Στο Δέκατο Εωθινό Ευαγγέλιο

Στο Δέκατο Εωθινό Ευαγγέλιο

Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς

Τὰ λεγόμενα ἑωθινὰ εὐαγγέλια δὲν εἶναι ὅλα ἑωθινά. Ἑωθινὰ λέγονται αὐτὰ πού ἔχουν συντελεσθῆ κατὰ τὴν ἕω, δηλαδὴ τὸν ὄρθρο τῆς ἡμέρας. Ἡ μετὰ τὴν ἀνάστασι ὅμως ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς Ἀποστόλους γιὰ ἐπιβεβαίωσί της, τὴν ὁποία διακηρύσσουν τὰ ἑωθινὰ εὐαγγέλια, δὲν συντελέσθηκε μόνο κατὰ τὸν ὄρθρο τῆς ἡμέρας, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸ μεσημέρι καὶ τὸ ἀπόγευμα καὶ τὸ βράδυ ἀκόμη. Παραδείγματος χάριν ὅταν ὁ Κύριος πλησίασε τὸν Λουκᾶ καὶ τὸν Κλεόπα, καθὼς πήγαιναν στὴν Ἐμμαοὺς καὶ βάδισε μαζί τους, δὲν ἦταν πρωΐ· ὅταν δὲ ἔφθασαν στὸ χωριὸ τοῦ προορισμοῦ τους «καὶ αὐτὸς προσποιήθηκε ὅτι ἤθελε νὰ βαδίση παραπέρα», ἐκεῖνοι τὸν παρεκάλεσαν πιεστικὰ λέγοντας «μεῖνε μαζί μας, διότι πλησιάζει τὸ βράδυ κι ἡ ἡμέρα γύρισε»(Λουκ. 24, 28). Ὅταν δὲ μετὰ τὴν κλάσι καὶ διανομὴ τοῦ ἄρτου ἀπὸ αὐτὸν, τὸν ἀνεγνώρισαν, αὐτὸς ἔγινε ἄφαντος ἀπὸ ἐμπρός τους, αὐτοί δὲ σηκώθηκαν τὴν ἴδια ὥρα, ἐπέστρεψαν στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ διηγοῦνταν στοὺς ἄλλους μαθητές τὰ συμβάντα στὸ δρόμο· ἐνῶ δὲ ἔλεγαν αὐτά, ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς στάθηκε ἀνάμεσά τους, ὁπότε ὁπωσδήποτε ἦλθε ἡμέρα ἔπειτα ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἑσπέρα.

Ἄλλοτε πάλι συνωμιλοῦσε μὲ τὸν Πέτρο μετὰ τὸ γεῦμα καὶ τὸν καθιστοῦσε ποιμένα μας, τῶν λογικῶν προβάτων του. Πραγματικὰ λέγει, ὅταν γευμάτισαν, ρωτᾶ τὸν Σίμωνα Πέτρο: «Σίμων Ἰωνᾶ, μὲ ἀγαπᾶς;». Ἀφοῦ δὲ αὐτὸς ἀπάντησε καταφατικά, λέγει «βόσκε τὰ ἀρνιά μου, ποίμαινε τὰ πρόβατά μου» (Ἰωάν.21, 15 ἑξ.).

Πῶς λοιπὸν καὶ αὐτὰ εἶναι ἑωθινὰ κι’ ἔτσι ὀνομάζονται, ἀφοῦ δὲν ἐπιτελέσθηκαν τὸ πρωΐ; Ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης Χριστός, καθὼς εἶναι ἄναρχος καὶ προαιώνιος, ἄτρεπτος καὶ ἀναλλοίωτος, ἀφοῦ δὲν ἔχει μεταβολὴ ἤ σκιὰ μετατροπῆς, εἶναι καὶ ἀτελεύτητος καὶ ἄδυτος, ἀστράπτοντας φῶς ἀληθινὸ καὶ ὑπερκόσμιο καὶ ποιητικὸ ἀνέσπερης ἡμέρας, στὴν ὁποία μαζὶ μὲ τοὺς ἀγαθοὺς ἀγγέλους βρίσκονται καὶ τὰ πνεύματα τῶν δικαίων. Ἔπειτα δὲ ἀπὸ τὴν συντέλεια τοῦ αἰῶνος τούτου οἱ δίκαιοι θὰ εἶναι μαζὶ μὲ τὰ σώματά τους, ἀφοῦ εἶναι κληρονόμοι τοῦ φωτὸς καὶ υἱοὶ τῆς πραγματικῆς ἡμέρας. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ ἡμέρα, ἀφοῦ εἶναι ἀνέσπερη καὶ ἀδιάκοπη, δὲν ἔχει οὔτε εἶχε ὄρθρο, ὅπως δὲν ἔχει οὔτε ἀρχή.

Ἐμᾶς ὅμως μᾶς κατέλαβε νύκτα καὶ μᾶς ἅρπαξε σκιὰ θανάτου, ἐπειδὴ περιπέσαμε στὴν ἁμαρτία καί χάσαμε τὴν ὀπτικὴ δύναμι, ἡ ὁποία ὑπῆρχε μέσα μας ἀπὸ τὸν Θεὸ κατὰ Χάρι, μὲ τὴν ὁποία ἀντιλαμβανόμασταν τὸ φῶς πού χορηγεῖ τὴν ἀληθινὴ ζωή. Νύκτα καὶ θάνατος λοιπὸν ἐπιχύθηκε ἐπάνω στὴ φύσι μας, ὄχι διότι τὸ ἀληθινὸ φῶς τράπηκε, ἀλλά διότι ἐμεῖς ἐκτραπήκαμε καὶ δὲν ἔχουμε πλέον ἀπὸ προσωπική μας δύναμι ἀνάνευσι πρὸς τὸ ζωηφόρο ἐκεῖνο φῶς. Ἀλλά ὁ χορηγὸς τοῦ ἀϊδίου φωτὸς καὶ αἴτιος τῆς ἀληθινῆς ζωῆς μᾶς ἐλέησε στοὺς τελευταίους καιροὺς καὶ ὄχι μόνο κατέβηκε ἕως ἐμᾶς γιὰ χάρι μας, γενόμενος ἄνθρωπος σὰν ἐμᾶς, ἀλλά ὑπέμεινε γιὰ χάρι μας σταυρὸ καὶ θάνατο καί, ἀφοῦ μὲ τὸν θάνατό του ἐσκύλευσε τὰ βασίλεια τοῦ Ἅδη, ἀναστήθηκε τριήμερος, δείχνοντας πάλι στὴν δικὴ μας φύσι ὅτι τὸ φῶς τῆς ἄφθαρτης καὶ ἀθάνατης ζωῆς ὑπῆρξε γι’ αὐτὴν φῶς ἀναστάσεως.

Ἀφοῦ δὲ τώρα ἡ ἀνάστασίς του ἔγινε ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων, κατὰ δὲ τὴν δευτέρα παρουσία του πρόκειται τοὺς μαθητές του νὰ περιλάμψη τὸ φῶς τῆς ἀθανάτου ζωῆς καὶ τότε νὰ ἀνατείλη γιά ὅλους ἡ ἀληθινὴ καὶ ἀδιάκοπη ἡμέρα· γι’ αὐτὸ ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου σχετικὰ μὲ τὴν ἡμέρα ἐκείνη κατέχει τὴ θέσι αὐγῆς καὶ ὄρθρου· καὶ σύμφωνα μὲ αὐτὴν τὴ θέσι, ὅλα τὰ εὐαγγέλια τῆς ἀναστάσεως εἶναι ἑωθινὰ καὶ ὀρθρινά. Γι’ αὐτὸ καὶ σήμερα τὰ τελεσθέντα, τόσο πρὸς τὴν ἑσπέρα ὅσο καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας, εἶναι καὶ ὀνομάζονται ἑωθινά.

Τὸ δὲ ἑωθινὸ εὐαγγέλιο πού ἀναγνώσθηκε σήμερα ἐμπρὸς σὲ ὅλους (Ἰωάν. 21, 1-14) εἶναι καὶ ἀπὸ τὶς δύο ἀπόψεις ἑωθινὸ, διότι ὄχι μόνο διαλαμβάνει περὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καὶ τῆς μετὰ ἀπὸ αὐτὴν ἐπιφανείας, ἀλλά καὶ φαίνεται νὰ πραγματώθηκε κατὰ τὴν ἕω τῆς αἰσθητῆς ἡμέρας. Διότι, λέγει, «ὅταν ἔγινε πρωΐ, στάθηκε ὁ Ἰησοῦς στὸν αἰγιαλὸ· δὲν γνώριζαν ὅμως οἱ μαθηταί, ὅτι εἶναι ὁ Ἰησοῦς» (Ιωάν. 21, 4), ἂν καὶ στὴν ἀρχή λέγει ὅτι ὁ Ἰησοῦς φανέρωσε τὸν ἑαυτό του στοὺς μαθητές του, ἀφοῦ ἐγέρθηκε ἀπό τούς νεκρούς, στὴ θάλασσα τῆς Τιβεριάδος. Ἐφανέρωσε βέβαια, ἀλλ’ αὐτοὶ ὄντας ψηλὰ στὸ πλοῖο πάνω στὴ θάλασσα καὶ ἀπέχοντας ἀπὸ τὴ γῆ, διότι ἁλίευαν, δὲν τὸν ἀνεγνώρισαν.

Λέγει λοιπὸν σ’ αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· «Παιδιά»· μὲ πόση μετριοφροσύνη, μὲ πόση διάθεσι, μὲ πόση γλυκύτητα εἶναι γεμάτη αὐτὴ ἡ προσφώνησις! «Παιδιά», λοιπὸν λέγει, «μήπως ἔχετε τίποτε προσφάγι;». Τοὺς ρωτᾶ ὄχι διότι ἀγνοεῖ, ἀλλά ἀπὸ πρόνοια ἑτοιμάζοντας τὸ δρόμο γιὰ τὸ θαῦμα· διότι μόλις ἐκεῖνοι ἀποκρίθηκαν, ὄχι, τοὺς λέγει ὁ Ἰησοῦς, «ρίψετε τὰ δίκτυα στὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου καὶ θὰ βρῆτε». Ἀφοῦ εἶπε, «θὰ βρῆτε», ἔδειξε ὅτι γνώριζε ὅτι ἔχοντας βαλμένα τὰ δίκτυα ὅλη τὴ νύκτα, δὲν εὕρισκαν τίποτε. Ἀφοῦ λοιπὸν εἶδαν ἐκεῖνοι ὅτι γνώριζε τὰ σχετικὰ μὲ αὐτοὺς καὶ χωρὶς νὰ εἶναι παρών, εὔκολα πείσθηκαν στὰ λεγόμενά του τὰ ἔρριξαν λοιπὸν ὑπάκουα.

Ὅταν δὲ ὄχι μόνο βρῆκαν ψάρια, ὅπως εἶπε Ἐκεῖνος, ἀλλά τόσο πολλὰ καὶ μεγάλα, ὥστε νὰ μὴ μποροῦν νὰ σηκώσουν τὸ δίκτυ ἐπάνω στὸ πλοῖο (διότι λέγει, δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ σηκώσουν ἀπὸ τὰ πολλὰ ψάρια), ὁ ἑτοιμότατος πρὸς τὴ θεία ἐπίγνωσι Ἰωάννης, ὁ ἰδιαιτέρως ἀγαπημένος ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ διδάσκαλο, ἐνθυμούμενος, βέβαια, καὶ τὴν θαυμαστὴ ἐκείνη ἁλιεία τὸν πρῶτο καιρὸ στὴ λίμνη Γεννησαρέτ, τότε πού, μὲ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου, ἁπλώνοντας τὰ δίκτυα, τόσο πλῆθος ψαριῶν ἔκλεισαν μέσα σ’ αὐτά -ὥστε νὰ εἶναι καὶ τοῦτο θαυμαστό, πῶς δὲν ἔσπασαν τὰ δίκτυα μὲ τόσο πλῆθος, «λέγει λοιπὸν ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος πού ἀγαποῦσε ὁ Χριστὸς στὸν Πέτρο· ὁ Κύριος εἶναι».

Ὁ δὲ Πέτρος πάλι, θερμότατος καὶ ἑτοιμότερος ἀπό τούς ἄλλους στὴν πράξι, καθὼς «ἄκουσε», λέγει, «ὅτι ὁ Κύριος εἶναι, ζώσθηκε τὸν ἐπενδύτη, διότι ἦταν γυμνός, καὶ ἔπεσε στὴ θάλασσα». Ἐπενδύτης εἶναι ἕνα σεντόνι, μιὰ ὀθόνη πού χρησιμοποιοῦν Σῦροι καὶ Φοίνικες ἐπάνω ἀπὸ τὰ ἐνδύματα, γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται ἐπενδύτης, μερικὲς φορὲς μάλιστα τυλίγοντάς το στὸ σῶμα τους γυμνοί, ὅπως ἦταν καὶ ὁ νεαρὸς ἐκεῖνος πού ἀκολούθησε τὸν Κύριο ὅταν συνελήφθηκε ἀπό τούς Ἰουδαίους ἦταν τυλιγμένος μὲ σινδόνι στὸ γυμνὸ σῶμα του, τὸ ὅποιο ἄφησε στοὺς ὑπηρέτες πού τὸν ἐπίασαν κι’ ἐξέφυγε γυμνός (Μάρκ.14, 51). Ὁ δὲ Πέτρος δὲν ἔβαλε ἐπάνω τὸν ἐπενδύτη τοῦτο, ἀφοῦ ἦταν γυμνός, ἀλλά τὸν ζώσθηκε διπλωμένο, ὥστε νὰ μπορεῖ καὶ νὰ κολυμβήση, διότι ἀπεῖχε διακόσιους πήχεις ἀπὸ τὴν ξηρά.

Ἔτσι λοιπὸν μὲ τὴ θέρμη του ὁ Πέτρος τοὺς πρόλαβε ὅλους, οἱ δὲ ἄλλοι μαθηταὶ ἦλθαν μὲ τὸ πλοιάριο, σύροντας τὸ δίκτυο μὲ τὰ ψάρια σὰν γιὰ νὰ τὰ προσφέρουν σ’ αὐτὸν πού τοὺς τὰ ἔδωσε, ὥστε καὶ σὲ αὐτὸ νὰ μποροῦν νὰ ποῦν τὸ ἱερὸ ἐκεῖνο λόγιο: «τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν».

8 «Καθὼς λοιπὸν ἀποβιβάσθηκαν στὴν ξηρά», λέγει, «βλέπουν ἀνθρακιὰ ἁπλωμένη καὶ ἕνα ψάρι ἐπάνω σ’ αὐτὴν καὶ ἄρτο». Μερικοὶ λοιπὸν νόμισαν ὅτι αὐτὴ εἶναι ἀνθρακιὰ φωτιᾶς, ἐπάνω στὴν ὁποία ψηνόταν τὸ ψάρι, ἀλλά, λέγουν ἄλλοι, ἡ συνέχεια τοῦ κειμένου δὲν ἐπιτρέπει αὐτὴ τὴν ἐκδοχὴ γιὰ τὴν ἀνθρακιὰ· διότι βέβαια δὲν ἦταν ἐπάνω στὴ φωτιὰ ὁ ἄρτος. Ἔπειτα γιὰ τὴν ἀνθρακιὰ δὲν εἶπε ἀναμμένη ἀλλά ἁπλωμένη· λέγουν λοιπὸν ὅτι ἔτσι ὀνομάζεται καὶ ἕνα εἶδος δέρματος πού χρησιμοποιοῦν οἱ ὁδοιπόροι ἀντὶ γιὰ τράπεζα. Μόλις λοιπὸν οἱ Ἀπόστολοι, ἀποβιβαζόμενοι στὴν ξηρὰ εἶδαν ἄλλο θαῦμα, μεγαλύτερο τοῦτο ἀπὸ τὸ συμβὰν στὴ θάλασσα, διότι ἐδῶ βλέπουν ὄχι ἀπὸ τὸ βυθὸ ἀλλά ἀπὸ τὸ μηδὲν ψάρι καὶ ἄρτο καμωμένο καὶ ἀποθεμένο ἕτοιμο, παραδομένοι ὁλόκληροι πλὴν τῆς τερπνῆς θέας τοῦ Κυρίου καὶ στὸ θαῦμα, ἀδιαφόρησαν γιὰ τὴν ἁλιεία. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος τους λέγει· «φέρετε ἀπὸ τὰ ψάρια πού ἐπιάσατε τώρα», ἐπαναφέροντάς τους πρὸς τὴ φροντίδα γιὰ ἐκεῖνα, ὥστε νὰ φέρουν ἔξω τὸ ψάρεμα καὶ νὰ τὸ βάλουν σὲ μέτρο, γιὰ νὰ μὴν πεῖ κανεὶς ὅτι εἶναι φανταστικὸ τὸ πλῆθος τῶν ψαριῶν.

9 «Ἀνέβηκε», λοιπόν λέγει, «ὁ Σίμων Πέτρος καὶ τράβηξε τὸ δίκτυ γεμάτο ἑκατὸν πενήντα τρία μεγάλα ψάρια· κι ἐνῶ ἦσαν τόσο πολλά, τὸ δίκτυ δὲν σχίσθηκε». Ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ πού τὸ διεφύλαξε ἀρραγὲς μποροῦσε βέβαια νὰ δυναμώση κι’ αὐτοὺς πού τὸ τραβοῦσαν καὶ νὰ καταστήση ἐλαφρὸ τὸ τράβηγμα, δὲν τὸ ἔκαμε ὅμως, γιὰ νὰ αἰσθανθοῦν περισσότερο τὸ θαῦμα οἱ Ἀπόστολοι· γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Πέτρος ἐπανῆλθε στὸ πλοῖο κι’ ἔλαβε μέρος στὸ συρμὸ μαζὶ μὲ αὐτούς, ἀφοῦ ἀδυνατοῦσαν νὰ τὸ σύρουν μόνοι. Ὁ δὲ Κύριος, θέλοντας νὰ γίνη ὁλοφάνερος στὸν καθένα, τοὺς εἶπε, «ἐλᾶτε νὰ φᾶτε» καὶ τοὺς μοίρασε μὲ τὰ χέρια του τὸν ἀναφερθέντα ἄρτο καὶ τὸ ψάρι, δείχνοντας μὲ αὐτὴ τὴ διακονία καὶ τοῦτο, ὅτι δηλαδὴ αὐτὸς εἶναι ὁ χορηγὸς καὶ διανομεὺς τῆς μέλλουσας αἰωνίας ἀπολαύσεως, ἡ ὁποία θὰ πραγματοποιηθῆ μετὰ τὸ ψάρεμα τῆς ἀποστολικῆς σαγήνης, δηλαδὴ μετὰ τὴ συναγωγὴ ἀπὸ αὐτοὺς διὰ τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος στὴν ἀληθινὴ θεοσέβεια ὅλων τῶν ἀξίων ἀπὸ κάθε ἔθνος. Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς τότε οἱ μεγάλοι θὰ φανοῦν ἑκατὸν πενήντα τρεῖς, ἀριθμούμενοι εἴτε σὲ χιλιάδες εἴτε σὲ μυριάδες τοῦτο τὸ γνωρίζει αὐτὸς πού διενεργεῖ τὰ θαύματα καὶ τὰ ἐπεξεργάζεται γεμᾶτα μυστήρια.

Πραγματικὰ καὶ ὁ ἀκερδής κόπος ὅλης τῆς νύκτας ἐδείκνυε τὸ ἄκαρπο τῆς διδασκαλίας πού ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειά του. Καὶ τὸ ρίξιμο τῶν δικτύων πρὸς τὰ δεξιὰ κατὰ τὸ πρωΐ καὶ τὸ ψάρεμα ὑποδήλωνε τὴν ἀποτελεσματικότητα τῆς μετὰ τὴν παρουσία του εὐαγγελικῆς διδασκαλίας. Διότι ἀφοῦ ἔγινε ἤδη πρωΐ, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης μᾶς ἔφεξε διὰ σαρκός, ἡ Θεία διδασκαλία ἔγινε ἐπιδέξια καὶ ἐναργής, συνέλαβε καὶ προσείλκυσε στὸν Χριστὸ τὰ πλήθη τῶν σωζόμενων. Ὁ δὲ εὐαγγελιστὴς λέγει, μετὰ τὴν διάδοσι τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ ἰχθύος, φανερώθηκε γιὰ τρίτη τώρα φορά στοὺς μαθητές του ὁ Ἰησοῦς, ἀφ’ ὅτου ἐγέρθηκε ἀπό τούς νεκρούς. Πραγματικὰ ἦλθε πρὸς αὐτοὺς ὅταν ἦσαν συναθροισμένοι σὲ οἰκία τὸ βράδυ τῆς ἡμέρας κατὰ τὴν ὁποία ἀναστήθηκε· καὶ μετὰ παρέλευσι ὀκτὼ ἡμερῶν ἦλθε πάλι, ὅταν μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἦταν καὶ ὁ Θωμάς· καὶ γιὰ τρίτη τώρα φορά δὲν ἦλθε πρὸς αὐτούς, ἀλλά φανερώθηκε, δείχνοντας ὅτι ἦταν παρὼν σ’ αὐτούς, ἀκόμη καὶ ὅταν δὲν φαινόταν αἰσθητῶς, τοὺς ἐπέτρεπε δὲ νὰ τὸν βλέπουν, ὁπόταν ἤθελε· διότι τέτοια εἶναι ἡ δύναμις τῶν ἀθανάτων σωμάτων.

Εἶναι λοιπὸν παρὼν καὶ στὸν καθένα ἀπό μας, ἀδελφοί, ἔστω κι’ ἂν δὲν βλέπεται ἀπό μᾶς· γι’ αὐτὸ καί, ὅταν ἀναλαμβανόταν, εἶπε πρὸς τοὺς Ἀποστόλους, «ἰδού, ἐγώ εἶμαι μαζί σας ὅλον τὸν καιρὸ μέχρι τῆς συντέλειας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28, 20). Ἑπομένως πρέπει νὰ ἔχουμε τό θεῖο φόβο πάντα, σὰν νὰ εἶναι Ἐκεῖνος παρὼν· καὶ νὰ πράττουμε τὰ ἀρεστὰ σ’ αὐτόν. Ἂν δὲ τώρα δὲν μποροῦμε νὰ τὸν βλέπουμε καὶ μὲ τά μάτια τοῦ σώματος, ἀλλά μποροῦμε νὰ τὸν βλέπουμε διαρκῶς μὲ τὰ μάτια τῆς διανοίας, ἂν εἴμαστε ξύπνιοι· καὶ ὄχι μόνο νὰ τὸν βλέπουμε, ἀλλά νὰ καρπωνώμαστε ἀπὸ αὐτὸ καὶ μεγάλα ἀγαθά. Διότι αὐτὴ ἡ θέα εἶναι ἀναίρεσις κάθε ἁμαρτίας, καθαίρεσις κάθε πονηροῦ πράγματος, ἀπομάκρυνσις κάθε κακοῦ. Αὐτὴ ἡ θέα εἶναι ποιητικὴ κάθε ἀρετῆς, γεννητικὴ καθαρότητος καὶ ἀπάθειας, παρεκτική αἰωνίου ζωῆς καὶ ἀτελείωτης βασιλείας. Ἐπιμελούμενοι αὐτὴν τὴν τερπνὴ θέα καὶ ἀτενίζοντας νοερῶς πρὸς τὸν Χριστὸ σὰν νὰ εἶναι παρών, θὰ πεῖ καὶ ὁ καθένας ἀπό μᾶς σὰν τόν Δαβίδ: «ἐὰν παραταχθῆ ἀπέναντί μου στράτευμα, δὲν θὰ φοβηθῆ ἡ καρδιά μου· ἐὰν κινηθῆ ἐναντίον μου πόλεμος, ἐγώ ἐλπίζω σ’ αὐτόν» (Ψαλμ. 26, 5).

