Συμβουλὲς γιά τὸ ἦθος τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴν ἐναρέτη ζωὴ
Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας
1. Οἱ ἄνθρωποι λέγονται λογικοὶ καταχρηστικά. Δέν εἶναι λογικοὶ ἐκεῖνοι πού ἔμαθαν τοὺς λόγους καὶ τὰ βιβλία τῶν ἀρχαίων σοφῶν, ἀλλὰ ὅσοι ἔχουν λογικὴ ψυχὴ καὶ μποροῦν νά διακρίνουν ποιό εἶναι τὸ καλὸ καὶ ποιό εἶναι τὸ κακό. Καὶ ἔτσι ἀποφεύγουν τὰ κακὰ καὶ ψυχοβλαβῆ, μελετοῦν ὅμως σοβαρὰ τὰ καλὰ καὶ ψυχωφελῆ καὶ τὰ πράττουν μὲ μεγάλη εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεό. Μόνο αὐτοὶ πρέπει ἀληθινὰ νά λέγονται λογικοὶ ἄνθρωποι.
2. Ὁ ἀληθινὰ λογικὸς ἄνθρωπος μία μόνο φροντίδα ἔχει, νά ὑπακούει καὶ νά εἶναι ἀρεστὸς στόν Θεό, τὸν Κύριο τῶν ὅλων, καὶ σὲ τοῦτο καὶ μόνο νά ἀσκεῖ τὴν ψυχὴ του, πῶς νά γίνει ἀρεστὸς στόν Θεό, εὐχαριστώντας Τον -ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ θέση του στή ζωή- γιά τὴν μεγάλη καὶ ἐξαιρετικὴ πρόνοιά Του καὶ τὴν κυβέρνηση ὅλου τοῦ κόσμου. Γιατὶ εἶναι παράλογο, τό νά εὐχαριστοῦμε τοὺς γιατροὺς ὅταν μᾶς δίνουν τὰ πικρὰ καὶ ἀηδιαστικὰ φάρμακα γιά χάρη τῆς ὑγείας τοῦ σώματός μας, νά εἴμαστε ὅμως ἀχάριστοι στόν Θεὸ γιά ὅσα φαίνονται σ’ ἐμᾶς δυσάρεστα καὶ νά μὴν ἀναγνωρίζουμε ὅτι τὰ πάντα γίνονται ὅπως πρέπει καὶ πρὸς τὸ συμφέρον μας σύμφωνα μὲ τὴν πρόνοιά Του. Γιατὶ ἡ ἀναγνώριση αὐτὴ καὶ ἡ πίστη στόν Θεὸ εἶναι ἡ σωτηρία καὶ ἡ τελειότητα τῆς ψυχῆς.
3. Ἡ ἐγκράτεια, ἡ ἀνεξικακία, ἡ σωφροσύνη, ἡ ἐγκαρτέρηση, ἡ ὑπομονὴ καὶ οἱ παρόμοιες μέγιστες καὶ ἐνάρετες δυνάμεις μᾶς δόθηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ εἶναι ἀντίθετες καὶ ἀντιστέκονται καὶ μᾶς βοηθοῦν στίς ἀντίστοιχες πρὸς αὐτὲς κακίες. Ἂν γυμνάζουμε αὐτές τίς δυνάμεις καὶ τὶς ἔχουμε πάντοτε πρόχειρες, τότε νομίζουμε ὅτι δέν θεωροῦμε πιὰ ὅτι μᾶς συμβαίνει κάτι δύσκολο ἢ θλιβερὸ ἢ ἀβάσταχτο• γιατὶ σκεφτόμαστε ὅτι ὅλα εἶναι ἀνθρώπινα καὶ τὰ νικοῦν οἱ ἀρετές πού ἔχουμε. Αὐτὰ δέν τὰ ἔχουν ὑπόψη τους οἱ ἀνόητοι ἄνθρωποι. Οὔτε σκέφτονται ὅτι τὰ πάντα γίνονται σωστὰ καὶ ὅπως πρέπει γιά τὸ συμφέρον μας, γιά νά λάμψουν οἱ ἀρετὲς μας καὶ νά στεφανωθοῦμε ἀπὸ τὸν Θεό.
4. Τὴν ἀπόκτηση τῶν χρημάτων καὶ τὸ πλούσιο ξόδεμά τους νά τὰ θεωρεῖς μόνο σὰν φαντασία πού δέν κρατᾶ παρὰ λίγο καιρό, καὶ ξέροντας ὅτι ἡ ἐνάρετη καὶ θεάρεστη ζωὴ διαφέρει ἀπὸ τὸν πλοῦτο. Ὅταν τὸ μελετᾶς αὐτὸ σταθερά, οὔτε θὰ ἀναστενάξεις, οὔτε θὰ κραυγάσεις, οὔτε θὰ κατηγορήσεις κανένα, ἀλλὰ θὰ εὐχαριστεῖς τὸν Θεὸ γιά ὅλες τίς εὐεργεσίες πού σοῦ δίνει, βλέποντας ὅτι οἱ χειρότεροι ἀπὸ σένα στηρίζονται στά λόγια καὶ στά χρήματα. Γιατὶ ἡ ἐπιθυμία, ἡ δόξα καὶ ἡ ἄγνοια εἶναι τὰ πιὸ κακὰ πάθη τῆς ψυχῆς.
