Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

Ἁγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

Ἐκεῖνοι, λοιπόν, oι ὁποῖοι εἶναι δυσαρεστημένοι καὶ μὲ σφοδρότητα ὑπερασπίζονται τὸ «γράμμα», ἐπειδὴ ἐμεῖς τάχα εἰσάγουμε κάποιον ξένο καὶ παρείσακτο Θεό, νὰ ξέρουν καλὰ ὅτι φοβοῦνται ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει φόβος. Καὶ ἂς γνωρίζουν σαφῶς, ὅτι κάλυμμα τῆς ἀσέβειάς τους εἶναι ἡ φιλία τοῦ «γράμματος», ὅπως θὰ φανεῖ ἐντὸς ὀλίγου, ὅταν, ὅσο εἶναι δυνατόν, θὰ ἀνατρέψουμε τὰ ἐπιχειρήματά τους. Ἐμεῖς βέβαια ἔχουμε τόση πίστη στὴ θεότητα τοῦ Πνεύματος, τὸ ὁποῖο λατρεύουμε, ὥστε ἀπὸ Αὐτὸ θ’ ἀρχίσουμε τὸ λόγο γιὰ τὸ Θεό, ἀναφέροντας τὶς ἴδιες ἐκφράσεις γιὰ τὴν Τριάδα, ἔστω κι ἂν φανεῖ σὲ μερικοὺς πολὺ τολμηρό. «Ἦταν τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, τὸ ὁποῖο φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο», ὁ Πατέρας. «Ἦταν τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, τὸ ὁποῖο φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο», ὁ Υἱός. «Ἦταν τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, τὸ ὁποῖο φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο», ὁ ἄλλος Παράκλητος· «ἦταν» καὶ «ἦταν» καὶ «ἦταν»· ὅμως ἕνα «ἦταν» ὑπάρχει. «Φῶς» καὶ «φῶς» καὶ «φῶς», ἀλλὰ ἕνα φῶς, ἕνας Θεός.

Αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ὁ Δαβὶδ παλαιότερα κατανόησε, ὅταν ἔλεγε· «στὸ φῶς σου θὰ δοῦμε τὸ φῶς». Καὶ τώρα ἐμεῖς καὶ ἔχουμε ἰδεῖ καὶ διακηρύσσουμε ὅτι κατανοοῦμε τὸν Υἱὸ ὡς φῶς ποὺ προέρχεται ἀπὸ φῶς, τὸν Πατέρα, μέσα στὸ φῶς, τοῦ Πνεύματος. Ἔτσι ἔχουμε μία σύντομη καὶ ἁπλὴ θεολογία γιὰ τὴν Τριάδα. Ὅποιος θέλει νὰ περιφρονήσει ὅσα λέμε, ἂς τὰ περιφρονήσει. Κι ὅποιος θέλει ν’ ἁμαρτάνει, ἂς ἁμαρτάνει· ἐμεῖς κηρύσσουμε αὐτὸ ποὺ ἔχουμε καταλάβει καλά. Καὶ ἂν ἀπὸ ἐδῶ κάτω δὲν ἀκουγόμαστε, σὲ ὑψηλὸ βουνὸ θ’ ἀνεβοῦμε καὶ θὰ φωνάξουμε. Θὰ «ὑψώσουμε» τὸ Πνεῦμα, δὲν θὰ φοβηθοῦμε. Καὶ ἂν φοβηθοῦμε, (αὐτὸ θὰ γίνει) ὄχι τὴν ὥρα ποὺ κηρύσσουμε, ἀλλὰ ὅταν σιωποῦμε (ἡσυχάζουμε).

4. Ἂν ὑπῆρξε χρόνος κατὰ τὸν ὁποῖο δὲν ὑπῆρχε ὁ Πατήρ, ἄλλο τόσο ὑπῆρξε χρόνος ποὺ δὲν ὑπῆρχε ὁ Υἱός. Καὶ ἂν ὑπῆρξε χρόνος ποὺ δὲν ὑπῆρχε ὁ Υἱός, τότε ὑπῆρξε χρόνος ποὺ δὲν ὑπῆρχε οὔτε τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ἂν τὸ ἕνα ὑπῆρχε ἀπὸ τὴν ἀρχή, τότε καὶ τὰ τρία ὑπῆρξαν τὸ ἴδιο. Τολμῶ νὰ πῶ, πὼς ἂν τὸ ἕνα ὑποβιβάσεις, οὔτε τὰ ἄλλα δύο νὰ ἐξυψώσεις. Ποιὰ ἄραγε ὠφέλεια ὑπάρχει ἀπὸ μία ἀτελῆ θεότητα; Ἀκόμη περισσότερο, τί εἴδους θεότητα εἶναι αὐτή, ἂν δὲν εἶναι τέλεια; Κατὰ κάποιον τρόπο δὲν ὑπάρχει, ἐὰν δὲν ἔχει τὴν ἁγιότητα· καὶ πῶς θὰ τὴν ἔχει, ἂν δὲν ἔχει τὸ Πνεῦμα; Ἐκτὸς ἐὰν ὑπάρχει ἄλλη ἁγιότητα ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Πνεῦμα· ἂς μᾶς πεῖ κάποιος πὼς αὐτὴ κατανοεῖται ἀλλιῶς. Ἂν ὅμως ἡ ἁγιότητα εἶναι τὸ Πνεῦμα, πῶς τότε δὲν ὑπῆρχε ἀπὸ τὴν ἀρχή; Σὰν νὰ ἦταν καλλίτερο γιὰ τὸν Θεὸ νὰ ὑπῆρξε ποτὲ ἀτελὴς καὶ χωρὶς τὸ Πνεῦμα. Ἂν δὲν ὑπῆρξε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸ Πνεῦμα, τότε τοποθετεῖται στὴν ἴδια κατηγορία μὲ μένα(1), ἀκόμη κι ἂν δημιουργήθηκε λίγο πρὶν ἀπὸ μένα. Διότι ὡς πρὸς τὸ χρόνο ἐμεῖς ἀντιδιαστελλόμαστε ἀπὸ τὸν Θεό. Ἐὰν τοποθετεῖται τὸ Πνεῦμα στὴν ἴδια κατηγορία μὲ μένα, πῶς ἐμένα μὲ θεοποιεῖ ἢ πῶς μὲ ἑνώνει μὲ τὴ θεότητα;

5. Ὅμως θ’ ἀσχοληθῶ γιὰ χάρη σου λίγο περισσότερο μὲ τὸ θέμα αὐτό. Ὅσα ἔχουν σχέση βέβαια μὲ τὴν ἁγία Τριάδα ἐπεξηγήσαμε καὶ προηγουμένως. Οἱ Σαδδουκαῖοι κατ’ ἀρχήν, νόμισαν ὅτι δὲν ὑπάρχει καθόλου τὸ ἅγιο Πνεῦμα, οὔτε βέβαια ἄγγελοι, οὔτε ἀνάσταση· δὲν ξέρω γιατί περιφρόνησαν ἐντελῶς τὶς τόσες μαρτυρίες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες πάλι, oι περισσότεροι θεολόγοι καὶ ὅσοι βρίσκονται πιὸ κοντὰ στὴ δική μας ἀλήθεια, τὸ συνέλαβαν μὲ τὴ φαντασία τους, ὅπως μου φαίνεται· σχετικὰ ὅμως μὲ τὴν ὀνομασία τοῦ διαφοροποιήθηκαν, καλώντας τὸ «νοῦ τοῦ παντὸς» καὶ «θύραθεν νοῦ» καὶ ἄλλες σχετικὲς ὀνομασίες(2). Ἀπὸ τοὺς δικούς μας σοφοὺς τώρα, ἄλλοι τὸ ἐξέλαβαν ὡς ἐνέργεια, ἄλλοι ὡς κτίσμα, ἄλλοι ὡς Θεὸ καὶ ἄλλοι δὲν ξέρουν πιὸ ἀπὸ τὰ δύο αὐτά, σεβόμενοι τὴ Γραφή, διότι, ὅπως ἰσχυρίζονται, δὲν φανέρωσε καθαρὰ οὔτε τὸ ἕνα οὔτε τὸ ἄλλο. Καὶ γι’ αὐτὸ οὔτε τὸ σέβονται, οὔτε τὸ περιφρονοῦν, κρατώντας κάπως μία μέση στάση γι’ αὐτό, μᾶλλον ὅμως πολὺ ἄθλια. Ἀπ’ ὅσους πάλι τὸ θεώρησαν Θεό, ἄλλοι εἶναι εὐσεβεῖς μόνο μέχρι τὴ σκέψη, ἐνῶ ἄλλοι τολμοῦν νὰ ἐκφράζουν τὴν εὐσέβεια καὶ μὲ τὰ χείλη. Ἄκουσα ἀκόμη ἄλλους σοφότερους ν’ ἀξιολογοῦν τὴ θεότητα. Αὐτοὶ λοιπόν, ὅπως καὶ μεῖς, τρία ὁμολογοῦν μὲ ττ νοῦ τους ὅτι ὑπάρχουν, τόσο ὅμως διαχωρίζονται μεταξύ τους, ὥστε τὸ μὲν ἕνα (δήλ. τὸν Πατέρα) καὶ ὡς πρὸς τὴν οὐσία καὶ ὡς πρὸς τὴ δύναμη νὰ παρουσιάζουν ἀόριστο· τὸ ἄλλο (τὸν Υἱό), ὡς πρὸς τὴ δύναμη, ὄχι ὅμως ὡς πρὸς τὴν οὐσία· τὸ τρίτο (τὸ Πνεῦμα) καὶ ὡς πρὸς τὰ δύο περιγραπτό· μὲ ἄλλον τρόπο μιμοῦνται αὐτοὺς ποὺ ὀνομάζουν «δημιουργὸ» καὶ «συνεργὸ» καὶ «λειτουργὸ» τὰ πρόσωπα, ἐκλαμβάνοντας τὴ σειρὰ τῶν ὀνομάτων καὶ διαβάθμιση τῶν προσώπων ποὺ ἀντιπροσωπεύουν.

7. Ἐδῶ ὁ δικός σου λόγος· oι σφενδόνες ἂς μποῦν σὲ δράση, oι συλλογισμοὶ ἂς γίνουν περίπλοκοι. Ὁπωσδήποτε, ἢ ἀγέννητο εἶναι τὸ Πνεῦμα ἢ γεννητό. Καὶ ἂν εἶναι ἀγέννητο, τότε δύο εἶναι τὰ ἄναρχα. Ἐὰν πάλι εἶναι γεννητό, πάλι θὰ ὑποδιαιρέσεις· ἢ ἀπὸ τὸν Πατέρα προέρχεται τοῦτο, ἢ ἀπὸ τὸν Υἱό. Καὶ ἂν βέβαια γεννιέται ἀπὸ τὸν Πατέρα, τότε ὑπάρχουν δύο γιοὶ καὶ ἀδελφοί. Ἂν

θέλεις, φτιάξε τους καὶ διδύμους, ἢ τὸν ἕνα μεγαλύτερο καὶ τὸν ἄλλο νεώτερο, ἀφοῦ εἶσαι τόσο φιλοσώματος. Ἐὰν πάλι ἔχει φανεῖ ἀπὸ τὸν Υἱό, λέγει, μᾶς φανερώνεται καὶ Θεὸς-ἐγγονός! Τί πιὸ παράξενο ἀπὸ αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει; Αὐτὴ εἶναι ἡ γλώσσα ὅσων εἶναι σοφοὶ στὸ νὰ πράττουν τὸ κακό, μὴ θέλοντας νὰ γράφουν τὰ καλά. Ὅμως ἐγώ, ἂν ἔβλεπα ὅτι εἶναι ἀναγκαία ἡ διαίρεση, θὰ δεχόμουν τὶς πραγματικότητες ποὺ ἐκφράζει, χωρὶς νὰ φοβᾶμαι νὰ τὶς κατονομάσω. Οὔτε ὅμως, ἐπειδὴ ὁ Υἱὸς εἶναι Υἱὸς σύμφωνα μὲ κάποια ἀνώτερη σχέση ποὺ ἔχουν μεταξύ τους, ἐξαιτίας τοῦ ὅτι δὲν θὰ μπορούσαμε μὲ ἄλλο τρόπο παρὰ μόνο ἔτσι νὰ δείξουμε ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ εἶναι ὁμοούσιος, πρέπει νὰ νομισθεῖ ὅτι εἶναι ἀπαραίτητο ὅλες τὶς ἐπίγειες ὀνομασίες καὶ μάλιστα αὐτὲς ποὺ δηλώνουν συγγένεια, νὰ τὶς μεταφέρουμε στὸ Θεό. Ἢ μήπως θὰ ἐκλάβεις καὶ ἀρσενικοῦ γένους τὸν Θεὸ σύμφωνα μὲ τὸν λόγο αὐτό, ἐπειδὴ ὀνομάζεται Θεὸς καὶ Πατήρ; καὶ ὡς κάποιο θηλυκὸ τὴ θεότητα, σύμφωνα μὲ τὸ γένος τῶν λέξεων καὶ οὐδέτερο τὸ Πνεῦμα, ἐπειδὴ δὲν γεννάει; Κι ἂν μᾶς πεῖς καὶ αὐτὸ τὸ κωμικό, ὅτι δηλαδὴ ὁ Θεὸς γέννησε τὸν Υἱὸ ἀφοῦ συνενώθηκε μὲ τὴ θέλησή του, σύμφωνα μὲ κάποιες παλιὲς ἀνοησίες καὶ μυθοπλασίες, τότε μᾶς εἰσήχθη κάποιος ἀρσενικοθήλυκος Θεὸς τοῦ Μαρκίωνα καὶ τοῦ Οὐαλεντίνου, ὁ ὁποῖος ἐφεῦρε μὲ τὸ νοῦ τοῦ τοὺς νέους αἰῶνες(3).

