Εις την γέννησιν της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου

Εις την γέννησιν της Υπεραγίας
Δεσποίνης ημών Θεοτόκου

Ἁγ. Νικολάου Καβάσιλα

Ἀλλὰ ἡ πανάμωμη Παρθένος, χωρὶς νὰ ἔχη γιά πόλη της τὸν οὐρανό, χωρὶς νὰ ἔχη γεννηθῆ ἀπὸ τὰ οὐράνια σώματα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ γῆ -ἀπό αὐτὸ τὸ ξεπεσμένο γένος, ποὺ ξέχασε τὴν ἴδια του τὴ φύση- καὶ κατὰ τὸν ἲδιο μὲ ὅλους τρόπο, μόνη αὐτὴ ἀπὸ ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν ἀντιστάθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος σὲ κάθε κακία. Ἀπέδωκε ἔτσι στὸν Θεὸ ἀμόλυντη τὴν ὡραιότητα ποὺ χάρισε στὴ φύση μας καὶ χρησιμοποίησε, αὐτὴ μόνη, ὅλα τά ὅπλα καὶ ὅλη τὴ δύναμη ποὺ ἔβαλε μέσα μας. Μὲ τὸν ἔρωτα ποὺ εἶχε γιά τὸν Θεό, μὲ τὴ ρωμαλεότητα τῆς σκέψεώς της, τὴν εὐθύτητα τῆς θελήσεως καὶ τὴ μεγαλειώδη σωφροσύνη της ἔτρεψε σὲ φυγὴ κάθε ἁμαρτία κι ἔστησε τρόπαιο νίκης τέτοιο, ποὺ δὲν μπορεῖ μὲ τίποτε νὰ συγκριθῆ. Μὲ ὅλα αὐτὰ φανέρωσε τὸν ἂνθρωπο τέτοιον ποὺ ἀληθινὰ δημιουργήθηκε, φανέρωσε δὲ καὶ τὸν Θεό, τὴν ἂφατη σοφία καὶ τὴν ἀπέραντη φιλανθρωπία Του.

Ἒτσι Αὐτὸν ποὺ παρουσίασε ἔπειτα, ἀφοῦ τὸν περιέβαλε μὲ ἀνθρώπινο σῶμα, αἰσθητὰ στὰ μάτια ὅλων, τὸν ἀποτύπωσε καὶ τὸν εἰκόνισε προηγουμένως μὲ τὰ ἔργα της ἐπάνω στὸν Ἑαυτό της. Καὶ ἦταν δυνατὸν ἀπὸ ὅλα τά κτίσματα διὰ μέσου αὐτῆς μόνης “νὰ γνωρίσουμε ἀληθινά τό Δημιουργό”. Οὔτε ὁ Νόμος ἀποδείχθηκε ἱκανὸς νὰ φανερώση τὴ θεία χρηστότητα καὶ σοφία οὔτε οἱ γλῶσσες τῶν Προφητῶν οὔτε ἡ τέχνη τοῦ Δημιουργοῦ ποὺ ἀποκαλύπτει ἡ ὁρατή δημιουργία οὔτε ὁ οὐρανὸς ποὺ διηγεῖται κατὰ τὸν Ψαλμωδὸ “δόξαν Θεοῦ” οὔτε ἀκόμη ἡ φροντίδα καὶ ἡ πρόνοια τῶν Ἀγγέλων γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος οὔτε τέλος κανένα ἄλλο ἀπὸ τὰ δημιουργήματα. Γιατί μὸνος ὁ ἄνθρωπος, ποὺ φέρει μέσα του τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὅταν φανερωθῆ αὐθεντικὰ τέτοιος ποὺ εἶναι, χωρὶς νά ἔχη ἐπάνω του τίποτε τό νὸθο, θὰ μποροῦσε νὰ ἀποκαλύψη ἀληθινὰ τὸν Ἴδιο τόν Θεό.

Ἀλλὰ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὑπῆρξαν ἢ πρόκειται νά ὑπάρξουν Ἐκείνη ἡ ὁποία τὰ ἐπραγματοποίησε ὅλα αὐτὰ καὶ διεφύλαξε κατὰ τρόπο λαμπρὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀνόθευτη ἀπὸ καθετί ξένο εἶναι ἡ μακαρία Παρθένος. Γιατί κανένας ἀπὸ τοὺς ἄλλους δὲν ἦταν “καθαρὸς ἀπὸ ρύπου”, ὅπως λέγει ὁ Προφήτης. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἐκεῖνο ποὺ βρίσκεται πέρα ἀπὸ κάθε θαῦμα καὶ προξενεῖ ἔκπληξη ὄχι μόνο στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτούς τούς Ἀγγέλους καὶ ξεπερνάει κάθε ρητορικὴ ὑπερβολή: τὸ πῶς, ἐνῶ ἡ Παρθένος ἦταν μὸνο ἄνθρωπος καὶ δὲν εἶχε τίποτε περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, μπόρεσε νὰ διαφύγη, μόνη αὐτή, τὴν κοινὴ ἀρρώστια.

Πῶς τὸ μπόρεσε; Ποιοὺς λογισμοὺς χρησιμοποίησε; Ἀκόμη περισσότερο, πῶς τῆς δημιουργήθηκε ἀρχικὰ αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία καὶ θέλησε νὰ ριχθῆ σ’ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα, τὸν ὁποῖο κανεὶς ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους Της δὲν ἀκούσθηκε ὅτι εἶχε ποτὲ κερδίσει; Ποιοὺς ὁδηγοὺς εἶχε μπροστά Της; Ποιός τῆς ἔδωκε ἐλπίδες ὅτι θὰ νικήση; Ἀπὸ ποὺ ἄντλησε τὸ ἀπαιτούμενο θάρρος; Γιατί ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν πεσμένη, εἶναι δὲ ἀπερίγραπτη ἡ φαυλότης μέσα στὴν ὁποία ζοῦσε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν ἀνθρώπων. Λίγοι ἦσαν oἱ καλοὶ κι εἶχαν κι αὐτοὶ ἀνάγκη ἀπὸ ἐκείνους ποὺ θὰ τοὺς στηρίξουν. Τὸσο πολὺ ἀπεῖχαν ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι χρήσιμοι στοὺς ἄλλους.

Τί λοιπὸν ἦταν ἐκεῖνο ποὺ ἔδωκε τή νίκη στὴν Παρθένο, ἀφοῦ οὔτε ἦρθε στὴ ζωὴ πρὶν ἀπὸ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὥστε νὰ ἔχη λάβει φύση καθαρή ἀπὸ κάθε κακία, οὔτε μετὰ ἀπὸ τὸν καινὸ Ἂνθρωπο καὶ τὴν νέα κλίση καὶ δύναμη ποὺ ἔλαβαν oἱ ἄνθρωποι ἀπὸ Αὐτόν; Γιατί δὲν θὰ ἦταν βέβαια καθόλου παράδοξο νὰ νικήση ὁ Ἀδὰμ τὴν ἁμαρτία, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε τίποτε ποὺ νά μὴν τὸν ὠθῆ πρὸς τὴν ἀρετὴ καὶ νὰ μὴν τὸν ἀπομακρύνη ἀπὸ τὴν κακία.

Εἶχε πράγματι γιά διαμονὴ τόπο γεμάτο ἀπὸ κάθε εἴδους τέρψη, ζωὴ ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κόπους, σῶμα ποὺ δὲν εἶχε δοκιμάσει φθορά, ψυχὴ ἄγευστη ἀκόμη ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. Δὲν εἶχε γιά γενάρχη του ἕναν ἂνθρωπο, ἀλλά, κατὰ τρόπον ἂμεσο, τὸν ἲδιο τόν Θεό. Αὐτὸν γνώριζε καὶ σάν πατέρα τῆς φύσεως καὶ σὰν παιδαγωγὸ καὶ νομοθέτη κι ἦταν πλασμένος ἔτσι, ὥστε νά βρίσκεται μὲ Αὐτὸν σὲ κάθε εἴδους κοινωνία καὶ σχέση. Ἦταν ἑπομένως φυσικὸ ὅλα αὐτὰ νὰ κρατοῦν μέσα του ἄσβεστη τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό.

Ἂν πάλι ἀπεῖχαν ἀπὸ κάθε κακία ἐκεῖνοι ποὺ γεννήθηκαν μετὰ τὴ Χάρη καὶ τή συμφιλίωση μὲ τὸν Θεό, μετὰ τὸν Χριστό, τὸ καινὸ Θύμα, καὶ τὴν ἔκχυση τοῦ Πνεύματος καὶ τὴ μυστικὴ γέννηση τοῦ Βαπτίσματος καὶ τὴ φρικτὴ τράπεζα τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν δεχθῆ τόσα πολλὰ καὶ τόσο ὑπέροχα βοηθήματα τίποτε βέβαια τὸ ἀξιοθαύμαστο δὲν θὰ παρουσίαζαν.

Ἂς ἔρθουμε ὅμως στὴν περίπτωση τῆς Παρθένου. Ἀφοῦ τόσο σκληρή καὶ δύσκολη εἶναι ἡ μέχρι τέλους ἀντίσταση στὴν ἁμαρτία, ὥστε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ποὺ ὑπῆρξε στὴ γῆ νά εἶναι καὶ ὁ πρῶτος ποὺ ἄρχισε τὴν παρανομία καὶ παρὰ τὰ τόσα ὅπλα ποὺ εἶχε γιά νά ἀγωνισθῆ γιά τὸ καλὸ καὶ τὴν ἀρετὴ δὲν ἄντεξε στὴν προσβολὴ κι ἔπεσε ἀμέσως στὴν ἁμαρτία καὶ ἐκεῖνοι, ἐξ ἄλλου, ποὺ ἦρθαν μετὰ τὸ λουτρό τοῦ Βαπτίσματος καὶ τὴ Χάρη -καὶ ἐννοῶ τούς πιὸ ἐνάρετους ἀπὸ ὅλους, αὐτοὺς ποὺ ἀφιερώθηκαν στὴν εὕρεση τοῦ ὕψιστου ἀγαθοῦ κι ἔγιναν κύριοι τοῦ ἑαυτοῦ τους- ὑπάρχουν κακὰ γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι ἐντελῶς ἀνεύθυνοι καὶ ἔχουν γι’ αὐτὸ ἀνάγκη ἀπὸ τὴν συνεχῆ κάθαρση τῶν Μυστηρίων, ποιὰ γλώσσα μπορεῖ νὰ ὑμνήση ὅπως πρέπει καὶ ποιὸς νοῦς νά λάβη ἰδέα τοῦ πὸσο καθαρή ἀπὸ κάθε κακία διατήρησε τὴν ψυχή της ἡ Παρθένος, πὸσο καθαρὸς ἄνθρωπος -σὰν νὰ ἦταν ὁλόκληρη μόνο εὐγνωμοσύνη- ὑπῆρξε, ἀφοῦ αὐτὰ ποὺ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ ἦσαν ἀπὸ κάθε ἄποψη προετοιμασμένοι δὲν μπόρεσε νὰ τὰ ἐπιτύχη, αὐτὴ τὰ ἐπραγματοποίησε ἐξ ὁλοκλήρου, χωρὶς μάλιστα νὰ χρειασθῆ βοήθεια ἀπὸ κανέναν;

Kι αὐτὸ μολονότι δὲν ἦρθε στὴ ζωὴ οὔτε πρὶν ἀπὸ τὴν κοινὴ ἀρρώστια τῆς φύσεως οὔτε μετὰ τὸν κοινὸ Ἰατρό, ἀλλὰ στὸ μεσουράνημα τοῦ κακοῦ καὶ βρέθηκε μέσα στὸν τόπο τῆς καταδίκης, σὲ μιὰ φύση ποὺ ἔμαθε πάντοτε νά νικιέται, σὲ σῶμα ποὺ δουλεύει στὸ θάνατο, κατὰ τὴν περίοδο ποὺ ὅλοι ὅσοι μποροῦσαν νά βοηθήσουν στὴν πραγματοποίηση τῆς κακίας ἦσαν ὑπερβολικὰ κοντά, ἐνῶ ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ γνώριζαν νὰ συμπολεμοῦν ἀπουσίαζαν. Γιατί εἴτε ἰδοῦμε τὸ γεγονὸς ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴν κοινὴ συμφιλίωση, πρὶν νὰ ἔρθη στὴ γῆ ὁ δημιουργός τῆς εἰρήνης, αὐτὴ ἡ Ἴδια διέλυσε μέσα της τὴν ἔχθρα ποὺ ὑπῆρχε στὴν ἀνθρώπινη φύση κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἄνοιξε τὸν οὐρανὸ καὶ προσείλκυσε τὴ Χάρη καὶ ἔλαβε τή δύναμη ν’ ἀγωνισθῆ κατὰ τῆς ἁμαρτίας, αὐτό τό θαῦμα ξεπερνάει ἀσφαλῶς κάθε ἀνθρώπινη κατανόηση -γιατί πόσο ὑπέροχη πρέπει νά εἶναι ἡ συνεισφορὰ τῆς Παρθένου, ἀφοῦ μπόρεσε ν’ ἀποδειχθῆ ἰσάξια μὲ ἐκείνη τοῦ μεγάλου Θύματος-;

Εἴτε πάλι θεωρήσουμε τὸ γεγονὸς ὅτι, μολονότι ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν ἐχθρική, τόσα πολλὰ μπόρεσε νὰ πραγματοποιήση ἡ πρόθεση τῆς Παρθένου, καὶ ἐνῶ ὁ φραγμός τῆς ἔχθρας ὑπῆρχε ἀκόμη, Αὐτὴ συνδέθηκε μὲ τὸν Θεό καὶ ὅτι τὸ τεῖχος ἐκεῖνο ποὺ χώριζε ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ δὲν ἄντεξε στὴν προθυμία μιᾶς ψυχῆς, ἀπὸ αὐτὸ τί ὑπάρχει πρωτοφανέστερο; Γιατί οὔτε βέβαια Τὴν ἐδημιούργησε ὁ Θεὸς ἐπίτηδες τὴν Παρθένο ἒτσι, ὥστε νὰ ζῆ ἀναγκαστικὰ μὲ αὐτὸν τὸν πάναγνο τρόπο ζωῆς, οὔτε, ἐνῶ ἡ ἴδια πρόσφερε ὅ,τι καί οἱ ἄλλοι, τὴν ἐτίμησε ὁ Θεὸς μὲ μεγαλύτερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους βοηθήματα.

Ἀλλὰ ἡ Παρθένος νίκησε τὴν πρωτάκουστη καὶ θαυμαστὴ αὐτὴ νίκη χρησιμοποιώντας μόνο τὸν Ἑαυτό Της καὶ τὰ ὅπλα ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς σὲ ὅλους τούς ἀνθρώπους γιὰ τὸν ἀγώνα τῆς ἀρετῆς.

Γιατί τό νὰ νομίση κανείς ὅτι ὁ Θεὸς δημιουργεῖ μέσα στὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων τὴν ἀρετὴ ὅπως καὶ τὰ ἄλλα δημιουργήματα, εἶναι πρᾶγμα ποὺ ἀντίκειται πρὶν ἀπὸ ὅλα στὴν ἴδια τὴν φύση τῆς ἀρετῆς, ἡ ὁποία εἶναι προαιρετικὸ ἀγαθὸ καὶ ἔργο τῆς προσωπικῆς μας θελήσεως. Γιατί ἀκριβῶς σ’ αὐτοὺς ποὺ τὸ “εἶναι” ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι λογικὰ καὶ μὲ ἐλεύθερη θέληση ὄντα, τὸ “εὖ εἶναι” δὲν μπορεῖ παρὰ νά ὑπάρχη στὴν καλὴ χρήση τῆς λογικότητος καὶ τῆς αὐτόνομης θελήσεώς τους.

Οὔτε βέβαια εἶναι δυνατόν τό “εὖ” νὰ καταστρέφη τὸ “εἶναι” οὔτε ἡ πρόοδος στὴν ἀρετὴ θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ μειώνη τά καλὰ ποὺ ἐκ φύσεως ἔχουμε, ἀφοῦ προορισμὸς της εἶναι νά τὰ αὐξάνη. Γιατί θά ἦταν ἀσφαλῶς ἄτοπο αὐξάνοντας τὴν ἀρετὴ νὰ μειώνουμε τὴν ἐλευθερία, νὰ καταστρέφουμε δηλαδὴ ἔτσι μὲ τὰ καλὰ ἔργα τὸν ἲδιο μας τὸν ἑαυτό, αὐτὸ ποὺ ἐκ φύσεως εἴμαστε.

Ἀλλὰ ἡ υἱοθέτηση αὐτῶν τῶν σκέψεων εἶναι ἀρχὴ γιὰ χίλια δυὸ ἀτοπήματα. Γιατί εἶναι ἀνάγκη νὰ παραδεχθοῦμε τότε ἕνα ἀπὸ τὰ δυό: ἢ ὅτι κανεὶς δὲν ἔχει εὐθύνη γιά καμμιὰ ἁμαρτία του καὶ ὅτι, ἀντίστοιχα, οἱ ἀγαθοὶ δὲν κερδίζουν δίκαια τά βραβεῖα -ἀφοῦ δὲν ὁδηγοῦν οἱ ἴδιοι τούς ἑαυτούς τους οὔτε εἶναι κύριοι τῆς θελήσεώς τους- ἤ, ἂν δὲν τὸ παραδεχώμαστε αὐτό, πρέπει ἀσφαλῶς νά πιστεύουμε ὅτι εἶναι ἄδικος ὁ Θεός, ἀφοῦ, διαχωρίζοντας τούς ἀνθρώπους, ἄλλους στεφανώνει καὶ ἄλλους καταδικάζει στὶς ἔσχατες τῶν ποινῶν, χωρὶς οὔτε στὸ ἕνα οὔτε στὸ ἄλλο νὰ ἐνεργῆ λογικά.

Θὰ ἦταν δὲ κατ’ ἐξοχὴν μοχθηρό, ἐάν, ἐνῶ ἔχει τή δυνατότητα νά ἀναδείξη ὅλους τους ἀνθρώπους ἀρίστους καὶ τὸ χέρι του μπορεῖ νὰ μοιράση τά ἀγαθὰ κατὰ τὸν ἲδιο τρόπο σὲ ὅλους, δὲν τὸ ἔκανε.

Πῶς θὰ ἦταν ἒτσι δυνατὸν νὰ ἰσχύη ἀκόμη τό ὅτι ὁ Θεὸς δὲν “λαμβάνει πρόσωπον ἀνθρώπου” καὶ ὅτι “πάντας θέλει σωθῆναι” καὶ ὅτι ἀποτελεῖ γιά τοὺς ἀνθρώπους τό ἀγαθὸ ἐκεῖνο ποὺ προσφέρεται σὲ κοινωνία καὶ μετοχὴ τόσο περισσότερο ἀπὸ ὅλα -καὶ ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ ἀπὸ τὸ φῶς καί τὰ ὑπόλοιπα- ὅσο περισσότερο “κενώθηκε” καὶ ὅσο περισσότερο εἶναι πλούσιο ἀγαθό; Ἀλλ’ αὐτὸ δὲν εἶναι μόνο ἕνα συμπέρασμα καὶ ἕνας συλλογισμός. Γιατί εἶναι ἐντελῶς φανερὸ ὅτι ὁ Θεὸς ἐτίμησε ὅλους τούς ἀνθρώπους μὲ τὴ μεγαλύτερη ἀπὸ τὶς δωρεὲς ἐκεῖνες ποὺ βοηθοῦν τὸν ἂνθρωπο νὰ ζήση τὴν ἀληθινὴ ζωή.

Ἂν ὅμως τιμήθηκαν ὅλοι μὲ τὴ μεγαλύτερη, εἶναι φανερὸ ὅτι ἔλαβαν ὅλοι τὴν ἴδια. Γιατί μεγαλύτερο ἀγαθό, δηλαδὴ ἀγαθὸ ποὺ νὰ ὁδηγῆ κατὰ καλύτερο τρόπο πρὸς τὴν ἀρετὴ ἀπὸ τὴν κατὰ σάρκα ζωὴ καὶ πολιτεία τοῦ Σωτήρα, ἀπὸ τὸ θὰνατο, τὴν ἀνάσταση καὶ ὅλα τά ἄλλα ποὺ προέρχονται ἀπὸ αὐτὰ -καὶ ποὺ ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη μπορεῖ νὰ ἀπολαμβάνη ἐξ ἴσου- εἶναι βέβαια καὶ ἀδύνατο νὰ δημιουργήση κανείς καὶ τὸ νὰ θεωρήση ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ γίνη κάτι τέτοιο, πρᾶγμα ἀπὸ τὰ πιὸ παράλογα. Ἑπομένως ἡ βοήθεια μὲ τὴν ὁποία ἐβοήθησε τή μητέρα Του δὲν εἶναι καθόλου μεγαλύτερη ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὁποία ἐχάρισε γενικὰ σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους.

Ἔτσι ἡ Πανάμωμη μὲ τὰ νόμιμα χαρίσματα καὶ τὴν ἀξιοποίησή τους ἡ Ἴδια ἔπλεξε στὸν Ἑαυτό Της αὐτὸ τὸ στεφάνι. Γιατί, ἐνῶ ἡ βοήθεια ποὺ δέχθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἦταν ἡ ἴδια μὲ ἐκείνη ποὺ δέχθηκαν ὅλοι, Αὐτὴ τόσο πολὺ ξεπέρασε τούς ἄλλους μὲ ὅσα πρόσθεσε ἀπὸ τὸν Ἑαυτό Της, ὥστε ὂχι μὸνο νὰ νικήση παντοῦ ὅπου ἐκεῖνοι νικήθηκαν, ἀλλὰ καὶ νὰ νικήση τόσο λαμπρά, ὥστε ἡ νίκη Της νὰ ἐπαρκέση καὶ γιά τὴν προσωπική Της δόξα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ νὰ εἶναι σάν μιὰ νίκη ποὺ τὴν ἐπέτυχαν ὅλοι. Γιατί δὲν ἀπέδειξε χειρότερο τό ἀνθρώπινο γένος ξεπερνώντας το σὰν ἕνας ἀντίδικός του, ἀλλὰ τὸ ἐκόσμησε.

Οὔτε τὸ ἔκαμε νά ντρέπεται σά νά νικήθηκε, ἀλλά τὸ φανέρωσε λαμπρότερο. Οὔτε μὲ τὸ νὰ γίνη ἡ Ἴδια ἐξαιρετικὰ ὡραία ἀποκάλυψε τὴν ἀσχήμια των ὁμοφύλων της, ἀλλὰ τοὺς χάρισε ὡραιότητα. Οὔτε πάλι μὲ τὸ ὅτι ὑπερασπίσθηκε μὲ ἐπιτυχία τὴν ἀνθρώπινη φύση μέσα της, μεταθέτοντας ἒτσι καθαρὰ τὴν αἰτία της ἁμαρτίας στὸν κάθε ἄνθρωπο χωριστά, ἔκαμε βαρύτερες τὶς εὐθύνες γιὰ τοὺς ἀνθρώπους.

Ἀντίθετα, ἔχοντας ἡ Ἴδια εὐδοκιμήσει μὲ πρωτοφανὴ τρόπο, κατήσχυνε καὶ νίκησε τὴν ἁμαρτία, γιὰ νὰ ἀπαλλάξη ἀπὸ κάθε κακία τοὺς κατησχυμμένους καὶ νικημένους. Κι ἔτσι τό κάλλος, ποὺ δόθηκε στὴν ἀνθρώπινη φύση, δὲν τὸ διατήρησε ἀνόθευτο ἀπὸ κάθε ξὲνο στοιχεῖο μὸνο στὸν Ἑαυτό Της, ἀλλά, ὅσο ἦταν δυνατόν, καὶ σὲ ὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους.

