αφού είναι και αυτός ένας από όλους δεν έχει συμπεριληφθεί μαζί με τους άλλους στην από σένα κοινή και θα λέγαμε οικουμενική κατάκριση; Ή έπρεπε αυτός να υποστεί διπλή καταδίκη, κρινόμενος από τους φαρισαϊκούς οφθαλμούς σου, αν και στεκόταν μακριά σου; Άλλωστε ότι ήταν άδικος, το γνώριζες, αφού ήταν φανερά τελώνης, ότι όμως ήταν μοιχός, από που το γνώριζες; Ή μήπως δικαιούσαι να τον αδικείς και να τον προπηλακίζεις, επειδή αυτός αδικούσε άλλους; Δεν είναι έτσι, δεν είναι· αλλ’ αυτός μεν βαστάζοντας με ταπεινό φρόνημα την υπερήφανη κατηγορία σου και προσφέροντας στον Θεό με αυτομεμψία την ικεσία, θ’ απαλλαγεί από αυτόν της καταδίκης, δικαίως δι’ όσα αδίκησε, εσύ δε θα καταδικασθείς δικαίως, διότι κατηγορείς υπεροπτικά εκείνο και όλους τους ανθρώπους, και από όλους μόνο τον εαυτό σου δικαιώνεις. “Δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί”.

11. Αυτά τα λόγια αποδεικνύουν την υπεροψία του Φαρισαίου και προς τον Θεό και προς όλους τους ανθρώπους, αλλ’ επίσης και το ψευδολόγο της συνειδήσεώς του· διότι αφ’ ενός μεν εξουθενώνει σαφώς όλους μαζί τους ανθρώπους, αφ’ ετέρου δε αποδίδει την αποφυγή των κακών όχι στη δύναμη του Θεού, αλλά στην ιδική του.

Ο λόγος για τον οποίο ευχαριστεί είναι αυτός· ότι εκτός από τον εαυτό του νομίζει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ακόλαστοι και άδικοι και άρπαγες, ωσάν ο Θεός να μην αξίωσε κανένα άλλον πλην αυτοὐ να του παράσχει την αρετή.

Αλλ’ αν όλοι ήσαν τέτοιοι, έπρεπε σε όλους αυτούς να ευρίσκονται εμπρός των προς διαρπαγή τα αγαθά του Φαρισαίου τούτου. Δεν φαίνεται όμως κάτι τέτοιο· διότι προσθέτει αυτός, “νηστεύω δυο φορές το Σάββατο, δίνω το δέκατο από όλα όσα αποκτώ”. Δεν λέγει ότι δίνει το δέκατο από όσα κατέχει, αλλά από όσα αποκτά, δηλώνοντας με αυτό τις προσθήκες και επαυξήσεις της περιουσίας του.

Επομένως είχε μεν όσα κατείχε, προσελάμβανε δε ανεμπόδιστα όσα μπορούσε. Πώς λοιπόν όλοι οι άνθρωποι πλην αυτού άρπαζαν και αδικούσαν; Τόσο αυτοέλεγκτο και αυτεπίβουλο πράγμα είναι η κακία! Τόσο πολύ ανάμικτο με την παραφροσύνη είναι πάντοτε το ψεύδος!

12. Την μεν αποδεκάτιση των εισοδημάτων του προέβαλλε για ν’ αποδείξει πλήρως την δικαιοσύνη του· διότι πώς μπορεί να είναι άρπαξ των ξένων αγαθών αυτός που αποδεκατίζει τα δικά του; Την δε νηστεία προέβαλλε για την επίδειξη της σωφροσύνης· διότι η νηστεία είναι πρόξενος της αγνείας.

Έστω λοιπόν, είναι σώφρων και δίκαιος, αν δε θέλεις και σοφός και νουνεχής και ανδρείος και ό,τι άλλο παρόμοιο· αν μεν το απέκτησες από τον εαυτό σου, και όχι από τον Θεό, γιατί προσφεύγεις ψευδώς στο σχήμα της προσευχής κι ανεβαίνεις στον ναό και λέγεις ματαίως ότι προσφέρεις ευχαριστία;

Αν δε το απέκτησες από τον Θεό, δεν το έλαβες για να κομπάζεις, αλλά για να ενεργείς προς οικοδομή των άλλων σε δόξα αυτού που το έδωσε. Έπρεπε λοιπόν πραγματικά να χαίρεσαι με ταπείνωση και να προσφέρεις ευχαριστίες, και σ’ αυτόν που το έδωσε και σ’ αυτούς χάριν των οποίων το έλαβες· διότι η λαμπάδα παίρνει το φως όχι για τον εαυτό της, αλλά για τους βλέποντας.

Σάββατο δε ονομάζει ο Φαρισαίος όχι την εβδόμη ημέρα, αλλά την εβδομάδα ημερών, στις δύο από τις οποίες νηστεύει, όπως μεγαλαυχεί, αγνοώντας ότι αυτές μεν είναι ανθρώπινες αρετές, η δε υπερηφάνεια είναι δαιμονική. Γι’ αυτό, όταν συζευχθεί με αυτές, τις αχρηστεύει και τις συγκαταρρίπτει, ακόμη και αν είναι αληθινές· πόσο μάλλον αν είναι κίβδηλες.

13. Αυτά είπε ο Φαρισαίος. «Ο δε Τελώνης, στεκόμενος απόμακρα, δεν ήθελε ούτε τους οφθαλμούς να σηκώσει προς τον ουρανό, αλλ’ εκτυπούσε το στήθος του λέγοντας· Θεέ, ευσπλαγχνίσου με τον αμαρτωλό». Βλέπετε πόση είναι η ταπείνωση και η πίστη και η αυτομεμψία; Βλέπετε την άκρα συστολή της διανοίας και των αισθήσεων, συγχρόνως δε και την συντριβή της καρδίας αναμεμιγμένες με την προσευχή του τελώνη τούτου; Διότι όταν ανέβηκε στο ναό, για να προσευχηθεί υπέρ της αφέσεως των αμαρτημάτων του, έφερε μαζί του καλά εφόδια μεσιτευτικά προς τον Θεό, την άκαταίσχυντη πίστη, την ακατάκριτη αυτομεμψία, την ακαταφρόνητη συντριβή της καρδίας, την εξυψωτική ταπείνωση. Συνδύασε δε με την προσευχή και την προσοχή άριστα. Διότι, λέγει, «ο Τελώνης αυτός στεκόμενος απόμακρα». Δεν είπε ‘σταθείς’, όπως στην περίπτωση του Φαρισαίου, αλλά «εστώς», δηλώνοντας με αυτό την επί πολύ παράταση της στάσεως, μαζί δε και το επίμονο της δεήσεως και των ικετευτικών λόγων· διότι, χωρίς να προβάλει ούτε να διανοηθεί τίποτε άλλο, πρόσεχε μόνο στον εαυτό του και τον Θεό, περιστρέφοντας στον εαυτό της και πολλαπλασιάζοντας μόνην την μονολόγιστη δέηση, που είναι το αποτελεσματικότερο είδος προσευχής.

14. «Στεκόμενος λοιπόν ο Τελώνης απόμακρα, λέγει, δεν ήθελε ούτε τους οφθαλμούς να σηκώσει προς τον ουρανό». Αυτή η στάση ήταν συγχρόνως και στάση και υπόκυψη, και δείγμα όχι μόνο ευτελούς δούλου, αλλά και καταδίκου. Μαρτυρεί δε και την απαλλαγμένη από την αμαρτία ψυχή, που είναι μεν ακόμη μακριά από τον Θεό, διότι δεν έχει ακόμη την προς αυτόν παρρησία δια των έργων, αλλ’ ελπίζει να εγγίσει τον Θεό, λόγω της αποχής από τα κακά και της αγαθής ήδη προθέσεώς της.

Στεκόμενος λοιπόν έτσι απόμακρα ο Τελώνης δεν ήθελε ούτε τους οφθαλμούς να σηκώσει στον ουρανό, επιδεικνύοντας με τον τρόπο και το σχήμα την αυτοκατάκριση και αυτομεμψία του· διότι θεωρούσε τον εαυτό του ανάξιο και του ουρανού και του επιγείου ναού. Γι’ αυτό του μεν ναού στεκόταν στα πρόθυρα, προς τον ουρανό δε δεν τολμούσε ούτε ν’ ατενίσει, πόσο μάλλον προς τον Θεό του ουρανού- αλλά κτυπώντας το στήθος του από την σφοδρά κατάνυξη και παριστώντας έτσι τον εαυτό του άξιον τιμωρίας, αναπέμποντας από εκεί βαρυπενθής τους στεναγμούς και κλίνοντας σαν κατάδικος την κεφαλή, αποκαλούσε τον εαυτό του αμαρτωλό και ζητούσε με πίστη τον ιλασμό, λέγοντας· «Θεέ, ευσπλαγχνίσου με τον αμαρτωλό». Διότι πίστεψε στον λέγοντα, «επιστρέψετε προς εμένα και εγώ θα επιστρέψω προς σας», και στον προφήτη που διαβεβαίωσε, «είπα, θα εξομολογηθώ στον Κύριο την ανομία μου εναντίον μου, και συ άφησες την ασέβεια της καρδίας μου».

15. Τι συνέβηκε λοιπόν έπειτα από αυτά; «Κατέβηκε αυτός δικαιωμένος», λέγει ο Κύριος, «και όχι εκείνος· διότι όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, ενώ όποιος ταπεινώνει τον εαυτό του θα υψωθεί». Πραγματικά, όπως ο Διάβολος είναι η ίδια η υπεροψία και η υπερηφάνεια είναι το ιδιαίτερο κακό του, γι’ αυτό και συναπτόμενη με οποιαδήποτε ανθρώπινη αρετή την νικά και την καταρρίπτει, έτσι η ταπείνωσης ενώπιον του Θεού είναι αρετή των αγαθών αγγέλων και νικά κάθε ανθρώπινη κακία που επέρχεται στον πταίστη. Διότι η ταπείνωσης είναι όχημα της αναβάσεως προς τον Θεό, όπως εκείνα τα σύννεφα, που πρόκειται ν’ ανυψώσουν προς τον Θεό αυτούς που θα μείνουν σε απείρους αιώνες μαζί με τον Θεό, καθώς προφήτεψε ο απόστολος, λέγοντας, «θ’ αρπαγούμε στα σύννεφα για συνάντηση του Κυρίου στον αέρα, κι έτσι θα είμαστε πάντοτε μαζί με τον Κύριο». Ό,τι δηλαδή είναι η νεφέλη, είναι και η ταπείνωσης, που συστήνεται δια μετανοίας και αφήνει από τους οφθαλμούς ρυάκια με δάκρυα, εξάγει τους άξιους από τα ανάξια, τους ανεβάζει και τους συνάπτει με τον Θεό, δικαιωμένους δωρεάν λόγω της ευγνώμονος προαιρέσεως.

16. Και ο μεν Τελώνης σφετεριζόμενος πρωτύτερα κακοτέχνως τα ξένα πράγματα, αλλ’ έπειτα, εγκαταλείποντας την διαστροφή και μη δικαιώνοντας τον εαυτό του, δικαιώθηκε, ο δε Φαρισαίος, μη οικειοποιούμενος τα ανήκοντα σε άλλους, αλλά δικαιώνοντας τον εαυτό του, καταδικάσθηκε. Τώρα, εκείνοι που και οικειοποιούνται τα ανήκοντα στους άλλους και επιχειρούν να δικαιώσουν τους εαυτούς των, τι θα πάθουν;

17. Αλλ’ ας αφήσουμε τώρα αυτούς, αφού και ο Κύριος τους άφησε, ως μη πειθομένους με τα λόγια. Μερικές φορές όμως και εμείς όταν προσευχόμαστε, ταπεινωνόμαστε, και ίσως νομίζομε ότι θα κερδίσουμε την δικαίωση του Τελώνη. Δεν είναι όμως έτσι· διότι πρέπει να προσέχουμε τούτο, ότι ο Τελώνης, καταφρονούμενος από τον Φαρισαίο κατά πρόσωπο και μετά την απομάκρυνσή του από την αμαρτία, καταφρονούσε κι αυτός τον εαυτό του, όχι μόνο μη αντιλέγοντας αλλά και συνηγορώντας προς εκείνον εναντίον του εαυτού του.

18. Όταν λοιπόν και συ αφήσεις την κακία, δεν αντιλέγεις δε σ’ αυτούς που την καταφρονούν και την λοιδορούν, αλλά καταδικάζοντας και συ τον εαυτό σου ως κακοήθη, καταφεύγεις με κατάνυξη δια της προσευχής προς την ευσπλαχνία του Θεού μόνο, γνώριζε ότι είσαι λυτρωμένος Τελώνης. Πολλοί βέβαια λέγουν τους εαυτούς των αμαρτωλούς, και το λέγομε και το νομίζομε επίσης κι εμείς· αλλά η καταφρόνησης είναι που δοκιμάζει την καρδιά. Όπως δηλαδή ο μεγάλος Παύλος είναι μακριά από την φαρισαϊκή μεγαλαυχία, αν και έγραφε προς τους ανθρώπους που χρησιμοποιούσαν γλωσσολαλιά στην Κόρινθο, «ευχαριστώ τον Θεό μου που λαλώ γλώσσες περισσότερο από όλους σας» (γράφει αυτά τα πράγματα αυτός που αλλού δηλώνει ότι είναι περικάθαρμα όλων των ανθρώπων, για να συγκρατήσει το φρόνημα εκείνων που επαίρονται εναντίον αυτών που δεν έχουν το χάρισμα)· όπως λοιπόν ο Παύλος, γράφοντας εκείνα, είναι μακριά από την φαρισαϊκή μεγαλαυχία, έτσι είναι και το να λέγει κανείς τα λόγια του Τελώνη και να ταπεινολογεί σαν εκείνον, αλλά να μη δικαιωθεί καθώς εκείνος· διότι πρέπει με τα τελωνικά λόγια να συνυπάρχει και η μετάθεση από τα κακά και η ψυχική διάθεση, η κατάνυξη και η υπομονή εκείνου. Και ο Δαβίδ έδειξε εμπράκτως ότι πρέπει, αυτός που κρίνει τον εαυτό του ένοχο ενώπιον του Θεού και μετανοεί, να θεωρεί δικαία και υποφερτή την σε βάρος του ύβρη και ατιμία από άλλους. Διότι μετά την αμαρτία του, όταν ήκουε προσβλητικούς λόγους από τον Σεμεεί, έλεγε σ’ αυτούς που ήθελαν ν’ αντιδράσουν «αφήστε τον να με κακολογεί, διότι ο Κύριος του είπε να κακολογήσει τον Δαβίδ», λέγοντας ότι η συγχώρεσης από τον Θεό για την προς αυτόν αμαρτία είναι πρόσταγμα εκείνου, αν και ο Δαβίδ πάλαιε τότε με δεινή και μεγάλη συμφορά, αφού μόλις προσφάτως είχε επαναστατήσει εναντίον του ο Αβεσσαλώμ.

19. Τότε μάλιστα, εγκαταλείποντας με αφόρητη οδύνη την Ιερουσαλήμ, όταν φεύγοντας έφθασε στις υπώρειες του όρους των Ελαιών, συνάντησε ως προσθήκη της συμφοράς τον Σεμεεί. Ο Σεμεεί έρριπτε εναντίον του λίθους, τον κακολογούσε ασταμάτητα και τον ύβριζε αναιδώς· τον αποκαλούσε άνδρα αιμοβόρο και παράνομο, επαναφέροντας στη μνήμη το σχετικό με την Βηρσαβεέ και τον Ουρία έγκλημα προς ονειδισμό του βασιλέως. Και δεν τον άφησε αφού καταταράσθηκε μια και δυο φορές, και έρριπτε εναντίον του λίθους και με λόγια πληκτικότερα από τους λίθους· αλλά, λέγει, προχωρούσε ο βασιλεύς και όλοι οι άνδρες του μαζί του, ενώ ο Σεμεεί βάδιζε από την πλευρά του όρους πλησίον του βασιλέως, καταρώμενός τον και ρίπτοντας λίθους από τα πλάγια, και πασπαλίζοντάς τον με χώμα. Και δεν στερείτο ανθρώπων που θα τον εμπόδιζαν ο βασιλεύς. Ο Αβεσσά λοιπόν ο στρατηγός, μη αντέχοντας, είπε προς τον Δαβίδ· «γιατί καταράται αυτός ο ψόφιος σκύλος τον κύριό μου τον βασιλέα; Θα μεταβώ λοιπόν να του κάψω το κεφάλι». Ο βασιλεύς όμως συγκράτησε αυτόν και όλους τους άνδρες του, λέγοντας προς αυτούς· «αφήστε τον, για να ιδεί ο Κύριος την ταπείνωσή μου και μου ανταποδώσει αγαθά αντί της κατάρας αυτού».

20. Αυτό το πράγμα και τότε μεν τελέσθηκε και πραγματοποιήθηκε, δεικνύεται δε και με την παραβολή γι’ αυτόν τον Τελώνη και τον Φαρισαίο τελούμενο πάντοτε από την δικαιοσύνη. Διότι αυτός που θεωρεί τον εαυτό του αληθινά υπεύθυνο της αιωνίου κολάσεως, πως δεν θα υπομείνει γενναίως, όχι μόνο ατιμία, αλλά και ζημία και νόσο, και κάθε δυσπραγία και κακοπάθεια γενικώς; Αυτός δε που δεικνύει τέτοια υπομονή, ως χρεώστης και ένοχος, με ελαφρότερη, πρόσκαιρη και διακοπτόμενη καταδίκη λυτρώνεται από την πραγματικά βαριά εκείνη και αφόρητη και ατελείωτη τιμωρία· μερικές φορές δε λυτρώνεται και από τα τώρα βασανίζοντα δεινά, καθώς η θεία χρηστότης λαμβάνει αρχή από εδώ σαν να χρεωστείται λόγω της υπομονής. Γι’ αυτό και κάποιος από τους παιδευμένους από τον Κύριο είπε· «θα υπομείνω την παίδευση από τον Κύριο, διότι ημάρτησα σ’ αυτόν»”.

21. Είθε κι’ εμείς, παιδευόμενοι μ’ ευσπλαχνία, αλλ’ όχι με οργή και θυμό Κυρίου, να μη καταβληθούμε από την τιμωρία του Θεού, αλλά κατά τον ψαλμωδό στο τέλος ν’ ανορθωθούμε, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον οποίο αρμόζει δόξα, δύναμις, τιμή και προσκύνησις μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Λόγος περί της υποθέσεως του Τελώνου και του Φαρισαίου

Λόγος περί της υποθέσεως
του Τελώνου και του Φαρισαίου

Ἁγίου Ανδρέου Κρήτης

Το περιεχόμενο της παραβολής του Τελώνου και του Φαρισαίου αποτελεί προγύμνασμα και προετοιμασία, γι’ αυτούς που θέλουν να πλησιάσουν την ιερά ταπείνωση, που περιέχεται σε όλες τις αρετές, που πάνω σε αυτές στηρίζεται η Βασιλεία των ουρανών και, να απέχουν από την θεομίσητο αλαζονεία, η οποία αποτρέπει τον άνθρωπο από κάθε φιλόχριστο αρετή.

Ποίος λοιπόν δεν θα ποθήσει να μιμηθεί την επιστροφή και τη μετάνοια του Τελώνη και δεν θα αποστραφεί την έπαρση του Φαρισαίου, αφού η μεν ταπείνωση συνδέεται με τον Χριστό, η δε αλαζονεία με τον υπερήφανο δαίμονα;

Η αλαζονεία είναι χωρίς αμφιβολία αυτή που έκανε τον πρώτο από τους αγγέλους, που ονομαζόταν και εωσφόρος, διάβολο. Αυτή εξεδίωξε τον γενάρχη Αδάμ από τον Παράδεισο. «Καθείλε δυνάστας από θρόνων και ύψωσε ταπεινούς». «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν». Αυτή καταδικάζει τον Φαραώ: «Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού, ουκ έστι Θεός». Αυτή κατέβαλε τον Ναβουχοδονόσορα, διότι «Κυρίω Θεώ σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις», και «ου ποιήσεις ουδέν ομοίωμα». Αν και του ενός η αρρώστια θεραπεύθηκε, ενώ του άλλου το πάθος κατάντησε έξις. Αληθώς, πυρετός είναι η υπερηφάνεια που αδρανοποιεί την ευαισθησία του αρρώστου, ψυχασθένεια φοβερά που ερεθίζει τον άνθρωπο προς πτώση, υδρωπικία είναι, γεμάτη από υγρό και αέρα. «Τίς γαρ αναβήσεται εις το όρος Κυρίου; Αθώος χερσί και καθαρός τη καρδία, ος ουκ έλαβε επί ματαίω την ψυχήν αυτού». Αύτη ήταν η ματαιότητα και η αγερωχία του Τύρου, που αφαιρώντας του και την τελευταία ικμάδα χάριτος, τον άφησε σαν ξηραμένη γη. Οπωσδήποτε το γνωρίζετε αυτό και με τον λόγο και με την πείρα. Ο αλαζών δεν αισθάνεται την ανάγκη της τελειοποιητικής χάριτος του Θεού, και γι’ αυτό είναι άνυδρος και ξηρός, αφού του λείπει η ζωτική θερμότης και η ζωογόνος υγρασία. Σ’ αυτόν, όπως στο απογυμνωμένο δένδρο, φτιάχνει τη φωλιά του ο νυκτοκόρακας διάβολος.

Και με ένα λόγο, η ταπείνωση είναι τροφός των αρετών, αρχή και τέλος και κεφαλή του κάλλους της χριστιανικής ευσεβείας. Αφανισμός των παθών, διατήρησης της υγρασίας στην ρίζα της πίστεως. Η ταπείνωση συνυπάρχει με τον φόβο του Θεού, ο οποίος διώκει την ανομία, όπως είπαν και ο Ιερεμίας και ο Σολομών. Είναι αλήθεια ότι «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου». Αυτή κάνει τον Τελώνη κήρυκα του Πνεύματος, η δε αλαζονεία κατασκευάζει τον Φαρισαίο, τύμπανο κενό που ματαίως αλαλάζει. Αλήθινά σαν τα ρόδια των Σοδόμων είναι ο υποκριτής, πεπόνι όμορφο απ’ έξω, αλλά εσωτερικά σάπιος και άχαρος.

Ανέβηκε στον ναό ο Τελώνης, και μάλιστα ανέβηκε και σωματικά και ψυχικά. Ανέβηκε στον ναό ο Φαρισαίος σωματικά, όχι όμως και ψυχικά. Διότι ο μεν ένας ανέβηκε κατεβαίνοντας ψυχικά με την ταπείνωση, ενώ ο άλλος κατέβηκε ψυχικά ανεβαίνοντας με την υπερηφάνεια. Ο ένας ανέβηκε με «αναβάσεις εν τη καρδία αυτού», κατά τον Δαυίδ, επήρε δηλαδή τον δρόμο που οδηγεί στον Παράδεισο, ενώ ο άλλος κατέβηκε κατεβαίνοντας στον εωσφόρο, τον αρχηγό της υπερηφάνειας. Ο ένας ανέβηκε με την ανάβαση και την επίδοση στις αρετές, ενώ ο άλλος κατέβηκε από τις αρετές, και από αυτές πέρασε στις κακίες.

Πολλοί έρχονται μέσα στον ναό, αλλά λίγοι μετέχουν της ιερότητάς του, διότι δεν είναι άξιοι του οίκου του Θεού. Επειδή ο υπερήφανος «ου μένει εν τη αγάπη, ο δε μη μένων εν τη αγάπη, εν τω Θεώ ου μένει», κατά τον Ιωάννη. Ενώ αυτός που παραμένει στην αγάπη, μένει στον Θεό, και ο Θεός σ’ αυτόν, και είναι ναός Θεού, σύμφωνα με τον Παύλο. Αυτοί οι άνθρωποι κυρίως εισέρχονται στον ιερό ναό του Θεού, στους οποίους και ο Θεός ενεργεί με ιδιαίτερο τρόπο. Φωτίζει δε ο Θεός μόνο τους νηπίους και μικρούς, κατά τον μουσουργό Δαυίδ. Διότι «όπου ταπείνωσις, εκεί και σοφία» κατά τον Σολομώντα. Σοφία πίστεως και σοφία πράξεως.

Αυτή η σοφία έλειπε από τον Φαρισαίο, γι’ αυτό και σαν υποκριτής που είναι, ευχαριστεί μόνον για τα εξωτερικά τον Θεό, εσωτερικά δε γίνεται αχάριστος προς τον Θεό. Διότι δεν τηρεί την εντολή «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν». Ήταν καλός ο λόγος «ευχαριστώ σοι», επειδή ο Φαρισαίος δεν απέδιδε την αρετή στον εαυτόν του, όπως ο Ναβουχοδονόσορ και ο Σεμεΐας και ο Πέτρος. Σ’ αυτήν την υπερηφάνεια είχε πέσει ο εωσφόρος και ο Αδάμ. Νόμιζε όμως πως έχει αυτό που δεν είχε. Και αν το είχε, το έχασε με την υπερηφάνεια. Επειδή κι εκείνος που έχει, οφείλει να ομολογεί ότι δεν έχει, και να λέγει: «Αχρείος δούλος ειμί», επειδή «ου δικαιωθήσεται ενώπιόν σου πας ζων».

Πράγματι αποβάλλει την αρετή αυτός που δεν ταπεινώνεται και αυτός που δεν αγαπά, καταφρονεί. Αληθηνά, είναι αρχή κάθε είδους αμαρτίας η υπερηφάνεια. Αυτήν ακολουθεί ο φθόνος, τον φθόνο ο φόνος. Εξ αιτίας αυτής ο Αβεσσαλώμ βλέπει σαν εχθρό τον πατέρα του, και σπεύδει να τον φονεύσει. Είναι όντως χειρότερος ο κρυφός κακός από τον φανερό, και δεν διαφέρει από τον διάβολο, ο οποίος εξαπάτησε τον πρωτόπλαστο με τον όφι.

Γι’ αυτό ο φανερά κακότροπος δικαιώνεται, και ο αφανής καταδικάζεται. Επειδή ο ένας έχει μόνον τους κακούς τρόπους, ενώ στον άλλον ακολουθούν το ψεύδος και η απάτη, και γι’ αυτό η άκρα αλήθεια τον αποδιώκει. Επειδή η αγάπη είναι που χαρακτηρίζει τους εκλεκτούς, σύμφωνα με την δευτέρα επιστολή του Πέτρου, το πρώτο κεφάλαιο της προς Εφεσίους του Παύλου και το τρίτο προς Κολασσαείς, η δε έχθρα αποδοκιμάζει.

Ο Τελώνης ανεγνώρισε την αμαρτία του, και εδικαιώθη, φεύγοντας μακριά της. Γι’ αυτό και ζει, σύμφωνα με τον Ιεζεκιήλ. Αυτή την ζωή ηύρε και ο Δαυίδ, όπως του απεκάλυψε ο Νάθαν. Ο Φαρισαίος δεν ανεγνώρισε την αμαρτία του και έφυγε μακριά από την ζωή. Και πρόσεξε πάλι καλά τι λέγει το Ευαγγέλιο: «Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το Ιερόν προσεύξασθαι, ο εις Φαρισαίος και ο έτερος Τελώνης». Για παραδειγματισμό των ανθρώπων οι οποίοι δικαιώνουν τους εαυτούς των και εξουθενώνουν αυτούς που αμαρτάνουν. Παρουσιάζει ο Κύριος τον Φαρισαίο ως παράδειγμα των υπερήφανων, τον δε Τελώνη ως παράδειγμα αυτών που αμαρτάνουν αλλά προσεύχονται και εξομολογούνται με συντετριμμένη καρδία, ώστε να μας διδάξει όλους να μισούμε την υπερηφάνεια, την δε ταπείνωση να την αγαπούμε.

Δείχνει καθαρά από αυτήν την παραβολή ο Χριστός, ότι η μεν δικαιοσύνη και η αρετή είναι μεγάλες και φέρουν τον άνθρωπο κοντά στον Θεό, όταν όμως συνδυασθούν με την υπερηφάνεια, ρίπτουν τον άνθρωπο στον κατώτερο βυθό. Αυτό έπαθε και ο Φαρισαίος και από αυτήν την αιτία κατεκρίθη και κατέληξε στην απώλεια. Διότι η αδικία και η αμαρτία είναι βδελυκτή και μισητή και βαρύτερη από κάθε κακία, και απομακρύνει τον άνθρωπο από τον Θεό. Ενώ η ταπείνωση με την μετάνοια και την εξομολόγηση, τον δικαιώνει και τον αξιώνει της σωτηρίας, τον φέρει δε και τον τοποθετεί κοντά στον Θεό. Αυτό ηύρε ο Τελώνης και από αυτήν την αιτία δικαιώθηκε και αξιώθηκε της σωτηρίας.

«Ὁ Φαρισαῖος σταθείς (αφού στάθηκε, για λίγο) πρός ἑαυτόν, εἷπε· Ὁ Θεός εὐχαριστῶ σοι, ὅτι οὐκ εἰμί ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι». Αλίμονο, τι υπερηφάνεια! Ο Κύριος και ο Ησαΐας την κατακρίνουν, επειδή αυτή κατέβασε τον Ιωσήφ στην Αίγυπτο, και προξένησε στον Φαραώ το θράσος και ακολούθως όλα τα κακά τότε στην Αίγυπτο. Αλίμονο στο αναιδέστατο στόμα. Δεν είμαι, λέγει, όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί ή και όπως αυτός εδώ ο Τελώνης. Ως αρχή της υπερηφανείας εμφανίζεται η ύβρις.

Διότι όποιος περιφρονεί τους άλλους και τους θεωρεί σαν ένα τίποτε, και τους αποστρέφεται, άλλους ως πτωχούς, άλλους ως ταπεινής καταγωγής, άλλους ως αμαθείς και απλοϊκούς, άλλους δε ως αδίκους και αμαρτωλούς, από αυτήν την ύβρη παρασύρεται, και μόνον τον εαυτόν του θεωρεί σοφό, συνετό, ευγενή, πλούσιο, δυνατό, δίκαιο και ανώτερο από όλους τους ανθρώπους. Πράγματι, η ύβρις είναι αρχή της υπερηφανείας, και η υπερηφάνεια κακό γεννημένο από την ύβρη. Γι’ αυτό και η περιβόητος ημέρα του Κυρίου θα εκδικηθεί κάθε υβριστή και υπερήφανο, επειδή οι αμαρτίες αυτές ως συγγενείς τιμωρούνται με τον ίδιον τρόπο.

Ο Φαρισαίος έδειξε και με το σχήμα και με την στάση του την υψηλοφροσύνη και την αλαζονεία που είχε. Και τα λόγια του στην αρχή μεν ήσαν λόγια ευγνωμοσύνης, διότι έλεγε «ο Θεός ευχαριστώ σοι». Μετά απ’ αυτά όμως, όσα είπε ήσαν γεμάτα από αλαζονεία και υπερηφάνεια. Επειδή δεν είπε: Συ με δημιούργησες, Κύριέ μου, και με την βοήθεια την δική σου ελευθερώνομαι από κάθε αδικία και αρπαγή και από τα άλλα κακά· διότι λέγει: «Τί ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες;».

Αλλά όλα τα κατορθώματα θεωρούσε ότι τα είχε κατορθώσει με την δική του δύναμη. Κάθε άνθρωπος πρέπει να γνωρίζει με βεβαιότητα ότι χωρίς την βοήθεια του Θεού, δεν μπορεί, ούτε έχει τη δύναμη να κατορθώσει κάτι καλό. «Χωρίς ἐμοῦ» λέγει ο Χριστός «οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». Και ο Απόστολος «οὐ τοῦ θέλοντος οὐδέ τοῦ τρέχοντος, ἀλλά τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ» και «οὐκ ἐγώ δέ. ἀλλ’ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σύν ἐμοί» και «ὁ Θεός ἐστιν ὁ ἐνεργῶν ἐν ἡμῖν καί τό θέλειν καί τό ἐνεργεῖν”. Και ο Προφήτης, «Ἐάν μή Κύριος οἰκοδομήσῃ οἷκον εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες».

Γι’ αυτό ο μεν Τελώνης ήταν κήπος που έπλεε στα πνευματικά ύδατα, ο δε Φαρισαίος βαλανιδιά χωρίς φύλλα, σύμφωνα με τον Ησαΐα και τον Σολομώντα. Διότι αν και έχουμε τιμηθεί με το αυτεξούσιο της προαιρέσεως, αλλ’ όμως χωρίς την συμμαχία από ψηλά, κανένα ανδραγάθημα δεν θα κατορθώσουμε να επιτελέσουμε. «Οἷδα γάρ» λέγει «ὅτι οὐ τοῦ ἀνθρώπου ἡ ὁδός αὐτοῦ, οὐδέ πορεύεται ἀνήρ κατορθῶσαι πορείαν αὐτοῦ».

Μη λοιπόν θεωρούμε δικές μας τις νίκες στους αγώνες. Δική μας είναι μόνον η προαίρεσης για το καλύτερον, και η προσπάθεια, του Θεού δε η πραγματοποίησης της αγαθής επιθυμίας και διαθέσεως εκείνου ο οποίος δεν έχει εκ φύσεως την δυνατότητα, αλλά λαμβάνει από την χάρη την ικανότητα να λέγη «ἠμπορῶ…». Ο αντίθετος ισχυρισμός είναι περιαυτολογία και καύχησης. «Τί γάρ ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες; εἰ δἐ καί ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μή λαβών;».

«Νηστεύω δίς τοῦ Σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι» (όσα αποκτά, όχι όσα έχει). Επειδή κατηγόρησε τους άλλους ανθρώπους και τον Τελώνη ο Φαρισαίος ότι είναι μοιχοί και άρπαγες, αυτός προβάλει αλαζονικά απέναντι από τη μοιχεία την νηστεία· επειδή η πορνεία προέρχεται από την απόλαυση. Διότι ο χορτασμός είναι πατέρας της ύβρεως, και η πορνεία γεννιέται από το γεμάτο στομάχι. Ο Φαρισαίος όμως καταξηραίνοντας το σώμα με την νηστεία, καυχιόταν ότι απέχει πολύ από αυτά τα πάθη. Επειδή οι Φαρισαίοι νηστεύουν δύο ημέρες της εβδομάδος, Δευτέρα και Πέμπτη. Απέναντι δε στο «άρπαγες και άδικοι», ο Φαρισαίος έβαλε το «αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι». Καυχήθηκε ότι τόσο εναντιώνεται στην αρπαγή και στην αδικία, ώστε να δίδει και τα δικά του σε άλλους. Διότι οι Εβραίοι έδιναν το ένα δέκατο από όσα είχαν, και αργότερα τα τρία δέκατα, το ένα τρίτο δηλαδή της περιουσίας τους.

Αλλά και τις απαρχές και τα πρωτοτόκια και άλλα πολλά έδιναν για τα αμαρτήματα, περί καθαρισμού, στις εορτές, όταν γίνονταν περικοπές στα χρέη τους, και όταν ελευθέρωναν τους δούλους και επίσης όταν έπαιρναν δάνεια χωρίς τόκο. Όλα αυτά εάν συμψηφισθούν και υπολογισθούν, δείχνουν ότι την μισή περιουσία τους την έδιναν στους άλλους ανθρώπους, χωρίς να υψηλοφρονούν και να αλαζονεύονται ότι κάνουν κάτι μεγάλο. Και μάλιστα ας αναλογισθούμε ότι το Ευαγγέλιο λέγει: «Ἐάν μή περισσεύση ἡ δικαιοσύνη ὑμῶν πλεῖον τῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων, οὐκ εἰσελεύσεσθε εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν».

«Ὁ δέ Τελώνης μακρόθεν ἑστώς (είχε σταθεί πολλή ώρα), οὐκ ἤθελε οὐδέ τούς ὀφθαλμούς εἰς τόν οὐρανόν ἐπᾶραι, ἀλλ’ ἔτυπτεν εἰς τό στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῶ ἀμαρτωλῷ. Λέγω ὑμῖν ὅτι κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τόν οἷκον αὐτοῦ· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται, ὁ δέ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται». Επειδή ο Τελώνης δεν είχε έργα αγαθά, ούτε να τα απαριθμήσει μπορούσε στην προσευχή του όπως ο Φαρισαίος· αλλά κτυπούσε το στήθος και μαστίγωνε την καρδία του, και με πολλή συντριβή και κατάνυξη έλεγε: «Ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῶ ἀμαρτωλῷ». Γι’ αυτό και εξιλεώνεται από τον ελεήμονα και διαλλακτικό Κύριο.

Διότι όλα τα αμαρτήματα τα αφανίζει η ταπεινοφροσύνη, η δε υπερηφάνεια αφανίζει όλες τις αρετές, επειδή είναι μεγαλύτερα και βαρύτερα από κάθε αμαρτία και κακία. Είναι καλύτερα, όταν αμαρτάνουμε, να επιστρέφουμε και να ταπεινωνόμαστε, παρά να κατορθώνουμε κάτι και μετά να υψηλοφρονούμε. Ο Τελώνης απαλλάγηκε από τα αμαρτήματα, επειδή δέχθηκε την κατηγορία του Φαρισαίου με πραότητα και υπομονή, ενώ ο Φαρισαίος από την δόξα έπεσε στο βάραθρο της ατιμίας, επειδή δικαίωσε τον εαυτόν του και κατηγόρησε τον Τελώνη και τους άλλους ανθρώπους. Ο Τελώνης από την αξιοκατάκριτη ζωή και την αμαρτία επανήλθε στην μακάρια ζωή και κατάσταση, ενώ ο Φαρισαίος ταπεινώθηκε εξ αιτίας του μεγέθους της υψηλοφροσύνης του.

Δύο πράγματα απαιτούνται από όλους τους ανθρώπους, να κατακρίνουμε τα δικά μας αμαρτήματα και να συγχωρούμε τα αμαρτήματα των άλλων. Διότι εκείνος που βλέπει τα δικά του αμαρτήματα, συγχωρεί πιο εύκολα τους άλλους, ενώ εκείνος που κατακρίνει τους άλλους, τον ίδιον του εαυτόν κατακρίνει και καταδικάζει, έστω και αν έχει πολλές αρετές. Πραγματικά είναι μεγάλο πράγμα το να μη κατακρίνουμε τους άλλους, αλλά τους εαυτούς μας, αδελφοί.

Εμείς όμως, αφήνοντας τις δικές μας αμαρτίες, τους άλλους ιδίως κατακρίνουμε, τους άλλους εξετάζουμε, μη γνωρίζοντας ότι ακόμη και αν είμαστε δικαιότεροι από άλλους, εάν κατακρίνουμε τους άλλους, γινόμαστε ένοχοι και είμαστε άξιοι της ιδίας τιμωρίας και των ιδίων βασάνων, των οποίων είναι άξιος και αυτός τον οποίον κρίνουμε. «ᾮ γάρ κρίματι κρίνετε» λέγει, «τούτῳ καί κριθήσεσθε». Διότι αυτός που πορνεύει, παραβαίνει εντολή, όπως και εκείνος που τον κρίνει. Ώστε και οι δύο παραβαίνουν θεία εντολή, και αυτός που πορνεύει και εκείνος που κρίνει.

Αλλά ας μεταφέρουμε μάλλον την εξέταση των άλλων και την λεπτομερή ενασχόληση στους εαυτούς μας, αγαπητοί. Και εάν δούμε κάποιους να αμαρτάνουν, εμείς ας έχουμε τις δικές μας αμαρτίες ενώπιον των οφθαλμών μας, και ας θωρούμε τα δικά μας χειρότερα από των άλλων. Διότι εκείνος που αμάρτησε, ίσως και την ώρα της αμαρτίας να μετανόησε, ενώ εμείς μένουμε πάντοτε αδιόρθωτοι κατακρίνοντας και εξετάζοντας άλλους. Εκείνος ο Λωτ, αν και κατοικούσε στα Σόδομα, κανέναν δεν κατέκρινε, κανέναν δεν κατηγόρησε.

Γι’ αυτό δικαιώθηκε, και διασώθηκε από την φωτιά και την πανωλεθρία, στα οποία καταδικάστηκαν οι Σοδομίτες. Ας ταπεινωθούμε λοιπόν και εμείς κατακρίνοντας τους εαυτούς μας, τους εαυτούς μας να ονειδίζουμε για να υψωθούμε, να γίνουμε ακατάκριτοι. Ας αγαπήσουμε την ταπεινοφροσύνη. Με αυτήν δικαιώθηκε ο Τελώνης και απέβαλε το φορτίο των αμαρτημάτων του. Ας μισήσουμε την υψηλοφροσύνη, επειδή ο Φαρισαίος από αυτήν κατακρίθηκε και έχασε τις αρετές που είχε. Ο Φαρισαίος, επειδή διέπραξε τα καλά με όχι καλόν τρόπο, κατακρίθηκε. Ο Τελώνης απορρίπτοντας με καλόν τρόπο τα μη καλά έργα, δικαιώθηκε.

Διότι ο Θεός είδε με συμπάθεια τον στεναγμό του Τελώνου, και την συντριβή του και τα κτυπήματα του στήθους του, και αφού δέχθηκε το «ιλάσθητι» τον δικαίωσε μαζί με τον Άβελ. Τις δε θυσίες και τις αρετές και τα κατορθώματα του καυχησιολόγου και υπερήφανου Φαρισαίου τις σιχάθηκε και τις αποστράφηκε, και τον καταδίκασε, όπως τον αδελφοκτόνο Κάιν, για την ιδίαν αιτία. Να μάθουμε, αδελφοί, και να διδαχθούμε να κάνουμε μεγάλα κατορθώματα.

Να μην υψηλοφρονούμε όμως γι’ αυτά· και αν γίνουμε καλοί, δίκαιοι και επιεικείς και πονόψυχοι και ελεήμονες, εμείς να ταπεινωνόμαστε και να μην έχουμε υπεροψία και αλαζονεία, μήπως χάσουμε τους κόπους και τους πόνους μας. Διότι λέγει ο Κύριος «ὅταν ταῦτα πάντα ποιήσητε, λέγετε ὅτι ἀχρείοι δοῦλοι εσμέν, ὅτι ὅ ὠφείλομεν ποιῆσαι, πεποιήκαμεν».

Είναι αναγκαίο και απαραίτητο χρέος να προσφέρουμε στον Θεό των όλων την δουλική ταπείνωση, την υπομονή, την υποταγή, την υπακοή, την ευγνωμοσύνη, την ευχαριστία, και να μεγαλύνουμε και να προσκυνούμε το πανάγιο θέλημά του, και να μην αισθανόμαστε σαν δαγκώματα τους ελέγχους και τις ύβρεις των άλλων, ούτε να καταβαλλόμαστε στους πειρασμούς, ούτε να δυσανασχετούμε, όταν μας κατηγορούν, διότι και από αυτά καρπωνόμαστε πολλή ωφέλεια. Ας μάθουμε και ας γνωρίσουμε, αδελφοί μου, την δύναμη και την ενίσχυση και την βοήθεια της ταπεινώσεως. Ας μάθουμε την καταδίκη και την ζημία και την απώλεια που προξενεί η υψηλοφροσύνη: η σκιά του Βεεμώθ, κατά τον Ιώβ, στους υγρούς τόπους και στις καλαμιές και η εκτροπή από την οδό της αληθείας και του φωτός της δικαιοσύνης.

Και επειδή είναι μεγάλο αγαθό η μετάνοια και η εξομολόγησης και η συντριβή και τα δάκρυα και οι από το βάθος της καρδίας μας στεναγμοί και η κατάνυξης, γι’ αυτό παρακαλώ να εξομολογήστε στον Θεό συνεχώς και να του φανερώνετε τα αμαρτήματά σας. Διότι εάν του παρουσιάζουμε γυμνή την συνείδησή μας, και του δείχνουμε τα τραύματα των ψυχών μας, και δεν κρίνουμε τους άλλους, ούτε αποθηριωνόμαστε με τις ύβρεις των συνανθρώπων μας ούτε λυπούμασε για τις κατηγορίες και τις αδικίες τους, θα μας λυπηθεί ο φιλάνθρωπος Κύριος και θα μας κεράσει τα φάρμακα της συμπαθείας και της ευσπλαχνίας του. Θα τα βάλει στα τραύματα μας και θα μας θεραπεύσει. Ας δείξουμε τα αμαρτήματά μας στον Κύριο, ο οποίος δεν ντροπιάζει, αλλά θεραπεύει. Διότι και αν εμείς σιωπήσουμε, εκείνος τα γνωρίζει όλα.

Ας πούμε λοιπόν τα αμαρτήματά μας, αδελφοί, και ας εξομολογηθούμε καθαρά στον Κύριο, για να κερδίσουμε την συμπάθειά του. Ας αφήσουμε τις αμαρτίες μας εδώ για να πάμε εκεί καθαροί και έτοιμοι, και να εισαχθούμε από τον δίκαιο Κριτή στην Βασιλεία του την ατελεύτητο και αιωνία, και να κληρονομήσουμε τις μελλοντικές εκείνες και αγέραστες διαμονές και την απέραντη χαρά και απόλαυση, τα οποία είθε να επιτύχουμε εν αυτώ Χριστώ τω Θεώ ημών, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

—————————————-

(6ος -7ος αιών. Migne P.G., τ. 97, στ. 1255. Από το βιβλίο “Πατερικόν Κυριακοδρόμιον”, σελίς 449 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)
(Πηγή ηλ. κειμένου: orp.gr)