12 Διότι ὑπάρχει γιὰ μᾶς πόλεμος, ἀδελφοί, πού διὰ τῶν αἰσθήσεων σύρει πρὸς τὴν ἁμαρτία ὅσους δέν ἀντιστέκοντα γενναῖα, ἀλλ’ αὐτὸς ὁ πόλεμος δὲν κινεῖται πάντοτε ἐναντίον μας, διότι ἄλλωστε οἱ αἰσθήσεις μας δὲν ἐνεργοῦν ἀδιαλείπτως. Μερικὲς φορὲς μάλιστα, καὶ ἐνῶ ἐνεργοῦν οἱ αἰσθήσεις, ἡ ἁμαρτία μένει ἀτέλεστη ἐξαιτίας τῆς στερήσεως τῶν ὑλικῶν, ἤ ἐξαιτίας τῆς ἀκαταλληλότητας τῶν καιρῶν καὶ τῶν τόπων χωρὶς δὲ αὐτὰ δεν ἀποτελειώνει τὴν ἀνομία οὔτε κλέπτης οὔτε ληστὴς οὔτε πόρνος οὔτε μοιχὸς οὔτε ἅρπαγας οὔτε πλεονέκτης. Ὑπάρχει δὲ μέσα μας ἄλλος πόλεμος νοητὸς πού εἶναι πολὺ σκληρότερος ἀπὸ τὸν αἰσθητό, ὁ διὰ τῶν λογισμῶν· διότι αὐτὸς εἶναι πάντοτε ἐνεργὸς καὶ δὲν χρειάζεται ὑλικὰ γιὰ ἐκπλήρωσι τοῦ κακοῦ οὔτε καιροὺς οὔτε τόπους.

Καὶ ὁ μὲν πρῶτος, δηλαδὴ ὁ αἰσθητὸς ἐκεῖνος πρὸς τὴν ἁμαρτία πόλεμος, ἔχει τὴν ἀρχή του ἀπὸ τὰ πράγματα καὶ ἀπὸ τὰ ἀκούσματα ἡ θεάματα πού προέρχονται ἀπὸ ἐκεῖ, καθὼς καὶ ἀπὸ ἄλλα παραπλήσια. Ὁ δὲ νοητὸς πόλεμος, πού εἶναι μέσα μας, κινεῖται ἀμέσως ἀπὸ τὰ πνεύματα τῆς πονηρίας καὶ ἀπὸ τὶς προσβολὲς καὶ παρορμήσεις τούτων. Καὶ σ’ ἐκεῖνον μὲν τὸν πόλεμο, τὸν αἰσθητό, κι’ ἂν νικὴση κανεὶς κάποτε, δὲν γίνεται μὲ αὐτὸ καὶ κατὰ τὸν νοητὸ ἀήττητος. Αὐτὸς ὅμως πού νίκησε κατὰ τὸν ἐσωτερικὸ πόλεμο, στὸν ἐξωτερικὸ ὑπερισχύει κατὰ κράτος· «νὰ διάγετε κατὰ τὸ πνεῦμα καὶ ἐπιθυμία σαρκὸς νὰ μὴ ἐκτελέσετε» (Γαλ. 5, 16).

13 Πρὸς μὲν τὸν ἐξωτερικὸ πόλεμο, τῶν αἰσθήσεων, τὸ ἀνθρώπινο γένος τὸ ὅπλιζε μᾶλλον ὁ παλαιὸς νόμος, παραγγέλλοντας νὰ ἀποφεύγουν τὰ ἀποτελέσματα τῶν ἁμαρτημάτων πρὸς δὲ τὸν ἐσωτερικό μας πόλεμο μᾶς ἀφυπνίζει ὁ νόμος τῆς χάριτος, ἡ διδασκαλία τοῦ εὐαγγελίου, πού ἀπαγορεύει τὴν ὀργή μὲ τὴν καρδιά, τὴν μοιχεία μὲ τὴν καρδιά, τὴν ἐπιθυμία τῆς προσβολῆς τοῦ διαβόλου τὴν κινούμενη στὴν καρδία, καὶ μᾶς ὁπλίζει καὶ μᾶς διεγείρει γι’ ἀντιμετώπισί της, καθὼς λέγει καὶ ὁ ἀπόστολος γράφοντας πρὸς τοὺς Ἐφεσίους· «νὰ ἐνδυθῆτε τὴν πανοπλία τοῦ θεοῦ, γιὰ νὰ μπορῆτε ν’ ἀντισταθῆτε στὶς μεθοδεύσεις τοῦ διαβόλου· διότι ἡ δική μας πάλη δὲν εἶναι πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλά πρὸς τὶς ἀρχές, πρὸς τὶς ἐξουσίες, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορες τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικά τῆς πονηρίας στὰ ἐπουράνια »(Ἐφεσ. 6, 11). Διότι, ἐπειδὴ ξέπεσαν ἀπὸ αὐτά, τὰ ἐπουράνια, τὸ θεωροῦν φοβερό, καὶ κινοῦνται μανιωδῶς ἐναντίον μας, γιατί ἔχουμε τὸ πολίτευμα στοὺς οὐρανοὺς διὰ τῆς κατὰ τὸν νοῦ ἀνατάσεως πρὸς τὸν Θεό.

Γι’ αὐτὸ παρακαλῶ μὲ κάθε τρόπο ν’ ἀποφύγουμε μέθη καὶ τρυφή, λόγια καὶ ἀκούσματα καὶ θεάματα αἰσχρὰ· διότι αὐτά, διεγείροντας τὴν σάρκα, μᾶς προσκαλοῦν σὲ πάλη πού δὲν εἶναι δική μας οὔτε μᾶς ἀφήνει νὰ βλέπουμε τὸν ἐσωτερικὸ δικό μας πόλεμο καὶ νὰ τὸν διεξάγουμε καλῶς. Γι’ αὐτὸ ἀναγκαστικὰ νικιώμαστε καὶ πέφτουμε, αἰχμαλωτιζόμαστε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἐντελῶς ἤ τὸ πολύ-πολύ, πρὸς μὲν τοὺς ἐσωτερικοὺς ἐχθροὺς δέν τούς βλέπουμε, πρὸς δὲ τοὺς ἐξωτερικοὺς ἐχθροὺς παραδινόμαστε μόνοι μας.

Ἀλλά ἐμεῖς, ἀπέχοντας ἀπὸ τὶς μὴ καλὲς καὶ ἐπιτρεπτὲς ἡδονὲς τῆς σαρκός, ἀντιπαρατασσόμαστε πρὸς τὶς ἐξουσίες τοῦ φοβεροῦ σκότους, πρὸς τοὺς ὑποβάλλοντας μέσα σ’ ἐμᾶς τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμούς, τὶς πονηρὲς ἐπιθυμίες, πού πάντως εἶναι οἱ δαίμονες, πού εἶναι καὶ ἄρχοντες τῆς κακίας τοῦ σκότους, ὡς οἱ πρῶτοι πού τὸ πόθησαν· καὶ κοσμοκράτορες εἶναι ἀλλά μόνο ἐκείνων πρὸς τοὺς ὁποίους δὲν ἔχει καθόλου θέσι ὁ λόγος τοῦ ἀληθινοῦ Δεσπότη Χριστοῦ πού λέει: «σεῖς δὲν εἶσθε ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλά ἐγώ σᾶς ἐξέλεξα ἀπὸ τὸν κόσμο», καί, ἀφοῦ σᾶς ἀναγέννησα μὲ τὴν χάρι μου, σᾶς οἰκειώθηκα.

Πρὸς ἐκείνους λοιπὸν τὰ πνεύματα τῆς πονηρίας εἶναι καὶ ἐξουσίες, διότι ὑπέπεσαν σ’ αὐτὰ ἑκουσίως. Ἐμεῖς δέ, ἐφ’ ὅσον γρηγοροῦμε καὶ ἀνυψώνουμε τὸ ὄμμα τῆς διανοίας πρὸς τὸν Δεσπότη Χριστό πού μᾶς λύτρωσε ἀπὸ τὴν πικρή δουλεία τοῦ διαβόλου καὶ προσέχουμε σ’ αὐτὸν σὰν νά τόν βλέπουμε πάντοτε παρόντα, «δὲν θὰ φοβηθοῦμε», κατὰ τὸν Ψαλμωδό, «ἀπὸ βέλος πού ρὶπτεται τὴν ἡμέρα, ἀπὸ πράγμα πού διαβαίνει στὸ σκότος, ἀπὸ σύμπτωμα καὶ δαιμόνιο μεσημβρινό»· ἀλλά ἐνῶ αὐτά ἐπεχείρησαν νὰ προχωρήσουν πρὸς ἐμᾶς, θὰ πέσουν καὶ δὲν θὰ πλησιάσουν πρὸς ἐμᾶς οὔτε θὰ μᾶς μετακινήσουν ἀπὸ τὴν κατὰ τὴν ἀρετὴ ἕδρα καὶ ἀσφάλεια, ὅπως λέγει γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ψαλμωδός· «ἔβλεπα διαπαντὸς τὸν Κύριο ἐμπρός μου, διότι εἶναι ἀπὸ τὰ δεξιά μου, γιὰ νὰ μὴ σαλευθῶ».

Ἐὰν λοιπὸν κι’ ἐμεῖς τὸν βλέπουμε διαπαντὸς σὰν νὰ εἶναι ἐμπρός μας, τώρα μὲν ὑμνώντας, ἔπειτα ἱκετεύοντας, ἄλλοτε δὲ εὐχαριστώντας κατὰ δύναμι, τότε ‘Εκεῖνος θὰ βοηθήση καὶ τὴ δεξιὰ τοῦ καθενός μας καὶ θὰ μᾶς ὁδηγήση μὲ τὴ βουλὴ καὶ τὴ δύναμί του καὶ θὰ μᾶς λυτρώση ἀπὸ τὴν κυριαρχία τοῦ σκότους καὶ θὰ μᾶς ἀποκαταστήση στὴ βασιλεία του, χαρίζοντάς μας ἄφθαρτη καὶ αἰώνια ζωή.

16 Αὐτὴν τὴ ζωὴ εἴθε νὰ ἐπιτύχουμε ὅλοι μας σὲ δόξα αὐτοῦ καὶ τοῦ ἄναρχου Πατρός του καὶ τοῦ συναϊδίου καὶ ζωοποιοῦ Πνεύματος, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

Στή Κυριακή τῶν Ἁγίων πατέρων

Στή Κυριακή τῶν Ἁγίων πατέρων

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

«Αὐτά εἶπεν ὁ Ἰησοῦς καί ἐσήκωσε τούς ὀφθαλμούς του εἰς τόν οὐρανόν καί εἶπε.Πάτερ, ἦλθεν ἡ ὥρα, δόξασε τόν Υἱόν σου, διά νά σέ δοξάσῃ καί ὁ Υἱός σου».

1. «Αὐτός πού ἐφαρμόζει τάς ἐντολάς σου καί τάς διδάσκει», λέγει, «αὐτός θά ὀνομασθῇ μέγας εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 5,19). Καί πολύ εὔλογα. Διότι τό νά φιλοσοφῇ κανείς μέ λόγια εἶναι εὔκολον, ἐνῷ τό νά παρουσιάζῃ μέ ἔργα αὐτά πού λέγει, εἶναι γνώρισμα ἀνθρώπου γενναίου καί μεγάλου. Διά τοῦτο καί ὁ Χριστός, ὁμιλῶν περί ἀνεξικακίας, ἀναφέρει τόν ἑαυτόν του, προτρέπων ἀπό αὐτόν νά λαμβάνωμεν τά παραδείγματα. Διά τοῦτο καί μετά ἀπό αὐτήν τήν παραίνεσιν, ἔρχεται εἰς τήν προσευχήν, διδάσκων ἡμᾶς κατά τάς δοκιμασίας, ἀφήνοντες κατά μέρος ὅλα, νά καταφεύγωμεν εἰς τόν Θεόν. Ἐπειδή δηλαδή εἶπεν, «Εἰς τόν κόσμον θά ἔχετε θλῖψιν» (Ἰω. 16,33), καί ἐνέβαλεν ἀνησυχίαν εἰς τάς ψυχάς των, μέ τήν προσευχήν ἀνιστᾷ πάλιν τό φρόνημά των.διότι μέχρι τότε τόν ἐπρόσεχαν ὡσάν ἄνθρωπον. Καί δι̉ ἐκείνους κάμνει τά ἴδια, ὅπως ἀκριβῶς καί εἰς τήν περίπτωσιν τοῦ Λαζάρου, καί λέγει τήν αἰτίαν, ὅτι δηλαδή «Τό εἶπα διά τό παρευρισκόμενον πλῆθος, διά νά πιστεύσουν ὅτι σύ μέ ἀπέστειλες» (Ἰω. 11,42).