Καὶ ἂν ἤθελε κανείς νά ἐξετάση, θά μποροῦσε νά βρῆ γιά ὅλα τοῦτα πολλὲς καὶ λαμπρὲς ἀποδείξεις. Πρὶν ἀπὸ ὅλα, τίποτε δὲν ἐμπόδισε τόν Θεὸ νὰ κατέλθη καὶ νά σκηνώση μέσα Της μὸλις χρειάσθηκε. Γιατί δὲν θὰ μποροῦσε βέβαια νὰ κατέλθη, ἂν ἦταν οἰκοδομημένο ἀνάμεσά τους τὸ διαχωριστικὸ τεῖχος, πρᾶγμα ποὺ θὰ συνέβαινε, ἂν ὑπῆρχε μέσα Της κάτι συγγενικὸ πρὸς τὴν ἁμαρτία, γιατί, ὅπως λέγει ὁ Προφήτης, «oἱ ἁμαρτίες σας διαχωρίζουν ἀνάμεσα σὲ σᾶς καὶ σὲ μένα».

Κι οὔτε βέβαια πρέπει νά νομίσουμε ὅτι ὑπῆρχε καὶ ἀντιστεκόταν πρὸς τὴν κάθοδο τοῦ Θεοῦ τό τεῖχος καὶ ὅτι κατεβαίνοντας ὁ Θεὸς τὸ ἐγκρέμισε μὲ τὴ δύναμή Του. Γιατί τό μὲσο μὲ τὸ ὁποῖο ἔκρινε καλὸ νά καταλύση αὐτό τό φραγμὸ δὲν ὑπῆρχε, ἀφοῦ ὁ Ἴδιος δὲν εἶχε ἀκόμη κατέλθει. Καὶ ἐννοῶ ἀσφαλῶς τὸ αἷμα καὶ τὸ πάθος, γιατί μὲ αὐτὸ μόνο τὸν τρόπο ἔπρεπε νά νικιέται ἡ ἁμαρτία, ἀφοῦ ἀκόμη καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ ζοῦσαν στὴν ἐποχὴ τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου -καὶ στοὺς ὁποίους προεικονιζόταν ἡ Χάρη- λέγει ἡ Γραφὴ ὅτι «χωρὶς νὰ χυθῆ αἷμα, δὲν μποροῦσε νὰ ὑπάρξη ἄφεση ἁμαρτιῶν».

Ἐξ ἄλλου ποιὸς δὲν ἀναγνωρίζει ὅτι οἱ κρίσεις τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν Παρθένο ἀποδεικνύουν πὼς ἦταν ἀμέτοχη στὴν παραμικρὴ ἁμαρτία; Γιατί ὁ Ἴδιος ὁ Κριτής, ποὺ “δὲν κρίνει μὲ προσωποληψία”, κρίνοντας καὶ τὴν κοινὴ μητέρα ὅλων των ἀνθρώπων (τὴν Εὔα) καὶ τὴν Παρθένο, τὴν Εὔα, ποὺ ἁμάρτησε, ἐτιμώρησε ἐπιτρέποντας νὰ ζῆ μὲ λύπη, ἐνῶ τὴν Παρθένο ἀξίωσε νὰ χαίρη.

Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ λύπη ἁρμόζει στοὺς ἁμαρτωλούς, αὐτοὶ στοὺς ὁποίους ἁρμόζει ἡ χαρὰ εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν ἔχουν τίποτε τό κοινὸ μὲ τὴν ἁμαρτία. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λὸγο πρὶν ἀπὸ τὴν Παρθένο σὲ κανέναν ἀπολύτως ἄλλον ἄνθρωπο μέσα στοὺς αἰῶνες δὲν ἀπηύθυνε ὁ Θεός τό “χαῖρε”, ἀφοῦ ὅλοι ἦσαν ἀκόμη ὑπόδικοι καὶ μέτοχοι τῆς παλαιᾶς, κακότυχης κληρονομιᾶς.

Ἀλλά αὐτὸ γίνεται φανερὸ καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ ἐξετάζουν τὴν προετοιμασία τῆς Παρθένου γιὰ τὴ διακονία τοῦ μυστηρίου. Ὅταν Ἐκείνη ρώτησε γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ πραγματοποιόταν ἡ παράδοξη γέννηση καὶ τί ἀλλοίωση ἔπρεπε νά ὑποστῆ ὥστε νά κυοφορήση καὶ νά γεννήση τόν Θεό, ὁ Γαβριὴλ ἀπαντώντας μίλησε γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὴ δύναμη τοῦ Ὑψίστου καὶ ἄλλα σχετικά. Πουθενὰ ὅμως στὴν χαρμόσυνη ἀγγελία τοῦ Ἀγγέλου δὲν ἔγινε λόγος γιὰ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ ἐνοχὴ καὶ γιὰ ἄφεση ἁμαρτιῶν.

Ἐν τούτοις, αὐτὴ ἡ προετοιμασία θὰ χρειαζόταν ἀσφαλῶς πρὶν ἀπὸ ὁποιεσδήποτε τυχὸν ἄλλες. Γιατί, ἀφοῦ ὁ Ἡσαΐας, ὅταν ἐπρόκειτο νά σταλῆ σάν ἁπλὸς προάγγελος τοῦ ἀγνώστου ὡς τότε μυστηρίου (τῆς Σαρκώσεως), εἶχε ἀνάγκη καθάρσεως καὶ μάλιστα μὲ φωτιά, τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ζητήθηκε καμμιὰ κάθαρση ἀπὸ Ἐκείνη πού, ὅταν ἔφθασε ὁ καιρός, χρειάσθηκε νὰ διακονήση στὴν πραγματοποίηση τοῦ μυστηρίου -κι αὐτὸ ὄχι μόνο μὲ τὴ γλώσσα, ἀλλὰ προσφέροντας καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα καὶ ὅλη τὴν ὕπαρξή της- δὲν φανερώνει αὐτὸ σαφέστατα ὅτι δὲν εἶχε τίποτε ποὺ ἔπρεπε νά ἀποβάλη; Ἂν δὲ ὑπάρχουν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς διδασκάλους ποὺ ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ Παρθένος καθαρίσθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, πρέπει νά θεωρήσουμε ὅτι λέγοντας κάθαρση ἐννοοῦν τὴν προσθήκη χαρισμάτων, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι λένε ὅτι κατὰ τὸν ἲδιο τρόπο καθαρίζονται καὶ οἱ Ἄγγελοι, στοὺς ὁποίους βέβαια δὲν ὑπάρχει τίποτε τό κακό.

Αὐτή δὲ ἀκριβῶς τὴν ἴδια μαρτυρία φαίνεται ὅτι ἤθελε νά δώση ὁ Σωτήρας γιὰ τὴ μητέρα Του μετὰ τὴ μυστηριώδη γέννηση ὅταν σὲ δημόσια συνάθροιση εἶπε ὅτι «μητέρα μου καὶ ἀδελφοί μου εἶναι ὅσοι ἀκοῦνε τό λὸγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐφαρμόζουν». Αὐτά τά εἶπε θέλοντας νὰ κοσμήση ὄχι τόσο ἐκείνους, ὅσο τὴ μητέρα Του. Γιατί κοσμεῖται βέβαια ἡ μητέρα, ὅταν τονίζεται ὅτι ἐκεῖνα ποὺ κάνουν τούς ἀνθρώπους ἄξιους νὰ ὀνομάζωνται “μητέρα καὶ ἀδελφοί” Του εἶναι ἡ φροντίδα γιά τὴν τήρηση τοῦ θείου νόμου.

Πράγματι, τὸ γεγονὸς ὅτι τὴν Παρθένο δὲν τὴν τὶμησε ἁπλῶς μὲ τὸ ὄνομα τῆς μητέρας οὔτε τὴν ἀποκάλεσε μὸνο, ἀλλὰ τὴν εἶχε ἀληθινὰ μητέρα, φανερώνει καθαρὰ ὅτι αὐτὴ εἶχε ξεπεράσει κάθε κορυφὴ ἁγιότητος.

Γιατί, ἂν ἀναγνώριζε σὰν ἀκριβεῖς φύλακες τοῦ νόμου ὅσους τίμησε ἁπλῶς μὲ τὸ ὄνομα, δὲν ἔκαμε ἔτσι ὁλοφάνερο ὅτι σ᾽ Ἐκείνη, στὴν ὁποία ἔδωκε καὶ τὴν πραγματικότητα, σ᾽ Ἑκείνη δηλαδὴ ποὺ ὑπῆρξε ἀληθινὰ μητέρα Του, δὲν βρῆκε ποτὲ καὶ σὲ καμμιὰ περίπτωση κάτι ποὺ νὰ μὴν ἁρμόζη στὰ θελήματα καὶ τοὺς νόμους Του; Φανέρωσε ἀντίθετα ὅτι ἀναγνώρισε στὴν Παρθένο ἀρετὴ ποὺ τόσο ξεπερνάει κάθε ἀνθρώπινο μέτρο, ὅσο τό νὰ εἶναι κανείς πραγματικά κάτι, ἀπὸ τὸ νὰ ὀνομάζεται ἁπλῶς, ὅσο δηλαδή ἡ πραγματικότητα βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὰ ὀνόματα.

Γιατί, ὅπως δὲν ὑπῆρχε τρόπος νά γεννήση τό Χριστὸ καλύτερα ἀπὸ ὅ,τι Τὸν γὲννησε οὔτε νὰ γίνη κατὰ τρόπο πραγματικώτερο μητέρα Του ἀπὸ ὅ,τι ἔγινε, ἀλλά ἔφθασε στὴ σχέση Της πρὸς αὐτὸν στὸ ἀκρότατο ὅριο γνησιότητος, ἔτσι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ φθάση καὶ σὲ μεγαλύτερο μέτρο ἀρετῆς ἀπὸ ἐκεῖνο μὲ τὸ ὁποῖο ἔζησε ὅλη τὴ ζωή Της.

Ἀλλὰ καὶ τὸ ἑξῆς εἶναι σημεῖο φανερὸ ὅτι ἡ μακαρία Παρθένος ἦταν ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κάθε κακία: τὸ ὅτι εἶχε εἰσέλθει στὸ ἁγιώτατο τμῆμα τοῦ Ναοῦ, τὰ Ἅγια των Ἁγίων ποὺ ἦσαν ἄβατα καὶ γιὰ τὸν Ἴδιο τὸν Ἀρχιερέα, ἂν προηγουμένως δὲν εἶχε καθαρισθῆ ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, μὲ τὸν τρόπο βέβαια ποὺ ἦταν δυνατὸν νὰ καθαρίζωνται τότε οἱ ἁμαρτίες. Γιατί μὲ τὸ ὅτι δὲν εἶχε ἀνάγκη γιὰ ἐξιλαστήριες θυσίες καὶ ἄλλους καθαρισμοὺς ἀπέδειξε ὅτι δὲν εἶχε τίποτε γιά νά καθαρίση.

Καί δὲν εἰσῆλθε ἁπλῶς στὰ Ἅγια των Ἁγίων μὲ αὐτὸν τὸν τὸσο παράδοξο τρόπο, ἀλλὰ καὶ κατοίκησε ἐκεῖ ἀπὸ βρέφος μέχρι τὴν νεανική της ἡλικία. Δὲν ὑπῆρξε ἔτσι ἀνάγκη γιὰ καθαρτήριες θυσίες οὔτε κατὰ τὴ γέννηση οὔτε κατὰ τὴν ἀνάπτυξή της. Καὶ τὸ ἐκπληκτικὸ εἶναι ὅτι καὶ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ζοῦσαν ἐκεῖνα τά χρόνια δὲν φαινόταν νὰ ἀντιβαίνη σὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς θεσμοὺς αὐτό τό πρᾶγμα, τό νὰ φρίττη δηλαδὴ καὶ νὰ τρέμη ὁ Ἀρχιερεὺς νὰ διασχίση τὴν εἴσοδο, κι αὐτὸ μιὰ φορά τό χρὸνο καὶ χωρὶς νὰ ἔχη παραλείψει τὶς ἐξιλαστήριες θυσίες, ἡ δὲ Παρθένος νὰ χρησιμοποιῆ τά Ἅγια τῶν Ἁγίων σὰν κατοικία Της καὶ νὰ τρώγη καὶ νὰ κοιμᾶται καὶ νὰ περνᾶ ἐκεῖ ὁλόκληρη τὴ ζωή Της.

Συμμετεῖχε λοιπὸν ἡ Παρθένος στὰ ἀνθρώπινα, ἀλλὰ κατὰ ἕναν τρόπο ἀνώτερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀφοῦ τά ἀναγκαῖα γιὰ τὴν τροφή Της δὲν εἶχε ἀνάγκη νὰ τῆς τὰ προσφέρουν ἄνθρωποι, ἀλλὰ Ἄγγελος ἑτοίμαζε τὸ τραπέζι Της.

Ἀποδεικνύεται λοιπόν τό πὸσο ἦταν ἀνώτερη ἀπὸ κάθε ψόγο καὶ καθαρώτερη ἀπὸ τὸ νὰ χρειάζεται τὶς καθαρτήριες τελετές τοῦ νόμου, πρᾶγμα ποὺ ἦταν φανερὸ στὰ μάτια ὄχι μόνο Ἐκείνου ποὺ βλέπει τά κρυφά, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Τόσο ἡ ἀρετὴ Της ἦταν μεγάλη καὶ λαμπρή, ὥστε νὰ εἶναι ἀδύνατον νὰ μείνη κρυμμένη. Καὶ μολονότι ἡ ἡλικία Της καὶ τὸ γένος Της καὶ ἡ ζωή Της δὲν μποροῦσαν νὰ διακηρύξουν τὴν ἀρετή Της, καὶ μάλιστα σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἦσαν ἀκόμη τυφλοὶ καὶ βουτηγμένοι στὸ βαθὺ σκοτάδι -ἀφοῦ ὁ Ἥλιος της δικαιοσύνης δὲν εἶχε ἀκόμη φανῆ- τίποτε δὲν ἐμπόδιζε τό φῶς ἐκεῖνο τῆς Παρθένου νὰ λάμψη καὶ τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς Της νὰ κάμη, ξεπερνώντας ὅλα τα ἐμπόδια, αἰσθητὴ στοὺς τυφλοὺς τὴν ἀκτίνα ποὺ εἶχε φθάσει στὴ γῆ.

Καί ἦταν φυσικό. Γιατί τί μποροῦσε νὰ ὑπάρξη τόσο μεγάλο, ὥστε νά συγκαλύψη τό μέγεθος τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς σωφροσύνης Ἐκείνης, ἡ Ὁποία κατὰ τὸν Προφήτη “ἐκάλυψε καὶ αὐτούς τούς οὐρανούς”; Γιατί ἐκείνη ποὺ ἦταν τόσο ἰσχυρότερη ἀπὸ ὅλη τὴν ἀνθρώπινη κακία, ὥστε μεμιᾶς καὶ εὐκολώτατα νὰ τὴν ἐξαλείψη ὁλόκληρη, πῶς ἦταν δυνατὸ νὰ συγκαλυφθῆ ἀπὸ τὴν ἀχλύ τῆς κακίας, ὅταν ἐμφανίσθηκε;

Γι’ αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν διακρίνει στὴν Παρθένο τά πιὸ μεγάλα καὶ πιὸ θαυμαστὰ πράγματα, τέτοια ποὺ κανεὶς ἄλλος ποτὲ δὲν εἶχε, τὴν τιμοῦσαν μὲ ὅ,τι καλύτερο εἶχαν, προσφέροντάς Της γιὰ κατοικία τὸν πιὸ ἱερὸ χῶρο ποὺ ὑπῆρχε. Ἔτσι τό χῶρο ἐκεῖνο ποὺ εἶχαν ξεχωρίσει καὶ εἶχαν ἀφιερώσει σὰν δῶρο ὅλης τῆς γῆς ἀποκλειστικά στὸν Θεό, αὐτὸν ἔδωκαν σάν κατοικία καὶ στὴν Παρθένο. Γιατί θεώρησαν ὅτι ὁ ἴδιος χῶρος ἔπρεπε νά εἶναι καὶ ναός τοῦ Θεοῦ καὶ κατοικία τῆς Παρθένου, γιατί ἔπρεπε μὲ τὰ ἴδια πράγματα νὰ λατρεύεται ὁ Θεὸς καὶ νὰ τιμᾶται ἡ Παρθένος ἢ μᾶλλον ἔπρεπε ὁ ἴδιος οἶκος ποὺ εἶχε μέσα του τὴν Παρθένο νὰ εἶναι καὶ ναός τοῦ Θεοῦ.

Ὁ δὲ Θεὸς ποὺ Τὴν ἐγνώριζε πολὺ καλύτερα, σὰν καρδιογνώστης ποὺ εἶναι, ὅπως ἐγνώριζε καὶ ὅσα ἦταν ἄξια ἡ Παρθένος νὰ λάβη ἀπὸ αὐτὸν -καὶ ὄχι μόνο τά ἐγνώριζε, ἀλλὰ εἶχε καὶ τὴν δύναμη νὰ τὰ δώση- τὴν κοσμοῦσε μὲ καθετί ποὺ ἦταν ἀληθινὰ ἄξιό Της. Ἒτσι, ἀφοῦ τὴν ἔβγαλε ἀπὸ τὰ ἱερὰ ἐκεῖνα ἄβατα, τὴν ὁδήγησε σὲ ἄλλη σκηνὴ φτιαγμένη ὄχι ἀπὸ νεφέλη οὔτε ἀπὸ ἀγγελικὰ ἢ ἀρχαγγελικὰ φτερὰ οὔτε ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο ἀπὸ τὰ κτιστὰ καὶ δουλικὰ πράγματα, ἀλλὰ ἔγινε Αὐτὸς ὁ Ἴδιος γιὰ τὴν μακαρία σκηνή, αὐτὸς “ποὺ κατοικεῖ στὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτο”.

Κι ὅπως ἀνήγγειλε ὁ ἱερώτατος Γαβριήλ, τὴν “ἐπεσκίασεν ἡ Δύναμις τοῦ Ὑψίστου, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος”. Γιατί ὁ Θεὸς μόνο τὸν ἑαυτὸ Του βρῆκε ὅτι μποροῦσε νὰ γίνη σκηνὴ ἄξια σ’ Ἐκείνη, ποὺ μόνη ἔγινε ἄξια γιὰ τὸν Θεὸ σκηνή.

Τὸ ὅτι πάλι κατοίκησε στὸν ἂβατο ἐκεῖνο χῶρο δὲν εἶναι κάτι ποὺ τιμᾶ τὴν Παρθένο, ἀλλὰ μᾶλλον ἐκεῖνο τό χῶρο. Ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὸ παλαιὸ Πάσχα τιμᾶται ἀπὸ τὴν προσθήκη τῆς σφαγῆς ἐκείνης ποὺ συμβόλιζε, καὶ τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου ἀπὸ τὸ πνευματικὸ βάπτισμα καὶ τὰ ὑπόλοιπα σύμβολα ἀπὸ τὶς ἀληθινὲς πραγματικότητες. Γιατί, ἂν ἄλλα σύμβολα συμβόλιζαν καὶ ὁδηγοῦσαν σὲ ἄλλες πραγματικότητες, τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ὁδηγοῦσαν ἀσφαλῶς στὴν παναγία Παρθένο. Τὸ γεγονὸς πράγματι ὅτι ἡ εἴσοδος στὰ Ἅγια των Ἁγίων ἐπιτρεπόταν μόνο στὸν Ἀρχιερέα κι αὐτὸ μιὰ φορά τό χρὸνο κι ἐνῶ εἶχε προηγουμένως καθαρισθῆ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, ὑποδηλοῦσε τὴν μυστηριώδη κυοφορία τῆς Παρθένου, ποὺ ἔφερε μέσα Της τὸ μόνον ἀναμάρτητο, Ἐκεῖνον ποὺ μὲ μιὰ μόνη ἱερουργία καὶ μιὰ φορὰ μέσα στοὺς αἰῶνες ἐξάλειψε ὅλη τὴν ἁμαρτία. Καὶ τὸ ὅτι πάλι τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ἦσαν ἄβατα σὲ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πιὸ ἱερὸ ἀπὸ ὅλους, ἦταν σημεῖο ποὺ φανέρωνε πὼς ἡ μακαρία Παρθένος οὐδέποτε ἔφερε στὴν ψυχὴ Της κάτι ποὺ νὰ μὴν ἦταν ἐξ ὁλοκλήρου ἅγιο.

Ἦταν δὲ τόσο πολὺ σεβαστὸς ὁ ναός, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἐπρόκειτο νὰ δεχθῆ μέσα του Ἐκείνη, ἀφοῦ τίποτε ἄλλο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὑπῆρχαν μέσα του δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τοῦ δώση αὐτὴ τὴ μεγαλειώδη σεμνότητα. Τίποτε πράγματι ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἦταν τόσο πολύτιμο, ὥστε ἡ
ἀξία του νὰ τὸ κάνη ἀπρόσιτο στοὺς πολλούς. Ἀφοῦ τό μάννα ἦταν δυνατὸν καὶ στὰ χέρια τους νὰ τὸ κρατήσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ στὸ σπίτι τους νὰ τὸ πάρουν καὶ νὰ τραφοῦν μὲ αὐτό. Καὶ ἡ ράβδος τίποτε τὸ ἱερώτερο δὲν εἶχε ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς ποὺ τὴν κρατοῦσαν καί γιὰ χάρη τῶν ὁποίων πέταξε βλαστοὺς μέ φύλλα.

Τέλος κι ἀπὸ τὶς πλάκες, τὶς πολυτιμότερες ἀπ’ ὅλες, αὐτὲς ποὺ περιεῖχαν τό νὸμο, ὅλοι μποροῦσαν νὰ τὶς κρατήσουν στὰ χέρια. Τί λοιπὸν πρέπει νά θεωρήσουμε ὅτι τιμοῦσε τόσο πολὺ ἐκεῖνον τό χῶρο, ἂν ὂχι oἱ προεικονίσεις τῆς Πανάγνου, τὸ ὅτι δηλαδὴ ὅλα τά πράγματα ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ εἶχαν τὴν ἀναφορά τους καὶ ὁδηγοῦσαν σ’ Ἐκείνη; Γι’αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λὸγο, ἐνῶ ἦταν ἀπροσπέλαστος σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἦταν βατὸς γι’ αὐτήν.

Καί μόλις φάνηκε ἡ Παρθένος, ἀμέσως κατήργησε τό νὸμο ποὺ ἴσχυε ἀπὸ τὴν ἀρχή, πρᾶγμα ποὺ δείχνει ἀφ’ ἑνὸς μὲν ὅτι ὁ ναὸς δὲν ἐπέτρεπε τὴν εἴσοδο σὲ κανέναν ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἐπειδὴ τιμοῦσε Ἐκείνη καὶ κρατοῦσε τὸν Ἑαυτό του μὸνο γι’ Αὐτήν, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ὅτι ἦταν τόσο πολὺ ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν δέχθηχε ποτὲ οὔτε τὸ παραμικρὸ στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης μικρότητος.

Κι αὐτὸ ἔγινε γιὰ νὰ γνωρίσουμε ὅτι, ἂν ὁ χῶρος ποὺ εἰκόνιζε τὴν Παρθένο τὸσο πολὺ ἀπεῖχε ἀπὸ ὅλους καὶ δὲν εἶχε, γιά νά τὸ ποῦμε ἒτσι, τίποτε τό κοινὸ μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν οἰκουμένη, τί πρέπει νά σκεφθοῦμε γιά τὶς ἴδιες τὶς πραγματικότητες, ἀφοῦ βέβαια εἶναι δυνατὸν ἀπὸ τὸ μὲτρο τῶν μικροτέρων πραγμάτων νὰ γνωρίζουμε τό ὕψος καὶ τὴν ἀξία τῶν πιὸ μεγάλων;

Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς αὐτά τά ἴδια τά σώματα μὲ τὴν ὕπαρξή τους ἐμφανίζουν καὶ διασφαλίζουν μέσα στὴ σκιὰ τὴν περιγραφὴ καὶ τὸ σχῆμα τῶν σωμάτων τά ὁποῖα περιγράφονται, κατὰ τὸν ἲδιο τρόπο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Παρθένος ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ ὅλα τά ἀνθρώπινα πράγματα καὶ ἀφοῦ προῆλθε ἀπὸ τῆ γῆ δέν εἶχε στὴ συνέχεια τίποτε νά πάρη ἀπὸ αὐτήν, ἀλλὰ κράτησε ἀπρόσβλητη τὴ βούλησή της ἀπὸ κάθε κακία, συμβολιζόταν σὰν μὲ κάποιο ἀσαφὲς καὶ ἀμυδρὸ σύμβολο ἀπὸ τὰ Ἅγια των Ἁγίων.

Κι αὐτὸ εἶναι φυσικὸ ἐπακόλουθο καὶ συμβαδίζει καὶ μὲ τή λογική τῶν πραγμάτων καὶ μὲ τὴ φυσικὴ τάξη. Γιατί ἦταν ἀνάγκη κάποιος ἄνθρωπος νὰ ἀποδειχθῆ ἀνώτερος ἀπὸ κάθε ἁμαρτία χρησιμοποιώντας τὴν προθυμία τοῦ λογισμοῦ καὶ τὴ δύναμη τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ του, χωρὶς νὰ ἔχη λάβη τό δῶρο νὰ εἶναι μητέρα τοῦ ἀναμάρτητου, πρὶν δηλαδὴ ἀκόμη ἀποκτήση συγγένεια μὲ Ἐκεῖνον. Κι αὐτὸ γιὰ πολλοὺς λόγους. Πρῶτα πρῶτα ἐπειδὴ ἦταν ἀνάγκη ἡ ἀνθρώπινη φύση νά φανερωθῆ τέτοια ποὺ πλάσθηκε, γιά νά προξενήση στὸν Τεχνίτη τὴν τιμὴ καὶ τὴν δόξα ποὺ τοῦ ἔπρεπε. Γιατί βέβαια οὔτε στὸ γενάρχη οὔτε στοὺς ἀπογόνους του ἦταν δυνατὸν νὰ βρῆ κανεὶς ἀκέραιο τὸν ἂνθρωπο, ἀφoῦ ὅλοι ἦταν διεφθαρμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.

Ὁ δεύτερος πάλι Ἀδάμ, μὲ τὸ νὰ εἶναι καὶ Θεὸς κατὰ φύση, δὲν παρουσίασε τή δεύτερη φύση Του, τὴ δική μας ἔτσι, ὥστε νὰ εἶναι μόνη της ὁρατή. Γιατί δὲν εἶχε πρὸς τὴν ἁμαρτία τὴ σχέση ποὺ ἔπρεπε νά ἔχη ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Δὲν διάλεξε, ἔχοντας ροπὴ καὶ πρὸς τὰ δυό, ἀπὸ τὸ κακό τό καλὸ οὔτε ἔτρεξε πρὸς τὸ καλό, ἐνῶ μποροῦσε νὰ γίνη κακός, ἀλλ’ οὔτε ἦταν βέβαια ποτὲ δυνατὸ Αὐτὸς νὰ ἁμαρτήση.

Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ φανῆ Ἐκεῖνος πού, ἐνῶ μποροῦσε νὰ ἁμαρτήση, δὲν ἁμάρτησε καθόλου, φανερώνοντας ἔτσι πῶς ἤθελε ὁ Θεὸς νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Γιατί διαφορετικά, ἂν δηλαδὴ ἡ φύση δὲν εὕρισκε στὸ πρόσωπο κανενὸς ἀνθρώπου τὴ μορφὴ γιὰ τὴν ὁποία ὁ Δημιουργὸς τὴν εἶχε πλάσει, θά ἀποδεικνυόταν μάταιη ἡ ἐπιδεξιότης τοῦ Δημιουργοῦ κι αὐτὸ στὸ καλύτερο ἀπὸ τὰ ἔργα Του.

Ἔπειτα, πῶς εἶναι λογικὸ νά μὴν τηρηθῆ κάποτε στὴν πληρότητά του ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ ὑπάρχη περίπτωση νά νομοθετῆ ἄσκοπα ὁ σοφός, χωρὶς νὰ πρόκειται νά ὑπάρξη κανένας ποὺ θά ἀκολουθήση ὅλους τούς νόμους, καὶ νὰ διατάσση πράγματα στὰ ὁποῖα κανένας δὲν πρόκειται νά πειθαρχήση καὶ νά ὁμιλῆ χωρὶς νά βρίσκη κανέναν ποὺ νά θέλη νά τὸν ἀκούση κι ἔτσι αὐτός, ποὺ εἶναι σὲ ὅλα τά σημεῖα εὐτυχής, ἐδῶ νά μὴν εἶναι;

Ἐκεῖνο λοιπόν τό ὁποῖο ἦταν ἀπὸ κάθε ἄποψη ἀναγκαῖο νὰ συμβῆ, τὸ νὰ ὑπάρξη δηλαδή ἕνας κατὰ πάντα συνεπὴς ἐκτελεστής τῶν θείων διαταγμάτων, ἕνας ἄνθρωπος καθαρὸς ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, ποιὸς ἄλλος παρὰ ὁ ἄριστος μποροῦσε νὰ τὸν ἐνσαρκώση; Καὶ ἄριστη ὑπῆρξε κατὰ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ ἡ μακαρία Παρθένος, Ἐκείνη τὴν ὁποία διάλεξε ὁ Ἴδιος σὰν ναὸ γιὰ τὸν Ἑαυτό Του, προτιμώντας την ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. Ἀφοῦ λοιπὸν ἦταν ἀπόλυτη ἀνάγκη νὰ φανερώση κάποιος ἄνθρωπος μὲ σαφήνεια τὴν ἀνθρώπινη φύση τέτοια ποὺ εἶναι πράγματι καὶ oἱ ἄλλοι ὅλοι ὑστέρησαν στὸ νά τὸ ἐπιτύχουν, δὲν ἀπόμενε παρὰ νὰ τὸ κατορθώση ἡ Παρθένος.

Ὅπως λοιπὸν εἶπα πιὸ πάνω, ὁ Θεὸς ἔβαλε μέσα μας δύναμη νὰ νικᾶμε τὴν ἁμαρτία ἀγρυπνώντας καὶ πολεμώντας, κι Αὐτὸς θὰ μᾶς κοσμοῦσε, ὅταν θὰ εἴχαμε νικήσει, καὶ μὲ τὸ νὰ μᾶς καταστήση ἐντελῶς ἀκίνητους στὸ ἀγαθό. Αὐτὰ καὶ τὰ δυό τά ἔφερε στὴν ἀνθρώπινη φύση μόνη ἡ Παρθένος. Τὸ πρῶτο μὲ ἐκεῖνα ποὺ κατώρθωσε αὐτὴ ἡ Ἴδια στὸν Ἑαυτό της, τὸ δεὺτερο μὲ Ἐκεῖνον τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε μητέρα.

Γιατί διὰ τῆς Παρθένου ἀπέδειξε ὁ ἄνθρωπος ὁλοφάνερα καὶ πάνω στὴν πράξη τή δύναμη ποὺ ὑπῆρχε μέσα του ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας. Ἡ Παρθένος παρέμεινε πράγματι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς Της ἀνέπαφη ἀπὸ κάθε κακία χάρις στὴν ἄγρυπνη προσοχή Της, στὴ σταθερή θέλησή Της καὶ στὴ μεγαλειώδη σωφροσύνη Της. Ἐνῶ στὸν Χριστό, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ αὐτὴ κατὰ τρόπο ἀνέκφραστο ἔλαβε ὁ ἄνθρωπος καὶ τὸ βραβεῖο. Ὁ Χριστὸς ἦταν ἀναμάρτητος χωρὶς νὰ χρειασθῆ νὰ ἀγωνισθῆ καὶ νά νικήση, ἦρθε στὴ ζωὴ στεφανωμένος σὰν ἡγεμόνας ποὺ παρουσιάζεται στοὺς ἀντιπάλους του στολισμένος, πρὶν ἀκόμη ἀρχίση ἡ μάχη, μὲ τὰ τρόπαια τῆς νίκης.

Δὲν κράτησε ἀνέπαφη ἀπὸ κάθε κακὸ τὴ θέλησή Του ἀγρυπνώντας, σὰν νὰ ὑπῆρχε καὶ περίπτωση νά δεχθῆ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ ἡ θέλησή Του ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἐντελῶς ἀμόλυντη καὶ ἀνεπίδεκτη κάθε κακίας, ὅπως ἔλαβε ἀπὸ τὸν τάφο ζωντανό τό σῶμα Του πέρα ἀπὸ κάθε φθορά. Ἒτσι, μὲ τὴν κατάσταση στὴν ὁποία βρισκόταν τό γένος μας, συμβάδιζε καὶ ἡ ποιότης τῶν δώρων πού μᾶς ἔδινε ὁ Θεός. Ἡ μιὰ γέννησε τὴν ἄλλη, τὸ νὰ γίνη δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ἀναμάρτητος μὲ τοὺς ἀγῶνες του ἔφερε τό δῶρο του νὰ ἔχη ἐντελῶς ἀκίνητο μέσα του τὸ ἀγαθό.

Ἒτσι τὴν πρώτη καθαρότητα ἔδωσε στὴ φύση μὲ τὴν πρὸοδό της ἡ Μητέρα. Καὶ ὁ Υἱὸς ἔδωσε τὴ δεύτερη καὶ καλύτερη. Κι αὐτὸ ἁρμόζει βέβαια νὰ συμβῆ σὲ μιὰ μακάρια Μητέρα, τὸ νὰ εὐοδοθῆ δηλαδὴ καθετί ποὺ ἀφορᾶ τὸν Υἱό Της, νὰ νικηθῆ ἡ Ἴδια ἀπὸ τὴν ἀρετή τοῦ παιδιοῦ Της καὶ νὰ κατορθώση δι᾽ Αὐτοῦ μεγαλύτερα κατορθώματα καὶ νὰ δοξασθῆ περισσότερο χάρις σ’ Αὐτὸν παρὰ χάρις στὸν Ἑαυτό της.

Φανέρωσε ἒτσι σ’ αὐτὸν τὸν κὸσμο, σὰν στὸν παράδεισο, καθαρὸ κι ὁλόκληρο τὸν ἂνθρωπο, τέτοιον ποὺ πλάσθηκε στὴν ἀρχὴ καὶ τέτοιον ποὺ ἔπρεπε νά μείνη καὶ τέτοιον ποὺ θά ἦταν στὴ συνέχεια, ἂν ἀγωνιζόταν γιά τὴν εὐγένειά του. Γιατί, ἀφοῦ ἔπρεπε ἡ ἀνθρώπινη φύση νά συναντηθῆ μὲ τή θεία καὶ νὰ ἑνωθῆ μαζί της τὸσο στενά, ὥστε νὰ ὑπάρχη καὶ στὶς δυὸ ἡ ἴδια ὑπόσταση, ἦταν προηγουμένως ἀνάγκη νὰ φανερωθῆ ἡ κάθε μιὰ ἀμιγής. Καὶ ὁ Θεὸς βέβαια φανερώθηκε ὅπως ἦταν δυνατὸν σ’ Αὐτὸν νὰ φανερωθῆ, ἐνῶ τὸν ἂνθρωπο τὸν φανέρωσε μόνη ἡ Παρθένος.

Κι ἔτσι ὁ Ἰησοῦς, πού ἦταν Θεὸς καὶ ἔγινε καὶ ἄνθρωπος, παρουσιάσθηκε ἀφοῦ προηγουμένως φανερώθηκε χωριστά ἡ κάθε μιὰ ἀπὸ τὶς δυό του φύσεις. Ὅπως ἀκριβῶς, ἀφοῦ πρῶτα ἔπλασε ὁ Θεός τό νοητὸ κὸσμο, στὴ συνέχεια ἐδημιούργησε τὸν αἰσθητὸ καὶ σὲ τρίτη φάση ἔκτισε αὐτὸν ποὺ ἀποτελεῖται καὶ ἀπὸ τὰ δυό, τὸν ἂνθρωπο, ἒτσι ὁ μὲν Θεὸς ὑπῆρχε ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὁ δὲ ἄνθρωπος ἐμφανίσθηκε μόλις στὸ τέλος τῶν αἰώνων, στὶς ἔσχατες δὲ αὐτὲς ἡμέρες παρουσιάσθηκε ὁ Θεάνθρωπος.

Καί μοῦ φαίνεται ὅτι, ἂν ὁ Θεὸς στὸ τέλος μόλις τῶν αἰώνων ἑνώθηκε μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση κι ὄχι ἀπὸ παλαιότερα, συνέβη αὐτό, γιατί δὲν εἶχε ὡς τότε ἀκόμη ὑπάρξει ἡ ἀνθρώπινη φύση κατὰ τρόπο ἀληθινό, ἀλλὰ γιά πρώτη φορὰ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἐμφανίσθηκε.

Ἔτσι ἡ Πανάμωμη δὲν ἐδημιούργησε τὸν ἂνθρωπο, ἀλλὰ τὸν βρῆκε συντετριμμένο˙ οὔτε πάλι μᾶς ἔδωσε τή φύση, ἀλλὰ τή συνετήρησε• οὔτε μᾶς ἔπλασε αὐτή, ἀλλὰ πρόσφερε ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα ἀναπλασθήκαμε. Ἔγινε ἔτσι βοηθός τοῦ πλὰστη, τὸ ἄγαλμα συνεργάσθηκε μὲ τὸν τεχνίτη. Αὐτὴ ξανάδωσε στὸ ἄγαλμα ὅ,τι εἶχε προηγουμένως κι Ἐκεῖνος πρόσθεσε αὐτὸ ποὺ δὲν εἶχε. Καὶ δὲν θά πρόσθετε βέβαια Ἐκεῖνος αὐτὸ ποὺ ἔλειπε, ἂν δὲν εὕρισκε αὐτὸ ποὺ ὑπῆρχε, πάνω στὸ ὁποῖο ἔπρεπε νά προσθέση τό δεὺτερο. Στὸν Ἀδὰμ ἀπὸ ὅλα τά ἄλλα ζῶα τοῦ Παραδείσου μόνη βοηθὸς ἦταν ἡ Εὔα. Καὶ τὸν Θεό, γιὰ νὰ φανερώση τή χρηστότητά Του, μόνη ἀπὸ ὅλα τὰ ὄντα τὸν ἐβοήθησε ἡ Παρθένος. Γιατί τίποτε ἄλλο δὲν μετεῖχε στὴ φύση τοῦ Ἀδὰμ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Εὔα, καὶ τίποτε ἑπομένως δὲν μποροῦσε νά λάβη μέρος στὶς πράξεις του.

Ἀλλὰ καὶ καμμιὰ ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες ὑπάρξεις δὲν συμμετεῖχε τόσο στὴ χρηστότητα τοῦ Θεοῦ, ὅσο ἡ Παρθένος• ἔτσι κανεὶς ἄλλος δὲν μποροῦσε νὰ τὸν βοηθήση. Γιατί βέβαια καὶ ὁ καλύτερος τεχνίτης φθάνει στὸ σκοπό του καὶ γίνεται φανερός, ὅτι εἶναι ἄριστος, ἂν βρῆ τὸ κατάλληλο ὄργανo ποὺ τὸν ἐξυπηρετεῖ στὴν πραγματοποίηση τῆς τέχνης του. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν βρῆκε ἁπλῶς ἕνα ὅργανο, ποὺ ταίριαζε κατὰ πάντα στὸ σκοπό του, ἀλλὰ ἕνα ἱκανώτατο συνεργάτη, τὴ μακαρία Παρθένο, κι ἔτσι φανέρωσε τὸν Ἑαυτό του.

Καί ὅλο τὸν ἄλλο καιρὸ παρέμενε, γιά νά τὸ ποῦμε ἒτσι, κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος ἀθέατος, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε κανείς γιά νά τὸν φανερώση. Μὸλις ὅμως ὑπῆρξε ἡ Παρθένος, ἔγινε καὶ Αὐτὸς ἐντελῶς φανερός. Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς ἀπὸ ὅλα τά σώματα μόνον διὰ μέσου τοῦ ἀέρος βλέπουμε καθαρὰ τὸν ἥλιο -ἐπειδὴ ὁ ἀέρας δὲν βάζει μαζὶ μὲ τὸ φῶς τίποτε τό δικό του μπροστὰ στὰ μάτια μας- κατὰ τὸν ἲδιο τρόπο καὶ Ἐκείνη τίποτε ἄλλο δὲν εἶχε ἐκτὸς ἀπὸ καθαρότητα καὶ ἀπὸ ὅ,τι ἦταν κατ’ ἐξοχήν συγγενικό πρός τὸ πρῶτο φῶς.

Γι’ αὐτὸ πανηγυρίζοντας μὲ εὐφροσύνη ἀπέραντη φθάνουμε λαμπροὶ καὶ μὲ τρόπο λαμπρὸ σ’ αὐτὴ τὴν ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποία ὅλα αὐτὰ ἔλαβαν τὴν ἀρχή τους. Στὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε ὄχι ἁπλῶς ἡ Παρθένος, ἀλλὰ μᾶλλον ἡ οἰκουμένη ὁλόκληρη, ποὺ Πρώτη καὶ μόνη εἶδε τὸν Ἀληθινὸ ἂνθρωπο, ἀπὸ τὸν Ὁποῖο ἐπήγασε γιὰ ὅλους ἡ δυνατότης νὰ γίνουν ἐπίσης ἀληθινοὶ ἄνθρωποι.

Σήμερα ἡ γῆ ἔδωκε καθαρὰ τὸν καρπό της, ἐνῶ ὅλο τὸν ἄλλο καιρὸ ἔδινε καρποὺς γεμάτους ἀπὸ ἀγκάθια καὶ τριβόλια, ἀπὸ τὴ συγκομιδὴ αὐτὴ ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Σήμερα ὁ οὐρανὸς κατάλαβε πὼς δὲν οἰκοδομήθηκε ἄσκοπα, ἀφοῦ Αὐτὸς γιὰ τὸν ὁποῖον δημιουργήθηκε φανερώθηκε, ἀφοῦ ὁ ἥλιος εἶδε ἐκεῖνο, πού, γιὰ νὰ τὸ βλέπη, ἔλαβε τό φῶς.

Σήμερα ὁλόκληρη ἡ κτίση ἔνοιωσε τὸν ἑαυτὸ της καλύτερο καὶ λαμπρότερο, ἀφοῦ ἔλαμψε τό κοινὸ στολίδι τοῦ σύμπαντος.

Σήμερα “ὅλoι οἱ Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἔψαλαν μὲ φωνὴ κραταιὴ ὕμνους καὶ ἐγκώμια στὸν Κύριό τους”, τὸσο περισσότερο ἀπὸ τότε ποὺ στόλιζε τὸν οὐρανὸ μὲ τὸ στεφάνι τῶν ἀστέρων, ὅσο Αὐτὴ ποὺ ἀνατέλλει σήμερα εἶναι ὑψηλότερη, καὶ λαμπρότερη ἀπὸ κάθε ἀστέρι καὶ γιά ὁλόκληρο τὸν κὸσμο ὠφελιμώτερη.

Σὴμερα ἡ τυφλωμένη φύση τῶν ἀνθρώπων ἔλαβε διεισδυτικό ὀφθαλμό, τὴν Παρθένο, διὰ τοῦ ὁποίου ἔφθασε νά ἰδῆ τά μεγαλεῖα αὐτῆς ἐδῶ τῆς ἡμέρας. Γιατί, ὅπως ἀργότερα τὸν ἐκ γενετῆς τυφλό, ἔτσι ὅταν συνάντησε ὁ Θεὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση νά περιπλανιέται σκοντάφτοντας τὴν ἐλέησε καὶ τῆς ἔδωσε τὸν ἀξιοθαύμαστο αὐτὸ ὀφθαλμό. Καί εἶδε ὁ ἄνθρωπος αὐτὰ ποὺ “διὰ μέσου πολλῶν προφητῶν καὶ βασιλέων ἐπεθύμησε νά ἰδῆ ἀπὸ μακριά, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε”. Γιατί, ὅπως μέσα σ’ ἕνα σῶμα ὑπάρχουν πολλὰ μέρη καὶ μέλη, κανένα ὅμως ἐκτὸς ἀπὸ τὸ μάτι δὲν ἔχει δημιουργηθῆ γιά νά βλέπη τὸν ἥλιο, ἒτσι ἀπὸ ὅλους τους ἀνθρώπους ποὺ ὑπῆρξαν ποτὲ μόνο στὴν Παρθένο δόθηκε ἀπόλυτα τό ἀληθινὸ Φῶς καί διά μέσου αὐτῆς δόθηκε σὲ ὅλους. Μιά ἀκατάπαυστη λοιπὸν ὑμνωδία προσφέρεται σ᾽ Αὐτὴν καὶ ἀπὸ τὶς δυὸ κτίσεις. Μὲ μιὰ φωνὴ ὅλες oἱ γλῶσσες ψάλλουν τά δικά Της μεγαλεῖα κι εἶναι ἀσίγητοι ὑμνωδοί τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ ὅλοι oἱ ἄνθρωποι κι ὅλοι οἱ χοροί τῶν Ἀγγέλων.

Καταθέτουμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς, ψάλλοντας, στὴν κοινὴ εἰσφορὰ αὐτὰ ποὺ μπορέσαμε: λιγώτερα δυστυχῶς καὶ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὀφείλαμε καὶ ἔπρεπε νά εἴμαστε πρόθυμοι νά προσφέρουμε, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ προθυμοποιηθήκαμε. Τόσα πολλὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ ὀφείλουμε.

Ἀλλὰ σ’ Ἐσένα καὶ στὴ δική σου φιλανθρωπία ἀνήκει, Πολυύμνητη, νὰ μὴ σταθμίσης τὴ χάρη ποὺ θά μᾶς δώσης σὲ τίποτε δικό μας, ἀλλὰ στὴ δική σου μεγαλοπρέπεια. Κι ὅπως Ἐσύ, ἀφοῦ ἐξαιρέθηκες ἀπὸ τὸ κοινὸ γένος κι ἔγινες δῶρο στὸν Θεό, ἐκόσμησες ἔπειτα ὅλους τούς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους, ἔτσι καὶ σ᾽ ἐμᾶς, ἀντὶ γι᾽ αὐτοὺς ἐδῶ τούς λόγους πού σοῦ προσφέρουμε, ἁγίασε τὸ θησαυροφυλάκιο τῶν λόγων, τὴν καρδιά μας, κι ἀνάδειξε τὴ χώρα τῆς ψυχῆς ἄγονη γιὰ κάθε κακὸ μὲ τὴ χάρη καὶ τή φιλανθρωπία τοῦ μονογενοῦς σου Υἱοῦ, τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖον ἁρμόζει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση μαζὶ μὲ τὸν ἂναρχό Του Πατέρα καὶ τὸ Πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Λόγος εἰς τὸ Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου

Λόγος εἰς τὸ Γενέσιον
τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου

Ἁγίου Φωτίου τοῦ Μεγάλου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως

Σήμερα ἡ Παρθένος μητέρα γεννιέται ἀπὸ στείρα μητέρα καὶ εὐτρεπίζεται τὸ παλάτι τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Σήμερα σπάζουν τὰ δεσμὰ τῆς στειρότητας καὶ σφραγίζονται τὰ κλεῖθρα τῆς Παρθένου. Γιατί ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα ἡ ἄγονη μήτρα καὶ τὰ νεκρὰ σπλάχνα γιὰ παιδοποιΐα ἔδωσαν παρ’ ἐλπίδα ὡραῖο καρπό, μὲ αὐτὰ μνηστεύεται καὶ τὸ ἀδιάφθορό της παρθενίας καὶ μὲ ὁλοφάνερα ἔργα προαγγέλλεται τὸ θαῦμα τῆς κυοφορίας. Γιατί εἶναι ὑπερφυσικὸ θαῦμα γέννηση χωρὶς μεσολάβηση ἄνδρα καὶ διατήρηση τῆς παρθενίας μετὰ τὴ γέννηση. Ἐπίσης νικᾶ τοὺς νόμους τῆς φύσης καὶ ἡ στείρα ποὺ συλλαμβάνει μετὰ τὰ γηρατειά της καὶ γεννᾶ καὶ μὲ ὅσα θαυμαστὰ ἔργα γίνονται προοιμιάζεται ἡ γέννηση τῆς Παρθένου.

Σήμερα ἡ Ἄννα θερίζει τὸν καρπὸ ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὸν ὀνειδισμὸ τῆς ἀτεκνίας καὶ ἡ οἰκουμένη ἀπολαμβάνει τὰ καρποφόρα στάχυα τῆς χαρᾶς. Ὁ Ἰωακεὶμ ὀνομάζεται πατέρας τοῦ παιδιοῦ, καὶ ἐμεῖς παίρνουμε ὡς ἀρραβώνα τὴν τιμὴ τῆς υἱοθεσίας. Σήμερα ἡ Παρθένος προβάλλει ἀπὸ ἄγονα σπλάχνα, καὶ ἡ στειρότητα διαδέχεται τὶς πηγὲς τῆς ἁμαρτίας, καὶ τὸ σύνολο τῆς συναγωγῆς τῶν Ἰουδαίων χηρεύει, καὶ τὰ παιδιὰ προβάλλουν ἀπὸ τοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα αὐξάνουν καὶ πληθαίνουν κατὰ τρόπο θεϊκὸ γιὰ τὸν νυμφίο Χριστό. Ἡ Παρθένος προέρχεται ἀπὸ ἄγονη μήτρα, ποὺ καὶ ὅταν ἀκόμα εἶναι γόνιμη ἡ γέννηση εἶναι παράδοξη. Ὢ πόσο μεγάλο θαῦμα! Ὅταν ἐξέλειπε ὁ χρόνος τῆς σπορᾶς, τότε ἔφτασε ὁ καιρὸς τῆς καρποφορίας, ὅταν σβήσθηκε ἡ φλόγα τῆς ἐπιθυμίας, τότε ἄναψε ἡ λαμπάδα τῆς τεκνοποιΐας. Ἡ νεότητα δὲν ἔδωσε ἄνθος, καὶ προβάλλουν βλαστὸ τὰ γηρατειά· δὲν φάνηκε ἐξόγκωση τῆς κοιλιᾶς ὅταν ἦταν ἡ φύση στὴν ἀκμή της, καὶ προβάλλει ἀειπάρθενο βρέφος ὡς γέννημα ὑπερήλικης μήτρας.

Αλλ’ ἀπορεῖς, ἄνθρωπε, ἂν γέννησε ἡ στείρα, καὶ πολυερευνᾶς αὐτὰ ποὺ ἔπρεπε νὰ θαυμάζεις, ποὺ πρέπει νὰ μᾶς προκαλοῦν θαυμασμό, παρὰ νὰ θεωροῦμε μηδαμινὸ αὐτὸ ποὺ θαυμάζεται, καὶ λογομαχεῖς, πῶς μπορεῖ νὰ γεννήσει στείρα; Ἂν εἶναι στείρα δὲν γεννᾶ, κι ἂν γεννᾶ δὲν εἶναι στείρα. Καὶ πῶς στήθη ποῦ στέγνωσαν γίνονται πάλι πηγὴ γάλακτος; Ἂν τὸ γῆρας δὲν εἶναι στὴ φύση του νὰ θησαυρίζει αἷμα, πῶς αὐτὸ ποῦ δὲν ἔλαβαν οἱ θηλὲς τὸ λευκαίνουν σὲ γάλα; Καὶ πῶς μήτρα ποὺ ἀδρανοποιήθηκε λειτουργεῖ καὶ ζωογονεῖ καὶ συγκροτεῖ καὶ τρέφει τὸ ἔμβρυο; Αὐτὰ ἐσὺ μηχανορραφεῖς κατὰ τοῦ ἐαυτοῦ σου καὶ τῆς σωτηρίας σου. Καὶ ποιὸς εἶσαι; Γιατί δὲν θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ εἶσαι ἀπὸ τοὺς πιστοὺς καὶ ἄξιούς του θαύματος· οὔτε βέβαια, οὔτε θὰ παρασυρθεῖ νὰ ἀπιστήσει ὁ πιστὸς μὲ ἐκεῖνα ποὺ συντελοῦν στὴν πίστη, ἀλλὰ ὁ Ἰουδαῖος.

Ἡ Σάρα δηλαδὴ πῶς ἢ ποῦ σὲ παρακαλῶ ἐξέπεσε στὶς ἐλπίδες της; Ἄραγε δὲν εἶδε τὸν Ἰσαὰκ υἱὸ τῶν γηρατειῶν καὶ τῆς στειρότητάς της; Ἂν ἡ Ἄννα σου προκαλεῖ σύγχυση καὶ ταράζει τοὺς λογισμούς σου, πιὸ πολὺ πρέπει ἡ Σάρα, γιατί γιὰ πρώτη φορὰ συνέβη σ’ αὐτήν. Ἂν αὐτό σε κάνει νὰ ἀμφιβάλλεις, δὲν ἀντιλαμβάνεσαι ὅτι παραγράφεις τὸ ἄλλο ἀπὸ τὴ συγγένειά σου καὶ κόβεις τὶς ρίζες ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι δυνατὸ νὰ ἔχεις κλάδο, καὶ δὲν ἐλέγχεσαι ὅτι ἔχεις καταπέσει ἀπὸ τοὺς Ἰουδαϊκοὺς νόμους;

Ἀπὸ παλαιὰ λοιπόν, ἂν καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν ὑποδουλωμένη στὴ δύναμη τῶν προγονικῶν ἁμαρτημάτων, ἡ γέννηση τῆς ἀπογόνου παρέχει λαμπρά τα συνθήματα, ὑποσαλπίζοντας ὅτι ὁ καθαιρέτης τους θὰ τὴ βγάλει ἀπὸ τὴν τυραννίδα καὶ θὰ τὴν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν δουλεία. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀδὰμ μαζὶ μὲ τὴν Εὕα, ἀφοῦ καθάρθηκαν ἀπὸ ἐκείνους τοὺς παλαιοὺς ρύπους τῆς παράβασης καὶ ἀπέρριψαν τὴν κατήφεια καὶ τὴ σκυθρωπότητα, μὲ ἐλεύθερη φωνὴ καὶ βλέμμα χοροστατοῦν χαρούμενοι στὴν πανήγυρη τῆς Παρθένου καὶ μᾶλλον ἔχουν γίνει οἱ κορυφαῖοι του χοροῦ. Γιατί αὐτοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἔγινε ἡ σπορὰ τῆς ἁμαρτίας ποὺ φύτρωσε σὰν παράσιτο στὸ γένος καὶ τὸ νόθευσε, αὐτοὶ μᾶλλον εἶναι δίκαιο τώρα ποὺ ξεριζώνεται, αὐτοὶ νὰ εἶναι ἀρχηγοὶ τῆς χαρᾶς καὶ τῆς χοροστασίας καὶ νὰ πλησιάζουν καὶ νὰ συγκαλοῦν τοὺς ἀπογόνους ἐκείνων.

Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς πρώτους παραβάτες μεταδόθηκε τὸ ἀρρώστημα τῆς παράβασης σὲ ὅλους καὶ ὅλοι ἔχουν ἀνάγκη τῆς ὅμοιας θεραπείας, κι ἀφοῦ ἡ παγκόσμια σωτηρία θεμελιώνεται σήμερα μὲ τὴ γέννηση τῆς Παρθένου, ἔπρεπε νὰ ὀργανώσουμε κοινὴ καὶ πάνδημη τὴν πανήγυρη, καὶ νὰ ἀνακρούσουμε δημόσιες καὶ ὑπερκόσμιες τὶς εὐχαριστήριες ὠδές· γιατί ἡ παγκοσμιότητα τῆς σωτηρίας ἀπαιτεῖ ὑπερκόσμια τὴν εὐχαριστία.

Ἃς ἀναπέμψουμε λοιπὸν εὐχαριστήριες ὠδές, ἐπειδὴ ὁ Ἀδὰμ ἀναδημιουργεῖται καὶ ἡ Εὕα ἀνακαινίζεται, μαζὶ μὲ αὐτὸν καὶ ἡ κατάρα διαλύεται καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση μας, ἀποβάλλοντας τὸ νεκρὸ καὶ δερμάτινο πρόσωπο τῆς ἁμαρτίας, ἀναμορφώνεται στὴν ἀρχαία τιμὴ τῆς δεσποτικῆς εἰκόνας. Ἃς ἀναπέμψουμε εὐχαριστήριες ὠδὲς καὶ ἃς συγκροτήσουμε πάνδημους χορούς, ἐπειδὴ προερχόμενη ἡ Παρθένος ἀπὸ ἄγονα σπλάχνα, ἁγιάζει τὴν ἄγονη μήτρα τῆς φύσης, ἐμβολιάζοντας τὴν ἀκαρπία της μὲ τὴν πλούσια καρποφορία ἀρετῶν. Γιατί γιὰ ὅσα χρειάστηκαν στὸν Κύριο ὅλων καὶ γεωργό τα ρεῖθρα τῶν ἀχράντων αἱμάτων της γιὰ τὴν ἄρδευση ὅλης της καταξηραμένης ζύμης, μὲ αὐτὰ ἀναδέχεται εὔλογα καὶ τὴν εὐλογία τῆς καρποφορίας.

Ἡ κλίμακα ποὺ ἀνεβάζει στοὺς οὐρανοὺς κατασκευάζεται καὶ ἡ γήινη φύση, ὑπερπηδώντας τὰ ὅριά της, ἐγκαθίσταται στὶς οὐράνιες κατοικίες. Ὁ δεσποτικὸς θρόνος ἑτοιμάζεται ἐπάνω στὴ γῆ, τὰ ἐπίγεια ἁγιάζονται, τὰ τάγματα τῶν οὐρανῶν συναναστρέφονται μαζὶ μέ μας, καὶ ὁ πονηρός, ποὺ στὴν ἀρχὴ μᾶς ἀπάτησε κι ἔγινε ὁ ἀρχιτέκτονας τῆς ἐναντίον μᾶς ἐπιβουλῆς, δέχεται τὴ συντριβὴ τῶν δόλων καὶ τῶν τεχνασμάτων του ποὺ ἔχουν ἀποσαθρωθεῖ χάνοντας τὴν ἰσχύ τους.

Ποιὸς μπορεῖ νὰ διηγηθεῖ τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ; Ποιὸς λόγος θὰ ἐκφράσει τὴ δύναμη τῶν πέρα ἀπὸ τὸ λόγο πραγμάτων; Καὶ πῶς κάθε νοῦς δὲν θὰ παραλύσει προσπαθώντας νὰ κατανοήσει τὸ μέγεθος τῶν ἔργων; Κατ’ ἀρχὰς ἔπλασε ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο κινούμενος ἀπὸ ἄφατο πλοῦτο φιλανθρωπίας, δίνοντας στὸ πλάσμα τὴ χάρη νὰ φέρει τὴ δύναμη καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ πλάστη του, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὸ ἕνα δήλωνε τὴν εὐγένεια τῆς σάρκας, ἐνῶ τὸ ἄλλο τοῦ πνεύματος. Ὁ παράδεισος, πράγμα εὐχάριστο κι ἀγαπητό, φυτευόταν στ’ ἀνατολικά, μοσχοβολώντας ἀπὸ ἄνθη λειβαδιῶν καὶ ὄντας κατάμεστος ἀπὸ ὡραίους καὶ ποικίλους καρποὺς δένδρων· ποτάμια ἐπίσης κυλώντας ἐνδιάμεσα καὶ ποτίζοντας μὲ καθαρὰ νερὰ τὴν ἔκταση, προσέδιδαν ἀπίθανη ὀμορφιὰ στὸν τόπο.

Σ’ αὐτὸν ὁ πλάστης ἐγκαθιστᾶ τὸ φιλοτέχνημα τῆς δεσποτικῆς παλάμης, κάνοντάς το κύριο ὅλων καὶ παρουσιάζοντάς το νὰ περιβάλλεται ἀπὸ ἄφθονα ἀγαθά. Ἔπειτα τοῦ ἔδωσε σύζυγο ἀφοῦ τὴν ἀπέσπασε ἀπὸ τὴν πλευρά του μὲ γέννα ἀνέκφραστη, ὥστε, αὐτὸν ἀπὸ τὸν ὁποῖο εἶχε ληφθεῖ, αὐτὸν νὰ ἀναγνωρίζει, τὸν δανειστή της, ὡς κεφαλὴ καὶ νὰ εἶναι προσηλωμένη, ἔχοντας στὴ σκέψη τῆς τὴν ὑποχρέωσή της καὶ μὲ τὸ σύνδεσμο τῆς φύσης νὰ δημιουργηθεῖ σ’ αὐτοὺς ὁ σύνδεσμος τῆς ὁμόνοιας.

Ἀλλ’ ἀφοῦ χάρισε τὴν ἀπόλαυση καὶ τὴν κυριαρχία σὲ ὅλα τα ἀγαθά του παραδείσου, ἐπειδὴ ἔπρεπε αὐτὸς στὸν ὁποῖον εἶχε ἐμπιστευθεῖ τὸ μέγεθος μιᾶς τέτοιας καὶ τόσο μεγάλης ἐξουσίας νὰ παιδαγωγηθεῖ καὶ νὰ ἀσκηθεῖ καὶ μὲ κάποια ἐντολή, τοῦ δίνει ἕνα νόμο, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο οὔτε δύσκολο ἦταν νὰ ζήσει, οὔτε εὐκολότατο νὰ τὸν φυλάξει στὸ σύνολό του, καὶ μὲ βάση αὐτὸν θὰ κέρδιζε τὴν ἀμοιβὴ ἢ τὴν καταδίκη του. Χωρίζοντας, δηλαδὴ μὲ τὸ λόγο του, κάποιο φυτὸ ἀπὸ τὰ ἄλλα ἀπὸ ὅσα ἀνθοῦσαν ὡραιότητα, τοῦ δίνει τὴν ἐντολὴ ποὺ ἀπαγόρευε νὰ φάει ἀπὸ αὐτὸ μόνο.

Θηρίο ὅμως πονηρὸ καὶ ἀρχὴ τοῦ κακοῦ, τὸ ὁποῖο ἡ πράξη ὀνόμασε διάβολο, βάζοντας στὸ μάτι τὸν ἄνθρωπο ἀμέσως ἀπὸ τὴ δημιουργία του, χρησιμοποιώντας σὰν ὄργανό του ἄλλο θηρίο ἀπὸ τὰ ἑρπετὰ καὶ ἀπευθύνοντας στὴ γυναίκα λόγο ἀπατηλὸ καὶ θελκτικὸ καὶ ρίχνοντας στὸ νομοθέτη πολλὴ βλασφημία, πείθει τὴ γυναίκα καὶ μέσω αὐτῆς τὸ σύζυγό της, νὰ ἀδιαφορήσουν γιὰ τὴν ἐντολὴ καὶ νὰ φᾶνε ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶχε θεσπιστεῖ νὰ μὴ φᾶνε. Κι αὐτοί, τὴν ἴδια στιγμή, καὶ τὴν προσταγὴ παρέβαιναν καὶ ἔχαναν ὅλα τα χαρίσματα, πράγμα ποὺ ἦταν ὁ σκοπὸς τοῦ ἐπίβουλου. Γιατί γι’ αὐτὸ τὸ σκοπὸ εἶχε γίνει ὅλη αὐτὴ ἡ μηχανορραφία. Κι ἀπὸ τότε, μεταφερόμενο τὸ παράπτωμα ἀπὸ τοὺς προγόνους στοὺς ἀπογόνους, εἶχε ὁ ἐπιβουλευτὴς μᾶς ὑποδουλωμένο στὴν ἐξουσία τοῦ ὅλο το γένος.

Τί ἔκανε λοιπὸν ὁ πλάστης καὶ κηδεμόνας μας; Ἄφησε ἄραγε μέχρι τὸ τέλος τὸ πλάσμα του νὰ ταλαιπωρεῖται, νὰ μένει δουλός των παθῶν; Ὄχι βέβαια. Πῶς δηλαδὴ θὰ ἀνεχόταν, αὐτὸ ποὺ ἔπλασε ἀπὸ ὑπερβολικὴ ἀγάπη, νὰ τὸ βλέπει μ’ εὐχαρίστησή του νὰ μένει αἰχμάλωτο καὶ νὰ ζεῖ στὴν πλάνη; Γι’ αὐτό, ἀφοῦ συνεδρίασε μὲ τὸν ἑαυτό της, ἂν ἐπιτρέπεται νὰ τὸ πῶ ἔτσι, ἡ ἑνότητα τῆς ἁγίας Τριάδας (εἶναι ὅμως θεμιτὸ νὰ τὸ ποῦμε γιὰ τὴν ἀνάπλαση, ἐπειδὴ καί το, «ἃς δημιουργήσουμε ἄνθρωπο σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα μας καὶ ὅμοιο μὲ μᾶς» ἔχει λεχθεῖ γιὰ τὴν ἀρχικὴ πλάση) μὲ τὴν ἑνιαία θέλησή της διευθέτησε τὴν ἀνάπλαση τοῦ πλάσματός του ποὺ εἶχε συντριβή.

Κι αὐτὴ (γιατί εἶχαν ἐξαγριωθεῖ καὶ ρημαχτεῖ φοβερὰ οἱ ἄνθρωποι καὶ δὲν ἐπέστρεφαν οὔτε μὲ ἀπειλὲς οὔτε μὲ ποινὲς οὔτε μὲ νόμους οὔτε μὲ προφῆτες), ζητοῦσε ἄνθρωπο ποὺ εἶχε τὴν ἴδια μ’ ἐμᾶς φύση, στὸν ὁποῖο θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ δεῖ ἀπαράβατη τὴν τήρηση τῆς νομοθεσίας, ὥστε καὶ γιὰ νὰ μποροῦν οἱ ἄνθρωποι, μὲ ὅσα ἔβλεπαν τοὺς συνανθρώπους τους νὰ πράττουν, νὰ τοὺς μιμοῦνται, καὶ αὐτὸ μὲ τὸ ὁποῖο ἔλαβε τὴ δύναμή του ἐναντίον μᾶς αὐτὸς ὁ μηχανορράφος, μὲ τὸ ἴδιο νὰ καθαιρεθεῖ ἀπὸ τὴν κυριότητα μὲ νόμιμη νίκη καὶ ἀγώνισμα.

Ἔπρεπε λοιπὸν κάποιο ἀπὸ τὰ πρόσωπα τῆς Τριάδος νὰ ἔρθει στοὺς ἀνθρώπους, ὥστε, ὅποιας φύσης ἦταν τὸ δημιούργημα, αὐτῆς νὰ φανεῖ ὅτι εἶναι καὶ τὸ ἀναδημιούργημα· καὶ ἔπρεπε ὁπωσδήποτε ἐκεῖνο νὰ γίνει κάτω Υἱὸς καὶ νὰ μὴν ἀτιμάσει τὸ ἄνω ἀξίωμά του, ποὺ ἀπὸ τοὺς αἰῶνες τὸ εἶχε καὶ δοξαζόταν μ’ αὐτό. Ἀλλὰ νὰ βρεθεῖ ἀνάμεσα στοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων δὲν ἦταν δυνατὸ χωρὶς τὴ σάρκωση. Γιατί ἡ σάρκωση εἶναι ἡ ὁδὸς γιὰ τὴ γέννηση, καὶ γέννηση εἶναι ἡ κατάληξη τῆς κυοφορίας. Κι αὐτή, περιγράφοντας μητέρα, ζητοῦσε εὔλογα νὰ γίνει ἀπὸ πρὶν ἡ ἑτοιμασία της. Ἔπρεπε ἄρα νὰ ἑτοιμαστεῖ κάτω μητέρα τοῦ πλάστη γιὰ τὴν ἀνάπλαση ἐκείνου ποὺ εἶχε συντριβεῖ, κι αὐτὴ νὰ εἶναι παρθένος, ὥστε, ὅπως ἀπὸ παρθένα γῆ πλάσθηκε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ἔτσι κι ἀπὸ παρθενικὴ μήτρα νὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ ἀνάπλαση, καὶ καμιὰ παρέμβαση ἡδονῆς οὔτε νόμιμη, οὔτε καὶ νὰ ἐπινοηθεῖ στὴ γέννηση τοῦ δημιουργοῦ· γιατί ἦταν αἰχμάλωτός της ἡδονῆς αὐτὸς ποὺ ὁ Δεσπότης θέλησε νὰ ἐλευθερώσει καὶ καταδέχθηκε νὰ γεννηθεῖ.

Ἀλλὰ ποιὰ ἦταν ἄξια νὰ γίνει διάκονος τοῦ μυστηρίου; Ποιὰ ἦταν ἄξια νὰ γίνει μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ δανείσει σάρκα σ’ ἐκεῖνον ποῦ πλουτίζει τὰ σύμπαντα; Ποιὰ λοιπὸν ἦταν ἄξια; Ἢ εἶναι φανερὸ ὅτι εἶναι αὐτὴ ποὺ σήμερα βλάστησε μὲ τρόπο παράδοξο ἀπὸ τὴν ἄκαρπη ρίζα, τὸν Ἰωακεὶμ καὶ τὴν Ἄννα, τῆς ὁποίας ἐμεῖς ἑορτάζουμε λαμπρὰ τὴ γέννησή της καὶ τῆς ὁποίας ἡ γέννηση κάνει τὴν ἀρχὴ τοῦ θαύματος τοῦ μεγίστου μυστηρίου, ἐννοῶ τῆς ἔνσαρκης γέννησης τοῦ Σωτήρα καὶ γιὰ τὴν ὁποία συγκροτήθηκε αὐτὴ ἡ θεία καὶ πάνδημη σύναξη; Γιατί ἔπρεπε, ἔπρεπε αὐτὴ ποὺ ἀπὸ τὰ σπάργανα διατήρησε ἁγνό το σῶμα της, ἁγνὴ τὴ ψυχὴ καὶ ἁγνούς τους λογισμοὺς μὲ ἀνώτερο λόγο, νὰ προοριστεῖ αὐτὴ μητέρα τοῦ πλάστη.

Ἔπρεπε αὐτὴ ποὺ ἀπὸ βρέφος προσφέρθηκε στὸ ναὸ καὶ εἰσῆλθε στοὺς ἄβατους χώρους, νὰ φανεῖ ἔμψυχος ναὸς ἐκείνου ποὺ τῆς ἔδωσε τὴ ψυχή. Ἔπρεπε αὐτὴ ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ ἄγονη μήτρα μὲ λόγο παράδοξο καὶ ἐξάλειψε τὸ ὄνειδος τῶν γονέων της, νὰ ἀνακαλέσει καὶ τὸ σφάλμα τῶν προπατόρων. Γιατί εἶχε τὸν προορισμὸ ἡ ἀπόγονος νὰ ἀποκαταστήσει τὴν ἥττα τὴν προγονικὴ γεννώντας μὲ γέννα χωρὶς ἄνδρα τὸν Σωτήρα τοῦ γένους καὶ δίνοντας σῶμα σ’ αὐτόν. Ἔπρεπε αὐτὴ ποὺ μὲ τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς τῆς ἔδωσε ὡραία στὸν ἑαυτὸ τῆς μορφή, νὰ ἐμφανισθεῖ ξεχωριστὴ νύμφη ποὺ νὰ ταιριάζει στὸν οὐράνιο νυμφίο. Ἔπρεπε αὐτή, ποὺ μὲ τὶς σὰν ἄστρα ἐκδηλώσεις τῶν ἀρετῶν της, κατέστησε τὸν ἑαυτὸ τῆς οὐρανό, ἀνατέλλοντας τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης νὰ γίνει γνωστὸς σὲ ὅλους τους πιστούς. Ἔπρεπε αὐτὴ ποὺ μία φορὰ ἔβαψε τὸν ἑαυτό της μὲ τὸ πορφυρὸ χρῶμα τῶν παρθενικῶν αἱμάτων της, νὰ γίνει ἁλουργίδα (βασιλικὸ ἔνδυμα) τοῦ Βασιλιὰ τῶν πάντων.

Πῶ πῶ θαῦμα! αὐτὸν ποὺ ἡ φύση ὅλη δὲν χωρεῖ, τὸν κυοφορεῖ ἄνετα ἡ παρθενικὴ μήτρα. Αὐτὸν ποὺ δὲν τολμοῦν νὰ ἀτενίσουν τὰ Χερουβίμ, ἡ Παρθένος τὸν κρατεῖ στὴν ἀγκαλιά της μὲ τὰ πήλινα χέρια της. Τὸ ὅρος τὸ ἅγιο προέρχεται ἀπὸ τὴν ἔρημη καὶ ἄγονη μήτρα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο, ἀφοῦ ἀποκόπηκε χωρὶς σύμπραξη χεριῶν λίθος πολύτιμος ἀκρογωνιαῖος ὁ Χριστὸς ὁ Θεός μας, συνέτριψε τοὺς ναοὺς τῶν δαιμόνων καὶ τὰ βασίλεια τοῦ Ἅδη μαζὶ μὲ τὴν ἴδια τὴν τυραννικὴ ἐξουσία. Ὁ ἔμψυχος καὶ οὐράνιος κλίβανος κατασκευάζεται στὴ γῆ, μέσα στὸν ὁποῖο ὁ πλάστης, ἀφοῦ ἕψησε τῆς δικῆς μου ζύμης τὴν ἀπαρχὴ καὶ κατέκαψε μαζὶ καὶ τὰ ζιζάνια ποὺ φύτρωσαν, καθαρὴ ὅλη τὴ ζύμη τὴν κάνει ἄρτο γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἀλλὰ τί θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς καὶ τί δὲν θὰ πάθει διαπλέοντας τὸ πέλαγος τῶν χαρισμάτων καὶ κατορθωμάτων τῆς Παρθένου; Δειλιάζει καὶ χαίρεται καὶ ἠρεμεῖ κι ἀναπήδα ἀπὸ χαρά. Καὶ πάλι σωπαίνει καὶ βρίσκει τὴ μιλιά του, συστέλλεται καὶ πλατύνεται, συρόμενος ταυτόχρονα ἀπὸ τὴ μιὰ ἀπὸ τὸ φόβο, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀπὸ τὸν πόθο.

Ἐγὼ ὅμως παραδίδοντας τὸν ἑαυτό μου στὸν πόθο μᾶλλον παρὰ στὸ φόβο, μὲ εὐχαρίστηση, γνωρίζετε καλά, ἦρθα καὶ πολλὰ λέγοντάς σας, ἂν καὶ εἶναι ἄχρηστα, μὲ τὸν σὰν ποτάμι λόγο μου, καθὼς τὰ παρθενικὰ αἵματα μὲ κάνουν νὰ λιμνάζω (νὰ ἀκινητοποιοῦμαι) καὶ νὰ πλημμυρῶ, καὶ μάλιστα βλέποντας καὶ ἐσὰς νὰ ἀνοίγετε πρόθυμα τὶς ἀκοές σας καὶ ὅλο σας τὸ νοῦ νὰ τὸν ἔχετε στρέψει στὸν ὕμνο τῆς Ἀειπάρθενου, καὶ συνάμα νὰ ἑξαγνίζεσθε, ἂν ἐγὼ ἔχω μυηθεῖ κάπως στὰ παρθενικὰ μυστήρια. Ἀλλ’ ὅμως ἡ περίσταση σὲ ἄλλα μᾶς παρακινεῖ, σὲ ἄλλου εἴδους τιμὴ τῆς Παρθένου· ἐννοῶ νὰ ἀρχίσουμε τὴ μυστικὴ καὶ ἀναίμακτη θυσία (γιατί τιμὴ τῆς μητέρας εἶναι ἡ ἀνάμνηση τῶν ἑκούσιων παθημάτων τοῦ Υἱοῦ), πρὸς τὴν ὁποία ἕλκομαι στὴ συνέχεια καὶ τὴν ὁποία εἶναι πολὺ ἐπίκαιρο νὰ τελέσω ὡς ἱερουργός.

Ἀλλὰ ἐσύ, Παρθένε καὶ μητέρα τοῦ Λόγου, ὁ δικός μου ἐξιλασμὸς καὶ ἡ καταφυγή, ποὺ μὲ παράδοξο τρόπο καλλιεργήθηκες ἀπὸ τὴ στείρα καὶ ποὺ καρποφόρησες γιὰ μᾶς ἀκόμα πιὸ παράδοξά το στάχυ τῆς ζωῆς, πρεσβεύοντας καὶ μεσιτεύοντας πρὸς τὸν Υἱό σου καὶ Θεό μας γιὰ μᾶς ποὺ εἴμαστε ὑμνητές σου νὰ καθαρισθοῦμε ἀπὸ κάθε ρύπο καὶ κάθε μόλυσμα, ἀνάδειξέ μας ἄξιους γιὰ τὸν οὐράνιο νυμφώνα πρὸς αἰώνια ἀνάπαυση καὶ καταφωτιζόμενους ἀπὸ τὸ τριπλὸ φῶς τῆς ὑπερούσιας Τριάδας καὶ ἐντρυφώντας μέσα στὰ ὑπερφυσικὰ καὶ ἄρρητα θεάματα αὐτῆς μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

(Ἁγίου Φωτίου τοῦ Μεγάλου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Ὁμιλία Θ΄, Εἰς τὸ Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἠμῶν Θεοτόκου, ΕΠΕ 12, σ. 248-273 (ἀποσπάσματα).

Στόν πάνσεπτο τοῦ Χριστοῦ Πρόδρομο καί Βαπτιστή Ἰωάννη

Στόν πάνσεπτο τοῦ Χριστοῦ
Πρόδρομο καί Βαπτιστή Ἰωάννη

Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ

Ἄν ὁ θάνατος τῶν ὁσίων εἶναι ἀξιοτίμητος καί ἡ μνήμη τοῦ ἀνθρώπου, πού σ’ ὅλη του τή ζωή ἔκανε μέ συνέπεια τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πανηγυρίζεται μέ ἐγκωμιαστικούς λόγους, πόσο περισσότερο ἔχουμε ἐμεῖς ὑποχρέωση νά γιορτάζουμε μέ ἐγκώμια τή μνήμη τοῦ Ἰωάννη, πού βρίσκεται στήν πιό ψηλή κορυφή, πάνω ἀπ’ ὅλους τούς ὁσίους καί τούς δικαίους; τοῦ Ἰωάννη πού σκίρτησε προφητικά γιά τή σάρκωση τοῦ Θεοῦ-Λόγου -ἐνόσω ἀκόμα βρισκόταν στή μητρική κοιλιά- πού γεννήθηκε καί κήρυξε πρίν ἀπό Ἐκεῖνον καί μέ τά κηρύγματά του ἑτοίμασε τήν ἔλευσή Του στόν κόσμο; τοῦ Ἰωάννη πού ἀπό Αὐτόν τόν Θεό-Λόγο ἐπίσης ἀνακηρύχτηκε καί ὁμολογήθηκε δημόσια ὡς ἀνώτερος ἀπ᾽ ὅλους τούς προφῆτες, τούς δικαίους καί τούς ὁσίους ὅλων τῶν αἰώνων; Δέν μποροῦμε βέβαια νά ἰσχυριστοῦμε ὅτι, ἐπειδή ἡ ζωή του ξεπερνάει τά ἀνθρώπινα λόγια ἤ ὅτι ἐπειδή ὁμολογήθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Μονογενῆ Λόγο τοῦ Θεοῦ καί τιμήθηκε δημόσια, δέν ἔχει ἀνάγκη καί ἀπό τό δικό μας ἐγκώμιο, καί μέ αὐτή τήν πρόφαση νά σιωπήσουμε καί ν’ ἀφήσουμε νά περάσει ἡ ἡμέρα τῆς μνήμης του χωρίς ἐγκωμιαστικούς λόγους, αὐτούς πού οἱ δυνάμεις μας ἐπιτρέπουν νά ἐκφωνήσουμε, μέ σκοπό νά τιμήσουμε αὐτόν πού, κατά τίς γραφές, ὑπῆρξε ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ-Λόγου. Ἴσα-ἴσα, ἐπειδή τόσο μεγάλος ἀνακηρύχτηκε καί ὁμολογήθηκε δημόσια ἀπό τόν ἴδιο τό Δεσπότη τῶν ὅλων Ἰησοῦ Χριστό, κάθε γλώσσα πιστοῦ χριστιανοῦ ἄς κινηθεῖ γιά νά τόν ὑμνήσει μ᾽ ὅλη της τή δύναμη. Ὄχι βέβαια γιατί θά καταφέρουμε νά προσθέσουμε ἕνα ἀκόμη στολίδι στή δόξα του -πῶς εἶναι δυνατόν;- ἀλλά γιά νά ἐκπληρώσουμε τό χρέος μας καθένας χωριστά καί ὅλοι μαζί, ἐξιστορώντας καί ὑμνώντας ὅλα τά ἀξιοθαύμαστα πού σχετίζονται μέ τήν ἁγία μορφή του. Γιατί ὁλόκληρη ἡ ζωή τοῦ μεγαλύτερου ἀπ᾽ ὅλους ὅσους ποτέ γεννήθηκαν πάνω στή γῆ, ξεπερνάει κάθε θαῦμα. Καί μάλιστα, ὄχι μόνο ὁλόκληρη ἡ ζωή ἐκείνου πού προφήτεψε, πρίν ἀκόμα γεννηθεῖ καί πού ἀργότερα ξεπέρασε κάθε προφήτη, ἀλλά καί ὅσα συνέβηκαν πολύ πρίν ἀπό τή γέννησή του καί μετά τήν ὁσιακή ζωή του καί ἔχουν σχέση μ᾽ αὐτόν, ὑπερβαίνουν κάθε θαῦμα.

Θεῖες γι᾽ αὐτόν λαλιές θεοφώτιστων προφητῶν τόν ὀνόμασαν, πρίν ἀπ᾽ τή γέννησή του, ἄγγελο καί ὄχι ἄνθρωπο, λυχνάρι τοῦ οὐράνιου φωτός πού σάν ἄλλος ὁλόλαμπρος αὐγερινός ἀνέτειλε πρίν ἀπό τόν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης καί πού ὑπῆρξε -ἀφοῦ προηγήθηκε ἀπό τόν Χριστό, τόν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης- φωνή τοῦ Ἴδιου τοῦ Θεοῦ-Λόγου. Γιατί τί εἶναι κοντινότερο ἤ πιό συγγενικό μέ τό Θεό-Λόγο ἀπό τήν ἴδια τή φωνή Του;

Ὅταν ἔγγιζε ὁ καιρός τῆς συλλήψεως τοῦ Ἰωάννη, ἀφοῦ κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό ἄγγελος καί ὄχι ἄνθρωπος, ἔλυσε τή στείρωση τοῦ Ζαχαρία καί τῆς Ἐλισάβετ, μηνύοντας ὅτι οἱ μέχρι τότε ἄγονοι σύζυγοι θά ἀποκτοῦσαν στά βαθιά γεράματά τους παιδί καί προεξαγγέλλοντας ὅτι ἡ γέννησή του θά ἦταν γιά ὅλους ἀφορμή χαρᾶς καί σωτηρίας. Ὅπως λέει ἡ Ἁγ. Γραφή «θά ἀναδειχτεῖ μεγάλος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Δέν θά δοκιμάσει ποτέ του κρασί ἤ ἄλλα οἰνοπνευματώδη ποτά καί θά εἶναι γεμάτος ἀπό Πνεῦμα Ἅγιο, ἐνῶ ἀκόμα θά βρίσκεται στή μητρική κοιλιά. Θά βοηθήσει ἀκόμα νά ἐπιστρέψουν στόν Θεό μέ τή μετάνοια πολλοί Ἰσραηλίτες. Καί θά ἔρθει πρίν ἀπό Ἐκεῖνον μέ τό Πνεῦμα καί τή δύναμη τοῦ προφήτη Ἠλία» (Λουκ. 1,15). Γιατί καί ὁ Τίμιος Πρόδρομος θά εἶναι παρθένος ὅπως καί ὁ προφήτης Ἠλίας καί θρέμμα τῆς ἐρήμου περισσότερο ἀπ᾽ ἐκεῖνον. Καί ἀκόμα θά εἶναι ἐλεγκτής βασιλιάδων καί βασιλισσῶν πού ἔπεσαν στήν παρανομία. Ὅ,τι ἀναφέρεται στό πρόσωπο τοῦ Ἠλία τό ᾽χει ἐκεῖνος πιότερο ἐκτελέσει, γιατί ὑπῆρξε πάνω ἀπ᾽ ὅλα πρόδρομος τοῦ Ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Γιατί λέει ἡ Ἁγ. Γραφή: «θά ἔρθει πρίν ἀκόμα Ἐκεῖνος σαρκωθεῖ».

Ἐπειδή σ᾽ ὅλα αὐτά ὁ Ζαχαρίας θεώρησε σκόπιμο νά μή δώσει ἀνεπιφύλακτα τήν πίστη του, ἔχασε τή λαλιά του. Ἀφοῦ ἀρνήθηκε νά κηρύξει μέ τή θέλησή του, κράζει χωρίς νά τό θέλει μέ τή σιωπή του καί διαλαλεῖ τήν παράξενη σύλληψη τοῦ παιδιοῦ, μέχρι νά γεννηθεῖ αὐτός πού θά ἔρθει στόν κόσμο, πρίν ἀπό τόν Θεό Λόγο σάν φωνή τοῦ Λόγου.

Ἀφοῦ συνελήφθηκε μετά ἀπό τέτοιες καί τόσο μεγάλες ἐπαγγελίες, χρίεται προφήτης πρίν ἀκόμα γεννηθεῖ καί μεταδίδει θαυματουργικά στή μητέρα του τήν προφητική χάρη. Καί ὅπως λέει ὁ προφήτης Ἡσαΐας «Ντύνεται σωτηριῶδες ἱμάτιο καί χιτώνα εὐφροσύνης» (Ἡσ. 61,10). Ὅπως ἀκόμα ἔκανε ὁ προφήτης Ἠλίας στόν Ἐλισσαῖο, ἔτσι καί αὐτός χρίει στή θέση του προφήτη τόν πατέρα του. Καί ὄντας ἀκόμα ἔμβρυο φτάνει καί ξεπερνάει καί τῶν δύο προφητῶν τήν τελειότητα, ἀποκαλύπτοvτας τήν προφητική του δύναμη μέ τό ἰδιαίτερο σκίρτημά του κατά τήν παρουσία τοῦ Κυρίου. Καί ἦταν προφητικό τό σκίρτημά του ἐπειδή ἀκριβῶς τό ἔμβρυο μετά τή διάπλαση τῶν μελῶν του μπορεῖ νά κινεῖται μέσα στή μητρική κοιλιά, ἀλλά δέν μπορεῖ νά μιλάει, γιατί ἤ κυοφορία του τό ἐμποδίζει νά ἔρθει σέ ἐπαφή μέ τόν ἀτμοσφαιρικό ἀέρα καί κατά συνέπεια δέν μπορεῖ νά παράγει καί νά μεταδίδει ἤχους.

Ἔφτασε λοιπόν στό πατρικό του ἡ Παρθένος Μαριάμ, φέρνοντας στά σπλάχνα τῆς τόν Ἴδιο τόν Θεό. Ὁ Ἰωάννης, ἐνῶ ἀκόμη βρισκόταν στήν κοιλιά τῆς μητέρας του, δέν ἄφησε νά περάσει ἀπαρατήρητη ἡ Θεία παρουσία καί ἡ οἰκονομία Του γιά τόν ἄνθρωπο, ἀλλά, χρησιμοποιώντας τή γλώσσα τῆς μητέρας του καί θεολογώντας, ἀνυμνεῖ ἀπό ἐκεῖ τήν Ἀειπάρθενο Θεοτόκο.

Τί ἀξιοθαύμαστο ἀλήθεια πράγμα! Σκιρτάει καί εὐφραίνεται, ὄντας στά μητρικά σπλάχνα, ἀφοῦ μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δέχτηκε στή μητρική κοιλιά τήν τελειότητα τοῦ «μέλλοντα αἰώνα». Γιατί ἀκριβῶς καί ὁ μεγάλος ἀπόστολος Παῦλος, προκαταγγέλλοντας τό μυστήριο τῆς αἰώνιας ζωῆς, λέει: «Σπέρνεται σῶμα ὑλικό, ἀνασταίνεται σῶμα πνευματικό» (Α΄ Κορινθ. 15, 44), δηλαδή σῶμα πού θά ζεῖ καί θά κινεῖται μέ τήν ὑπερφυσική δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στήν αἰώνια μακαριότητα. Ἔτσι καί ὁ Ἰωάννης συνελήφθηκε καί συγκροτήθηκε ὡς φυσικό σῶμα στή μητρική κοιλιά, μέ τήν παράδοξη ὅμως χαρισματική ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀναδείχτηκε σῶμα πνευματικό. Καί μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σκιρτώντας γεμάτος ἀγαλλίαση, ἀξίωσε τή μητέρα πού τόν κυοφοροῦσε νά μιλήσει προφητικά. Ἔτσι μέ δυνατή φωνή, χρησιμοποιώντας τή μητρική γλώσσα, εὐλογοῦσε τόν Θεό καί κήρυξε λαμπρόφωνα τήν Παρθένο, πού κυοφοροῦσε, Μητέρα τοῦ Κυρίου καί Ἐκεῖνον πού βρισκόταν στά σπλάχνα της, καρπό τῆς κοιλιᾶς της, γνωρίζοντάς την ἔτσι σ᾽ ὅλους ἔγκυο συγχρόνως καί παρθένο. Ἔτσι ὁ Ἰωάννης ὄχι μόνο, ὅπως λέει ἡ Ἁγ. Γραφή (Ἡσαΐα, 7, 15-16), πρίν ἀκόμα γνωρίσει τό κακό διάλεξε τό ἀγαθό, ἀλλά καί πρίν ἀκόμα γνωρίσει τόν κόσμο, ὄντας ἔμβρυο, ἦταν πάνω ἀπό τά ἐγκόσμια πράγματα. Μετά δέ τή γέννησή του γέμισε ὅλους μέ χαρά καί ἔκπληξη γιά τά θαυμάσια καί πρωτόγνωρα πού συνέβηκαν γύρω ἀπ᾽ τό πρόσωπό του. «Ἦταν τό χέρι τοῦ Θεοῦ ἐπάνω του», ὅπως λέει ἡ Ἁγ.Γραφή, ἐπιτελώντας καί πάλι, ὅπως καί πρίν ἀπό τή γέννησή του, πράγματα θαυμαστά. Τό στόμα τοῦ πατέρα του πού εἶχε κλειστεῖ, ἐπειδή δέν πίστεψε τόν παράδοξο τρόπο τῆς συλλήψεως τοῦ παιδιοῦ, ἀνοίχτηκε καί γέμισε Πνεῦμα Ἅγιο καί προφήτεψε πολλά καί γιά διάφορα ἄλλα θέματα, ἀλλά καί γιά τό ἴδιο τό παιδί του, καί εἶπε: «Καί σύ παιδί μου, θά ὀνομαστεῖς προφήτης τοῦ ὕψιστου Θεοῦ, γιατί θά προπορευτεῖς πρίν ἀπό τή σάρκωσή Του, γιά νά ἑτοιμάσεις στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων τό δρόμο τοῦ ἐρχομοῦ Του καί νά γνωρίσεις στό λαό Του τή σωτηρία, πού Αὐτός ἔρχεται νά χαρίσει» (Λουκ. 1, 76). Ὅπως λοιπόν κατά τή σύλληψή του τό Θεῖο αὐτό παιδί, ἔμβρυο ὄντας, ἦταν ζωντανό ὄργανο τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ καί μέ τή χάρη Του σκιρτοῦσε καί μέσα στήν πληρότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀγαλλόταν, ἔτσι καί μετά τή γέννησή του μεγάλωνε καί δυνάμωνε μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί ἐπειδή ὁ κόσμος δέν ἦταν ἄξιος νά τόν κρατάει στούς κόλπους του, παρέμεινε ἀπό μικρός, σ’ ὅλη του τή ζωή στήν ἔρημο, περνώντας τίς ἡμέρες του χωρίς μέριμνα, χωρίς ἰδιοκτησία, χωρίς καμιά ἀπολύτως ὑλική φροντίδα. Ἡ ψυχή του δέν γνώρισε τή λύπη πού φέρνει ἡ ἀνθρώπινη ἐμπάθεια, δέν ἔδωσε τόπο μέσα του σέ διεστραμμένα πάθη καί δείχτηκε ἀνώτερος ἀπό κάθε ἐφήμερη ὑλική ἡδονή πού κολακεύει τό σῶμα καί τίς σωματικές αἰσθήσεις. Γιά τόν Θεό μόνο ζοῦσε, τόν Θεό μόνο ἔβλεπε, τόν Θεό μόνο εἶχε ἀπόλαυση καί χαρά του. Ζοῦσε σάν ἕνα ἀποκομμένο ἀπό τή γῆ κομμάτι καί ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή «ζοῦσε στήν ἔρημο, μέχρι τήν ἡμέρα πού ἔγινε γνωστός στούς Ἰσραηλίτες». Καί ποιά ἦταν αὐτή ἡ ἡμέρα; «Ὅταν ἔφτασε ὁ καιρός τοῦ Βαπτίσματος τοῦ Κυρίου», γιά τόν ὁποῖο καιρό ἔλεγε κάποιος ψαλμός: «Δέν ὑπάρχει πιά κανένας συνετός, κανένας πού νά ἀποζητάει τόν Θεό. Ὅλοι ξεστράτισαν ἀπό τό δρόμο Του, ὅλοι ἀλλοιώθηκαν μέσα στή φθορά τῆς ἁμαρτίας» (Ψαλμ. 13, 2-3). Ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν ὁ Κύριος, ἐνῶ ὅλοι μας εἴμαστε ἀσεβεῖς, κατέβηκε ἀπό τούς οὐρανούς ἀπό ἀνέκφραστη ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο, ἔτσι καί ὁ Ἰωάννης τότε ἄφησε τήν ἔρημο γιά χάρη μας, γιά νά ὑπηρετήσει τή Θεία βουλή Ἐκείνου, σχετικά μέ τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί ἔπρεπε νά εἶναι τόσο μεγάλη καί ὑπερβολική ἡ ἀρετή αὐτοῦ ὁ ὁποῖος θά ὑπηρετοῦσε τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο μεγάλη ὑπῆρχε ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων καί ὅσο ἀσύλληπτη καί ἀφάνταστη ἦταν ἡ συγκατάβαση τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ. Μ᾽ αὐτόν τόν τρόπο θά προσέλκυε ὅσους τόν ἔβλεπαν, ὅπως ἀκριβῶς καί ἔγινε, ἐπειδή τούς ἔφερε κοντά του ὁ θαυμασμός πού ἐνίωθαν γι᾽ αὐτόν, γιατί ζοῦσε ζωή ὑπερφυσική καί ἁγιασμένη καί ξεχώριζε τελείως ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Ἀκόμα καί τό κήρυγμά του ταιρίαζε ἀπόλυτα μέ τή ζωή του. Γιατί ἔφερνε τό μήνυμα τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν καί ἀπειλοῦσε μέ φωτιά ἄσβεστη. Ἀκόμα φανέρωσε σ᾽ ὅλους τόν Βασιλέα τῶν οὐρανῶν, δηλαδή τόν Χριστό πού, ὅπως ὁ ἴδιος λέει στό ἱερό Εὐαγγέλιο, «κρατάει στά χέρια Του τό φτυάρι καί θά καθαρίσει ὁλόγυρα τ᾽ ἁλώνι Του καί θά μαζέψει στήν ἀποθήκη Του τό στάρι. Τό ἄχυρο ὅμως θά τό κάψει σ᾽ ἄσβεστη φωτιά» (Λουκ. 3, 17-18).

Καί ὄχι μόνο μέ λόγια ἀλλά καί μέ ἔργα φανέρωσε τόν Ἰησοῦ σέ ὅλους, βαπτίζοντάς Τον, δείχνοντάς Τον στό λαό, συστήνοντάς Τον στούς μαθητές του καί γενικά μέ κάθε τρόπο μαρτυρώντας ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Οὐράνιου Πατέρα, ὁ «Ἀμνός» τοῦ Θεοῦ, ὁ Νυμφίος κάθε ψυχῆς πού θά τόν πλησίαζε καί θά πίστευε σ᾽ Αὐτόν. Αὐτόν πού σηκώνει στούς ὤμους Του τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, πού καθαρίζει τούς ἀνθρώπους ἀπό κάθε μολυσμό καί τούς δωρίζει τόν ἁγιασμό τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Ἀφοῦ λοιπόν, ὅπως εἶχε προφητέψει ὁ Ζαχαρίας, προετοίμασε τό δρόμο τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Χριστοῦ στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, μέ τό κήρυγμα τῆς μετάνοιας καί ἀφοῦ συμπλήρωσε ὅλο τό ἔργο του, γιά τό ὁποῖο καί στάλθηκε στή γῆ, πρίν ἀπό τόν Χριστό καί ἔγινε βαπτιστής Του στόν Ἰορδάνη, ἀποσύρεται στήν ἔρημο γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ, ἀπ᾽ ὅπου μέ παρρησία δίδασκε τά συγκεντρωμένα πλήθη τοῦ λαοῦ καί ἀπομακρύνεται ἀπό τό λαό παραδίνοντάς τον στόν Κύριο.

Ὁ Ἡρώδης ὅμως, ὁ γιός ἐκείνου τοῦ Ἡρώδη πού σκότωσε τά νήπια τῆς Βηθλεέμ, μολονότι δέν κληρονόμησε ὅλο τό βασίλειο τοῦ πατέρα του, ἀλλά διοικοῦσε μόνο τό ἕνα τέταρτο ἀπ’ αὐτό, εἶχε κακία πολύ μεγαλύτερη ἀπό τόν πατέρα του. Ζοῦσε μέσα στήν ἀκολασία καί ἔδινε μέ τόν τρόπο αὐτό τῆς ζωῆς του βδελυκτό παράδειγμα κάθε εἴδους κακίας στούς Ἰουδαίους ὑπηκόους του. Μπροστά σ᾽ αὐτή τήν ἄνομη ζωή δέν ἦταν δυνατόν ὁ Ἰωάννης νά σιωπήσει καί νά τήν ἀνεχτεῖ. Πῶς μποροῦσε νά μή μιλήσει ἐκεῖνος πού ἦταν ἡ φωνή τῆς Ἀλήθειας; Ἔτσι τόν ἔλεγχε γιά καθετί κακό πού ἔκανε, ἀλλά κυρίως γιά τή σχέση του μέ τήν Ἡρωδιάδα, τή γυναίκα τοῦ ἀδερφοῦ του, πού τήν εἶχε ἁρπάξει ἀπ’ αὐτόν καί συζοῦσε μαζί της παράνομα. Καί τοῦ ἔλεγε: «Δέν σοῦ ἐπιτρέπεται νά συζεῖς μέ τή γυναίκα τοῦ ἀδερφοῦ σου τοῦ Φιλίππου» (Μάρκ. 6, 18). Ὁ Ἡρώδης ὅμως, μή ὑποφέροντας τόν ἔλεγχο ἤ καλύτερα τους ἐλέγχους, ἔκανε ἄλλο ἕνα πονηρό ἀνδραγάθημα, ἔκλεισε δηλαδή τόν Ἰωάννη στή φυλακή.

Ὁ Φίλιππος, ὁ ἀδερφός τοῦ Ἡρώδη, ἦταν καί αὐτός γιός τοῦ Ἡρώδη τοῦ βρεφοκτόνου καί διοικητής ἑνός ἄλλου τμήματος ἀπό τά τέσσερα πού ἦταν χωρισμένο τό βασίλειο. Γιατί ὅταν ὁ πατέρας τους Ἡρώδης -μετά ἀπό τή σκληρή καί ἀλόγιαστη σφαγή τῶν βρεφῶν τῆς Βηθλεέμ- ἀφοῦ ἔπεσε σέ ἀφόρητες καί ἀγιάτρευτες ἀρρώστιες καί συμφορές αὐτοκτόνησε, μή μπορώντας νά ὑποφέρει τόν πολύ πόνο καί τή λύπη, τότε παρουσιάστηκε ὁ ἄγγελος στόν Ἰωσήφ, πού βρισκόταν στήν Αἴγυπτο, καί τοῦ εἶπε: «Σήκω καί πάρε τό παιδί μέ τή μητέρα του καί γύρισε πίσω στή γῆ τοῦ Ἰσραήλ, γιατί δέν ζοῦν πιά αὐτοί πού ζητοῦσαν νά σκοτώσουν τό παιδί» (Ματθ. 2, 13). Ἀφοῦ λοιπόν ὁ Ἡρώδης μέ τέτοιο φρικτό τρόπο ἔφυγε ἀπό τή ζωή, ὁ αὐτοκράτορας τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας χώρισε τό βασίλειό του σέ τέσσερα μέρη. Τά δύο τμήματα ἀπ’ αὐτά τά μοίρασε σέ δύο ἄλλους, ἔξω ἀπό τήν οἰκογένεια τοῦ Ἡρώδη, καί στά ὑπόλοιπα δύο ἔβαλε διοικητές τούς δύο γιούς τοῦ Ἡρώδη, τό Φίλιππο καί τόν Ἡρώδη, πού λεγόταν Ἀντίπας, τόν ὁποῖο καί ἔλεγχε ὁ Ἰωάννης. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς λέει ὅτι ὁ Ἡρώδης ἦταν διοικητής στό ἕνα τέταρτο τοῦ βασιλείου, δηλαδή στήν περιοχή τῆς Ἰουδαίας. Ὁ ἀδερφός του ὁ Φίλιππος ἦταν διοικητής στό ἄλλο τέταρτο, ὅπου ὑπάγονταν οἱ περιοχές τῆς Ἰτουραίας καί τῆς Τραχωνίτιδας, τότε πού στόν Ἰορδάνη βρισκόταν ὁ Ἰωάννης καί κήρυττε τό βάπτισμα τῆς μετάνοιας. Αὐτός λοιπόν, ὁ νέος Ἡρώδης, συνέλαβε τόν Ἰωάννη καί τόν ἔκλεισε δέσμιο στή φυλακή, καθώς μᾶς λένε οἱ Εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Μάρκος, γιατί τόν ἔλεγχε γιά τήν παράνομη σχέση του μέ τήν Ἡρωδιάδα, πού ἦταν γυναίκα τοῦ ἀδερφοῦ του καί τοῦ τήν πῆρε. Ἀκόμα ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἀναφέρει, ὅτι ὁ Ἰωάννης τόν ἔλεγχε ὄχι μόνο γιά τήν Ἡρωδιάδα, ἀλλά καί γιά ὅλες τίς ἄλλες παρανομίες του. Γιατί ὅμως ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς προσθέτει αὐτό τό «γιά ὅλα τά ἄλλα τόν ἔκλεισε στή φυλακή»; (Λουκ. 3, 19-20). Καί γιατί οἱ ἄλλοι Εὐαγγελιστές μνημονεύουν μόνο τό γεγονός τοῦ ἐλέγχου γιά τήν ὑπόθεση τῆς Ἡρωδιάδας; Ἐπειδή ἡ φυλάκιση τοῦ Ἰωάννη καί πολλά ἄλλα αἴτια εἶχε, περισσότερο ὅμως τό ὅτι δέν ὑπέφερε ὁ ἁμαρτωλός βασιλιάς τόν ἔλεγχο, πού μέ θάρρος τοῦ ἀσκοῦσε ὁ Ἰωάννης, γιά ὅλα τά πονηρά ἔργα του. Γιά τήν ἀποτομή ὅμως τῆς τίμιας κεφαλῆς του ἡ μόνη αἰτία ἦταν ἡ μοιχαλίδα, ἡ ὁποία χρησιμοποιώντας σκευωρίες καί πονηρές πλεκτάνες τελικά κατάφερε νά πετύχει τό ἔργο τῆς ἀποκεφαλίσεως. Ὅταν ὁ Ἰωάννης ἔλεγχε καί προσπαθοῦσε νά ἀποτραβήξει τόν Ἡρώδη ἀπό τήν παράνομη σχέση του, αὐτή ἔβραζε μέσα της ἀπό μίσος γιά τόν Ἰωάννη καί ἤθελε νά τόν θανατώσει, ἐπειδή, ὅπως νόμιζε, δέν ὑπῆρχε ἄλλος τρόπος νά κατασιγάσει τόν ἔλεγχο πού τῆς ἔκανε. Γιατί δέν ἦταν μία οὔτε δύο οἱ βρώμικες πράξεις της ἀλλά πολλές. Ἦταν βέβαια τό ἁμάρτημα τῆς μοιχείας – τό χειρότερο ἀπ’ ὅλα τά ἁμαρτήματά της – πού δέν γινόταν μέ ξένο, ἀλλά μέ τόν ἀδερφό τοῦ νόμιμου συζύγου της, μέ τόν ὁποῖο σύζυγο εἶχε οἰκογένεια καί παιδιά καί μάλιστα μία κόρη πού ἦταν ἀκόμα στή ζωή. Καί ἐφόσον εἶχε παιδί, ἔστω καί ἄν ἐκεῖνος εἶχε πεθάνει, ὁ Μωσαϊκός νόμος δέν τοῦ ἐπέτρεπε νά τήν παντρευτεῖ. Αὐτός ὅμως καί ἐνόσω ἀκόμα ζοῦσε ὁ ἀδερφός του καί εἶχε καί θυγατέρα, τοῦ πρόσβαλε τήν οἰκογενειακή του τιμή. Δέν ἀσελγοῦσε δέ μαζί της κρυφά, ἀπό ντροπή γιά τήν παρανομία, ἀλλά φανερά καί χωρίς συστολή διέπραττε τό ἀνόμημα. Ἔτσι δίνοντας ὅλη του τήν προαίρεση στό κακό δέν μπόρεσε νά σηκώσει τόν ἔλεγχο καί ἔκλεισε τόν Ἰωάννη στή φυλακή. Ἀλλ᾽ ὅμως ἡ ἴδια ἡ φυλακή τοῦ ἦταν μεγαλύτερος ἔλεγχος. Γιατί ὅσοι ὀπαδοί τοῦ Ἰωάννη ἄκουγαν ὅτι εἶναι φυλακισμένος ἔτρεχαν νά τόν δοῦν στή φυλακή καί πλήθη σύχναζαν ἐκεῖ γιά χάρη του. Αὐτό τό γεγονός ἔδινε μεγάλη ἐνόχληση στήν Ἡρωδιάδα, πού ἔτρεφε ἄγριο μίσος ἐναντίον τοῦ Ἰωάννη καί ζητοῦσε νά τόν θανατώσει, μά δέν τῆς ἦταν μπορετό. Γιατί «ὁ Ἡρώδης φοβόταν τόν Ἰωάννη, ἐπειδή τόν ἤξερε γιά ἄνθρωπο δίκαιο καί ἅγιο» (Μάρκ. 6, 20). Φοβόταν ὁ Ἡρώδης τόν Ἰωάννη γιά τήν μεγάλη του ἀρετή, ἀλλά δέ φοβόταν τόν Θεό, ἀπό τόν ὁποῖο δίνεται στούς ἀνθρώπους ἡ ἀρετή. Καί δέν φοβόταν τόν Ἰωάννη γιά τήν ἁγιότητά του, ἄν καί ἤξερε ὅτι ἦταν ἅγιος καί δίκαιος ἄνθρωπος, ἀλλά τόν φοβόταν ἐξαιτίας τοῦ λαοῦ πού τιμοῦσε τόν Ἰωάννη καί τόν θεωροῦσε προφήτη, ὅπως μᾶς διηγεῖται ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος, ὁ ὁποῖος λέει ὅτι ὄχι μόνον ἡ Ἡρωδιάδα, ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Ἡρώδης, ἤθελε νά θανατώσει τόν Ἰωάννη, ἀλλά φοβόταν τό λαό. Ἐκεῖνο πού ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής Μάρκος γιά τόν Ἡρώδη (Μάρκ. 6, 20), ὅτι δηλαδή ἄκουγε μέ εὐχαρίστηση τόν Ἰωάννη, σημαίνει τοῦτο: Ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μέ τά φάρμακα, πού ἄν καί αἰσθανόμαστε πίνοντάς τα τήν πικράδα τους, ὅμως τά παίρνουμε ἀδιαμαρτύρητα, γιατί ξέρουμε τίς θεραπευτικές ἰδιότητές τους, τό ἴδιο ἀκριβῶς ἀλλά ἀντίστροφα συμβαίνει καί μέ τά πνευματικά διδάγματα. Μ᾽ αὐτά δηλαδή εὐχαριστιοῦνται πολύ οἱ ἄνθρωποι, γιατί ἀπό φυσικοῦ τους προξενοῦν εὐφροσύνη. Ἐκεῖνοι ὅμως πού δέν πείθονται σ᾽ αὐτά, δέν συμμορφώνουν καί τίς πράξεις τους μέ αὐτά, γιατί καταλαβαίνουν ὅτι εἶναι τελείως ἀντίθετα ἀπό τήν πονηρή καί ἁμαρτωλή ζωή τους.

Ἴσως ἀκόμα ὁ Ἡρώδης ἄκουγε τόν Ἰωάννη στήν ἀρχή εὐχάριστα γι᾽ αὐτό καί δέν τόν εἶχε θανατώσει. Καί ἀκούγοντάς τον ἴσως ἔκανε πολλά ἀπ’ ὅσα αὐτός ἔλεγε. Ἐπειδή ὅμως, ὅπως εἶναι φυσικό, οἱ κακοί μισοῦν αὐτούς πού τούς ἐλέγχουν, ὁ Ἡρώδης μίσησε τόν Ἰωάννη γιά τόν ἔλεγχο πού τοῦ ἔκανε καί ἀφοῦ ξέχασε ὅλα ἐκεῖνα, τά ὁποῖα ἄκουγε εὐχάριστα ἀπό τόν Ἰωάννη, συμφώνησε μέ τήν ἐγκληματική γνώμη τῆς μοιχαλίδας καί ὅπως λέει ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος, ἤθελε πλέον καί αὐτός νά τόν σκοτώσει ἀλλά φοβόταν τό λαό (Ματθ. 14, 5). Ὄχι βέβαια γιατί φοβόταν ἐπανάσταση ἀπό μέρος τοῦ λαοῦ, ἀλλά μόνο καί μόνο τήν ἀποδοκιμασία πού θά τοῦ ἔκαναν, γιατί ὅλοι εἶχαν τόν Ἰωάννη γιά προφήτη. Ἤξερε πολύ καλά ὅτι ἀπό κανένα δέν ἔμεινε ἀπαρατήρητη ἡ μεγάλη ἀρετή καί ἡ χάρη τοῦ Ἰωάννη. Ἐπειδή λοιπόν ἀκριβῶς στό φρόνημα τοῦ λαοῦ ἦταν πολύ κατώτερος ἀπό τόν Ἰωάννη, φοβόταν τήν κατηγορία πού θά τοῦ ἀπέδιδαν. Προσπαθώντας ἔτσι νά κερδίσει τόν ἔπαινο τοῦ λαοῦ προσποιόταν ἀκόμη περισσότερο ὅτι ὑπάκουε καί εὐλαβεῖτο τόν Ἰωάννη.

Ἡ Ἡρωδιάδα ὅμως, πού ἦταv σοφή στήν τέχνη τῆς κακοπραγίας, τοῦ ἀπομάκρυvε καί αὐτόν ἀκόμα τό φόβο καί τόν ἔσπρωξε στό φόνο ἔτσι ὅπως ἤθελε, μέ τό νά τόν πείσει ὅτι δέν κάvει κανένα ἔγκλημα. Μ᾽ αὐτό λοιπόν τό φονικό μίσος στήν καρδιά της ζητοῦσε τήν κατάλληλη περίσταση γιά νά κρύψει τό ἀνόμημά της καί νά κάνει ἔργο τή μανία της κατά τοῦ Βαπτιστῆ καί προφήτη Ἰωάννη, χωρίς νά προκαλέσει τό δυσμενή σχολιασμό ὅσο τό δυνατόν τῶν περισσότερωv ὑπηκόων.

Ἔτσι ὅταν ἦρθε ἡ κατάλληλη στιγμή γιά νά μπεῖ σέ ἐνέργεια τό φονικό σχέδιο, κατά τή διάρκεια τῆς γιορτῆς πού γινόταν, μέ ἀφορμή τά γενέθλια τοῦ Ἡρώδη, ἐνῶ ἦταν μαζεμέvος ὅλος ὁ λαός καί ὅλοι οἱ ἐπίσημοι, μπῆκε ἀνάμεσά τους καί ἡ κόρη τῆς Ἡρωδιάδας, πού τήν ἔμπασε ἡ ἴδια ἡ μάνα της, ἔχοντας βάλει σέ ἐνέργεια τό πονηρό σχέδιό της. Χόρεψε λοιπόν ἡ νεαρή κόρη μπροστά σ᾽ ὅλους καί ἄρεσε πολύ καί στούς ἄλλους θεατές καί στόν Ἡρώδη. Γιατί πῶς ἤταν δυvατόν κόρη δική της, δασκαλεμέvη ἀπ’ αὐτή νά μή χορέψει τολμηρά καί νά μήν ἀρέσει καί στόν Ἡρώδη; Τόσο πολύ μάλιστα μέθυσε τήν ψυχή τοῦ Ἡρώδη -πού συμπαθοῦσε ἰδιαίτερα τά ξεφρενα παιχνιδίσματα καί τ᾽ ἄσεμνα χωρατά- ὁ ἀδιάντροπος αὐτός χορός, ὥστε νά φτάσει στό σημεῖο νά πεῖ στήν κόρη: «Ζήτησέ μου ὅ,τι θέλεις καί ἐγώ θά στό δώσω». Καί τῆς ὁρκίστηκε: «Ὅ,τι μοῦ ζητήσεις θά στό δώσω, μέχρι τό μισό βασίλειό μου» (Ματθ. 14, 7). Βγῆκε λοιπόv ἡ ξετσίπωτη κόρη καί πῆγε στή μητέρα της, τή δασκάλα της στούς ἄσεμνους χορούς καί στά καμώματα, τῆς λέει τόν ὅρκο πού ἔκανε μπροστά της ὁ Ἡρώδης καί τῆς ζητάει νά τῆς ὑποδείξει τί νά τοῦ ζητήσει. Ἐκείνη τή δασκαλεύει κατάλληλα. Ἡ κόρη ἀμέσως πείθεται μέ προθυμία καί ξαναγυρίζει ὁλοταχῶς στό βασιλιά καί τοῦ φαvερώνει ἀδιάντροπα τό αἴτημα: «Θέλω», λέει, «νά μοῦ φέρεις ἀμέσως, αὐτή τή στιγμή, στό πιάτο, τό κεφάλι τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ» (Μάρκ. 6, 25). Αὐτά ζήτησε χωρίς ἴχνος ντροπῆς ἡ κόρη, ἡ δέ μοιχαλίδα μάνα προσπαθοῦσε μέ τό νοῦ της νά ἀνασκευάσει τήν κατηγορία γιά τό φόνο τοῦ προφήτη καί Βαπτιστή, λέγοvτας στό βασιλιά τά παρακάτω: Θά φανεῖς ὅτι ἔκανες τό φόνo, ὄχι ἀπό μίσος γιά τόν δίκαιο ἄνθρωπο, ἀλλά γιά νά κρατήσεις τό λόγο σου. Καί «γέμισε λύπη ὁ βασιλιάς, ἀλλά ἐπειδή εἶχε ὁρκιστεῖ καί ἐπειδή ντρεπόταν τούς καλεσμένους, ἄν δέν δειχνόταν συνεπής στούς ὅρκους, δέν ἤθελε νά τῆς ἀρνηθεῖ» (Μάρκ. 6, 26). Γι᾽ αὐτό ἔστειλε στή φυλακή καί ἀποκεφάλισε τόν Ἰωάννη καί ἔφεραν τήν κεφαλή καί τήν προσφέρανε στήν κόρη.

Ἀλίμονο! Πόσα κακά φέρνει ἡ μανιασμένη φιλοδοξία! Δέν μποροῦσε ὁ Ἡρώδης νά τόν θανατώσει, γιατί φοβόταν τό λαό καί ὅμως τόν θανάτωσε γιά μία χούφτα προσκαλεσμένους. Γέμισε ἡ ψυχή του λύπη, ὄχι γιά τίποτα ἄλλο, ἀλλά γιατί νόμισε ὅτι θά ἔχανε τή δόξα πού εἶχε ἀπό τά πλήθη. Δυσκολέψανε λοιπόν γιά τό βασιλιά ἀπό παντοῦ τά πράγματα. Ἄν μέν φόνευε τόν δίκαιο Ἰωάννη, θά τόν κατηγοροῦσαν γιά τό φόνο καί ἄν δέν τόν φόνευε, θά ρεζιλευόταν δημόσια, γιατί δέν θά ἦταν σέ θέση νά κρατήσει τόν ὅρκο του. Ὁρκίστηκε ἀπό τήν ἀκόρεστη ἐπιθυμία νά τόν τιμοῦν καί φοβήθηκε νά παραβεῖ τόν ὅρκο ἀπό τή φιλοδοξία. Ἔτσι ἔκανε τό φόνο ὑποχρεωμένος νά τηρήσει τόν ὅρκο του, ἀλλά συγχρόνως ἱκανοποιοῦσε τήν κούφια φιλοδοξία του.

Αὐτό τό συμπόσιο εἶχε ὁλόκληρο συγκροτηθεῖ γιά χάρη κοσμικῆς δόξας καί φαντασίας. Μήπως ἔτσι δέν μᾶς λέει ὁ Κύριος στό Εὐαγγέλιο: «Πῶς μπορεῖτε νά ἔχετε πίστη σέ μένα, ἀφοῦ δεχόσαστε τιμές ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο καί δέν ζητᾶτε τήν τιμή πού προέρχεται ἀπό τόν Θεό, πού εἶναι ἡ μόνη πηγή τῆς δόξας καί τῆς τιμῆς;» (Ἰωάν. 5, 44). Αὐτή τήν ἀνθρώπινη δόξα ἀποζητώντας οἱ Ἰουδαῖοι, ἀθέτησαν τήν πίστη πρός τόν Θεό. Αὐτό δέ πού τούς βαραίνει περισσότερο εἶναι τό ὅτι ἀποκεφάλισαν ὅλους τούς προφῆτες καί τελευταῖο σταύρωσαν τόν Χριστό, πού εἶναι τό «πλήρωμα» ὅλων τῶν Προφητῶν. Αὐτά εἶναι τά ἔργα ἑνός βασιλιᾶ πού διαφεντεύεται ἀπό μοιχαλίδες καί χορεύτριες. αὐτά εἶναι ἐκεῖνα πού τόν θέλγουν, στά ὁποῖα ἀρέσκεται καί γιά τά ὁποῖα δέν λογαριάζει καί προδίδει τό βασιλικό του ἀξίωμα καί τελικά φτάνει σ᾽ αὐτό τό ἔγκλημα.

