Στὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ

Στὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ

Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης

«Σαλπίστε τήν πρωτομηνιά μέ τή σάλπιγγα», λέει ὁ Δαβίδ, «τή χαρμόσυνη ἡμέρα τῆς ἑορτῆς σας» (Ψαλ. 80, 4), καί οἱ διαταγές τῆς θεόπνευστης διδασκαλίας εἶναι ὁπωσδήποτε νόμος γιά ὅσους ἀκοῦνε. Ἐπειδή λοιπόν ἦλθε ἡ χαρμόσυνη ἡμέρα τῆς ἑορτῆς μας, ἄς ἐφαρμόσω κι ἐγώ τό νόμο κι ἄς γίνω σαλπιγκτής τῆς ἱερῆς ἡμέρας. Ἡ σάλπιγγα τοῦ νόμου, ὅπως ὑποδεικνύει νά ἐννοήσομε ὁ Ἀπόστολος, εἶναι ὁ λόγος. Γιατί λέει ὅτι δέν πρέπει ὁ ἦχος τῆς σάλπιγγας νά γίνεται ἀσαφής (Α´ Κορ 14, 7 ἑ), ἀλλά οἱ φθόγγοι νά εἶναι εὐδιάκριτοι, γιά νά εἶναι σαφεῖς σ᾿ ὅσους ἀκοῦνε.

Ἄς ἀφήσομε λοιπόν κι ἐμεῖς, ἀδελφοί, κάποια λαμπρή ἠχώ πού ν᾿ ἀκουστεῖ μακριά καί πού δέν εἶναι καθόλου κατώτερη ἀπό τόν ἦχο τῆς κεράτινης σάλπιγγας. Γιατί κι ὁ Νόμος πού προδιαγράφει τήν ἀλήθεια μέ τούς τύπους τῆς σκιᾶς, νομοθέτησε τόν ἦχο τῶν σαλπίγγων κατά τήν ἡμέρα τῆς σκηνοπηγίας (Λευιτ. 23, 24). Καί τό θέμα τῆς ἑορτῆς αὐτῆς εἶναι τό μυστήριο τῆς ἀληθινῆς σκηνοπηγίας. Σ᾿ αὐτήν συμπηγνύεται τό ἀνθρώπινο σκήνωμα ἐκείνου πού γιά χάρη μας φόρεσε τό ἀνθρώπινο σχῆμα.

Σ᾿ αὐτήν τά σκηνώματά μας, πού διαλύει ὁ θάνατος, συμπηγνύονται πάλι ἀπό ἐκεῖνον πού οἰκοδόμησε ἀπό τήν ἀρχή τήν κατοικία μας. Ἄς ποῦμε κι ἐμεῖς τά λόγια τῆς ψαλμωδίας, χορεύοντας ἀντάμα μέ τό μεγαλόφωνο Δαβίδ, «εὐλογημένος αὐτός πού ἔρχεται στό ὄνομα τοῦ Κυρίου» (Ψαλμ. 117, 25). Πῶς ἔρχεται; Ὄχι βέβαια ὅπως μέ ἕνα πλοῖο ἤ μιά ἅμαξα, ἀλλά πού εἰσῆλθε στήν ἀνθρώπινη ζωή χωρίς φθορά παρθενική. «Αὐτός εἶναι ὁ Θεός μας, αὐτός ὁ Κύριος φανερώθηκε γιά μᾶς, γιά νά συστήσει αὐτή τήν ἑορτή μέ φοινικοφόρους ὥς τήν ἄκρη τοῦ θυσιαστηρίου» (Ψαλμ. 117, 27).

Ὁπωσδήποτε δέν ἀγνοοῦμε, ἀδελφοί, τό μυστήριο πού κρύβεται στά λόγια αὐτά· ὅτι ὅλη ἡ κτίση εἶναι ἕνα ἀνάκτορο τοῦ Κυρίου τῆς Κτίσης. Ἀλλά, ἐπειδή ὅταν εἰσῆλθε ἡ ἁμαρτία κλείστηκαν τά στόματα ἐκείνων πού κυρίεψε ἡ κακία καί σώπασε ἡ φωνή τῆς χαρᾶς καί διαλύθηκε τό σύμφωνο τραγούδι τῶν ἑορταστῶν, ἀφοῦ τό ἀνθρώπινο γένος δέ συνεόρταζε μέ τήν ὑπερκόσμια φύση, γι᾿ αὐτό ἦρθαν οἱ σάλπιγγες τῶν προφητῶν καί τῶν ἀποστόλων, πού ὁ νόμος τίς λέει «κεράτινες», ἐπειδή ἡ κατασκευή τους προερχόταν ἀπό τόν ἀληθινό μονόκερο. Αὐτές μέ τή δύναμη τοῦ Πνεύματος ἠχολόγησαν τό λόγο τῆς ἀλήθειας, ὥστε ν᾿ ἀνοίξει ἡ ἀκοή ἡ φραγμένη ἀπό τήν ἁμαρτία καί νά γίνει μιά σύμφωνη ἑορτή, πού μέ τόν εὐτρεπισμό τῆς σκηνοπηγίας τῆς κάτω κτίσης νά συμμελωδεῖ κι αὐτή μέ τίς ὑψηλές καί ὑπέρτερες δυνάμεις τίς γύρω ἀπό τό ἄνω θυσιαστήριο. Γιατί τά κέρατα τοῦ νοητοῦ θυσιαστηρίου εἶναι οἱ Δυνάμεις οἱ ὑψηλές κι ἐξέχουσες τῆς νοερῆς φύσης, Ἀρχές καί Ἐξουσίες καί Θρόνοι καί Κυριότητες.

Μ᾿ αὐτές, μέ τή συμμετοχή τους στήν ἑορτή, συνάπτεται κατά τή σκηνοπηγία τῆς ἀνάστασης ἡ ἀνθρώπινη φύση εὐτρεπισμένη μέ τήν ἀνακαίνιση τῶν σωμάτων. Γιατί τό ̒πυκάζομαι᾿ σημαίνει ὅ,τι καί τό εὐτρεπίζομαι ἤ ντύνομαι, ὅπως τό ἑρμηνεύουν ὅσοι γνωρίζουν αὐτά τά πράγματα. Ἐλᾶτε λοιπόν νά ξεσηκώσομε τίς ψυχές μας γιά τόν πνευματικό χορό κι ἄς βάλομε πρωτοχορευτή καί ἀρχηγό καί κορυφαῖο τοῦ χοροῦ μας τό Δαβίδ κι ἄς ποῦμε μαζί μ᾿ ἐκεῖνον τόν μελωδικό ἐκεῖνο στίχο πού ψάλαμε πρίν ἀπό λίγο.

Ἄς τόν ἐπαναλάβομε ἄλλη μιά φορά· «αὐτή εἶναι ἡ ἡμέρα πού ἔκανε ὁ Κύριος· εἶναι ἡμέρα χαρᾶς καί ἀγαλλίασης γιά μᾶς» (Ψαλμ. 117, 24). Τή μέρα αὐτή ἀρχίζει νά ὑποχωρεῖ τό σκοτάδι καί ἡ ἔκταση τῆς νύκτας μέ τόν πλεονασμό τοῦ φωτός περιορίζεται ὁλοένα. Δέν εἶναι, ἀδελφοί μου, τυχαία κι αὐτόματη ἡ οἰκονομία αὐτή σχετικά μέ τήν ἑορτή, νά παρουσιαστεῖ τή στιγμή αὐτή ἡ θεία ζωή μέσα στήν ἀνθρώπινη, ἀλλά ἡ κτίση μέ τά φαινόμενα αὐτά διηγεῖται στούς πιό διορατικούς κάποιο μυστήριο καί σχεδόν φωνάζει καί λέει σ᾿ αὐτόν πού μπορεῖ ν᾿ ἀκούσει τί θέλει ἡ ἡμέρα πού μεγαλώνει κατά τήν παρουσία τοῦ Κυρίου καί ἡ νύχτα πού κολοβώνεται.

Ἐγώ νομίζω πώς ἀκούω τήν κτίση νά διηγεῖται κάτι τέτοια. Βλέποντας αὐτά, ἄνθρωπε, σκέψου τό κρυφό πού σοῦ φανερώνουν τά φαινόμενα. Βλέπετε τή νύχτα πού προχώρησε στό ἀκρότατο σημεῖο της, ἐκεῖ σταμάτησε νά προχωρεῖ, κι ἄρχισε πάλι νά ἐπιστρέφει; Βάλε στό νοῦ σου ὅτι ἡ κακή νύχτα τῆς ἁμαρτίας, ἀφοῦ μεγάλωσε ὅσο τῆς ἦταν δυνατό κι ἔφτασε μέ κάθε ἐπινόηση κακῶν στό ἀνώτερο μέγεθος τῆς κακίας, ἀνακόπηκε σήμερα ἀπό τήν παραπέρα προχώρησή της καί ἀπό δῶ καί πέρα ὠθεῖται πιά στόν περιορισμό καί στόν ἀφανισμό.

Βλέπεις ὅτι ἡ λάμψη τοῦ φωτός διαρκεῖ περισσότερο καί ὁ ἥλιος εἶναι πάνω ἀπό τό συνηθισμένο; Σκέψου τήν παρουσία τοῦ ἀληθινοῦ φωτός, πού καταφωτίζει μέ τίς εὐαγγελικές ἀκτίνες ὅλη τήν οἰκουμένη. Ἴσως καί γιά τό ὅτι δέν φανερώθηκε ὁ Κύριος ἀπό τήν ἀρχή, ἀλλά χάρισε τήν φανέρωση τῆς θεότητάς Του στήν ἀνθρώπινη ζωή στά τελευταῖα αὐτά χρόνια, θά σκεφτεῖ εὔλογα κανένας αὐτή τήν αἰτία, ὅτι αὐτός πού ἦταν νά κατεβεῖ μέσα στήν ἀνθρώπινη ζωή γιά τήν κατάλυση τῆς κακίας, περίμενε ὑποχρεωτικά νά βλαστήσει ὁλοκληρωτικά ἡ ἁμαρτία πού φύτεψε ὁ ἐχθρός. Καί τότε ὁδήγησε, ὅπως λέει τό Εὐαγγέλιο, τό τσεκούρι στή ρίζα (Ματθ. 3, 10). Γιατί καί οἱ γιατροί, ὅσοι ὑπερέχουν στήν τέχνη τους, ὅσο ὁ πυρετός κρυφοκαίει ἀκόμα τό σῶμα καί ἐνῶ λίγο δυναμώνει ἀπό τίς νοσογόνες αἰτίες, ὑποχωροῦν σ᾿ αὐτόν, ὥσπου νά φτάσει στό ψηλότερό του σημεῖο, καί δέν προσφέρουν στόν ἄρρωστο καμιά βοήθεια μέσω τῶν τροφῶν. Ὅταν ὅμως τό κακό σταματήσει, τότε βάζουν σ᾿ ἐνέργεια τήν τέχνη τους, ὅταν ἐκδηλωθεῖ ὅλη ἡ ἀρρώστια.

Ἔτσι κι αὐτός πού γιατρεύει ὅσους νοσοῦν στήν ψυχήν περίμενε νά ἐκδηλωθεῖ ὅλη ἡ ἀρρώστια τῆς κακίας πού αἰχμαλώτισε τή φύση τῶν ἀνθρώπων, γιά νά μή μείνει ἀθεράπευτο κανένα κακό ἀπό ὅσα κρύβονταν, ἀφοῦ ὁ γιατρός θά θεράπευε μόνο ὅ,τι φαινόταν. Γιά αὐτό οὔτε κατά τήν ἐποχή τοῦ Νῶε, ὁπότε εἶχε καταφθαρεῖ μέσα στήν ἀδικία ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα, δέν ἐπιφέρει μέ τήν ἐμφάνισή Του τήν ἴαση, ἐπειδή δέν εἶχε βλαστήσει ἀκόμα ὁ βλαστός τῆς σοδομιτικῆς κακίας. Οὔτε φαίνεται ὁ Κύριος τόν καιρό τῆς καταστροφῆς τῶν Σοδόμων. Γιατί πολλά ἀκόμα κακά κρύβονταν μέσα στήν ἀνθρώπινη φύση. Πράγματι ποῦ ἦταν ὁ θεομάχος Φαραώ; Ποῦ ἡ ἀκαταδάμαστη κακία τῶν Αἰγυπτίων;

Οὔτε τότε ἦταν ἡ κατάλληλη στιγμή γιά τόν ἐπανορθωτή τοῦ παντός, τήν ἐποχή ἐννοῶ τῆς κακίας τῶν Αἰγυπτίων, νά ἀναμιχθεῖ στή ζωή μας, ἀλλά ἔπρεπε νά κάνει τήν ἐμφάνισή της καί ἡ παρανομία τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ἔπρεπε ἀκόμα νά φανερωθεῖ στή ζωή καί ἡ βασιλεία τῶν Ἀσσυρίων καί ἡ ἀλαζονεία τοῦ Ναβουχοδονόσορα πού κρυφόκαιγε. Ἔπρεπε νά ξεπεταχτεῖ σάν ἕνα πονηρό ὅλο ἀγκάθια φυτό ὁ δόλιος φόνος τῶν ὁσίων ἀπό τήν κακή ρίζα τοῦ διαβόλου. Ἔπρεπε νά ἐκδηλωθεῖ ἡ λύσσα τῶν Ἰουδαίων κατά τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ, πού σκότωσαν τούς προφῆτες καί λιθοβολοῦσαν τούς ἀπεσταλμένους του καί τέλος διέπραξαν τόν ἀνόσιο φόνο τοῦ Ζαχαρία ἀνάμεσα στό ναό καί στό θυσιαστήριο (Ματθ. 23, 35).

Πρόσθεσε στόν κατάλογο τῶν κακουργημάτων καί τήν παιδοκτονία τοῦ Ἡρώδη. Ἀφοῦ λοιπόν παρουσιάστηκε ὅλη ἡ δύναμη τῆς κακίας ἀπό τήν πονηρή ρίζα καί αὐξήθηκε θρασομανώντας σέ πολλά εἴδη στίς προαιρέσεις τῶν γνωστῶν γιά τήν κακία τους κάθε γενιᾶς τότε, ὅπως λέει ὁ Παῦλος στούς Ἀθηναίους, παραβλέποντας ὁ Θεός τούς χρόνους τῆς ἄγνοιας, ἔρχεται στίς ἔσχατες ἡμέρες (Πράξ. 17, 30), ὅταν δέν ὑπῆρχε κανένας πού νά γνωρίζει καί ν᾿ ἀναζητεῖ τό Θεό.

Ὅταν εἶχαν ξεκλίνει ὅλοι καί εἶχαν ἐξαχρειωθεῖ (Ψαλμ. 13, 2), ὅταν ἡ ἁμαρτία εἶχε ἁπλωθεῖ παντοῦ (Ρωμ. 3, 3), ὅταν περίσσευε ἡ ἀνομία, ὅταν ὁ ζόφος τῆς κακίας ἔφτασε στό ἀκρότατο ὅριο, τότε φάνηκε ἡ χάρη, τότε ἀνέτειλε ἡ ἀκτίνα τοῦ ἀληθινοῦ φωτός ἐπάνω μας. Τότε φάνηκε ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης σ᾿ ἐκείνους πού κάθονταν στό σκότος καί στή σκιά τοῦ θανάτου (Ἠσ. 9, 2), τότε τσάκισε τίς πολλές κεφαλές τοῦ δράκοντα πατώντας τον μέ τό πόδι του καί συντρίβοντάς τον καί καταπατώντας τον στή γῆ. Καί κανένας, βλέποντας τά τωρινά κακά, νά μή νομίζει ὅτι ὁ λόγος ψεύδεται πού λέει ὅτι ὁ Κύριος ἔλαμψε σάν ἥλιος στή ζωή μας κατά τούς τελευταίους καιρούς.