8. Ἀφοῦ λοιπὸν δὲν δεχόμαστε τὴν πρώτη σου διαίρεση σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει τίποτε ἐνδιάμεσο μεταξὺ ἀγέννητου καὶ γεννητού, ἀμέσως χάνονται μαζὶ μὲ τὴν περίφημη διαίρεσή σου oι ἀδελφοὶ καὶ oι ἐγγονοί, oι ὁποῖοι χάθηκαν, ὅπως ἀκριβῶς ἑνὸς πολυπλόκου δεσμοῦ τοῦ ὁποίου, ἀφοῦ λύθηκε ὁ πρῶτος κόμπος καὶ ὑποχώρησαν μαζί, μὴ ἔχοντας θέση πλέον στὴ θεολογία. Ποῦ τάχα θὰ τοποθετήσεις τὸ ἐκπορευτό, πές μου, τὸ ὁποῖο διαφαίνεται στὸ μέσον της δικῆς σου διαιρέσεως καὶ τὸ ὁποῖο εἰσάγεται ἀπὸ κάποιον καλύτερο ἀπὸ σένα θεολόγο, τὸ Σωτήρα μας; Ἐκτὸς ἐὰν τὴ φράση ἐκείνη ποὺ λέγει: «Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, τὸ ὁποῖο ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα», τὴν ἔβγαλες ἀπὸ τὰ δικά σου εὐαγγέλια γιὰ νὰ φτιάξεις μία τρίτη δική σου Διαθήκη· τὸ ὁποῖο, ἐφόσον ἐκπορεύεται ἀπὸ ἐκεῖ, δὲν εἶναι κτίσμα· ἐφόσον πάλι δὲν εἶναι γεννητό, δὲν εἶναι Υἱός· ἐφόσον, τέλος, βρίσκεται στὸ μέσον μεταξὺ ἀγεννήτου καὶ γεννητοϋ, εἶναι ὁ Θεός. Καὶ ἔτσι, πιὸ ἰσχυρὸς ἀπὸ τὶς διαιρέσεις σου. Τί εἶναι αὐτὴ ἡ ἐκπόρευση; Πές μου ἐσὺ τί εἶναι ἡ ἀγεννησία τοῦ Πατρός, κι ἐγὼ θὰ σοὺ ἐξηγήσω τὴ γέννηση τοῦ Υἱοῦ καὶ τὴν ἐκπόρευση τοῦ Πνεύματος καὶ θὰ παραφρονήσουμε καὶ oι δύο καθὼς θὰ ζητᾶμε νὰ ἐξερευνήσουμε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὰ ποιοὶ θὰ τὰ κάνουν; Ἐμεῖς, oι ὁποῖοι δὲν μποροῦμε οὔτε αὐτὰ ποὺ βρίσκονται στὰ πόδια μας νὰ ἐννοήσουμε, οὔτε τὴν ἄμμο τῶν θαλασσῶν καὶ τὶς σταγόνες τῆς βροχῆς καὶ τὶς ἡμέρες τῆς αἰωνιότητας νὰ ὑπολογίσουμε, ἀκόμη περισσότερο δέ, νὰ εἰσέλθουμε στὰ βάθη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ κάνουμε λόγο γιὰ τὴν ἄρρητη καὶ πέρα ἀπὸ κάθε λογικὴ κατανόηση φύση τοῦ Θεοῦ.

9. Τί λοιπὸν εἶναι αὐτό, λέγει, τὸ ὁποῖο λείπει ἀπὸ τὸ Πνεῦμα γιὰ νὰ εἶναι αὐτὸ Υἱός; Διότι ἂν δὲν ἔλειπε κάτι, θὰ ἦταν Υἱός. Ἐμεῖς ἰσχυριζόμαστε ὅτι δὲν τοῦ λείπει τίποτε· διότι δὲν εἶναι ἐλλειπῆς ὁ Θεός. Ὁ τρόπος τῆς φανερώσεως, γιὰ νὰ τὸ πῶ ἔτσι, ἢ ἡ διαφορὰ τῆς σχέσεως ποὺ ἔχουν μεταξύ τους, δημιουργεῖ καὶ τὴ διαφορὰ ποὺ ἔχουν στὴν ὀνομασία τους. Διότι τίποτε δὲν λείπει ἀπὸ τὸν Υἱὸ γιὰ νὰ εἶναι Πατέρας -ἐφόσον δὲν εἶναι ἔλλειψη ἡ υἱότητα-, ἀλλὰ παρὰ ταῦτα δὲν εἶναι Πατέρας. Ἢ δὲν λείπει κάτι ἀπὸ τὸν Πατέρα γιὰ νὰ εἶναι Υἱός· δὲν εἶναι ὅμως Υἱὸς ὁ Πατέρας. Ἀλλὰ oι ὄροι αὐτοὶ δὲν ἐκφράζουν κάποια ἔλλειψη, οὔτε ἐλάττωση κατὰ τὴν οὐσία. Αὐτὸ τὸ ὅτι «δὲν ἔχει γεννηθεῖ» Τὸν μὲν Πατέρα, τὸ ὅτι «ἔχει γεννηθεῖ» Τὸν δὲ Υἱὸ καὶ τὸ ὅτι «ἐκπορεύεται» αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἀκριβῶς λέγεται ἅγιο Πνεῦμα ὀνόμασε, γιὰ νὰ διασώζεται τὸ ἀσύγχυτο τῶν τριῶν ὑποστάσεων μέσα καὶ στὴ μία φύση καὶ τὸ ἕνα μεγαλεῖο της θεότητας. Οὔτε πράγματι ὁ Υἱὸς εἶναι Πατέρας, διότι ἕνας εἶναι ὁ Πατέρας, ἀλλὰ εἶναι ὅτι εἶναι ὁ Πατέρας. Οὔτε τὸ Πνεῦμα εἶναι Υἱός, ἂν καὶ προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό, διότι ἕνας εἶναι ὁ Μονογενής, ἀλλὰ εἶναι ὅ,τι ὁ Υἱός. Ἕνα εἶναι καὶ τὰ τρία, ὡς πρὸς τὴ θεότητα, καὶ τὸ ἕνα εἶναι τρία ὡς πρὸς τὶς ἰδιότητες· ἔτσι ὥστε, οὔτε τὸ ἕνα εἶναι ὅπως τὸ κατανοοῦσε ὁ Σαβέλλιος, οὔτε τὰ τρία νὰ εἶναι τῆς τωρινῆς πονηρῆς διαιρέσεως.

10. Τί λοιπόν; Εἶναι Θεὸς τὸ Πνεῦμα; Βεβαιότατα. Καὶ τί ἄλλο, εἶναι ὁμοούσιο; Ἀσφαλῶς, ἐφόσον εἶναι Θεός.

12. Ἀλλὰ ποιὸς προσκύνησε ποτὲ τὸ Πνεῦμα; ἰσχυρίζεται (ὁ αἱρετικός). Ποιὸς (ἀπὸ τοὺς ἁγίους) της Παλαιᾶς ἢ τῆς Καινῆς Διαθήκης; Ποιὸς προσευχήθηκε σ’ αὐτό; Ποῦ εἶναι γραμμένο ὅτι πρέπει νὰ τὸ προσκυνοῦμε ἢ νὰ προσευχόμαστε σ’ αὐτό; Καὶ ἀπὸ ποῦ τὸ ἔχεις πάρει; Τὴν πιὸ πλήρη αἰτιολόγηση θὰ τὴ δώσουμε ἀργότερα, ὅταν συζητήσουμε γιὰ τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεως ποὺ δὲν ἀπαντοῦν στὴν Γραφή. Τώρα θὰ εἶναι ἀρκετὸ νὰ ποῦμε μόνο αὐτό: Τὸ Πνεῦμα εἶναι αὐτό, μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο προσκυνοῦμε τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ὁποίου προσευχόμαστε. Διότι Πνεῦμα λέγει ἡ Γραφὴ πὼς εἶναι ὁ Θεὸς καὶ αὐτοὶ ποὺ τὸν λατρεύουν πρέπει νὰ τὸν λατρεύουν μὲ τὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος, ποὺ φανερώνει τὴν ἀλήθεια. Καὶ ἀλλοῦ λέγει πάλι ἡ Γραφή: Ἐμεῖς δὲν ξέρουμε οὔτε τί οὔτε πῶς νὰ προσευχηθοῦμε. Τὸ Πνεῦμα ὅμως μεσιτεύει τὸ ἴδιο στὸ Θεὸ γιὰ μᾶς μὲ στεναγμοὺς ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἐκφραστοῦν μὲ λέξεις. Καὶ ἀλλοῦ: Θὰ προσευχηθῶ μὲ τὸ Πνεῦμα, θὰ προσευχηθῶ καὶ μὲ τὸ νοῦ, δηλαδὴ μὲ τὸ νοῦ καὶ τὸ Πνεῦμα. Τὸ νὰ προσκυνῶ λοιπὸν τὸ Πνεῦμα ἢ νὰ προσεύχομαι, δὲν μοῦ φαίνεται ὅτι εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ τὸ ὅτι τὸ ἴδιο τὸ Πνεῦμα προσφέρει στὸν ἑαυτὸ τοῦ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν προσκύνηση, Ποιὸς ἀπὸ τοὺς ἔνθεους καὶ ἀπὸ αὐτούς, ποὺ γνωρίζουν πολὺ καλό, δὲν θὰ ἐπαινοῦσε αὐτὸ τὸ πράγμα, ὅτι δηλαδὴ ἡ προσκύνηση τοῦ ἑνός, καὶ τῶν τριῶν εἶναι προσκύνηση, ἀφοῦ εἶναι ὁμότιμη καὶ στὰ τρία πρόσωπα ἡ ἀξία καὶ ἡ θεότητα; Καὶ βέβαια οὔτε ἐκεῖνο ποὺ λέγεται στὴ Γραφὴ θὰ φοβηθῶ, ὅτι δηλαδὴ τὰ πάντα ἔχουν γίνει μέσω τοῦ Υἱοῦ, σὰν νὰ ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ πάντα καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Διότι, τὰ πάντα ὅσα ἔχουν γίνει λέγει ἡ Γραφή, ὄχι ἁπλῶς τὰ πάντα χωρὶς περιορισμό. Οὔτε βέβαια περιλαμβάνεται ὁ Πατέρας, οὔτε ὅσα δὲν ἔχουν γίνει. Ἀπόδειξε πρῶτα ὅτι ἔχει γίνει μέσα στὸ χρόνο, καὶ τότε ἀποδοσὲ τὸ στὸν Υἱὸ καὶ συναρίθμησε τὸ μὲ τὰ κτίσματα. Ὅσο ἐσὺ δὲν τὸ ἀποδεικνύεις, αὐτὴ ἡ περιεκτικὴ φράση δὲν θὰ σὲ βοηθήσει στὴν ἀσέβειά σου. Διότι ἂν ἔχει γίνει, ὁπωσδήποτε διὰ τοῦ Χριστοῦ ἔχει γίνει. Οὔτε ἐγὼ ὁ ἴδιος θὰ τὸ ἀρνηθῶ. Ἐὰν ὅμως δὲν ἔχει γίνει, πῶς εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πάντα ἢ ἔχει γίνει μέσω τοῦ Χριστοῦ; Σταμάτα λοιπὸν ν’ ἀτιμάζεις καὶ τὸν Πατέρα περιφρονώντας τὸ Μονογενῆ Υἱὸ τοῦ – διότι εἶναι ἀτιμία γιὰ τὸν Πατέρα, θεωρώντας κτίσμα τὸ ὕψιστο (τὸν Υἱό), νὰ τὸν στερεῖς ἀπὸ τὸν Υἱό Του -καὶ τὸν Υἱὸ περιφρονώντας τὸ Πνεῦμα. Διότι (ὁ Υἱὸς) δὲν εἶναι δημιουργὸς κάποιου δούλου ὅμοιου μ’ αὐτόν, ἀλλ’ αὐτὸς ποὺ συνδοξάζεται μὲ τὸν ὁμότιμό του, τὸ Πνεῦμα. Τίποτε ἀπὸ τὴν ἁγία Τριάδα νὰ μὴ βάλλεις στὴν ἴδια κατηγορία μὲ σένα, γιὰ νὰ μὴν πέσεις ἐσὺ ἀπὸ τὴν Τριάδα. Καὶ μὲ κανένα τρόπο νὰ μὴν περικόψεις τὴ μία φύση καὶ ἐξίσου ἄξια σεβασμοῦ, διότι ἂν κάτι καθαιρέσεις ἀπὸ τὰ τρία πρόσωπα, θὰ ἔχεις καθαιρέσει μαζί του τὸ σύνολο, ἢ μᾶλλον θὰ ἔχεις ξεπέσει ἐσὺ ἀπ’ ὅλα. Καλύτερα νὰ σχηματίσεις μία ἀτελῆ ἰδέα γιὰ τὸν τρόπο τῆς ἑνώσεως, παρὰ ν’ ἀποτολμήσεις μία τόσο μεγάλη ἀσέβεια.