Κάτι παρόμοιο, ἀδερφοί μου, παθαίvει καί ὁ νοῦς μας. Ἐνῶ εἶναι ἀπό τόν Θεό φτιαγμέvος νά εἶναι βασιλιάς καί κυβερνήτης στά πάθη, ὅταν παρασυρθεῖ ἀπό αὐτό ξεπέφτει στή διάπραξη κακῶν καί δουλώνεται στήν ἁμαρτία. Ἔτσι ὅλοι οἱ δουλωμένοι στήν ἁμαρτία καί στά πάθη, ἐνῶ ἡ συνείδησή τους τούς ἐλέγχει, τούς βαραίνει καί τούς ἐμποδίζει, στήν ἀρχή κατά κάποιο τρόπο τήν ἀποστομώνουν -ὅπως ὁ Ἡρώδης τόν Ἰωάννη- γιατί δέν θέλουν νά τήν ἀκούνε. Ἀκόμα δέν ἀνέχοvται νά ἀκούνε οὔτε καί τίς γραφές πού παρακινοῦν στήν ἀπομάκρυνση ἀπό τήν ἁμαρτία καί τήν στροφή πρός τήν κατόρθωση τῆς ἀρετῆς. Τελικά ὅταν κατακυριευτοῦν ἀπό τό διεστραμμένο λογισμό, πού συvτροφεύει πιά τόν ἄvθρωπο παράνoμα, ὅπως ἡ Ἡρωδιάδα τόν Ἡρώδη, τότε καί τόν ἔμφυτο λόγο πού ἡ Χάρη ἔχει χαράξει στήν ψυχή -ἐννοῶ τή συvείδηση- τήv ἐξουδετερώνουν, βουβαίνοντάς την τελείως. Συνέπεια αὐτοῦ εἶναι νά γίνονται ἄπιστοι καί νά ἔρχονται σέ ἀντίθεση μέ ὅσα λέει ἡ θεόπνευστη Γραφή, φτάνοντας στό σημεῖο τῆς τέλειας ἀσυνειδησίας καί τῆς ἐναντιώσεως στό λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Ἡρώδης στόν Ἰωάννη. Ἀλλά καί ἐκεῖνοι πού ἀντιλέγουv στή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας πάσχουν ἀπό τήν ἴδια πάθηση ἤ καλύτερα κάνουν τά ἴδια μέ τούς προηγούμενους. Γιατί, αὐτοί ὅταν ἐλέγχονται ἀπό τίς γραπτές μαρτυρίες τῶν προφητῶν, τῶν ἀποστόλων καί τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας πού ἐμεῖς τούς προβάλλουμε, στήν ἀρχή μέν σάν νά τίς φυλακίζουν αὐτές τίς μαρτυρίες μέσα στά βιβλία, μᾶς λέvε: Ἀφῆστε τις αὐτές νά βρίσκονται ἐκεῖ πέρα καί μήν τίς χρησιμοποιεῖτε οὔτε νά τίς προβάλλετε σέ μᾶς. Δηλαδή δέν θέλουν νά δεχτοῦν οὔτε τά λόγια τοῦ Κυρίου πού λέει: «Νά ἐρευνᾶτε τίς Γραφές καί μέσα σ᾽ αὐτές θά βρεῖτε ζωή αἰώvια» (Ἰωάν. 5, 39). Στή συνέχεια λοιπόν, ἀπό τή διεστραμμένη ἀντιληψή τους πού λειτουργεῖ σάν ἄλλη Ἡρωδιάδα, πηγαίνοντας ἀπό τό κακό στό χειρότερο, καταντοῦν νά προσφέρουv αὐτούς τούς λόγους μέσα στά συγγράμματά τους διεστραμμένους, σάν νά προσφέρουν κομμένα κεφάλια στήν πιατέλα, γιά νά εὐχαριστοῦν καί νά ὁδηγοῦν στήν ἀπώλεια αὐτούς πού συμφωνοῦν μαζί τους.

Ἔτσι ὁ μέν Ἡρώδης ἔγινε ὑπόδειγμα γιά κάθε κακία καί ἀσέβεια, ὁ δέ Ἰωάννης ἔγινε ὁδηγητική στήλη γιά κάθε ἀρετή καί εὐσέβεια. Ὁ Ἡρώδης εἶναι ὁ κακός, μέ ὅλη τή σημασία τῆς λέξεως, ἄνθρωπος. Αὐτός πού συγκεντρώνει μέσα του ὅλη τή δύναμη τῆς ἀσέβειας καί γίνεται ὄργανο γιά τήν ἐπιτέλεση αἰσχρῶν πράξεων. Σάρκα σκέτη, χωρίς ἴχνος πνεύματος, δοῦλος τῆς σάρκας καί ἄνθρωπος μέ ὁλότελα σαρκικό φρόνιμα. Ὁ δέ Ἰωάννης εἶναι ὁ ἁγιότερος ἀπ’ ὅλους τούς θεοφόρους ἄντρες πού ἔζησαν ποτέ στή γῆ. Ἡ ἐξαίσια ψυχή πού εἶχε μέσα της συγκεντρωμένα ὅλα τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού καί τό ἴδιο τό ὄνομά του ἀκόμα σημαίνει τή Θεία χάρη πού φέρνει μέσα του. Τό κατοικητήριο κάθε ἀρετῆς καί εὐσέβειας.

Δύο ἐντελῶς ἀντίθετες εἰκόνες προβάλλουν σήμερα μπροστά στά μάτια μας. Ἀπ᾽ αὐτές ἡ μία γιά λίγο καί περιορισμένα, φαίνεται ἀρχικά νά εὐφραίνει καί νά τιμάει ὅσους θέλουν νά συμμορφώσουν τή ζωή τούς μ᾽ αὐτή, ἀργότερα ὅμως τούς παραδίδει σέ ἀφόρητη καί ἀτέλειωτη ἀτιμία καί θλίψη. Ἡ ἄλλη στήν ἀρχή προσφέρει κόπο σ᾽ αὐτούς πού τήν ἀκολουθοῦν, μετά ὅμως τούς χαρίζει Θεία δόξα καί ἀπόλαυση μυστική, ἀληθινή, αἰώνια. Ἄν λοιπόν ζοῦμε σύμφωνα μέ ὅσα μᾶς ὑπαγορεύει τό σαρκικό φρόνημα, θά πεθάνουμε, ὅπως μᾶς λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ρωμ. 8, l3), σάν τό δουλωμένο στή σάρκα Ἡρώδη. Ἄν ὅμως, μέ τή βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποθήσουμε νά ἀκολουθήσουμε τά ἴχνη τοῦ Ἰωάννη καί ἀντιστεκόμαστε στίς πονηρές ἐπιθυμίες καί ἀπαιτήσεις τῆς σάρκας, θά ζήσουμε αἰώνια. Γιατί ἡ ζωή αὐτῶν πού ζοῦν σύμφωνα μέ τίς ἐπιταγές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δέν ἔχει τέλος, ἀλλά βρίσκεται ἀπό τώρα μυστικά ἑνωμένη μέ τόν Θεό στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (Κολασ. 3, 3). Καί γι᾽ αὐτό δέν εἶναι σέ ὅλους φανερή. Ὅταν ὅμως ὁ Χριστός φανερωθεῖ, θά γίνουμε ὅμοιοι μέ Αὐτόν, κληρονόμοι τοῦ Θεοῦ καί συγκληρονόμοι τοῦ Χριστοῦ, ἔχοντας ἀξιωθεῖ νά κερδίσουμε τά αἰώνια ἐκεῖνα καί ἄφθαρτα ἀγαθά, «τά ὁποῖα δέν εἶδε μέχρι σήμερα μάτι καί ἀφτί δέν ἄκουσε καί ἀνθρώπινος νοῦς δέν φαντάστηκε» (Α΄ Κορ. 2, 9), γιατί ὑπερβαίνουν κάθε ἄκουσμα, θέαμα καί λογισμό. Καί αὐτά πού θά γευτοῦν καί θά ἀπολαύσουν ὅσοι ζοῦν σαρκικά, δέν θά εἶναι μόνο θνητά καί πρόσκαιρα. Ἀλλά καί ἡ εὐχαρίστηση πού θά προέλθει ἀπ’ αὐτά θά εἶναι ἀσήμαντη καί τιποτένια, σάν κάτι ξυλοκέρατα πού εἶναι κατάλληλα μόνο γιά τροφή τῶν χοίρων.

Καί ἄν λοιπόν ἀκόμα αὐτά τά ξυλοκέρατα ἦταν αἰώνια, πάλι τά ἄλλα, τά πνευματικά, θά ἔπρεπε νά προτιμήσουμε, γιατί, ἔξω ἀπό κάθε σύγκριση, εἶναι ἀνώτερα. Καί ἄν ἀκόμα ἦταν αὐτά τά ξυλοκέρατα τόσο μεγάλα καί θαυμαστά ὅπως τά πνευματικά καί μόνο γιά τό λόγο ὅτι αὐτά εἶναι πρόσκαιρα, ἐκεῖνα δέ αἰώνια καί πάλι τά πνευματικά ἔπρεπε νά προτιμήσουμε, γιατί θά παραμείνουν αἰώνια.

Ἀφοῦ λοιπόν, ἀδερφοί μου, ἐκεῖνα τά ἀγαθά εἶναι αἰώνια καί ἀσύγκριτα, αὐτά δέ εὐτελῆ καί πρόσκαιρα, ἄς προτιμήσουμε τά μόνιμα καί μυστικά καί οὐράνια, γιατί τά γήινα διασκορπίζονται καί φθείρονται. Ἄς προσπεράσουμε, ὅπως τούς ἀξίζει, τά πρόσκαιρα καί ἄν ἀκόμα γιά πολύ λίγο διάστημα προσφέρουν εὐχαρίστηση στίς αἰσθήσεις. Ἄς προσπαθήσουμε νά κερδίσουμε τά μέλλοντα ἀγαθά, γιατί αὐτά εἶναι αἰώνια καί ἄφθαρτα. Ἄς ἀποφεύγουμε νά μοιάσουμε τοῦ Ἡρώδη. Ἄς φροντίζουμε μέ ἐπιμέλεια, βάζοντας ὅλες μας τίς δυνάμεις, νά μοιάσουμε μέ τόν Πρόδρομο, πού ἔζησε μέσα στή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Καί περισσότερο ἀπ’ ὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους ἄς προσπαθήσουμε ἐμεῖς πού διαλέξαμε τή μοναχική ζωή, ἡ ὁποία εἶναι ἀποχωρισμένη ἀπό τά κοσμικά ἤθη καί πράγματα καί μοιάζει λίγο μέ τήν ἐρημική καί ξέμακρη ἀπό τόν κόσμο ζωή τοῦ Προφήτη καί Βαπτιστῆ. Ὁ Τίμιος Πρόδρομος προγνωρίζοντας -σάν προφήτης πού ἦταν- καί τοῦτο, ὅτι δηλαδή αὐτό θά εἶναι τό μοναδικό τάγμα πού θά μπορέσει, ἔστω καί σέ μικρό βαθμό, νά ἀκολουθήσει τόν τρόπο τῆς ζωῆς του, δέν ἀποκεφαλίστηκε πέφτοντας στόν ἀγώνα γιά θέματα δογματικῆς πίστεως, ἀλλά γιά θέματα ἠθικῆς ζωῆς. Καί αὐτό γιά νά εἴμαστε καί ἐμεῖς οἱ μοναχοί ἕτοιμοι νά ἀντιστεκόμαστε μέχρι θανάτου ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας, γνωρίζοντας ὅτι θά λάβει στεφάνι μαρτυρίου αὐτός πού μέ ὅπλο τήν ἀρετή θά νικήσει τά πάθη. Γιατί ὅσο πιό μικρό κακό εἶναι ἡ ἁμαρτία σέ σχέση μέ τήν αἵρεση, τόσο κατά συνέπεια πιό μεγάλο καλό εἶναι τό νά δώσει κανείς τή ζωή του καί μόνο γιά τήν ἀρετή παρά γιά τήν καταπολέμηση τῆς αἵρεσης. Γιατί πῶς δέν θά ᾽δίνε τή ζωή του καί γιά κεῖνo τό μεγαλύτερο, δηλαδή γιά τήν ὀρθή πίστη καί λατρεία τοῦ Θεοῦ, ἄν ὑπῆρχε ἀνάγκη, αὐτός πού θυσιάζει τήν ψυχή του γιά τό μικρότερο, δηλαδή γιά τή συνέπεια στήν ἠθική ζωή; Γι᾽ αὐτό τό λόγο καί αὐτός πού ὑπῆρξε ὁ ἐπιφανέστερος ἀπ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὁ κήρυκας τῆς μετάνοιας, ὁ Πρόδρομος καί Βαπτιστής τοῦ Σωτῆρος, ἀποκεφαλίστηκε, πέφτοντας ἔτσι στόν ἀγώνα γιά τή συνέπεια στήν ἠθική ζωή. Αὐτός, ἀδερφοί μου, δέν ὑπῆρξε μόνο πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ ἀλλά καί τῆς Ἐκκλησίας Του καί τῆς δικῆς μας, τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Αὐτός γεννήθηκε ἀπό τή στείρα Ἐλισάβετ καί ἐμεῖς ἀπό τήν Ἐκκλησία τῶν ἐθνῶν, γιά τήν ὁποία ἔχει γραφτεῖ: «Γέμισε ἀπό χαρά καί ἀγαλλίαση στείρα, πού δέν γεννᾶς παιδιά. Ξεφώνισε ἀπ’ τή χαρά σου καί κράξε μέ παρρησία σύ πού μέχρι τώρα δέν γεύτηκες τίς ὠδίνες τοῦ τοκετοῦ, γιατί θά εἶναι πολύ περισσότερα τά παιδιά τῆς ἐρήμου, ἀπό ἐκείνης πού εἶχε τόν ἄνδρα» (Ἡσ. 54, 1 – Γαλ. 4, 27).

Ἐκεῖνον, μετά τή γέννησή του, ὁ βρεφοκτόνος Ἡρώδης μέ ἄγριο μίσος κατεδίωκε γιά νά τόν σκοτώσει. Καί τόν καταπολεμοῦσε γιατί εἶχε ἔχθρα πρός τόν Ἴδιο τόν Χριστό. Ὁ Ἰωάννης ὅμως βρῆκε καταφύγιό του τήν ἔρημο, τήν προτίμησε ἀπό τόν κόσμο καί κατοίκησε σ᾽ αὐτή. Ἐπιτίθεται καί σέ μᾶς ὁ νoητός Ἡρώδης, δηλαδή ὁ διάβολος, μετά τήν πνευματική μας γέννηση, πολεμώντας τόν Ἴδιο τόν Χριστό μέσα στή ζωή μας. Αὐτό κάνει καί μᾶς νά φεύγουμε ἀπό τόν κόσμο καί νά καταφεύγουμε στά μοναστήρια, σ᾽ αὐτά τά ἀφιερωμένα στόν Θεό ἐκπαιδευτήρια. Ἔτσι ξεφεύγουμε ἀπό τούς ἄσπλαχνους ἐκείνους καί ὁπλισμένους ἐναντίον μας ὑπηρέτες του, δηλαδή ἀπό τά πάθη, τά ὁποῖα χρησιμοποιεῖ σάν προσάναμμα γιά τή διάπραξη τῆς ἁμαρτίας καί μέ τά ὁποῖα μᾶς νεκρώνει πνευματικά καί μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Θεό. Αὐτός εἶναι ὁ πνευματικός θάνατος πού μπαίνει μέσα μας ἀπό τά παράθυρα, δηλαδή ἀπό τίς αἰσθήσεις μας (Ἱερ. 9, 21). Μέσα ἀπό αὐτά πέρασε στήν ἀρχή καί γκρέμισε τό ἀνθρώπινο γένος ἀπό τήν οὐράνια δόξα καί στέρησε ἀπό τήν ἀθανασία τούς Προπάτορες. Ὑπάκουσε ἡ Εὔα στήν κακόβουλη καί πονηρή συμβουλή. Γνώρισε, ἔπαθε, ἔφαγε, πέθανε πνευματικά, ἔθελξε τόν ἄνδρα καί τοῦ μετέδωσε καί τήν τροφή καί τήν ἀπαγορευμένη ἁμαρτία. Ἐκεῖνοι δέν μπόρεσαν ν᾽ ἀντισταθοῦν στήν πρώτη καί μόνη δοκιμασία, ἔδωσαv μέ μιᾶς προσοχή σ᾽ ἕνα δόλιο λόγο. Νικήθηκαν ἀπό ἕνα ὡραῖο θέαμα, ἄν καί δέν ἦταν ἐμπαθεῖς, ἀλλά ἀπαθεῖς καί ζοῦσαν σ᾽ ἕνα περιβάλλον πού δέν τό κυβερνοῦσαν τά πάθη.

Ἄραγε, θά μπορέσουμε ἐμεῖς, πού σ᾽ ὅλη μας τή ζωή τρεφόμαστε ἀπό τό κοσμικό φρόνημα, ἀπό τίς πολύμορφες ὄψεις τῶν παθῶν, ἀπό τίς πολυλογίες, ἀπό τά ἄπρεπα λόγια πού ἀκοῦμε καί τίς ἀσύμφορες συναναστροφές, νά μή μολυνθοῦμε ἀπό τό κακό ἤ νά μήν τραυματιστοῦμε ψυχικά καί νά μή διατεθεῖ πονηρά ὁ ἐσωτερικός μας κόσμος; Δέν εἶναι δυνατόν. Ὄχι, δέν μπορεῖ νά μή γίνει αὐτό. Γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς καί οἱ Πατέρες, ἀκολουθώντας τό παράδειγμα τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἐγκατέλειψαν τόν κόσμο, ἀποφεύγοντας ἔτσι τή συνοίκηση μέ ἐκείνους πού ἔχουν κοσμικό φρόνημα καί κοσμική ζωή. Ἄλλοι κατοίκησαν στήν ἔρημο καί ἕλκυσαν πρός αὐτήν πολλούς μεταγενέστερους. Ἄλλοι πάλι ἀσκήτεψαν στά μοναστήρια καί συγκρότησαν πνευματικές ἀδελφότητες, στίς ὁποῖες ὁ καθένας μας, σύμφωνα μέ τίς δικές του προϋποθέσεις, ἐνσωματώνεται καί μιμεῖται τό ζῆλο ἐκείνων, ζώντας ὅλοι μας μέσα σ᾽ αὐτά τά ἱερά μαντριά.

Δέν πρέπει ὅμως μόνο νά κατοικοῦμε σ᾽ αὐτά, ἀλλά καί νά ζοῦμε ὅπως ἔζησαν καί οἱ Πατέρες πού τά δημιούργησαν. Γιατί δέν λείπει ἀπό τούς ἄλλους αὐτούς θεϊκούς παραδείσους, δηλαδή τά μοναστήρια, τό γνωστό ξύλο τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, οὔτε ὁ διάβολος παύει νά εἶναι σύμβουλος. Ἔχοντας πιά ἀποχτήσει πείρα ἀπό τό παλιό παράδειγμα τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας, ἄς ἔχουμε στραμμένη τήν προσοχή μας μόνο στό σοφό καί ἀγαθό σύμβουλο, δηλαδή τόν Χριστό μας.

Ἄς ἀκολουθοῦμε αὐτούς πού καί παλιότερα τόν ὑπάκουσαν καί τώρα πειθαρχοῦνε στό νόμο Του, ὁμοιώνoντας τή ζωή μας μέ τή ζωή τους, κατά τό ὑπόδειγμα καί τούς λόγους τοῦ ἀποστόλου Παύλου πού λέει «μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς κἀγώ Χριστοῦ» (Α΄ Κορινθ. 4, 16), γιατί πραγματικά μετά ἀπό τόσες δοκιμασίες πού πέρασαν ἡ ζωή τους εἶναι αὐθεντική.

Ἀλλά ὅπως ἀκριβῶς στήν ἔρημο, ἔτσι καί στά ἱερά αὐτά μοναστήρια ὑπάρχουν θηρία καί κτήνη. Πρέπει λοιπόν πολύ νά προσέξουμε, μήπως -ἄν δέν μιμηθοῦμε ὁ καθένας μας σύμφωνα μέ τή δύναμή του τό βίο τοῦ Ἰωάννη -ἐξισωθοῦμε μέ τά ἀνόητα κτήνη καί μοιάσουμε σ᾽ αὐτά (Ψαλμ. 48, 13).

Λοιπόν τί πρέπει νά κάνουμε; Ὁ Τίμιος Πρόδρομος ἦταν πάντα ἀσκεπής, δεῖγμα τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς καί τῆς παρρησίας του πρός τόν Θεό. Γιατί σύμφωνα μ᾽ αὐτό πού λέει ὁ Ἀπόστολος, ὁ «ἄνδρας πρέπει νά προσεύχεται ἀσκεπής, ὥστε ἔχοντας ἀκάλυπτο τό πρόσωπό του, νά ἀντανακλᾶ τή δόξα τοῦ Θεοῦ» (Β΄ Κορ. 3, 18). Ἄς καλύψουν λοιπόν τήν κεφαλή τους, δηλαδή ἄς προσπαθήσουν μέ κάθε τρόπο νά ἀσφαλιστοῦν αὐτοί πού ζοῦν μέσα στόν κόσμο καί σχετίζονται μ᾽ αὐτόν, ὥστε νά προφυλαχτοῦν ἀπό τίς ζημιές καί τά σκάνδαλα, πού τόσο φυσικά παρουσιάζονται στή ζωή τους, ἄν καί δέν νομίζω ὅτι αὐτό μποροῦν νά τό κάνουν πάντοτε.