5. Ὁ λογικὸς ἄνθρωπος, προσέχοντας ὁ ἴδιος στόν ἑαυτὸ του, ἐξετάζει τὶ πρέπει νά πράξει καὶ τὶ τὸν συμφέρει, καθὼς καὶ ποιά ταιριάζουν στήν ψυχὴ καὶ τὴν ὠφελοῦν καὶ ποιά δέν τῆς ταιριάζουν. Καὶ ἔτσι ἀποφεύγει ἐκεῖνα πού βλάπτουν τὴν ψυχή, ὡς ξένα καὶ γιατὶ τὸν χωρίζουν ἀπὸ τὴν αἰώνια ζωή.
6. Ὅσο πιὸ λίγη περιουσία ἔχει κανείς, τόσο εὐτυχέστερος εἶναι. Γιατὶ δέν φροντίζει γιά πολλὰ πράγματα, γιά ὑπηρέτες, καλλιεργητές, ἀπόκτηση ζῴων. Ὅταν ἀφοσιωνόμαστε σ’ αὐτὰ κι ὕστερα μᾶς συμβαίνουν ἐξαιτίας αὐτῶν δυσκολίες, κατηγοροῦμε τὸν Θεό. Μὲ τὴν αὐθαίρετη ἐπιθυμία μας τρέφουμε τὸν θάνατο καὶ ἔτσι μένομε στό σκοτάδι τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς, μέσα στήν πλάνη, χωρὶς ν’ ἀναγνωρίζουμε τὸν πραγματικὸ ἑαυτὸ μας.
7. Δέν πρέπει κανένας νά λέει ὅτι δέν εἶναι δυνατὸν νά κατορθώσει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἐναρέτη ζωή, ἀλλὰ νά λέει ὅτι αὐτὸ δέν εἶναι εὔκολο. Οὔτε μποροῦν νά κατορθώσουν τὴν ἀρετὴ οἱ τυχόντες. Τὴν ἐνάρετη ζωὴ τὴν πραγματοποιοῦν ὅσοι ἄνθρωποι εἶναι εὐσεβεῖς καὶ ἔχουν νοῦ πού ἀγαπᾶ τὸν Θεό. Γιατὶ ὁ νοῦς τῶν πολλῶν εἶναι κοσμικὸς καὶ μεταβάλλεται• κάνει σκέψεις ἄλλοτε καλές, ἄλλοτε κακές. Μεταβάλλεται στή φύση καὶ γίνεται ὑλικότερος. Ὁ νοῦς ὅμως πού ἀγαπᾶ τὸν Θεό, τιμωρεῖ τὴν κακία ἡ ὁποία ἔρχεται ἑκούσια στούς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ἀμέλειά τους.
8. Οἱ ψυχικὰ ἀκαλλιέργητοι καὶ ἀμαθεῖς θεωροῦν γελοῖο πρᾶγμα τοὺς λόγους καὶ δέν θέλουν νά τοὺς ἀκοῦν ἐπειδὴ ἐλέγχεται ἡ κατάστασή τους καὶ θέλουν νά εἶναι ὅλοι ὅμοιοι μὲ αὐτούς. Ἐπίσης καὶ ἐκεῖνοι πού εἶναι παραδόμενοι σὲ σαρκικὰ ἁμαρτήματα φροντίζουν νά εἶναι ὅλοι οἱ ἄλλοι χειρότεροί τους, νομίζοντας οἱ δυστυχεῖς ὅτι ἐπειδὴ θὰ εἶναι πολλοὶ οἱ ἁμαρτάνοντες, θὰ ἑξασφαλιστοῦν οἱ ἴδιοι ἀπὸ τὴν κατηγορία. Ἡ χαλαρὴ ψυχὴ χάνεται καὶ σκοτίζεται ἐξαιτίας τῆς κακίας, γιατὶ ἔχει μέσα της ἀσωτεία, ὑπερηφάνεια, ἀπληστία, θυμό, αὐθάδεια, μανία, φόνο, στενοχώρια, φθόνο, πλεονεξία, ἁρπαγή, πόνο, ψεῦδος, ἡδονή, ῥαθυμία, λύπη, δειλία, ἀσθένεια, μῖσος, φιλοκατηγορία, ἀδυναμία, πλάνη, ἄγνοια, ἀπάτη, λησμοσύνη τοῦ Θεοῦ. Μὲ τέτοιες κακίες καὶ παρόμοιες τιμωρεῖται ἡ ἄθλια ψυχή πού χωρίζεται ἀπὸ τὸν Θεό.
9. Ἐκεῖνοι πού θέλουν νά ζοῦν τὴν ἐνάρετη καὶ εὐλαβῆ καὶ τιμημένη ζωή, δέν πρέπει νά διακρίνονται ἀπὸ τοὺς ἐπίπλαστους τρόπους καὶ τὴν ψεύτικη ζωή. ἀλλὰ ὅπως οἱ ζωγράφοι καὶ οἱ ἀγαλματοποιοί, νά δείχνουν καὶ αὐτοὶ μὲ τὰ ἔργα τους τὴν ἐνάρετη καὶ θεοφιλῆ ζωὴ τους. Καὶ ὅλες τίς κακὲς ἡδονὲς νά τὶς ἀποστρέφονται σὰν παγίδες.
10. Ὁ πλούσιος καὶ εὐγενής πού δέν ἔχει ψυχικὴ καλλιέργεια καὶ ἐνάρετη ζωή, θεωρεῖται δυστυχὴς ἀπὸ ἐκείνους πού κρίνουν ὀρθὰ τὰ πράγματα. Ἀντίθετα ὁ φτωχὸς καὶ δοῦλος κατὰ τὴν τάξη, ἂν ἔχει ψυχικὴ καλλιέργεια καὶ εἶναι στολισμένος μὲ ἀρετή, εἶναι εὐτυχής. Καὶ ὅπως οἱ ξένοι σὲ ἕναν τόπο χάνουν τὸν δρόμο τους, ἔτσι καὶ ἐκεῖνοι πού δέν φροντίζουν γιά τὴν ἐνάρετη ζωή, πλανιοῦνται ἐδῶ κι ἐκεῖ παρασυρόμενοι ἀπὸ τὶς κακὲς ἐπιθυμίες τους καὶ χάνονται.
11. Ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά ἐξημερώσει τὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων καὶ νά τοὺς κάνει νά ἀγαπήσουν τοὺς λόγους καὶ τὴν παιδεία, πρέπει νά λέγεται ἀνθρωποποιός. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ἐκεῖνοι πού μεταστρέφουν τοὺς παραδομένους στίς σαρκικὲς ἡδονὲς πρὸς τὴν ἐνάρετη καὶ θεάρεστη ζωή, πρέπει νά λέγονται καὶ αὐτοὶ ἀνθρωποποιοί, ἐπειδὴ εἶναι σὰν νά ξαναπλάθουν τοὺς ἀνθρώπους. Γιατὶ ἡ πραότητα καὶ ἡ ἐγκράτεια εἶναι εὐτυχία καὶ δίνουν καλὴ ἐλπίδα στίς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων.
12. Πρέπει πραγματικὰ οἱ ἄνθρωποι νά ἐπιμελοῦνται τὰ ἤθη τους καὶ νά ζοῦν ὅπως πρέπει. Ὅταν αὐτὸ τὸ κατορθώσουν, τότε εὔκολα μποροῦν νά γνωρίσουν καὶ τὰ θεῖα. γιατὶ ὅποιος μὲ ὅλη του τὴν καρδιά καὶ τὴν πίστη του σέβεται τὸν Θεό, ἔχει τὴν βοήθειά Του νά δαμάζει καὶ νά κρατεῖ τὸ θυμὸ καὶ τὴν ἐπιθυμία του. Ἐπειδὴ αἰτία ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ ἐπιθυμία καὶ ὁ θυμός.
13. Ἄνθρωπος λέγεται ἢ ἐκεῖνος πού χρησιμοποιεῖ ὀρθὰ τὸ λογικὸ του, ἢ ἐκεῖνος πού δέχεται συμβουλὴ γιά τὴν διορθώσή του. Ὁ ἀδιόρθωτος δέν λέγεται ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἀπάνθρωπος. Κι αὐτὸ εἶναι τὸ γνώρισμα τῶν ἀπανθρώπων. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ πρέπει νά ἀποφεύγονται. Γιατὶ ἐκεῖνοι πού ζοῦν μὲ τὴν κακία δέν εἶναι δυνατὸ νά ἀποκτήσουν τὴν ἀθάνατη ζωή.
14. Ὅταν κάνουμε καλὴ χρήση τοῦ λογικοῦ μας, τότε εἴμαστε ἄξιοι νά λεγόμαστε ἄνθρωποι. Ἀντίθετα, ὅταν δέν κάνουμε καλὴ χρήση τοῦ λογικοῦ, τότε μόνο κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τή φωνή διαφέρουμε ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα. Ἂς ἀναγνωρίσει λοιπὸν ὁ συνετὸς ἄνθρωπος ὅτι εἶναι ἀθάνατος καὶ τότε θὰ μισήσει κάθε αἰσχρὴ ἐπιθυμία, ἡ ὁποία γίνεται αἰτία θανάτου στούς ἀνθρώπους.
15. Ὅπως κάθε τέχνη διαμορφώνοντας τὴν ὕλη φανερώνει τὴν ἀξία της, π.χ. ὁ ἕνας δουλεύει τὸ ξύλο κι ὁ ἄλλος τὸ χαλκὸ κι ἄλλος τὸ χρυσὸ καὶ τὸ ἀσήμι, ἔτσι κι ἐμεῖς ἀκούοντας γιά τὴν καλὴ καὶ ἐνάρετη καὶ θεάρεστη ζωή, ὀφείλομε νά φαινόμαστε ὅτι εἴμαστε πραγματικὰ ἄνθρωποι γιά τή λογική ψυχή μας κι ὄχι γιά τή διάπλαση μόνο τοῦ σώματός μας. Ἡ ψυχή πού εἶναι ἀληθινὰ λογικὴ καὶ ἀγαπᾶ τὸν Θεό, γνωρίζει ἀμέσως ὅλα ὅσα συμβαίνουν στήν ζωή. Καὶ ἐξιλεώνει τὸν Θεὸ μὲ διάθεση ἀγάπης καὶ Τὸν εὐχαριστεῖ πραγματικά, κατευθύνοντας πρὸς Αὐτὸν ὅλη τὴν ὁρμὴ καὶ τὸ νοῦ της.
16. Οἱ καπετάνιοι κατευθύνουν μὲ προσοχὴ τὸ πλοῖο γιά νά μὴν προσκρούσει πάνω σὲ σκόπελο ἢ ὕφαλο. Ἔτσι κι ἐκεῖνοι πού ἐπιθυμοῦν νά ζήσουν τὴν ἐνάρετη ζωή, ἂς ἐξετάζουν μὲ ἐπιμέλεια ποιά πρέπει νά κάνουν καὶ ποιά πρέπει νά ἀποφεύγουν καὶ νά πιστεύουν ὅτι οἱ ἀληθινοὶ καὶ Θεῖοι νόμοι τοὺς συμφέρουν και ἔτσι να κόβουν τίς πονηρὲς ἐνθυμήσεις καὶ ἐπιθυμίες ἀπὸ τὴν ψυχὴ τους.
17. Ὅπως οἱ πλοίαρχοι καὶ οἱ ἁμαξηλάτες μὲ τὴν προσοχὴ καὶ τὴν ἐπιμέλεια πετυχαίνουν τὸ σκοπὸ τους, ἔτσι πρέπει καὶ ὅσοι φροντίζουν νά ζοῦν τή σωστή καὶ ἐνάρετη ζωή, νά μελετοῦν καὶ νά φροντίζουν νά ζοῦν ὅπως πρέπει καὶ ὅπως ἀρέσει στόν Θεό. Ἐκεῖνος πού θέλει νά ζήσει ἔτσι καὶ ἔχει καταλάβει ὅτι μπορεῖ, προχωρεῖ μὲ τὴν πίστη πρὸς τὴν ἀφθαρσία.
18. Ἐλεύθερους νόμιζε ὄχι ὅσους ἔτυχε νά εἶναι ἐλεύθεροι, ἀλλὰ ἐκεῖνοι πού ἔχουν τὴν ζωὴ καὶ τοὺς τρόπους ἐλεύθερους. Δέν πρέπει πράγματι νά ὀνομάζουμε ἐλεύθερους τοὺς ἄρχοντες πού εἶναι πονηροὶ καὶ ἀκόλαστοι, γιατὶ εἶναι δοῦλοι τῶν παθῶν καὶ τῆς ὕλης. Ἐλευθερία καὶ εὐτυχία τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ πραγματικὴ καθαρότητα καὶ ἡ καταφρόνηση τῶν προσκαίρων.
19. Νά ὑπενθυμίζεις στόν ἑαυτὸ σου ὅτι πρέπει ἀκατάπαυστα νά ἀποδεικνύεις τὸν χρηστὸ καὶ ἐνάρετο βίο σου ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ ἔργα σου. ἔτσι καὶ οἱ ἄρρωστοι ὀνομάζουν καὶ ἀναγνωρίζουν σωτῆρες καὶ εὐεργέτες τοὺς γιατρούς, ὄχι ἀπὸ τὰ λόγια τους ἀλλὰ ἀπὸ τὰ ἔργα τους.
20. Ἡ λογικὴ καὶ ἐνάρετη ψυχὴ ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὸ βλέμμα, τὸ βάδισμα, τή φωνή, τὸ γέλιο, ἀπὸ τό πού συχνάζει καὶ μὲ ποίους συναναστρέφεται. Ὅλα αὐτὰ ἔχουν ἀλλάξει σ’ αὐτὴν καὶ ἔγιναν κοσμιότερα. Γιατὶ ὁ νοῦς πού ἀγαπᾶ τὸν Θεό, σὰν πρακτικὸς θυρωρὸς ἀπαγορεύει τὴν εἴσοδο στίς κακὲς καὶ αἰσχρὲς ἐνθυμήσεις.
21. Ἂν παρακολουθεῖς τὸν ἑαυτὸ σου καὶ τὸν δοκιμάζεις, θὰ δεῖς ὅτι οἱ ἄρχοντες καὶ τὰ ἀφεντικὰ ἔχουν ἐξουσία μόνο τοῦ σώματος, ὄχι καὶ τῆς ψυχῆς. Καὶ νά τὸ θυμᾶσαι αὐτὸ πάντοτε. Γι’ αὐτὸ ἂν διατάζουν φόνους ἢ τίποτε ἄτοπα ἢ ἄδικα καὶ ψυχοβλαβῆ, δέν πρέπει νά τούς κάνουμε ὑπακοή καὶ ἂν μᾶς βασανίζουν ἀκόμη. Γιατὶ ὁ Θεὸς δημιούργησε τὴν ψυχὴ ἐλεύθερη καὶ αὐτεξούσια σὲ ὅλα ὅσα κάνει, καλὰ ἢ κακά.
22. Ἡ λογικὴ ψυχὴ φροντίζει μὲ κάθε τρόπο νά ξεφύγει ἀπὸ ὅσα δέν ὁδηγοῦν πουθενά, δηλαδή τὴν οἴηση, τὴν ὑπερηφάνεια, τὴν ἀπάτη, τὸν φθόνο, τὴν ἁρπαγὴ καὶ τὰ παρόμοια, αὐτά εἶναι ἔργα δαιμονικὰ καὶ καρποί κακῆς προαιρέσεως. Ὅλα κατορθώνονται μὲ ἐπιμέλεια καὶ ἐπίμονη προσοχὴ καὶ μελέτη ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπο, τοῦ ὁποίου ἡ ἐπιθυμία δέν τρέχει στίς κακὲς ἡδονές.
23. Ἐκεῖνοι πού ζοῦν μετρημένη καὶ περιορισμένη ζωή, γλυτώνουν ἀπὸ κινδύνους καὶ δέν ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ φύλακες. Μὲ τὸ νά νικοῦν τὴν ἐπιθυμία σὲ ὅλες τίς περιπτώσεις, βρίσκουν εὔκολα τὸ δρόμο πρὸς τὸν Θεὸ.
24. Οἱ ἄνθρωποι πού τοὺς ὁδηγεῖ τὸ λογικό, δέν χρειάζεται νά μοιράζουν τὴν προσοχὴ τους σὲ πολλὲς συντροφιές, ἀλλὰ μόνο στίς ὠφέλιμες καὶ μάλιστα σ’ ἐκεῖνες ὅπου πρυτανεύει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι προχωροῦν πάλι στήν κατὰ Θεὸν ζωὴ καὶ τὸ αἰώνιο φῶς.
25. Πρέπει ἐκεῖνοι πού ἐπιδιώκουν τὴν ἐνάρετη καὶ θεοφιλῆ ζωή, νά εἶναι ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ οἴηση καὶ κάθε κούφια ματαιοδοξία καὶ νά φροντίζουν μὲ ὅλη τή δύναμή τους νά διορθώνουν τή ζωή τους καὶ τὴν ἐσωτερικὴ τους διάθεση πρὸς τὸ καλύτερο. Ἐπειδὴ νοῦς πού ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ δέν μεταβάλλεται ἀπὸ τὴν καλὴ καταστάσή του, εἶναι ἀνύψωση καὶ δρόμος πρὸς τὸν Θεό.
26. Καμιὰ ὠφέλεια δέν προκύπτει ἀπὸ τὸ νά γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τὰ Θεῖα λόγια, ἂν ἀπουσιάζει ἡ εὐσεβὴς ζωή πού ἀρέσει στόν Θεό. Αἰτία ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ πλάνη, ἡ ἀπάτη τοῦ κόσμου καὶ ἡ ἄγνοια τοῦ Θεοῦ.
27. Ἡ σπουδὴ τοῦ ἀρίστου βίου καὶ ἡ ἐπιμέλεια τῆς ψυχῆς δημιουργεῖ τοὺς καλοὺς ἀνθρώπους πού ἀγαποῦν τὸν Θεό. Γιατὶ ἐκεῖνος πού ζητᾶ τὸν Θεό, Τὸν βρίσκει, ἂν νικᾶ τὴν ἐπιθυμία σὲ ὅλες τίς περιπτώσεις καὶ ἂν δέν σταματᾶ τὴν προσευχή. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος δέν φοβᾶται τοὺς δαίμονες.
28. Ὅσοι ξεγελιοῦνται ἀπὸ τὶς ἐλπίδες τους σὲ βιοτικὰ πράγματα καὶ περιορίζουν μόνο στά λόγια τὴν γνώση τους γιά τὴν ἄσκηση τοῦ ἀρίστου βίου, μοιάζουν μ’ ἐκείνους πού ἔχουν φάρμακα καὶ ἰατρικὰ ὄργανα ἀλλὰ δέν ξέρουν οὔτε φροντίζουν νά τὰ χρησιμοποιήσουν. Ἑπομένως γιά τὶς ἁμαρτίες μας ἂς μὴν κατηγοροῦμε τὸν τρόπο πού ἔγιναν, οὔτε τοὺς ἄλλους ἀλλὰ τοὺς ἑαυτοὺς μας. Γιατὶ ἂν ἡ ψυχὴ ἀδιαφορήσει μὲ δικὴ της θέληση, δέν μπορεῖ νά μείνει ἀνίκητη.
29. Ἐκεῖνος πού δέν ξέρει νά ξεχωρίζει ποιό εἶναι τὸ καλὸ καὶ ποιό τὸ κακό, δέν ἐπιτρέπεται νά κρίνει τοὺς καλοὺς καὶ τοὺς κακούς. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπός πού γνωρίζει τὸν Θεὸ εἶναι ἀγαθός. Ἂν ὅμως δέν εἶναι ἀγαθός, οὔτε γνωρίζει τὸν Θεό, οὔτε θὰ τὸν γνωρίσει ποτέ. Γιατὶ ὁ τρόπος νά γνωρίσει κανεὶς τὸν Θεό, εἶναι τὸ ἀγαθό.
30. Οἱ καλοὶ ἄνθρωποι πού ἀγαποῦν τὸν Θεό, ἐλέγχουν τοὺς ἀνθρώπους γιά τὶς κακὲς πράξεις τους κατὰ πρόσωπο ὅταν εἶναι παρόντες. Ὅταν ὅμως δέν εἶναι παρόντες δέν τοὺς κατηγοροῦν, ἀλλὰ οὔτε καὶ στούς ἄλλους ἐπιτρέπουν νά τοὺς κατηγορήσουν.
31. Στίς συναναστροφὲς μὲ τοὺς ἄλλους, μακριὰ ἀπὸ κάθε βαναυσότητα. Γιατὶ οἱ λογικοὶ καὶ εὐσεβεῖς ἄνθρωποι εἶναι στολισμένοι μὲ ντροπὴ καὶ φρόνηση περισσότερο ἀπὸ τὶς Παρθένες. Καὶ τοῦτο, γιατὶ ὁ νοῦς πού ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ εἶναι φῶς πού τυλίγει μὲ τὴν λάμψη του τὴν ψυχή, ὅπως ὁ ἥλιος περιλάμπει τὸ σῶμα.
32. Πάντοτε, ὅταν σὲ προσβάλλει κανένα πάθος τῆς ψυχῆς, νά θυμᾶσαι ὅτι οἱ ἄνθρωποι πού ὀρθοφρονοῦν καὶ θέλουν νά ἐξασφαλίσουν σωστὰ τὴν ζωὴ τους, δέν θεωροῦν εὐχάριστη τὴν πρόσκαιρη ἀπόκτηση χρημάτων, ἀλλὰ τὶς ὀρθὲς καὶ ἀληθινὲς ἰδέες. Αὐτὲς τοὺς κάνουν εὐτυχεῖς. Γιατὶ ὁ πλοῦτος καὶ κλέβεται καὶ ἀπὸ δυνατότερους ἁρπάζεται. Ἡ ἀρετὴ ὅμως τῆς ψυχῆς, αὐτὴ μόνο εἶναι ἀπόκτημα ἀσφαλισμένο πού δέν μπορεῖ νά κλαπεῖ, καὶ μετὰ τὸ θάνατο παρέχει τή σωτηρία σὲ ὅσους τὴν ἔχουν ἀποκτήσει. Ἔτσι οἱ φρόνιμοι δέν παρασύρονται ἀπὸ τὴν φαντασία τοῦ πλούτου καὶ τῶν ἄλλων ἡδονῶν.
33. Δέν πρέπει οἱ ἄστατοι καὶ ἀπαίδευτοι νά αὐθαδιάζουν σὲ ἀξιόλογους ἀνθρώπους. Καὶ ἀξιόλογος ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος πού ἀρέσει στόν Θεὸ καί πού συνήθως σωπαίνει ἢ λέει λίγα καὶ ἀναγκαία καὶ ἀρεστὰ στόν Θεό.
34. Ἐκεῖνοι πού προσπαθοῦν νά ζοῦν τὴν ἐνάρετη καὶ θεοφιλῆ ζωή, φροντίζουν γιά τὶς ἀρετὲς σὰν κτήματά τους καὶ σὰν ἀφορμὴ αἰώνιας ἀπόλαυσης. Τὰ πρόσκαιρα τὰ ἀπολαμβάνουν ὅπως τύχει καὶ ὅπως δίνει καὶ θέλει ὁ Θεός, καὶ τὰ χρησιμοποιοῦν μὲ μεγάλη χαρὰ καὶ εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεὸ κι ἂν ἀκόμη αὐτὰ εἶναι μετριότατα. Γιατὶ οἱ πολυποίκιλες τροφὲς τρέφουν τὰ σώματα ὡς ὑλικά, ἐνῶ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐγκράτεια, ἡ ἀγαθότητα, ἡ ἀγαθοεργία, ἡ εὐσέβεια καὶ ἡ πραότητα θεώνουν τὴν ψυχή.
35. Ὅσοι ἄρχοντες ἐξαναγκάζουν νά διαπραχθοῦν ἄτοπες καὶ ψυχοβλαβεῖς πράξεις, δέν γίνονται ὡστόσο κύριοι καὶ τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ἔχει δημιουργηθεῖ αὐτεξούσια. Δεσμεύουν τὸ σῶμα, ὄχι ὅμως καὶ τὴν προαίρεση πού κύριός της εἶναι ὁ λογικὸς ἄνθρωπος, ἐξαιτίας τοῦ δημιουργοῦ του Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἰσχυρότερος ἀπὸ κάθε ἐξουσία καὶ ἀνάγκη καὶ κάθε δύναμη.
36. Ἐκεῖνοι πού νομίζουν δυστυχία τὸ νά χάσουν χρήματα ἢ παιδιὰ ἢ δούλους ἢ ἕνα ἄλλο στοιχεῖο τῆς περιουσίας τους, ἂς γνωρίζουν ὅτι πρῶτα πρέπει νά ἀρκοῦνται σ’ ἐκεῖνα πού δίνει ὁ Θεός. Καὶ ὅταν πρέπει νά τὰ δώσουν πίσω, νά εἶναι πρόθυμοι καὶ νά τὸ κάνουν μὲ ἀγαθὴ γνώμη καὶ νά μὴ στενοχωροῦνται διόλου γιά τή στέρηση ἢ μᾶλλον γιά τὴν ἐπιστροφὴ τους. Γιατὶ ἀφοῦ ἔκαναν χρήση ξένων πραγμάτων, τὰ ἔδωσαν πάλι πίσω.
37. Ὁ ἐνάρετος ἄνθρωπος δέν πρέπει νά πουλὰει τὴν ἐλεύθερη γνώμη του προσέχοντας πόσα χρήματα θὰ πάρει, καὶ ἂν ἀκόμη εἶναι πολλὰ αὐτά πού τοῦ δίνουν. Γιατὶ τὰ πράγματα τῆς ζωῆς αὐτῆς εἶναι ὅμοια μὲ ὄνειρο, καὶ ἡ φαντασία πού προέρχεται ἀπὸ τὸν πλοῦτο ἄγνωστο εἶναι πού θὰ καταλήξει καὶ κρατάει λίγο καιρὸ μόνο.
38. Ἐκεῖνοι πού εἶναι ἀληθινοὶ ἄνθρωποι, ἂς φροντίζουν μὲ ὅλη τή δύναμή τους νά ζοῦν μὲ ἀγάπη Θεοῦ καὶ μὲ ἀρετή, ὥστε νά λάμπει ἡ ἐνάρετη ζωὴ τους μεταξὺ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. ὅπως γίνεται μὲ τὴν πορφύρα: ἕνα μικρὸ κομμάτι μπαίνει πάνω στά λευκὰ φορέματα καὶ τὰ στολίζει. Ἔτσι κι αὐτοὶ νά λάμπουν καὶ νά ξεχωρίζουν, γιατὶ ἔτσι καλλιεργοῦν ἀσφαλέστερα τίς ἀρετὲς τῆς ψυχῆς.
39. Οἱ φρόνιμοι ἄνθρωποι πρέπει νά ἐξετάζουν τή δύναμή τους καὶ τὸ βαθμὸ τῆς ἀρετῆς τους καὶ ἔτσι νά προετοιμάζονται καὶ ν’ ἀντιστέκονται στά πάθη, σύμφωνα μὲ τὴν κατὰ φύση δύναμη πού τοὺς ἔχει χαρίσει ὁ Θεός. Δύναμη γιά τὴν ἀντιμετώπιση τῆς σωματικῆς ὀμορφιᾶς καὶ κάθε κακῆς ἐπιθυμίας εἶναι ἡ ἐγκράτεια, ἡ ὑπομονή στίς θλίψεις καὶ στή φτώχεια, ἡ καρτερία. τῶν ὕβρεων καὶ τοῦ θυμοῦ και ἡ ἀνεξικακία. Ἔτσι καὶ γιά τὰ ὑπόλοιπα.
40. Τὸ νά γίνει κανεὶς ἀγαθὸς καὶ σοφὸς ξαφνικά, εἶναι ἀδύνατο. Γίνεται ὡστόσο μὲ τὴν κοπιαστικὴ μελέτη, μὲ τή συναναστροφή μὲ ἐνάρετους ἀνθρώπους, μὲ τὴν πεῖρα, μὲ τὸν καιρό, μὲ τὴν ἄσκηση καὶ μὲ τὴν ἐπιθυμία τῶν καλῶν ἔργων. Ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος πού ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ Τὸν γνωρίζει ἀληθινά, δέν παύει νά κάνει συνεχῶς ὅλα ὅσα ἀρέσουν σ’ Αὐτόν. Ἀλλὰ τέτοιοι ἄνθρωποι εἶναι σπάνιοι.
41. Ἐκεῖνοι πού δέν εἶναι προικισμένοι μὲ εὐφυία, δέν πρέπει νά ἀπελπίζονται καὶ νά ἀμελοῦν τή θεοφιλή καὶ ἐνάρετη ζωὴ καὶ νά τὴν καταφρονοῦν, σὰν νά εἶναι τάχα ἀκατόρθωτη γι’ αὐτοὺς καὶ ἀκατανόητη. Ἀντίθετα, πρέπει νά ἐξασκοῦν ὅση δύναμη ἔχουν καὶ νά ἐπιμελοῦνται τὸν ἑαυτὸ τους. Γιατὶ κι ἂν ἀκόμη δέν μποροῦν νά ἀποκτήσουν τὴν τέλεια ἀρετὴ καὶ τή σωτηρία, ἐντούτοις μὲ τὴν προσπάθεια καὶ μὲ τὴν ἐπιθυμία τοῦ ἀγαθοῦ γίνονται καλύτεροι ἢ τουλάχιστον δέν χειροτερεύουν. Καὶ αὐτὸ δέν εἶναι μικρὴ ὠφέλεια τῆς ψυχῆς.
42. Ὁ ἄνθρωπος ὡς λογικός πού εἶναι, συγγενεύει μὲ τὴν ἄρρητη καὶ Θεία δύναμη, τὸν Θεό. Ὡς πρὸς τὸ σωματικὸ πάλι μέρος, συγγενεύει μὲ τὰ ζῶα. Εἶναι ὅμως λίγοι ἐκεῖνοι πού ὄντας τέλειοι καὶ λογικοὶ ἄνθρωποι, φροντίζουν νά διατηροῦν τὸ φρόνημα καὶ τή συγγένειά τους σύμφωνη μὲ τὸν Θεὸ καὶ Σωτῆρα, καὶ νά τὸ ἀποδεικνύουν αὐτὸ μὲ τὰ ἔργα τους καὶ τὴν ἐνάρετη ζωὴ τους. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι, μὲ τὴν ἀνόητη ψυχὴ τους, ἔχουν ἐγκαταλείψει τὴν θεϊκὴ καὶ ἀθάνατη υἱικὴ σχέση μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἔχουν στραφεῖ πρὸς τή νεκρὴ καὶ δυστυχή καὶ σύντομη συγγένεια τοῦ σώματος. Σὰν ἄλογα ζῶα κυβερνιοῦνται μόνο ἀπὸ τὸ σαρκικὸ φρόνημα καὶ ἐρεθιζόμενοι ἀπὸ τὶς ἡδονὲς χωρίζονται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ κατεβάζουν τή ψυχή ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς στόν ὄλεθρο, ἐξαιτίας τῶν κακῶν θελημάτων της.
43. Ὁ λογικὸς ἄνδρας ἔχοντας στό νοῦ του τή μέθεξη καὶ τή συνάφειά του μὲ τὸν Θεό, οὐδέποτε θὰ ἀγαπήσει τίποτε τὸ ἐπίγειο καὶ χαμηλό, ἀλλὰ θα ἔχει τὸ νοῦ του στά οὐράνια καὶ αἰώνια. Καὶ γνωρίζει ὅτι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος, γιατὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν καλῶν καὶ πηγὴ τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν γιά τοὺς ἀνθρώπους.
44. Ὅταν σοῦ τύχει κανείς πού φιλονικεῖ καὶ πολεμᾶ τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ προφανές, πάψε τὴν φιλονικία καὶ ἄφησέ τον, γιατὶ ἔχει ἀπολιθωθεῖ ἡ διάνοιά του. Ὅπως καὶ τὸ καλύτερο κρασί τὸ διαφθείρει τὸ βλαβερότατο νερό, ἔτσι καὶ οἱ κακὲς συναναστροφὲς διαφθείρουν τοὺς ἐνάρετους κατὰ τή ζωή καὶ τὸ φρόνημα.
45. Ἂν μεταχειριζόμαστε κάθε φροντίδα καὶ μέσο γιά νά ἀποφύγουμε τὸ θάνατο τοῦ σώματος, πολὺ περισσότερο ὀφείλομε νά φροντίζομε ν’ ἀποφύγουμε τὸ θάνατο τῆς ψυχῆς. Γιατὶ σ’ ἐκεῖνον πού θέλει νά σωθεῖ, δέν ὑπάρχει ἄλλο ἐμπόδιο ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀμέλεια καὶ τὴν ὀκνηρία τῆς ψυχῆς.
46. Ὅσοι δυσκολεύονται νά ἐννοοῦν τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς τους, καὶ ὅσα ὀρθὰ τοὺς λέγονται, αὐτοὶ θεωροῦνται ἄρρωστοι. Ἐνῶ ὅσοι ἐννοοῦν τὴν ἀλήθεια καὶ ἐντούτοις χωρὶς ντροπὴ τὴν ἀμφισβητοῦν καὶ φιλονεικοῦν, αὐτῶν ἡ διάνοια ἔχει νεκρωθεῖ καὶ ἁρμόζει σὲ θηρία ἡ συμπεριφορὰ τους. Δέν γνωρίζουν τὸν Θεὸ καὶ ἡ ψυχὴ τους δέν ἔχει φωτιστεῖ.
47. Τὰ διάφορα γένη τῶν ζώων τὰ δημιούργησε ὁ Θεὸς γιά διάφορες ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ λόγου Του. Ἄλλα γιά τροφὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἄλλα γιά νά τὸν ὑπηρετοῦν. Τὸν ἀνθρωπο ὅμως τὸν δημιούργησε θεατή τῶν ζώων καὶ τῶν ἔργων τους καὶ εὐγνώμονα ἑρμηνευτή ὅλων αὐτῶν. Γι’ αὐτὸ ἂς φροντίζουν οἱ ἄνθρωποι μήπως χωρὶς νά ἀντικρύσουν καὶ χωρὶς νά ἐννοήσουν τὸν Θεὸ καὶ τὰ ἔργα Του, πεθάνουν ὅπως τὰ ἄλογα ζῶα. Καὶ πρέπει νά γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι παντοδύναμος καὶ τίποτε δέν εἶναι ἀντίθετο σ’ Αὐτόν. Ἀλλὰ δημιούργησε ὅσα θέλει ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία καὶ δημιουργεῖ μὲ τὸ λόγο Του γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
48. Τὰ ἐπουράνια εἶναι ἀθάνατα ἐξαιτίας τῆς ἀγαθότητάς τους, ἐνῶ τὰ ἐπίγεια ἔγιναν θνητά, γιατὶ φωλιάζει μέσα τους ἡ κακία πού τή διάλεξαν μόνοι τους καί πού ἔρχεται στούς ἀνόητους, ἐξαιτίας τῆς ὀκνηρίας τους καὶ τῆς ἄγνοιας τοῦ Θεοῦ.
49. Ὁ θάνατος ὅταν κατανοηθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι ἀθανασία. Δέν τὸν κατανοοῦν ὅμως οἱ ἀμαθεῖς. Γι’ αὐτοὺς εἶναι θάνατος. Καὶ ὁπωσδήποτε δέν πρέπει νά φοβόμαστε τοῦτο τὸ θάνατο, ἀλλὰ τὴν ἀπώλεια τῆς ψυχῆς, ποὺ εἶναι ἡ ἄγνοια τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ φοβερὸ γιά τὴν ψυχή.
50. Ἡ κακία εἶναι πάθος πού ὀφείλεται στή φύση τῆς ὕλης. Ἑπομένως δέν γίνεται νά ὑπάρξει σῶμα χωρὶς κακία. Ἡ λογικὴ ψυχή πού τὸ ἐννοεῖ αὐτό, ἀποβάλλει τὸ βάρος τῆς ὕλης, δηλαδὴ τὴν κακία. Καὶ καθὼς ἐλευθερώνεται ἀπὸ αὐτὸ τὸ βάρος, γνωρίζει τὸν Θεὸ τῶν ὅλων καὶ προφυλάγεται ἀπὸ τὸ σῶμα σὰν ἀπὸ ἐχθρὸ καὶ ἀντίπαλο καὶ δέν ὑποτάσσεται σ’ αὐτό. Καὶ ἔτσι ἡ ψυχὴ στεφανώνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς νικήτρια τῶν παθῶν τῆς κακίας καὶ τῆς ὕλης.