13. Ἔφτασε ὅμως ὁ λόγος μας καὶ σὲ αὐτὸ τὸ οὐσιαστικὸ κεφάλαιο· καὶ στενάζω βέβαια, διότι ζήτημα τὸ ὁποῖο εἶχε σβήσει ἀπὸ παλιὰ καὶ εἶχε ὑποχωρήσει μπροστὰ στὴν ἀλήθεια, τώρα ἀναζωπυρώνεται. Εἶναι ἀνάγκη ὅμως ν’ἀντιταχθοϋμε στοὺς φλύαρους καὶ νὰ μὴ νικηθοῦμε λόγω τῆς ἀπουσίας μας, μὲ τὸ νὰ ἔχουμε λόγο καὶ νὰ συνηγοροῦμε ὑπὲρ τοῦ Πνεύματος. Ἐάν, λέγει, ὑπάρχει Θεὸς καὶ Θεὸς καὶ Θεός, πῶς δὲν ὑπάρχουν τρεῖς Θεοί; Καὶ πῶς αὐτὸ ποῦ δοξολογεῖται, δὲν εἶναι πολυαρχία; Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ ποῦ λένε τέτοια πράγματα; Ἐκεῖνοι, oι ὁποῖοι εἶναι τελειότεροι στὴν ἀσέβεια, ἢ καὶ ἐκεῖνοι ποῦ ἀνήκουν στὴ δεύτερη κατηγορία, ἐννοῶ δηλαδὴ αὐτοὺς ποῦ εἶναι κάπως σώφρονες σχετικὰ μὲ τὸν Υἱό; Ἡ μία μου ἀπάντηση θὰ εἶναι κοινὴ καὶ γιὰ τοὺς δύο, ἡ ἄλλη μου ἀπάντηση θὰ εἶναι ἰδιαίτερη γιὰ τοὺς δεύτερους. Ἡ ἀπάντησή μου λοιπὸν πρὸς τοὺς τελευταίους εἶναι αὐτή: Τί λέτε σὲ μᾶς τοὺς τριθεΐτες ἐσεῖς ποῦ σέβεστε τὸν Υἱό, ἀλλὰ ἐπαναστατήσατε κατὰ τοῦ Πνεύματος; Ἐσεῖς δὲν εἴσαστε διθεΐτες; Ἐὰν ἐπιπλέον ἀρνεῖσθε καὶ τὴν προσκύνηση τοῦ Μονογενοῦς, ἔχετε σαφῶς ταχθεῖ μὲ τὸ μέρος τῶν ἀντιπάλων. Καὶ τότε γιατί νὰ σᾶς φερόμαστε φιλάνθρωπα σὰν τάχα νὰ μὴν εἴσαστε ἐντελῶς νεκρωμένοι; Ἂν ὅμως σέβεσθε τὸν Υἱὸ καὶ πιστεύετε ὀρθὰ καὶ σωτήρια μέχρι αὐτὸ τὸ σημεῖο, τότε θὰ σᾶς ρωτήσουμε: Ποιὸς εἶναι ὁ λόγος τῆς διθεΐας σας, ἂν κατηγορηθεῖτε γι’ αὐτό; Ἐὰν ὑπάρχει κάποια ἀπάντηση συνετή, ἀποκριθεῖτε καὶ δεῖξτε καὶ σὲ μᾶς τὸν τρόπο ν’ ἀπαντᾶμε. Διότι μὲ ὅποια ἐπιχειρήματα θ’ ἀποκρούσετε ἐσεῖς τὴν διθεΐα, αὐτὰ θ’ ἀρκέσουν καὶ σὲ μᾶς γιὰ ν’ ἀποκρούσουμε τὴν τριθεΐα. Κι ἔτσι θὰ νικᾶμε χρησιμοποιώντας ἐσᾶς τοὺς κατήγορους ὡς συνήγορους. Τί πιὸ γενναῖο ἀπ’ αὐτό;

14. Ἀλλὰ πῶς θ’ ἀγωνιστοῦμε καὶ θ’ ἀποκριθοῦμε ἐνάντια καὶ στοὺς δύο; Γιὰ μᾶς ἕνας Θεὸς ὑπάρχει, διότι μία εἶναι ἡ θεότητα. Καὶ στὸ ἕνα ἀναφέρονται τὰ προερχόμενα ἀπὸ αὐτό, ἀκόμη κι ἂν θεωροῦνται τρία. Διότι δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὰ πρόσωπα περισσότερο Θεὸς καὶ ἄλλο λιγότερο Θεὸς οὔτε ὑπάρχει ἄλλο προγενέστερο καὶ ἄλλο μεταγενέστερο· οὔτε χωρίζονται ὡς πρὸς τὸ θέλημα, οὔτε διαιροῦνται ὡς πρὸς τὴ δύναμη. Οὔτε εἶναι δυνατὸν νὰ βρίσκει κανένας σ’ αὐτά, κάτι ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ὕπαρχουν στὰ κτιστὰ ὄντα, ποὺ μποροῦν νὰ διαχωριστοῦν. Ἀλλὰ ἐὰν πρέπει νὰ ἐκφραστοῦμε μὲ συντομία, ἡ θεότητα εἶναι ἀδιαίρετη, ἂν καὶ διακρίνεται σὲ πρόσωπα. Καὶ ὅπως συμβαίνει μὲ τρεῖς ἥλιους oι ὁποῖοι εἶναι ἑνωμένοι μεταξύ τους: μία εἶναι ἡ ἔκχυση τοῦ φωτός. Ὅταν λοιπὸν ἀναβλέψουμε πρὸς τὴ θεότητα καὶ τὴν πρώτη αἰτία καὶ τὴ μοναρχία, ἕνα εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς ἐμφανίζεται. Ὅταν πάλι ἀναβλέψουμε σ’αὐτά, στὰ ὁποῖα ἐνυπάρχει ἡ θεότητα καὶ τὰ ὁποία προέρχονται ἀχρόνως ἀπὸ τὴν πρώτη αἰτία ἔχοντας τὴν ἴδια δόξα, τότε τρία εἶναι τὰ προσκυνούμενα.

15. Ὅμως, τί θὰ ἰσχυρίζονταν, δὲν ὑπάρχει καὶ στοὺς Ἕλληνες μία θεότητα, ὅπως διδάσκουν ὅσοι ἀπὸ ἐκείνους φιλοσοφοῦν βαθύτερα, καὶ γιὰ μᾶς δὲν ὑπάρχει μία ἀνθρωπότητα, ὅλο δηλαδὴ τὸ ἀνθρώπινο γένος; Ἀλλὰ ὅμως ὑπάρχουν γι’ αὐτοὺς πολλοὶ θεοὶ καὶ ὄχι ἕνας, ὅπως καὶ ἄνθρωποι πολλοί; Ἐκεῖ ὅμως τὸ ἕνα μπορεῖ ἡ κοινωνία νὰ τὸ φανταστεῖ μόνο μὲ τὴ σκέψη· τὰ δὲ ἐπιμέρους ἄτομα εἶναι διαχωρισμένα στὸν ὕψιστο βαθμὸ μεταξύ τους καὶ ὡς πρὸς τὸ χρόνο καὶ ὡς πρὸς τὰ πάθη καὶ ὡς πρὸς τὴ δύναμη. Διότι ἐμεῖς oι ἄνθρωποι δὲν εἴμαστε μόνο σύνθετοι, ἀλλὰ καὶ ἀντίθετοι καὶ μεταξὺ μας ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό, μὴ παραμένοντας ἀπόλυτα οἱ ἴδιοι οὔτε καὶ γιὰ μία μέρα, ἀλλὰ ὄχι ὅλη τὴ ζωή μας, ἀλλὰ καὶ σωματικὰ καὶ ψυχικὰ συνεχῶς ἀλλάζουμε καὶ μεταβαλλόμαστε. Δὲν ξέρω μάλιστα, μήπως καὶ oι ἄγγελοι (μεταβάλλονται) καὶ ὅλη ἡ ἀνώτερη φύση μετὰ τὴν Τριάδα, ἔστω κι ἂν μερικοὶ εἶναι ἁπλοὶ καὶ περισσότερο παγιωμένοι πρὸς τὸ καλό, ἐπειδὴ εἶναι πλησίον του ὕψιστου Ἀγαθοῦ.

21. Πολλὲς φορὲς καὶ πάλι ἐπανέρχεσαι καὶ μᾶς κατηγορεῖς ὅτι δὲν στηριζόμαστε στὴν ἁγία Γραφὴ (γιὰ νὰ καταδείξουμε τὴ θεότητα τοῦ Πνεύματος). Ὅτι βέβαια δὲν εἶναι ξένο τὸ Πνεῦμα, οὔτε παρείσακτο, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἁγίους της Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ στοὺς σημερινοὺς φανερώνεται καὶ ἀποκαλύπτεται, ἔχει ἤδη ἀποδειχθεῖ ἀπὸ πολλούς, oι ὁποῖοι ἀσχολήθηκαν μ’ αὐτό, ὅσοι βέβαια ἀφοῦ μελέτησαν ὄχι μὲ ραθυμία ἢ ἐπιπολαιδτητα τὶς θεῖες γραφές, ἀλλὰ διέσχισαν τὸ «γράμμα» καὶ ἔσκυψαν νὰ δοῦν μέσα ἀπὸ αὐτό, ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν τὴν κρυμμένη ὀμορφιὰ καὶ καταυγάσθηκαν ἀπὸ τὸ φωτισμὸ τῆς γνώσεως(4).

25. Δύο λαμπρὲς ἀλλαγὲς τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς μᾶς ἔχουν γίνει στὸ διάβα ὅλου του χρόνου, oι ὁποῖες καὶ δύο Διαθῆκες καλοῦνται, καὶ σεισμοὶ τῆς γής, διότι ἀποτελοῦν μία περιβόητη πραγματικότητα. Ἡ πρώτη εἶναι ἡ μετάβαση ἀπὸ τὰ εἴδωλα στὸ νόμο καὶ ἡ δεύτερη ἀπὸ τὸ νόμο στὸ Εὐαγγέλιο. Ὅμως καὶ τρίτος σεισμὸς μᾶς ἔχει ἀναγγελθεῖ, ἡ μετάσταση δηλαδὴ ἀπὸ τὸ ἐδῶ στὰ ἐκεῖ, τὰ μὴ πλέον κινούμενα καὶ σαλευόμενα. Αὐτὸ ἔχουν πάθει καὶ oι δύο Διαθῆκες. Τί εἶναι αὐτό; Δὲν μετακινήθηκαν ξαφνικά, οὔτε μὲ τὴν πρώτη κίνηση γιὰ πραγματοποίηση τοῦ ἐγχειρήματος. Γιὰ ποιὸ λόγο; Διότι εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ξέρουμε. Γιὰ νὰ μὴν πιεσθοῦμε ἀλλὰ νὰ πεισθοῦμε. Διότι αὐτὸ ποὺ γίνεται παρὰ τὴ θέλησή μας, δὲν εἶναι μόνιμο, ὅπως ἀκριβῶς ὅσα συγκρατοῦνται βίαια ἀπὸ τὰ ρεύματα καὶ τὰ φυτά. Ὅμως αὐτὸ ποὺ γίνεται μὲ τὴ θέλησή μας, καὶ μονιμότερο εἶναι καὶ ἀσφαλέστερο. Τὸ ἕνα εἶναι ἔργο αὐτοῦ ποὺ μᾶς ἐξαναγκάζει, τὸ ἄλλο εἶναι δικό μας· καὶ τὸ ἕνα πάλι εἶναι ἔργο τῆς ἐπιείκειας τοῦ Θεοῦ, τὸ ἄλλο τῆς τυραννικῆς ἐξουσίας. Δὲν ἐνόμισε λοιπὸν ὅτι πρέπει χωρὶς νὰ θέλουμε νὰ μᾶς κάνει καλό, ἀλλὰ νὰ μᾶς εὐεργετεῖ, ὅταν ἐμεῖς τὸ θέλουμε. Γι’ αὐτό, γιὰ παιδαγωγικοὺς καὶ ἰατρικοὺς λόγους, ἄλλα ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὰ πατροπαράδοτα ἔθιμα καὶ ἄλλα ἐπιτρέπει, ὑποχωρώντας λίγο σὲ αὐτὰ ποὺ δίνουν χαρά. Ἔτσι, ὅπως ἀκριβῶς κάνουν καὶ oι γιατροὶ στοὺς ἀρρώστους, δηλαδὴ γιὰ νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἡ θεραπεία μὲ φάρμακα, ἀλλάζουν ἐπιτήδεια τὴ γεύση τους μὲ προϊόντα περισσότερο εὐχάριστα. Διότι δὲν εἶναι εὔκολη ἡ ἀλλαγὴ σ’ αὐτὰ ποὺ εἶχαν γίνει συνήθεια καὶ τιμοῦνταν γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα. Τί ἐννοῶ δηλαδή; Ἡ πρώτη ἀλλαγὴ περιέκοψε βέβαια τὰ εἴδωλα, ἀλλὰ ἐπέτρεψε τὶς θυσίες· ἡ δεύτερη ἀλλαγὴ κατάργησε τὶς θυσίες, ἀλλὰ δὲν ἐμπόδισε τὴν περιτομή. Ἔπειτα, ὅταν ὁριστικὰ συμβιβάστηκαν μὲ αὐτὴ τὴν ἀφαίρεση, τότε παραδέχτηκαν καὶ τὴν παραχώρηση ποὺ εἶχε γίνει σ’ αὐτούς, δηλαδὴ oι Ἰουδαῖοι τὶς θυσίες καὶ oι χριστιανοὶ τὴν περιτομή. Καὶ ἔγιναν ἀπὸ ἐθνικοὶ ἰουδαῖοι καὶ ἀπὸ ἰουδαῖοι χριστιανοί, ἀφοῦ ὁδηγήθηκαν ἀνεπαίσθητα πρὸς τὸ Εὐαγγέλιο μὲ αὐτὲς τὶς ἐπιμέρους ἀλλαγές. Θὰ σὲ πείσει γι’ αὐτὸ ὁ Παῦλος, ὁ ὁποῖος προερχόμενος ἀπὸ περιτομὲς καὶ ἁγνισμοὺς ἔλεγε: «Ὅσο γιὰ μένα ἀδελφοί μου, γιατί μὲ καταδιώκουν, ἐὰν κηρύττω τὴν ἀναγκαιότητα τῆς περιτομῆς;». Ἐκεῖνο ἦταν σημεῖο οἰκονομίας αὐτὸ εἶναι δεῖγμα τῆς τελειότητας.

26. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο μπορῶ νὰ εἰκάζω ὅ,τι ἀφόρα στὴν θεολογία, ὅσο ὅμως εἶναι δυνατόν, ἀπὸ τ’ ἀντίθετα. Διότι, πράγματι ἐκεῖ, ἀπὸ τὶς ἀφαιρέσεις γίνεται ἡ ἀλλαγή· ἐδῶ ὅμως μὲ τὶς προσθῆκες ἐπιτυγχάνεται ἡ τελειότητα. Βέβαια, ἔτσι εἶναι. Ἐκήρυττε φανερὸ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη τὸν Πατέρα καὶ ἀμυδρότερα τὸν Υἱό. Φανέρωσε ἡ Καινὴ Διαθήκη τὸν Υἱό, ὑπέδειξε τὴ θεότητα τοῦ Πνεύματος. Δρᾶ τώρα τὸ Πνεῦμα, κάνοντάς μας σαφέστερη τὴ φανέρωσή του. Διότι δὲν θὰ ἦταν ἀσφαλές, χωρὶς πρωτύτερα νὰ ὁμολογηθεῖ ἡ θεότητα τοῦ Πατρός, νὰ κηρύσσεται φανερὸ ὁ Υἱὸς οὔτε προτοῦ νὰ γίνει παραδεκτὴ ἡ θεότητα τοῦ Υἱοῦ, νὰ «ἐπιφορτισθοῦμε» μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μία ἔκφραση λίγο τολμηρότερη· μήπως κινδυνεύσουν καὶ στὸ κατὰ δύναμη, ὅπως ἀκριβῶς μὲ ὅσους, oι ὁποῖοι ἀφοῦ φᾶνε πάνω ἀπὸ τὴν ἀντοχὴ τοὺς βαραίνουν καὶ ἀφοῦ προσβάλουν τὴν δράση πάνω ἀπὸ τὴ δύναμη κοιτάζοντας τὸ φῶς τοῦ ἥλιου τὴν καθιστοῦν ἀσθενέστερη. Ἀντιθέτως, μὲ τὶς βαθμιαῖες προσθῆκες καὶ ὅπως εἶπε ὁ Δαβίδ, μὲ τὶς ἀναβάσεις καὶ μὲ τὶς ἀπὸ δόξα σὲ δόξα προόδους καὶ προκοπές, τὸ φῶς τῆς Τριάδας θὰ λάμψει στοὺς πιὸ φωτισμένους. Καὶ νομίζω, ὅτι γι’ αὐτὸ τὸν λόγο καὶ στοὺς μαθητὲς ἐπιδημεῖ σταδιακά, ἀνάλογα μὲ τὴν ἱκανότητα ἐκείνων ποὺ τὸ δέχονται, δηλαδὴ στὴν ἀρχὴ τοῦ Εὐαγγελίου, μετὰ τὸ πάθος, μετὰ τὴν Ἀνάληψη, ὅταν ἐπιτελεῖ τὰ θαύματα, ὅταν ἐμφυσεῖται καὶ ὅταν ἐμφανίζεται ὡς πύρινες γλῶσσες. Καὶ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ φανερώνεται σταδιακά, ὅπως θὰ διαπιστώσεις κι ἐσὺ ὁ ἴδιος, ἂν μελετήσεις μὲ περισσότερο ἐπιμέλεια: Θὰ παρακαλέσω, λέγει ἡ Γραφή, τὸν Πατέρα νὰ σᾶς δώσει ἄλλον Παράκλητο, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, γιὰ νὰ μὴ νομίσει κανένας ὅτι εἶναι ἀντίθετος ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ πὼς μιλάει ἀπὸ κάποια ἄλλη ἐξουσία. Ἔπειτα «θὰ στείλει» ὁ Πατέρας, ἀλλὰ «στὸ ὄνομά μου» ἀφοῦ ἄφησε στὴν ἄκρη τὸ «θὰ ρωτήσω», τὸ «θὰ στείλει» διατήρησε. Στὴν συνέχεια μὲ τὸ «θὰ στείλω» διακήρυξε τὸ δικό του ἀξίωμα· κατόπιν μὲ τὸ «θὰ ἔλθει» διακηρύσσεται ἡ ἐξουσία τοῦ Πνεύματος.

27. Βλέπεις, λοιπόν, σταδιακοὺς φωτισμοὺς ποὺ μᾶς φωτίζουν καὶ τὴν τάξη τῆς θεολογίας, τὴν ὁποία καλύτερα νὰ τηροῦμε καὶ ἐμεῖς, καὶ οὔτε νὰ τὴ φανερώνουμε μία καὶ καλή, οὔτε νὰ τὴν ἀποκρύπτουμε τελείως. Διότι τὸ ἕνα δείχνει ἔλλειψη διακρίσεως, τὸ ἄλλο ἀθεΐα. Καὶ τὸ ἕνα πάλι μπορεῖ νὰ βλάψει τοὺς ἄπιστους, ἐνῶ τὸ ἄλλο ν’ ἀποδιώξει τοὺς δικούς μας. Ὅμως, αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἴσως ἦλθε καὶ στὸ μυαλὸ ἄλλων, ἀλλὰ ἐγὼ θεωρῶ καρπὸ τῆς δικῆς μου διανοίας, θὰ τὸ προσθέσω σ’ αὐτά, ποὺ ἔχουν ἤδη εἰπωθεῖ. Κατὰ τὸν Σωτήρα ἤσαν μερικά, γιὰ τὰ ὁποία ἔλεγε στοὺς μαθητὲς ὅτι δὲν μποροῦσαν τότε νὰ τὰ βαστάσουν, ἂν καὶ εἶχαν χορτάσει μὲ διδασκαλίες, ἴσως γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ἀνέφερα, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὰ ἀποκάλυψε. Ἔλεγε πάλι, ὅτι ὅλα αὐτὰ θὰ μᾶς τὰ διδάξει τὸ ἅγιο Πνεῦμα, ὅταν θὰ κατέλθει. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ (ποὺ θὰ μᾶς διδάξει) εἶναι, νομίζω, καὶ ἢ ἴδια ἡ θεότητα τοῦ Πνεύματος, ἡ ὁποία ἀποσαφηνίζεται ἀργότερα, ἀφοῦ μετὰ τὴν ἀποκατάσταση τοῦ Σωτήρα, τυχαίνει νὰ εἶναι ὥριμη καὶ καταληπτὴ ἡ γνώση, ἀφοῦ κανένας πλέον δὲν ἀπιστεῖ στὸ θαῦμα. Τί λοιπὸν θὰ ἦταν πιὸ μεγάλο, αὐτὸ ποῦ ἐκεῖνος ὑποσχέθηκε ἢ αὐτὸ ποῦ τὸ Πνεῦμα δίδαξε; Ἐὰν βέβαια πρέπει σὰν κάτι μεγάλο νὰ νομίζουμε καὶ ἄξιό της μεγαλοπρέπειας τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ τὸ ὁποῖο ὑπόσχεται, ἢ αὐτὸ τὸ ὁποῖο διδάσκεται.

28. Ἔτσι λοιπὸν πιστεύω γι’ αὐτὰ καὶ μακάρι ἔτσι νὰ πιστεύω ἐγώ, καὶ ὅποιος μου εἶναι ἀγαπητός. Νὰ τιμᾶμε δηλαδὴ ὡς Θεὸ τὸν Πατέρα, Θεὸ τὸν Υἱό, Θεὸ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, τρεῖς oι ἰδιότητες, ἀλλὰ μία ἡ θεότητα, χωρὶς νὰ διαιρεῖται ὡς πρὸς τὴ δόξα, τὴν τιμὴ καὶ τὴ βασιλεία, ὅπως θεολόγησε κάποιος ἀπὸ τοὺς θεοφόρους ἄνδρες λίγο προγενέστερα. Καὶ ὅποιος δὲν πιστεύει ἔτσι ἢ προσαρμόζεται ἀνάλογα μὲ τὶς περιστάσεις, ἀλλάζοντας συνεχῶς τὴν πίστη του καὶ σκέπτεται μὲ ἐπιπολαιότητα, γι’ αὐτὰ ποὺ εἶναι τόσο σπουδαία, ἂς μὴ δεῖ τὸν ἥλιο ν’ ἀνατέλλει, ὅπως λέγει ἡ Γραφή, οὔτε τὴ δόξα τῆς οὐράνιας λαμπρότητας. Διότι ἂν τὸ Πνεῦμα δὲν εἶναι προσκυνητόν, πῶς μὲ θεώνει μὲ τὸ βάπτισμα;

Ἂν πάλι προσκυνεῖται, πῶς νὰ μὴ λατρεύεται; Καὶ ἂν λατρεύεται, πῶς δὲν εἶναι Θεός; Τὸ ἕνα ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ἄλλο, κι ἔτσι ἔχουμε πράγματι μία χρυσὴ καὶ σωτήρια ἁλυσίδα. Ἀπὸ τὸ Πνεῦμα συμβαίνει ἡ ἀναγέννηση σὲ μᾶς ἀπὸ τὴν ἀναγέννηση ἀκολουθεῖ ἡ ἀνάπλαση καὶ ἀπὸ τὴν ἀνάπλαση ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀξίας ἐκείνου ποὺ μᾶς ἀνέπλασε.

29. Αὐτὰ λοιπὸν θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανένας, ἂν προϋπέθετε ὅτι δὲν ὑπάρχει στὴν Γραφή. Ἤδη ὅμως θὰ ἔλθει σὲ σένα τὸ πλῆθος τῶν μαρτυριῶν, μὲ τὶς ὁποῖες θ’ ἀποδειχθεῖ ὅτι ἀναφέρεται καὶ μὲ τὸ παραπάνω μέσα στὴν ἁγία Γραφὴ ἡ θεότητα τοῦ Πνεύματος, σὲ ὅσους βέβαια δὲν εἶναι πολὺ ἀνόητοι, οὔτε ἀποξενωμένοι ἀπὸ τὸ Πνεῦμα. Σκέψου λοιπὸν τὰ ἑξῆς: Γεννιέται ὁ Χριστός; Τὸ Πνεῦμα προηγεῖται· βαπτίζεται; Αὐτὸ δίνει μαρτυρία· δέχεται πειρασμούς; Τὸν ὁδηγεῖ. Ἐπιτελεῖ θαύματα; Τὸν συνοδεύει. Ἀνέρχεται; Τὸν διαδέχεται. Ποιὸ ἄραγε ἀπὸ τὰ μεγάλα καὶ ἀπ’ ὅσα κάνει ὁ Θεός, δὲν μπορεῖ τὸ Πνεῦμα; Ποιὰ πάλι ὀνομασία δὲν ἔχει ἀπ’ ὅσες ἔχει ὁ Θεὸς ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀγεννησία καὶ τὴ γέννηση; Διότι ἔπρεπε νὰ μείνουν oι ἰδιότητες στὸν Πατέρα καὶ στὸν Υἱό, γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχει σύγχυση στὴ θεότητα, ἡ ὁποία καὶ τ’ ἄλλα ὁδηγεῖ σὲ τάξη καὶ κοσμιότητα. Ἐγὼ φρίττω ἀναλογιζόμενος τὸν πλοῦτο τῶν ὀνομασιῶν τοῦ Πνεύματος καὶ σὲ πόσες ἀπὸ αὐτὲς δείχνουν τὴν ἀσέβειά τους αὐτοὶ ποὺ ἐπιτίθενται στὸ Πνεῦμα. Λέγεται λοιπὸν Πνεῦμα Θεοῦ, Πνεῦμα Χριστοῦ, νοῦς Χριστοῦ, Πνεῦμα Κυρίου, τὸ ἴδιο ἐπίσης Κύριος, Πνεῦμα υἱοθεσίας, ἀληθείας, ἐλευθερίας· Πνεῦμα σοφίας, συνέσεως, θελήσεως, δυνάμεως, γνώσεως, εὐσεβείας, φόβου Θεοῦ. Διότι αὐτὸ εἶναι τὸ ὁποῖο προκαλεῖ ὅλα αὐτά. Ὅλα τὰ γεμίζει μὲ τὸ εἶναι του, ὅλα τὰ συγκρατεῖ. Μὲ τὴν ὕπαρξή του γεμίζει ὅλο τὸν κόσμο, δὲν περιορίζεται ὅμως ἡ δύναμή του στὸν κόσμο. Εἶναι ἀγαθό, εὐθές, ἡγεμονικό, ἁγιάζει ἀπὸ τὴ φύση του καὶ ὄχι λόγω θέσεως, δὲν ἁγιάζεται, εἶναι τὸ μέτρο, δὲν μετριέται, μετέχεται δὲν μετέχει, πληροί, δὲν πληροῦται, συγκρατεῖ δὲν συγκρατεῖται, κληρονομεῖται, δοξάζεται, συναριθμεῖται, ἀπειλεῖται, λέγεται δάκτυλος Θεοῦ καὶ φωτιὰ ὅπως ὁ Θεός, γιὰ νὰ δοθεῖ νομίζω, ἔμφαση στὸ ὁμοούσιο. Τὸ Πνεῦμα εἶναι αὐτὸ ποὺ δημιούργησε, ποὺ μᾶς ἀνακαινίζει μὲ τὸ βάπτισμα καὶ τὴν ἀνάσταση. Τὸ Πνεῦμα εἶναι αὐτὸ ποὺ γνωρίζει τὰ πάντα, ποὺ διδάσκει, ποὺ πνέει ὅπου καὶ ὅσο θέλει, ποὺ ὁδηγεῖ, λαλεῖ, ἀποστέλλει, ἀφορίζει, παροργίζεται, πειράζεται, ἀποκαλύπτει, φωτίζει, δίνει ζωή, μᾶλλον εἶναι τὸ ἴδιο φῶς καὶ ζωή. Εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς κάνει ναούς, μᾶς θεώνει, μᾶς τελειοποιεῖ, ὥστε καὶ νὰ προηγεῖται τοῦ βαπτίσματος, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐπιζητεῖται μετὰ τὸ βάπτισμα. Ἐνεργεῖ ἐπίσης ὅσα κι ὁ Θεός, διαμοιράζεται σὲ γλῶσσες πύρινες , μοιράζει χαρίσματα, καθιστὰ ἀποστόλους, προφῆτες, εὐαγγελιστές, ποιμένες καὶ διδασκάλους. Εἶναι νοερό, πολυμερές, σαφές, τρανό, ἀνεμπόδιστο, ἀμόλυντο. Αὐτὸ σημαίνει μὲ ἰσοδύναμες λέξεις, πὼς εἶναι ἡ ὕψιστη σοφία καὶ μπορεῖ νὰ ἐνεργεῖ μὲ πολλοὺς τρόπους καὶ ἀποσαφηνίζει τὰ πάντα καὶ τὰ διατρανώνει. Καὶ εἶναι αὐτεξούσιο καὶ ἀναλλοίωτο, παντοδύναμο, ἐπιβλέπει τὰ πάντα καὶ διεισδύει σὲ ὅλα τὰ νοερὰ πνεύματα, τὰ καθαρὰ καὶ λεπτότατα, δηλαδὴ ἐννοῶ τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις, ὅπως καὶ στὰ πνεύματα τῶν προφητῶν καὶ τῶν ἀποστόλων, τὴν ἴδια στιγμὴ ἀλλὰ ὄχι στοὺς ἴδιους τόπους, ἀφοῦ εἶναι διασκορπισμένα ἐδῶ κι ἐκεῖ. Μὲ τὸ νὰ ἔχουν ἀπονεμηθεῖ ἄλλα σὲ ἄλλο μέρος φανερώνεται τὸ ἀπερίγραπτο (αὐτοῦ).

30. Αὐτοὶ ποὺ λένε καὶ διδάσκουν αὐτὰ καὶ ἐπιπλέον τὸ ὀνομάζουν «ἄλλον Παράκλητον», δηλαδὴ ἄλλον Θεό, αὐτοὶ oι ὁποῖοι γνωρίζουν ὅτι ἡ μόνη ἀσυγχώρητη ἁμαρτία εἶναι ἡ βλασφημία σ’αὐτό, αὐτοὶ ποὺ τόσο φοβερὰ στηλίτευσαν τὸν Ἀνανία καὶ τὴ Σαπφείρα, ἐπειδὴ εἶπαν ψέματα στὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, σὰν νὰ εἶπαν ψέματα στὸν Θεὸ καὶ ὄχι σὲ ἄνθρωπο, αὐτοὶ λοιπὸν τί σου φαίνεται ἀπὸ τὰ δύο, ὅτι κηρύττουν πῶς τὸ ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Θεὸς ἢ κάτι ἄλλο; Πόσο στ’ ἀλήθεια ἀνόητος εἶσαι καὶ μακριὰ ἀπὸ τὸ Πνεῦμα, ἐὰν ἀπορεῖς γι’ αὐτὸ καὶ χρειάζεσαι κάποιον νὰ σὲ διδάξει. Οἱ ὀνομασίες λοιπὸν τοῦ Πνεύματος εἶναι τόσες πολλὲς καὶ τόσο ζωντανές. Γιατί λοιπὸν πρέπει νὰ σοὺ παραθέσω τὶς μαρτυρίες γι’ αὐτὲς τὶς λέξεις; Καὶ ὅσα ἐδῶ λέγονται μὲ τρόπο ταπεινό, ὅτι δηλαδὴ δίδεται, ὅτι ἀποστέλλεται, ὅτι μερίζεται, ὅτι εἶναι χάρισμα, δώρημα, ἐμφύσημα, ἐπαγγελία, μεσιτεία, εἴτε κάτι ἄλλο σὰν αὐτά, γιὰ νὰ μὴν ἀπαριθμῶ τὸ καθένα ξεχωριστά, πρέπει νὰ τὸ ἀναγάγουμε στὴν πρώτη αἰτία, γιὰ νὰ καταδειχθεῖ ἀπὸ ποῦ προέρχεται καὶ νὰ μὴν γίνουν παραδεκτὲς ἀπὸ κάποιους, τρεῖς ἀρχὲς διαχωρισμένες μεταξύ τους, σὰν νὰ ὑπάρχει πολυθεΐα. Διότι εἶναι ἐξίσου ἀσέβεια νὰ ταυτίσει κανένας τὰ πρόσωπα, ὅπως ὁ Σαβέλλιος(5) καὶ νὰ διαχωρίσει τὶς φύσεις ὅπως ὁ Ἄρειος(6).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Δηλαδὴ δὲν εἶναι Θεός, ἀλλὰ κτίσμα, ὅπως ὁ ἄνθρωπος.

2. Βλ. Πλάτωνα, Φαίδων 97 c-d καὶ Ἀριστοτέλη, Περὶ ζώων γενέσεως ΙΙ, 3. Ὁ «νοῦς» ὅμως τῶν φιλοσόφων αὐτῶν δὲν μπορεῖ νὰ συνδεθεῖ μὲ τὸ ἅγιο Πνεῦμα (βλ. Σ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ aι προϋποθέσεις πνευματολογίας αὐτοῦ, Ἀθῆναι 1980, σσ. 99-101 ).

3. Ὁ Μαρκίωνας ἦταν ἕνας γνωστικὸς συγγραφέας τοῦ β’ αἰῶνος. Ἡ θεολογία τοῦ διέφερε ὅμως σὲ πολλὰ σημεῖα ἀπὸ αὐτὴ τῶν γνωστικῶν. Παραδεχόταν δύο θεούς, τὸν ἀγαθὸ καὶ τὸν κακό. Ἀπέρριπτε τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ πολλὰ βιβλία τῆς Καινῆς. Μερικοὶ κώδικες περιέχουν τὴ γραφὴ «Μαρκίωνος καὶ Οὐαλεντίνου», καθὼς τὸ σύστημα τῶν «νέων αἰώνων» ἔχει τὴ σφραγίδα τοῦ δεύτερου. Σχετικὰ βλ. Ρ. GALLAY-Μ. JOURJON, Gregoire de Nazianze, Discours Theologiques ἐν Sources Chretiennes, τ. 250, Cerf, Paris 1978, σ. 288, ὑποσημ. 2.

4. Ὑπάρχουν κάποιες ἀλήθειες, λέγει ὁ ἄγ. Γρηγόριος, μέσα στὴν Ἁγία Γραφή, οἱ ὁποῖες δὲν ἀναφέρονται ρητά. Ὁ φωτισμένος ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα πιστὸς νομιμοποιεῖται νὰ ὑπερκεράσει (ξεπεράσει) τὸ γράμμα γιὰ νὰ βρεῖ τὰ κρυμμένα νοήματα, τὰ ὁποῖα θὰ χρησιμοποιήσει στὸν ἀγώνα τοῦ ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν.

5. Ὁ αἱρετικὸς Σαβέλλιος (γ’ αἵ.) δίδασκε ὅτι τὰ πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδας δὲν συνιστοῦν τρεῖς διακεκριμένες ὑποστάσεις, ἀλλὰ μία οὐσία, ποὺ ἐμφανίσθηκε μὲ τρία πρόσωπα, δήλ. ὡς Πατέρας τὴν ἐποχὴ τῆς Πάλ.Διαθήκης, ὡς Υἱὸς στὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ ὡς ἅγιο Πνεῦμα στὴν Ἐκκλησία.

6. Ὁ Ἄρειος (δ’ αἵ.) ἐπέφερε μεγάλη κρίση στὴν Ἐκκλησία. Δίδασκε ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι κτίσμα. Καταδικάστηκε ἀπὸ τὴν Ἃ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Νίκαιας (325 μ.Χ.).

Εἰς τήν Πεντηκοστήν

Εἰς τήν Πεντηκοστήν

Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου

Α´. Μεταβολήν τοῦ νοῦ.
Β´. Μεταβολήν τῆς καρδίας.
Γ´. Μεταβολήν τῆς γλώσσης.

Συλλογίσου ἀγαπητέ, πῶς τό Πανάγιον Πνεῦμα ὅταν κατέβη εἰς τό ὑπερῷον ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν, ὡσάν ἕνας σφοδρότατος ἄνεμος καί βροντή, ἐγέμισεν ὅλον τόν οἶκον, εἰς τόν ὁποῖον ἦσαν καθήμενοι οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι καί ἐπροσηύχοντο· «καί ἐπλήρωσε τόν οἶκον, οὗ ἦσαν καθήμενοι» (Πραξ. β´. 2)· καί τόν ἔκαμεν ὡσάν μίαν κολυμβήθραν, ὡς λέγει ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, διά νά βαπτίσῃ τούς Ἀποστόλους μέ τήν θείαν χάριν του, περί τοῦ ὁποίου τούτου βαπτίσματος προεῖπεν εἰς αὐτούς ὁ Κύριος· «ὑμεῖς δέ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ οὐ μετά πολλάς ταύτας ἡμέρας (Πράξ. α´ 5).

Ἐπλήρωσε δέ τόν οἶκον, οὗ ἦσαν καθήμενοι, κολυμβήθραν αὐτόν ἀπεργαζομένη πνευματικήν, καί πληροῦσα τήν τοῦ Σωτῆρος ἐπαγγελίαν, ἥν καί αὐτήν ἀναλαμβανόμενος πρός αὐτούς ἔλεγεν, ὅτι Ἰωάννης μέν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δέ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ…ἀλλά καί τήν κλῆσιν ἥν αὐτοῖς ἐπέθηκεν, ἐπαληθεύουσαν ἔδειξε· διά γάρ τοῦ ἐξ οὐρανοῦ τούτου ἤχου, ὄντως υἱοί βροντῆς γεγόνασιν οἱ Ἀπόστολοι» (Λόγος εἰς τήν Πεντηκ.) Τότε δή τότε αὐτό τό Πανάγιον Πνεῦμα ἐνήργησεν εἰς τούς Ἀποστόλους τρεῖς μεταβολάς (καί αὐταί αἱ μεταβολαί εἶναι κυρίως ὁ καρπός καί τῶν παρόντων πνευματικῶν γυμνασμάτων).

Ἡ α´ μεταβολή ἦτο τοῦ νοός τῶν Ἀποστόλων, ἡ ὁποία μετέβαλεν εἰς αὐτούς ἐκείνας τάς πρώτας ἰδέας ὅπου εἶχον περί τῶν πράγματων τοῦ κόσμου τούτου καί τούς ἔκαμε νά γνωρίσουν καθαρά τό ταπεινόν καί μάταιον τῶν παρόντων ἀγαθῶν, καί ἐξεναντίας νά γνωρίσουν τό μεγαλεῖον καί αἰώνιον τῶν μελλόντων, ὥστε ἐκεῖνοι οἱ ἴδιοι ὅπου ὀλίγον προτήτερα φιλονικοῦσαν ἀναμεταξύ τους ποῖος ἀπό αὐτούς νά ἦτο ὁ πρῶτος καί μεγαλύτερος· «ἐγένετο δέ καί φιλονικία ἐν αὐτοῖς τό τίς αὐτῶν δοκεῖ εἶναι μείζων» (Λουκ. κβ´ 24). Ὕστερα ἀφ᾿ οὗ ἔλαβαν τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ἐμετροῦσαν διά μεγάλην εὐτυχίαν, τό νά εἶναι μικρότεροι ἀπό ὅλους· τό νά καταφρονοῦνται ἀπό ὅλους διά τόν Χριστόν καί τό νά λογίζωνται ἀσθενεῖς, μωροί, ἄτιμοι, ὄνειδος, σκύβαλα καί σκουπίδια τοῦ κόσμου καί τῶν ἀνθρώπων· «ἡμεῖς μωροί διά Χριστόν, ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ἡμεῖς ἄτιμοι, ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγεννήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι» (Α´ Κορ. δ´ 10).

Τώρα ἀδελφέ στοχάσου ἀνίσως ἔγινε καί εἰς ἐσέ αὐτή ἡ μεταβολή τοῦ νοός διά μέσου τούτων τῶν πνευματικῶν γυμνασμάτων ὅπου ἀνάγνωσες καί ἕως εἰς ποῖον βαθμόν ἔφθασες, διότι ἀνίσως καί ἕως τώρα ἐνόμισες ἕνα μεγάλον καλόν, τό νά σέ τιμοῦν καί νά σέ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι εἰς ὑπόληψιν, τό νά ζῇς εἰς τήν καρδίαν πάντων, ἤγουν τό νά σέ ἀγαποῦν ὅλοι, τό νά γυρεύης πάντοτε καινούργιαις ἡδοναῖς καί νά ἐξοδεύης εἰς αὐταῖς τόν καιρόν ὅπου σοῦ ἐδόθη διά νά κερδίσης τά αἰώνια ἀγαθά καί τό νά ζῇς μέ τέλη καί ἀντιρρήσεις κοσμικάς, φανερόν εἶναι ὅτι ὁ νοῦς σου ὡδηγεῖτο ἕως τώρα ἀπό τό πνεῦμα τοῦ κόσμου καί ὄχι ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί πρέπει διά τοῦτο νά λυπῆσαι καί νά μετανοῇς διότι ἀπέθανεν ὁ Χριστός καί ἀνέστη καί ἀνελήφθη εἰς τούς οὐρανούς, ὄχι διά νά σοῦ δώσῃ τό πνεῦμα τοῦ κόσμου.’Aλλά διά νά σοῦ δώσῃ τό Πνεῦμα τό ἰδικόν του καί ἐσύ μέ τήν κακήν ζωήν ὅπου ἔζησες δέν ἔγινες δεκτικός τοῦ θείου του Πνεύματος· «ἡμεῖς δέ οὐ τό πνεῦμα τοῦ κόσμου ἐλάβομεν, ἀλλά τό πνεῦμα τό ἐκ τοῦ Θεοῦ» (Α´ Κορ. β´ 12).

Πρέπει ὅμως ἀπό τώρα καί ὕστερα νά εἶσαι ἀποφασισμένος νά κάμνης ὅλα τά ἐναντία, ἤγουν νά ὁδηγῆσαι μέ τάς διδασκαλίας τοῦ Εὐαγγελίου καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί νά μή λογιάζῃς ἄλλην τιμήν, παρά ἐκείνην ὅπου σέ μεγαλύνει ἐμπρός εἰς τόν Θεόν καί νά μή ψηφᾷς ἄλλο καλόν, παρά ἐκεῖνο ὅπου σοῦ προξενεῖ τήν ἀπόλαυσιν τοῦ Παραδείσου.

Εἶναι καλόν σημάδι πῶς ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἄρχισε νά φωτίζῃ τόν νοῦν σου καί θέλει νά σέ μεταβάλῃ ἀπό ἐκεῖνον ὅπου ἤσουν εἰς ἄνδρα ἄλλον, καθώς εἶναι γεγραμμένον περί τοῦ Σαούλ· «καί ἐφαλεῖται ἐπί σέ Πνεῦμα Κυρίου, καί στραφήσῃ εἰς ἄνδρα ἄλλον» (Α´. Βασιλ. ι´. 6) καί πρέπει διά τοῦτο νά χαίρῃς καί νά εὐχαριστῇς τόν Κύριον ὅπου σέ ἐφώτισε μέ τό Ἅγιόν του Πνεῦμα, διά νά μή περιπατῇς πλέον ὡσάν νήπιος, ἀλλά ὡσάν ἄνδρας τέλειος· «ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐφρόνουν ὡς νήπιος ἐλογιζόμην· ὅτε δέ γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τά τοῦ νηπίου» (Α´. Κορ. ιγ´ 11)· καί διά νά μή ἀκολουθῇς πλέον τό φρόνημα τῆς σαρκός ὅπου εἶναι θάνατος ἀλλά τό φρόνημα τοῦ Πνεύματος ὅπου εἶναι ζωή· «τό γάρ φρόνημα τῆς σαρκός θάνατος· τό δέ φρόνημα τοῦ Πνεύματος, ζωή καί εἰρήνη» (Ρωμ. η´. 6).

Αἰσχύνθητι λοιπόν διά τήν περασμένην ζωήν ὅπου ἔζησες ὄχι ὡσάν οἰκεῖος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ὡσάν ξένος καί ἀλλότριος, μέ τό νά μή εἶχες τό Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή κατά τόν Ἀπόστολον· «εἴ τις Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ οὐκ ἔχει οὗτος, οὐκ ἔστιν αὐτοῦ» (Ρωμ. η´ 9). Καί παρακάλεσαι ταπεινῶς τό Ἅγιον Πνεῦμα νά μεταβάλη τελείως τόν νοῦν σου εἰς τό θεῖον του θέλημα, φωτίζωντάς τον μέ τήν χάριν του. Ὄχι κατά τήν ἐπιφάνειαν ἀλλά κατά βάθος διά νά μή ὑστερηθῇς καί ἐσύ τόν φωτισμόν καί τήν χάριν του καί νά λέγῃς μέ τόν Δαβίδ· «καί τό φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, καί αὐτό οὐκ ἔστι μετ᾿ ἐμοῦ» (Ψαλμ. λζ´ 10)· ἀλλά μᾶλλον νά λαμβάνης ἐπάνω εἰς τόν ἁμυδρότερον φωτισμόν, ἄλλον καθαρώτερον καί λαμπρότερον φωτισμόν καί νά λέγῃς· «ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» (Ψαλμ. λε´ 10).

Πῶς δέ νά συγκρατῇς τόν φωτισμόν τοῦτον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τόν νοῦν σου καί πῶς νά μή τόν ἀφήσῃς νά σβύσῃ; Ἄκουσον τί σοῦ λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος· καθώς τό φῶς τοῦ λύχνου μέ τό λάδι ἀνάπτει καί συγκρατεῖται, καί ὅταν σωθῇ τό λάδι τότε σβύνει καί αὐτό, ἔτσι καί ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀνάπτει καί μᾶς φωτίζει, ὅταν ἔχωμεν καλά ἔργα, καί ἐλεημοσύνην εἰς τήν ψυχήν μας. Ὅταν δέ τά καλά ἔργα λείψουν καί ἡ ἐλεημοσύνη, ἀναχωρεῖ ἀπό ἡμᾶς καί τό φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· «καθάπερ γάρ τό λυχνιαῖον φῶς ἐλαίῳ κατέχεται καί ἀναλωθέντος τούτου, κᾀκεῖνο σβέννυται, οὕτω δή καί ἡ τοῦ Πνεύματος χάρις, παρόντων μέν ἡμῖν ἔργων ἀγαθῶν, καί ἐλεημοσύνης πολλῆς ἐπιχεομένης τῇ ψυχῇ, μένει καθάπερ ἐλαίῳ κατεχομένη ἡ φλόξ· ταύτης δέ οὐκ οὔσης, ἄπεισι καί ἀναχωρεῖ» (Τόμ. Θ´ λόγος 55). Καθώς καί τό Πνεῦμα Κυρίου ὅπου ἐδόθη εἰς τόν Σαούλ, ἀνεχώρησεν ἀπό λόγου του μέ τό νά μή εἶχε γνώμην ὀρθήν καί ἔργα θεάρεστα· «Πνεῦμα Κυρίου ἀπέστη ἀπό Σαούλ» (Α´. Βασιλ. ις´ 14· διά τοῦτο καί ὁ Παῦλος παραγγέλει γράφων· «τό Πνεῦμα μή σβέννυτε» (Α´. Θεσσ. ε´ 19).

Λέγει γάρ ὁ μέγας Βασίλειος καί καθώς ἄλλη μέν θερμότης εὑρίσκεται εἰς τά σώματα καθ᾿ ἕξιν πολυχρόνιος, ἄλλη δέ κατά διάθεσιν ὀλιγοχρόνιος, ἔτσι καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, εἰς ἄλλους μέν παραμένει καθ᾿ ἕξιν διά τήν στρεότητα τῆς καλῆς των γνώμης, ὡς ἠκολούθησεν εἰς τόν Ἐλδάδ καί Μωδάδ, περί τῶν ὁποίων γράφουσιν οἱ ἀριθμοί, ὅτι ἐπροφήτευον πάντοτε· εἰς ἄλλους δέ μόνον εὑρίσκεται ὡς διάθεσις, καί γρήγορα ἀναχωρεῖ διά τό ἀστερέωτον τῆς γνώμης των, ὡς ἠκολούθησεν εἰς τόν Σαούλ καί εἰς τούς ἑβδομήκοντα πρεσβυτέρους, οἱ ὁποῖοι μίαν φοράν μόνον ἐπροφήτευσαν, καί ὕστερον ἔχασαν τῆς προφητείας τό χάρισμα. Ὡς ἐν σώμασιν ὑγίεια, ἤ θερμότης, ἤ ὅλως εὐκίνητοι διαθέσεις, οὕτω καί ἐν ψυχῇ πολλάκις ὑπάρχει τό πνεῦμα, τοῖς διά τό τῆς γνώμης ἀνίδρυτον εὐκόλως ἥν ἐδέξατο χάριν ἀπωθουμένοις οἷος ὁ Σαούλ καί οἱ πρεσβύτεροι οἱ ἑβδομήκοντα τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, πλήν τοῦ Ἐλδάδ καί Μωδάδ· «τούτοις γάρ μόνοις ἐκ πάντων φαίνεται παραμεῖναν τό Πνεῦμα· καί ὅλως εἴ τις τούτοις τήν προαίρεσιν παραπλήσιος» (Κεφ. κς´. Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος).

Συλλογίσου ἀγαπητέ τήν β´. μεταβολήν ὅπου ἔκαμε τό Πανάγιον Πνεῦμα εἰς τήν καρδίαν τῶν Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι εἰς τήν ἀρχήν ἦσαν τόσον φιλόζωοι, τόσον φιλόσαρκοι, τόσον δειλοί, ὅπου διά νά φυλάξουν τήν ζωήν τους, ὁ ἕνας ἄφησε τόν διδάσκαλόν του εἰς τό πάθος καί ἔφυγε γυμνός· «καί εἷς τις νεανίσκος ἠκολούθει αὐτῷ περιβεβλημένος σινδόνα ἐπί γυμνοῦ… ὁ δέ καταλιπών τήν συνδόνα γυμνός ἔφυγεν ἀπ᾿ αὐτῶν» (Μαρκ. Ιδ´ 51. (Οὗτος ἦτο ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος, ὅστις ἐφόρει ἕνα μόνον ἱμάτιον εἰς ὅλην του τήν ζωήν, ὡς λέγει ὁ ἱερός Θεοφύλακτος), ὁ ἄλλος τόν ἠρνήθη καί ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀνεχώρησαν· «καί ἀφέντες αὐτόν πάντες ἔφυγον». (Μαρκ. ιδ´. 51). Καί τόσον ἦσαν τρομαγμένοι ὡσάν λαγωοί ὅπου ἔστεκαν κεκλεισμένοι ἀπό τόν φόβον τους μέσα εἰς τό ὑπερῶον καί δέν ἐτόλμων νά εὔγουν ἔξω σχεδόν εἰς ὅλον τό διάστημα τῶν πεντήκοντα ἡμερῶν ὅπου ἐπέρασαν μετά τήν Ἀνάστασιν ἀλλ᾿ ἀφ᾿ οὗ κατέβη εἰς αὐτούς τό Ἅγιον Πνεῦμα, μετέβαλε τήν ἀσθένειαν τῆς καρδίας των εἰς ἀνδρείαν καί γενναιότητα.

Ὅθεν εὐγῆκαν ἔξω ὡσάν τόσοι ἄφοβοι λέοντες καί ἐκήρυττον τόν ἐσταυρωμένον Ἰησοῦν ἐμπρός εἰς ὅλον τό πλῆθος τοῦ λαοῦ μέ μέτωπον ἀνοικτόν, μέ στῆθος ἀνδρειωμένον καί μέ τόλμην καί παρρησίαν χωρίς νά δειλιάσουν οὔτε ἀπό φοβερισμούς, οὔτε ἀπό δαρμούς, οὔτε ἀπό βάσανα καί μαρτύρια, οὔτε ἀπό τόν ἴδιον θάνατον· ἀλλ᾿ ἐπεθύμουν ταῦτα πάντα ὡς τρυφάς καί ξεφαντώματα καί ἔχαιρον ὑπερβολικά ὅταν τά ἐλάμβανον· «οἱ μέν οὖν ἐπορεύοντο χαίροντες ἀπό προσώπου τοῦ συνεδρίου, ὅτι ὑπέρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ κατηξιώθησαν ἀτιμασθῆναι» (Πραξ. ε´. 41).

Τότε ἤθελες ἰδεῖ ἐκεῖνον τόν δειλότατον καί φιλόζωον Πέτρον, ὅπου πρότερον δέν ἠδυνήθη νά ἀκούσῃ χωρίς φόβον οὔτε ἕνα ψιλόν λόγον ἑνός δυστυχισμένου κορασίου, πῶς ἐστάθη μέ τόσην ἀφοβίαν καί τόλμην καί ἐδημηγόρησε μεγαλοφώνως ἔμπροσθεν εἰς ἕνα μυριάριθμον πλῆθος ἀνθρώπων, χωρίς νά στοχάζεται πῶς εἶναι ὁλότελα ἄνθρωποι ἀλλά πῶς εἶναι κνώδαλα καί φυτά ἤ λίθοι, καί μέ τήν δημηγορίαν του εἵλκυσεν εἰς τήν πίστιν τοῦ Χριστοῦ τρεῖς χιλιάδας λαοῦ· «σταθείς δέ Πέτρος σύν τοῖς ἕνδεκα ἐπῆρε τήν φωνήν αὐτοῦ, καί ἀπεφθέγξατο αὐτοῖς» (Πράξ. β´. 14).

Τότε ἤθελες ἰδῇ ἐκείνους τούς ἁλιεῖς καί ἀγραμμάτους πλουτισμένους ἀπό τόσην σοφίαν καί σύνεσιν, ὥστε νά κάμνουν τούς σοφούς καί γραμματισμένους νά ἐξίστανται καί νά ἀποροῦν· «καί καταλαβόμενοι, ὅτι ἄνθρωποι ἀγράμματοί εἰσι καί ἰδιῶται ἐθαύμαζον». (Πράξ. δ´ 13). Καί τοῦτο διατί; διότι ἔδωκεν εἰς τήν καρδίαν αὐτῶν χῦμα γνώσεως τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, καθώς εἶναι γεγραμμένον περί τοῦ Σολομῶντος· «καί ἔδωκε Κύριος φρόνησιν τῷ Σολομών καί χῦμα καρδίας» (Γ´ Βασιλ. δ´ 29)· καί διότι ” ἥψατο Κύριος καρδίας αὐτῶν ὡς γέγραπται» (Α´ Βασιλ. ι´ 26).

Ὤ χάρις! ὤ ἐνέργεια! ὤ πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖον ὅταν μίαν φοράν ἀνάψῃ τήν καρδίαν, τούς λαγῳούς κάμνει λέοντας, τούς ἀδυνάτους δυνατούς, τούς ἀσόφους σοφούς, τούς πηλίνους κατασκευάζει πυρίνους καί τούς πρῴην ἀνδριάντας μεταβάλλει εἰς ἄνδρας τελείους. Καί τοῦτο εἶναι ἐκεῖνο ὅπου ὁ Θεός ὑπεσχέθη νά δώσῃ διά τοῦ Προφήτου Μιχαίου λέγων· «οὐκ ἔσται ὁ ἐπακούων αὐτῶν, ἐάν μή ἐγώ ἐμπλήσω ἰσχύν ἐκ Πνεύματος Κυρίου» (Μιχ. γ´ 8).

Τώρα καί ἐσύ ἀδελφέ ὅπου ἀναγινώκεις ταῦτα, στοχάσου, ἐάν ἔλαβες αὐτήν τήν γενναιότητα καί θέρμην εἰς τήν καρδίαν σου διά νά μή φοβῆσαι σάρκα, κόσμον καί κοσμοκράτορα, τοῦτο εἶναι σημεῖον πῶς μετεβλήθης ἀπό τό Πνεῦμα Κυρίου, καθώς εἶναι γεγραμμένον· «τότε μεταβαλεῖ τό Πνεῦμα καί διελεύσεται, καί ἐξιλάσεται· αὕτη ἡ ἰσχύς τῷ Θεῷ μου» (Ἀββακ. α´ 11).

Στοχάσου, καί ἐάν ἐσύ προτήτερα ἐγύρευες μέ ὅλην τήν ὁρμήν τῶν ἐπιθυμιῶν σου τά ἀγαθά τοῦ κόσμου, τά πλούτη, τάς δόξας, τάς ἡδονάς καί ἐλόγιαζες ὅτι ἦτο μακαριώτερος ὅποιος εἶχεν ἀπό αὐτά τά ἀγαθά περισσότερα, ἤξευρε ὅτι ἕως τώρα ἦτο ἡ καρδία σου πεπαλαιωμένη, ἀναίσθητος καί πεπωρωμένη ὡσάν πέτρα ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ κόσμου καί τῆς σαρκός. Καί λυπήσου διά τοῦτο καί μετανόησον, πώς εἰς τόσους χρόνους τῆς ζωῆς σου, δέν ἔγινες ἄξιος νά λάβῃς διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μίαν καινούργιαν καρδίαν αἰσθητικήν τοῦ συμφέροντός σου, τήν ὁποίαν ὑπεσχέθη νά σοῦ δώσῃ ὁ Θεός· «καί δώσω ὑμῖν καρδίαν καινήν καί πνεῦμα καινόν δώσω ὑμῖν· καί ἀφελῶ τήν καρδίαν τήν λιθίνην ἐκ τῆς σαρκός ὑμῶν καί δώσω ὑμῖν καρδίαν σαρκίνην καί τό πνεῦμά μου δώσω ἐν ὑμῖν» (Ἰεζεκ. λς´. 26).

Ἐάν δέ τώρα γυρεύῃς ὅλα τά ἐναντία καί ἀντί νά ὑπερηφανεύεσαι διά τά πλούτη, ἐσύ περισσότερον ταπεινώνεσαι καί χαίρεις εἰς τήν πτωχείαν· ἀντί νά θέλῃς τάς τρυφάς καί τά ξεφαντώματα, ἐσύ ἀγαπᾷς τήν ὀλιγάρκειαν καί ἐγκράτειαν, ἤξευρε, ὅτι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἄρχισε νά μεταβάλῃ τήν καρδίαν σου εἰς ἄλλην καρδίαν, καθώς εἶναι γεγραμμένον περί τοῦ Σαούλ. «Καί ἐγενήθη ὥστε ἐπιστραφῆναι τῷ ὤμῳ αὐτοῦ ἀπελθεῖν ἀπό Σαμουήλ, μετέστρεψεν αὐτῷ ὁ Θεός καρδίαν ἄλλην». (Α´. Βασίλ. ι´. 9)

Ὅθεν εὐφράνθητι καί εὐχαρίστησαι τόν Κύριον, ὅπου διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὄχι μόνο σοῦ ἐκαθάρισε τόν νοῦν, ἀλλά καί σοῦ ἐθέρμανε τήν καρδίαν καί θέλει νά σέ μεταβάλῃ ἀπό σαρκικόν εἰς πνευματικόν· ἀπό νήπιον μωρόν, εἰς ἄνδρα σοφόν· καί ἀπό κοσμικόν καί ἐθνικόν, εἰς ἀληθινόν χριστιανόν. Τοιαύτας γάρ θεοπρεπεῖς καί παραδόξους μεταβολάς συνειθίζει νά ἐνεργῇ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, καθώς θεολογεῖ περί αὐτοῦ ὁ Μέγας Θεολόγος Γρηγόριος· «τοῦτο τό Πνεῦμα (σοφώτατον γάρ καί φιλανθρωπότατον) ἄν ποιμένα λάβῃ, ψάλτην ποιεῖ πνευμάτων πονηρῶν κατεπᾴδοντα καί βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ ἀναδείκνυσιν· ἐάν αἰπόλον συκάμινα κνίζοντα, προφήτην ἐργάζεται· τόν Δαβίδ καί τόν Ἀμώς ἐνθυμήθητι· ἐάν μειράκιον εὐφυές λάβῃ πρεσβυτέρων ποιεῖ κριτήν καί παρ᾿ ἡλικίαν· μαρτυρεῖ Δανιήλ ὁ νικήσας ἐν λάκκῳ λέοντας· ἐάν ἁλιέας εὕρῃ, σαγηνεύει Χριστῷ, κόσμον ὅλον τῇ τοῦ λόγου πλοκῇ συλλαμβάνοντας. Πέτρον λάβε μοι καί Ἀνδρέαν καί τούς τῆς βροντῆς υἱούς τά πνευματικά βροντήσαντας· ἐάν τελώνας, εἰς μαθητείαν κερδαίνει καί ψυχῶν ἐμπόρους δημιουργεῖ· φησί Ματθαῖος, ὁ χθές τελώνης, καί σήμερον εὐαγγελιστής· ἐάν διώκτας θερμούς, τόν ζῆλον μετατίθησι, καί ποιεῖ Παύλους ἀντί Σαύλων καί τοσοῦτον εἰς εὐσέβειαν, ὅσον εἰς κακίαν κατέλαβε». (λογ. Εἰς τήν Πεντηκοστήν).

Ἐντράπου λοιπόν ἀδελφέ, διότι ἕως τώρα ἤσουν μακράν ἀπό τέτοιους συλλογισμόυς, πορευόμενος ἐν τοῖς κακοῖς θελήμασι τῆς καρδίας σου καί μή δίδωντας τόπον εἰς αὐτήν, διά νά κατοικήσῃ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον· καί συντόμως εἰπεῖν, διότι ἔζησες ὡσάν ἕνας ψυχικός μόνον ἄνθρωπος, ὅς οὐ δέχεται τά τοῦ Πνεύματος· «μωρία γάρ αὐτῷ ἐστι καί οὐ δύναται γνῶναι» (Α´. Κορ. β´ 14). Κάμε ἀπόφασιν εἰς τό ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς σου, νά μή λυπήσης πλέον τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μέ καμμίαν ἄτακτον καί κακήν ὄρεξιν τῆς καρδίας σου, κατά τήν παραγγελίαν ὅπου σοῦ δίδει ὁ Ἀπόστολος· «καί μή λυπῆτε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. δ´. 30)· μηδέ νά ἐναντιωθῇς ὡς σκληροκάρδιος εἰς τό Ἅγιον αὐτοῦ θέλημα, κατά τούς σκληροκαρδίους ἐκείνους Ἑβραίους, πρός τούς ὁποίους εἶπεν ὁ Στέφανος· «σκληροτράχηλοι καί ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καί τοῖς ὠσίν· ὑμεῖς ᾀεί τῷ πνεύματι τῷ ἁγίῳ ἀντιπίπτετε» (Πράξ. ζ´. 51)· ἀλλά νά δώσῃς ὅλην τήν καρδίαν σου εἰς αὐτό μέ ὅλας της τάς ἐπιθυμίας διά νά ἐνοικήσῃ καθώς αὐτό τό ἴδιον πνεῦμα σέ προστάζει λέγον· «υἱέ δός μοι τήν καρδίαν» (Παροιμ. κγ´. 26).

Θέλεις δέ δώσει τήν καρδίαν σου εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ἐάν μελετᾷς πάντοτε εἰς αὐτήν τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μέ μίαν ἀδιάλειπτον προσευχήν. Ἐπειδή τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μολονότι καί ἐκπορεύεται ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, ὅμως εἶναι καί λέγεται καί Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ διά τήν ὁμοουσιότητα καί ἐν τῷ Υἱῷ ἀναπαύεται καί χαίρει ὅταν αὐτός ὀνομάζεται· «ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τό Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ ἐν ταῖς καρδίαις, κράζον ἀββᾶ ὁ Πατήρ»· (Γαλ. δ´. 6)·” ἵνα διά τῆς τοιαύτης νοερᾶς καί πνευματικῆς προσευχῆς , ἐν μέν τῷ Πνεύματι θεωρῇς τόν Υἱόν, ἐν δέ τῷ Υἱῳ θεωρῇς τόν Πατέρα”, ὡς λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος· καί ἵνα καταξιωθῇς διά τῆς τοιαύτης νοερᾶς ἐργασίας, νά εὕρῃς καί νά ἰδῇς νοερῶς τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ὁποίαν ἔλαβες μέν διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, τήν ἔχωσες δέ ὡσάν σπινθῆρα μέσα εἰς τά πάθη καί ἁμαρτίας.

Καί τέλος πάντων, ἐπειδή καί τό Πανάγιον Πνεῦμα· ὁ ἄλλος παράκλητος, τό συμπληρωτικόν πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος· ὁ χορηγός πάντων τῶν χαρισμάτων ἡ ζωή τῶν ζώντων· ἡ κίνησις τῶν κινουμένων· καί ἡ τελειότης ἁπάντων τῶν ὄντων, ἠθέλησεν ἐκ μόνης τῆς φιλανθρωπίας του νά εἰδοποιήσῃ εἰς τήν καρδίαν σου τάς πρώτας γραμμάς καί τό πρῶτον σχέδιον τῆς χάριτός του, παρακάλεσαί τον νά μή σέ ἀφήσῃ ἀτελῆ ἀλλά νά φέρῃ εἰς τελειότητα αὐτήν τήν εἰδοποίησιν καί τό ἔργον ὅπου ἄρχισεν εἰς ἐσέ, χαρίζωντάς σου τό χάρισμα τῆς διαμονῆς καί τῆς μέχρι τέλους ὑπομονῆς ἐν τῇ αὐτοῦ χάριτι, τό ὁποῖον χάρισμα εἶναι τό μεγαλύτερον ἀπό ὅλα τά χαρίσματα καί αὐτό μόνον συνιστᾷ καί ἐπισφραγίζει τόν ἑκάστου προορισμόν κατά τούς θεολόγους καί διά τοῦ χαρίσματος τούτου νά σέ ἀξιώσῃ ἀπό ἐδῶ ἀκόμη, νά γίνῃς ὅλος πνευματικός, ὅλος ἀγγελοειδής, ὅλος ἅγιος καί υἱός Θεοῦ, καί Θεός κατά χάριν, ἀπ᾿ ἐκεῖ ὅπου εἶσαι τώρα γῆ καί σποδός· καθώς λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος· «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελθόν εἰς ψυχήν ἀνθρώπου, ἔδωκε μέν ζωήν, ἔδωκε δέ ἀθανασίαν· ἤγειρε κείμενον· τό δέ κινηθέν κίνησιν ἀΐδιον ὑπό Πνεύματος Ἁγίον, ζῶον ἅγιου ἐγένετο· ἔσχε δέ ἄνθρωπος ἀξίαν πνεύματος εἰσοικισθέντος ἐν αὐτῷ προφήτου, ἀποστόλου, ἀγγέλου Θεοῦ, ὤν πρό τοῦ, γῆ καί σποδός»· (ὁμιλ. Περί τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου, ἧς ἡ ἀρχή, ἐνθυμηθῶμεν πᾶσα ψυχή).

Συλλογίσου ἀγαπητέ τήν γ´. μεταβολήν ὅπου ἐνήργησε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον εἰς τήν γλῶσσαν τῶν Ἀποστόλων· διότι ἐκεῖνοι ὅπου προτήτερα δέν ἐλαλοῦσαν ἄλλο παρά γήϊνα καί χαμερπῆ διά δόξας καί τιμάς προσωρινάς καί ματαίας· «δός ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καί εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου» (Μάρκ. ι´. 37)· ἐκεῖνοι ὅπου ἐλάλουν περί τοῦ Χριστοῦ ταπεινά καί εὐτελῆ· «ἐπιστάτα, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὦδε εἶναι καί ποιήσωμεν σκηνάς τρεῖς, μίαν σοί καί Μωσεῖ μίαν καί μίαν Ἠλίᾳ» (Λουκ. θ´. 33).

Ἐκεῖνοι ὅπου πρότερον ἔφθασαν ἕως καί νά συμφωνήσουν μέ τόν Ἰούδαν καί νά κατηγορήσουν τήν εὐλογημένην ἐκείνην Μαρίαν καί νά θυμωθοῦν καταπάνω της, διότι ἄλειψε τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ μέ τόσον πολυέξοδον μῦρον, λέγοντες μέ ἀγανάκτησιν· «εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη τοῦ μύρου γέγονεν; ἠδύνατο γάρ τοῦτο πραθῆναι ἐπάνω τριακοσίων δηναρίων καί δοθῆναι πτωχοῖς καί ἐνεβριμῶντο αὐτῇ» (Μάρκ. ιδ´. 4) Αὐτοί λέγω οἱ ἴδιοι, ὕστερα ἀπό τόν ἐρχομόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν ἐλαλοῦσαν πλέον δι᾿ ἄλλο, παρά διά τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, διά ὑψηλά καί μεγάλα πράγματα διά τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, διά τήν θεολογίαν τῆς Ἁγίας Τριάδος, διά τό ἀκατανόητον μυστήριον τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας· διότι εἶναι Θεός ἀληθινός ὁ Χριστός· μέ ρητορικήν ἀνήκουστον, μέ ἐλευθεροστομίαν ἀσύγκριτον καί μέ γλῶσσας διαφόρους· «ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ”. (Πράξ. β´ 11).

Τώρα στοχάσου ἐσύ ἀγαπητέ τά λόγια ὅπου ὡμιλοῦσες προτήτερα ἀπό τά παρόντα γυμνάσματα, καί τά λόγια ὅπου πρέπει τώρα νά λαλῇς, διά νά λάβῃς καί ἐσύ τήν μεταβολήν αὐτήν τῆς γλώσσης ἀπό τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· τήν γλῶσσαν σοῦ τήν ἔδωκεν ὁ Θεός ἀδελφέ ὄργανον διά νά λαλῇς ὅλα τά καλά ὄχι τά κακά. Ὅθεν πρέπει νά τήν μεταχειρίζεσαι καί ἐσύ κατά τόν σκοπόν ὅπου ὁ Θεός σοῦ τήν ἔδωκεν· ἤγουν εἰς τό νά δοξολογῇς καί νά αἰνῇς μέ αὐτήν πάντοτε τόν Θεόν, καί νά μελετᾷς τά θεῖά του λόγια καθώς γέγραπται· «πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός» (Φιλιπ. β´ 11).

Καί πάλιν «καί ἡ γλῶσσά μου μελετήσει τήν δικαιοσύνην σου, ὅλην τήν ἡμέραν τόν ἔπαινόν σου»· (Ψαλμ. λδ´. 32)· καί ὄχι εἰς τό νά λαλῇς λόγια ἀνευλαβῆ κατά τοῦ Θεοῦ καί εἰς τό νά ὀνομάζῃς τό θεῖον του ὄνομα εἰς πράγματα μάταια· «οὐ λήψῃ γάρ φησι τό ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπί ματαίῳ» (Ἐξοδ. κ´. 7) εἰς τό νά κατηγορῇς καί νά μέμφεσαι τόν ἑαυτόν σου καί ὄχι εἰς τό νά τόν ἐπαινῇς μόνος σου «ἐγκωμιαζέτω σε ὁ πέλας καί μή τό σόν στόμα· ἀλλότριος, καί μή τά σά χείλη» (Παροιμ. κζ´. 2).

Εἰς τό νά συμβουλεύῃς τόν ἀδελφόν σου ὅλα ἐκεῖνα ὅπου εἶναι συμφέροντα εἰς τήν σωτηρίαν του καί νά στερεώνῃς εἰς τό καλόν καί τήν ἀρετήν, καί ὄχι εἰς τό νά ἀκονᾷς ὡς μάχαιραν τήν γλῶσσάν σου κατ᾿ αὐτοῦ περιπαίζωντάς τον, κατηγορῶντάς τον καί ὑβρίζωντάς τον καταφρονητικῶς μέ θυμόν· «ἠκόνησαν ὡς ραμφαίαν τήν γλῶσσαν αὐτῶν» (Ψαλμ. ξγ´. 30) ἤ καί δίδωντάς του κακάς συμβουλάς μέ λόγια ἁπαλά μέν καί φιλικά, ἐπίβουλα δέ καί ἐχθρικά, διά νά τόν κακοποιήσῃς καί νά τόν βλάψῃς· «ἡπαλύνθησαν οἱ λόγοι αὐτῶν ὑπέρ ἔλαιον καί αὐτοί εἰσι βολίδες» (Ψαλμ. νδ´. 24).

Καί διά νά εἰπῶ μέ ἕνα λόγον, εἰς τήν γλῶσσάν σου πρέπει νά ἔχῃς τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, τά λόγια τῆς παλαιᾶς καί νέας Γραφῆς· τά περί τῆς θείας προνοίας· τά περί τῆς κρίσεως· καί τά περί τῆς ἀγαθότητός του· καί ὅλαι αἱ συνομιλίαι σου νά ᾖναι περί πνευματικῶν καί θείων πραγμάτων καί περί ὠφελείας ψυχικῆς. Ἐάν περί τοιούτων μεταχειρίζεσαι τήν γλῶσσάν σου, ἤξευρε, ὅτι ὁ Κύριος ἔπλασε νοερῶς τήν ἰδικήν σου γλῶσσαν, καθώς ἔπλασε ποτέ καί τοῦ κωφοῦ καί μογιλάλου· «καί πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῦ… καί ἐλύθη ὁ δεσμός τῆς γλώσσης αὐτοῦ». (Μάρκ. ζ´ 33). Καί εἶναι καλόν σημάδι, ὅτι ἄρχισε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον νά μεταβάλῃ καί τήν ἰδικήν σου γλῶσσαν, καί νά λαλῇ αὐτό δι᾿ αὐτῆς, ὡς ποτέ ἐλάλει καί διά τῶν Ἀποστόλων καί διά τοῦ Δαβίδ «Πνεῦμα Κυρίου ἐλάλησεν ἐν ἐμοί καί ὁ λόγος αὐτοῦ ἐπί γλώσσης μου» (Β´. Βασιλ. κγ´. 2).

Ἐντράπου λοιπόν ἀδελφέ, πῶς ἕως τώρα ἐλάλεις ὡσάν ἕνας σαρκικός καί νήπιος καί ὄχι ὡσάν πνευματικός καί τέλειος ἄνδρας· «ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν» (Α´. Κορ. ιγ´ 11) καί ἡ γλῶσσά σου ἐμελέτα τήν ἀδικίαν, καθώς λέγει ὁ Ἡσαΐας· «ἡ γλῶσσα ἡμῶν ἀδικίαν μελετᾷ» (νθ´. 3).
Ἀποφάσισαι εἰς τό ἑξῆς νά μή ἀφήνῃς νά εὔγουν ἀπό τό στόμα σου λόγια σαπρά, λόγια γελοιώδη καί μάταια, ἀλλά ὠφέλιμα καί σωτηριώδη πρός οἰκοδομήν τῶν ἀκουόντων, καθώς σοῦ παραγγέλει ὁ Ἀπόστολος· «πᾶς λόγος σαπρός ἐκ τοῦ στόματος ἡμῶν μή ἐκπορευέσθω, ἀλλ᾿ εἴτις ἀγαθός πρός οἰκοδομήν ἵνα δῷ χάριν τοῖς ἀκούουσιν» (Ἐφέσ. δ´ 29)· διότι ὁ λόγος εἶναι σκιά τοῦ ἔργου, καθώς εἶπεν ἕνας σοφός (Οὗτος ἐστίν ὁ Δημόκριτος εἰπών· «λόγος ἔργου σκιή»)· καί οἱ λόγοι οἱ κακοί προξενοῦν καί τά ἔργα τά κακά, καθώς καί ἐκ τοῦ ἐναντίου οἱ λόγοι οἱ καλοί προξενοῦν καί τά ἔργα τά καλά. Διά τοῦτο εἶπε καί ὁ Σολομῶν, ὅτι εἰς τό χέρι τῆς γλώσσης στέκεται ἡ ζωή καί ὁ θάνατος· «θάνατος καί ζωή ἐν χειρί γλώσσης» (Παροιμ. ιη´. 21). Καί καθώς ὅποιος βαστᾷ μυρωδικά καί τόν ἑαυτόν του εὐωδιάζει καί τούς ἄλλους ὁμοίως καί ὅποιος βαστᾷ βρωμερά καί τόν ἑαυτόν βρωμίζει καί τούς ἄλλους· τοιουτοτρόπως καί ὅποιος λαλεῖ τά καλά λόγια, ἤ τά κακά καί τόν ἑαυτόν του ὠφελεῖ, ἤ βλάπτει καί τούς ἀκούοντάς του.

Καί τέλος πάντων, παρακάλεσαι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον νά δυναμώσῃ τοῦτο ὅπου ἄρχισε νά ἐνεργῇ εἰς ἐσέ· «δυνάμωσον ὁ Θεός τοῦτο, ὅ κατειργάσω ἐν ἡμῖν» (Ψαλμ. ξζ´. 31)· καί νά δείξῃς μίαν τελείαν μεταβολήν εἰς τήν γλῶσσάν σου διά τῆς χάριτός του, ὥστε νά μή σέ ἀφήσῃ νά σφάλῃς πλέον μέ αὐτήν εἰς κανένα λόγον ἄπρεπον· «εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ (Ἰακώβ. γ´. 2)· ἀλλά νά μεταχειρισθῇ τήν γλῶσσάν σου ὡσάν ἕνα κονδύλι, διά νά τήν κινῇ μέ τήν δεξιάν του εἰς τό νά λαλῇς ἐκεῖνα μόνον ὅπου αὐτό θέλει καί βούλεται· ὥστε ὅπου, σύ μέν νά λέγῃς· «ἡ γλῶσσά μου κάλαμος γραμματέως ὀξυγράφου» (Ψαλμ. μδ´ 2)· ἐκεῖνοι δέ ὅπου σέ βλέπουν καί σοῦ ἀκούουν, νά λέγουν· «αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ ὑψίστου». (Ψαλμ. ος´ 10).

Δελτίο τύπου – Πρόγραμμα τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας (18-5-2018)

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΣΕΡΡΩΝ ΚΑΙ ΝΙΓΡΙΤΗΣ
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

18-5-2018

Ἀπό τήν Ἱερά Μητρόπολη Σερρῶν καί Νιγρίτης ἀνακοινώνονται τά ἑξῆς ἀναφορικά μέ τό πρόγραμμα τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας:

Τό Σάββατο 19 Μαΐου, στίς 7:00 τό ἀπόγευμα, ὁ Σεβ. Ποιμενάρχης μας κ. Θεολόγος θά χοροστατήσει στόν πανηγυρικό Ἀρχιερατικό Ἑσπερινό, πού θά τελεσθεῖ στόν ἑορτάζοντα Ἱερό Ναό Ἁγ. Λυδίας Φιλιππισίας τῆς ὁμωνύμου χριστιανικῆς Ἀδελφότητος στὴν Ἀσπροβάλτα καί θά ὁμιλήσει ἐποικοδομητικῶς πρός τόν φιλέορτο ἐκκλησίασμα.

Τήν Κυριακή 20 Μαΐου, ὁ Σεβ. θά ἱερουργήσει στήν θεία Λειτουργία, πού θά τελεσθεῖ στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό Παμμ. Ταξιαρχῶν Σερρῶν. Στὸ τέλος τῆς θ. Λειτουργίας θὰ τελεσθεῖ ἱερὸ μνημόσυνο ὑπέρ ἀναπαύσεως τῶν ψυχῶν τῶν Ποντίων ἀδελφῶν μας, μέ ἀφορμή τήν ἡμέρα ἐθνικῆς μνήμης τῆς γενοκτονίας τοῦ Ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ.

Στίς 7:00 τό ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας, ὁ Σεβ. Ποιμενάρχης μας θά χοροστατήσει στόν πανηγυρικό Ἀρχιερατικό Ἑσπερινό, πού θά τελεσθεῖ στόν ἑορτάζοντα Ἱερό Ναό Ἁγ. Κωνσταντίνου καί Ἑλένης Ἀχινοῦ.

Τήν Δευτέρα 21 Μαΐου, ἡμέρα ἑορτῆς τῶν Ἰσαποστόλων Ἁγ. Κωνσταντίνου καί Ἑλένης, ὁ Σεβ. θά ἱερουργήσει στήν θεία Λειτουργία, πού θά τελεσθεῖ στό ἑορτάζον Ἱερό Παρεκκλήσιο Ἁγ. Κωνσταντίνου καί Ἑλένης τοῦ Ἱεροῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ Παμμ. Ταξιαρχῶν Σερρῶν.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Δελτίο τύπου – Λήξη Κατηχητικών Σχολείων στην Ιερά Μητρόπολη Σερρών και Νιγρίτης (14-5-2018)

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΣΕΡΡΩΝ ΚΑΙ ΝΙΓΡΙΤΗΣ
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΛΗΞΕΩΣ ΤΩΝ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ
ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΣΕΡΡΩΝ ΚΑΙ ΝΙΓΡΙΤΗΣ.

14-5-2018

Πραγματοποιήθηκε, το Σάββατο 12 Μαΐου 2018, η λήξη του εφετινού Κατηχητικού έτους της Εκκλησίας των Σερρών και της Νιγρίτης, με την συμμετοχή εξακοσίων και πλέον παιδιών όλων των κατηχητικών βαθμίδων, στον χώρο του Στρατοπέδου «Εμμανουήλ Παππά» Σερρών. Η τελετή λήξεως των Κατηχητικών συνέπεσε εφέτος με την ιερά μνήμη του Αγ. ενδόξου Νεομάρτυρος Ιωάννου του Σερραίου (12 Μαΐου), ο οποίος είναι ο προστάτης της νεότητος της τοπικής Εκκλησίας.

Αρχικώς, τελέσθηκε Αρχιερατικός Εσπερινός, χοροστατούντος του Σεβ. Ποιμενάρχου κ. Θεολόγου, στο γραφικό Ιερό Παρεκκλήσιο Αγ. Χριστοφόρου Σερρών. Στην σύντομη αλλά μεστή από πατρική αγάπη ομιλία του, ο Σεβ., έθεσε τους βασικούς άξονες της κατηχήσεως. «Μελέτη του ιερού Ευαγγελίου, βιωματική γνωριμία με την πίστη μας, συμμετοχή στην σωστική Αγ. Τράπεζα της Εκκλησίας και προσπάθεια για δημιουργία χριστιανικού ήθους στην ζωή μας, είναι οι σκοποί της κατηχήσεως σήμερα. Το κατηχητικό έργο επικεντρώνεται στην βιωματική γνώση των αληθειών της ορθοδόξου πίστεώς μας, στην εκκλησιαστικοποίηση και στην κοινωνικοποίηση των παιδιών μας», τόνισε χαρακτηριστικά ο Σεβασμιώτατος. Στη συνέχεια, ευχαρίστησε εγκαρδίως τα μέλη του Γραφείου Νεότητος της Ιεράς Μητροπόλεως, για την έμπονη προσπάθεια της προετοιμασίας της εκδηλώσεως και του όλου συντονισμού του κατηχητικού έργου. Τέλος, απηύθυνε συμβουλές και λόγους αγάπης προς τους κατηχητές και τα παιδιά, κλείνοντας με την ευχή για «καλό καλοκαίρι» και καλή αντάμωση και πάλι τον Σεπτέμβριο στην ζεστή και φιλόξενη αγκαλιά της Εκκλησίας μας.

Αμέσως μετά, ακολούθησε η εκδήλωση με την συμμετοχή όλων των Κατηχητικών Σχολείων των ενοριών της Ιεράς Μητροπόλεως. Οι ενορίες Εισοδίων της Θεοτόκου, Αγ. Παντελεήμονος Σερρών και Αγ. Αθανασίου Νιγρίτης, παρουσίασαν σύντομο ιστορικό των ιερών εικόνων της Παναγίας, «Ρόδον το Αμάραντον», «Βλαχερνών» και «Άξιον Εστι», που φυλάσσονται αντιστοίχως στους Ιερούς Ναούς τους, καθώς το εφετινό, κεντρικό κατηχητικό θέμα αφορούσε στο πάναγνο πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Ακολούθως, τα παιδιά των κατηχητικών ομάδων, χόρεψαν παραδοσιακούς χορούς, χάρηκαν την ομορφιά των ομαδικών παιχνιδιών, έλαβαν το κέρασμα και το αναμνηστικό τους για την εφετινή κατηχητική χρονιά και ευχήθηκαν καλή αντάμωση και πάλι στις χριστιανικές συντροφιές τον Σεπτέμβριο.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως