Οἱ κυριότερες ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου

Οἱ κυριότερες ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου

Τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου

1. Κάθε χριστιανός ὀφείλει ν᾽ ἀγαπᾶ τό Θεό. Ὀφείλεις ν᾽ ἀγαπᾶς τόν Κύριο καί Θεό σου μ᾽ ὅλη σου τήν καρδιά καί μ᾽ ὅλη σου τήν ψυχή καί μ᾽ ὅλο σου τό νοῦ. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη καί μεγάλη ἐντολή (Ματθ. 22, 37).

Ἄν μ᾽ ἀγαπᾶτε, τηρῆστε τίς ἐντολές μου (Ἰω. 14, 15).

Ὅποιος ἐγκολπώθηκε τίς ἐντολές μου καί τίς ἐκτελεῖ, ἐκεῖνος εἶναι πού μ᾽ ἀγαπᾶ. Καί ὅποιος ἀγαπᾶ ἐμένα, θ᾽ ἀγαπηθεῖ ἀπό τόν Πατέρα μου καί θά τόν ἀγαπήσω κι ἐγώ καί θά φανερώσω μέσα του μυστικά τόν ἑαυτό μου (Ἰω. 14, 21).

Ὅποιος δέν μ᾽ ἀγαπᾶ, δέν τηρεῖ τίς ἐντολές μου (Ἰω. 14, 24).

Ἀγαπᾶτε τό Χριστό, ἄν καί δέν τόν ἔχετε γνωρίσει (Α΄ Πέτρ. 1, 8).

Ὅποιος ἀγαπᾶ τόν Πατέρα, ἀγαπᾶ καί τόν Υἱό, πού γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα (Α′ Ἰω. 5, 1).

2. Κάθε χριστιανός ὀφείλει ν᾽ ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του (τόν συνάνθρωπό του).

Δεύτερη ἐντολή, ὅμοια μέ τήν πρώτη, εἶναι τό ν᾽ ἀγαπήσεις τόν συνάνθρωπό σου ὅπως ἀγαπᾶς τόν ἑαυτό σου (Ματθ. 22, 39).

Σᾶς δίνω μιά νέα ἐντολή: Ν᾽ ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Ὅπως σᾶς ἀγάπησα ἐγώ, ἔτσι ν᾽ ἀγαπᾶτε κι ἐσεῖς ὁ ἕνας τόν ἄλλον (Ἰω. 13, 34).

Ἀπ᾽ αὐτό τό γνώρισμα θά μάθουν ὅλοι οἱ ἄπιστοι πώς εἶστε μαθητές μου, ἄν δηλαδή ἔχετε ἀγάπη μεταξύ σας (Ἰω. 13, 35).

Χρέος ἄλλο νά μήν ἀφήνετε σέ κανένα, ἐκτός ἀπό τήν ἀγάπη πού ὀφείλετε ὁ ἕνας στόν ἄλλον. Ἐπειδή ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του, ἔχει ἐκπληρώσει ὅλο τό νόμο τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό, γιατί τό «μή μοιχεύσεις», «μή φονεύσεις», «μήν κλέψεις», [«μήν ψευδομαρτυρήσεις»], «μήν ἐπιθυμήσεις», κι ὅλες οἱ ἄλλες ἐντολές, σ᾽ αὐτή τήν ἐντολή συνοψίζονται καί περιλαμβάνονται: Στό ν᾽ ἀγαπήσεις τόν συνάνθρωπό σου σάν τόν ἑαυτό σου (Ρωμ. 13, 8-9).

Ἀγαπῆστε μέ καθαρή καρδιά ὁ ἕνας τόν ἄλλον (Α΄ Πέτρ. 1, 22).

Νά ἀγαπᾶτε τούς ἀδελφούς σας (Α΄ Πέτρ. 2, 17).

Ἄν τόσο πολύ μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός, ὀφείλουμε κι ἐμεῖς νά ἀγαποῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον (Α’ Ἰω. 4, 11).

Ὅποιος δέν ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του, αὐτός βρίσκεται σέ κατάσταση πνευματικοῦ θανάτου (Α’ Ἰω. 23, 14).

Νά πῶς μάθαμε τί εἶναι ἀγάπη: Ὅπως ὁ Χριστός πρόσφερε τή ζωή Του στό θάνατο γιά χάρη μας, ἔτσι κι ἐμεῖς ὀφείλουμε νά προσφέρουμε καί τή ζωή μας ἀκόμη γιά τούς ἀδελφούς μας (Α΄ Ἰω. 3, 16).

Παιδιά μου, ἄς μήν ἀγαποῦμε μέ τά λόγια μόνο καί μέ τή γλώσσα, ἀλλά ἔμπρακτα καί ἀληθινά (Α΄ Ἰω. 3, 18).

Ὅποιος ἀγαπᾶ τό Θεό, αὐτός ἀγαπᾶ καί τόν ἀδελφό του (Α΄ Ἰω. 4, 21).

3. Οἱ χριστιανοί ὀφείλουν νά μήν ἔχουν διαμάχες οὔτε νά νιώθουν μνησκακία καί μίσος κατά τῶν ἀδελφῶν τους, ἀλλά κι ἄν ἀκόμα παρεξηγηθοῦν μεταξύ τους, ὀφείλουν γρήγορα νά συμφιλιωθοῦν.

Ὅποιος χριστιανός ὀργίζεται ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του χωρίς εὔλογη ἀφορμή, εἶναι ὑπόδικος στό τοπικό δικαστήριο. Καί ὅποιος πεῖ τόν ἀδελφό του «ρακά», δηλαδή «ἀνόητε», εἶναι ὑπόδικος στό ἀνώτατο δικαστήριο. Καί ὅποιος πεῖ τόν ἀδελφό του «βλάκα», αὐτός θά καταδικαστεῖ στή φωτιά τῆς κολάσεως (Ματθ. 5, 22).

Ἄν πᾶς στήν ἐκκλησία γιά νά δώσεις κάποια προσφορά, καί ἐκεῖ θυμηθεῖς ὅτι ὁ ἀδελφός σου εἶναι λυπημένος μαζί σου, ἄφησε ἐκεῖ, μπροστά στήν Ἐκκλησία, τήν προσφορά σου, πήγαινε νά συμφιλιωθεῖς πρῶτα μέ τόν ἀδελφό σου καί ὕστερα ἔλα νά προσφέρεις τό δῶρο σου (Ματθ. 5, 23-24).

Κοίταξε νά συμφιλιωθεῖς γρήγορα μέ τόν ἀδελφό σου μέ τόν ὁποῖο βρίσκεται σέ ἀντιδικία, ὅσο ἀκόμα εἶστε στή στράτα τῆς ἐδῶ ζωῆς (Ματθ. 5, 25).

Ὅποιος νομίζει πώς μπορεῖ νά εἶναι φιλόνικος, ἄς ξέρει πώς οὔτε ἐγώ οὔτε οἱ Ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ ἔχουν τέτοια συνήθεια, δηλαδή νά φιλονικοῦμε (Α’ Κορ. 11, 16).

Ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ δέν πρέπει νά φιλονικεῖ, ἀλλά πρέπει νά εἶναι ἤπιος ἀπέναντι σέ ὅλους, διδακτικός, ἀνεξίκακος (Β’ Τιμ. 2, 24).

Ἡ δύση τοῦ ἡλίου νά μή σᾶς βρίσκει ποτέ ὀργισμένους (Ἐφεσ. 4, 26).

Ὅποιος μισεῖ τόν ἀδελφό του βρίσκεται στό σκοτάδι, καί πορεύεται μέσα στό σκοτάδι, καί ποῦ πάει δέν ξέρει, γιατί τό σκοτάδι ἔχει τυφλώσει τά μάτια του (Α’ Ἰω. 2, 11).

Καθένας πού μισεῖ τόν ἀδελφό του εἶναι φονιάς. Καί ξέρετε πώς κανένας φονιάς δέν ἔχει συμμετοχή στήν αἰώνια ζωή (Α’ Ἰω. 3, 15).

4. Οἱ χριστιανοί ὀφείλουν νά μή βλέπουν μέ περιέργεια καί ἐπιθυμία.

Ἐγώ σᾶς λέω ὅτι κάθε ἄνθρωπος πού βλέπει γυναίκα μέ πονηρή ἐπιθυμία, ἔχει ἤδη σχεδόν διαπράξει μοιχεία μ᾽ αὐτή μέσα στήν καρδιά του (Ματθ. 5, 28).

Ὅλα ὅσα ἀνήκουν στόν κόσμο – οἱ ἁμαρτωλές ἐγωϊστικές ἐπιθυμίες, ἡ λαχτάρα ν᾽ ἀποκτήσουμε ὅ, τι βλέπουν τά μάτια μας καί ἡ ὑπεροψία ἀπό τήν κατοχή τοῦ πλούτου – δέν προέρχονται ἀπό τό Θεό Πατέρα, ἀλλ᾽ ἀπό τόν ἁμαρτωλό κόσμο. Ὁ κόσμος ὅμως περνᾶ καί χάνεται. Καί μαζί του χάνονται ὅλα ὅσα ἐπιθυμοῦν νά κατέχουν οἱ ἄνθρωποι. Ἐκεῖνος ὅμως πού ἐκτελεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, θά ζήσει αἰώνια (Α’ Ἰω. 2, 16-17).

5. Οἱ χριστιανοί ὀφείλουν νά μήν ὁρκίζονται, οὔτε ἀληθινά οὔτε στά ψέματα.

Ἐγώ σᾶς λέω νά μήν ὁρκίζεστε καθόλου. Οὔτε στόν οὐρανό, γιατί εἶναι ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ. Οὔτε στή γῆ, γιατί εἶναι τό σκαμνί ὅπου πατοῦν τά πόδια του. Οὔτε στά Ἱεροσόλυμα, γιατί εἶναι ἡ πόλη τοῦ Θεοῦ, τοῦ μεγάλου βασιλιά. Οὔτε στό κεφάλι σας νά ὁρκιστεῖτε, γιατί δέν μπορεῖτε νά κάνετε οὔτε μιά τρίχα του ἄσπρη ἤ μαύρη. Ὁ λόγος σας ἄς εἶναι ἁπλά «ναί» καί «ὄχι». Ὅ,τι περισσότερο πεῖτε ἀπό τό «ναί» καί τό «ὄχι», προέρχεται ἀπό τόν πονηρό διάβολο (Ματθ. 5, 34-37).

Προπαντός, ἀδελφοί μου, νά μήν ὁρκίζεστε οὔτε στόν οὐρανό οὔτε στή γῆ οὔτε πουθενά ἀλλοῦ. Ἀλλ᾽ ἄς εἶναι τό «ναί» σας πραγματικό «ναί» καί τό «ὄχι» σας πραγματικό «ὄχι», γιά νά μή βρεθεῖτε κατηγορούμενοι στήν τελική κρίση (ἤ καί γιά νά μήν πέσετε σέ ὑποκρισία καί ψευδολογία) (Ἰακ. 5, 12).

6. Οἱ χριστιανοί ὀφείλουν νά μήν εἶναι ἐκδικητικοί, οὔτε ν᾽ ἀνταποδίδουν κακό στό κακό.

Ἐγώ σᾶς λέω νά μήν ἀντιστέκεστε στόν κακό ἄνθρωπο. Ἀλλ᾽ ἄν κάποιος σέ χτυπήσει στό ἕνα μάγουλο, ἐσύ γύρισέ του καί τό ἄλλο γιά νά στό χτυπήσει κι αὐτό (Ματθ. 5, 39).

Ἄν κάποιος θελήσει νά σέ πάρει ἀγγαρεία γιά ἕνα χιλιόμετρο, ἐσύ πήγαινε μαζί του δύο (Ματθ. 5, 41).

Νά προσεύχεστε γιά κείνους πού σᾶς καταριοῦνται, νά εὐεργετεῖτε ἐκείνους πού σᾶς μισοῦν, καί νά παρακαλεῖτε τό Θεό γιά κείνους πού σᾶς πειράζουν καί σᾶς καταδιώκουν (Ματθ. 5, 44).

Ἄν κάποιος σᾶς κάνει κακό, μήν τοῦ τό ἀνταποδίδετε. (Ρωμ. 12, 17).

Μή ζητᾶτε, ἀδελφοί, νά ὑπερασπίζετε μέ ἐκδικήσεις τόν ἑαυτό σας, ἀλλά δώσετε τόπο στήν ὀργή τοῦ Θεοῦ,πού θά ἔρθει καί θά πάρει ἐκδίκηση στήν ὥρα τῆς κρίσεως (Ρωμ. 12, 19).

Ἄν πεινᾶ ὁ ἐχθρός σου, δίνε του νά τρώει. Ἄν διψᾶ, δίνε του νά πίνει (Ρωμ. 12, 20).

Μήν ἀφήνεις νά σέ νικήσει τό κακό, ἀλλά νά νικᾶς τό κακό μέ τήν καλή σου διαγωγή (Ρωμ. 12, 21).

Νά μήν ἀντιδρᾶτε στό κακό μέ κακό καί στή βρισιά μέ βρισιά, ἀλλά τό ἀντίθετο. Στίς βρισιές δηλαδή νά ἀντιδρᾶτε μέ εὐλογίες (Α’ Πετρ. 3, 9).
Ἀγαπητέ, νά μήν παίρνεις γιά πρότυπο τό κακό, ἀλλά τό καλό. Ὅποιος κάνει τό καλό εἶναι παιδί τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος κάνει τό κακό δέν ἔχει γνωρίσει τό Θεό (Γ’ Ἰω. 11).

7. Οἱ χριστιανοί ὀφείλουν νά μήν πηγαίνουν διόλου σέ δικαστήρια γιά τήν ἐπίλυση τῶν διαφορῶν τους. Ἄν ὅμως κάποτε παραστεῖ σχετική ἀνάγκη, ἄς προτιμήσουν νά βάλουν κριτή στή διαφορά τους ἕναν ἄνθρωπο τῆς Ἐκκλησίας, παρά νά καταφύγουν στά κοσμικά δικαστήρια.

Ἄν κάποιος θέλει νά σέ πάει στό δικαστήριο γιά νά σοῦ πάρει τό σακάκι, ἄφησέ του καί τό πανωφόρι (Ματθ. 5, 40).

Καί μόνο τό γεγονός, ἀδελφοί, ὅτι ἔχετε δίκες μεταξύ σας, ἀποτελεῖ ἤδη πλήρη ἀποτυχία σας. Ἄς προτιμᾶτε νά εἶστε οἱ ἀδικημένοι καί ζημιωμένοι, παρά ν᾽ ἀδικεῖτε καί νά ζημιώνετε τούς ἄλλους, καί μάλιστα τούς ἀδελφούς σας χριστιανούς. Ἤ μήπως δέν ξέρετε ὅτι ἄνθρωποι ἄδικοι δέν θά κληροομήσουν τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Μήν ἔχετε αὐταπάτες: Στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν ἔχουν θέση οὔτε πόρνοι οὔτε φιλάργυροι οὔτε μοιχοί οὔτε θηλυπρεπεῖς οὔτε σοδομίτες οὔτε κλέφτες οὔτε πλεονέκτες οὔτε μέθυσοι οὔτε κατήγοροι οὔτε ἅρπαγες (Α’ Κορ. 6, 7-9).

Ὅταν κάποιος ἔχει μιά διαφορά μ᾽ ἕναν ἄλλο χριστιανό, πῶς τολμᾶ νά καταφεύγει στήν κρίση τῶν ἄδικων κοσμικῶν δικαστῶν καί ὄχι στήν κρίση καί τή διαιτησία τῶν μελῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας κοινότητας; (Α’ Κορ. 6, 1).

8. Οἱ χριστιανοί ὀφείλουν νά μήν κατακρίνουν.

Μήν κατακρίνετε τούς ἄλλους, γιά νά μήν κατακριθεῖτε κι ἐσεῖς ἀπό τό Θεό. Μέ τό κριτήριο πού κρίνετε θά κριθεῖτε, καί μέ τό μέτρο πού μετρᾶτε θά μετρηθεῖτε. Γιατί βλέπεις τό σκουπιδάκι πού εἶναι στό μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου καί δέ νιώθεις ὁλόκληρο δοκάρι πού εἶναι στό δικό σου μάτι; (Ματθ. 7, 1-3).

Ἔνοχος καί ἀνυπολόγητος εἶσαι, ἄνθρωπέ μου, ἐσύ πού γίνεσαι κριτής τῶν ἄλλων. Γιατί, κρίνοντας τόν ἄλλο, καταδικάζεις τόν ἴδιο τόν ἑαυτό σου, ἀφοῦ κι ἐσύ κάνεις τά ἴδια κακά πού κάνει ἐκεῖνος (Ρωμ. 2, 1).

Μήν κάνετε, ἀδελφοί, καμιά κρίση πρίν ἀπό τόν καιρό τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖνος θά ρίξει τότε φῶς σέ ὅσα ἔργα εἶναι τώρα κρυμμένα στό σκοτάδι, καί θά φανερώσει τούς κρυφούς λογισμούς τῶν καρδιῶν τῶν ἀνθρώπων (Α’ Κορ. 4, 5).

Μήν κακολογεῖτε καί κατηγορεῖτε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ἀδελφοί. Ὅποιος κατηγορεῖ ἤ κατακρίνει τόν ἀδελφό του, κατηγορεῖ καί κατακρίνει τόν ἴδιο τό νόμο τοῦ Θεοῦ. Κι ὅταν κρίνεις τό νόμο τοῦ Θεοῦ, δέν εἶσαι τηρητής καί ὑποκείμενος στό νόμο, ἀλλά κριτής καί ἀνώτερός του. Ἕνας εἶναι ὁ νομοθέτης καί ὁ κριτής, ὁ Χριστός, πού ἔχει τή δύναμη νά σώσει τόν ἄνθρωπο ἤ νά τόν κολάσει. Ἐνῶ ἐσύ ποιός εἶσαι πού κρίνεις τόν ἄλλο; (Ἰακ. 4, 11-12).

9. Ἄν οἱ χριστιανοί δέν συγχωροῦν τά σφάλματα τῶν ἀδελφῶν τους, οὔτε ὁ Θεός θά συγχωρήσει τά δικά τους σφάλματα.
Ἄν ἐσεῖς συγχωρήσετε τά σφάλματα τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, θά συγχωρήσει καί τά δικά σας σφάλματα ὁ ἐπουράνιος Πατέρας σας. Ἄν ὅμως δέν συγχωρήσετε τά σφάλματα τῶν ἄλλων, οὔτε τά δικά σας σφάλματα θά συγχωρήσει ὁ ἐπουράνιος Πατέρας (Ματθ. 6, 14-15).

Οὐράνιε Πατέρα, χάρισέ μας τά χρέη τῶν ἁμαρτιῶν μας, καθώς κι ἐμεῖς τά χαρίζουμε στούς δικούς μας ὀφειλέτες (ὅσους μᾶς ἔχουν ἀδικήσει) (Ματθ. 6, 12).

«Κακέ δοῦλε, σοῦ χάρισα ὅλο σου τό χρέος, δέκα χιλιάδες τάλαντα (ὑπέρογκο ποσό), ἐπειδή μέ παρακάλεσες. Δέν ἔπρεπε κι ἐσύ νά σπλαχνιστεῖς τό σύνδουλό σου, ὅπως ἐγώ σπλαχνίστηκα ἐσένα, καί νά τοῦ χαρίσεις τά ἑκατό δηνάρια (ἀσήμαντο ποσό) πού σοῦ χρωστοῦσε;» Καί ὀργίστηκε ὁ Κύριος του καί παρέδωσε τό δοῦλο ἐκεῖνο στούς βασανιστές, ὥσπου νά ξεπληρώσει ὅλο του τό χρέος. Ἔτσι θά κάνει καί σέ σᾶς ὁ οὐράνιος Πατέρας μου, ἄν δέν συγχωρήσετε μ᾽ ὅλη σας τήν καρδιά τά σφάλματα τῶν ἀδελφῶν σας (Ματθ. 18, 32-35).

Ὅταν στέκεστε νά προσευχηθεῖτε, νά συγχωρεῖτε ὅποιο παράπονο ἤ λύπη ἔχετε ἐναντίον κάποιου ἀδελφοῦ σας, γιά νά συγχωρήσει καί ὁ οὐράνιος Πατέρας σας τά δικά σας σφάλματα (Μάρκ. 11, 25).

Ἄν ὁ ἀδελφός σου σοῦ κάνει κακό, ἐπιτίμησέ τον. Κι ἄν μετανοήσει, συγχώρεσέ τον. Ἀλλά κι ἄν ἑφτά φορές τή μέρα σοῦ κάνει κακό, κι ἔρθει ἄλλες τόσες καί σοῦ πεῖ «μετανοῶ», συγχώρεσέ τον (Λουκ. 17, 3-4).

10. Οἱ χριστιανοί ὀφείλουν νά κάνουν ἐλεημοσύνες, ἀλλά καί νά προσεύχονται καί νά νηστέυουν, ὄχι ὅμως ὑποκριτικά, γιά νά τούς δοξάσουν δηλαδή καί νά τούς ἐπαινέσουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά μόνο γιά τό Θεό.

Προσέχετε νά μήν κάνετε τήν ἐλεημοσύνη σας μπροστά στούς ἀνθρώπους, γιά νά σᾶς βλέπουν καί νά σᾶς θαυμάζουν. Ἀλλιῶς, μήν περιμένετε ἀνταμοιβή ἀπό τόν οὐράνιο Πατέρα σας. Ὅταν λοιπόν ἐσύ κάνεις ἐλεημοσύνη, κάνε την τόσο κρυφά, πού τό ἀριστερό σου χέρι νά μήν ξέρει τί κάνει τό δεξί (Ματθ. 6, 1 καί 3).

Ὅταν προσεύχεσαι χριστιανέ, νά μήν εἶσαι σάν τούς ὑποκριτές, πού τούς ἀρέσει νά στέκονται καί νά προσεύχονται ἐπιδεικτικά στίς ἐκκλησίες καί στά σταυροδρόμια, γιά νά δείξουν στούς ἀνθρώπους ὅτι προσεύχονται. Σᾶς βεβαιώνω πώς αὐτή εἶναι ὅλη ἡ ἀνταμοιβή τους. Ἐσύ, ἀντίθετα, ὅταν προσεύχεσαι, μπές στόν πιό ἀπόκρυφο χῶρο σου (δηλαδή τήν καρδιά), κλεῖσε τή πόρτα (δηλαδή τίς αἰσθήσεις) καί προσευχήσου μυστικά στόν κρυμένο καί ἀόρατο Πατέρα σου. Κι Ἐκεῖνος, πού βλέπει τίς κρυφές πράξεις, θά σέ ἀνταμείψει φανερά (Ματθ. 6, 5-6).

Ὅταν νηστεύετε, νά μή γίνεστε σκυθρωποί, ὅπως οἱ ὑποκριτές, πού ἀλλοιώνουν κατάλληλα τήν ὄψη τους γιά νά δείξουν στούς ἀνθρώπους ὅτι νηστεύουν. Σᾶς βεβαιώνω πώς αὐτοί παίρνουν ἐδῶ μόνο τήν ἀμοιβή τους, ἀπό τόν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων. Ἐσύ ἀντίθετα, ὅταν νηστεύεις, περιποιήσου τά μαλλιά σου καί νίψε τό πρόσωπό σου, γιά νά μή δείξεις στούς ἀνθρώπους τή νηστεία σου, ἀλλά μόνο στό Θεό καί Πατέρα σου, πού βλέπει τίς κρυφές πράξεις. Καί ὁ Πατέρας σου, πού βλέπει τίς κρυφές πράξεις, θά σοῦ τό ἀνταποδώσει φανερά (Ματθ. 6, 16-18).

11. Οἱ χριστιανοί ὀφείλουν νά φροντίζουν γιά τήν ἀπόκτηση ὄχι ἐπίγειων ἀλλά οὐράνιων θησαυρῶν. Καί οἱ πλούσιοι οφείλουν νά κλαῖνε καί νά θρηνοῦν γιά τά πλούτη τους, παρά νά ὑπολογίζουν σ᾽ αὐτά.

Μή μαζεύετε πλούτη πάνω στή γῆ, ὅπου τά ἀφανίζουν ὁ σκόρος καί ἡ σκουριά, κι ὅπου οἱ κλέφτες κάνουν διαρρήξεις καί τά κλέβουν. Νά μαζεύετε θησαυρούς οὐράνιους, πού δέν τούς ἀφανίζουν οὔτε ὁ σκόρος οὔτε ἡ σκουριά, καί πού οἱ κλέφτες δέν μποροῦν νά κάνουν διάρρηξη καί νά τούς κλέψουν. Γιατί ὅπου εἶναι τά πλούτη σας, ἐκεῖ θά εἶναι προσκολλημένη καί ἡ καρδιά σας (Ματθ. 6, 19-21).

Ἀλλοίμονο σέ σᾶς τούς πλουσίους, γιατί ἔχετε στόν κόσμο τοῦτο τήν παρηγοριά σας ἀπό τόν πλοῦτο, καί γι᾽ αὐτό δέν σᾶς μένει ν᾽ ἀπολαύσετε τίποτα στήν ζωή (Λουκ. 6, 24).

Σᾶς βεβαιώνω ὅτι δύσκολα θά μπεῖ πλούσιος στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Ματθ. 19, 23).

Πουλῆστε τά ὑπάρχοντά σας καί δῶστε ἐλεημοσύνη στούς φτωχούς. Ἀποκτῆστε πορτοφόλια πού δέν παλιώνουν, καί πλούτη στόν οὐρανό πού δέν σώνονται ποτέ, καί πού οὔτε κλέφτης τά ἀγγίζει οὔτε σκόρος τά καταστρέφει (Λουκ. 12, 33).

Ὁ καθένας ἀπό σᾶς πού δέν ἀπαρνιέται ὅ,τι ἔχει στή ζωή αὐτή, δέν μπορεῖ νά εἶναι μαθητής μου (Λουκ. 14, 33).

Στούς πλούσιους αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ κόσμου νά παραγγέλλεις νά μήν ὑπερηφανεύονται οὔτε νά στηρίζουν τίς ἐλπίδες τους σέ κάτι ἀβέβαιο, ὅπως ὁ πλοῦτος, ἀλλά στό ζωντανό Θεό, πού μᾶς δίνει πλουσιοπάροχα ὅλα τ᾽ ἀγαθᾶ, γιά νά τ᾽ ἀπολαμβάνουμε (Α’ Τιμ. 6, 17).

Ἀκοῦστε με κι ἐσεῖς οἱ πλούσιοι. Κλάψτε καί θρηνῆστε γιά τίς συμφορές πού σᾶς περιμένουν. Ὁ πλοῦτος σας σάπισε καί τά ροῦχα σας τά ᾽φαγε ὁ σκόρος. Τό χρυσάφι καί τό ἀσήμι σας κατασκούριασαν, καί ἡ σκουριά τους θά εἶναι μάρτυρας ἐναντίον σας καί θά καταφάει τίς σάρκες σας σάν τή φωτιά. Κι ἐνῶ πλησιάζει ἡ κρίση, ἐσεῖς μαζεύετε θησαυρούς (Ἰακ. 5, 1-3).

Νά, κραυγάζει ὁ μισθός τῶν ἐργατῶν πού θέρισαν τά χωράφια σας, κι ἐσεῖς τούς τόν στερήσατε. Καί οἱ κραυγές τῶν ἀδικημένων θεριστῶν ἔφτασαν ὥς τ᾽ αὐτιά τοῦ παντοδύναμου Κυρίου (Ἰακ. 5, 4).

12. Οἱ χριστιανοί ὀφείλουν νά μή μεριμνοῦν γιά τ᾽ ἀγαθά τῆς γῆς, οὔτε ν᾽ ἀγαποῦν τόν κόσμο καί τά κοσμικά πράγματα, ἀλλά νά ἐπιζητοῦν τά αἰώνια καί οὐράνια ἀγαθά.

Μήν ἔχετε ἄγχος καί μήν ἀρχίσετε νά λέτε «τί θά φᾶμε;» ἤ «τί θά πιοῦμε;» ἤ «τί θά φορέσουμε;» ἐπειδή γιά ὅλ᾽ αὐτά ἀγωνιοῦν οἱ ἄπιστοι μόνο (Ματθ. 6, 31-32).

Νά ζητᾶτε πρῶτα ἀπ᾽ ὅλα τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐπικράτηση τοῦ θελήματός Του, καί ὅλ᾽ αὐτά θά σᾶς δοθοῦν ἀπό τό Θεό σάν χάρισμα, χωρίς νά τά ζητᾶτε (Ματθ. 6, 33).

Τοῦτο σᾶς λέω, ἀδελφοί, ὅτι ὁ καιρός τῆς ἐπίγειας ζωῆς εἶναι λιγοστός, ἔτσι ὥστε καί ὅσοι ἔχουν γυναῖκες νά ζοῦν σάν νά μήν ἔχουν, νά μήν εἶναι δηλαδή προσκολλημένοι σ᾽ αὐτές. Κι ἐκεῖνοι πού κλαῖνε καί θλίβονται γιά πράγματα τοῦ παρόντος κόσμου, νά ζοῦν σάν νά μήν ἔχει συμβεῖ κάτι θλιβερό. Καί ὅσοι δοκιμάζουν χαρές, νά ζοῦν σάν νά μήν ἔχουν λόγο νά χαίρονται. Καί ὅσοι ἀγοράζουν ὑλικά πράγματα, νά ἀντιμετωπίζουν τ᾽ ἀγορασμένα σάν νά μήν πρόκειται νά τ᾽ ἀπολαύσουν. Καί ὅσοι ἀσχολοῦνται μέ τ᾽ ἀγαθά τοῦ κόσμου τούτου, ν᾽ ἀποφεύγουν κάθε ὑπέρμετρη ἀπόλαυσή τους καί μόνο στ᾽ ἀναγκαῖα νά ἀρκοῦνται. Γιατί ἡ σημερινή μορφή αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ κόσμου δέν θά κρατήσει πολύ, ἀλλά περνᾶ καί φεύγει συνεχῶς (Α’ Κορ. 7, 29-31).

Ἐμεῖς οἱ χριστανοί δέν στοχεύουμε σ᾽ αὐτά πού βλέπονται, ἀλλά σ᾽ αὐτά πού δέν βλέπονται μέ τά σωματικά μάτια. Γιατί ὅσα βλέπονται εἶναι προσωρινά, ἐνῶ ὅσα δέν βλέπονται εἶναι αἰώνια (Β’ Κορ. 4, 18).

Ἐμεῖς εἴμαστε πολίτες τ᾽ οὐρανοῦ, ἀπ᾽ ὅπου περιμένουμε νά ἔρθει καί νά μᾶς λυτρώσει ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός (Φιλιπ. 3, 20).

Ἐμεῖς οἱ χριστιανοί δέν ἔχουμε σ᾽ αὐτό τόν κόσμο τή μόνιμη πατρίδα μας, ἀλλά λαχταροῦμε τή μελλοντική οὐράνια πατρίδα (Ἑβρ. 13, 14).

Προδότες τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ! Δέν ξέρετε ὅτι ἡ ἀγάπη γιά τόν ἁμαρτωλό κόσμο εἶναι ἔχθρα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ; Ὅποιος λοιπόν θέλει νά εἶναι φίλος τοῦ κόσμου, γίνεται ἐχθρός τοῦ Θεοῦ (Ἰακ. 4, 4).

Ἀγαπητοί, μήν ἀγαπᾶτε τόν κόσμο, μήτε ὅσα εἶναι τοῦ κόσμου. Ἄν κάποιος ἀγαπᾶ τόν κόσμο, δέν ἔχει μέσα του τήν ἀγάπη γιά τόν οὐράνιο Πατέρα (Α’ Ἰω. 2, 15).

13. Οἱ χριστιανοί ὀφείλουν νά μήν εἶναι ὑπερήφανοι, ἀλλά νά εἶναι ταπεινοί καί ν᾽ ἀγαποῦν ταπεινά.

Ὅποιος ταπεινώσει τόν ἑαυτό του σάν τό παιδάκι τοῦτο, αὐτός εἶναι μεγαλύτερος ἀπ᾽ ὅλους στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Ματθ. 18, 4).

Ὅποιος ὑψώσει τόν ἑαυτό του θά ταπεινωθεῖ. Καί ὅποιος ταπεινώσει τόν ἑαυτό του θά ὑψωθεῖ (Ματθ. 23, 12).

Ἀδελφοί, νά μήν εἶστε φαντασμένοι, ἀλλά νά συγκαταβαίνετε στούς ἁπλοϊκούς καί ταπεινούς χριστιανούς, καί νά τούς συναναστρέφεστε, συμμεριζόμενοι τήν ἀσημότητά τους (Ρωμ. 12, 16).

Μέ ταπεινοφροσύνη ἄς θεωρεῖ ὁ καθένας τόν ἄλλον ἀνώτερό του (Φιλιπ. 2, 3).

Ταπεινωθεῖτε μπροστά στόν Κύριο, κι Ἐκεῖνος θά σᾶς ὑψώσει (Ἰακ. 4, 10).

Οἱ νεώτεροι νά ὑποτάσσεστε στούς πρεσβυτέρους. Κι ὅλοι μαζί, ὑποτασσόμενοι ὁ ἕνας στόν ἄλλο, ζωστεῖτε τήν ταπεινοφροσύνη. Γιατί ὁ Θεός ἐναντιώνεται στούς ὑπερήφανους, στούς ταπεινούς ὅμως δίνει τή χάρη Του. Ταπεινῶστε λοιπόν τούς ἑαυτούς σας κάτω ἀπό τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, γιά νά σᾶς ὑψώσει τήν ὥρα τῆς κρίσεως (Α’ Πέτρ. 5, 5-6).

14. Οἱ χριστιανοί ὀφείλουν ν᾽ ἀντιμετωπίζουν μέ ὑπομονή ὅλες τίς θλίψεις πού τούς βρίσκουν.

Ἐκεῖνος πού θά ὑπομείνει ὥς τό τέλος τίς δοκιμασίες, αὐτός μόνο θά σωθεῖ (Ματθ. 24, 13).

Μέ τήν ὑπομονή σας θά σώσετε τίς ψυχές σας (Λουκ. 21, 19).

Ἡ θλίψη φέρνει σιγά-σιγά τήν ὑπομονή, ἡ ὑπομονή τή σταθερότητα στήν ἀρετή, καί ἡ σταθερότητα στήν ἀρετή τήν ἐλπίδα στό Θεό (Ρωμ. 5, 3-4).

Νά ἔχετε ὑπομονή στίς δοκιμασίες (Ρωμ. 12, 11).

Ἄν δείχνουμε ὑπομονή στίς θλίψεις, θά βασιλεύσουμε μαζί μέ τό Χριστό στή μέλλουσα ζωή (Β’ Τιμ. 2, 12).

Νά ἐπιδιώκεις τήν ὑπομονή (Α’ Τιμ. 6, 11).

Ἀδελφοί, νά ὑπομένετε μέ καρτερία κάθε παιδαγωγία τοῦ Θεοῦ, γνωρίζοντας πώς ὁ Θεός σᾶς μεταχειρίζεται σάν παιδιά ου (Ἑβρ. 12, 7).

Σᾶς χρειάζεται ὑπομονή, γιά νά κάνετε σταθερά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά πάρετε τήν ἀμοιβή πού σᾶς ὑποσχέθηκε (Ἑβρ. 10, 36).

Μέ ὑπομονή ἄς τρέχουμε τόν ἀγώνα πού ἔχουμε μπροστά μας (Ἑβρ. 12, 1).

Καλότυχος εἶναι ὁ χριστιανός πού σηκώνει μέ ὑπομονή τίς δοκιμασίες, γιατί, ἀφοῦ ὑποστεῖ μέ ἐπιτυχία τίς δοκιμασίες, θά κερδίσει τό βραβεῖο τῆς αἰώνιας ζωῆς, πού ὑποσχέθηκε ὁ Θεός σ᾽ ὅσους Τόν ἀγαποῦν (Ἰακ. 1, 12).

Ἡ ὑπομονή σας ἄς εἶναι ἀκλόνητη καί διαρκής, γιά νά γίνετε τέλειοι καί ὁλοκληρωμένοι καί νά μήν ὑστερεῖτε σέ τίποτα (Ἰακ. 1, 4).

Κάνετε ὅ,τι μπορεῖτε, ἀδελφοί, γιά νά προσθέσετε πάνω στήν αὐτοκυριαρχία τήν ὑπομονή, καί πάνω στήν ὑπομονή τήν εὐσέβεια (Β’ Πέτρ. 1, 6).

Ἐδῶ θά φανεῖ ἡ ὑπομονή ὅσων ἀνήκουν στό λαό τοῦ Θεοῦ (Ἀποκ. 14, 12).

15. Οἱ χριστανοί ὀφείλουν νά μήν παραδίδονται στίς κοσμικές φροντίδες καί τίς ὑλικές ἀπολαύσεις, οὔτε νά ζοῦν μέ ἀμέλεια καί πνευματική ραθυμία, ἀλλά νά βρίσκονται πάντοτε σέ πνευματική ἐγρήγορση καί ἑτοιμότητα, περιμένοντας τήν ὥρα τοῦ θανάτου καί τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ.

Νά ἀγρυπνεῖτε, γιατί δέν ξέρετε ποιά ὥρα θά ἔρθει ὁ Κύριός σας. Καί νά ξέρετε τοῦτο: Ἄν γνώριζε ὁ ἰδιοκτήτης ἑνός σπιτιοῦ ποιά ὥρα τῆς νύχτας θά ᾽ρθει ὁ κλέφτης, θά ξαγρυπνοῦσε καί δέν θ᾽ ἄφηνε νά διαρρήξουν τό σπίτι του. Γι᾽ αὐτό κι ἐσεῖς νά εἶστε πάντοτε ἕτοιμοι, γιατί ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου θά ἔρθει τήν ὥρα πού δέν Τόν περιμένετε (Μτθ. 24, 42-44).

Σέ ὅλους σας τό λέω: Ἀγρυπνεῖτε! (Μαρκ. 13, 37).

Ἀγρυπνεῖτε καί προσεύχεστε, γιά νά μή σᾶς νικήσει ὁ πειρασμός. Τό πνεῦμα σας εἶναι πρόθυμο, ἡ σάρκα σας ὅμως ἀδύναμη (Μαρκ. 14, 38).

Ἡ μέση σας ἄς εἶναι ζωσμένη καλά (δηλαδή νά εἶστε ἕτοιμοι) καί τά λυχνάρια σας ἄς εἶναι πάντα ἀναμένα (δηλαδή ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά σας πάντα νά βρίσκονται σέ προσοχή καί ἐγρήγορση). Νά μοιάσετε στούς ὑπηρέτες ἐκείνους πού περιμένουν πότε ὁ Κύριός τους θά γυρίσει ἀπό τή γαμήλια τελετή ὥστε, μόλις ἔρθει καί χτυπήσει τήν πόρτα, ἀμέσως νά τοῦ ἀνοίξουν. Μακάριοι εἶναι οἱ ὑπηρέτες ἐκεῖνοι πού, ὅταν ἔρθει ὁ Κύριός τους, θά τούς βρεῖ ν᾽ ἀγρυπνοῦν καί νά τόν περιμένουν (Λουκ. 12, 35-37).

Προσέχετε καλά τούς ἑαυτούς σας. Προσέχετε μήν παραδοθεῖτε στήν κραιπάλη καί στό μεθύσι καί στήν ἀγωνία γιά τίς καθημερινές ἀνάγκες, γιατί θά γίνουν βαριές καί κοιμισμένες ἀπ᾽ αὐτά οἱ καρδιές σας, καί θά σᾶς αἰφνιδιάσει ἔτσι ἡ ἡμέρα τῆς κρίσεως. Γιατί θά ᾽ρθει σάν παγίδα σ᾽ ὅλους τούς ἀνθρώπους πού κατοικοῦν στή γῆ. Νά εἶστε λοιπόν ἄγρυπνοι καί προσεκτικοί, παρακαλώντας κάθε ὥρα καί στιγμή τό Θεό νά σᾶς ἀξιώσει νά γλυτώσετε ἀπ᾽ ὅλα τά φοβερά πού μέλλουν νά συμβοῦν, καί νά παρουσιαστεῖτε ἕτοιμοι μπροστά στόν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου (Λουκ. 21, 34-36).

Ἦρθε πιά ἡ ὥρα νά σηκωθοῦμε ἀπό τόν ὕπνο τῆς ἀμέλειας, ἀδελφοί. Γιατί τώρα ἡ τελική σωτηρία βρίσκεται πιό κοντά μας παρά τότε πού πιστέψαμε. Ἡ νύχτα τῆς ἐπίγειας ζωῆς ὅπου νά ᾽ναι φεύγει, καί ἡ μέρα τῆς μελλοντικῆς αἰώνιας ζωῆς κοντεύει νά ἔρθει (Ρωμ. 13, 11-12).

Σήκω πάνω ἐσύ, πού κοιμᾶσαι τόν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας, καί ἀναστήσου ἀπό τήν πνευματική νέκρα, καί θά σέ φωτίσει ὁ Χριστός (Ἐφεσ. 5, 14).
Ἄς μήν κοιμόμαστε, καθώς οἱ ἄλλοι, ἀλλ᾽ ἄς εἴμαστε ἄγρυπνοι καί προσεκτικοί. Ὅσοι κοιμοῦνται, τή νύχτα κοιμοῦνται. Καί ὅσοι μεθοῦν, τή νύχτα μεθοῦν. Ἐμεῖς οἱ χριστιανοί ὅμως, σάν ἄνθρωποι τῆς ἡμέρας, ἄς εἴμαστε προσεκτικοί (Α’ Θεσ. 5, 6-8).

Μή σβύνετε μέ τήν ἀμέλεια τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού ἔχετε (Α’ Θεσ. 5, 19).

Μήν εἶστε ὀκνηροί σ᾽ ὅ,τι πρέπει νά δείχνετε προθυμία καί ζῆλο. Νά ἔχετε φλογερό πνευματικό ἐνθουσιασμό, νά ὑπηρετεῖτε μ᾽ ἀφοσίωση τόν Κύριο (Ρωμ. 12, 11).

Ζήσατε πάνω στή γῆ μέ ἀπολαύσεις καί σπατάλες. Παχύνατε τίς καρδιές σας σάν τά θρεφτάρια, πού τά ἑτοιμάζουν γιά σφάξιμο. (Ἔτσι θά εἶναι καί γιά σᾶς ἡ μέρα τῆς κρίσεως μέρα σφαγῆς σας) (Ἰακ. 5, 5).

Νά εἶστε προσεκτικοί καί ἄγρυπνοι. Ὁ ἀντίπαλός σας διάβολος περιφέρεται σάν τό λιοντάρι πού βρυχιέται, ζητώντας νά καταβροχθίσει κάποιον ἀπό σᾶς, πού στέκεστε στερεοί στήν πίστη (Α’ Πέτρ. 5, 8).

Ἀγρύπνα!… Γιατί ἄν δέν ἀγρυπνᾶς, θά ᾽ρθω σάν τόν κλέφτη, καί δέν θά ξέρεις ποιά ὥρα θά ᾽ρθω νά σέ κρίνω (Ἀποκ. 3, 2 καί 3).

16. Οἱ χριστιανοί ὀφείλουν νά μετανοοῦν διαρκῶς ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς τους.

Ἐκεῖνο τόν καιρό ἐμφανίσθηκε στήν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, κηρύττοντας καί λέγοντας: «Μετανοεῖτε, γιατί ἔφτασε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 3, 1-2).

Ἀπό τότε ἄρχισε ὁ Ἰησοῦς νά κηρύττει καί νά λέει: «Μετανοεῖτε, γιατί ἔφτασε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 4, 17).

Ἄν δέν μετανοήσετε, θά χαθεῖτε ὅλοι σας μέ τόν ἴδιο τρόπο (Λουκ. 13, 3).

Μετανοῆτε, ἀδελφοί, καί ἐπιστρέψτε στό Θεό, γιά νά ἐξαλειφθοῦν οἱ ἁμαρτίες σας καί νά βρεῖτε ἀνακούφιση ἀπό τόν Κύριο (Πράξ. 3, 19).

Μετανόησε καί κάνε πάλι τά προηγούμενα καλά ἔργα, πού ἔκανες. Ἀλλιῶς, ἄν δέν μετανοήσεις, ἔρχομαι γρήγορα καταπάνω σου καί μετακινῶ τό λυχνοστάτη σου, δηλαδή τήν Ἐκκλησία σου, ἀπό τόν τόπο του (Ἀποκ. 2, 5).

17. Οἱ χριστιανοί, ἄν δέν ξεπεράσουν στά καλά ἔργα τούς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, δέν μπαίνουν στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καί ἄν ἁμαρτάνουν, θά κολαστοῦν βαρύτερα ἀπό τούς ἀπίστους.

Ἄν ἡ εὐσέβειά σας δέν ξεπεράσει τήν εὐσέβεια τῶν γραμματέων καί τῶν φαρισαίων, δέν θά μπεῖτε στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Ματθ. 5, 20).

Ἐκεῖνος ὁ δοῦλος πού ξέρει ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ κυρίου του, δέν ἑτοιμάζει ὅμως οὔτε κάνει ὅ,τι θέλει ἐκεῖνος, θά τιμωρηθεῖ αὐστηρά. Ἀντίθετα, ἐκεῖνος πού δέν ξέρει τό θέλημα τοῦ κυρίου του καί κάνει κάτι ἀξιόποινο, θά τιμωρηθεῖ πιό ἐλαφρά. Γιατί σ᾽ ὅποιον δόθηκαν πολλά, πολλά θά τοῦ ζητηθοῦν. Καί σ᾽ ὅποιον δόθηκαν περισσότερα, περισσότερα θά τοῦ ζητηθοῦν (Λουκ. 12, 47-48).

Ὅσοι ἁμάρτησαν χωρίς νά ξέρουν τό νόμο τοῦ Θεοῦ, θά καταδικαστοῦν ὄχι μέ κριτήριο τό νόμο (δηλαδή ἐλαφρότερα). Ὅσοι ὅμως ἁμάρτησαν γνωρίζοντας τό νόμο, θά δικαστοῦν μέ κριτήριο τό νόμο (δηλαδή βαρύτερα) (Ρωμ. 2, 12).

Θά ἦταν καλύτερα γι᾽ αὐτούς νά μήν εἶχαν γνωρίσει τό δρόμο τῆς ἀρετῆς καί τῆς εὐσέβειας, παρά, ἀφοῦ τήν γνωρίσουν, νά ἐγκαταλείψουν τήν ἁγία ἐντολή πού τούς παραδόθηκε (Β’ Πέτρ. 2, 21).

Συμβουλὲς γιά τὸ ἦθος τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴν ἐναρέτη ζωὴ

Συμβουλὲς γιά τὸ ἦθος τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴν ἐναρέτη ζωὴ

Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας

1. Οἱ ἄνθρωποι λέγονται λογικοὶ καταχρηστικά. Δέν εἶναι λογικοὶ ἐκεῖνοι πού ἔμαθαν τοὺς λόγους καὶ τὰ βιβλία τῶν ἀρχαίων σοφῶν, ἀλλὰ ὅσοι ἔχουν λογικὴ ψυχὴ καὶ μποροῦν νά διακρίνουν ποιό εἶναι τὸ καλὸ καὶ ποιό εἶναι τὸ κακό. Καὶ ἔτσι ἀποφεύγουν τὰ κακὰ καὶ ψυχοβλαβῆ, μελετοῦν ὅμως σοβαρὰ τὰ καλὰ καὶ ψυχωφελῆ καὶ τὰ πράττουν μὲ μεγάλη εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεό. Μόνο αὐτοὶ πρέπει ἀληθινὰ νά λέγονται λογικοὶ ἄνθρωποι.

2. Ὁ ἀληθινὰ λογικὸς ἄνθρωπος μία μόνο φροντίδα ἔχει, νά ὑπακούει καὶ νά εἶναι ἀρεστὸς στόν Θεό, τὸν Κύριο τῶν ὅλων, καὶ σὲ τοῦτο καὶ μόνο νά ἀσκεῖ τὴν ψυχὴ του, πῶς νά γίνει ἀρεστὸς στόν Θεό, εὐχαριστώντας Τον -ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ θέση του στή ζωή- γιά τὴν μεγάλη καὶ ἐξαιρετικὴ πρόνοιά Του καὶ τὴν κυβέρνηση ὅλου τοῦ κόσμου. Γιατὶ εἶναι παράλογο, τό νά εὐχαριστοῦμε τοὺς γιατροὺς ὅταν μᾶς δίνουν τὰ πικρὰ καὶ ἀηδιαστικὰ φάρμακα γιά χάρη τῆς ὑγείας τοῦ σώματός μας, νά εἴμαστε ὅμως ἀχάριστοι στόν Θεὸ γιά ὅσα φαίνονται σ’ ἐμᾶς δυσάρεστα καὶ νά μὴν ἀναγνωρίζουμε ὅτι τὰ πάντα γίνονται ὅπως πρέπει καὶ πρὸς τὸ συμφέρον μας σύμφωνα μὲ τὴν πρόνοιά Του. Γιατὶ ἡ ἀναγνώριση αὐτὴ καὶ ἡ πίστη στόν Θεὸ εἶναι ἡ σωτηρία καὶ ἡ τελειότητα τῆς ψυχῆς.

3. Ἡ ἐγκράτεια, ἡ ἀνεξικακία, ἡ σωφροσύνη, ἡ ἐγκαρτέρηση, ἡ ὑπομονὴ καὶ οἱ παρόμοιες μέγιστες καὶ ἐνάρετες δυνάμεις μᾶς δόθηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ εἶναι ἀντίθετες καὶ ἀντιστέκονται καὶ μᾶς βοηθοῦν στίς ἀντίστοιχες πρὸς αὐτὲς κακίες. Ἂν γυμνάζουμε αὐτές τίς δυνάμεις καὶ τὶς ἔχουμε πάντοτε πρόχειρες, τότε νομίζουμε ὅτι δέν θεωροῦμε πιὰ ὅτι μᾶς συμβαίνει κάτι δύσκολο ἢ θλιβερὸ ἢ ἀβάσταχτο• γιατὶ σκεφτόμαστε ὅτι ὅλα εἶναι ἀνθρώπινα καὶ τὰ νικοῦν οἱ ἀρετές πού ἔχουμε. Αὐτὰ δέν τὰ ἔχουν ὑπόψη τους οἱ ἀνόητοι ἄνθρωποι. Οὔτε σκέφτονται ὅτι τὰ πάντα γίνονται σωστὰ καὶ ὅπως πρέπει γιά τὸ συμφέρον μας, γιά νά λάμψουν οἱ ἀρετὲς μας καὶ νά στεφανωθοῦμε ἀπὸ τὸν Θεό.

4. Τὴν ἀπόκτηση τῶν χρημάτων καὶ τὸ πλούσιο ξόδεμά τους νά τὰ θεωρεῖς μόνο σὰν φαντασία πού δέν κρατᾶ παρὰ λίγο καιρό, καὶ ξέροντας ὅτι ἡ ἐνάρετη καὶ θεάρεστη ζωὴ διαφέρει ἀπὸ τὸν πλοῦτο. Ὅταν τὸ μελετᾶς αὐτὸ σταθερά, οὔτε θὰ ἀναστενάξεις, οὔτε θὰ κραυγάσεις, οὔτε θὰ κατηγορήσεις κανένα, ἀλλὰ θὰ εὐχαριστεῖς τὸν Θεὸ γιά ὅλες τίς εὐεργεσίες πού σοῦ δίνει, βλέποντας ὅτι οἱ χειρότεροι ἀπὸ σένα στηρίζονται στά λόγια καὶ στά χρήματα. Γιατὶ ἡ ἐπιθυμία, ἡ δόξα καὶ ἡ ἄγνοια εἶναι τὰ πιὸ κακὰ πάθη τῆς ψυχῆς.

5. Ὁ λογικὸς ἄνθρωπος, προσέχοντας ὁ ἴδιος στόν ἑαυτὸ του, ἐξετάζει τὶ πρέπει νά πράξει καὶ τὶ τὸν συμφέρει, καθὼς καὶ ποιά ταιριάζουν στήν ψυχὴ καὶ τὴν ὠφελοῦν καὶ ποιά δέν τῆς ταιριάζουν. Καὶ ἔτσι ἀποφεύγει ἐκεῖνα πού βλάπτουν τὴν ψυχή, ὡς ξένα καὶ γιατὶ τὸν χωρίζουν ἀπὸ τὴν αἰώνια ζωή.

6. Ὅσο πιὸ λίγη περιουσία ἔχει κανείς, τόσο εὐτυχέστερος εἶναι. Γιατὶ δέν φροντίζει γιά πολλὰ πράγματα, γιά ὑπηρέτες, καλλιεργητές, ἀπόκτηση ζῴων. Ὅταν ἀφοσιωνόμαστε σ’ αὐτὰ κι ὕστερα μᾶς συμβαίνουν ἐξαιτίας αὐτῶν δυσκολίες, κατηγοροῦμε τὸν Θεό. Μὲ τὴν αὐθαίρετη ἐπιθυμία μας τρέφουμε τὸν θάνατο καὶ ἔτσι μένομε στό σκοτάδι τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς, μέσα στήν πλάνη, χωρὶς ν’ ἀναγνωρίζουμε τὸν πραγματικὸ ἑαυτὸ μας.

7. Δέν πρέπει κανένας νά λέει ὅτι δέν εἶναι δυνατὸν νά κατορθώσει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἐναρέτη ζωή, ἀλλὰ νά λέει ὅτι αὐτὸ δέν εἶναι εὔκολο. Οὔτε μποροῦν νά κατορθώσουν τὴν ἀρετὴ οἱ τυχόντες. Τὴν ἐνάρετη ζωὴ τὴν πραγματοποιοῦν ὅσοι ἄνθρωποι εἶναι εὐσεβεῖς καὶ ἔχουν νοῦ πού ἀγαπᾶ τὸν Θεό. Γιατὶ ὁ νοῦς τῶν πολλῶν εἶναι κοσμικὸς καὶ μεταβάλλεται• κάνει σκέψεις ἄλλοτε καλές, ἄλλοτε κακές. Μεταβάλλεται στή φύση καὶ γίνεται ὑλικότερος. Ὁ νοῦς ὅμως πού ἀγαπᾶ τὸν Θεό, τιμωρεῖ τὴν κακία ἡ ὁποία ἔρχεται ἑκούσια στούς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ἀμέλειά τους.

8. Οἱ ψυχικὰ ἀκαλλιέργητοι καὶ ἀμαθεῖς θεωροῦν γελοῖο πρᾶγμα τοὺς λόγους καὶ δέν θέλουν νά τοὺς ἀκοῦν ἐπειδὴ ἐλέγχεται ἡ κατάστασή τους καὶ θέλουν νά εἶναι ὅλοι ὅμοιοι μὲ αὐτούς. Ἐπίσης καὶ ἐκεῖνοι πού εἶναι παραδόμενοι σὲ σαρκικὰ ἁμαρτήματα φροντίζουν νά εἶναι ὅλοι οἱ ἄλλοι χειρότεροί τους, νομίζοντας οἱ δυστυχεῖς ὅτι ἐπειδὴ θὰ εἶναι πολλοὶ οἱ ἁμαρτάνοντες, θὰ ἑξασφαλιστοῦν οἱ ἴδιοι ἀπὸ τὴν κατηγορία. Ἡ χαλαρὴ ψυχὴ χάνεται καὶ σκοτίζεται ἐξαιτίας τῆς κακίας, γιατὶ ἔχει μέσα της ἀσωτεία, ὑπερηφάνεια, ἀπληστία, θυμό, αὐθάδεια, μανία, φόνο, στενοχώρια, φθόνο, πλεονεξία, ἁρπαγή, πόνο, ψεῦδος, ἡδονή, ῥαθυμία, λύπη, δειλία, ἀσθένεια, μῖσος, φιλοκατηγορία, ἀδυναμία, πλάνη, ἄγνοια, ἀπάτη, λησμοσύνη τοῦ Θεοῦ. Μὲ τέτοιες κακίες καὶ παρόμοιες τιμωρεῖται ἡ ἄθλια ψυχή πού χωρίζεται ἀπὸ τὸν Θεό.

9. Ἐκεῖνοι πού θέλουν νά ζοῦν τὴν ἐνάρετη καὶ εὐλαβῆ καὶ τιμημένη ζωή, δέν πρέπει νά διακρίνονται ἀπὸ τοὺς ἐπίπλαστους τρόπους καὶ τὴν ψεύτικη ζωή. ἀλλὰ ὅπως οἱ ζωγράφοι καὶ οἱ ἀγαλματοποιοί, νά δείχνουν καὶ αὐτοὶ μὲ τὰ ἔργα τους τὴν ἐνάρετη καὶ θεοφιλῆ ζωὴ τους. Καὶ ὅλες τίς κακὲς ἡδονὲς νά τὶς ἀποστρέφονται σὰν παγίδες.

10. Ὁ πλούσιος καὶ εὐγενής πού δέν ἔχει ψυχικὴ καλλιέργεια καὶ ἐνάρετη ζωή, θεωρεῖται δυστυχὴς ἀπὸ ἐκείνους πού κρίνουν ὀρθὰ τὰ πράγματα. Ἀντίθετα ὁ φτωχὸς καὶ δοῦλος κατὰ τὴν τάξη, ἂν ἔχει ψυχικὴ καλλιέργεια καὶ εἶναι στολισμένος μὲ ἀρετή, εἶναι εὐτυχής. Καὶ ὅπως οἱ ξένοι σὲ ἕναν τόπο χάνουν τὸν δρόμο τους, ἔτσι καὶ ἐκεῖνοι πού δέν φροντίζουν γιά τὴν ἐνάρετη ζωή, πλανιοῦνται ἐδῶ κι ἐκεῖ παρασυρόμενοι ἀπὸ τὶς κακὲς ἐπιθυμίες τους καὶ χάνονται.

11. Ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά ἐξημερώσει τὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων καὶ νά τοὺς κάνει νά ἀγαπήσουν τοὺς λόγους καὶ τὴν παιδεία, πρέπει νά λέγεται ἀνθρωποποιός. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ἐκεῖνοι πού μεταστρέφουν τοὺς παραδομένους στίς σαρκικὲς ἡδονὲς πρὸς τὴν ἐνάρετη καὶ θεάρεστη ζωή, πρέπει νά λέγονται καὶ αὐτοὶ ἀνθρωποποιοί, ἐπειδὴ εἶναι σὰν νά ξαναπλάθουν τοὺς ἀνθρώπους. Γιατὶ ἡ πραότητα καὶ ἡ ἐγκράτεια εἶναι εὐτυχία καὶ δίνουν καλὴ ἐλπίδα στίς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων.

12. Πρέπει πραγματικὰ οἱ ἄνθρωποι νά ἐπιμελοῦνται τὰ ἤθη τους καὶ νά ζοῦν ὅπως πρέπει. Ὅταν αὐτὸ τὸ κατορθώσουν, τότε εὔκολα μποροῦν νά γνωρίσουν καὶ τὰ θεῖα. γιατὶ ὅποιος μὲ ὅλη του τὴν καρδιά καὶ τὴν πίστη του σέβεται τὸν Θεό, ἔχει τὴν βοήθειά Του νά δαμάζει καὶ νά κρατεῖ τὸ θυμὸ καὶ τὴν ἐπιθυμία του. Ἐπειδὴ αἰτία ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ ἐπιθυμία καὶ ὁ θυμός.

13. Ἄνθρωπος λέγεται ἢ ἐκεῖνος πού χρησιμοποιεῖ ὀρθὰ τὸ λογικὸ του, ἢ ἐκεῖνος πού δέχεται συμβουλὴ γιά τὴν διορθώσή του. Ὁ ἀδιόρθωτος δέν λέγεται ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἀπάνθρωπος. Κι αὐτὸ εἶναι τὸ γνώρισμα τῶν ἀπανθρώπων. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ πρέπει νά ἀποφεύγονται. Γιατὶ ἐκεῖνοι πού ζοῦν μὲ τὴν κακία δέν εἶναι δυνατὸ νά ἀποκτήσουν τὴν ἀθάνατη ζωή.

14. Ὅταν κάνουμε καλὴ χρήση τοῦ λογικοῦ μας, τότε εἴμαστε ἄξιοι νά λεγόμαστε ἄνθρωποι. Ἀντίθετα, ὅταν δέν κάνουμε καλὴ χρήση τοῦ λογικοῦ, τότε μόνο κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τή φωνή διαφέρουμε ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα. Ἂς ἀναγνωρίσει λοιπὸν ὁ συνετὸς ἄνθρωπος ὅτι εἶναι ἀθάνατος καὶ τότε θὰ μισήσει κάθε αἰσχρὴ ἐπιθυμία, ἡ ὁποία γίνεται αἰτία θανάτου στούς ἀνθρώπους.

15. Ὅπως κάθε τέχνη διαμορφώνοντας τὴν ὕλη φανερώνει τὴν ἀξία της, π.χ. ὁ ἕνας δουλεύει τὸ ξύλο κι ὁ ἄλλος τὸ χαλκὸ κι ἄλλος τὸ χρυσὸ καὶ τὸ ἀσήμι, ἔτσι κι ἐμεῖς ἀκούοντας γιά τὴν καλὴ καὶ ἐνάρετη καὶ θεάρεστη ζωή, ὀφείλομε νά φαινόμαστε ὅτι εἴμαστε πραγματικὰ ἄνθρωποι γιά τή λογική ψυχή μας κι ὄχι γιά τή διάπλαση μόνο τοῦ σώματός μας. Ἡ ψυχή πού εἶναι ἀληθινὰ λογικὴ καὶ ἀγαπᾶ τὸν Θεό, γνωρίζει ἀμέσως ὅλα ὅσα συμβαίνουν στήν ζωή. Καὶ ἐξιλεώνει τὸν Θεὸ μὲ διάθεση ἀγάπης καὶ Τὸν εὐχαριστεῖ πραγματικά, κατευθύνοντας πρὸς Αὐτὸν ὅλη τὴν ὁρμὴ καὶ τὸ νοῦ της.

16. Οἱ καπετάνιοι κατευθύνουν μὲ προσοχὴ τὸ πλοῖο γιά νά μὴν προσκρούσει πάνω σὲ σκόπελο ἢ ὕφαλο. Ἔτσι κι ἐκεῖνοι πού ἐπιθυμοῦν νά ζήσουν τὴν ἐνάρετη ζωή, ἂς ἐξετάζουν μὲ ἐπιμέλεια ποιά πρέπει νά κάνουν καὶ ποιά πρέπει νά ἀποφεύγουν καὶ νά πιστεύουν ὅτι οἱ ἀληθινοὶ καὶ Θεῖοι νόμοι τοὺς συμφέρουν και ἔτσι να κόβουν τίς πονηρὲς ἐνθυμήσεις καὶ ἐπιθυμίες ἀπὸ τὴν ψυχὴ τους.

17. Ὅπως οἱ πλοίαρχοι καὶ οἱ ἁμαξηλάτες μὲ τὴν προσοχὴ καὶ τὴν ἐπιμέλεια πετυχαίνουν τὸ σκοπὸ τους, ἔτσι πρέπει καὶ ὅσοι φροντίζουν νά ζοῦν τή σωστή καὶ ἐνάρετη ζωή, νά μελετοῦν καὶ νά φροντίζουν νά ζοῦν ὅπως πρέπει καὶ ὅπως ἀρέσει στόν Θεό. Ἐκεῖνος πού θέλει νά ζήσει ἔτσι καὶ ἔχει καταλάβει ὅτι μπορεῖ, προχωρεῖ μὲ τὴν πίστη πρὸς τὴν ἀφθαρσία.

18. Ἐλεύθερους νόμιζε ὄχι ὅσους ἔτυχε νά εἶναι ἐλεύθεροι, ἀλλὰ ἐκεῖνοι πού ἔχουν τὴν ζωὴ καὶ τοὺς τρόπους ἐλεύθερους. Δέν πρέπει πράγματι νά ὀνομάζουμε ἐλεύθερους τοὺς ἄρχοντες πού εἶναι πονηροὶ καὶ ἀκόλαστοι, γιατὶ εἶναι δοῦλοι τῶν παθῶν καὶ τῆς ὕλης. Ἐλευθερία καὶ εὐτυχία τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ πραγματικὴ καθαρότητα καὶ ἡ καταφρόνηση τῶν προσκαίρων.

19. Νά ὑπενθυμίζεις στόν ἑαυτὸ σου ὅτι πρέπει ἀκατάπαυστα νά ἀποδεικνύεις τὸν χρηστὸ καὶ ἐνάρετο βίο σου ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ ἔργα σου. ἔτσι καὶ οἱ ἄρρωστοι ὀνομάζουν καὶ ἀναγνωρίζουν σωτῆρες καὶ εὐεργέτες τοὺς γιατρούς, ὄχι ἀπὸ τὰ λόγια τους ἀλλὰ ἀπὸ τὰ ἔργα τους.

20. Ἡ λογικὴ καὶ ἐνάρετη ψυχὴ ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὸ βλέμμα, τὸ βάδισμα, τή φωνή, τὸ γέλιο, ἀπὸ τό πού συχνάζει καὶ μὲ ποίους συναναστρέφεται. Ὅλα αὐτὰ ἔχουν ἀλλάξει σ’ αὐτὴν καὶ ἔγιναν κοσμιότερα. Γιατὶ ὁ νοῦς πού ἀγαπᾶ τὸν Θεό, σὰν πρακτικὸς θυρωρὸς ἀπαγορεύει τὴν εἴσοδο στίς κακὲς καὶ αἰσχρὲς ἐνθυμήσεις.

21. Ἂν παρακολουθεῖς τὸν ἑαυτὸ σου καὶ τὸν δοκιμάζεις, θὰ δεῖς ὅτι οἱ ἄρχοντες καὶ τὰ ἀφεντικὰ ἔχουν ἐξουσία μόνο τοῦ σώματος, ὄχι καὶ τῆς ψυχῆς. Καὶ νά τὸ θυμᾶσαι αὐτὸ πάντοτε. Γι’ αὐτὸ ἂν διατάζουν φόνους ἢ τίποτε ἄτοπα ἢ ἄδικα καὶ ψυχοβλαβῆ, δέν πρέπει νά τούς κάνουμε ὑπακοή καὶ ἂν μᾶς βασανίζουν ἀκόμη. Γιατὶ ὁ Θεὸς δημιούργησε τὴν ψυχὴ ἐλεύθερη καὶ αὐτεξούσια σὲ ὅλα ὅσα κάνει, καλὰ ἢ κακά.

22. Ἡ λογικὴ ψυχὴ φροντίζει μὲ κάθε τρόπο νά ξεφύγει ἀπὸ ὅσα δέν ὁδηγοῦν πουθενά, δηλαδή τὴν οἴηση, τὴν ὑπερηφάνεια, τὴν ἀπάτη, τὸν φθόνο, τὴν ἁρπαγὴ καὶ τὰ παρόμοια, αὐτά εἶναι ἔργα δαιμονικὰ καὶ καρποί κακῆς προαιρέσεως. Ὅλα κατορθώνονται μὲ ἐπιμέλεια καὶ ἐπίμονη προσοχὴ καὶ μελέτη ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπο, τοῦ ὁποίου ἡ ἐπιθυμία δέν τρέχει στίς κακὲς ἡδονές.

23. Ἐκεῖνοι πού ζοῦν μετρημένη καὶ περιορισμένη ζωή, γλυτώνουν ἀπὸ κινδύνους καὶ δέν ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ φύλακες. Μὲ τὸ νά νικοῦν τὴν ἐπιθυμία σὲ ὅλες τίς περιπτώσεις, βρίσκουν εὔκολα τὸ δρόμο πρὸς τὸν Θεὸ.

24. Οἱ ἄνθρωποι πού τοὺς ὁδηγεῖ τὸ λογικό, δέν χρειάζεται νά μοιράζουν τὴν προσοχὴ τους σὲ πολλὲς συντροφιές, ἀλλὰ μόνο στίς ὠφέλιμες καὶ μάλιστα σ’ ἐκεῖνες ὅπου πρυτανεύει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι προχωροῦν πάλι στήν κατὰ Θεὸν ζωὴ καὶ τὸ αἰώνιο φῶς.

25. Πρέπει ἐκεῖνοι πού ἐπιδιώκουν τὴν ἐνάρετη καὶ θεοφιλῆ ζωή, νά εἶναι ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ οἴηση καὶ κάθε κούφια ματαιοδοξία καὶ νά φροντίζουν μὲ ὅλη τή δύναμή τους νά διορθώνουν τή ζωή τους καὶ τὴν ἐσωτερικὴ τους διάθεση πρὸς τὸ καλύτερο. Ἐπειδὴ νοῦς πού ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ δέν μεταβάλλεται ἀπὸ τὴν καλὴ καταστάσή του, εἶναι ἀνύψωση καὶ δρόμος πρὸς τὸν Θεό.

26. Καμιὰ ὠφέλεια δέν προκύπτει ἀπὸ τὸ νά γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τὰ Θεῖα λόγια, ἂν ἀπουσιάζει ἡ εὐσεβὴς ζωή πού ἀρέσει στόν Θεό. Αἰτία ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ πλάνη, ἡ ἀπάτη τοῦ κόσμου καὶ ἡ ἄγνοια τοῦ Θεοῦ.

27. Ἡ σπουδὴ τοῦ ἀρίστου βίου καὶ ἡ ἐπιμέλεια τῆς ψυχῆς δημιουργεῖ τοὺς καλοὺς ἀνθρώπους πού ἀγαποῦν τὸν Θεό. Γιατὶ ἐκεῖνος πού ζητᾶ τὸν Θεό, Τὸν βρίσκει, ἂν νικᾶ τὴν ἐπιθυμία σὲ ὅλες τίς περιπτώσεις καὶ ἂν δέν σταματᾶ τὴν προσευχή. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος δέν φοβᾶται τοὺς δαίμονες.

28. Ὅσοι ξεγελιοῦνται ἀπὸ τὶς ἐλπίδες τους σὲ βιοτικὰ πράγματα καὶ περιορίζουν μόνο στά λόγια τὴν γνώση τους γιά τὴν ἄσκηση τοῦ ἀρίστου βίου, μοιάζουν μ’ ἐκείνους πού ἔχουν φάρμακα καὶ ἰατρικὰ ὄργανα ἀλλὰ δέν ξέρουν οὔτε φροντίζουν νά τὰ χρησιμοποιήσουν. Ἑπομένως γιά τὶς ἁμαρτίες μας ἂς μὴν κατηγοροῦμε τὸν τρόπο πού ἔγιναν, οὔτε τοὺς ἄλλους ἀλλὰ τοὺς ἑαυτοὺς μας. Γιατὶ ἂν ἡ ψυχὴ ἀδιαφορήσει μὲ δικὴ της θέληση, δέν μπορεῖ νά μείνει ἀνίκητη.

29. Ἐκεῖνος πού δέν ξέρει νά ξεχωρίζει ποιό εἶναι τὸ καλὸ καὶ ποιό τὸ κακό, δέν ἐπιτρέπεται νά κρίνει τοὺς καλοὺς καὶ τοὺς κακούς. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπός πού γνωρίζει τὸν Θεὸ εἶναι ἀγαθός. Ἂν ὅμως δέν εἶναι ἀγαθός, οὔτε γνωρίζει τὸν Θεό, οὔτε θὰ τὸν γνωρίσει ποτέ. Γιατὶ ὁ τρόπος νά γνωρίσει κανεὶς τὸν Θεό, εἶναι τὸ ἀγαθό.

30. Οἱ καλοὶ ἄνθρωποι πού ἀγαποῦν τὸν Θεό, ἐλέγχουν τοὺς ἀνθρώπους γιά τὶς κακὲς πράξεις τους κατὰ πρόσωπο ὅταν εἶναι παρόντες. Ὅταν ὅμως δέν εἶναι παρόντες δέν τοὺς κατηγοροῦν, ἀλλὰ οὔτε καὶ στούς ἄλλους ἐπιτρέπουν νά τοὺς κατηγορήσουν.

31. Στίς συναναστροφὲς μὲ τοὺς ἄλλους, μακριὰ ἀπὸ κάθε βαναυσότητα. Γιατὶ οἱ λογικοὶ καὶ εὐσεβεῖς ἄνθρωποι εἶναι στολισμένοι μὲ ντροπὴ καὶ φρόνηση περισσότερο ἀπὸ τὶς Παρθένες. Καὶ τοῦτο, γιατὶ ὁ νοῦς πού ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ εἶναι φῶς πού τυλίγει μὲ τὴν λάμψη του τὴν ψυχή, ὅπως ὁ ἥλιος περιλάμπει τὸ σῶμα.

32. Πάντοτε, ὅταν σὲ προσβάλλει κανένα πάθος τῆς ψυχῆς, νά θυμᾶσαι ὅτι οἱ ἄνθρωποι πού ὀρθοφρονοῦν καὶ θέλουν νά ἐξασφαλίσουν σωστὰ τὴν ζωὴ τους, δέν θεωροῦν εὐχάριστη τὴν πρόσκαιρη ἀπόκτηση χρημάτων, ἀλλὰ τὶς ὀρθὲς καὶ ἀληθινὲς ἰδέες. Αὐτὲς τοὺς κάνουν εὐτυχεῖς. Γιατὶ ὁ πλοῦτος καὶ κλέβεται καὶ ἀπὸ δυνατότερους ἁρπάζεται. Ἡ ἀρετὴ ὅμως τῆς ψυχῆς, αὐτὴ μόνο εἶναι ἀπόκτημα ἀσφαλισμένο πού δέν μπορεῖ νά κλαπεῖ, καὶ μετὰ τὸ θάνατο παρέχει τή σωτηρία σὲ ὅσους τὴν ἔχουν ἀποκτήσει. Ἔτσι οἱ φρόνιμοι δέν παρασύρονται ἀπὸ τὴν φαντασία τοῦ πλούτου καὶ τῶν ἄλλων ἡδονῶν.

33. Δέν πρέπει οἱ ἄστατοι καὶ ἀπαίδευτοι νά αὐθαδιάζουν σὲ ἀξιόλογους ἀνθρώπους. Καὶ ἀξιόλογος ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος πού ἀρέσει στόν Θεὸ καί πού συνήθως σωπαίνει ἢ λέει λίγα καὶ ἀναγκαία καὶ ἀρεστὰ στόν Θεό.

34. Ἐκεῖνοι πού προσπαθοῦν νά ζοῦν τὴν ἐνάρετη καὶ θεοφιλῆ ζωή, φροντίζουν γιά τὶς ἀρετὲς σὰν κτήματά τους καὶ σὰν ἀφορμὴ αἰώνιας ἀπόλαυσης. Τὰ πρόσκαιρα τὰ ἀπολαμβάνουν ὅπως τύχει καὶ ὅπως δίνει καὶ θέλει ὁ Θεός, καὶ τὰ χρησιμοποιοῦν μὲ μεγάλη χαρὰ καὶ εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεὸ κι ἂν ἀκόμη αὐτὰ εἶναι μετριότατα. Γιατὶ οἱ πολυποίκιλες τροφὲς τρέφουν τὰ σώματα ὡς ὑλικά, ἐνῶ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐγκράτεια, ἡ ἀγαθότητα, ἡ ἀγαθοεργία, ἡ εὐσέβεια καὶ ἡ πραότητα θεώνουν τὴν ψυχή.

35. Ὅσοι ἄρχοντες ἐξαναγκάζουν νά διαπραχθοῦν ἄτοπες καὶ ψυχοβλαβεῖς πράξεις, δέν γίνονται ὡστόσο κύριοι καὶ τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ἔχει δημιουργηθεῖ αὐτεξούσια. Δεσμεύουν τὸ σῶμα, ὄχι ὅμως καὶ τὴν προαίρεση πού κύριός της εἶναι ὁ λογικὸς ἄνθρωπος, ἐξαιτίας τοῦ δημιουργοῦ του Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἰσχυρότερος ἀπὸ κάθε ἐξουσία καὶ ἀνάγκη καὶ κάθε δύναμη.

36. Ἐκεῖνοι πού νομίζουν δυστυχία τὸ νά χάσουν χρήματα ἢ παιδιὰ ἢ δούλους ἢ ἕνα ἄλλο στοιχεῖο τῆς περιουσίας τους, ἂς γνωρίζουν ὅτι πρῶτα πρέπει νά ἀρκοῦνται σ’ ἐκεῖνα πού δίνει ὁ Θεός. Καὶ ὅταν πρέπει νά τὰ δώσουν πίσω, νά εἶναι πρόθυμοι καὶ νά τὸ κάνουν μὲ ἀγαθὴ γνώμη καὶ νά μὴ στενοχωροῦνται διόλου γιά τή στέρηση ἢ μᾶλλον γιά τὴν ἐπιστροφὴ τους. Γιατὶ ἀφοῦ ἔκαναν χρήση ξένων πραγμάτων, τὰ ἔδωσαν πάλι πίσω.

37. Ὁ ἐνάρετος ἄνθρωπος δέν πρέπει νά πουλὰει τὴν ἐλεύθερη γνώμη του προσέχοντας πόσα χρήματα θὰ πάρει, καὶ ἂν ἀκόμη εἶναι πολλὰ αὐτά πού τοῦ δίνουν. Γιατὶ τὰ πράγματα τῆς ζωῆς αὐτῆς εἶναι ὅμοια μὲ ὄνειρο, καὶ ἡ φαντασία πού προέρχεται ἀπὸ τὸν πλοῦτο ἄγνωστο εἶναι πού θὰ καταλήξει καὶ κρατάει λίγο καιρὸ μόνο.

38. Ἐκεῖνοι πού εἶναι ἀληθινοὶ ἄνθρωποι, ἂς φροντίζουν μὲ ὅλη τή δύναμή τους νά ζοῦν μὲ ἀγάπη Θεοῦ καὶ μὲ ἀρετή, ὥστε νά λάμπει ἡ ἐνάρετη ζωὴ τους μεταξὺ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. ὅπως γίνεται μὲ τὴν πορφύρα: ἕνα μικρὸ κομμάτι μπαίνει πάνω στά λευκὰ φορέματα καὶ τὰ στολίζει. Ἔτσι κι αὐτοὶ νά λάμπουν καὶ νά ξεχωρίζουν, γιατὶ ἔτσι καλλιεργοῦν ἀσφαλέστερα τίς ἀρετὲς τῆς ψυχῆς.

39. Οἱ φρόνιμοι ἄνθρωποι πρέπει νά ἐξετάζουν τή δύναμή τους καὶ τὸ βαθμὸ τῆς ἀρετῆς τους καὶ ἔτσι νά προετοιμάζονται καὶ ν’ ἀντιστέκονται στά πάθη, σύμφωνα μὲ τὴν κατὰ φύση δύναμη πού τοὺς ἔχει χαρίσει ὁ Θεός. Δύναμη γιά τὴν ἀντιμετώπιση τῆς σωματικῆς ὀμορφιᾶς καὶ κάθε κακῆς ἐπιθυμίας εἶναι ἡ ἐγκράτεια, ἡ ὑπομονή στίς θλίψεις καὶ στή φτώχεια, ἡ καρτερία. τῶν ὕβρεων καὶ τοῦ θυμοῦ και ἡ ἀνεξικακία. Ἔτσι καὶ γιά τὰ ὑπόλοιπα.

40. Τὸ νά γίνει κανεὶς ἀγαθὸς καὶ σοφὸς ξαφνικά, εἶναι ἀδύνατο. Γίνεται ὡστόσο μὲ τὴν κοπιαστικὴ μελέτη, μὲ τή συναναστροφή μὲ ἐνάρετους ἀνθρώπους, μὲ τὴν πεῖρα, μὲ τὸν καιρό, μὲ τὴν ἄσκηση καὶ μὲ τὴν ἐπιθυμία τῶν καλῶν ἔργων. Ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος πού ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ Τὸν γνωρίζει ἀληθινά, δέν παύει νά κάνει συνεχῶς ὅλα ὅσα ἀρέσουν σ’ Αὐτόν. Ἀλλὰ τέτοιοι ἄνθρωποι εἶναι σπάνιοι.

41. Ἐκεῖνοι πού δέν εἶναι προικισμένοι μὲ εὐφυία, δέν πρέπει νά ἀπελπίζονται καὶ νά ἀμελοῦν τή θεοφιλή καὶ ἐνάρετη ζωὴ καὶ νά τὴν καταφρονοῦν, σὰν νά εἶναι τάχα ἀκατόρθωτη γι’ αὐτοὺς καὶ ἀκατανόητη. Ἀντίθετα, πρέπει νά ἐξασκοῦν ὅση δύναμη ἔχουν καὶ νά ἐπιμελοῦνται τὸν ἑαυτὸ τους. Γιατὶ κι ἂν ἀκόμη δέν μποροῦν νά ἀποκτήσουν τὴν τέλεια ἀρετὴ καὶ τή σωτηρία, ἐντούτοις μὲ τὴν προσπάθεια καὶ μὲ τὴν ἐπιθυμία τοῦ ἀγαθοῦ γίνονται καλύτεροι ἢ τουλάχιστον δέν χειροτερεύουν. Καὶ αὐτὸ δέν εἶναι μικρὴ ὠφέλεια τῆς ψυχῆς.

42. Ὁ ἄνθρωπος ὡς λογικός πού εἶναι, συγγενεύει μὲ τὴν ἄρρητη καὶ Θεία δύναμη, τὸν Θεό. Ὡς πρὸς τὸ σωματικὸ πάλι μέρος, συγγενεύει μὲ τὰ ζῶα. Εἶναι ὅμως λίγοι ἐκεῖνοι πού ὄντας τέλειοι καὶ λογικοὶ ἄνθρωποι, φροντίζουν νά διατηροῦν τὸ φρόνημα καὶ τή συγγένειά τους σύμφωνη μὲ τὸν Θεὸ καὶ Σωτῆρα, καὶ νά τὸ ἀποδεικνύουν αὐτὸ μὲ τὰ ἔργα τους καὶ τὴν ἐνάρετη ζωὴ τους. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι, μὲ τὴν ἀνόητη ψυχὴ τους, ἔχουν ἐγκαταλείψει τὴν θεϊκὴ καὶ ἀθάνατη υἱικὴ σχέση μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἔχουν στραφεῖ πρὸς τή νεκρὴ καὶ δυστυχή καὶ σύντομη συγγένεια τοῦ σώματος. Σὰν ἄλογα ζῶα κυβερνιοῦνται μόνο ἀπὸ τὸ σαρκικὸ φρόνημα καὶ ἐρεθιζόμενοι ἀπὸ τὶς ἡδονὲς χωρίζονται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ κατεβάζουν τή ψυχή ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς στόν ὄλεθρο, ἐξαιτίας τῶν κακῶν θελημάτων της.

43. Ὁ λογικὸς ἄνδρας ἔχοντας στό νοῦ του τή μέθεξη καὶ τή συνάφειά του μὲ τὸν Θεό, οὐδέποτε θὰ ἀγαπήσει τίποτε τὸ ἐπίγειο καὶ χαμηλό, ἀλλὰ θα ἔχει τὸ νοῦ του στά οὐράνια καὶ αἰώνια. Καὶ γνωρίζει ὅτι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος, γιατὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν καλῶν καὶ πηγὴ τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν γιά τοὺς ἀνθρώπους.

44. Ὅταν σοῦ τύχει κανείς πού φιλονικεῖ καὶ πολεμᾶ τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ προφανές, πάψε τὴν φιλονικία καὶ ἄφησέ τον, γιατὶ ἔχει ἀπολιθωθεῖ ἡ διάνοιά του. Ὅπως καὶ τὸ καλύτερο κρασί τὸ διαφθείρει τὸ βλαβερότατο νερό, ἔτσι καὶ οἱ κακὲς συναναστροφὲς διαφθείρουν τοὺς ἐνάρετους κατὰ τή ζωή καὶ τὸ φρόνημα.

45. Ἂν μεταχειριζόμαστε κάθε φροντίδα καὶ μέσο γιά νά ἀποφύγουμε τὸ θάνατο τοῦ σώματος, πολὺ περισσότερο ὀφείλομε νά φροντίζομε ν’ ἀποφύγουμε τὸ θάνατο τῆς ψυχῆς. Γιατὶ σ’ ἐκεῖνον πού θέλει νά σωθεῖ, δέν ὑπάρχει ἄλλο ἐμπόδιο ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀμέλεια καὶ τὴν ὀκνηρία τῆς ψυχῆς.

46. Ὅσοι δυσκολεύονται νά ἐννοοῦν τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς τους, καὶ ὅσα ὀρθὰ τοὺς λέγονται, αὐτοὶ θεωροῦνται ἄρρωστοι. Ἐνῶ ὅσοι ἐννοοῦν τὴν ἀλήθεια καὶ ἐντούτοις χωρὶς ντροπὴ τὴν ἀμφισβητοῦν καὶ φιλονεικοῦν, αὐτῶν ἡ διάνοια ἔχει νεκρωθεῖ καὶ ἁρμόζει σὲ θηρία ἡ συμπεριφορὰ τους. Δέν γνωρίζουν τὸν Θεὸ καὶ ἡ ψυχὴ τους δέν ἔχει φωτιστεῖ.

47. Τὰ διάφορα γένη τῶν ζώων τὰ δημιούργησε ὁ Θεὸς γιά διάφορες ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ λόγου Του. Ἄλλα γιά τροφὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἄλλα γιά νά τὸν ὑπηρετοῦν. Τὸν ἀνθρωπο ὅμως τὸν δημιούργησε θεατή τῶν ζώων καὶ τῶν ἔργων τους καὶ εὐγνώμονα ἑρμηνευτή ὅλων αὐτῶν. Γι’ αὐτὸ ἂς φροντίζουν οἱ ἄνθρωποι μήπως χωρὶς νά ἀντικρύσουν καὶ χωρὶς νά ἐννοήσουν τὸν Θεὸ καὶ τὰ ἔργα Του, πεθάνουν ὅπως τὰ ἄλογα ζῶα. Καὶ πρέπει νά γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι παντοδύναμος καὶ τίποτε δέν εἶναι ἀντίθετο σ’ Αὐτόν. Ἀλλὰ δημιούργησε ὅσα θέλει ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία καὶ δημιουργεῖ μὲ τὸ λόγο Του γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.

48. Τὰ ἐπουράνια εἶναι ἀθάνατα ἐξαιτίας τῆς ἀγαθότητάς τους, ἐνῶ τὰ ἐπίγεια ἔγιναν θνητά, γιατὶ φωλιάζει μέσα τους ἡ κακία πού τή διάλεξαν μόνοι τους καί πού ἔρχεται στούς ἀνόητους, ἐξαιτίας τῆς ὀκνηρίας τους καὶ τῆς ἄγνοιας τοῦ Θεοῦ.

49. Ὁ θάνατος ὅταν κατανοηθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι ἀθανασία. Δέν τὸν κατανοοῦν ὅμως οἱ ἀμαθεῖς. Γι’ αὐτοὺς εἶναι θάνατος. Καὶ ὁπωσδήποτε δέν πρέπει νά φοβόμαστε τοῦτο τὸ θάνατο, ἀλλὰ τὴν ἀπώλεια τῆς ψυχῆς, ποὺ εἶναι ἡ ἄγνοια τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ φοβερὸ γιά τὴν ψυχή.

50. Ἡ κακία εἶναι πάθος πού ὀφείλεται στή φύση τῆς ὕλης. Ἑπομένως δέν γίνεται νά ὑπάρξει σῶμα χωρὶς κακία. Ἡ λογικὴ ψυχή πού τὸ ἐννοεῖ αὐτό, ἀποβάλλει τὸ βάρος τῆς ὕλης, δηλαδὴ τὴν κακία. Καὶ καθὼς ἐλευθερώνεται ἀπὸ αὐτὸ τὸ βάρος, γνωρίζει τὸν Θεὸ τῶν ὅλων καὶ προφυλάγεται ἀπὸ τὸ σῶμα σὰν ἀπὸ ἐχθρὸ καὶ ἀντίπαλο καὶ δέν ὑποτάσσεται σ’ αὐτό. Καὶ ἔτσι ἡ ψυχὴ στεφανώνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς νικήτρια τῶν παθῶν τῆς κακίας καὶ τῆς ὕλης.

Κεφάλαια Περί Αγάπης

Κεφάλαια Περί Αγάπης

Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής

1. Ἡ ἀγάπη εἶναι μιά ἀγαθή διάθεση τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία τήν κάνει νά μήν προτιμᾶ κανένα ἀπό τά ὄντα περισσότερο ἀπό τή γνώση τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὅμως ἀδύνατο νά φτάσει ν᾿ ἀποκτήσει σταθερά αὐτή τήν ἀγάπη ὅποιος ἔχει κάποια ἐμπαθῆ κλίση σέ κάτι ἀπό τά γήινα.
2. Τήν ἀγάπη τή γεννᾶ ἡ ἀπάθεια·τήν ἀπάθεια τή γεννᾶ ἡ ἐλπίδα στόν Θεό· τήν ἐλπίδα, ἡ ὑπομονή καί ἡ μακροθυμία. Αὐτές τίς γεννᾶ ἡ καθολική ἐγκράτεια· τήν ἐγκράτεια, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. τό φόβο τοῦ Θεοῦ τόν γεννᾶ ἡ πίστη.
3. Ἐκεῖνος πού πιστεύει στόν Κύριο, φοβᾶται τήν κόλαση. Κι ἐκεῖνος πού φοβᾶται τήν κόλαση, ἐγκρατεύεται ἀπό τά πάθη. Ἐκεῖνος πού ἐγκρατεύεται ἀπό τά πάθη, ὑπομένει ὅσα τόν θλίβουν.

Ἐκεῖνος πού ὑπομένει ὅσα τόν θλίβουν, θά ἀποκτήσει τήν ἐλπίδα στόν Θεό. Ἡ ἐλπίδα στόν Θεό ἀπομακρύνει τό νοῦ ἀπό κάθε ἐμπαθή κλίση πρός τά γήινα. Καί ὅταν χωριστεῖ ἀπό αὐτή ὁ νοῦς, θά ἀποκτήσει τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό.
4. Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν Θεό, πάνω ἀπό ὅλα τά κτίσματά Του προτιμᾶ τή γνώση Του κι ἀδιάλειπτα μέ πόθο τήν προσμένει.
5. Ἄν ὅλα τά ὄντα ἔγιναν ἀπό τόν Θεό καί γιά τόν Θεό, καί ὁ Θεός εἶναι καλύτερος ἀπό τά δημιουργήματά Του, ἐκεῖνος πού ἐγκαταλείπει τόν Θεό καί στρέφεται στά χειρότερα, φανερώνεται ὅτι προτιμᾶ περισσότερο τά δημιουργήματα ἀπό τόν Θεό.
6. Ἐκεῖνος πού ἔχει προσηλωμένο τό νοῦ του στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καταφρονεῖ ὅλα τά ὁρατά, καί τό σῶμα του ἀκόμη, σάν νά εἶναι ξένο.
7. Ἀφοῦ ἡ ψυχή εἶναι ἀνώτερη ἀπό τό σῶμα καί ἀσυγκρίτως ἀνώτερος ἀπό τόν κόσμο ὁ Δημιουργός Θεός, ἐκεῖνος πού προτιμᾶ τό σῶμα ἀπό τήν ψυχή καί τόν κόσμο ἀπό τόν Θεό πού τόν δημιούργησε, αὐτός δέν διαφέρει διόλου ἀπό αὐτούς πού λατρεύουν τά εἴδωλα.
8. Ἐκεῖνος πού χώρισε τό νοῦ του ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τή θεωρία, καί τόν ἔχει δεμένο σέ κάποιο ἀπό τά αἰσθητά, αὐτός εἶναι πού προτιμᾶ τό σῶμα ἀπό τήν ψυχή καί τά κτίσματα ἀπό τόν Θεό πού τά δημιούργησε.
9. Ἄν ἡ ζωή τοῦ νοῦ εἶναι ὁ φωτισμός πού δίνει ἡ πνευματική γνώση, κι αὐτόν τόν γεννᾶ ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό, ὀρθά ἔχει λεχθεῖ πώς δέν εἶναι τίποτε πιό μεγάλο ἀπό τή θεία ἀγάπη.
10. Ὅταν μέ τόν ἔρωτα τῆς ἀγάπης ὁ νοῦς μεταβαίνει πρός τόν Θεό, τότε δέν ἔχει διόλου αἴσθηση γιά κανένα ἀπό τά κτίσματα. Καθώς καταφωτίζεται ἀπό τό θεῖο καί ἄπειρο φῶς, γίνεται ἀναίσθητος γιά ὅλα τά κτίσματα, ὅπως τά μάτια δέν βλέπουν τά ἄστρα ὅταν ἀνατέλλει ὁ ἥλιος.
11. Ὅλες οἱ ἀρετές βοηθοῦν τό νοῦ γιά νά ἀποκτήσει τόν θεῖο ἔρωτα, περισσότερο ὅμως ἀπό ὅλες ἡ καθαρή προσευχή. Γιατί μέ αὐτήν ὁ νοῦς παίρνει φτερά καί πετᾶ πρός τόν Θεό καί βγαίνει ἔξω ἀπό τά ὄντα.
12. Ὅταν ὁ νοῦς ἁρπαχθεῖ μέσω τῆς ἀγάπης ἀπό τή θεία γνώση, καί ἀφοῦ βρεθεῖ ἔξω ἀπό τά ὄντα, αἰσθάνεται τήν ἀπειρία τοῦ Θεοῦ• τότε, ὅπως συνέβη στόν Ἡσαΐα, ἀπό τήν ἔκπληξη ἔρχεται σέ συναίσθηση τῆς μηδαμινότητάς του καί λέει μέ κατάνυξη τά λόγια τοῦ προφήτη: «Ὤ ἐγώ, ὁ ἄθλιος, τί συντριβή νιώθω! Ἐγώ, ἕνας ἄνθρωπος πού ἔχω χείλη ἀκάθαρτα, καί ἀνάμεσα σέ λαό πού ἔχει χείλη ἀκάθαρτα κατοικῶ, εἶδα μέ τά μάτια μου τόν Βασιλέα, τόν Κύριο Σαβαώθ».
13. Ὅποιος ἀγαπᾶ τόν Θεό, δέν μπορεῖ νά μήν ἀγαπήσει καί κάθε ἄνθρωπο σάν τόν ἑαυτό του, ἄν καί τόν δυσαρεστοῦν τά πάθη ἐκείνων πού δέν ἔχουν ἀκόμη καθαριστεῖ. Γι᾿ αὐτό χαίρεται μέ ἀμέτρητη καί ἀνέκφραστη χαρά γιά τή διόρθωσή τους.
14. Ἀκάθαρτη εἶναι ἡ ψυχή πού εἶναι γεμάτη ἀπό κακούς λογισμούς, ἀπό ἐπιθυμία καί μίσος.
15. Ἐκεῖνος πού βλέπει καί ἴχνος μόνο μίσους μέσα στήν καρδιά του, πρός ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο γιά ὁποιοδήποτε φταίξιμό του, εἶναι ἐντελῶς ξένος ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό. Γιατί ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό δέν ἀνέχεται διόλου τό μίσος κατά τοῦ ἀνθρώπου.
16. «Ὅποιος μέ ἀγαπᾶ -λέει ὁ Κύριος- θά τηρήσει τίς ἐντολές μου. Καί ἡ δική μου ἐντολή εἶναι νά ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τόν ἄλλο». Ἄρα λοιπόν ἐκεῖνος πού δέν ἀγαπᾶ τόν πλησίον του, δέν τηρεῖ τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖνος πού δέν τηρεῖ τήν ἐντολή, οὔτε τόν Κύριο μπορεῖ νά ἀγαπήσει.
17. Μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού μπορεῖ νά ἀγαπήσει τόν κάθε ἄνθρωπο στόν ἴδιο βαθμό.
18. Μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού δέν προσηλώνεται σέ κανένα πράγμα φθαρτό ἤ πρόσκαιρο.
19. Μακάριος ὁ νοῦς πού προσπέρασε ὅλα τά ὄντα καί ἀπολαμβάνει συνεχῶς τή θεία ὡραιότητα.
20. Ἐκεῖνος πού φροντίζει τή σάρκα, πῶς νά ἱκανοποιεῖ τίς ἐπιθυμίες της, καί γιά πρόσκαιρα πράγματα ἔχει μνησικακία πρός τόν πλησίον του, αὐτός λατρεύει τήν κτίση ἀντί τοῦ Δημιουργοῦ.
21. Ἐκεῖνος πού διατηρεῖ τό σῶμα του γερό καί μακριά ἀπό ἡδονές, τό ἔχει σύνδουλό του γιά νά ὑπηρετεῖ τά πνευματικά.
22. Ὅποιος ἀποφεύγει ὅλες τίς κοσμικές ἐπιθυμίες, κάνει τόν ἑαυτό του ἀνώτερο ἀπό κάθε κοσμική ὑλικότητα.
23. Ὅποιος ἀγαπᾶ τόν Θεό, ἀγαπᾶ δίχως ἄλλο τόν πλησίον του. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά φυλάει χρήματα• τά διαχειρίζεται κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τά μοιράζει σ᾿ ἐκείνους πού ἔχουν ἀνάγκη.
24. Ὅποιος κάνει ἐλεημοσύνη μιμούμενος τόν Θεό, δέν κάνει διάκριση καλοῦ καί κακοῦ, δικαίου καί ἀδίκου στά ἀπαραίτητα τῆς ζωῆς, ἀλλά μοιράζει ἴδια σέ ὅλους κατά τίς ἀνάγκες τους, ἄν καί προτιμᾶ γιά τήν ἀγαθή του προαίρεση τόν ἐνάρετο ἀπό τόν κακό.
25. Ὁ Θεός, ἐκ φύσεως ἀγαθός καί ἀπαθής, ὅλους τούς ἀγαπᾶ ἐξίσου ὡς δημιουργήματά Του, ἀλλά τόν ἐνάρετο τόν δοξάζει ἐπειδή ἀποκτᾶ καί τή γνώση, ἐνῶ τόν κακό ἄνθρωπο, τόν ἐλεεῖ λόγω τῆς ἀγαθότητάς Του, καί παιδεύοντάς τον σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, τόν φέρνει σέ μετάνοια καί διόρθωση. Ἔτσι καί ὁ καλοπροαίρετος καί ἀπαθής ἄνθρωπος, ὅλους τούς ἀνθρώπους τούς ἀγαπᾶ ἐξίσου. Τόν ἐνάρετο καί γιά τήν ἀνθρώπινη φύση του, καί γιά τήν καλή του προαίρεση· τόν κακό τόν ἐλεεῖ καί σάν συνάνθρωπό του, καί ἀπό συμπάθεια, ἐπειδή ὡς ἀνόητος βαδίζει στό σκοτάδι.
26. Ἡ διάθεση τῆς ἀγάπης δέν διαπιστώνεται μόνο μέ τήν παροχή χρημάτων, ἀλλά πολύ περισσότερο μέ τή μετάδοση λόγου καί μέ τή σωματική διακονία.
27. Ἐκεῖνος πού ἀπαρνήθηκε εἰλικρινά τά κοσμικά καί ὑπηρετεῖ μέ ἀγάπη ἀπροσποίητη τόν πλησίον του, ἐλευθερώνεται γρήγορα ἀπό κάθε πάθος καί μετέχει στή θεία ἀγάπη καί γνώση.
28. Ἐκεῖνος πού ἔκανε κτῆμα του τή θεία ἀγάπη, δέν κουράζεται νά ἀκολουθεῖ συνέχεια τόν Κύριό του, ὅπως λέει ὁ θεῖος Ἱερεμίας, ἀλλά ὑπομένει μέ γενναιότητα κάθε κόπο, κακολογία καί ὕβρη, χωρίς νά σκέφτεται τό κακό πού τοῦ ἔκανε ὁποιοσδήποτε.
29. Ὅταν σέ προσβάλει κανένας ἤ σέ ἐξευτελίσει σέ κάτι, τότε φυλάξου ἀπό τούς λογισμούς τῆς ὀργῆς, μήπως μέ τή λύπη σέ χωρίσουν ἀπό τήν ἀγάπη καί σέ μεταφέρουν στή χώρα τοῦ μίσους.
30. Ὅταν αἰσθανθεῖς πόνο ἐπειδή κάποιος σέ προσέβαλε ἤ σέ ντρόπιασε, νά ξέρεις ὅτι ὠφελήθηκες πολύ· μέ τό ντρόπιασμα βγῆκε ἀπό μέσα σου ἡ κενοδοξία.
31. Ὅπως ἡ μνήμη τῆς φωτιᾶς δέν ζεσταίνει τό σῶμα, ἔτσι πίστη χωρίς ἀγάπη δέν φέρνει στήν ψυχή τόν φωτισμό τῆς γνώσεως.
32. Ὅπως τό φῶς τοῦ ἥλιου ἑλκύει τό ὑγιές μάτι, ἔτσι καί ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ τραβᾶ φυσικῶς τόν καθαρό νοῦ στόν ἑαυτό της μέ τήν ἀγάπη.
33. Νοῦς καθαρός εἶναι ὁ νοῦς πού ἀπομακρύνθηκε ἀπό τήν ἄγνοια καί καταφωτίζεται ἀπό τό θεῖο φῶς.