Ναί, λέγει. ἀλλά διά μέν τούς Ἰουδαίους ἐγίνοντο αὐτά πολύ εὔλογα, διά ποῖον λόγον ὅμως ἐγίνοντο καί διά τούς Μαθητάς; Καί διά τούς Μαθητάς ἐγίνοντο κατά πολύ φυσικόν λόγον. Διότι αὐτοί, πού μετά ἀπό τόσα ἔλεγον, «Τώρα γνωρίζομεν ὅτι ὅλα τά γνωρίζεις» (Ἰω. 16,30), ἐχρειάζοντο περισσότερον ἀπό ὅλους τήν ἐπιβεβαίωσιν. Ἄλλωστε δέ οὔτε προσευχήν ὀνομάζει ὁ εὐαγγελιστής τό πρᾶγμα, ἀλλά τί λέγει; «Ἐσήκωσε τούς ὀφθαλμούς του εἰς τόν οὐρανόν», καί ἀποκαλεῖ αὐτό μᾶλλον συνομιλίαν μέ τόν Πατέρα. Ἐάν δέ εἰς ἄλλην περίπτωσιν τήν ὀνομάζῃ προσευχήν, καί δείχνει αὐτόν ἄλλοτε μέν νά γονατίζῃ, ἄλλοτε δέ νά ὑψώνῃ τούς ὀφθαλμούς εἰς τόν οὐρανόν, μή θορυβηθῇς. Μέ αὐτά διδασκόμεθα τό ἀκατάπαυστον τῆς προσευχῆς, ὥστε καί ὅταν ἱστάμεθα νά βλέπωμεν ὄχι μόνον μέ τούς ὀφθαλμούς τῆς σαρκός, ἀλλά καί τῆς διανοίας, καί διά νά γονατίζωμεν συντρίβοντες ἔτσι τή καρδίαν μας.διότι ἦλθεν ὁ Χριστός, ὄχι μόνον διά νά μᾶς δείξῃ τόν ἑαυτόν Του, ἀλλά καί νά μᾶς διδάξῃ τήν ἀνεκδιήγητον ἀρετήν. Αὐτός δέ πού διδάσκει πρέπει νά διδάσκῃ ὄχι μόνον μέ λόγια, ἀλλά καί μέ τά ἔργα. Ἄς ἀκούσωμεν λοιπόν τί λέγει ἐδῶ. «Πάτερ, ἦλθε ἡ ὥρα, δόξασε τόν Υἱόν σου, διά νά σέ δοξάσῃ καί ὁ Υἱός σου».

Πάλιν μᾶς δείχνει ὅτι δέν ἔρχεται εἰς τόν Σταυρόν χωρίς τήν θέλησίν Του. Διότι πῶς δέν θά ἤρχετο μέ τήν θέλησίν του αὐτός πού καί εὔχεται αὐτό νά συμβῇ καί δόξαν ὀνομάζει τό πρᾶγμα, ὄχι μόνον αὐτοῦ πού θά ἐσταυρώνετο, ἀλλά καί τοῦ Πατρός; Καί πράγματι ἔτσι ἔγινε.καθ̉ ὅσον δέν ἐδοξάσθη μόνον ὁ Υἱός, ἀλλά καί ὁ Πατήρ.διότι πρίν ἀπό τόν σταυρόν οὔτε οἱ Ἰουδαῖοι τόν ἐγνώριζον (διότι λέγει «Ὁ Ἰσραήλ δέν μέ ἐγνώρισεν» (Ἠσ. 1,3), μετά ὅμως τόν Σταυρόν ὅλη ἡ οἰκουμένη ἔτρεξε κοντά Του. Ἔπειτα λέγει καί τόν τρόπον τῆς δόξης, καί πῶς θά τόν δοξάσῃ. «Σύμφωνα μέ τήν ἐξουσίαν πού τοῦ ἔδωσες ἐπί ὅλων τόν ἀνθρώπων, ὥστε νά μή χαθῇ κανείς ἀπό αὐτούς πού τοῦ ἔδωσες». Διότι τό νά εὐεργετῇ πάντοτε, ἀποτελεῖ δόξαν διά τόν Θεόν. Τί σημαίνει δέ «Καθώς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός»; Κατ̉ ἀρχήν δείχνει ὅτι τό κήρυγμά του δέν περιορίζεται μόνον μεταξύ τῶν Ἰουδαίων, ἀλλ̉ ἐπεκτείνεται καί εἰς ὅλην τήν οἰκουμένην καί προετοιμάζει τήν κλῆσιν τῶν ἐθνικῶν. Ἐπειδή δηλαδή εἶπεν, «Μή πηγαίνετε πρός τούς ἐθνικούς» (Ματθ. 10,5), πρόκειται εἰς τήν συνέχειαν νά εἰπῇ, «Πηγαίνετε καί κάμετε μαθητάς μου ὅλα τά ἔθνη» (Ματθ. 28,19), δείχνει, ὅτι καί ὁ Πατήρ τό θέλει αὐτό.καθ̉ ὅσον αὐτό ἐσκανδάλιζε πάρα πολύ τούς Ἰουδαίους, ἀλλά καί τούς μαθητάς.διότι οὔτε μετά ἀπό αὐτά ἠνείχοντο εὔκολα νά ἐπικοινωνοῦν μέ τούς ἐθνικούς, μέχρι ὅτου ἔλαβον τήν διδασκαλίαν τοῦ Πνεύματος. Καθ̉ ὅσον δέν ἐγίνετο αὐτό μικρόν σκάνδαλον εἰς τούς Ἰουδαίους.

Μετά λοιπόν τήν τόσον μεγάλην ἐπίδειξιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐλθών ὁ Πέτρος εἰς τά Ἰεροσόλυμα, μόλις κατώρθωσε νά διαφύγῃ τάς κατηγορίας, ὅταν ἀνέφερε τά σχετικά μέ τήν σινδόνα (Πράξ. κεφ.11). Τί σημαίνει δέ, «Ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός»; Πότε λοιπόν, θά ἐρωτήσωμεν τούς αἱρετικούς, ἔλαβεν αὐτήν τήν ἐξουσίαν; πρίν πλάσῃ αὐτούς ἤ ἀφοῦ τούς ἔπλασεν; Διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέγει μετά τήν Σταύρωσιν καί τήν Ἀνάστασιν. Τότε δηλαδή λέγει.«Μοῦ ἐδόθη κάθε ἐξουσία» (Ματθ. 28,18), «πηγαίνετε καί κάμετε μαθητάς μου ὅλα τά ἔθνη» (Ματθ. 28,19).

Τί λοιπόν; δέν εἶχεν ἐξουσίαν ἐπί τῶν ἰδικῶν του ἔργων, ἀλλ̉ ἔδωσε μέν ἐξουσίαν εἰς αὐτούς, ὁ ἴδιος δέ μετά τό γεγονός αὐτό δέν εἶχεν εξουσίαν ἐπ̉ αὐτῶν; (Καί ὅμως φαίνεται ὅλα αὐτός νά τά κάμνῃ καί κατά τήν παλαιάν ἐποχήν, ἄλλους μέν τιμωρῶν ἐπειδή ἡμάρτανον, ἄλλους ἐπιστρέφοντας νά τούς διορθώνῃ. Διότι λέγει.«Δέν θά κρύψω ἀπό τόν υἱόν μου Ἀβραάμ, αὐτό πού πρόκειται νά κάμω» (Γεν. 18,17), ἄλλους δέ ἐκτελοῦντας τάς ἐντολάς του νά τούς τιμᾷ).ἔπειτα, τότε μέν εἶχεν ἐξουσίαν, μετά δέ τήν ἔχασε καί πάλιν τήν ξαναέλαβεν; Καί ποῖος δαίμων θά ἦτο δυνατόν νά εἰπῇ αὐτά; Ἐάν δέ εἶναι ἡ ἴδια ἐξουσία καί τότε καί τώρα (διότι λέγει. «Ὅπως ἀκριβῶς ὁ Πατήρ ἀνιστᾷ τούς νεκρούς καί τούς ζωοποιεῖ , ἔτσι καί ὁ Υἱός του ζωοποιεῖ ὅποιους θέλει» (Ἰω. 5,21), τί σημαίνει αὐτό πού ἐλέχθη; Ἐπρόκειτο νά στείλῃ αὐτούς εἰς τά ἔθνη.

Διά νά μή νομίσουν λοιπόν αὐτό ὡς καινοτομίαν ἐπειδή ἔλεγε. «Δέν ἀπεστάλην δι̉ ἄλλο τίποτε, παρά διά τά χαμένα πρόβατα τοῦ οἴκου Ἰσραήλ» (Ματθ. 5,24), δείχνει ὅτι αὐτό εἶναι ἐπιθυμητόν καί εἰς τόν Πατέρα. Ἐάν δέ τό λέγῃ αὐτό μέ πολύ ταπεινά λόγια, δέν εἶναι καθόλου ἀξιοθαύμαστον. Διότι ἔτσι καί ἐκείνους ἐπαίδευε τότε καί τούς μετά ταῦτα, καί, ὅπως προανέφερα, πάντοτε μέ τήν ὑπερβολικήν χρῆσιν ταπεινῶν ἐκφράσεων ἔπειθε πάρα πολύ ὅτι τά λόγια Του αὐτά ἐλέγοντο ἀπό συγκατάβασιν.

2. Τί σημαίνει δέ «πάσης σαρκός»; Διότι, βέβαια, δέν ἐπίστευσαν ὅλοι. Καί ὅμως, ὅσον ἐξηρτᾶτο ἀπό Αὐτόν, ὅλοι ἐπίστευσαν. Ἄν δέ δέν ἐπρόσεχαν εἰς τά λεγόμενά Του, ἡ κατηγορία δέν ἀνήκει εἰς τόν διδάσκαλον, ἀλλ̉ εἰς ἐκείνους πού δέν ἐδέχθησαν τά λόγια του. «Ὥστε νά δώσῃ ζωήν αἰώνιον εἰς τόν καθένα ἀπό ἐκείνους πού τοῦ ἔδωσες». Ἐάν δέ καί ἐδῶ ὁμιλῇ ἀνθρωπινώτερα , μή θαυμάσῃς. Διότι τό κάμνει αὐτό καί διά τούς λόγους πού ἔχομεν εἰπεῖ, καί διότι ἀποφεύγει πάντοτε ὁ Ἴδιος νά λέγῃ κάτι τό σπουδαῖον διά τόν ἑαυτόν Του, ἐπειδή αὐτό θά προσέκρουεν εἰς τήν σκέψιν τῶν ἀκροατῶν του, ἀφοῦ εἰς τήν ἀρχήν δέν ἐφαντάζοντο τίποτε τό ὑψηλόν περί αὐτοῦ.

Ὁ Ἰωάννης λοιπόν, ὅταν ὁμιλῇ ἀπό μόνος του, δέν κάμνει τό ἴδιον, ἀλλά ἐκφράζεται κατά ὑψηλότερον τρόπον, λέγων τά ἑξῆς. «Ὅλα δι̉ αὐτοῦ ἔγιναν, καί τίποτε δέν ἔγινε χωρίς αὐτόν» (Ἰω. 1,3), καί ὅτι «ἦτο ζωή» (Ἰω. 1,4), καί ὅτι «ἦτο φῶς» (Ἰω. 1,9), καί ὅτι «ἦλθεν εἰς τούς ἰδικούς του» (Ἰω.1,11).ὄχι ὅτι δέν θά εἶχεν ἐξουσίαν, ἐάν δέν ἐλάμβανεν, ἀλλ̉ ὅτι καί εἰς ἄλλους ἔδωσεν «ἐξουσίαν νά γίνουν τέκνα τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. 1,12). Καί ὁ Παῦλος ὁμοίως τόν ὀνομάζει ἴσον μέ τόν Θεόν (Φιλιπ. 2,6). Αὐτός ὅμως παρακαλεῖ τόν Πατέρα ἀνθρωπινώτερον, λέγων τά ἑξῆς. «Διά νά δώσω ζωήν αἰώνιον εἰς τόν καθένα πού μοῦ ἔδωσες. Αὐτή δέ εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή, τό νά γνωρίσουν ἐσένα ὡς τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καθώς καί τόν Ἰησοῦν Χριστόν πού ἔστειλες εἰς τόν κόσμον». Τό «Μόνον ἀληθινόν Θεόν» τό λέγει πρός διάκρισιν ἀπό τούς μή πραγματικούς θεούς. καθ̉ ὅσον ἐπρόκειτο νά στείλῃ αὐτούς εἰς τά ἔθνη. Ἐάν ὅμως δέν τό δεχθοῦν μέ αὐτό καί μόνον ἀρνοῦνται τόν Υἱόν ὡς ἀληθινόν Θεόν, προχωροῦντες δέ ἔτσι θ̉ ἀρνηθοῦν καί ὅτι εἶναι Θεός.καθ̉ ὅσον λέγει.«Δέν ζητεῖτε τήν τιμήν πού προέρχεται ἀπό τόν μόνον Θεόν» (Ἰω. 5,44).

Τί λοιπόν; Δέν εἶναι ὁ Υἱός Θεός; Ἐάν δέ ὁ Υἱός εἶναι Θεός καί ὀνομάζεται μόνος τοῦ Πατρός, εἶναι φανερόν ὅτι εἶναι καί ἀληθινός καί ὀνομάζεται μόνος ἀληθινός. Τί δέ; ὅταν ὁ Παῦλος λέγῃ, «Ἤ μόνος ἐγώ καί ὁ Βαρνάβας;» (Α´ Κορ. 14,6), ἆρά γε ἀρνεῖται τόν Βαρνάβαν; Καθόλου. Διότι τό «μόνος» χρησιμοποιεῖται πρός διάκρισιν ἀπό ἄλλους. Ἐάν δέ δέν εἶναι ἀληθινός Θεός, πῶς εἶναι ἀλήθεια; (Ἰω. 14,6) διότι ἡ ἀλήθεια δέν διαφέρει τοῦ ἀληθινοῦ. Τί θά εἰποῦμεν ὅτι δέν εἶναι κἄν ἄνθρωπος; Κατά τόν ἴδιον τρόπον, ἐάν ὁ Υἱός δέν εἶναι ἀληθινός Θεός πῶς εἶναι Θεός; πῶς ἐμᾶς μᾶς κάμνει θεούς καί υἱούς, χωρίς νά εἶναι ἀληθής;

Ἀλλά δι̉ αὐτά ἐλέχθησαν εἰς ἐσᾶς λεπτομερέστερον εἰς ἄλλους λόγους, διά τοῦτο ἄς προχωρήσωμεν εἰς τήν συνέχειαν. «Ἐγώ σέ δόξασα ἐπάνω εἰς τήν γῆν». Καλῶς εἶπεν, «Ἐπί τῆς γῆς». διότι εἰς τόν οὐρανόν εἶχε δοξασθῆ, ἔχων καί εἰς τήν φύσιν Του τήν δόξαν καί προσκυνούμενος ὑπό τῶν Ἀγγέλων. Δέν ὁμιλεῖ λοιπόν δι̉ ἐκείνην τήν δόξαν, πού εἶναι συνηνωμένη μέ τήν οὐσίαν Του (διότι ἐκείνην τήν δόξαν, καί ἄν ἀκόμη κανείς δέν τόν δοξάσῃ, ἐξακολουθεῖ νά τήν ἔχει πλήρη), ἀλλ̉ ὁμιλεῖ δι̉ αὐτήν πού προέρχεται ἀπό τήν λατρείαν τῶν ἀνθρώπων. Ὥστε λοιπόν τό «δόξασόν με» ἔχει αὐτήν τήν σημασίαν.

Καί διά μάθῃς ὅτι αὐτόν τόν τρόπον τῆς δόξης ἐννοεῖ, ἄκουσε τά ἐν συνεχείᾳ. «Τό ἔργον τό ἐτελείωσα πού μοῦ ἔδωσες νά κάνω». Μολονότι βέβαια ἀκόμη τό ἔργον του εὑρίσκετο εἰς τήν ἀρχήν, μᾶλλον δέ οὔτε εἰς τήν ἀρχήν. Πῶς λοιπόν λέγει, «ἐτελείωσα»; Ἤ ἐννοεῖ ὅτι ἔκαμα ὅ,τι ἐξηρτᾶτο ἀπό ἐμένα, ἤ ὀνομάζει ὡς νά ἔγινεν ἐκεῖνο πού ἐπρόκειτο νά γίνῃ ἤ αὐτό πού κυρίως ἠμποροῦμεν νά εἰποῦμεν, ὅτι τό πᾶν ἦτο πλέον τετελεσμένον, ἐφ̉ ὅσον εἶχε τοποθετηθῆ ἡ ρίζα τῶν ἀγαθῶν, ἀπό τήν ὁποίαν ὁπωσδήποτε κατ̉ ἀνάγκην ἐπρόκειτο νά προέλθουν οἱ καρποί καί ὅτι θά ἦτο παρών καί συνηνωμένος μέ ἐκείνους πού θά ἤρχοντο εἰς τό μέλλον. Διά τοῦτο πάλιν λέγει μέ τρόπον συγκαταβατικόν. «Αὐτό πού μοῦ ἔδωσες». Διότι, ἐάν βέβαια ἐπερίμενε νά ἀκούσῃ καί νά μάθῃ, θά ἀπεῖχον αὐτά πολύ ἀπό τήν δόξαν του. Τό ὅτι λοιπόν αὐτό τό ἔκαμε μέ τήν θέλησίν Του εἶναι φανερόν ἀπό πολλά.

Ὅπως, ὅταν λέγῃ ὁ Παῦλος ὅτι «τόσον πολύ μᾶς ἠγάπησεν, ὥστε νά παραδώσῃ τόν ἑαυτόν του πρός χάριν μας» (Ἐφ. 5,2), καί «ἐταπείνωσε τόν ἑαυτόν του, λαβών μορφήν δούλου» (Φιλιπ. 2,7), καί πάλιν.«Ὅπως ἀκριβῶς μέ ἠγάπησεν ὁ Πατήρ μου καί ἐγώ ἠγάπησα ἐσᾶς» (Ἰω. 5,9). «Δόξασέ με, Πάτερ, μέ τήν δόξαν ἐκείνην πού εἶχα πρίν ἀκόμη ὁ κόσμος ἔλθῃ εἰς τήν ὕπαρξιν». Καί πού εἶναι ἐκείνη ἡ δόξα; Ἔστω λοιπόν ὅτι πλησίον τῶν ἀνθρώπων πολύ εὔλογα ἦτο χωρίς δόξαν ἐξ αἰτίας τῆς ἐνδυμασίας Του, πῶς ζητεῖ νά δοξασθῇ πλησίον τοῦ Θεοῦ; Τί λοιπόν ἐννοεῖ ἐδῶ; Ἐδῶ ὁ λόγος γίνεται περί τοῦ ἔργου τῆς θείας οἰκονομίας.διότι ἀκόμη δέν εἶχε δοξασθῆ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις του οὔτε εἶχεν ἀπολαύσει ἀφθαρσίας, οὔτε εἶχε λάβει μέρος εἰς τόν βασιλικόν θρόνον. Διά τοῦτο δέν εἶπεν, «Ἐπί τῆς γῆς», ἀλλά «πλησίον σου».

3. Αὐτήν τήν δόξαν θά ἀπολαύσωμεν καί ἡμεῖς κατά τό ἰδικόν μας μέτρον, ἐάν εἴμεθα προσεκτικοί. Διά τοῦτο καί ὁ Παῦλος λέγει. «Ἐάν βέβαια πάσχωμεν μαζί του, διά νά δοξασθῶμεν μαζί του» (Ρωμ. 8,17). Ἑπομένως εἶναι ἄξιοι μυρίων δακρύων ἐκεῖνοι πού, ἄν καί ὑπάρχει ἔμπροσθέν των τόση δόξα, ἐξ αἰτίας τῆς ὀκνηρίας των καί τῆς ἀδιαφορίας των προκαλοῦν κακά εἰς τόν ἑαυτόν των, καί, ἐάν δέν ὑπῆρχε γέεννα, θά ἦσαν ἀθλιώτεροι ἀπό ὅλους, καθ̉ ὅσον, ἐνῷ ἠμποροῦν νά βασιλεύσουν καί νά δοξασθοῦν μαζί μέ τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, ἀποστεροῦν τόν ἑαυτόν των ἀπό τόσα ἀγαθά.διότι, ἐάν ἐχρειάζετο νά κατασφαγοῦν, ἐάν ἐχρειάζετο νά ὑποστοῦν μυρίους θανάτους, ἐάν ἐχρειάζετο νά παραδώσουν ἀπείρους ψυχάς καί τόσα ἄλλα σώματα καθημερινῶς, δέν ἔπρεπε νά ὑποστοῦν ὅλα αὐτά χάριν τῆς τόσον μεγάλης δόξης; Τώρα ὅμως οὔτε τά χρήματα περιφρονοῦμεν, τά ὁποῖα ἀργότερον θά τά ἀποχωρισθοῦμεν καί χωρίς νά τό θέλωμεν.

Δέν περιφρονοῦμεν τά χρήματα, πού μᾶς περιβάλλουν μέ ἀμέρτητα κακά, καί πού μένουν ἐδῶ καί δέν εἶναι ἰδικά μας (διότι διαχειριζόμεθα ἐκεῖνα πού δέν εἶναι ἰδικά μας καί ἄν ἀκόμη τά ἔχωμεν ἀπό πατρικήν κληρονομίαν)· ὅταν ὅμως καί γέεννα ὑπάρχῃ καί σκώληξ αἰώνιος καί ἄσβεστον πῦρ καί τρυγμός τῶν ὀδόντων, εἰπέ μου, πῶς θά τά ὑποφέρωμεν αὐτά;

Μέχρι πότε θά εἴμεθα ἀπρόσεκτοι καί θά δαπανῶμεν τό πᾶν εἰς καθημερινάς διαμάχας καί φιλονεικίας καί λόγους ἀνωφελεῖς, τρέφοντες τήν γῆν, παχαίνοντας τό σῶμα, καί ἀδιαφοροῦντες διά τήν ψυχήν, διά μέν τά ἀναγκαῖα μή κάμνοντες κανένα λόγον, διά δέ τά περιττά καί ἀνώφελα δεικνύοντες πολλήν φροντίδα; Καί οἰκοδομοῦμεν μέν λαμπρούς τάφους καί ἀγοράζομεν πολυτελεῖς οἰκίας καί ἀκολουθούμεθα ἀπό ἀγέλας παντός εἴδους ὑπηρετῶν καί ἐπινοοῦμεν διαφόρους οἰκονόμους, ἀγρῶν, οἰκιῶν, διαχειριστάς χρημάτων καί καθιστῶντες ἄρχοντες ἀρχόντων, διά δέ τήν ψυχήν μας πού ἔχει μείνει τελείως ἔρημη δέν δείχνομεν καμμίαν φροντίδα. Καί ποῖο θά εἶναι τό τέλος αὐτῶν; δέν γεμίζομεν μίαν γαστέρα; Δέν ἐνδύομεν ἕνα σῶμα; διατί τόσος πολύς θόρυβος δι̉ αὐτά τά πράγματα;

Διατί τέλος πάντων ὅλα αὐτά καί διατί τήν ψυχήν πού ἐλάβομεν τήν κατασφαγιάζομεν, τήν κατασπαράσσομεν μέ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τάς φροντίδας, ἐπινοοῦντες φοβεράν δουλείαν διά τούς ἑαυτούς μας; Διότι ἐκεῖνος πού ἔχει ἀνάγκην ἀπό πολλά, εἶναι δοῦλος πολλῶν, καί ἄν ἀκόμη φαίνεται ὅτι εἶναι κυρίαρχος αὐτῶν. Διότι καί τῶν ὑπηρετῶν δοῦλος εἶναι ὁ κύριος καί δημιουργεῖ ἄλλον μεγαλύτερον τρόπον ὑπηρεσίας. Καί κατ̉ ἄλλον τρόπον δέ εἶναι δοῦλος, διότι δέν τολμᾷ χωρίς ἐκείνους νά μεταβῇ εἰς τήν ἀγοράν οὔτε εἰς τό λουτρόν, οὔτε εἰς τόν ἀγρόν, ἐνῷ αὐτοί πολλές φορές παντοῦ πηγαίνουν χωρίς τόν κύριόν των. Ἀλλ̉ ὁ θεωρούμενος ὅτι εἶναι κύριος, ἄν δέν εἶναι παρόντες οἱ δοῦλοι, δέν τολμᾷ νά βγῇ ἀπό τήν οἰκίαν, ἀλλά καί ἄν ἀκόμη συμβῇ νά βγῇ μόνος ἀπό τήν οἰκίαν, θεωρεῖ τόν ἑαυτόν του ὅτι εἶναι διά γέλια.

Ἴσως μερικοί μᾶς γελοῦν πού λέγομεν αὐτά, ἀλλ̉ ὅμως ἀκριβῶς δι̉ αὐτό θά ἦσαν ἄξιοι μυρίων δακρύων. Διότι διά νά διαπιστώσῃς ὅτι αὐτό εἶναι δουλεία, θά σέ ἐρωτοῦσα εὐχαρίστως. Ἤθελες νά εἶχεις τήν ἀνάγκην ἐκείνην πού θά ἔθετε τήν τροφήν εἰς τό στόμα σου ἤ θά προσέφερε τό ποτήρι εἰς τά χείλη σου; Δέν θά ἐθεωροῦσες αὐτήν τήν ὑπηρεσίαν ἀξίαν δακρύων; Τί δέ, ἐάν ἐχρειάζεσο μερικούς διά νά σέ βαστάζουν διαρκῶς διά νά βαδίζῃς, δέν θά ἐθεωροῦσες ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τόν ἑαυτόν σου ἐλεεινόν καί ἀθλιώτερον ἀπό ὅλους; Λοιπόν καί τώρα τέτοιαι ἔπρεπε νά εἶναι οἱ διαθέσεις σου. Διότι καθόλου δέν διαφέρει, εἴτε νά παθαίνει αὐτά κανείς ἀπό ἄλογα ζῶα εἴτε ἀπό ἀνθρώπους. Τί δέ, εἰπέ μου, δέν διαφέρουν ὡς πρός αὐτό οἱ ἄγγελοι ἀπό ἡμᾶς, τό ὅτι δηλαδή δέν ἔχουν τήν ἀνάγκην τῶν ὅσων ἔχομεν ἡμεῖς;

Λοιπόν, ὅσον ὀλιγωτέραν ἔχομεν τήν ἀνάγκην, τόσον περισσότερον πλησιάζομεν πρός ἐκείνους, ὅσον δέ περισσοτέραν, τόσον περισσότερον καταπίπτομεν εἰς αὐτόν τόν φθαρτόν βίον. Καί διά νά μάθῃς ὅτι αὐτά ἔχουν ἔτσι, ἐρώτησε τούς γέρους ποῖον βίον μακαρίζουν, ἐκεῖνον πού ἦσαν τότε ὑποδουλωμένοι εἰς αὐτόν ἤ ἐκεῖνον πού εἶναι σήμερα κυρίαρχοι αὐτοῦ; Διότι ἀκριβῶς δι̉ αὐτό ἀνεφέραμεν ἐκείνους, ἐπειδή ἐκεῖνοι πού εἶναι μεθυσμένοι ἀπό τά τῆς νεότητος οὔτε κἄν γνωρίζουν τό ὑπερβολικόν μέγεθος τῆς δουλείας. Τί δέ, αὐτοί πού πάσχουν ἀπό πυρετόν μακαρίζουν τόν ἑαυτόν των, ὅταν αἰσθάνονται μεγάλην δίψαν καί πολλήν πεῖναν καί ἔχουν ἀνάγκην ἀπό πολλά ἄλλα ἤ ὅταν ἀποκτήσουν τήν ὑγείαν των καί ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν ἐπιθυμίαν; Βλέπεις ὅτι παντοῦ εἶναι ἐλεεινόν καί ξένον πρός τήν φιλοσοφίαν καί ἐπέκτασις τῆς δουλείας καί τῆς ἐπιθυμίας τό νά ἔχῃ κανείς ἀνάγκην ἀπό πολλά πράγματα;

Διατί λοιπόν μέ τήν θέλησίν μας μεγαλώνομεν τήν ἀθλιότητα εἰς τόν ἑαυτόν μας; Διότι εἰπέ μου, ἐάν ἦτο δυνατόν νά κατοικῇς χωρίς στέγην καί τοίχους καί χωρίς νά βλάπτεσαι καθόλου, δέν θά ἐπροτιμοῦσες περισσότερον αὐτό; Διά ποῖον λόγον λοιπόν ἐπεκτείνεις τά γνωρίσματα τῆς ἀσθενείας; Δέν μακαρίζομεν δι̉ αὐτό τόν Ἀδάμ, ἐπειδή δέν εἶχεν ἀνάγκην ἀπό τίποτε, οὔτε ἀπό οἰκήματα, οὔτε ἀπό ἐνδύματα; Ναί, λέγει.ἀλλά τώρα εἴμεθα ὑπό τό κράτος τῆς ἀνάγκης. Διατί λοιπόν αὐξάνομεν τήν ἀνάγκην; Διότι, ἐάν πολλοί περικόπτουν πολλά καί ἀπό τά ἀναγαῖα (ἐννοῶ τούς δούλους, τά οἰκήματα καί τά χρήματα), ποίαν δικαιολογίαν θά ἠμπορούσαμεν νά ἔχωμεν, ὑπερβαίνοντες τήν ἀνάγκην; Μέ ὅσον περισσότερα περιβάλλεσαι, τόσον περισσότερον δουλικώτερος γίνεσαι. Διότι ὅσον περισσότερα χρειάζεσαι, τόσον περισσότερον μειώνεις τήν ἐλευθερίαν σου.καθ̉ ὅσον ἡ μέν πλήρης ἐλευθερία συνίσταται εἰς τό νά μή ἔχωμεν καμμίαν ἀνάγκην, ἐνῷ ἐκείνη πού ἀκολουθεῖ αὐτήν συνίσταται εἰς τό νά ἔχωμεν τήν ἀνάγκην ὀλίγων πραγμάτων, τήν ὁποίαν ἔχουν οἱ ἄγγελοι πρό πάντων καί οἱ μιμηταί αὐτῶν, ὅμως τό νά τό κατορθώσουν αὐτό ἄνθρωποι πού μένουν μέσα εἰς θνητόν σῶμα σκέψου πόσον μεγάλον ἔπαινον ἔχει αὐτό τό πρᾶγμα.

Αὐτό ἔλεγε καί ὁ Παῦλος γράφων πρός τούς Κορινθίους. «Ἐγώ δέ σᾶς λυποῦμαι» (Α´ Κορ. 7,28), καί «Διά νά μή ὑποφέρουν αὐτοί εἰς τήν ζωήν» (Αὐτόθι). Διά τοῦτο ὀνομάζονται χρήματα, διά νά τά χρησιμοποιοῦμεν ὅπου χρειάζονται, ὄχι διά νά τά φυλάσσωμεν καί νά τά κρύπτωμεν μέσα εἰς τήν γῆν. Διότι αὐτό δέν δείχνει ὅτι τά ἀπεκτήσαμεν, ἀλλ̉ ὅτι αὐτά ἀπέκτησαν ἡμᾶς. Καθ̉ ὅσον ἐάν πρόκειται αὐτό νά σκεπτώμεθα, πῶς αὐτά νά τά κάνωμεν πολλά καί ὄχι διά νά τά ἀπολαύσωμεν εἰς τά ἀναγκαῖα πράγματα, ἀνετράπη ἡ τάξις, καί ἐκεῖνα κατέκησαν ἡμᾶς καί ὄχι ἡμεῖς ἐκεῖνα. Ἄς ἀπαλλαγῶμεν λοιπόν ἀπό αὐτήν τήν φοβεράν δουλείαν.

Καί ἄς γίνωμεν κάποτε ἐλεύθεροι. Διατί ἐπινοοῦμεν διά τούς ἑαυτούς μας ἀπείρους καί διαφόρων εἰδῶν δεσμούς; Δέν σοῦ ἀρκεῖ ὁ δεσμός τῆς φύσεως καί ἡ ἀνάγκη τῆς ζωῆς καί τό πλῆθος τῶν ἀπείρων πραγμάτων, ἀλλά πλέκεις καί ἄλλα δίκτυα διά τόν ἑαυτόν σου καί δένεις μέ αὐτά τά πόδια σου; Καί πότε θά σκεφθῇς καί θά φροντίσῃς, διά τόν οὐρανόν καί θά ἠμπορέσῃς νά ἀνεβῇς πρός τό ὕψος ἐκεῖνο; Πρέπει λοιπόν νά θελήσῃ κανείς, νά θελήσῃ νά κόψῃ αὐτά τά σχοινιά διά νά ἠμπορέσῃ νά φροντίσῃ διά τήν οὐράνιον πόλιν.τόσα πολλά ἄλλα ἐμπόδια ὑπάρχουν, πού διά νά τά νικήσωμεν ὅλα πρέπει νά ἀρκούμεθα εἰς τά ὀλίγα. Διότι ἔτσι θά φροντίσωμεν καί διά τήν αἰώνιον ζωήν μέ τήν χάριν καί φιλανθρωπίαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς τόν Ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Περὶ τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ

Περὶ τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς

Βλέπετε αὐτὴ τὴ κοινὴ γιὰ μᾶς ἑορτὴ καὶ εὐφροσύνη, τὴν ὁποία ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἐχάρισε μὲ τὴν ἀνάσταση καὶ ἀνάληψή του στοὺς πιστούς; Ἐπήγασε ἀπὸ θλίψη.

Βλέπετε αὐτὴ τὴ ζωή, μᾶλλον δὲ τὴν ἀθανασία; Ἐπιφάνηκε σὲ μᾶς ἀπὸ θάνατο.

Βλέπετε τὸ οὐράνιο ὕψος, στὸ ὁποῖο ἀνέβηκε κατὰ τὴν ἀνύψωσή του ὁ Κύριος καὶ τὴν ὑπερδεδοξασμένη δόξα ποὺ δοξάσθηκε κατὰ σάρκα; Τὸ πέτυχε μὲ τὴ ταπείνωση καὶ τὴν ἀδοξία. Ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος γι’ αὐτόν, «ἐταπείνωσε τὸν ἑαυτὸ του γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, καὶ μάλιστα σταυρικοῦ θανάτου, γι’ αὐτὸ κι’ ὁ Θεὸς τὸν ὑπερύψωσε καὶ τοῦ χάρισε ὄνομα ἀνώτερο ἀπὸ κάθε ὄνομα, ὥστε στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ νὰ καμφθεῖ κάθε γόνατο ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων καὶ νὰ διακηρύξει κάθε γλώσσα ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος σὲ δόξα Θεοῦ Πατρός».(Φιλιπ. 2: 8-11).

Ἐὰν λοιπὸν ὁ Θεὸς ὑπερύψωσε τὸ Χριστό του γιὰ τὸ λόγο ὅτι ταπεινώθηκε, ὅτι ἀτιμάσθηκε, ὅτι πειράσθηκε, ὅτι ὑπέμεινε ἐπονείδιστο σταυρὸ καὶ θάνατο γιὰ χάρη μας, πῶς θὰ σώσει καὶ θὰ δοξάσει καὶ θὰ ἀνυψώσει ἐμᾶς, ἂν δὲν ἐπιλέξωμε τὴ ταπείνωση, ἂν δὲν δείξουμε τὴ πρὸς τοὺς ὁμοφύλους ἀγάπη, ἂν δὲν ἀνακτήσωμε τὶς ψυχές μας διὰ τῆς ὑπομονῆς τῶν πειρασμῶν, ἂν δὲν ἀκολουθοῦμε διὰ τῆς στενῆς πύλης καὶ ὁδοῦ, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωή, τὸν σωτηρίως καθοδηγήσαντα σ’ αὐτήν; «διότι, καὶ ὁ Χριστὸς ἔπαθε γιά μᾶς, ἀφήνοντάς μας ὑπογραμμὸ (παράδειγμα), γιὰ νὰ παρακολουθήσουμε τὰ ἴχνη του». (Α’ Πέτρ. 2:21).

Ἡ ἐνυπόστατος Σοφία τοῦ ὑψίστου Πατρός, ὁ προαιώνιος Λόγος, ποὺ ἀπὸ φιλανθρωπία ἑνώθηκε μ’ ἐμᾶς καὶ μᾶς συναναστράφηκε, ἀνέδειξε τώρα ἐμπράκτως μία ἑορτὴ πολὺ ἀνώτερη καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὑπεροχή. Γιατί τώρα γιορτάζουμε τὴ διάβαση, τῆς σ’ αὐτὸν εὑρισκομένης φύσεώς μας, ὄχι ἀπὸ τὰ ὑπόγεια πρὸς τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ γῆ πρὸς τὸν οὐρανὸ τοῦ οὐρανοῦ καὶ πρὸς τὸν πέρα ἀπὸ αὐτὸν θρόνο τοῦ δεσπότη τῶν πάντων.

Σήμερα ὁ Κύριος ὄχι μόνο στάθηκε, ὅπως μετὰ τὴν ἀνάσταση, στὸ μέσο τῶν μαθητῶν του, ἀλλὰ καὶ ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ αὐτοὺς καί, ἐνῶ τὸν ἔβλεπαν, ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανὸ καὶ εἰσῆλθε στ’ ἀληθινὰ ἅγια τῶν ἁγίων «καὶ ἐκάθησε στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρὸς πάνω ἀπὸ κάθε ἀρχὴ καὶ ἐξουσία καὶ ἀπὸ κάθε ὄνομα καὶ ἀξίωμα, ποὺ γνωρίζεται καὶ ὀνομάζεται εἴτε στὸν παρόντα εἴτε στὸν μέλλοντα αἰώνα».(Ἔφ. 1:20)

Γιατί λοιπὸν στάθηκε στὸ μέσο τους κι’ ἔπειτα τοὺς συνόδευσε; «Τοὺς ἐξήγαγε, λέγει, ἔξω ἕως τὴ Βηθανία», ἀλλὰ «καὶ ἀφοῦ σήκωσε τὰ χέρια του, τοὺς εὐλόγησε». (Λουκᾶ 24:50). Τὸ ἔκαμε γιὰ νὰ ἐπιδείξει τὸν ἑαυτὸ του ὁλόκληρο σῶο καὶ ἀβλαβῆ, γιὰ νὰ παρουσιάσει τὰ πόδια ὑγιῆ καὶ βαδίζοντα σταθερά, αὐτὰ ποὺ ὑπέστησαν τὰ τρυπήματα τῶν καρφιῶν, τὰ ὁμοίως ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καρφωμένα χέρια, τὴν ἴδια τὴ λογχισμένη πλευρά, ἂν ἔφεραν πάνω τους, τοὺς τύπους τῶν πληγῶν, πρὸς διαπίστωση τοῦ σωτηριώδους πάθους.

Ἐγὼ δὲ νομίζω ὅτι διὰ τοῦ «στάθηκε στὸ μέσο τῶν μαθητῶν» δεικνύεται καὶ τὸ ὅτι αὐτοὶ στηρίχθηκαν στὴ πίστη πρὸς αὐτόν, μὲ αὐτὴ τὴ φανέρωση καὶ εὐλογία του. Γιατί δὲν στάθηκε μόνο στὸ μέσο ὅλων αὐτῶν, ἀλλὰ καὶ στὸ μέσο τῆς καρδιᾶς τοῦ καθενός, γιατί ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα οἱ ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου ἔγιναν σταθεροὶ καὶ ἀμετακίνητοι.

Στάθηκε λοιπὸν στὸ μέσο τους καὶ τοὺς λέγει, «εἰρήνη σὲ σᾶς», τούτη τὴ γλυκιὰ καὶ σημαντικὴ καὶ συνηθισμένη του προσφώνηση. Τὴν διπλὴ εἰρήνη, πρὸς τὸ Θεὸ ποὺ εἶναι γέννημα τῆς εὐσέβειας καὶ αὐτὴ ποὺ ἔχουμε οἱ ἄνθρωποι μεταξύ μας. Καὶ καθὼς τοὺς εἶδε φοβισμένους καὶ ταραγμένους ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστη καὶ παράδοξη θέα, γιατί νόμισαν ὅτι βλέπουν πνεῦμα – φάντασμα, αὐτὸς τοὺς ἀνέφερε πάλι τοὺς διαλογισμοὺς τῆς καρδιᾶς των, καὶ ἀφοῦ ἔδειξε ὅτι εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος, πρότεινε τὴ διαβεβαίωση διὰ τῆς ἐξετάσεως καὶ ψηλαφήσεως. Ζήτησε φαγώσιμο, ὄχι γιατί εἶχε ἀνάγκη τροφῆς, ἀλλὰ γιὰ ἐπιβεβαίωση τῆς ἀναστάσεώς του.

Ἔφαγε δὲ μέρος ψητοῦ ψαριοῦ καὶ μέλι ἀπὸ κηρύθρα, ποὺ εἶναι καὶ αὐτὰ σύμβολα τοῦ μυστηρίου του. Δηλαδὴ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἕνωσε στὸν ἑαυτὸ του καθ’ ὑπόσταση τὴ φύση μας, ποὺ σὰν ἰχθὺς κολυμποῦσε στὴν ὑγρότητα τοῦ ἡδονικοῦ καὶ ἐμπαθοῦς βίου, καὶ τὴν καθάρισε μὲ τὸ ἀπρόσιτο πῦρ τῆς Θεότητός του. Μὲ κηρύθρα δὲ μελισσιοῦ μοιάζει ἡ φύση μας γιατί κατέχει τὸ λογικὸ θησαυρὸ τοποθετημένο στὸ σῶμα σὰν μέλι στὴ κηρύθρα. Τρώγει ἀπὸ αὐτὰ εὐχαρίστως γιατί καθιστᾶ φαγητὸ του τὴ σωτηρία τοῦ καθενὸς ἀπὸ τοὺς μετέχοντας τῆς φύσεως. Δὲν τρώει ὁλόκληρο, ἀλλὰ μέρος «ἀπὸ κηρύθρα μέλι» ἐπειδὴ δὲν πίστευσαν ὅλοι καὶ δὲν τὸ παίρνει μόνος του, ἀλλὰ προσφέρεται ἀπὸ τοὺς μαθητές, γιατί τοῦ φέρνουν μόνο τοὺς πιστεύοντες σ’ αὐτόν, χωρίζοντάς τους ἀπὸ τοὺς ἀπίστους.

Κατόπιν τοὺς ὑπενθύμισε τοὺς λόγους του πρὶν τὸ πάθος, ποὺ ὅλοι πραγματοποιήθηκαν. Τοὺς ὑποσχέθηκε νὰ τοὺς στείλει τὸ ἅγιο Πνεῦμα, τοὺς εἶπε νὰ καθίσουν στὴν Ἱερουσαλὴμ μέχρι νὰ λάβουν δύναμη ἀπὸ ψηλά. Μετὰ τὴ συζήτηση ὁ Κύριος τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ τοὺς ὁδήγησε ἕως τὴ Βηθανία καὶ ἀφοῦ τοὺς εὐλόγησε, ὅπως ἀναφέραμε, ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἀνυψώθηκε πρὸς τὸν οὐρανό, χρησιμοποιώντας νεφέλη σὰν ὄχημα καὶ ἀνῆλθε ἐνδόξως στοὺς οὐρανούς, στὰ δεξιὰ τῆς μεγαλοσύνης τοῦ Πατρός, καθιστώντας ὁμόθρονο τὸ φύραμά μας.

Καθὼς οἱ Ἀπόστολοι δὲν σταματοῦσαν νὰ κοιτάζουν τὸν οὐρανό, μὲ τὴ φροντίδα τῶν ἀγγέλων πληροφοροῦνται ὅτι ἔτσι θὰ ἔλθει πάλι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ «θὰ τὸν ἰδοῦν ὅλες οἱ φυλὲς τῆς γῆς, νὰ ἔρχεται πάνω στὶς νεφέλες τοῦ οὐρανοῦ». (Ματθ. 24: 30). Τότε οἱ μαθητὲς ἀφοῦ προσκύνησαν ἀπὸ τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ἀπὸ ὅπου ἀναλήφθηκε ὁ Κύριος, ἐπέστρεψαν στὴν Ἱερουσαλὴμ χαρούμενοι, αἰνώντας καὶ εὐλογώντας τὸ Θεὸ καὶ ἀναμένοντες τὴν ἐπιδημία τοῦ θείου Πνεύματος.

Ὅπως λοιπὸν ἐκεῖνος ἔζησε καὶ ἀπεβίωσε, ἀναστήθηκε καὶ ἀναλήφθηκε, ἔτσι κι’ ἐμεῖς ζοῦμε καὶ πεθαίνουμε καὶ θὰ ἀναστηθοῦμε ὅλοι. Τὴν ἀνάληψη ὅμως δὲν θὰ πετύχουμε ὅλοι, ἀλλὰ μόνο ἐκεῖνοι γιὰ τοὺς ὁποίους ζωὴ εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ὁ θάνατος εἶναι κέρδος, ὅσοι πρὸ τοῦ θανάτου σταύρωσαν τὴν ἁμαρτία διὰ τῆς μετανοίας, μόνο αὐτοὶ θὰ ἀναληφθοῦν μετὰ τὴν κοινὴ ἀνάσταση σὲ νεφέλες πρὸς συνάντηση τοῦ Κυρίου στὸν ἀέρα. (Α’ Θεσ. 4:17).

Ἂς ἔρθουμε στὸ ὑπερῶο μας, στὸ νοῦ μας προσευχόμενοι, ἂς καθαρίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας γιὰ νὰ πετύχουμε τὴν ἐπιδημία τοῦ Παρακλήτου καὶ νὰ προσκυνήσουμε Πατέρα καὶ Υἱὸ καὶ Ἅγιο Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο».

ΣΤΗ ΛΕΓΟΜΕΝΗ ΕΠΙΣΩΖΟΜΕΝΗ

ΣΤΗ ΛΕΓΟΜΕΝΗ «ΕΠΙΣΩΖΟΜΕΝΗ»

Άγιος Γρηγόριος Επίσκοπος Νύσσης

1.-. Σάν γλυκύς συνοδοιπόρος τοῦ ἀνθρώπινου βίου ὁ προφήτης Δαβίδ βρίσκεται σέ ὅλους τούς δρόμους τῆς ζωῆς καί ἀναστρέφεται πρόσφορα μέ ὅλες τίς πνευματικές ἡλικίες καί εἶναι κοντά σέ κάθε παράταξη πού προκόβει. Παίζει μέ ὅσους νηπιάζουν, ὅπως θέλει ὁ Θεός, μέ τούς ἄνδρες συναγωνίζεται, παιδαγωγεῖ τή νεότητα, ὑποστηρίζει τά γηρατειά, γίνεται στούς πάντες τά πάντα. Γίνεται τό ὅπλο τῶν στρατιωτῶν, ὁ προπονητής τῶν ἀθλητῶν, ἡ παλαίστρα ὅσων γυμνάζονται, τό στεφάνι τῶν νικητῶν, ἡ χαρά τοῦ τραπεζιοῦ, ἡ παρηγοριά στίς κηδεῖες.

Δέν ὑπάρχει τίποτε ἀπό τή ζωή μας πού νά εἶναι ἀμέτοχο ἀπό αὐτή τή χάρη. Ποιά δυνατή προσευχή γίνεται, πού δέν ἔχει σχέση μ᾿ αὐτή ὁ Δαβίδ; Ποιά εὐφροσύνη γιορτῆς δοκιμάζομε χωρίς νά τή χαροποιεῖ ὁ Δαβίδ; Αὐτό μποροῦμε νά τό διαπιστώσομε καί τώρα· ὅτι δηλαδή, ἐνῶ καί γι᾿ ἄλλους λόγους εἶναι μεγάλη ἡ ἑορτή, ὁ προφήτης μέ τή συνεισφορά του τήν ἔκανε μεγαλύτερη, συνεισφέροντας πρόσφορα σ᾿ αὐτήν τήν εὐφροσύνη ἀπό τούς ψαλμούς.

Στόν ἕνα ψαλμό σέ προτρέπει νά γίνεις πρόβατο πού τό ποιμαίνει ὁ Θεός καί δέ στερεῖται ἀπό κανένα ἀγαθό· καί χόρτο νά βοσκήσει καί νερό νά πιεῖ καί τροφή καί μάντρα καί δρόμος καί ὁδηγία καί τά πάντα γίνεται ὁ καλός ποιμένας (Ἰω. 10, 2-4· 11), ἐπιμερίζοντας κατάλληλα τή χάρη του σέ κάθε ἀνάγκη.

2.-. Μέ ὅλα αὐτά διδάσκει τήν Ἐκκλησία, ὅτι πρέπει νά γίνεις πρῶτα πρόβατο τοῦ καλοῦ ποιμένα ὁδηγούμενο μέ τήν ὀρθή κατήχηση στίς θεῖες βοσκές καί πηγές τῶν διδαγμάτων γιά νά συνταφεῖς μαζί του μέ τό βάπτισμα στό θάνατο (Ρωμ. 6, 3-4) καί νά μή φοβηθεῖς αὐτόν τό θάνατο· γιατί αὐτός δέν εἶναι θάνατος, ἀλλά σκιά καί ἀποτύπωμα θανάτου. Γιατί λέει· «ἄν βαδίσω μέσα ἀπό τή σκία τοῦ θανάτου δέ θά τό φοβηθῶ αὐτό ὡς κάτι κακό, γιατί ἐσύ εἶσαι μαζί μου» (Ψαλμ. 22, 4). Ἔπειτα ἀπό αὐτά, ἀφοῦ παρηγόρησε μέ τή βακτηρία τοῦ Πνεύματος (γιατί ὁ Παράκλητος εἶναι τό Πνεῦμα), παραθέτει τό μυστικό τραπέζι πού ἑτοιμάστηκε κατ᾿ ἀντίθεση μέ τό τραπέζι τῶν δαιμόνων. Γιατί ἐκεῖνοι ἦταν πού καταβασάνισαν μέ τήν εἰδωλολατρία τή ζωή τῶν ἀνθρώπων, ἐνῶ ἀντίθετή τους εἶναι ἡ τράπεζα τοῦ Πνεύματος.

Ἔπειτα ἀρωματίζει τήν κεφαλή μέ τό ἔλαιο τοῦ Πνεύματος καί προσφέροντάς του κρασί πού εὐφραίνει τήν καρδιά (Ψαλμ. 103, 15), προξενεῖ στήν ψυχή τή νηφάλια ἐκείνη μέθη, προσηλώνοντας τούς λογισμούς ἀπό τά πρόσκαιρα στό ἀΐδιο. Γιατί, ὅποιος δοκίμασε τή μέθη αὐτή, ἀνταλλάσσει τή βραχύτητα τοῦ θανάτου μέ τήν αἰωνιότητα, παρατείνοντας τή διαμονή του σέ μάκρος ἡμερῶν μέσα στόν οἶκο τοῦ Θεοῦ.

3.-. Ἀφοῦ μᾶς χάρισε αὐτά μέ τόν ἕνα ψαλμό, διεγείρει τήν ψυχή μέ τόν ἑπόμενο σέ μεγαλύτερη καί τελειότερη χαρά καί, ἄν νομίζεις, ἄς σοῦ παραθέσομε, περιορίζοντας σέ λίγα, καί τούτου τό νόημα. «Κτῆμα τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ γῆ καί ὅλο τό πλήρωμά της» (Ψαλμ. 23, 1). Γιατί παραξενεύεσαι, ἄνθρωπε, ἄν ὁ Θεός μας παρουσιάστηκε στή γῆ καί συναναστράφηκε μέ τούς ἀνθρώπους; Ἡ γῆ εἶναι κτῆμα δικό του ἀφοῦ εἶναι καί δημιούργημά του. Δέν εἶναι ἑπομένως παράδοξο οὔτε ἔξω ἀπό τό πρέπον νά ἔρθει ὁ Κύριος στά δικά του (Ἰω. 1, 11). Δέν πηγαίνει σ᾿ ἕνα ξένο κόσμο, ἀλλά στόν κόσμο πού συγκρότησε ὁ ἴδιος, θεμελιώνοντας τή γῆ ἐπάνω στά νερά καί κάνοντάς την κατάλληλη γιά τό πέρασμα τῶν ποταμῶν.

Γιά ποιόν λόγον λοιπόν φανερώθηκε; Γιά νά σέ βγάλει ἀπό τά βάραθρα τῆς ἁμαρτίας καί νά σέ ὁδηγήσει στό ὄρος τῆς βασιλείας, χρησιμοποιώντας ὡς ὄχημα τήν ἐνάρετη πολιτεία. Γιατί δέν εἶναι δυνατό ν᾿ ἀνεβεῖ κανένας σ᾿ ἐκεῖνο τό βουνό, ἄν δέν τόν συνοδεύουν οἱ ἀρετές· πρέπει νά γίνει καθαρός στά ἔργα καί νά μήν τόν ρυπαίνει καμιά πονηρή πράξη, νά εἶναι καθαρός στήν καρδιά καί νά μήν ὁδηγεῖ τήν ψυχή του σέ τίποτα τό μάταιο οὔτε νά ἐξυφαίνει κανένα δόλο κατά τοῦ διπλανοῦ του. Αὐτῆς τῆς ἀνάβασης ἔπαθλο εἶναι ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ, σ᾿ αὐτόν δίνει ὁ Κύριος τήν ἐλεημοσύνη πού ἐπιφυλάσσει· «αὐτή εἶναι ἡ γενεά ἐκείνων πού τόν ζητοῦν καί ἀνεβαίνουν ψηλά μέ τήν ἀρετή» καί «ζητοῦν τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἰακώβ» (Ψαλμ. 23, 6).

4.-. Ἡ συνέχεια τοῦ ψαλμοῦ εἶναι ἴσως ὑψηλότερη κι ἀπό τήν ἴδια τήν εὐαγγελική διδασκαλία. Γιατί τό Εὐαγγέλιο διηγήθηκε τή ζωή καί τή συναναστροφή τοῦ Κυρίου ἐπάνω στή γῆ, ἐνῶ ὁ οὐράνιος αὐτός προφήτης, βγαίνοντας ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του, γιά νά μήν τόν βαραίνει τό σκαφίδι τοῦ σώματος κι ἀφοῦ ἀναμίχθηκε μέ τίς ὑπερκόσμιες δυνάμεις, μᾶς ἐκθέτει τά λόγια ἐκείνων, πού, βαδίζοντας μπροστά στήν πομπή τοῦ Κυρίου κατά τήν κάθοδό του, διατάζουν ν᾿ ἀνοίξουν τίς πόρτες οἱ ἄγγελοι, πού περιπολοῦν τή γῆ καί τούς ἔχει ἀνατεθεῖ ἡ φύλαξη τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, λέγοντας· «ἀνοῖξτε τίς πύλες σας, ἄρχοντες, καί σεῖς πύλες αἰώνιες διαπλατωθεῖτε καί θά εἰσέλθει ὁ βασιλιάς τῆς δόξας» ( Ψαλμ. 23, 7). Καί ἐπειδή σέ ὁτιδήποτε εἰσέλθει αὐτός πού περιέχει τό πᾶν φέρνει τόν ἑαυτό του στά μέτρα ἐκείνου πού τόν δέχεται (γιατί δέ γίνεται μόνο ἄνθρωπος εἰσερχόμενος στούς ἀνθρώπους, ἀλλά κατ᾿ ἀκολουθίαν καί στούς ἀγγέλους ὅταν βρεθεῖ κατεβάζει τόν ἑαυτό του στή φύση ἐκείνων), γι᾿ αὐτό ἔχουν ἀνάγκη οἱ φύλακες τῶν πυλῶν ἀπό ἐκεῖνον πού θά τούς δείξει «ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλιάς τῆς δόξας» (Ψαλμ. 23, 8).

Γι᾿ αὐτό ὑποδεικνύουν σ᾿ αὐτούς τόν κραταιό καί ἰσχυρό δημιουργό καί ἀκαταγώνιστο στόν πόλεμο, πού πρόκειται νά συγκρουστεῖ μέ ἐκεῖνον πού αἰχμαλώτισε τήν ἀνθρώπινη φύση (Ρωμ. 7, 23. Ἑβρ. 2, 14) καί νά ἐξουδετερώσει αὐτόν πού ἔχει τή δύναμη τοῦ θανάτου (Α´ Κορ. 15, 26), ὥστε, ἀφοῦ ἀφανιστεῖ ὁ ἔσχατος ἐχθρός, νά ἀνακληθοῦν οἱ ἄνθρωποι στήν ἐλευθερία καί τήν εἰρήνη.

5.-. Πάλι λέει τούς ἴδιους λόγους (γιατί ὁλοκληρώθηκε πιά τό μυστήριο τοῦ θανάτου καί πραγματοποιήθηκε ἡ νίκη κατά τῶν ἐχθρῶν καί ὑψώθηκε τό ἐναντίον τους τρόπαιο, ὁ σταυρός, καί πάλι «ἀνέβηκε ψηλά αὐτός πού αἰχμαλώτισε πολλούς αἰχμαλώτους, αὐτός πού ἔδωσε τή ζωή καί τή βασιλεία, αὐτά τά ἀγαθά δῶρα στούς ἀνθρώπους» (Ψαλμ. 67, 19), καί πρέπει ν᾿ ἀνοίξουν πάλι γι᾿ αὐτόν οἱ ὑψηλές πύλες. Παίρνουν μέρος στήν προπομπή οἱ δικοί μας φύλακες καί διατάζουν νά τοῦ ἀνοιχτοῦν οἱ ὑψηλές πύλες, γιά νά δοξαστεῖ πάλι σ᾿ αὐτές. Τούς εἶναι ὅμως ἄγνωστος αὐτός πού φόρεσε τή βρώμικη στολή τῆς δικῆς μας ζωῆς, πού οἱ λεκέδες τῶν ρουχῶν του εἶναι ἀπό τό ληνό τῶν ἀνθρώπινων κακῶν (Βλ. Ἡσ. 63, 2).

Γι᾿ αὐτό ἀπευθύνουν σ᾿ ἐκείνους πού συνιστοῦν τήν προπομπή αὐτή τήν ἐρώτηση· «ποιός εἶναι αὐτός ὁ βασιλιάς τῆς δόξας; » (Ψαλμ. 23, 10). Δέ δίνεται ὅμως ἀκόμα ἡ ἀπάντηση, «ὁ κραταιός καί ἰσχυρός στόν πόλεμο» (Ψαλμ. 23, 8. 23, 10), ἀλλά «ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων», πού ἔχει τήν ἐξουσία τοῦ παντός, πού ἕνωσε στό πρόσωπό του τά πάντα (Ἐφ. 1, 10), αὐτός πού εἶναι ὁ πρῶτος ἀπό ὅλα (Κολ. 1, 18), πού ἀποκατέστησε τά πάντα στήν πρώτη τους μορφή (Πράξ. 3, 21), «Αὐτός εἶναι ὁ Βασιλιάς τῆς δόξας» (Ψαλμ. 23, 10). Βλέπετε πόσο γλυκύτερη μᾶς κάνει ὁ Δαβίδ τήν ἑορτή, ἀναμιγνύοντας τή χάρη τῶν ψαλμῶν του στή χαρά τῆς Ἐκκλησίας.

6.-. Ἄς μιμηθοῦμε λοιπόν κι ἐμεῖς τόν προφήτη, σ᾿ ἐκεῖνα πού εἶναι δυνατό νά ἐπιτύχομε τή μίμησή του, στήν ἀγάπη πρός τό Θεό, στήν πραότητα τῆς ζωῆς, στή μακροθυμία σ᾿ ὅποιους μᾶς μισοῦν, γιά νά γίνει ἡ διδασκαλία τοῦ προφήτη χειραγωγία πρός τήν κατά Θεόν πολιτεία στό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.