Θά πεῖ ἴσως ὁ ἀντιρρησίας, ὅτι αὐτός πού περίμενε τούς καιρούς γιά νά φανερωθεῖ ἡ κακία, νά αὐξηθεῖ καί νά τήν ἀποσπάσει ἀπό τή ρίζα, εἶναι φυσικό ὅτι θά τήν ἔχει καταλύσει ὁλόκληρη, ὥστε νά μήν ἔχει μείνει κανένα ἀπομεινάρι της στή ζωή μας. Ὅμως τώρα γίνονται μέ τόλμη καί φόνοι καί κλοπές καί μοιχεῖες καί τά χειρότερα κακουργήματα. Ἀλλά αὐτός πού διαπιστώνει αὐτό τό πράγμα ἄς λύσει τήν ἀμφιβολία του μέ ἕνα παράδειγμα ἀπό τά γνωστά. Ὅπως δηλαδή ὅταν σκοτώνομε κάποιο ἑρπετό, βλέπομε ὅτι δέν πεθαίνει ὅλο τό φίδι μαζί μέ τό κεφάλι, ἀλλά, ἐνῶ τό κεφάλι ἔχει πεθάνει, τό ὑπόλοιπο σῶμα εἶναι ζωντανό καί δείχνει τό θυμό του, χωρίς νά ἔχει στερηθεῖ τή ζωτική δύναμη, ἔτσι κι αὐτός πού σκότωσε τό δράκοντα.

Ὅταν τό θηρίο μεγάλωσε αὐξημένο σέ κάθε μιά ἀπό τίς γενιές τῶν ἀνθρώπων συντρίβοντάς του τήν κεφαλή, δηλαδή τή δύναμη πού ἀναιρεῖ τά καλά καί ἔχει τά πολλά κεφάλια, δέν ἔκανε πιά κανένα λόγο γιά τό ὑπόλοιπο σῶμα, ἐπιτρέποντας νά ἀπομείνει ἡ κίνηση μέσα στό νεκρό θηρίο ὡς ἀφορμή ἄσκησης γιά τούς μεταγενέστερους. Ποιό εἶναι λοιπόν τό κεφάλι πού συντρίφτηκε; Ἐκεῖνο πού ἔφερε στή ζωή τό θάνατο μέ τή ἁμαρτωλή συμβουλή, πού μέ τό δάγκωμά του στάλαξε στόν ἄνθρωπο τό θανατηφόρο δηλητήριο.

Αὐτός λοιπόν πού κατάλυσε τήν ἐξουσία τοῦ θανάτου, σύντριψε τή δύναμη τῆς κεφαλῆς τοῦ φιδιοῦ, ὅπως λέει ὁ προφήτης. Τό ὑπόλοιπο ὅμως σῶμα τοῦ θηρίου σκορπισμένο μέσα στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται μέσα στίς κινήσεις τῆς κακίας, σκληραίνει ἀδιάκοπα τή ζωή μας μέ τά λέπια τῆς ἁμαρτίας. Ἡ δύναμή του βέβαια εἶναι πιά νεκρή, ἀφοῦ ἀχρηστεύθηκε τό κεφάλι. Ὅταν περάσει ὅμως ὁ καιρός καί ἀκινητοποιηθοῦν τά κινούμενα κομμάτια κατά τή συντέλεια τῆς ζωῆς αὐτῆς πού προσδοκοῦμε, τότε καταργεῖται ἡ οὐρά καί τό τελευταῖο τμῆμα τοῦ ἐχθροῦ, κι αὐτό εἶναι ὁ θάνατος. Κι ἔτσι θά πραγματοποιηθεῖ ὁ πλήρης ἀφανισμός τῆς κακίας, ἀφοῦ θ᾿ ἀνακληθοῦν ὅλοι μέ τήν ἀνάσταση στή ζωή. Οἱ δίκαιοι θά μετοικήσουν ἀμέσως στήν οὐράνια μακαριότητα, ἐνῶ οἱ ἔνοχοι ἁμαρτημάτων θά παραδοθοῦν στή γέεννα.

Ἀλλά ἄς ἐπιστρέψομε στή χαρά τῆς ἡμέρας, πού εὐαγγελίζονται οἱ ἄγγελοι στούς ποιμένες καί οἱ οὐρανοί διηγοῦνται στούς μάγους, τήν ὁποία ἀνακηρύττει τό Πνεῦμα τῆς προφητείας μέ τά πολλά καί διάφορα πού λέει, ὥστε καί οἱ μάγοι νά γίνουν κήρυκες τῆς χάριτος. Γιατί Ἐκεῖνος πού ἀνατέλλει τόν ἥλιο του γιά δίκαιους καί ἄδικους, πού βρέχει γιά πονηρούς καί ἀγαθούς, ἔφερε τή λάμψη τῆς γνώσης καί τή δρόσο τοῦ Πνεύματος ἀκόμα καί σέ ξένα στόματα, ὥστε μέ τή μαρτυρία τῶν ἀντιθέτων νά βεβαιωθεῖ ἀκόμα περισσότερο ἡ ἀλήθεια σ᾿ ἐμᾶς. Ἀκοῦς τόν οἰωνοσκόπο Βαλαάμ νά κηρύττει στούς ἀλλόφυλους μέ ἀνώτερη ἔμπνευση ὅτι «θ᾿ ἀνατείλει ἕνα ἀστέρι ἀπό τόν Ἰακώβ». Βλέπεις τούς μάγους, πού ἕλκουν ἀπό ἐκεῖνον τή γενιά τους, νά παρακολουθοῦν κατά τήν πρόρρηση τοῦ προπάτορα τήν ἀνατολή τοῦ νέου ἄστρου, πού μόνο αὐτό διαφορετικά ἀπό τή φύση τῶν ἄλλων ἄστρων καί κινήθηκε καί σταμάτησε κάνοντας ἀνάλογα μέ τό τί χρειαζόταν πότε τό ἕνα πότε τό ἄλλο. Ἐνῶ δηλαδή ἀπό τά ἄλλα ἄστρα ἡ μία κατηγορία εἶναι τοποθετημένα στήν ἁπλανή σφαίρα καί τούς ἔλαχε στάση ἀπαρασάλευτη, καί τά ἄλλα δέν παύουν ποτέ νά κινοῦνται, τό ἀστέρι τοῦτο καί κινεῖται ὁδηγώντας τούς μάγους ἀλλά καί σταματᾶ δείχνοντας τόν τόπο. Ἀκοῦς τόν Ἠσαΐα νά φωνάζει «γεννήθηκε γιά χάρη μας παιδί καί μᾶς δόθηκε υἱός» (Ἠσ. 9, 6). Μάθε ἀπό τόν ἴδιο τόν προφήτη πῶς γεννήθηκε τό παιδί, πῶς μᾶς δόθηκε υἱός. Ἄραγε κατά τό φυσικό νόμο; Ὄχι, λέει ὁ προφήτης. Ὁ Κύριος τῆς φύσης δέ γίνεται δοῦλος τῆς φύσης. Πές μου ὅμως, πῶς γεννήθηκε τό παιδί. «Νά», λέει, «ἡ Παρθένος θά συλλάβει καί θά γεννήσει υἱό καί θά τοῦ δώσουν τό ὄνομα Ἐμμανουήλ, πού ἑρμηνεύεται ̒ὁ Θεός εἶναι μαζί μας᾿» (Ἠσ. 7, 14). Πώ πώ θαῦμα! Ἡ παρθένος γίνεται μητέρα καί παραμένει παρθένος.

Βλέπεις τήν καινοτομία τῆς φύσης. Στίς ἄλλες γυναῖκες ὅσο μία εἶναι παρθένος δέν εἶναι μητέρα, ὅταν ὅμως γίνει μητέρα δέν ἔχει πιά τό γνώρισμα τῆς παρθενίας. Ἐδῶ καί τά δύο ὀνόματα συνέπεσαν. Ἡ ἴδια εἶναι καί μητέρα καί παρθένος καί οὔτε ἡ παρθενία ἐμπόδισε τή γέννηση οὔτε ἡ γέννηση κατάργησε τήν παρθενία. Ἔπρεπε αὐτός πού ἦρθε στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου γιά ν᾿ ἀφθαρτοποιήσει τό πᾶν, ν᾿ ἀρχίσει ἀπό τήν ἀφθαρσία πού ἐξυπηρετοῦσε τή γέννησή του.

Ἡ συνήθεια τῶν ἀνθρώπων ὀνομάζει ̒ἄφθορη᾿ αὐτήν πού δέν ἔχει πείρα γάμου. Αὐτό μοῦ φαίνεται ἔχει κατανοήσει πρῶτος Ἐκεῖνος ὁ Μωϋσῆς ὁ μέγας μέ τή θεοφάνεια πού τοῦ ἔγινε μέ τό φῶς, ὅταν ἡ φωτιά ἄναβε στή βάτο καί ἡ βάτος δέν καιγόταν. Γιατί λέει, «θά μεταβῶ καί θά δῶ αὐτό τό μέγα ὅραμα» (Ἐξ. 3, 3). Δέ δηλώνει νομίζω τοπική κίνηση μέ τή μετάβαση, ἀλλά τό πέρασμα τοῦ χρόνου. Αὐτό δηλαδή πού προτυπώθηκε τότε μέ τή φλόγα καί τή βάτο, ἀφοῦ πέρασε ὁ ἐνδιάμεσος χρόνος, ἀποκαλύφθηκε φανερά στό μυστήριο μέ τήν Παρθένο. Ὅπως ἐκεῖ ὁ θάμνος ἐνῶ φλογίζεται δέν καίγεται, ἔτσι καί ἐδῶ ἡ Παρθένος καί γεννᾶ τό φῶς ἀλλά καί δέν παθαίνει καμιά φθορά.

Ἄν τώρα ἡ βάτος προτυπώνει τό σῶμα τῆς Παρθένου, μήν ντραπεῖς γιά τό αἴνιγμα. Γιατί κάθε σάρκα ἐπειδή παραδέχεται τήν ἁμαρτία, εἶναι ἁμαρτία ἀκριβῶς κατά τό ὅτι εἶναι μόνο σάρκα (Β´ Βασ. 23, 6), ἐνῶ ἡ ἁμαρτία στή Γραφή παίρνει τό ὄνομα τοῦ ἀγκαθιοῦ. Καί γιά νά μήν ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τό θέμα μας, ἴσως δέν εἶναι ἄκαιρο νά φέρομε τόν Ζαχαρία πού σκοτώθηκε ἀνάμεσα στό ναό καί στό θυσιαστηρίο ὡς μάρτυρα τῆς ἄφθορης μητέρας. Ὁ Ζαχαρίας ἦταν ἱερέας καί ὄχι μόνο ἱερέας, ἀλλά εἶχε καί τό χάρισμα τῆς προφητείας (Λουκᾶ 1, 3 ἑ), πού ἡ δύναμή της διακηρύσσεται γραμμένη μέσα στό βιβλίο τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅταν προετοίμαζε ἡ θεία Χάρη τούς ἀνθρώπους νά μή θεωρήσουν ἀπίθανη τή γέννηση τῆς Παρθένου, προετοιμάζει τή συγκατάθεση τῶν ἀπίστων μέ μικρότερα θαύματα, ὅπως γιά παράδειγμα ἡ ἡλικιωμένη στείρα ἀποχτᾶ παιδί. Αὐτό εἶναι τό προοίμιο τοῦ θαύματος τῆς παρθενίας. Ὅπως δηλαδή ἡ Ἐλισάβετ δέ γίνεται μητέρα μέ τή φυσική της δύναμη, ἀφοῦ εἶχε γηράσει χωρίς ν᾿ ἀποκτήσει παιδί, ἀλλά ἡ γέννηση τοῦ παιδιοῦ ἀποδίδεται στό θεῖο θέλημα, ἔτσι καί τό ἀπίστευτο τοῦ παρθενικοῦ κοιλοπονήματος, γίνεται πιστευτό μέ τήν ἀναφορά του στό θεῖο.

Ἐπειδή λοιπόν ὁ υἱός πού προῆλθε ἀπό τή στείρα προλαμβάνει αὐτόν πού προῆλθε ἀπό τήν παρθενία, αὐτός πού σκίρτησε προτοῦ γεννηθεῖ μέσα στά σπλάχνα τῆς μητέρας του μέ τή φωνή ἐκείνης πού κυοφοροῦσε τόν Κύριο, ὅταν γεννήθηκε ὁ Πρόδρομος τοῦ Λόγου, τότε μέ τήν προφητική ἔμπνευση λύεται ἡ σιωπή τοῦ Ζαχαρία. Καί ὅσα διατυπώνει ὁ Ζαχαρίας ἀποτελοῦσαν προφητεία γιά τό μέλλον. Αὐτός λοιπόν πού τό προφητικό πνεῦμα τόν χειραγωγεῖ στή γνώση τῶν κρυπτῶν, κατανοώντας τό μυστήριο τῆς παρθενίας στήν ἄφθαρτη γέννηση, δέν ἀποχώρισε μέσα στό ναό τήν ἄγαμη μητέρα ἀπό τόν τόπο τόν προκαθορισμένο ἀπό τό νόμο γιά τίς παρθένες, θέλοντας νά διδάξει τούς Ἰουδαίους ὅτι ὁ δημιουργός τῶν ὄντων καί βασιλεύς ὅλης τῆς κτίσης, μαζί μέ ὅλα τά ἄλλα ἔχει ὑποχείριά του καί τήν ἀνθρωπίνη φύση, τήν κατευθύνει μέ τή θέλησή του ὅπου αὐτός νομίζει καί δέν ἐξουσιάζεται αὐτός ἀπό ἐκείνην, ὥστε εἶναι στήν ἐξουσία καί τή δύναμή του νά δημιουργήσει νέα γέννηση. Ἡ γέννηση αὐτή δέ θ᾿ ἀφαιρέσει ἀπό αὐτήν πού ἔγινε μητέρα τό νά μείνει παρθένος.

Γι᾿ αὐτό δέν τήν ἀποχώρισε μέσα στό ναό ἀπό τή θέση τῶν παρθένων. Καί ἡ θέση αὐτή ἦταν ὁ τόπος ἀνάμεσα στό ναό καί τό θυσιαστήριο. Ἐπειδή λοιπόν ἄκουγαν ὅτι θά γεννηθεῖ κατ᾿ οἰκονομίαν σάν ἄνθρωπος ὁ βασιλιάς τῆς κτίσης, ἀπό φόβο νά μή γίνουν ὑποχείριοι σέ βασιλιά σκοτώνουν αὐτόν πού ἔδινε μαρτυρία γιά τή γέννηση, τόν ἱερέα πού ἱερούργησε κοντά στό ἴδιο τό θυσιαστήριο (Ματθ. 23, 25). Πλανηθήκαμε ὅμως μακριά ἀπό τό θέμα μας, ἐνῶ ἔπρεπε ὁ λόγος μας νά γυρίσει στή Βηθλεέμ τοῦ Εὐαγγελίου. Ἄν δηλαδή ἐμεῖς εἴμαστε ἀληθινά ποιμένες κι ἀγρυπνοῦμε γιά τά ἴδια μας ποίμνια, τότε ἀπευθύνεται ὁπωσδήποτε σ᾿ ἐμᾶς ἡ φωνή τῶν ἀγγέλων, πού εὐαγγελίζεται αὐτή τή μεγάλη χαρά (Λουκᾶ 2, 10).

Ἄς ὑψώσομε λοιπόν τό βλέμμα στήν οὐράνια στρατιά, ἄς δοῦμε τούς χορούς τῶν ἀγγέλων, ἄς ἀκούσομε τή θεία τους ὑμνωδία. Ποιός εἶναι ὁ ὕμνος τῶν ἑορταστῶν; Φωνάζουν, «δόξα νά ἔχει ὁ Θεός στόν οὐρανό» (Λουκᾶ 2, 14). Γιατί οἱ ἄγγελοι δοξάζουν τή θεότητα πού βλέπομε στά ὕψη; Γιατί λέγοντας «καί εἰρήνη πάνω στή γῆ» ἔγιναν ὁλόχαροι γιά τό ὅ,τι ἔβλεπαν οἱ ἄγγελοι «εἰρήνη πάνω στή γῆ». Ἡ προηγουμένως καταραμένη, αὐτή πού γενοῦσε ἀγκάθια καί τριβόλια, ὁ τόπος τῆς συμπλοκῆς, ἡ ἐξορία τῶν καταδικασμένων, ἡ γῆ δηλαδή δέχτηκε τήν εἰρήνη. Πώ πώ θαῦμα! «Ἡ ἀλήθεια ἀνέτειλε ἀπό τή γῆ καί ἀπό τόν οὐρανό πρόβαλε ἡ δικαιοσύνη» (Ψαλμ. 84, 12)! Τέτοιο καρπό καρποφόρησε ἡ γῆ τῶν ἀνθρώπων. Αὐτά γίνονται γιά τήν ἐκδήλωση τῆς καλῆς διάθεσης πρός τούς ἀνθρώπους. Ὁ Θεός ἀναμιγνύεται μέ τήν ἀνθρώπινη φύση, γιά νά ὑψωθεῖ ὁ ἄνθρωπος στό ὕψος τοῦ Θεοῦ. Ἔχοντας ἀκούσει αὐτά τά πράγματα ἄς πᾶμε στή Βηθλεέμ κι ἄς δοῦμε τό νέο θέαμα, πῶς χαίρεται ἡ Παρθένος γιά τή γέννηση, πῶς ἡ ἄσχετη μέ τό γάμο περιποιεῖται τό νήπιο. Καί πρῶτα ποιά εἶναι αὐτή καί ἀπό ποῦ θ᾿ ἀκούσομε νά μᾶς ἐξιστοροῦνται τά σχετικά μέ αὐτή.

Ἄκουσα λοιπόν μιά ἀπόκρυφη ἱστορία, πού διηγεῖται τά ἑξῆς. Ὁ πατέρας τῆς Παρθένου ἦταν ὀνομαστός γιά τήν αὐστηρή ζωή του σύμφωνα μέ τό νόμο καί γνωστός γιά τίς ἀρετές του. Εἶχε γεράσει χωρίς ν᾿ ἀποκτήσει παιδί, γιατί ἡ γυναίκα του δέν ἦταν σέ θέση νά τεκνοποιήσει. Ὁ νόμος τιμοῦσε τίς μητέρες, καί τήν τιμή αὐτή δέν τήν εἶχαν οἱ στεῖρες. Μιμεῖται λοιπόν κι ἐκείνη ὅ,τι λένε οἱ διηγήσεις γιά τή μητέρα τοῦ Σαμουήλ (Α´ Βασ. 1, 12 ἑ). Μπαίνει μέσα στά ἅγια τῶν ἁγίων, ἱκετεύει τό Θεό νά μή χάσει τίς εὐλογίες τῶν νόμων, χωρίς νά ἔχει παραβεῖ καθόλου τό νόμο, ἀλλά νά γίνει μητέρα καί ν᾿ ἀφιερώσει τό παιδί της στό Θεό. Δυναμωμένη ἀπό τό θεῖο σημάδι ἔλαβε τή χάρη πού εἶχε ζητήσει.

Ὅταν γεννήθηκε τό παιδί τό ὀνόμασε Μαρία, γιά νά δηλωθεῖ καί μέ τό ὄνομα ὅτι ἦταν θεϊκή χάρη. Ὅταν μεγάλωσε ἀρκετά τό κοριτσάκι, ὥστε νά μή χρειάζεται νά θηλάζει, τό ἀποδίδει ἀμέσως στό Θεό, ἐκπληρώνει τήν ὑπόσχεσή της καί τό παραδίνει στό ναό. Οἱ ἱερεῖς ἀνατρέφουν τήν κόρη μέσα στά Ἅγια ὅμοια ὅπως τό Σαμουήλ κι ὅταν μεγάλωσε, σκέφτηκαν τί νά κάνουν μέ τό ἱερό ἐκεῖνο σῶμα ὥστε νά μήν ἁμαρτήσουν στό Θεό. Νά τή δεσμεύσουν στό νόμο τῆς φύσης καί νά τήν ὑποδουλώσουν μέ τό γάμο σ᾿ αὐτόν πού θά τήν ἔπαιρνε, θά ἦταν τό πιό ἀπαράδεκτο. Θεωρήθηκε πέρα πέρα ἱεροσυλία, νά γίνει ἕνας ἄνθρωπος κύριος τοῦ ἀφιερώματος στό Θεό, ἀφοῦ οἱ νόμοι ὁρίζουν ὅτι ὁ ἄνδρας εἶναι κύριος τῆς γυναίκας. Γιά τούς ἱερεῖς ὅμως νά τούς συναναστρέφεται μέσα στό ναό μιά γυναίκα καί νά τή βλέπουν μέσα στά Ἅγια καί νόμιμο δέν ἦταν κι ἀκόμα ἔλειπε ἀπό τό γεγονός ἡ σεμνότητα.

Καθώς σκέφτονται τί ν᾿ ἀποφασίσουν γι᾿ αὐτά, τούς ἔρχεται συμβουλή ἀπό τό Θεό, νά τή δώσουν σέ κάποιον μέ τόν τύπο τῆς μνηστείας, ἀλλά αὐτός νά εἶναι ἄνθρωπος κατάλληλος νά προστατεύσει τήν παρθενία της. Βρέθηκε λοιπόν ὁ Ἰωσήφ, ὅπως τόν ζητοῦσαν, ἀπό τήν ἴδια φυλή καί πατριά μέ τήν Παρθένο καί μνηστεύεται τήν κόρη κατά τή συμβουλή τῶν ἱερέων. Ἡ σχέση ἔμεινε ὥς τή μνηστεία. Τότε ἡ Παρθένος δέχεται τήν ἀγγελία τοῦ μυστικοῦ ἀπό τό Γαβριήλ. Τά λόγια τῆς ἀγγελίας ἦταν εὐλογία. «Χαῖρε», λέει, «ἐσύ πού ἔχεις τή χάρη, ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου» (Λουκᾶ 1, 26). Ἀντίθετος στό λόγο πρός τήν πρώτη γυναίκα εἶναι τώρα ὁ λόγος πρός τήν Παρθένο. Ἡ πρώτη καταδικάστηκε γιά τήν ἁμαρτία της στούς πόνους τοῦ τοκετοῦ (Γεν. 3, 16), ἐνῶ στήν περίπτωση τῆς Παρθένου ἡ χαρά διώχνει τή λύπη. Στήν πρώτη προηγήθηκαν ἀπό τούς πόνους τοῦ τοκετοῦ οἱ λύπες, ἐδῶ ἡ χαρά ἀπομακρύνει τόν πόνο.

«Μή φοβᾶσαι», λέει. Ἐπειδή σέ κάθε γυναίκα ἡ προσδοκία τοῦ πόνου προκαλεῖ φόβο, ἡ ὑπόσχεση τῆς γλυκιᾶς ὠδίνης διώχνει τό φόβο. «Θά συλλάβεις», λέει, «καί θά γεννήσεις υἱό καί θά τοῦ δώσεις τό ὄνομα Ἰησοῦς. Αὐτός θά σώσει τό λαό του ἀπό τίς ἁμαρτίες του». Καί τί ἀπαντᾶ ἡ Μαρία; Ἄκουσε τό λόγο τῆς ἁγνῆς Παρθένου. Ὁ ἄγγελος τῆς εὐαγγελίζεται τή γέννηση κι αὐτή ἐπιμένει στήν παρθενία της, κρίνοντας προτιμότερη ἀπό τήν ἀγγελική ἐμφάνιση τό ὅτι ἦταν ἁγνή καί οὔτε πρός τόν ἄγγελο δείχνει δυσπιστία οὔτε τίς γνῶμες της ἐγκαταλείπει. Μοῦ ἔχει ἀποκλειστεῖ, λέει, ἡ σχέση μέ ἄνδρα· «πῶς μπορεῖ νά γίνει αὐτό, ἀφοῦ δέν γνωρίζω ἄνδρα; ».

Αὐτός ὁ λόγος τῆς Μαρίας εἶναι ἀπόδειξη αὐτῶν πού ἱστοροῦνται συγκεκαλυμμένα. Γιατί, ἄν ὁ Ἰωσήφ τήν εἶχε πάρει σέ γάμο, πῶς θά παραξενευόταν μ᾿ ἐκεῖνον πού τῆς προμηνοῦσε τή γέννηση, ἀφοῦ περίμενε ὅτι κάποτε θά γινόταν κι αὐτή μητέρα κατά τό φυσικό νόμο; Ἐπειδή ὅμως ἡ σάρκα πού εἶχε ἀφιερωθεῖ στό Θεό ἔπρεπε νά φυλάγεται ἀνέπαφη ὅπως ἕνα ἅγιο ἀφιέρωμα, γι᾿ αὐτό λέει, ἀκόμα κι ἄν εἶσαι ἄγγελος κι ἄν ἔρχεσαι ἀπό τόν οὐρανό κι ὅ,τι βλέπω εἶναι πέρα ἀπό τ᾿ ἀνθρώπινα, ἀλλά τό νά γνωρίσω ἄνδρα εἶναι ἀπό τά ἀδύνατα. Καί πῶς θά γίνω μητέρα δίχως ἄνδρα; Τόν Ἰωσήφ τόν ξέρω ὡς μνηστήρα μου, δέν τόν γνωρίζω ὡς ἄνδρα. Τί λέει λοιπόν ὁ νυμφαγωγός Γαβριήλ; Ποιό νυφικό θάλαμο προσφέρει στόν καθαρό κι ἀμίαντο γάμο; «Πνεῦμα», λέει, «ἅγιο θά ρθεῖ ἐπάνω σου καί θά σέ ἐπισκιάσει ἡ δύναμη τοῦ Ὑψίστου». Ὤ σπλάχνα μακάρια πού ἀπέσπασαν ἀπό τήν ὑπερβολική καθαρότητα τους τά ἀγαθά τῆς ψυχῆς. Σέ ὅλους τούς ἄλλους, μόλις μπορεῖ νά δεχτεῖ τήν παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἡ καθαρή ψυχή. Ἐδῶ ὅμως δοχεῖο τοῦ Πνεύματος γίνεται ἡ σάρκα. Ἀλλά «καί θά σ᾿ ἐπισκιάσει ἡ δύναμη τοῦ Ὑψίστου».

Τί σημαίνει ὁ μυστικός αὐτός λόγος; Ὅτι «ὁ Χριστός εἶναι Θεοῦ δύναμη καί Θεοῦ σοφία», ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος (Α´ Κορ 1, 24). Ἡ δύναμη λοιπόν τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ πού εἶναι ὁ Χριστός παίρνει μορφή στήν Παρθένο μέ τήν ἐπέλευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὅπως δηλαδή ἡ σκιά τῶν σωμάτων παίρνει τή μορφή τοῦ σώματος πού προηγεῖται, ἔτσι ὁ χαρακτήρας καί τά γνωρίσματα τῆς θεότητας τοῦ Υἱοῦ θά φανοῦν στή δύναμη αὐτοῦ πού γεννιέται, πού θά δείχνονται μέ τίς ἐκδηλώσεις τῆς θαυματουργίας, εἰκόνα καί σφραγίδα καί ἀποσκίασμα καί ἀπαύγασμα τοῦ πρωτοτύπου.

Ἀλλά τό χαρμόσυνο μήνυμα τοῦ ἀγγέλου μᾶς προτρέπει νά γυρίσομε στή Βηθλεέμ καί νά παρατηρήσομε τά μυστήρια τοῦ σπηλαίου. Ποιό εἶναι τό μυστήριο αὐτό; Ἕνα παιδί τυλιγμένο στά σπάργανα ν᾿ ἀναπαύεται μέσα σέ φάτνη, καί ἡ Παρθένος ἀκόμα καί μετά τή γέννηση, ἡ ἄφθορη μητέρα περιποιεῖται τό μικρό. Ἄς ποῦμε ἐμεῖς οἱ ποιμένες τό λόγο τοῦ προφήτη· «ὅπως ἀκούσαμε, ἔτσι καί εἴδαμε στήν πόλη τοῦ Κυρίου τῶν δυνάμεων, στήν πόλη τοῦ Θεοῦ μας» (Ψαλμ. 42). Δέν ἔγιναν ἄραγε αὐτά τυχαῖα κι ὅπως ἦρθαν καί συνέπεσαν νά ἐξιστοροῦνται γιά τό Χριστό ἤ ἡ ἱστορία ἔχει κάποιο λόγο; Τί νόημα ἔχει γιά τόν Κύριο τό κατάλυμα στό σπήλαιο καί τό πλάγιασμά του στή φάτνη, ἡ ἀνάμιξή του μέσα στή ζωή τόν καιρό τῆς ἀπογραφῆς τῶν φόρων; Ἤ εἶναι φανερό ὅτι ὅπως μᾶς ἐλευθερώνει ἀπό τή νομική κατάρα μέ τό νά γίνει αὐτός ὁ ἴδιος κατάρα γιά χάρη μας (Γαλ. 3, 13) καί μεταφέρει στόν ἑαυτό του τά δικά μας τραύματα, γιά νά γίνομε καλά ἐμεῖς μέ τά δικά του τραύματα (Ἠσ. 53, 9), ἔτσι γίνεται καί μέ τή φορολογία, γιά νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τά δεσμά τῆς κακίας, πού ἔδεναν τό ἀνθρώπινο γένος καθώς τό φορολογοῦσε ὁ θάνατος;

Ἀλλά βλέποντας τό σπήλαιο ὅπου γεννιέται ὁ Κύριος, βάλε στό νοῦ σου τό σκοτεινό καί ὑπόγειο βίο τῶν ἀνθρώπων, ὅπου φθάνει καί ἐκεῖνος πού φανερώνεται σ᾿ αὐτούς πού κάθονται στό σκότος καί στή σκιά τοῦ θανάτου (Ἠσ. 9, 2). Καί τυλίγεται σφιχτά μέσα στά σπάργνα, αὐτός πού ἔχει φορέσει τίς σειρές τῶν δικῶν μας ἁμαρτημάτων. Ἡ φάτνη εἶναι ὁ στάβλος τῶν ἀλόγων ζώων, ὅπου γεννιέται ὁ Λόγος, γιά νά καταλάβει τό βόδι τόν ἀφέντη του καί ὁ ὄνος τό παχνί τοῦ Κυρίου του (Ἠσ. 1, 3). Βόδι εἶναι αὐτός πού εἶναι στό ζυγό τοῦ νόμου, ἐνῶ ὄνος τό μεταφορικό ζῶο, τό φορτωμένο μέ τήν ἁμαρτία τῆς εἰδωλολατρίας.

Καί ἡ κατάλληλη βέβαια γιά τά ζῶα τροφή καί ζωή εἶναι τό χόρτο· «αὐτός πού κάνει νά φυτρώνει χόρτο γιά τά ζῶα» (Ψαλμ. 103, 14), λέει ὁ προφήτης, ἐνῶ τό λογικό ζῶο τρέφεται μέ ψωμί. Γι᾿ αὐτό λοιπόν ὁ Ἄρτος τῆς ζωῆς πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό (Ἰω. 6, 48 ἑ) τοποθετεῖται μέσα στή φάτνη, πού εἶναι ἡ κατοικία τῶν ἀλόγων, γιά νά μεταλάβουν καί τά ἄλογα τροφή λογική καί νά γίνουν λογικά. Γίνεται λοιπόν μέσα στή φάτνη ἀνάμεσα στό βόδι καί τόν ὄνο ὁ Κύριος μεσίτης καί τῶν δύο, γιά νά γκρεμίσει τό μεσότοιχο τοῦ φραγμοῦ καί νά ἑνώσει στό πρόσωπό του τούς δύο σέ ἕνα νέο ἄνθρωπο (Ἐφ. 2, 14), καταργώντας τοῦ ἑνός τό βαρύ ζυγό τοῦ Νόμου καί τόν ἄλλο ἐλευθερώνοντάς τον ἀπό τό φορτίο τῆς εἰδωλολατρίας. Ἀλλά ἄς ὑψώσομε τό βλέμμα στά οὐράνια θαύματα. Γιατί νά, δέ μᾶς εὐαγγελίζονται τή χαρά αὐτήν μόνο προφῆτες καί ἄγγελοι, ἀλλά καί οἱ οὐρανοί μέ τά δικά τους θαύματα διαλαλοῦν τή δόξα τοῦ Εὐαγγελίου.

Ὁ Χριστός ἔχει ἀνατείλει γιά χάρη μας ἀπό τή φυλή τοῦ Ἰούδα (Ἑβρ. 7, 14), ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος, ἀλλά οἱ Ἰουδαῖοι δέν καταφωτίζονται ἀπό αὐτόν πού ἀνέτειλε. Οἱ μάγοι εἶναι ἄσχετοι ἀπό τίς διαθῆκες τῆς ἐπαγγελίας καί ξένοι ἀπό τήν εὐλογία τῶν πατέρων, προηγοῦνται ὅμως στή γνώση ἀπό τόν ἰσραηλιτικό λαό· καί τό οὐράνιο ἄστρο ἀναγνώρισαν καί τό βασιλιά μέσα στό σπήλαιο δέν ἀγνόησαν. Οἱ μάγοι φέρνουν δῶρα, ἐνῶ αὐτοί τόν ἐπιβουλεύονται. Οἱ πρῶτοι τόν προσκυνοῦν, οἱ ἄλλοι τόν καταδιώκουν. Ἐκεῖνοι χαίρονται ὅταν βρῆκαν αὐτόν πού ζητοῦσαν. Αὐτοί ταράζονται ἀπό τή γέννηση ἐκείνου πού εἶχε προαγγελθεῖ. Γιατί λέει, «ὅταν εἶδαν οἱ μάγοι τό ἄστρο πάνω ἀπό τό μέρος ὅπου ἦταν τό παιδί δοκίμασαν μεγάλη χαρά. Ἐνῶ ὁ Ἡρώδης ὅταν ἄκουσε τό λόγο ταράχτηκε καί μαζί του ὅλα τά Ἰεροσόλυμα» (Ματθ. 2, 10).

Οἱ μάγοι προσφέρουν σ᾿αὐτόν λίβανο ὅπως σέ Θεό, τιμοῦν μέ χρυσό τό βασιλικό ἀξίωμα, καί τήν οἰκονομία κατά τό πάθος τή δηλώνουν μέ τή σμύρνα κατά κάποια προφητική χάρη. Ἐνῶ οἱ ἄλλοι καταδικάζουν στήν ἐξόντωση ὅλη τήν παιδική ἡλικία, πράγμα πού μοῦ φαίνεται ὅτι τούς κατηγορεῖ ὄχι μόνο γιά τή σκληρότητα ἀλλά καί γιά τήν ἀνοησία τους. Ποιό λόγο δηλαδή εἶχε ὁ φόνος τῶν παιδιῶν; Καί γιά ποιό σκοπό τόλμησαν τό ἀνόσιο αὐτό ἔγκλημα; Ἐπειδή, λέει, ἕνα νέο θαυμαστό φαινόμενο τοῦ οὐρανοῦ μήνυσε στούς μάγους τήν ἀνάδειξη τοῦ Βασιλέα.

Τί λοιπόν; Πιστεύεις ὅτι τό σημεῖο πού τόν μήνυσε εἶναι ἀληθινό ἤ θεωρεῖς ἀνυπόστατο, ὅ,τι λέγεται; Ἄν εἶναι τέτοιος ὥστε νά κάνει ὑποχείριους τούς οὐρανούς, αὐτό δέν εἶναι ὁπωσδήποτε πάνω ἀπό τή δύναμή σου; Ἄν ὅμως δίνει στήν ἐξουσία σου τή ζωή καί τό θάνατό του, τόν φοβᾶσαι μάταια. Γιατί αὐτόν πού φέρεται ἔτσι, ὥστε νά εἶναι ὑποχείριος στήν ἐξουσία σου, γιά ποιό λόγο εἶναι ἐπίφοβος; Γιατί ἐξαπολύεται ἡ φρικτή ἐκείνη διαταγή, ἡ ἀποτρόπαια ἀπόφαση κατά τῶν παιδιῶν, νά ἐξοντωθοῦν τά ἄμοιρα βρέφη; Ποιά ἀδικία ἔκαναν; Ποιά ἀφορμή θανάτου ἤ τιμωρίας ἔδωσαν κατά τοῦ ἑαυτοῦ τους; Τό ἔγκλημά τους ἦταν ἕνα, ὅτι γεννήθηκαν καί εἶδαν τό φῶς.

Γι᾿ αὐτό ἔπρεπε νά γεμίσει ἡ πόλη ἀπό δημίους καί νά μαζευτεῖ πλῆθος μητέρων καί νηπίων, κόσμος νά τούς συμπαραστέκεται καί οἱ γονεῖς καί ὅλοι, ὅπως εἶναι φυσικό νά μαζεύονται γιά τή συμφορά τῶν συγγενῶν τους. Ποιός μπορεῖ νά περιγράψει μέ τό λόγο τίς συμφορές; Ποιός μέ τή διήγησή του θά φέρει μπροστά στά μάτια μας τή δυστυχία; Τόν ἀνάμικτο ἐκεῖνο θρῆνο, τό γοερό μοιρολόι παιδιῶν, μητέρων, συγγενῶν, πατέρων, πού κραύγαζαν ἀξιολύπητα μπροστά στήν ἀπειλή τῶν δημίων; Πῶς νά ζωγραφίσει κανένας τό δήμιο κοντά στό νήπιο μέ γυμνό τό ξίφος, μέ βλέμμα ὅλο κακία καί φόνο καί παρόμοια καί νά μιλᾶ, νά σέρνει πρός τόν ἑαυτό του τό βρέφος μέ τό ἕνα χέρι καί μέ τό ἄλλο νά ὑψώνει τό ξίφος, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη ἡ μητέρα νά τραβάει τό παιδί πρός τό δικό της μέρος καί ν᾿ ἁπλώνει τό δικό της τράχηλο στήν κόψη τοῦ σπαθιοῦ, γιά νά μή δεῖ μέ τά μάτια της τό δόλιο της παιδί νά τό σκοτώνουν τά χέρια τοῦ δημίου;

Πῶς πάλι θά μποροῦσε νά διηγηθεῖ κάποιος τά ὅσα δοκίμασαν οἱ πατέρες; Τίς ἀνακλήσεις τῶν παιδιῶν τους, τίς κραυγές, τά σφιχταγκαλιάσματα, καί πολλά παρόμοια πού τά ἔκαναν ὅλα μαζί; Ποιός μπορεῖ νά διεκτραγωδήσει τήν πολλαπλή καί πολύτροπη συμφορά, τίς διπλές ὠδίνες τῶν μητέρων πού μόλις γέννησαν, τά διαπεραστικά μαχαίρια τῆς φύσης; Πῶς τό δόλιο βρέφος κολλοῦσε στό μαστό τῆς μητέρας καί στά σπλάχνα του δεχόταν τό θανάσιμο χτύπημα; Πῶς ἡ δύστυχη μάννα καί τό μαστό της ἔδινε στό παιδί καί τοῦ παιδιοῦ της τό αἷμα δεχόταν στούς κόρφους της; Πολλές φορές μάλιστα μέ τήν κίνηση τοῦ χεριοῦ του ὁ δῆμιος, μ᾿ ἕνα χτύπημα τοῦ ξίφους πέρασε μαζί πέρα γιά πέρα παιδί καί μητέρα καί τό αἷμα ἔκανε κοινό αὐλάκι ἀνακατεμένο ἀπό τό μητρικό τραῦμα καί τή θανάσιμη λαβωματιά τοῦ παιδιοῦ. Κι ἐπειδή περιεῖχε κι αὐτό ἡ ἀνίερη διαταγή τοῦ Ἡρώδη, νά μή ἐφαρμοστεῖ ἡ θανατική ἀπόφαση μόνο στά ἀρτιγέννητα, ἀλλά κι ἄν κάποιο ἦταν δύο ἐτῶν νά φονευτεῖ κι αὐτό μαζί (Ματθ. 2, 16) (γιατί ἔγραφε ἀπό δύο χρονῶν καί κάτω), ἄλλη συμφορά πάλι θέλει νά πεῖ ὁ λόγος μ᾿ αὐτό, ὅπως εἶναι φυσικό, γιατί πολλές φορές τό διάστημα τῶν δύο ἐτῶν ἔκανε δύο φορές μητέρα τήν ἴδια γυναίκα. Θλιβερό πάλι θέαμα κι ἐδῶ, δύο δήμιοι ν᾿ ἀσχολοῦνται μέ τήν ἴδια μάννα, ὁ ἕνας νά τραβάει τό παιδί πού τρέχει γύρω στή μητέρα κι ὁ ἄλλος νά ξεκολλάει ἀπό τήν μάννα τό βρέφος τῆς ἀγκαλιᾶς.

Τί εἶναι φυσικό ὅτι θά ὑπόφερε ἡ δύστυχη μάνα; Σκιζόταν ἡ καρδιά της στά δύο παιδιά της κι ἔκαιγε καί τῶν δύο ὁ πόνος ἐξίσου τά μητρικά σπλάχνα καί δέν ἤξερε ποιόν ἀπό τούς δύο δημίους ν᾿ ἀκολουθήσει, πού ὁ ἕνας ἀπό δῶ κι ὁ ἄλλος ἀπό κεῖ ἔσερναν τά παιδιά νά τά σφάξουν; Νά τρέξει στό νεογέννητο; τό κλάμα του εἶναι ἀκόμη χωρίς εἱρμό καί χωρίς ἔκφραση. Ἀκούει ὅμως τό ἄλλο πού μιλάει πιά καί φωνάζει τή μητέρα του κλαίγοντας καί μέ διακοπτόμενη φωνή. Τί νά κάνει; Πῶς ν᾿ ἀνταποκριθεῖ; Σέ ποιοῦ τό κάλεσμα ν᾿ ἀπαντήσει; Μέ ποιοῦ τήν κραυγή νά ἑνώσει τή δική της; Ποιόν θάνατο νά θρηνήσει, ἀφοῦ ἴσα τήν σκίζουν τά μαχαίρια τῆς φύσης;

Ἀλλά ἄς ἀπομακρύνομε τήν ἀκοή μας ἀπό τούς θρήνους γιά τά παιδιά κι ἄς στρέψομε τό νοῦ μας σέ πιό χαρούμενες σκέψεις πού ταιριάζουν καλύτερα στήν ἑορτή, ἄν καί ἡ Ραχήλ μέ δυνατές φωνές, ὅπως λέει ὁ προφήτης ( Ἰερ. 31, 15.. Ματθ. 2, 17), θρηνεῖ τή σφαγή τῶν παιδιῶν της. Στήν ἑορτάσιμη ἡμέρα, λέει ὁ σοφός Σολομών, πρέπει νά ξεχνοῦμε τίς συμφορές. Καί ποιά ἄλλη ἑορτή πιό χαρμόσυνη ἀπό αὐτήν ἔχομε, κατά τήν ὁποία ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης σκορπίζοντας τά πονηρά σκοτάδια τοῦ διαβόλου φωτίζει τήν κτίση μέ τήν ἴδια μας τή φύση, μέσα στήν ὁποία ὅ,τι ἔχει πέσει σηκώνεται, ὅ,τι βρίσκεται σέ πόλεμο ὁδηγεῖται στήν εἰρήνευση, τό ἀποκηρυγμένο ἐπαναφέρεται, ὅ,τι ἔχει ἐκπέσει ἀπό τή ζωή ἐπανέρχεται στή ζωή, ὅ,τι εἶχε ὑποδουλωθεῖ κι αἰχμαλωτιστεῖ ἀποκαθίσταται στό βασιλικό ἀξίωμα, κι ὅ,τι ἦταν δέμενο μέ τά δεσμά τοῦ θανάτου, ἐπιστρέφει ἐλευθερωμένο στή χώρα τῶν ζωντανῶν; Τώρα, σύμφωνα μέ τήν προφητεία, συντρίβονται οἱ χάλκινες πύλες τοῦ θανάτου (Ψαλμ. 106, 14)· θραύονται οἱ σιδερένιοι μοχλοί, πού πρῶτα κρατοῦσαν στήν εἱρκτή καί στή φύλαξη τοῦ θανάτου τό ἀνθρώπινο γένος. Τώρα, ὅπως λέει ὁ Δαβίδ, ἀνοίγει ἡ πύλη τῆς δικαιοσύνης (Ψαλμ. 117, 19).

Τώρα ἀκούγονται σ᾿ ὅλη τήν οἰκουμένη ὁμόφωνα τά τραγούδια ὅσων ἑορτάζουν. Ἀπό ἄνθρωπο ἦρθε ὁ θάνατος καί ἀπό ἄνθρωπο ἦρθε ἡ σωτηρία. Ὁ πρῶτος ἔπεσε στήν ἁμαρτία, ὁ δεύτερος σήκωσε αὐτόν πού εἶχε πέσει. Ἡ γυναίκα ὑπερασπίστηκε τή γυναίκα. Ἡ πρώτη ἄνοιξε τήν εἴσοδο στήν ἁμαρτία, αὐτή ἐδῶ ὑπηρέτησε τήν εἴσοδο τῆς δικαιοσύνης. Ἐκείνη δέχτηκε τή συμβουλή τοῦ φιδιοῦ, αὐτή μᾶς ἔδωσε τόν ἀναιρέτη τοῦ φιδιοῦ καί γέννησε τό δημιουργό τοῦ φωτός. Ἐκείνη μᾶς ἔφερε μέ τό δέντρο τήν ἁμαρτία, αὐτή μέ τό ξύλο ἔφερε στή θέση τῆς ἁμαρτίας τό ἀγαθό. Ξύλο ἐννοῶ τό σταυρό. Ὁ καρπός τοῦ ξύλου αὐτοῦ δέ λείπει ποτέ καί γίνεται ζωή ἀμάραντη γι᾿ αὐτούς πού τόν γεύονται. Καί κανένας νά μή νομίζει ὅτι μόνο στό μυστήριο τοῦ Πάσχα ἁρμόζει ἡ εὐχαριστία αὐτή. Ἄς σκεφτεῖ ὅτι τό Πάσχα εἶναι τό τέλος τῆς οἰκονομίας. Καί πῶς θά γινόταν τό πέρας, ἄς δέν εἶχε προηγηθεῖ ἡ ἀρχή; Ποιό εἶναι ἀρχικότερο ἀπό τό ἄλλο; Ἀσφαλῶς ἡ γέννηση ἀπό τήν οἰκονομία τοῦ πάθους.

Καί τοῦ Πάσχα λοιπόν οἱ ἔπαινοι εἶναι μέρος τῶν ἐγκωμίων τῆς γέννησης. Κι ἄν ἀριθμήσει κανένας τά εὐεργετήματα ὅσων ἱστοροῦν τά εὐαγγέλια καί διηγηθεῖ τίς θαυματουργικές θεραπεῖες, τή διατροφή χωρίς τά ἀπαιτούμενα τρόφιμα, τήν ἐπιστροφή τῶν νεκρῶν ἀπό τά μνήματα, τήν αὐτοσχέδια παρασκευή τοῦ κρασιοῦ, τήν ἐκδίωξη τῶν δαιμονίων, τήν ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας ἔπειτα ἀπό λογῆς ἀρρώστιες, τίς ἀνορθώσεις τῶν κουτσῶν, τήν ὅραση πού ἦρθε ἀπό τόν πηλό, τά θεῖα διδάγματα, τίς νομοθεσίες, τή μύηση πρός τά ὑψηλότερα μέ τίς παραβολές, ὅλα αὐτά εἶναι δωρεά τῆς σημερινῆς ἡμέρας· γιατί αὐτή ἔγινε ἀρχή στά ἀγαθά πού ἀκολούθησαν. «Ἄς χαροῦμε» λοιπόν «κι ἄς εὐφρανθοῦμε κατά τή διάρκεια αὐτῆς» (Ψαλμ. 43, 17). Ἄς μή φοβηθοῦμε τίς κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων καί ἄς μήν νικηθοῦμε ἀπό τήν προσπάθειά τους νά μᾶς ἐξευτελίσουν, ὅπως μᾶς προτρέπει ὁ προφήτης. Αὐτοί χλευάζουν τό λόγο τῆς οἰκονομίας, ὅτι δέν ἁρμόζει νά λάβει ὁ Κύριος σῶμα ἀνθρώπου καί μέ τή γέννηση ν᾿ ἀναμιχθεῖ στή ζωή τῶν ἀνθρώπων, ἀγνοώντας, ὅπως φαίνεται, τό μυστήριο, πῶς δηλαδή οἰκονόμησε τή σωτηρία μας ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ. Πουληθήκαμε ἑκούσια μέ τίς ἁμαρτίες μας καί ὑποδουλωθήκαμε στόν ἐχθρό τῆς ζωῆς μας σάν δοῦλοι ἀγορασμένοι.

Τί παραπάνω ἤθελες νά σοῦ προσφέρει ὁ Κύριος ; Ὄχι τό νά ἐξαιρεθεῖς ἀπό τή συμφορά; Τί λεπτολογεῖς τόν τρόπο; Γιατί θέτεις νόμους στό νομοθέτη, χωρίς ν᾿ ἀντιλαμβάνεσαι τίς εὐεργεσίες του; Εἶναι σάν νά ἀποκρούει κανένας τό γιατρό καί μέμφεται τήν εὐεργετική ἐπέμβασή του, ἐπειδή πραγματοποίησε τή θεραπεία μ᾿ αὐτόν κι ὄχι μέ ἄλλο τρόπο. Ἄν ἐπιζητεῖς ἀπό περιέργεια νά μάθεις τό μέγεθος τῆς οἰκονομίας, σοῦ φτάνει τόσο μόνο, ὅτι τό θεῖο δέν εἶναι ἕνα μόνο ὁρισμένο ἀγαθό, ἀλλά ὅποιο ἀγαθό μποροῦμε νά φανταστοῦμε, ἐκεῖνο εἶναι· δύναμη, δικαιοσύνη, ἀγαθότητα, σοφία, ὅσα ὀνόματα καί νοήματα ἔχουν σημασία κατάλληλη γιά τό θεῖο.

Πρόσεξε λοιπόν μήπως δέ συνεργάστηκαν ὅσα εἴπαμε στήν εὐεργεσία πού μᾶς ἔγινε, ἡ ἀγαθότητα, ἡ σοφία, ἡ δύναμη, ἡ δικαιοσύνη. Ὡς ἀγαθός, ἀγάπησε τόν ἀποστάτη· ὡς σοφός, βρῆκε τρόπο νά ἐπανέλθουν οἱ ὑποδουλωμένοι· ὡς δίκαιος, δέν πιέζει αὐτόν πού ὑποδούλωσε τόν ἄνθρωπο καί τόν ἀπόκτησε μέ τό δίκαιο τῆς ἀγορᾶς, ἀλλά ἔδωσε τόν ἑαυτό του ἀντάλλαγμα γιά τούς ὑποδουλωμένους, ὥστε, ἀναλαμβάνοντας σάν κάποιος ἐγγυτής τήν ὀφειλή, νά ἐλευθερώσει τόν κρατούμενο. Ὡς δυνατός πού ἦταν, δέν κρατήθηκε ἀπό τόν Ἅδη οὔτε τό σῶμα του γνώρισε τή φθορά. Οὔτε βέβαια ἦταν δυνατό νά νικηθεῖ ἀπό τή φθορά ὁ ἀρχηγός τῆς ζωῆς. Ἀλλά ἦταν ντροπή νά ἀνεχθεῖ ἀνθρώπινη γέννηση καί νά δεχτεῖ τήν ἐμπειρία τῶν παθημάτων τῆς σάρκας; Μιλᾶς γιά τήν ὑπερβολή τῆς εὐεργεσίας.

Πραγματικά, ἐπειδή δέν ἦταν δυνατό νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τόσο μεγάλα δεινά τό ἀνθρώπινο γένος, δέχτηκε ὁ βασιλεύς ὅλης τῆς ἀπαθοῦς φύσης ν᾿ ἀνταλλάξει τήν ἴδια του δόξα μέ τή δική μας ζωή. Ἔτσι ἡ καθαρότητα μπαίνει μέσα στό δικό μας ρύπο, ἐνῶ ὁ ρύπος δέν ἀγγίζει τήν καθαρότητα, ὅπως λέει τό Εὐαγγέλιο, ὅτι «τό φῶς ἔλαμψε μέσα στό σκοτάδι καί τό σκοτάδι δέν τό κατανίκησε» (Ἰω. 1, 5). Ὁ ζόφος ἀφανίζεται μέ τήν παρουσία τοῦ φωτός, ὁ ἥλιος δέν μαυρίζει ἀπό τό ζόφο. Τή θνητότητα τήν καταπίνει ἡ ζωή, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος (Β´ Κορ. 5, 4), δέν ἐξαντλεῖται ἡ ζωή μέ τό θάνατο. Ὅ,τι ἔχει καταφθαρεῖ σώζεται μαζί μέ τό ἄφθαρτο. Ἡ φθορά δέν ἐπηρεάζει τήν ἀφθαρσία. Γι᾿ αὐτό γίνεται κοινός ὁ ὕμνος ὅλης τῆς κτίσης, καθώς ἀναπέμπουν ὅλοι σύμφωνη δοξολογία στό Δεσπότη τῆς κτίσης. Κάθε στόμα ἐπουράνιων καί ἐπίγειων καί ὑπόγειων φωνάζει ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἶναι γιά νά δοξάζεται ὁ Θεός Πατέρας καί πρέπει νά εὐλογεῖται στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πηγή: www.imaik.gr

Περὶ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως

Περὶ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως

Ἁγίου Φιλαρέττου Μόσχας

«Καὶ ἐξαίφνης ἐγένετο σύν τῷ ἀγγέλῳ πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου αἰνούντων τὸν Θεὸν καὶ λεγόντων· δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία»(Λουκ. 2, 13-14).

Σήμερα, χριστιανοί, σᾶς μιλοῦν οἱ ἄγγελοι, καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι σᾶς ὑποδείχνουν τί πρέπει νὰ κάνετε γιὰ νὰ ὑπακούσετε σὲ αὐτό τὸ ἄγγελμα. Ποιὰ διδασκαλία μποροῦσε νὰ εἶναι καλύτερη καὶ τί ἄλλο μένει νὰ ἐπιθυμήσετε; Ἕνας ἄγγελος ἐμφανίζεται καὶ λέει στοὺς ἀνθρώπους: «ἰδοὺ γὰρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ».

Οἱ ἄνθρωποι δὲν θὰ εἶχαν παρὰ νὰ ἀνταποκριθοῦν μὲ ἕνα αἰώνιο Ἀμὴν καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Θεὸ γιὰ τὸ καλὸ ἄγγελμα. Κι ὅμως, γύρω ἀπὸ τὸν οὐράνιο ἀγγελιαφόρο, ἄλλοι ἄγγελοι συνάχθηκαν νὰ τὸν ἀκούσουν ἀχόρταγα. Καὶ ξαφνικά, δηλαδή μόλις πρόφερε τὴν χαρμόσυνη εἴδηση γιὰ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, σύμπασα ἡ οὐράνια στρατιὰ ἀνεβόησε: «δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία!» Καὶ τόσο δυνατὰ ἔψαλαν τὸ θεϊκὸ ὕμνο τους, ὥστε ἀντηχοῦσε ὄχι μόνο στὰ οὐράνια δώματα πού κατοικοῦσαν, ἀλλά ἀκόμη καὶ στὰ πέρατα τῆς γῆς. Γιατί; Ἀναμφίβολα γιὰ νὰ ἐνωθεῖ ἡ φωνὴ τῆς γῆς μὲ τὴν οὐράνια καὶ νὰ ἑνώσουν οἱ ἄνθρωποι τὴ φωνή τους μὲ τὴ φωνὴ τῶν ἀγγέλων.

Ἂς ὑπακούσουμε λοιπὸν στὸ ἀγγελικὸ ἄγγελμα. «Δεῦτε ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ, ἀλαλάξωμεν τῷ Θεῷ τῷ Σωτῆρι ἡμῶν». «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ!». Ἀλλά ἤδη εἴσαστε ἐδῶ γιὰ νὰ ἑορτάσετε τὴ γέννηση τοῦ Σωτῆρος. Ὁ ὕμνος πού ἡ Ἐκκλησία διδάχτηκε ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, δὲν ἀντηχεῖ μονάχα στοὺς ναοὺς τοῦ Θεοῦ ἀλλά καὶ μέσα στὶς κατοικίες σας. Ὁ ἀγγελικὸς λόγος, ἂν καὶ προφέρθηκε πρὶν τόσους αἰῶνες, κατέδειξε σήμερα ὅλη του τὴ δύναμη. Τὸ γεγονός, ὅπως φαίνεται, ἦρθε νὰ ἐπιβεβαιώσει τὴν ἐκπλήρωση.

Οἱ θεράποντες τοῦ λόγου ἐδῶ κάτω δὲν ἔχουν πιὰ παρὰ νὰ παραμείνουν σιωπηλοὶ καὶ ἥσυχοι, ὅταν λαμβάνει χώρα ἡ ἐκδήλωση τῶν θείων μηνυμάτων. Ὅμως, καθὼς τὸ ἀγγε- λικὸ ἰδίωμα εἶναι σύντομο καὶ ὡστόσο πλῆρες νοήματος, ὁ ὕμνος τοὺς ἀναγγέλλει ἕνα ἀπρόσμενο θαυμαστὸ γεγονός. Ἀφυπνίζει, χωρὶς νὰ τὸ προσέχουμε, τὸ θαυμασμό, κι αὐτός ὁ θαυμασμὸς μᾶς καλεῖ νὰ συλλογιστοῦμε καὶ νὰ μελετήσουμε.

Ὕστερα ἀναλογιζόμαστε ἔκπληκτοι ὅτι, ὅταν τὰ τάγματα τῶν οὐρανίων διακήρυτταν τόσο θριαμβευτικὰ τὴ γέννηση τοῦ Σωτήρα μας, ὅλος αὐτός ὁ ἐπίγειος κόσμος, μὲ ἐξαίρεση μερικοὺς βοσκούς, ἦταν βυθισμένος στὸν ὕπνο καὶ δὲν ἄκουγε οὔτε τὶς ἐπευφημίες τους οὔτε τοὺς ὕμνους τους. Θὰ ἦταν ἄραγε δυνατὸ —μπορεῖ νὰ ρωτήσουν κάποιοι— θὰ ἦταν λοιπὸν δυνατὸ κι ἐμεῖς ἐπίσης, νὰ μὴν ἀντιληφθοῦμε μέσα στὸν ὕπνο μας, τὴ λαμπρότητα τῆς θείας ἡμέρας καὶ νὰ μὴν ἀκούσουμε τὸν θριαμβευτικὸ ὕμνο τῆς Ἐκκλησίας; Χωρὶς νὰ θέλω ἐδῶ νὰ μεμφθῶ κανένα, θὰ ἀρκεστῶ νὰ ὑπενθυμίσω ὅτι ὁ Δαυίδ, πού γρηγοροῦσε ἀσφαλῶς καλύτερα ἀπὸ μᾶς ψάλλοντας τὴ μεγαλοσύνη τοῦ Θεοῦ, ἔβρισκε ἀπαραίτητο νὰ ἀφυπνίσει καμιὰ φορά τοὺς ὕμνους του: «Ἀφυπνίσου, δόξα μου»! Ἂς προσπαθήσουμε κι ἐμεῖς, μελετώντας τὴ Θεία δόξα στὴ γέννηση τοῦ Σωτήρα μας, νὰ ἀφυπνίσουμε τὴ δόξα μας, ἤ, γιὰ νὰ μιλήσουμε καθαρά, τὸ ζῆλο μας γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ.

«Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ!» Μονάχα στὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἡ γῆ ἄκουσε αὐτὸ τὸν ἀγγελικὸ ὕμνο· γιατί ὄχι πρωτύτερα; Ὡς τότε ὁ Θεὸς δὲν εἶχε δόξα ἐν ὑψίστοις;

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεὸς ἀπολάμβανε αἰώνια τὴ μεγαλοπρέπεια τῆς δόξας Του. Κατὰ τὴν ἔκφραση ἑνός μάρτυρα πού οἱ οὐρανοὶ ἀνοίχτηκαν στὰ μάτια του, εἶναι «ὁ Θεὸς τῆς δόξης», ὅτι δηλαδὴ ἡ δόξα Του συνάπτεται τόσο πολὺ μὲ τὸ ἴδιο Του τὸ Ὄνομα, μὲ τὴν ἴδια Του τὴν οὐσία, πού δὲν θὰ ἦταν Θεὸς ἂν ἦταν χωρὶς δόξα. Ἡ δόξα εἶναι ἡ ἀποκάλυψη, ἡ φανέρωση, ἡ ἀντανάκλαση, τὸ ἔνδυμα τῆς ἒσω τελειότητας. Ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται στὸν Ἑαυτό Του διαιωνίως μὲ τὴν αἰώνια γέννηση τοῦ ὁμοούσιου Υἱοῦ Του καὶ μὲ τὴν αἰώνια ἐκπόρευση τοῦ ὁμοουσίου Πνεύματός Του. Ἔτσι ἡ ἑνότητα μέσα στὴν Ἁγία Τριάδα Του ἀστράφτει ἀπὸ οὐσιαστικὴ δόξα, ἄφθαρτη, ἀκίνητη. Ὁ Θεὸς Πατέρας εἶναι «ὁ πατὴρ τῆς δόξης». Ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι «ἀπαύγασμα τῆς δόξης αὐτοῦ», καὶ ὁ Ἴδιος εἶχε τὴ δόξα «πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί».

Κατά τὸν ἴδιο τρόπο τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ εἶναι «Πνεῦμα δόξης». Μέσα σὲ αὐτὴ τὴν καθαρή, ἐνυπάρχουσα δόξα, ὁ Θεὸς ζεῖ σὲ πλήρη μακαριότητα, πάνω ἀπὸ κάθε δόξα, χωρὶς νὰ ἔχει τὴν ἀνάγκη κανενὸς μάρτυρα, χωρὶς νὰ ἐπιδέχεται καμιὰ μοιρασιά. Καθὼς ὅμως, μέσα στὸ ἔλεος καὶ τὴν ἄπειρη ἀγάπη Του, ἐπιθυμεῖ νὰ μεταδώσει τὴ μακαριότητά Του, νὰ κάνει νὰ ὑπάρξουν εὐδαίμονες κοινωνοὶ τῆς δόξας Του, διεγείρει τὶς ἄπειρες τελειότητές Του καὶ αὐτὲς ἀποκαλύπτονται μέσα στὰ δημιουργήματά Του. Ἡ δόξα Του φανερώνεται στὶς οὐράνιες δυνάμεις, ἀντανακλᾶ μέσα στὸν ἄνθρωπο, ντύνεται τὴ λαμπρότητα τοῦ ὁρατοῦ κόσμου. Τὴν προσφέρει, καί αὐτοὶ πού τοὺς καθιστᾶ κοινωνοὺς τὴν δέχονται, στή συνέχεια ἐπιστρέφει σὲ Αὐτόν, καὶ σὲ αὐτὴ τὴν ἀέναη ἀνακύκληση, θά λέγαμε, τῆς θείας δόξης, συνίσταται ἡ εὐδαιμονία, ἡ μακαριότητα τῶν δημιουργημάτων.

Ἔτσι τὰ Χερουβεὶμ στέκονται μπροστὰ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ, περιβεβλημένα τὴν πληρότητα τῆς δόξης του, ἀναβοώντας δυνατὰ ἀναμεταξύ τους, πρὸς τιμὴν τῆς ὑπεραγίας Τριάδος, τὸν τρισάγιο ὕμνο: «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαὼθ». Κατακαλὺπτουν τὸ πρόσωπό τους μὲ τὶς φτεροῦγες τους, γιατί ἡ δόξα πού ἀπορρέει ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι «φῶς ἀπρόσιτον», ἀκόμη καὶ γιὰ τὰ οὐράνια δημιουργήματα. Εἶναι πολυὸμματα γύρω καὶ ἐντός τους, γιατί ἡ θέρμη τους νὰ διαποτιστοῦν ἀπὸ τὴ θεία δόξα, ἐν θεωρίᾳ, μεταμορφώνει ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή τους σὲ ἕνα καὶ μοναδικὸ ὀφθαλμό, καὶ «ἀνάπαυσιν οὐκ ἔχουσιν ἡμέρας καὶ νυκτός», ὄχι γιατί ἡ ἀνάπαυλα τοὺς ἔχει ἀπαγορευτεῖ, ἀλλά γιατί ἡ μακαριότητα πού τὰ πληροῖ καθὼς θεωροῦν καὶ μετέχουν στὴ Θεία δόξα, καὶ ἡ ὁποία ἐκχέεται πάνω τους ὅπως δοχεῖο πού ξεχειλίζει, ἐκπέμπεται ἀδιάκοπα πρὸς τὰ ἔξω μέσα ἀπὸ ἕναν χαρμόσυνο ὕμνο τῆς μεγαλοσύνης, καὶ κατ’ αὐτό τὸν τρόπο ἡ δόξα ἡ «παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ» ἐπιστρέφει στὸν Θεό. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, στὴν πρωτόπλαστή του κατάσταση, ἦταν «εἰκών καὶ δόξα Θεοῦ»· καὶ ὄντας χωρὶς ἐνδύματα εἶχε ἄγνοια τῆς γυμνότητάς του, γιατί ἀκριβῶς ροῦχο του εἶχε αὐτὴ τὴ δόξα. Κατὰ ἀνάλογο τρόπο «οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ… ἡμέρᾳ τῇ ἡμέρᾳ ἐρεύγεται ρῆμα καὶ νύξ νυκτὶ ἀναγγέλλει γνῶσιν».

Ὅμως, ἐὰν ἡ Θεία δόξα ἐνοικεῖ στὸν Θεὸ προαιώνια, ἐὰν φανερώνεται ἀκόμη καὶ στὰ δημιουργήματα καὶ ὄχι μόνο σὲ αὐτὰ τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλά καὶ στὰ ἐπὶ τῆς γῆς, ἀπὸ πολὺ καιρὸ καὶ ἀδιάκοπα, γιὰ ποιὸ λόγο, ὅταν γεννιέται ὁ Χριστός, ὁ οὐρανός τὴν διακηρύσσει στὴ γῆ μὲ τρόπο καινούργιο καὶ ἐξαιρετικό, σὰν κάτι ἄγνωστο καὶ πρωτοφανέρωτο; Χριστιανέ, εἶναι ἡ σειρά σου τώρα νὰ γίνεις ὅλος ὀφθαλμὸς καὶ προπαντὸς ἐσωτερικός. Στάσου μὲ προσοχὴ καὶ θεώρησε: ὑπάρχει ἐδῶ δόξα καὶ μυστήριο —μιὰ δόξα κρυμμένη μέσα στὸ μυστήριο, ἕνα μυστήριο πού ἀποκαλύπτεται μέσα στὴ δόξα.

Ὁ ἄνθρωπος ἔσπασε μέσα του τὸν αἰώνιο κύκλο τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἀποφάσισε νὰ μὴ τὴν ἐπιστρέφει στὸν Θεὸ ἀλλά νὰ τὴν σφετερίζεται, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ καταστεῖ, κατὰ τὴν ὑπόσχεση τοῦ πειραστῆ, ὡς Θεός. Ἀπὸ αὐτό προῆλθε στὸν πνευματικὸ ἄνθρωπο κάτι ἀνάλογο μὲ αὐτό πού συμβαίνει στὸν σωματικὸ ἄνθρωπο, ὅταν σταματᾶ ἡ κυκλοφορία τοῦ αἵματος. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πνευματικὰ νεκρὸς ὡς πρὸς τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἤ τουλάχιστον ἔχει πέσει σὲ ἕνα λήθαργο, καθὼς βλέπει νὰ ἐξασθενεῖ μέσα του, σὲ σχέση μὲ τὴν προτέρα του κατάσταση, ἡ ψυχική του ζωντάνια, ὄντας ἐγκαταλειμμένος στὴ σκοτεινιά, στὴν ἀπομόνωση, στὴν (πνευματικὴ) ἀσιτία καὶ στὴ διαφθορά.

Καθὼς ὅμως ἡ Θεία δόξα διαδόθηκε σὲ ὁλόκληρο τὸν ἐπίγειο κόσμο κυρίως ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀντανακλώμενη μέσα του ὅπως σὲ Θεία εἰκόνα, συνακόλουθα, ἀπὸ τότε πού κρύφτηκε ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ ἀνθρώπου, δὲν ἀνταυγάζεται πιὰ σὲ ὅλο τὸν κόσμο τὸ ἲδιο ὅπως στὴν ἀρχή. Παρ’ ὅλο πού ὁ Ψαλμωδὸς ἔχοντας καθάρει τὴν καρδιά καὶ τὶς αἰσθήσεις του, καὶ ἔχοντας ἀκούσει τούς οὐρανοὺς μετὰ ἀπὸ αὐτή τὴν κάθαρση νὰ «διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ρήματα αὐτῶν», ἡ ἀντήχηση, ἀναμφὶβολα, οὔτε τόσο ἔντονη εἶναι ὅπως ἐν ἀρχῇ οὔτε τόσο ὑπὲροχη. Γιατί τότε δὲν ἀκούονταν παρὰ οἱ γλυκιὲς καὶ μεγαλειώδεις συμφωνίες τῆς ζωῆς καὶ τῆς εἰρήνης, ἐνῶ τώρα παρεισφρύουν σπαραχτικὲς κραυγὲς πόνου καὶ θόρυβοι ἀπὸ ἐρείπια πού γκρεμίζονται. Αὐτό τὸ θλιβερὸ σκοτείνιασμα τῆς Θείας δόξας μέσα στὸν κόσμο, οἱ ἄνθρωποι, τυφλωμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὸ ὑλοποίησαν ἔκτοτε ἀφήνοντας ὅλες τους τὶς ἐπιθυμίες καὶ ὅλες τὶς σκέψεις νὰ ἀπορροφηθοῦν ἀπὸ τὴν κτίση, καὶ «ἤλλαξαν τὴν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ ἐν ὁμοιώματι εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου καὶ πετεινῶν καὶ τετραπόδων».

Ὁ Θεὸς τῆς δόξης, ξέροντας ὅτι, χωρὶς τὴ δόξα Του, δὲν νοεῖται εὐτυχία γιὰ τὰ δημιουργήματά Του, ἔκανε, γιὰ νὰ μεταχειριστῶ μιὰ ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες ἐκφράσεις μας, ὅ,τι περνοῦσε ἀπὸ τὸ χέρι Του, νὰ τὴν ἐπαναφέρει ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Οἱ προσπάθειές Του ὅμως γιὰ καιρὸ ἀπέβησαν ἄκαρπες καί, ὄντως δὲν ἀποτέλεσαν παρὰ προετοιμασίες λίγο-πολὺ μακρινὲς καὶ ἐλλιπεῖς σὲ σχέση μὲ τὴν πραγματικὴ ἐπαναφορά, τὴν γενική, τὴ μόνη δυνατή, τῆς δόξας Του ἀνάμεσα στοὺς στερημένους, ἀφοῦ «πάντες γὰρ ἥμαρτον». Ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ στιγμὴ πού ὁ ἄνθρωπος ἀποκλείσθηκε ἀπὸ τὴ Θεία δόξα, ὁ Θεὸς τὸν ἀναζήτησε γιὰ νὰ τὴν ἐπαναφέρει: «Ἀδάμ, ποῦ εἰ;» Ἀλλά ὁ ἁμαρτήσας δὲν μπόρεσε νὰ ἀντέξει τὴ θέα αὐτῆς τῆς δόξας, τράπηκε σὲ φυγὴ καὶ κρύφτηκε ἀπὸ προσώπου γῆς.

Ἀργότερα, γιὰ νὰ τὴν καταστήσει προσιτὴ στοὺς ἀνθρώπους, ὁ Θεὸς τὴν ἔντυσε μερικὲς φορὲς μὲ τὴ μορφὴ τῶν ἀγγέλων Του, αὐτὲς ὅμως οἱ ἐμφανίσεις τρομοκράτησαν ἀκόμη περισσότερο τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ δὲν στάθηκαν ἱκανὲς νὰ τὴν κάνουν κοινωνὸ τῆς Θείας δόξης. «Καὶ εἶπε Γεδεών· ἆ, Κύριέ μου Κύριε, ὅτι εἶδον τὸν ἄγγελον Κυρίου πρόσωπον πρὸς πρόσωπον»! «Καὶ εἶπε Μανωὲ πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ: θανάτῳ ἀποθανούμεθα, ὅτι Θεὸν εἴδομεν».

Ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραήλ, ὅσο κι ἂν ἦταν προετοιμασμένος, καθ’ ὑπαγόρευσιν τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸ Μωυσῆ, γιὰ τὴ φανέρωση τῆς Θείας δόξας στὸ Σινᾶ, δὲν μπόρεσε οὔτε ἀπὸ μακριὰ νὰ ἀντέξει αὐτή τὴ φανέρωση· καὶ εἶπαν στὸ Μωυσῆ: «Λάλησον σὺ ἡμῖν, καὶ μὴ λαλείτω πρὸς ἡμᾶς ὁ Θεός, μὴ ἀποθάνωμεν». Καὶ τί νὰ ποῦμε γιὰ τὶς ἄλλες ἐμφανίσεις τῆς Θείας δόξης, ὅπου ὁ Θεός, βλέποντας νὰ ὑπερβαίνεται κάθε μέτρο ἀνθρώπινων ἀτοπημάτων, γιὰ νὰ μὴ διαψεύσει ὁ Ἴδιος τὴν ἁγιότητά του, δέν μπόρεσε νὰ ἀνταποκριθεῖ μὲ τὴ φωνὴ τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ἐλέους στὶς κραυγὲς θλίψης πού ἀνέβαιναν πρὸς Αὐτόν, ἀλλά ὑποχρεώθηκε νὰ ἀντιτάξει τοὺς αὐστηροὺς καὶ τιμωρητικοὺς κανόνες τῆς δικαιοσύνης Του, ὅπως ἔπραξε λόγου χάρη καταδικάζοντας τὸν Κάιν, προκαλώντας τὸν κατακλυσμὸ καὶ καταστρέφοντας τὰ Σόδομα; ὁ Θεὸς τῆς δόξης «ἐβρόντησε», ἡ γῆ σείστηκε, ὁ ἄνθρωπος ἀπολέσθηκε. Ποῦ νὰ βρεθεῖ θέση γιὰ τὴ χαρά; Ἀπὸ ποῦ θὰ ἐκπορεύονταν οἱ ὕμνοι στὴ μεγαλοσύνη Του;

Τί ἔκανε τελικὰ ὁ Θεός, ἀστείρευτος σὲ μέσα εὐσπλαχνίας καὶ σωτηρίας, γιὰ νὰ ἐπαναφέρει στὸν ἄνθρωπο τὴν ἐλπίδα τῆς δόξας; Ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος δὲν τολμοῦσε νὰ πλησιάσει τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἔλθει σὲ κοινωνία μὲ τὴ δόξα του, ὁ Θεὸς πλησίασε τὸν ἄνθρωπο καὶ ἦλθε σὲ κοινωνία μὲ τὴν κατάπτωσή του. Γιὰ νὰ μὴν ἀποφεύγει πιὰ ὁ ἁμαρτωλὸς τὴ Θεία παρουσία, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἦρθε σὲ αὐτόν, ντυμένος «ἐν ὁμοιώματι σαρκὸς ἁμαρτίας». Γιὰ νὰ μὴ μείνει τὸ ἀνάπηρο δημιούργημα ἔξω ἀπὸ τὴ δόξα τοῦ παντοδύναμου Δημιουργοῦ, δὲν «ἐνεδύθη πιὰ ἐξομολόγησιν καὶ μεγαλοπρέπειαν», ἀλλά μὲ τὴ μορφὴ παιδίου ἀδύναμου καὶ κλαυθμυρίζοντος, σπαργανωμένου φτωχικά. Ὅπως ἕνας ἱκανὸς γιατρός, ὅταν βλέπει ὅτι ὁ ἀσθενής του φοβᾶται ἕνα δυνατὸ φάρμακο, τοῦ τὸ δίνει παραλλαγμένο καὶ σώζει τὸν δύστυχο ἀπὸ τὸ θάνατο, ἔτσι καὶ ὁ οὐράνιος Ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, βλέποντας ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα, προσβεβλημένη ἀπὸ τὴ θανάσιμη ἀρρώστια τῆς ἁμαρτίας, φοβόταν τὸ θεϊκὸ φάρμακο, πού ὡστόσο μόνο αὐτὸ μποροῦσε νὰ τὸν σώσει, περιέβαλε τὴ θεότητά του μὲ ἀνθρώπινη μορφὴ καὶ ἔτσι ἡ ἀνθρωπότητα δοκίμασε, προτοῦ τὸ ὑποψιαστεῖ, ὅλη τὴν ἀποτελεσματικότητα τοῦ θείου γιατρικοῦ, τοῦ οἰκουμενικοῦ ἰάματος τῆς Θείας Χάρης.

Μόλις ἡ θεότητα εἰσῆλθε στὴν ἀνθρωπότητα, «πάντα ἡμῖν τῆς θείας δυνάμεως αὐτοῦ τὰ πρὸς ζωὴν καὶ εὐσέβειαν δεδωρημένης». Γιὰ τὸ λόγο αὐτό ἡ ἀναπηρία μας πληροῦται μὲ τὴ θεία δύναμη, τὸ ψέμα μας τὸ σβήνει ἡ θεία ἀλήθεια, τὰ σκοτάδια μας φωτίζονται ἀπὸ τὸ θεῖο φῶς, ὁ θάνατός μας ἡττᾶται ἀπὸ τὴ θεία ζωή. Ἀκόμη καὶ ἡ ἀπώλεια τῆς θείας δόξας, μᾶς κάνει νὰ βρίσκουμε τὴν ἐλπίδα της καὶ ὅταν ἡ δόξα αὐτή θὰ ἀποκαλυφθεῖ, δὲν θὰ μᾶς καταθαμβώσει, δὲν θὰ μᾶς τρομάξει, δὲν θὰ μᾶς ἐξουθενώσει. Ἀλλά καθὼς θὰ ὑψωθεῖ ἀπὸ πάνω μας, θὰ καταυγάσει τὸν κόσμο μέσα στὸν ὁποῖο ἐμεῖς τὴν βυθίσαμε στὴ σκοτεινιά. «Ὅτι Ἰησοῦς Χριστὸς ἐν ὑμῖν ἐστιν», κατὰ τὴ διαβεβαίωση τοῦ Ἀποστόλου.

Ἰδοὺ τὸ ἔνδοξο μυστήριο τῆς μυστήριας δόξας αὐτῆς τῆς ἡμέρας! Οἱ οὐράνιοι διάκονοι τοῦ φωτὸς εἶδαν πρὶν ἀπὸ μᾶς τὴν αὐγὴ αὐτῆς τῆς δόξας, καὶ πάραυτα μᾶς εἰδοποίησαν ἀναβοῶντες: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ!» Τώρα δὲν πρόκειται πιὰ γιὰ τὴν αὐγή, ἀλλά γιὰ τὸ καταμεσήμερο αὐτῆς τῆς δόξας: ἡ δική μας δόξα ὑψώνεται, ἀνέρχεται μὲ τὴ σειρά της στοὺς κατοίκους τῶν οὐρανῶν, ἀνεβαίνει μέσα ἀπὸ τὶς καρδιές μας, μεταφέροντας τὴν ἀγαλλίασή τους, ὡς τὸν ἲδιο τὸ θρόνο τοῦ Ὑψίστου: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ!»

Ἀδελφοί μου! Προσέξτε ὅτι οἱ ἄγγελοι ψάλλουν στὸν Θεὸ αὐτό τὸν ἐπινίκιο ὕμνο γιὰ νὰ τὸν δοξάσουν, ὄχι γιὰ τὴ σωτηρία τους ἀλλά γιὰ τὴ δική μας. Μὲ τί ζέση λοιπὸν ὀφείλουμε νὰ τὸν δοξάσουμε ἐμεῖς! Ποιὸς θὰ μοῦ δώσει μιὰ σπίθα τῆς θεϊκῆς φωτιᾶς τῆς ἀγάπης τῶν ἀγγέλων γιὰ τὸν Θεό, νὰ καταφέρω νὰ ἀνάψω τὶς καρδιές σας, νὰ ψάλλετε καὶ σεῖς τὸν ἀγγελικὸ ὕμνο, ἀδιάκοπα καὶ ἀτελεύτητα; Γνωρίζω ὅτι ὁ κόσμος ἑτοιμάζεται νὰ καταπνίξει μέσα στὴν ψυχὴ σας τὴν ἠχώ τοῦ ἀγγελικοῦ ὕμνου μὲ τὶς θορυβώδεις γιορτές του, μὲ τὶς ἐπιπόλαιες διαχύσεις του, μὲ τὰ τραγούδια του πού διαφθείρουν τὴν καθαρότητα τοῦ πνεύματος, «μήποτε βαρηθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐν κραιπάλῃ καὶ μέθῃ».

Ἔχετε τὸ νοῦ σας νὰ μὴ λυπήσετε μὲ τὶς πράξεις σας, στὶς κατοικίες σας, τὸν Θεὸ σωτήρα σας, ἀφοῦ προηγουμένως τὸν δοξάσατε μὲ τὰ λόγια σας στὴν ἐκκλησία Του. «Τοὺς δοξάζοντάς με δοξάσω, καὶ ὁ ἐξουθενῶν με ἀτιμασθήσεται». Δὲν ἔχουμε, ἄλλωστε, πολὺ πρόσφατα ἀκόμη, μιὰ ἀρκετὰ σκληρὴ ἐμπειρία αὐτῆς τῆς ἐξουθένωσης, ὅταν ὁ Κύριος παρέδωσε ὄχι μόνο τὰ σπίτια μας στὴ λεηλασία καὶ τὴ φωτιά, ἀλλά καὶ τοὺς ναοὺς Του ἀκόμη στὴ βεβήλωση; Γιατί αὐτή ἡ ἐγκατάλειψη, ἐὰν ὄχι ἐπειδὴ μὲ τὴ ζωή μας τὴν ἀνάξια τῆς δόξας Του. Τὸν περιφρονήσαμε μέσα στὴν κατοικία μας, μὲ τὴ νωχέλειά μας στὴν πίστη· Τὸν περιφρονήσαμε στοὺς ναούς Του; Νὰ ὅμως πού μᾶς συγχώρησε γιὰ μία ἀκόμη φορά καὶ μᾶς κάλεσε ξανὰ στὴ δόξα Του. Ἂς Τὸν δοξάσουμε γιὰ νὰ μὴ σηκώσουμε ἐνάντιόν μας τὴν ὀργή Του ἀπὸ τὴν ὁποία μᾶς ἀπειλεῖ ἤδη ἡ σφοδρὴ ἀνατροπὴ τῆς τάξης τῶν φυσικῶν νόμων. «Δότε δόξαν τῷ Θεῷ»! «Δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν»! Ἀμήν.

Ὁ χάλκινος ὄφις καὶ ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ

Ὁ χάλκινος ὄφις καὶ ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ

Ἁγίου Λουκᾶ, Ἀρχιεπ. Κριμαίας

Πολλά, πάρα πολλὰ χρόνια περιπλανιόταν ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ στὴν ἔρημο μετὰ τὴν ἔξοδό του ἀπὸ τὴν γῆ τῆς Αἰγύπτου μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν θεόπτη προφήτη Μωυσῆ.Κύριος ὁ Θεὸς ἔτρεφε τὸν λαό Του μὲ τὸ θεόσταλτο μάννα. Ἦταν δύσκολος ὁ δρόμος αὐτὸς μέσα στὴν ἔρημο. Μὲ πολὺ δυσκολία ἔβρισκαν νερὸ νὰ πιοῦν. Καὶ ἄρχισε ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ νὰ γογγύζει στὸν Θεὸ καὶ τὸν Μωυσῆ, γιατί τοὺς ξεσήκωσε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Καὶ ἄναψε ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐναντίον τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραὴλ ἐξ αἰτίας τοῦ γογγυσμοῦ τους καὶ τοὺς τιμώρησε σκληρά.

Μὲ διαταγὴ Του ἦλθε ἕνα μεγάλο πλῆθος δηλητηριωδῶν φιδιῶν, τὰ ὁποία τοὺς δάγκωναν μὲ ἀποτέλεσμα χιλιάδες ἄνθρωποι νὰ πεθαίνουν. Νὰ τὸ θυμόμαστε καὶ ἐμεῖς αὐτό, πόσο φοβερὸ καὶ ὀλέθριο πράγμα εἶναι νὰ γογγύζει κανεὶς στὸν Θεό.

Ὁ λαός, τρομοκρατημένος ἀπὸ τὰ φίδια, ἱκέτευε τὸν Μωυσῆ νὰ προσευχηθεῖ στὸν Θεὸ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν σκληρὴ αὐτὴ τιμωρία. Ὁ Κύριος τούς σπλαχνίστηκε καὶ διέταξε τὸν Μωυσῆ νὰ φτιάξει ἕνα μεγάλο χάλκινο φίδι καὶ νὰ τὸ βάλει σ’ ἕνα κοντάρι ποὺ ἔμοιαζε μὲ σταυρό, «Ὅποιος δαγκώνεται ἀπὸ κάποιο φίδι καὶ κοιτάξει μὲ ἐλπίδα αὐτὸ τὸ χάλκινο ὄφι δὲν θὰ πεθάνει ἀλλὰ θὰ ζήσει», εἶπε ὁ Κύριος.

Ὁ Μωυσῆς κατασκεύασε ἀπὸ χαλκὸ ἕνα μεγάλο φίδι καὶ τὸ ἔβαλε πάνω σ’ ἕνα κοντάρι ὅμοιο μὲ σταυρό. Αὐτὸ ἀποτελοῦσε μία ὁλοκάθαρη προτύπωση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος σώζει ἀπὸ τὸ θάνατο τῆς ἁμαρτίας ὅλους αὐτούς, ποὺ μὲ βαθειὰ πίστη στρέφονται σ’ Αὐτὸν καὶ μὲ δάκρυα προσκυνοῦν τὸ σταυρό Του, μὲ τὸν ὁποῖο ἔσωσε τὸν κόσμο στὸν φοβερὸ Γολγοθᾶ. Αὐτὸς βάσταξε τὸ ὑπερβολικὰ μεγάλο βάρος τῶν ἁμαρτιῶν ὅλου του κόσμου ἐπάνω στὸ σταυρό.

Σκεφθεῖτε ποιός, ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς θνητοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὶς ἐπουράνιες ἀσώματες ἀγγελικὲς δυνάμεις, θὰ μποροῦσε νὰ βαστάξει τὶς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου καὶ νὰ μὴν ἰσοπεδωθεῖ ἀπὸ αὐτές. Ποιός; παρὰ μόνος Ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖο ἀκαταπαύστως ὑμνοῦν ὅλες οἱ ἐπουράνιες δυνάμεις, κράζοντας σ’ Αὐτόν: Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος! Ποιὸς παρὰ μόνο ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖο στὸν πανηγυρικὸ ἐκεῖνο ὕμνο, «Μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός, γνῶτε ἔθνη καὶ ἡττᾶσθε, ὅτι μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός», ὀνομάζει ἡ Ἐκκλησία «Θεὸ ἰσχυρό, ἐξουσιαστή, ἄρχοντα εἰρήνης». Ὁ ὄφις, τὸν ὁποῖο ἔφτιαξε ὁ Μωυσῆς καὶ ἔβαλε σὲ ξύλο ὅμοιο μὲ σταυρό, κατασκευάστηκε ἀπὸ χαλκό, ἐπειδὴ τὰ παλαιὰ ἐκεῖνα χρόνια ὁ χαλκὸς ἐθεωρεῖτο ὁ ἰσχυρότερος ἀπὸ ὅλα τὰ μέταλλα. Μήπως γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο ὁ χάλκινος ὄφις ὑπῆρξε ἡ προτύπωση τοῦ κρεμασμένου ἐπάνω στὸ σταυρὸ Σωτήρα τοῦ κόσμου;

Δὲν ἦταν μόνο μία ἡ φορὰ ποὺ ὁ Θεὸς τιμώρησε τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραὴλ ἐξαιτίας τοῦ γογγυσμοῦ. Καὶ ἄλλες δύο φορὲς κατὰ τὴν διάρκεια τῶν σαράντα ἐτῶν, κατὰ τὴν ὁποία ὁ λαὸς περιπλανιόταν στὴν ἔρημο, ξέσπασε ὁ Θεὸς ὀργισμένος ἐναντίον τοῦ σκληροτράχηλου καὶ χοντροκέφαλου λαοῦ. Ἦταν τόσο μεγάλη ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, ὥστε ἤθελε νὰ ἐξολοθρέψει τελείως ὅλον αὐτὸν τὸν λαὸ καὶ νὰ δημιουργήσει ἀπὸ τὸν Μωυσῆ ἕνα ἄλλο πιστὸ λαό. Μόνο μετὰ τὶς ἱκεσίες τοῦ μεγάλου Μωυσῆ δὲν πραγματοποίησε ὁ Θεὸς τὸ σχέδιό Του.

Πρώτη φορὰ αὐτὸ ἔγινε στὸ Ὅρος Σινᾶ, ὅπου ὁ Μωυσῆς ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ θεόγραφο νόμο. Σαράντα μέρες καὶ σαράντα νύχτες βρισκόταν ὁ Μωυσῆς πάνω στὸ ὄρος. Ὁ λαὸς ἔχασε τὴν ὑπομονή του καὶ εἶπε στὸν Ἀαρών, τὸν ἀδελφό του Μωυσῆ, νὰ κατασκευάσει ἕνα χρυσὸ μοσχάρι. Αὐτὸ τὸ μοσχάρι τὸ ὀνόμασαν θεό, ὁ ὁποῖος τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ τὸν ἀρνήθηκαν.

Δεύτερη φορὰ αἰτία τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ ἦταν ἡ ἀνταρσία τῶν Κορέ, Δαθάν καὶ Ἀβιρών καὶ τῆς ὁμάδας τους, ποὺ ἐπαναστάτησαν ἐναντίον τοῦ προφήτη Μωυσῆ καὶ τοῦ ἀδελφοῦ του Ἀαρών. Αὐτὴ ἡ ἀνταρσία ἦταν ἀνταρσία ἐναντίον τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐπέλεξε τὸν Μωυσῆ νὰ ἐκτελέσει τὸ θέλημά Του στὸ λαὸ τοῦ Ἰσραήλ. Αὐτὸ τὸ ἁμάρτημα εἶχε σχεδὸν ἴδιο βάρος μὲ τὴν προσκύνηση τοῦ χρυσοῦ μόσχου στὸ ὄρος Σινᾶ, ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ἐξέγερση ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἐντολῶν Του.

Ἂν ὁ Μέγας Θεὸς διὰ τῶν πρεσβειῶν τοῦ προφήτη Μωυσῆ τρεῖς φορὲς λυπήθηκε τὸν σκληροτράχηλο καὶ χοντροκέφαλο λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι οἱ πρεσβεῖες τῶν μεγάλων ἁγίων ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ μποροῦν νὰ μεταβάλλουν τὰ σχέδια καὶ τὶς ἀποφάσεις Του. Αὐτὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ἀλλάζουν. Ὅμως ἂς μὴν τολμήσει κανένα τολμηρὸ καὶ βλάσφημο στόμα νὰ πεῖ, ὅτι τὸ Θεῖο θέλημα εἶναι ἀσταθές.

Ὁ Θεὸς μας εἶναι ἡ ζωντανὴ ἀγάπη, ὅπως μᾶς τὸ ἀποκάλυψε ὁ μέγας ἀπόστολος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος στὴν πρώτη καθολικὴ ἐπιστολή του. Ὅμως Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης. Καὶ αὐτό, ποὺ στοὺς ἀναιδεῖς ἀνθρώπους μπορεῖ νὰ φανεῖ ἀστάθεια τῆς Θείας βουλήσεως, στὴν πραγματικότητα εἶναι, εἴτε ταυτόχρονη, εἴτε διαδοχικὴ φανέρωση τῶν δύο αὐτῶν μεγάλων γνωρισμάτων τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀπέραντης ἀγάπης του καὶ τῆς ἀκριβοῦς δικαιοσύνης Του. Καὶ τὸ καλύτερο παράδειγμα γι’ αὐτὴν τὴν περίπτωση εἶναι ἡ διήγηση γιὰ τὸ χάλκινο φίδι.

Ὁ σκληροτράχηλος λαός, ὁ ὁποῖος γόγγυσε ἐνώπιων τοῦ Θεοῦ, τιμωρήθηκε σκληρὰ μὲ τὰ φίδια, ὅπως τὸ ἀπαιτοῦσε ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ἀμέσως ὅμως τὸν κάλυψε τὸ τεράστιο κύμα τῆς ἀσύλληπτης ἀγάπης Του, ἐπειδὴ τὸ χάλκινο φίδι ἀποτελοῦσε προτύπωση τοῦ ἀσύγκριτα μεγάλου γεγονότος, τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου καὶ ἀπὸ τὸν αἰώνιο θάνατο τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἀνομίας, διὰ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἂς ἀφήσουμε τώρα τὸν σκληροτράχηλο λαὸ τοῦ Ἰσραὴλ σ’ αὐτὸ τὸν φοβερὸ ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ μακάριο τόπο, ὅπου ὑψώθηκε ὁ χάλκινος ὄφις. Γιὰ πολλὰ ἀκόμα χρόνια θὰ περιπλανᾶται αὐτὸς ὁ λαὸς στὴν ἔρημο τῆς Ἀραβίας. Ἂς τὸν ἀφήσουμε γιὰ ἄλλα χίλια χρόνια, κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ὁποίων ὁ λαὸς αὐτός, ἂν καὶ ἔφτασε στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, δὲν ἔπαψε νὰ παροργίζει τὸν Θεό, ἐγκαταλείποντάς Τον καὶ λατρεύοντας θεοὺς τῶν ἐθνῶν, τὸν Βάαλ καὶ τὴν Ἀστάρτη. Ἂς τὸν ἀφήσουμε καὶ μέχρι τὴν Βαβυλώνια αἰχμαλωσία, καὶ ἀπὸ τὴν σκοτεινὴ ἱστορία αὐτοῦ τοῦ ἀπίστου λαοῦ, ἂς πᾶμε στὴ γεμάτη χάρη νέα ἐποχή, ἀρχὴ τῆς ὁποίας ὑπῆρξε τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο ἑορτάζουμε σήμερα.

Δὲν λησμόνησε ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ποτὲ δὲν ἀνακαλεῖ τὸ λόγο Του, τὸ χάλκινο φίδι, τὸ ὁποῖο ὕψωσε μπροστὰ στὰ μάτια ὅλου του κόσμου καὶ τὸ ὁποῖο ἀποτελοῦσε τὴν προτύπωση τῆς σωτηρίας τῆς ἀνθρωπότητας ἀπὸ τὸν αἰώνιο θάνατο διὰ τῆς ἁμαρτίας.

Ἂς πάρουμε, ἀδελφοί μου, μία βαθιὰ ἀνάσα, διαβάζοντας στὸ κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιο τὰ λόγια του Ἴδιου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ: «Καὶ καθὼς Μωυσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμω, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου,ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχη ζωὴν αἰώνιον. Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀποληται, ἀλλ’ ἔχει ζωὴν αἰώνιον. Οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνη τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σωθῆ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ»(Ἰω. 3, 14-17).

Μετὰ ἀπ’ αὐτὴ τὴ μεγάλη ἐπαγγελία ἂς στρέψουμε τὸ βλέμμα μας σ’ ἕνα ἄλλο σημεῖο, στὴν πρώτη καθολικὴ ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Ἰωάννου, ὅπου διαβάζουμε τὸν χαρμόσυνο εὐαγγελικὸ λόγο του:

«Ἐν τούτῳ ἐφανερώθη ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐν ἡμῖν, ὅτι τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἀπέσταλκεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν κόσμον ἵνα ζήσωμεν δι’ αὐτοῦ. Ἐν τούτῳ ἐστὶν ἡ ἀγάπη, οὒχ ὅτι ἡμεῖς ἠγαπήσαμεν τὸν Θεόν, ἀλλ’ ὅτι αὐτὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ ἀπέστειλε τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἱλασμὸν περὶ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν» (Α΄ Ἰω. 4, 9-10).

Γι’ αὐτὴ τὴν μεγάλη καὶ λαμπρότατη γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων προετοιμαστήκαμε μὲ νηστεία σαράντα ἡμερῶν, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁποίας ἀκούσαμε πολλὲς φορὲς τοὺς εὐλογημένους καὶ χαρμόσυνους εἱρμοὺς τοῦ κανόνα τῶν Χριστουγέννων. Ἂς σταθοῦμε λίγο στὸν πρῶτο καὶ ἂς προσπαθήσουμε νὰ κατανοήσουμε τὸ νόημά του:

«Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε· Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε».

Γεννιέται ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς καὶ κατεβαίνει στὴ γῆ, δοξαζόμενος ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους. Εἶναι ἕτοιμος νὰ πατήσει στὴ γῆ… Ἂς τρέξουμε νὰ Τὸν συναντήσουμε.

«Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε».

Τώρα τὸ Θεῖο βρέφος βρίσκεται ἤδη στὴ φάτνη σ’ ἕνα σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. Μὲ μεγάλη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση ἂς ὑψωθοῦμε μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὸν νοῦ μας στοὺς οὐρανούς.

«Ἄσατε τῷ Κυρίω, πᾶσα ἡ γῆ, καὶ ἐν εὐφροσύνῃ ἀνυμνήσατε, λαοί, ὅτι δεδόξασται».

Πιστεύουμε ὅτι τὴ χαρὰ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ μὲ ἕνα τρόπο ἀκατανόητο γιά μᾶς, τὴν αἰσθάνεται καὶ ὅλη ἡ κτήση. Μαζὶ μὲ τοὺς βοσκοὺς καὶ τοὺς μάγους ἂς προσκυνήσουμε καὶ ἐμεῖς τὸ Θεῖο βρέφος καὶ ἂς Τοῦ προσφέρουμε ὡς δῶρο τὶς γεμάτες πίστη καὶ σεβασμὸ καρδιές μας. Μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια ἂς Τοῦ προσφέρουμε μετὰ φόβου καὶ ἀγάπης τὶς καρδιές μας γιὰ νὰ μᾶς δοξάσει καὶ Αὐτὸς στὴ ζωὴ τὴν αἰώνια, τῆς ὁποίας δὲν θὰ ὑπάρχει τέλος. Ἀμήν.

Ἀπό τό βιβλίο: «Λόγοι καὶ ὁμιλίες», τ. Γ΄, ἔκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη

Ὅταν οἱ μάγοι ἔφθασαν στά Ἱεροσόλυμα

Ὅταν οἱ μάγοι ἔφθασαν στά Ἱεροσόλυμα

Ἁγίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου

Ὅταν ὁ ὁδοιπόρος βρεῖ κάποιον ἄλλο, καλό συνοδοιπόρο, χαίρεται τόν κόπο τῆς μακρινῆς ὁδοιπορίας, ἐπειδή ξεγελιέται ἀπό τή συντροφιά· καθώς στηρίζεται δηλαδή, σάν σέ ραβδί, στήν εὐχάριστη συζήτηση, ἔχει τήν αἴσθηση ὅτι συνοδοιπορεῖ μέ σκονισμένα τά πόδια, ἀλλά μέ ἀκούραστο τό στόμα. Μοιράζει ἔτσι τόν κόπο τῶν ποδιῶν καί ἐλαφρύνει μέ τή συνομιλία τήν κούραση τῆς μεγάλης πορείας.

Ἔτσι λοιπόν καί οἱ μάγοι, ὅταν γεννήθηκε ὁ Χριστός, καθώς εἶδαν τό ἄστρο, καί τό ἔλαβαν αὐτό συνοδοιπόρο, ξεγελοῦσαν −ὅταν κουράζονταν− μέ τήν ἐρώτηση, «ποῦ εἶναι ὁ νεογέννητος Βασιλιάς», τήν ταλαιπωρία τῆς ὁδοιπορίας· ἀνέκριναν δηλαδή μέ τό λόγο τούς Ἑβραίους σάν κλέφτες Ἐκείνου πού γεννήθηκε.

Σ’ αὐτούς λοιπόν πού ρωτοῦσαν γιά τόν Βασιλιά, εὔλογα ἀπαντοῦν οἱ Ἰουδαῖοι, λέγοντας: «Τί λοιπόν τολμᾶτε, ξένοι, τί λέτε, ἄνθρωποι; Γιατί ἔχετε ἔρθει, φέρνοντας ἐπικίνδυνη εἴδηση; Γιατί διακηρύσσετε τόν καινούριο βασιλιά στήν πόλη πού ἔχει ἤδη βασιλιά; Γιατί διακινδυνεύετε τόν ἑαυτό σας σέ πρόωρο τέλος; Γιατί μπήγετε στούς τραχήλους σας τή γλώσσα σάν μάχαιρα; Γιατί ἀνοίγετε τόν τάφο σας μέ τό στόμα, καί τό θάνατο πού κοιμᾶται τόν ξυπνᾶτε γιά νά σᾶς ἁρπάξει; Δέν εἶχε μνήματα ἡ Περσία, ὥστε, νά ἔρθετε ἐδῶ καί, ἐνῶ ἀκόμη ζεῖ ὁ Ἡρώδης, νά ρωτᾶτε γιά ἄλλο βασιλιά; Ὅταν τό ἀκούσει, θά ὁμολογήσει σ’ ἐσᾶς πολλή εὐγνωμοσύνη καί θά σᾶς ἀνταμείψει μέ μεγάλα δῶρα»!.

Ἀλλά ἡ ἀπάντηση σ’ αὐτά ἀπό τούς μάγους ἦταν σύντομη: «Εἴδαμε, λένε, τό ἄστρο του στήν ἀνατολή καί ἤρθαμε νά τόν προσκυνήσουμε». Δέν ἀρκέσθηκαν νά ρωτήσουν μόνο, ἀλλά καί νά ποῦν γιά προσκύνηση· φανερώνοντας μ’ αὐτή τή φράση ὅτι Αὐτός πού γεννήθηκε εἶναι Θεός.

Μόλις λοιπόν ἔφθασε ἡ εἴδησή τους στόν Ἡρώδη, ἀφήνοντας αὐτός στό μεταξύ τούς μάγους, κάλεσε τούς σοφούς τῶν ‘Ιουδαίων, λέγοντας: «Ποῦ θά γεννηθεῖ ὁ Χριστός;». Καί αὐτοί ἀπάντησαν: «Στή Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας».

Ὤ τό θαῦμα! Γνωρίζουν οἱ Ἰουδαῖοι τόν τόπο, καί ἀποστρέφονται τόν τεχθέντα· τή Βηθλεέμ ἐπαινοῦν, καί τήν οἰκονομία κρύβουν· τήν Ἰουδαία σημειώνουν, καί τή δεσποτεία ἀρνοῦνται. Ἄν ἔτσι λέει ἡ Γραφή, γιατί δέν συγκατατίθεστε; Ἄν ἀναγνώσατε, γιατί δέν πιστεύετε; Ἄν θά γεννηθεῖ στή Βηθλεέμ, γιατί δέν θά τόν προσκυνήσετε;

Ἐπειδή λοιπόν κατάλαβε ὁ Ἡρώδης ὅτι δέν ἦρθαν χωρίς λόγο οἱ μάγοι νά ρωτήσουν, τούς κάλεσε κρυφά καί ρωτοῦσε νά μάθει ἀπ’ αὐτούς τό χρόνο πού φάνηκε τό ἄστρο, λέγοντάς τους: «Διηγηθεῖτε μου μέ ἀκρίβεια τόν τρόπο πού ἤρθατε καί πέστε μου τό σκοπό τῆς ὁδοιπορίας σας. Μή μᾶς παρακάμψετε. Ἐμπιστευθεῖτε σ’ ἐμένα τήν αἰτία τῆς παρουσίας σας καί πέστε μου ποιός εἶναι αὐτός πού σᾶς ἔπεισε νά προσκυνήσετε ἕναν ἀλλοεθνή. Καί ποιό εἶναι τό ἀνάλογο κέρδος γιά τόν τόσο μεγάλο κόπο σας; Ἄν ὅμως αὐτός πού σᾶς κάλεσε δέν εἶναι ἄνθρωπος, ἀλλά ἀστερόμορφος ἄγγελος, διηγηθεῖτε μου μέ ἀκρίβεια τό γεγονός τῆς ἀνατολῆς του νά μάθω τό χρόνο καί τόν καιρό, κατά τόν ὁποῖο ἔχουν μάθει καί τά ἄστρα νά ὑπηρετοῦν τό βρέφος πού τά ἀποστέλλει, ὥστε νά ἔρθω καί ἐγώ καί νά τόν προσκυνήσω».

Ἀφοῦ λοιπόν εἶπαν τό χρόνο τοῦ πρωτοφανοῦς ἄστρου, ἔφυγαν, παίρνοντας ἐντολή ἀπό τόν Θεό νά μήν ἐπιστρέψουν στόν Ἡρώδη. Σ’ αὐτούς παρουσιάσθηκε πάλι τό συνοδοιπόρο ἄστρο, καί ἀφοῦ ἦρθε ἐκεῖ πού βρισκόταν τό παιδί, ἔμεινε ἀκίνητο, σάν νά διακήρυσσε μέ αὐτή τή στάση του καί νά ἔλεγε: «Αὐτός εἶναι ὁ βασιλιάς, πού ἐγώ σάν σημαία του προχωροῦσα μπροστά σας· αὐτός μοῦ ἄναψε τή δάδα τοῦ ὁδηγοῦ καί μέ ἔστειλε σ’ ἐσᾶς,».

Ποιός λοιπόν ἐρευνώντας θά βρεῖ μιά τέτοια γέννηση; Ποιός λόγος θά κατανοήσει τόν τρόπο τοῦ μυστηρίου; Κανείς νά μήν προσπαθήσει νά φθάσει τόν ἀκατάληπτο μέ ἀνθρώπινες σκέψεις· διότι ἐδῶ δέν χρειάζονται ἀναλογίες, ἀλλά μόνο πίστη.

Σταμάτα νά ἐρευνᾶς, ἄνθρωπε, καί διδάξου νά προσκυνᾶς μαζί μέ τούς μάγους. Μπόρεσε πρῶτα νά ἀντικρύσεις κατευθείαν τίς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου καί τότε θά ἀτενίσεις ἀκίνδυνα τήν παρθενική γέννα. Ἡ θεότητα εἶναι φωτιά πού κατακαίει, ἄν θελήσεις νά ψηλαφήσεις τή φλόγα, θά κατακάψεις τά χέρια σου χωρίς νά βρεῖς τίποτε.

Ποιός δηλαδή, ὅταν γεννήθηκε, συντάραξε τόν οὐρανό μέ τήν ὑμνωδία τῶν ἀγγέλων; Ποιός ἀνέτειλε ἄστρο καί μονάχα τούς ἀστρολόγους ἀνέδειξε θεολόγους; Ποιός ὀνομάσθηκε ἀπό τούς ἀγγέλους Κύριος, ἄν καί ἦταν στήν κοιλιά τῆς μάνας του; Ποιός ὀνομάσθηκε μέ τό ὄνομα αὐτό πρίν ἀκόμη γεννηθεῖ; Ποιός, ἄν καί ἦταν στήν κοιλιά τῆς μάνας του, προσκυνήθηκε ποτέ μέ σκίρτημα; Ποιός, ἄν καί ἦταν στή μήτρα, δέχθηκε τό σεβασμό ἀπό αὐτούς πού ἦταν στή μήτρα; Ποιός ἕλκυσε τούς μάγους ἀπό τήν Περσία γιά νά τόν προσκυνήσουν;

Πραγματικά, εἶναι ὡραῖο νά θαυμάσουμε τήν πίστη τους. Δέν δίστασαν νά τόν προσκυνήσουν, ἄν καί εἶδαν τό σπήλαιο καί τή μεγάλη φτώχεια· διότι ἔμαθαν μέ τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅτι γιά μᾶς Ἐκεῖνος ἔγινε φτωχός, ἄν καί ἦταν πλούσιος· ὅτι κρατάει στήν παλάμη του ὅλο τόν κόσμο, ἄν καί γεννήθηκε στό σπήλαιο· ὅτι περιβάλλει τόν οὐρανό μέ νέφη, ἄν καί περιβάλλεται μέ κουρέλια, ὅπως συνηθίζεται γιά τά νεογέννητα· ὅτι ἀναπαύεται στούς κόλπους τοῦ Θεοῦ-Πατέρα, ἄν καί ὡς ἄνθρωπος εἶναι ξαπλωμένος στή φάτνη·καί ὅτι βρίσκεται στό θρόνο τοῦ Θεοῦ-Πατέρα28, ἄν καί βαστάζεται στήν ἀγκάλη τῆς μητέρας.

Ἀλλά ἐμεῖς ἄς δοξάσουμε τήν ἔνσαρκη γέννηση τοῦ Κυρίου ἀπό τήν Παρθένο καί τήν προσκύνησή του ἀπό ὅλη τήν κτίση, προσφέροντας ὁλόκληρη τή ζωή μας, στόν Χριστό· στόν Ὁποῖο πρέπει ἡ δόξα στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.