Ἐμεῖς ὅμως, κάνοντας πολύ καλά, ἀναχωρήσαμε ἀπό τόν κόσμο. Ἄς ἀπομακρυνθοῦμε ἀπ’ αὐτόν καί μέ τή διάνοιά μας, ἐνώvoντας τό νοῦ μας μέ τόν Χριστό, ψέλνοντας καί ὑμνώντάς Τον μέ πνευματικές ὑμνωδίες καί προσευχές. Ἀκόμα κάνοντας μέ τήν προσευχή τούς ἑαυτούς μας ναό τοῦ σωτηρίου Ὀνόματός Του, ἔχοντας Αὐτόν διαρκῶς στή μνήμη μας γιά χάρη τοῦ Ὁποίου ἐγκαταλείψαμε τόν κόσμο. Γιατί ἐκεῖνος πού ἄφησε γι’ Αὐτόν τόν κόσμο καί ὅσα καλά εἶχε ἐκεῖ, ποθεῖ ὁπωσδήποτε νά ἑνωθεῖ μαζί μέ τόν Χριστό. Ἡ ἕνωση αὐτή κατορθώνεται μέ τή διαρκῆ μνήμη τοῦ Ὀνόματός Του, ἡ ὁποία καθαρίζει τό νοῦ. Ἄς καθαρίσουμε λοιπόν τά μάτια τῆς ψυχῆς μας μέ τό νά ἀναζητᾶμε τόν Θεό μέσα στά ἔργα μας, στά λόγια μας καί στούς λογισμούς μας. Δέν θά ἔχουμε κανένα ἐμπόδιο, μόνο νά θελήσουμε νά ἔχουμε στραμμένη τήν προσοχή μας, ὅσο μᾶς εἶναι μπορετό, στό βίο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη. Ἐκεῖνος ἦταν στήν ἔρημο ἄστεγος, ἐμεῖς ἄς ἀρκεστοῦμε στή μικρή μας στέγη. Ἄς εἴμαστε εὐχαριστημένοι μέ τό μικρό κελλί, πού μᾶς ἔχει παραχωρήσει ὁ προεστώτας, φέρνοντας στό νοῦ μᾶς ἐκεῖνον πού σέ ὅλη του τή ζωή δέν εἶχε καθόλου κατοικία. Ἐκεῖνον πού τοῦ ἦταν ἀρκετά γιά τροφή τά ἀκρόδρυα καί ὁ μελέαγρος. Ὁ μελέαγρος ἦταν χόρτο πού φύτρωνε μόνο του, χωρίς καλλιέργεια στήν ἔρημο καί τοῦ ὁποίου τίς ρίζες χρησιμοποιοῦσαν γιά τροφή καί οἱ μετά τόν Ἰωάννη ἐρημίτες Πατέρες. Ἀκρόδρυα ὀνομάζουν τούς καρπούς. Μέ καρπούς λοιπόν καί ρίζες χόρτων ζοῦσε ἐκεῖνος ἤ μέ μέλι ἄγριο. Φοροῦσε ἕνα μόνο χιτώνα, ζωσμένος δερμάτινη ζώνη, δείχνοντας ἔτσι καί μέ τά δύο αὐτά σύμβολα τή νέκρωση τῶν παθῶν πού ἔφερε πάνω στό σῶμα του (Β΄ Κορ. 4, 10). Ἀκόμα, ἔχοντας ὁ ἴδιος τό ἀγαθό τῆς ἀκτημοσύνης, τό διδάσκει καί σέ μᾶς μέ τή ζωή του. Ἐμεῖς πόσο τά ἔχουμε ὅλα πλούσια! Τρόφιμα καί ροῦχα, κελλάρια καί ἀποθῆκες γεμάτες ἀπό στάρι καί κρασί, ζυμωτήρια καί χώρους γιά νά κόβουμε τό ψωμί καί μέ λίγα λόγια ἔχουμε ὅ,τι χρειαζόμαστε.

Ἄς εὐχαριστοῦμε λοιπόν τόν Θεό πού μᾶς τά χορηγεῖ καί τόν Τίμιο Πρόδρομο, πρός Τιμή τοῦ ὁποίου ὅλα αὐτά ἄκοπα συγκεντρώνονται, σάν νά τρέχουν ἀπό κάποια πηγή καί ἄς τά προσφέρουμε γιά τή δόξα του, ἀνταποδίδοντάς του τήν εὐχαριστία μας μέ ἔργα. Γιατί ἄν εἴμαστε εὐχαριστημένοι μέ τά κοινά αὐτά ἀγαθά τῆς Μονῆς, δέν ἀπέχουμε ἀπό τήν ἀκτημοσύνη καί τήν ἐγκράτεια τοῦ Ἰωάννη. Ἄν καί ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά παραβληθοῦμε σέ τίποτα μαζί του, ὅμως ὅπως ἐκεῖνος τρεφόταν ἀπό τόν Θεό, ἔτσι καί ἐμεῖς τρεφόμαστε ἀπό τά ταμεῖα του, δηλαδή ἀπό τά ταμεῖα τοῦ Μοναστηριοῦ, πού εἶναι ἀφιερωμένα στόν Θεό. Αὐτό δέν εἶναι κακό. Κακό εἶναι νά ἔχουμε δικά μας ταμεῖα καί κτήματα. Αὐτό μᾶς χωρίζει ἀπό τήν κοινωνία τῶν Ἁγίων. Ἐκεῖνος πού ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο καί ἔχει δικά του πράγματα, εἴτε γιατί τά ἔφερε μαζί του ἀπό τόν κόσμο, εἴτε γιατί τά ἀπέκτησε ὄντας μοναχός, σέρνει μαζί του τόν κόσμο καί ποτέ δέν τόν ἐγκαταλείπει, ἀκόμα καί ἄν βρίσκεται σ᾽ αὐτό τό Ἅγιο Ὅρος, ἀκόμα καί ἄν ζεῖ μέσα σ᾽ αὐτές τίς ἱερές Μονές πού εἰκονίζουν τόν οὐρανό. Αὐτός μολύνει καί τόν τόπο ἀκόμα πού κάθεται καί τόν μετατρέπει σ᾽ ἕνα κομμάτι τοῦ κόσμου. Αὐτός ὁπωσδήποτε θά κατακριθεῖ, γιατί νόμισε τόν ἱερό τόπο τοῦ Θεοῦ, σάν τόπο κοσμικό.

Μήπως ὅμως ἄφησε ὁ Βαπτιστής τοῦ Κυρίου καί Πρόδρομος Ἰωάννης τήν ἠρεμία καί τήν ἐρημιά ἐκείνη; Βέβαια τήν ἄφησε. Πότε ὅμως; Ὅταν στάλθηκε ἀπό Ἐκεῖνον γιά νά γνωρίσει τό δρόμο τῆς σωτηρίας στό λαό Του καί νά ἐλέγξει ὅσους δέν ὑπάκουαν στίς ἐντολές Του. Γι’ αὐτό τόν ἔλεγχο ἀποκεφαλίστηκε ἀπ’ αὐτούς, γεγονός τό ὁποῖο σήμερα γιορτάζουμε. Δέν ἔπρεπε αὐτός νά πεθάνει μέ «φυσικό» τρόπο. Γιατί αὐτός ὁ «φυσικός» θάνατος εἶναι καταδίκη γιά τήν παράβαση τοῦ Ἀδάμ, γιά τήν ὁποία δέν ἦταν ὀφειλέτης ὁ Ἰωάννης, πού ὑπῆρξε ὑπηρέτης καί διάκονος τοῦ Θείου θελήματος καί Τόν ὑπάκουσε ἀπό τότε πού βρισκόταν ἀκόμα στήν κοιλιά τῆς μητέρας του. Οἱ δίκαιοι, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου, ὀφείλουν νά θυσιάζονται τόσο γιά τήν ὀρθή πίστη καί λατρεία τοῦ Θεοῦ ὅσο καί γιά τήν ἀκεραιότητα τῆς ἠθικῆς ζωῆς. Καί γι’ αὐτό τό λόγο εἶναι πιό κατάλληλος γι’ αὐτούς ὁ βίαιος θάνατος γιά χάρη τοῦ καλοῦ. Γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος τέτοιο θάνατο γεύτηκε. Ἔπρεπε λοιπόν καί ὁ θάνατος τοῦ Ἰωάννη, νά εἶναι ὄχι μόνο πρόδρομος ἀλλά καί ὅμοιος μέ τό θάνατο τοῦ Χριστοῦ, γιά νά προπορευτεῖ -σύμφωνα μέ τήν προφητεία τοῦ πατέρα του Ζαχαρία- πρίν ἀπό τήν κάθοδο τοῦ Κυρίου στόν Ἅδη, καί νά γνωρίσει σ᾽ αὐτούς, πού ἦταν στό σκοτάδι καί στή μαυρίλα τοῦ Ἅδη, τήν ὁδό τῆς σωτηρίας, δηλαδή τή μετάνοια, ὥστε νά τρέξουν καί ἐκεῖνοι κοντά στόν Χριστό καί νά ἀπολαύσουν τή μακάρια καί ἀθάνατη αὐτή ζωή, πού Αὐτός χαρίζει. Αὐτή τή ζωή ἄς εὐχηθοῦμε καί ἐμεῖς νά πετύχουμε μέ τίς πρεσβεῖες ἐκείνου, πού τήν ἀπόλαυσε ἀπό τήν κοιλιά ἀκόμα τῆς μάνας του, πού τήν κήρυξε στόν κόσμο καί στόν Ἅδη καί πρός τήν ὁποία καθοδήγησε καί καθοδηγεῖ ὅλους μέ τό λόγο καί τή ζωή του καί τίς ἱκεσίες του πρός τόν Θεό, μέ τή χάρη τοῦ Κυρίου ἡμῶv Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ᾽ Αὐτόν μόνο πρέπει ἡ αἰώνια δοξολογία. Ἀμήν.

Στήν ἀποτομή τῆς κεφαλῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου

Στήν ἀποτομή τῆς κεφαλῆς
τοῦ Τιμίου Προδρόμου

Ἁγίου Ἀνδρέα Κρήτης

Τόν εἶπαν καί «Ἠλία». «Καί ἄν θέλετε νά τό παραδεχτεῖτε, αὐτός εἶναι ὁ Ἠλίας πού πρόκειται νά ἔρθει» (Ματθ. 11, 14). «Καί αὐτός θά πορευτεῖ πρίν ἀπό τόν Κύριο μέ τή δύναμη καί τό πνεῦμα τοῦ προφήτη Ἠλία» (Λουκ. 1, 17).

Πολλοί τόν ἀποκάλεσαν καί «διδάσκαλο». «Ἦρθαν δέ καί τελῶνες νά βαφτιστοῦν καί τοῦ εἶπαν, δάσκαλε τί νά κάνουμε»; (Λουκ. 3, 12).

Ἀκόμη ὀνομάστηκε «ἑτοιμαστής». «Γιατί θά πορευτεῖς πιό μπροστά ἀπό τόν Κύριο, νά ἑτοιμάσεις στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων τό δρόμο τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. 1, 76).

Καί «κήρυκας» ὀνομάστηκε. «Ὁ Ἰωάννης βάπτιζε στήν ἔρημο καί κήρυττε βάπτισμα μετανοίας γιά τή συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν καί κήρυττε λέγοντας. Ἔρχεται πίσω ἀπό μένα αὐτός πού εἶναι ἰσχυρότερος ἀπό μένα». (Μάρκ. 1, 4-7).

Ὁ ἴδιος χαρακτήρισε τόν ἑαυτό του σάν φωνή. «Ποιός εἶσαι, πές μας. Ποιός εἶσαι γιά νά δώσουμε καί ἐμεῖς ἀπάντηση σ’ αὐτούς πού μᾶς ἔστειλαν. Πῶς θεωρεῖς ἐσύ τόν ἑαυτό σου; Καί ἐκεῖνος εἶπε. Ἐγώ εἶμαι ἡ φωνή ἐκείνου πού φωνάζει στήν ἔρημο» (Ἰωάν. 1, 22).

Εἶναι καί λέγεται καί «Βαπτιστής». «Φτάνει ὁ Ἰησοῦς στόν Ἰορδάνη ἀπό τή Γαλιλαία γιά νά βαπτιστεῖ ἀπό τόν Ἰωάννη» (Ματθ. 3, 13). «Ὁ δέ Ἰωάννης βρισκόταν ἐκεῖ καί βάπτιζε καί ἔρχονταν ὅλοι νά βαπτιστοῦν» (Μάρκ. 1, 4).

Πῆρε καί τό ὄνομα «ὁμολογητής». «Καί ὁμολόγησε καί δέν ἀρνήθηκε. Καί ὁμολόγησε ἐπίμονα καί εἶπε: Ἐγώ δέν εἶμαι ὁ Χριστός» (Ἰωάν. 1, 20).

Ἀναμφισβήτητα εἶναι καί «Μάρτυς». «Ἐκεῖνος δέν ἦταν τό φῶς, ἀλλά εἶχε σκοπό νά μαρτυρήσει, γιά τό φῶς» (Ἰωάν. 1, 8).

Αὐτός ἀκόμα ἀξιώθηκε νά ὑπογράψει τήν παρουσία τῆς Ἁγίας Τριάδος καί νά ὀνομαστεῖ γι’ αὐτό «ὑπογραφεύς τῆς Τριάδος». «Ἐκεῖνος ὅμως πού μέ ἔστειλε νά βαπτίζω στό νερό, Ἐκεῖνος μου εἶπε: Σ’ ὅποιον θά δεῖς νά κατεβαίνει τό Ἅγιο Πνεῦμα καί νά μένει ἐπάνω του, Αὐτός εἶναι Ἐκεῖνος πού θά βαπτίζει μέ Ἅγιο Πνεῦμα. Καί ἐγώ τόν εἶδα Αὐτόν καί ἔδωσα τή μαρτυρία μου γι’ αὐτόν ὅτι εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ». (Ἰωάν. 1, 33-34).

Ὀνομάστηκε ἀκόμα «Δίκαιος καί Ἅγιος». «Ὁ Ἡρώδης φοβόταν τόν Ἰωάννη, γιατί γνώριζε πολύ καλά ὅτι ἦταν δίκαιος καί ἅγιος ἄνθρωπος» (Μάρκ. 6, 20).

Τόν ἀποκάλεσαν καί «Ἀπόστολο». «Ἐσεῖς οἱ ἴδιοι τό παραδέχεστε καί τό λέτε πώς σᾶς εἶπα ὅτι ἐγώ δέν εἶμαι ὁ Χριστός καί ὅτι ἐγώ ἔχω σταλεῖ, νά πορευτῶ πρίν ἀπό Ἐκεῖνον» (Ἰωάν. 3, 28).

Ἕνα ἄλλο ὀνομά του εἶναι «Εὐαγγελιστής». «Παρηγοροῦσε τό λαό μέ πολλά καί διάφορα ἄλλα, ἀλλά συγχρόνως τοῦ χάριζε καί τό χαρούμενο μήνυμα, τό Εὐαγγέλιο» (Λουκ. 3, 18).

Ἀκόμα ἔχει καί τό ὄνομα «Νυμφαγωγός». «Αὐτός πού ἔχει τή νύφη εἶναι Νυμφίος. Ἐκεῖνος πού εἶναι φίλος τοῦ Νυμφίου εἶναι αὐτός πού στέκεται στό πλάι του, τόν ἀκούει καί χαίρεται μέ βαθιά χαρά τή φωνή Του. Ἀπ’ αὐτή τή χαρά γέμισε καί ἡ δική μου ψυχή, γιατί ἀξιώθηκα νά σταθῶ πλάι στόν Νυμφίο Χριστό» (Ἰωάν. 3, 29-30).

Λέγεται καί «Λύχνος». «Ἐκεῖνος ἦταν τό λυχνάρι πού ἔκαιγε καί φώτιζε, ἐσεῖς δέ γιά μιά στιγμή θελήσατε νά κάνετε ἱλαρά τά πρόσωπά σας μέ τό δικό Του φῶς». (Ἰωάν. 5, 35).

Πῆρε καί τόν τίτλο «Ἔλεγχος τοῦ Ἡρώδη». «Γιατί ἔλεγε ὁ Ἰωάννης στόν Ἡρώδη. Δέν σοῦ ἐπιτρέπεται νά συζεῖς μέ τή γυναίκα τοῦ ἀδερφοῦ σου τοῦ Φιλίππου» (Μάρκ. 6, 18). «Ὁ Ἡρώδης ἐπειδή ἐλεγχόταν ἀπό τον Ἰωάννη γιά τήν Ἡρωδιάδα τόν ἔκλεισε στή φυλακή». (Λουκ. 3, 19).

Αὐτά τά τόσο μεγάλα καί τόσο σπουδαῖα ὀνόματα πῆρε ὁ Ἰωάννης. Μ’ αὐτά ἔχει τιμηθεῖ, γι’ αὐτό καί οἱ πράξεις του ἦταν σύμφωνες μέ τούς τίτλους του. Ἔτσι ὁ Ἰωάννης ὑπῆρξε ἐκεῖνος «πού δέ γεννήθηκε ἄνθρωπος μεγαλύτερός του στόν κόσμο» (Ματθ. 6, 11). Αὐτός εἶναι ἐκεῖνος γιά τόν ὁποῖο πραγματικά ὁ προφήτης Δαυίδ ψάλλει, σάν νά δανείζεται τό στόμα τοῦ Θεοῦ καί Πατέρα καί λέει: «Ἑτοίμασα λυχνάρι γιά τόν Χριστό μου. Πάνω σ’ αὐτό δέ, θά φανερωθεῖ καί θά λάμψει ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού θά τόν χρίσει Μεσσία καί βασιλιά» (Ψαλμ. 131, 17-18).

Αὐτός εἶναι ἐκεῖνος ὁ μεγάλος Ἠλίας, ὄχι ὁ Θεσβίτης, ἀλλά αὐτός πού στάθηκε ἀνάμεσα στό νόμο καί στή Χάρη καί ἔγινε πρόδρομος τῆς πρώτης παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, ἄν καί ἱστορικά, ἔζησε μετά τόν Ἠλία τό Θεσβίτη, ἐκεῖνος πού εἶχε ὅμοια μ’ αὐτόν ἔμπνευση καί δύναμη, ὅπως προεῖπε ὁ ἀρχάγγελος στόν πατέρα του Ζαχαρία (Λουκ. 1, 17).

Καί σέ ποιόν Ζαχαρία τά εἶπε αὐτά ὁ ἄγγελος; Στό Ζαχαρία πού τό αἷμα του φωνάζει πιό δυνατά ἀπό τό αἷμα τοῦ δίκαιου Ἄβελ (Ματθ. 23, 35).

Αὐτός εἶναι ἐκεῖνος πού σκίρτησε στήν κοιλιά τῆς μάνας του, πρίν ἀκόμα δεῖ τό φῶς τῆς ἡμέρας, γιατί πληροφορήθηκε τήν παρουσία τοῦ κυοφορούμενου Δεσπότη του. Αὐτός χρησιμοποίησε τή γλώσσα τῆς μάνας του καί, ἐνῶ βρισκόταν ἀκόμα στήν κοιλιά της, προανάγγειλε τή γέννηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ ἀπό τή Θεοτόκο Μαρία, λέγοντας: «Καί πῶς ἔγινε σέ μένα αὐτό τό πράγμα νά ἔρθει στό σπίτι μου ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ μου;» (Λουκ. 1, 43).

Αὐτός εἶναι ἐκεῖνος πού μέ τό κήρυγμα τῆς μετανοίας θά μαλακώσει τίς καρδιές τῶν γονιῶν καί θά τίς ξαναφερει κοντά στά παιδιά τους καί «θά κάνει τούς παραστρατημένους νά ἀποκτήσουν φρόνηση ἁγίων καί δικαίων ἀνθρώπων καί ἔτσι θά προετοιμάσει τούς ἀνθρώπους, ὥστε νά δεχτοῦν τόν Κύριο καί νά γίνουν λαός Του» (Λουκ. 1, 17).

Αὐτός ὑπῆρξε καρπός θεϊκῆς ὑποσχέσεως, τό χαρμόσυνο ἄγγελμα τοῦ Γαβριήλ, τό τρυφερό κλωνάρι πού χαρίστηκε ἀπό τόν Θεό, στό ξεραμένο ἀπό τήν ἡλικία δέντρο. Τό καρπερό λουλούδι τῆς στείρας. Ὁ προφήτης πού εἶναι γιός προφήτη. Ὁ τρόφιμος τῆς ἐρήμου. Αὐτός πού ἑτοίμασε καί ἑτοιμάζει τούς ἀνθρώπους ὅλης τῆς οἰκουμένης στούς πνευματικούς ἀγῶνες καί στό καλοδέξιμο τοῦ Κυρίου. Ὁ λαμπερός δορυφόρος τοῦ Ἡλίου, πού λάμπει παντοτινά. Τό λυχνάρι τοῦ θεϊκοῦ Φωτός. Ὁ στρατιώτης τοῦ αἰώνιου βασιλιᾶ. Ὁ Νυμφαγωγός τοῦ Νυμφίου. Ὁ δοῦλος τοῦ Δεσπότη. Ἡ φωνή τοῦ Λόγου, πού ἱεράτευσε σάν τόν Μελχισεδέκ αἰώνια, ὡς ἀπάτορας, ἀμήτορας καί ἀγεννεαλόγητος. Ὁ ἱερέας πού ἀξιώθηκε νά ἱερουργήσει ἀκόμα καί τή Βάπτιση τοῦ Ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Αὐτός πού ἄκουσε μέ τά ἴδια του τ’ ἀφτιά τόν Θεό Πατέρα νά μιλάει. Αὐτός πού βάπτισε τόν Υἱό καί Αὐτός πού εἶδε τόἍγιο Πνεῦμα.

Αὐτός πού ὑπῆρξε τό τέλος τοῦ νόμου· Αὐτός πού μεσολάβησε ἀνάμεσα στή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί στούς ἀνθρώπους. Αὐτός πού ὑπῆρξε ὁ μεγαλύτερος ἀπ’ ὅλους τούς προφῆτες καί στοῦ ὁποίου τό πρόσωπο ἐξαντλεῖται κάθε προφητική διακονία. Ὁ κήρυκας τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ὁ πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι ἡ αὐτοαλήθεια. Ἡ θύρα ἀπό τήν ὁποία μπαίνουμε στό χῶρο τῆς μετάνοιας. Αὐτός πού ὑπῆρξε τό κόσμημα καί ἡ λαμπρότητα τῶν παρθένων, Αὐτός πού ἑτοίμασε τή σωτηρία μας. Αὐτός πού νομοθέτησε τή σωφροσύνη καί ἔγινε χαλινάρι στούς παράνομους καί φαύλους καί ἀκόμη Αὐτός πού χειραγώγησε ὅσους σεβάστηκαν τό θεϊκό νόμο.

Αὐτός εἶναι ὁ μεγάλος Ἰωάννης. Τό ὄνομα πού βγῆκε ἀπό τό στόμα τοῦ Θεοῦ καί μεταφέρθηκε ἀπό τούς οὐρανούς στό Ζαχαρία μέ τήν ἀρχαγγελική φωνή. Αὐτός εἶναι ἡ φωνή πού γεννήθηκε ἀπό τόν κωφάλαλο πατέρα. Αὐτός πού μέ τή σιωπή τοῦ πατέρα του κατάργησε τή στειρότητα τῆς μάνας του. Αὐτός φανέρωσε τόν «Ἀμνό τοῦ Θεοῦ» μέ τό δάχτυλό του, δίνοντας σ’ αὐτό δύναμη πιό μεγάλη καί ἀπό τόν καλύτερο ρήτορα. Αὐτός πού στό πρόσωπό του ἔχει δικαίωμα νά καυχιέται ἡ ἐγκράτεια. Αὐτός πού ἔζησε σάν ἄσαρκος τήν ἐπίγεια ζωή του, πού βρέθηκε σάν πολύτιμος μαργαρίτης μέσα στή λάσπη. Αὐτός πού σάν πολύτιμος θησαυρός βρέθηκε σέ εὔθραυστο καί φτηνό θησαυροφυλάκιο. Αὐτός πού ἀπείλησε τίς ἄκαρπες ψυχές μέ τό ξινάρι τῆς Θείας δικαιοσύνης, ἡ φιλέρημη τρυγόνα τῆς Ἐκκλησίας, τό ἀσταμάτητο στόμα, ἡ φωνή ἐκείνου πού φωνάζει στήν ἔρημο καί ἀντηχεῖ βροντερά στά πέρατα τοῦ κόσμου, λέγοντας «ἑτοιμάστε τό δρόμο τοῦ Κυρίου, κάνετε ἴσια τά μονοπάτια ἀπ’ ὅπου θά περάσει ὁ Κύριος στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων» (Ματθ. 3, 3 -Ἰωάν. 1, 23).

Αὐτός εἶναι ἡ γλῶσσα πού μέ τά θεϊκά της λόγια καί μέ τήν ἁγνή φωνή της, ἀκόμα καί μετά τό θάνατό του, ἐλέγχει τόν Ἡρώδη καί κηρύττει τόν Χριστό, λέγοντας: «Μετανοεῖτε, γιατί ἔφτασε ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν» (Ματθ. 3, 2).

Στόν Θεό ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ μεγαλωσύνη στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν