Ἀπόσπασμα ὁμιλίας εἰς τά Ἅγια Φῶτα

Ἀπόσπασμα ὁμιλίας εἰς τά Ἅγια Φῶτα

Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου

Μέ τήν γέννησιν λοιπόν ἔχομεν προεορτάσει τά πρέποντα καί ἐγώ ὁ ὁποῖος προεξάρχω εἰς τήν ἑορτήν καί σεῖς καί ὅλα τά ἐγκόσμια καί τά ὑπερκόσμια ὄντα. Ἔχομεν τρέξει μαζί μέ τόν ἀστέρα καί ἔχομεν προσκυνήσει μαζί μέ τούς μάγους, (Ματθ. 2, 10), ἔχομεν φωτισθῆ μαζί μέ τούς ποιμένας (Λουκ. 2, 7) καί ἔχομεν δοξάσει μαζί μέ τούς ἀγγέλους, τόν ἔχομεν δεχθῆ εἰς τάς ἀγκάλας μας μαζί μέ τόν Συμεών (Λουκ. 2, 13 ἑ). Καί τόν ἔχομεν δοξολογήσει μαζί μέ τήν ἀξιοσέβαστον καί σώφρονα ἐκείνην Ἄννα (Λουκᾶ. 2, 36 ἑ ). Καί ὀφείλεται εὐγνωμοσύνη εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἦλθε κατά τρόπον ξένον πρός τήν φύσιν του εἰς τόν ἰδικόν του τόπον, διότι ἐδόξασε τόν ξένον. Τώρα δέ πρόκειται δι᾿ ἄλλην πρᾶξιν τοῦ Χριστοῦ καί δι᾿ ἄλλο μυστήριον.

Δέν ἠμπορῶ νά συγκρατήσω τήν χαράν μου. Νιώθω νά γεμίζω ἀπό Θεόν. Λίγο ἀκόμη καί θά ἀρχίσω νά κηρύσσω τήν εὐχάριστον ἀγγελίαν, ὅπως ὁ Ἰωάννης, ἔστω καί ἄν δέν εἶμαι πρόδρομος, πάντως θά τό κάμω ἀπό τήν ἐρημίαν. Ὁ Χριστός φωτίζεται, ἄς φωτισθῶμεν μαζί του.

Ὁ Χριστός βαπτίζεται, ἄς κατέβωμεν μαζί του (εἰς τόν ποταμόν) διά νά ἀνέβωμεν καί μαζί του. Ὁ Ἰησοῦς βαπτίζεται. Θά πρέπει νά προσέξωμεν μόνον τό βάπτισμα ἤ καί ὅλα τά ἄλλα; Δηλαδή ποῖος ἦτο, ἀπό ποῖον ἐβαπτίσθη καί πότε ἐβαπτίσθη; Ὅτι ἦτο καθαρός, ὅτι ἐβαπτίσθη ἀπό τόν Ἰωάννην καί ὅτι μετά ἤρχισε τά θαύματα; Διά νά μάθωμεν τί καί διά νά διαπαιδαγωγηθῶμεν εἰς τί; Ὅτι α) πρέπει νά καθαριζώμεθα προηγουμένως, β) νά εἴμεθα ταπεινόφρονες καί γ) νά κηρύσσωμεν μόνον ὅταν εἴμεθα ὁλοκληρωμένοι κατά τήν πνευματικήν καί σωματικήν ἡλικίαν. Τό πρῶτον (πρέπει νά τό εἴπωμεν) πρός ἐκείνους οἱ ὁποῖοι σκοπεύουν νά βαπτισθοῦν, ἐνῶ δέν ἔχουν προηγουμένως προετοιμασθῆ καί ἐνῶ δέν παρέχουν ἐγγυήσεις μέ τήν συνήθειάν των νά πράττουν τό καλόν, ὅτι ἡ λύτρωσίς των θά παραμείνῃ σταθερά. Διότι ἐάν τό χάρισμα (διότι πράγματι εἶναι χάρισμα) παρέχει ἄφεσιν τῶν παρελθόντων, τότε εἶναι περισσότερον ταιριαστόν πρός τήν εὐσέβειαν τό νά μήν ξαναγυρίσωμεν εἰς ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔχομεν ἐμέσει. Τό δεύτερον ἀναφέρεται εἰς εκείνους οἱ ὁποῖοι ὑπερηφανεύονται ἔναντι τῶν ἱερέων, ἄν εἶναι κάπως ἀνώτεροι ἀπό αὐτούς. Τό τρίτον δέ πρός ἐκείνους οἱ ὁποῖοι βασίζονται εἰς τόν νεανικόν των ἐνθουσιασμόν καί νομίζουν ὅτι ἡ κάθε περίστασις εἶναι κατάλληλος διά διδασκαλίαν ἤ κατάληψιν τῆς πρωτοκαθεδρίας.

Ὁ Ἰησοῦς ὑποβάλλεται εἰς κάθαρσιν καί σύ τήν περιφρονεῖς; (Καθαρίζεται) ὑπό τοῦ Ἰωάννου, καί σύ ἐπαναστατεῖς ἐναντίον τοῦ κήρυκός σου; Καθαρίζεται ὅταν εἶναι ἤδη τριάκοντα ἐτῶν, καί σύ προτοῦ κἄν βγάλῃς γένεια διδάσκεις τούς γέροντας ἤ τοὐλάχιστον νομίζεις ὅτι τούς διδάσκεις, ἐνῷ οὔτε ἡ ἡλικία οὔτε καί, ἐνδεχομένως, ἡ συμπεριφορά σου σέ κάνουν ἄξιον σεβασμοῦ; Εἰς τήν περίπτωσιν αὐτήν δέ ἔρχονται εἰς τήν γλῶσσαν τά παραδείγματα τοῦ Δανιήλ καί τῶν ἄλλων νέων κριτῶν, ἐπειδή καθένας ὁ ὁποῖος ἀδικεῖ, εὔκολα βρίσκει δικαιολογίας. Δέν ἀποτελεῖ ὅμως νόμον τῆς Ἐκκλησίας ἐκεῖνο τό ὁποῖον εἶναι κάτι σπάνιον, ὅπως τήν ἄνοιξιν δέν τήν φέρει ἕνα μόνον χελιδόνι, ὅπως δέν κάνει καί μία μόνον γραμμή τόν γεωμέτρην, ἤ ἕνα μόνον ταξίδι τόν ναυτικόν.

Ὁ Ἰωάννης ὅμως βαπτίζει καί ἔρχεται νά βαπτισθῇ ὁ Ἰησοῦς, διά νά ἁγιάσῃ μέν ἐνδεχομένως καί τόν βαπτιστήν, ὅπως εἶναι δέ καταφανές, διά νά θάψῃ μέσα εἰς τό ὕδωρ ὅλον τόν παλαιόν Ἀδάμ καί νά ἁγιάσῃ πρίν ἀπ᾿ αὐτούς καί χάριν αὐτῶν τόν Ἰορδάνην. Ὅπως δέ ὁ ἴδιος ἦταν πνεῦμα καί σάρξ, ἔτσι δίδει τήν πνευματικήν ὁλοκλήρωσιν μέ Πνεῦμα καί ὕδωρ. Ὁ βαπτιστής δέν δέχεται καί ὁ Ἰησοῦς ἀγωνίζεται (νά τόν πείσῃ). «Ἐγώ ἔχω ἀνάγκην νά βαπτισθῶ ἀπό σένα» λέγει ὁ λύχνος εἰς τόν Ἥλιον, ἡ φωνή εἰς τόν Λόγον, ὁ φίλος εἰς τόν Νυμφίον, ὁ ἀνώτερος ἀπό κάθε ἄλλο γέννημα γυναικός (Ματθ. 11, 11) εἰς τόν Πρωτότοκον ὁλοκλήρου τῆς δημιουργίας (Κολ. 1, 15), ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐσκίρτησεν ἐνῶ εὑρίσκετο μέσα εἰς τήν κοιλίαν εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐπροσκυνήθη μέσα εἰς τήν κοιλίαν, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος προέτρεξε καί ὁ ὁποῖος θά προτρέξῃ εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐφάνη καί θά φανῇ. «Ἐγώ ἔχω ἀνάγκην νά βαπτισθῶ ἀπό σένα» – πρόσθεσε καί «δι᾿ ἐσέ» (διότι ἐγνώριζεν ὅτι ἐπρόκειτο νά βαπτισθῇ μέ τό μαρτύριον) ἤ, ὅπως ὁ Πέτρος, τό ὅτι θά καθαρίσῃς ὄχι μόνον τούς πόδας – «καί σύ ἔρχεσαι πρός ἐμέ; » (Ματθ. 3, 14). Καί τοῦτο εἶναι προφητικόν. Διότι ἐγνώριζεν ὅτι ὅπως μετά τόν Ἡρώδην ἐπρόκειτο νά καταληφθῇ ἀπό μανίαν ὁ Πιλᾶτος, ἔτσι καί μετά ἀπ᾿ αὐτόν, ὁ ὁποῖος θά ἔφευγε προηγουμένως, θά ἀκολουθοῦσε ὁ Ἰησοῦς. Τί δέ λέγει ὁ Ἰησοῦς; «Ἄφησε τώρα τάς ἀντιρρήσεις» (Ματθ. 3, 15), διότι αὐτό ἀπαιτοῦσε τό θεῖον σχέδιον. Διότι ἐγνώριζεν ὅτι μετ᾿ ὀλίγον ἐπρόκειτο νά βαπτίσῃ αὐτός τόν βαπτιστήν. Τί δέ εἶναι τό φτυάρι (Ματθ. 3, 12); Ἡ κάθαρσις. Τί εἶναι δέ τό πῦρ (Ματθ. 3, 10); Τό κάψιμον κάθε ἀνοήτου πράγματος καί ἡ ἀναζωπύρωσις τοῦ πνεύματος. Τί εἶναι δέ ἡ ἀξίνη; Τό κόψιμον τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία, ἀφοῦ ἔχει γεμίσει μέ ἀκαθαρσίας, ἔχει καταστῆ ἀθεράπευτος. Τί εἶναι δέ ἡ μάχαιρα (Ματθ. 10, 34); Ἡ τομή τήν ὁποίαν κάνει ὁ Λόγος καί ἡ ὁποία ξεχωρίζει τό κακόν ἀπό τό καλόν καί τόν πιστόν ἀπό τόν ἄπιστον καί ἡ ὁποία κάνει τόν υἱόν καί τήν θυγατέρα καί τήν νύμφην νά ἐπαναστατοῦν κατά τοῦ πατρός καί τῆς μητρός καί τῆς πενθερᾶς (Ματθ. 10, 35), καί τά νέα καί πρόσφατα (νά ἐπαναστατοῦν) κατά τῶν παλαιῶν τά ὁποῖα εἶναι σκιώδη. Τί εἶναι δέ τό κορδόνι τοῦ ὑποδήματος (Ματθ. 3, 11), τό ὁποῖον δέν ἠμπορεῖς νά λύσῃς σύ ὁ ὁποῖος βαπτίζεις τόν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος ἔζησες εἰς τήν ἐρημίαν μέ νηστείαν, ὁ νέος Ἠλίας, ὁ ὁποῖος εἶσαι κάτι ἀνώτερον καί ἀπό προφήτην (Ματθ. 11, 9), ἐφόσον εἶδες καί ἐκεῖνον τόν ὁποῖον εἶχες προφητεύσει καί ὁ ὁποῖος συνδέεις τήν Παλαιάν μέ τήν Καινήν Διαθήκην; Τί εἶναι τοῦτο; Ἐνδεχομένως ὁ λόγος περί τῆς ἐλεύσεως εἰς τήν γῆν καί περί τῆς σαρκός, τοῦ ὁποίου καί τό ἐλάχιστον ἀκόμη τμῆμα εἶναι ἀδύνατον νά γίνῃ κατανοητόν, ὄχι μόνον εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀκόμη σαρκικόν φρόνημα καί εἶναι ἀκόμη νήπια εἰς τόν Χριστιανισμόν, ἀλλά καί εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι διαθέτουν τό Πνεῦμα τοῦ Ἰωάννου.

Ἀλλά καί ἀνεβαίνει ἀπό τό ὕδωρ ὁ Ἰησοῦς. Ἀνεβάζει δέ μαζί του καί τόν κόσμον καί βλέπει νά σχίζωνται οἱ οὐρανοί, τούς ὁποίους ὁ Ἀδάμ εἶχε κλείσει διά τόν ἑαυτόν του καί διά τούς ἀπογόνους του, ὅπως εἶχε κλείσει καί μέ τήν μάχαιραν τοῦ πυρός τόν Παράδεισον (Γεν. 3, 24). Καί τό Πνεῦμα μαρτυρεῖ τήν Θεότητα (διότι τό ὅμοιον σπεύδει πρός τό ὅμοιον) καί ἡ φωνή ἀπό τούς οὐρανούς (Ματθ. 3, 17) (διότι ἀπ᾿ ἐκεῖ προερχόταν ἐκεῖνος διά τόν ὁποῖον ἐδίδετο ἡ μαρτυρία). Ἐμφανίζεται δέ ὡσάν περιστέρι (Λουκ. 3, 22) (διότι τιμᾷ τό σῶμα, ἀφοῦ καί αὐτό γίνεται Θεός μέ τήν θέωσιν, ὅταν αὐτή θεωρῆται ἀπό τήν πλευράν τοῦ σώματος) καί λόγῳ τοῦ ὅτι εἶναι ἀπό πολύ παλαιά συνηθισμένο νά φέρῃ τήν εὐχάριστον ἀγγελίαν τῆς παύσεως τοῦ κατακλυσμοῦ τό περιστέρι (Γεν. 8, 10 ἑ). Ἐάν δέ κρίνῃς τήν θεότητα μέ ὄγκους καί μέ σταθμά, καί διά τόν λόγον αὐτόν σοῦ φαίνεται μικρόν τό Πνεῦμα, ἐπειδή παρουσιάζεται μέ μορφήν περιστεριοῦ, ὦ ἀνόητε καί μικρόψυχε διά τά πιό μεγάλα, εἶναι καιρός νά δυσφημίσῃς καί τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἐπειδή παρομοιάζεται μέ ἕνα σπειρί ἀπό σινάπι (Ματθ. 13, 31 ἑ), καί νά ὑπερυψώνῃς τόν διάβολον πιό πολύ ἀπό τήν μεγαλειότητα τοῦ Ἰησοῦ, ἐπειδή αὐτός μέν ὀνομάζεται βουνό μέγα (Ζαχ. 4, 7) καί Λεβιάθαν καί βασιλεύς ὅσων εὑρίσκονται εἰς τά ὕδατα ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς ὀνομάζεται ἀρνίον (Ἰω. 1, 29) καί μαργαρίτης (Ματθ. 13, 46) καί σταγών καί ἄλλα παρόμοια.

Ἐπειδή δέ σήμερα πανηγυρίζομεν τό βάπτισμα καί πρέπει νά κακοπαθήσωμεν ὀλίγον πρός χάριν ἐκείνου ὁ ὁποῖος πρός χάριν μας ἔγινεν ὅπως ἐμεῖς καί ἐβαπτίσθη καί ἐσταυρώθη, ἄς ἐξετάσωμεν φιλοσοφικά κάτι σχετικόν μέ τήν διαφοράν τῶν βαπτισμάτων, διά νά φύγωμεν ἀπ᾿ ἐδῶ καθαρισμένοι. Ὁ Μωϋσῆς ἐβάπτισεν εἰς τό ὕδωρ καί πρίν ἀπ᾿ αὐτό εἰς τήν νεφέλην καί εἰς τήν θάλασσαν (Ἐξ. 14, 23). Αὐτό δέ ἀποτελοῦσε σύμβολον, ὅπως πιστεύει καί ὁ Παῦλος. Ἡ θάλασσα τοῦ νεροῦ, ἡ νεφέλη τοῦ Πνεύματος, τό μάννα τοῦ ἄρτου τῆς ζωῆς, καί τό ὕδωρ, τό ὁποῖον ἔπιναν, τοῦ οὐρανίου ποτοῦ (Α´ Κορ. 10, 1 ἑ). Καί ὁ Ἰωάννης ἐβάπτισεν, ἀλλά ὄχι τελείως ἰουδαϊκά, ἐπειδή δέν ἐβάπτισεν μόνον εἰς τό ὕδωρ ἀλλά καί εἰς τήν μετάνοιαν. Ὄχι ὅμως καί ὁλότελα πνευματικά, ἐπειδή δέν προσθέτει καί τό «εἰς τό Πνεῦμα». Βαπτίζει καί ὁ Ἰησοῦς, ἀλλά εἰς τό Πνεῦμα. Αὐτό εἶναι ἡ τελειότης. Καί πῶς δέν εἶναι Θεός, διά νά γίνω καί λίγο παράτολμος, ἐκεῖνος ἀπό τόν ὁποῖον θά γίνῃς καί σύ Θεός; Γνωρίζω καί τέταρτον βάπτισμα, τό βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου καί τοῦ αἵματος, εἰς τό ὁποῖον ἐβαπτίσθη καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, καί τό ὁποῖον εἶναι πολύ πιό ἀξιοσέβαστον ἀπό τά ἄλλα, καθόσον δέν μολύνεται ἀπό μεταγενέστερα ἁμαρτήματα. Γνωρίζω καί πέμπτον ἀκόμη, τό βάπτισμα τῶν δακρύων, τό ὁποῖον εἶναι ἀκόμη πιό ἐπίπονον, ὅπως «ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος βρέχει κάθε νύκτα τό κρεββάτι καί τά στρώματά του μέ δάκρυα» (Ψαλ. 6, 7), τοῦ ὁποίου «αἱ πληγαί τῆς κακίας μυρίζουν ἄσχημα καί ἔχουν σαπίσει» (Ψαλ. 37, 6), ὁ ὁποῖος «πενθεῖ καί βαδίζει μέ σκυμμένο κεφάλι» (Αὐτόθι 7) καί ὁ ὁποῖος μιμεῖται τήν ἐπιστροφήν τοῦ Μανασσῆ καί τήν ταπείνωσιν τῶν κατοίκων τῆς Νινευΐ, ἡ ὁποία τούς ἐξησφάλισε τήν συγχώρησιν ( Ἰων. 3, 5), ὁ ὁποῖος, ἀκόμη, λέγει αὐτά τά ὁποῖα εἶπεν ὁ τελώνης εἰς τόν ναόν καί ἐκέρδισε τήν συγχώρησιν ἀντί διά τόν καυχησιάρην φαρισαῖον (Λουκ. 18, 13 ἑ), καί ὁ ὁποῖος σκύβει μέ ταπείνωσιν, ὅπως ἡ Χαναναία (Ματθ. 15, 22 ἑ), καί ζητεῖ νά τόν εὐσπλαχνισθοῦν καί νά τοῦ δώσουν ὡς τροφήν ψίχουλα, τήν τροφήν δηλαδή τήν ὁποίαν τρώγει ὁ σκύλος ὅταν εἶναι πολύ πεινασμένος.

Ἐγώ μέν λοιπόν (ἐπειδή ὁμολογῶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζῶον εὐμετάβλητον καί μεταβλητῆς φύσεως) καί τοῦτο τό δέχομαι μέ προθυμίαν, καί προσκυνῶ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος τό ἔδωσε, καί τό δίδω καί εἰς τούς ἄλλους, καί προσφέρω φιλανθρωπίαν ἔναντι τῆς φιλανθρωπίας ἡ ὁποία μοῦ προσφέρεται. Διότι γνωρίζω ὅτι καί ἐγώ εἶμαι ἄνθρωπος ἀδύνατος, καί ὅτι μέ ὅποιο μέτρο θά κρίνω μέ τό ἴδιο θά κριθῶ (Ματθ. 7, 2). Σύ δέ τί λέγεις καί τί νόμους βγάζεις, ὦ νέε φαρισαῖε, ὁ ὁποῖος εἶσαι καθαρός μέν ὡς πρός τό ὄνομα ἀλλά ὄχι καί ὡς πρός τήν ψυχικήν διάθεσιν, καί ὁ ὁποῖος, ἐνῶ εἶσαι τό ἴδιο ἀδύνατος μέ τούς ἄλλους, διακηρύσσεις μέ ἔπαρσιν τάς δοξασίας τοῦ Νοβάτου; Δέν δέχεσαι τήν μετάνοιαν; Δέν συγκινεῖσαι μέ τούς ὀδυρμούς; Δέν χύνεις οὔτε ἕνα δάκρυ; Μακάρι νά μήν συναντήσῃς οὔτε σύ τέτοιον κριτήν. Δέν σέβεσαι τήν φιλανθρωπίαν τοῦ Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος πῆρε τάς ἀδυναμίας μας καί ἐσήκωσε τάς ἀσθενείας μας (Πρβλ. Ἠσ. 53, 4), ὁ ὁποῖος ἦλθε ὄχι διά τούς δικαίους, ἀλλά διά νά μετανοήσουν οἱ ἁμαρτωλοί (Λουκ. 5, 32), ὁ ὁποῖος «θέλει τήν εὐσπλαγνίαν περισσότερον ἀπό τήν θυσίαν» (Ὠσ. 6, 6), ὁ ὁποῖος συγχωρεῖ τά ἁμαρτήματα ἑβδομήντα ἑπτά φοράς (Ματθ. 18, 22); Πόσο ἀξιομακάριστη θά ἦταν ἡ ὑψηλοφροσύνη σου, ἄν ἦταν καθαρότης καί ὄχι ἀνόητη κενοδοξία, ἡ ὁποία θέτει νόμους ἀνωτέρους ἀπό τάς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου καί ἀντικαθιστᾷ τήν μετάνοιαν μέ τήν ἀπόγνωσιν. Διότι τό ἴδιο κακά εἶναι καί ἡ χωρίς σωφροσύνην συγχώρησις καί ἡ χωρίς συγχώρησιν καταδίκη, ἐπειδή ἡ μέν πρώτη ἀφήνει τελείως ἐλεύθερα τά χαλινάρια ἐνῶ ἡ δευτέρα προκαλεῖ ἀπόγνωσιν μέ τήν σκληρότητά της. Δεῖξέ μου τήν καθαρότητά σου, καί τότε θά δεχθῶ νά ὑπερηφανεύεσαι. Τώρα ὅμως φοβοῦμαι μήπως, ἐνῶ εἶσαι γεμᾶτος ἀπό πληγάς, βάλης μέσα ἐκεῖνο τό ὁποῖον παραμένει ἀθεράπευτον. Οὔτε δέχεσαι μετανοημένον τόν Δαβίδ, ὁ ὁποῖος μέ τήν μετάνοιάν του διετήρησε τό προφητικόν του χάρισμα; Οὔτε τόν Πέτρον τόν μεγάλον, ὁ ὁποῖος ἔπαθε κάτι ἀνθρώπινον κατά τήν διάρκειαν τοῦ σωτηρίου πάθους (Ματθ. 26, 70); Ὁ Ἰησοῦς δέ τόν ἐδέχθη καί μέ τήν τριπλῆν ἐρώτησιν καί τήν τριπλῆν ὁμολογίαν ἐθεράπευσε τήν τριπλῆν ἄρνησιν (Ἰω. 21, 15-17). Ἤ δέν δέχεσαι οὔτε ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐτελειοποιήθη μέ τό αἷμα του; Καί αὐτό ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόμη δεῖγμα τῆς σκληρότητός σου. Οὔτε ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος παρενόμησεν εἰς τήν Κόρινθον (Α´ Κορ. 5, 1-13); Ὁ Παῦλος δέ ὑπέδειξεν ὡς ποινήν τήν ἀγάπην, ἐπειδή εἶδε τήν διόρθωσιν καί τό αἴτιον τῆς διορθώσεως, «διά νά μήν χαθῇ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶχεν ἁμαρτήσει ἀπό τήν ὑπερβολικήν ἐπιτίμησιν» (Β´ Κορ. 2, 7). Οὔτε ἐπιτρέπεις εἰς τάς νέας χήρας νά ὑπανδρεύωνται, ἐπειδή ἡ ἡλικία των εἶναι εὔκολον νά παρεκκλίνῃ πρός τήν ἁμαρτίαν; Αὐτό ὅμως τό ἐτόλμησεν ὁ Παῦλος (Α´ Τιμ. 5, 14), τοῦ ὁποίου σύ γίνεσαι διδάσκαλος, ὡσάν νά εἶχες ἀναβῆ μέχρι τόν τέταρτον οὐρανόν καί εἰς ἄλλον Παράδεισον, ὡσάν νά εἶχες ἀκούσει πιό ἀπόρρητα πράγματα, καί νά εἶχες ὁδηγήσει εἰς τό Εὐαγγέλιον μεγαλύτερον ἀριθμόν ἀνθρώπων.

Ἀλλά αὐτά δέν γίνονται μετά τό βάπτισμα, λέγει κάποιος. Ποία εἶναι ἡ ἀπόδειξις διά τοῦτο; Ἤ παρουσίαζε ἀποδείξεις, ἤ μήν κατακρίνῃς. Ἐάν δέ τό πρᾶγμα εἶναι ἀμφίβολον, ἄς ὑπερισχύῃ ἡ ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπον. Ἀλλά ὁ Νοβᾶτος, λέγει, δέν ἐδέχθη ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εἶχαν πέσει κατά τήν διάρκειαν τοῦ διωγμοῦ. Καί τί εἶναι αὐτό; Ἐάν μέν δέν εἶχαν μετανοήσει, τότε εἶχε δίκαιον, διότι οὔτε ἐγώ δέχομαι ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δέν μετανοοῦν, ἤ δέν μετανοοῦν ὅσο πρέπει, καί δέν παρουσιάζουν ὡς ἀντάλλαγμα διά τό κακόν τήν διόρθωσιν, καί ὅταν τούς δεχθῶ, τούς τοποθετῶ εἰς τήν ἀνάλογον θέσιν. Ἄν ὅμως δέν δέχεται ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν λυώσει ἀπό τά δάκρυα, δέν θά τόν μιμηθῶ. Καί διατί θά πρέπει νά ἀποτελέσῃ νόμον δι᾿ ἐμέ ἡ μισανθρωπία τοῦ Νοβάτου, ὁ ὁποῖος τήν μέν πλεονεξίαν, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ δευτέραν εἰδωλολατρίαν (Ἐφ. 5, 5), δέν τήν κατεδίκασε, ἐνῶ κατεδίκασε τόσον σκληρά τήν πορνεία, ὡσάν νά ἦτο ἄσαρκος καί ἀσώματος; Τί λέγετε; Σᾶς πείθομεν μέ τούς λόγους αὐτούς; Ἐμπρός, ἐλᾶτε μαζί μέ μᾶς, τούς ἀνθρώπους! Ἄς δοξολογήσωμεν μαζί τόν Κύριον. Ἄς μήν τολμήσῃ κανείς ἀπό σᾶς νά εἴπῃ, ἔστω καί ἄν ἔχῃ πολύ μεγάλην ἐμπιστοσύνην εἰς τόν ἑαυτόν του· «μή μέ ἀγγίσῃς διότι εἶμαι καθαρός» (Ἠσ. 65, 5), ἤ «καί ποῖος εἶναι ὅπως εἶμαι ἐγώ; ». Δῶστε καί σέ μᾶς ἀπό τήν λαμπρότητά σας. Ἀλλά δέν σᾶς πείθομεν; Τότε θά κλάψωμεν πρός χάριν σας. Αὐτοί μέν λοιπόν, ἄν μέν θέλουν, ἄς ἀκολουθήσουν τόν δρόμον μας καί τόν δρόμον τοῦ Χριστοῦ, ἄν δέ δέν θέλουν, τότε ἄς ἀκολουθήσουν τόν δρόμον των. Ἴσως εἰς ἐκεῖνον νά βαπτισθοῦν ἀπό τήν φωτίαν, τό τελευταῖον βάπτισμα καί τό πιό ἐπίπονον καί πιό μακροχρόνιον, τό ὁποῖον κατακαίει τήν ὕλην, ὡσάν χόρτον, καί ἐξαφανίζει τήν ματαιοδοξίαν κάθε κακίας.

Ἐμεῖς δέ ἄς τιμήσωμεν σήμερα τό βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ καί ἄς τό ἑορτάσωμεν σωστά μέ τό νά εὐφραινώμεθα πνευματικά καί ὄχι νά περιποιούμεθα τήν κοιλίαν μας. Θά εὐφρανθοῦμεν δέ μέ ποῖον τρόπον; «Λουσθῆτε διά νά καθαρισθῆτε» (Ἠσ. 1, 16). Ἄν μέν εἶσθε κόκκινοι ἀπό τήν ἁμαρτίαν καί ὀλιγώτερον κόκκινοι ἀπό τό αἷμα, τότε νά γίνετε λευκοί ὅπως τό χιόνι. Ἄν δέ εἶσθε κόκκινοι καί ἄνθρωποι γεμᾶτοι ἀπό αἵματα, τότε ἄς φθάσετε ἔστω καί τήν λευκότητα τοῦ μαλλιοῦ. Πάντως καθαρισθῆτε καί φροντίζετε νά καθαρίζεσθε, ἐπειδή μέ τίποτε ἄλλο δέν χαίρεται τόσον πολύ ὁ Θεός, ὅσο μέ τήν διόρθωσιν καί τήν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου, χάριν τοῦ ὁποίου ἔχουν λεχθῆ τά πάντα καί ἔχουν δοθῆ ὅλα τά μυστήρια, διά νά γίνετε φωτεινά ἀστέρια διά τόν κόσμον (Φιλιπ. 2, 15) καί δύναμις ζωτική διά τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Διά νά παρουσιασθῆτε ὡσάν τέλεια φῶτα εἰς τό μεγάλο φῶς, καί νά μυηθῆτε εἰς τήν φωταγωγίαν ἡ ὁποία πηγάζει ἀπό ἐκεῖ, παίρνοντες φῶς καθαρώτερον καί δυνατότερον ἀπό τήν Τριάδα, τῆς ὁποίας σήμερα ἔχετε ὑποδεχθῆ τήν μίαν αὐγήν ἀπό τήν Θεότητα, εἰς τό πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας, εἰς τόν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ ἐξουσία εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Εἰς τὰ Ἅγια Θεοφάνεια

Εἰς τὰ Ἅγια Θεοφάνεια

Ἁγίου Πρόκλου Πατριάρχου Κων/λεως

Φάνηκε ὁ Χριστός στόν κόσμο καί τόν ἄχαρο κόσμο στόλισε μ᾿ ἀπέραντη εὐφροσύνη. Σήκωσε πάνω Του τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, καί καταπάτησε γιά πάντα τόν ἐχθρό τοῦ κόσμου. Ἅγιασε τίς πηγές τῶν ὑδάτων καί φώτισε τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Θαύματα μίχθηκαν μέ μεγαλύτερα θαύματα. Σήμερα, ἀπό τή χαρά πού ἔφερε ὁ Σωτήρας μας Χριστός, χωρίστηκαν ἡ γῆ καί ἡ θάλασσα καί ἀπ᾿ ἄκρη ὡς ἄκρη γέμισε ὁ κόσμος εὐφροσύνη. Ἡ σημερινή γιορτή ἀποκαλύπτει μεγαλύτερα θαύματα ἀπό ἐκείνη τῆς Χριστουγεννιάτικης νυχτιᾶς. Γιατί κείνη τήν νύχτα πού μᾶς πέρασε χαιρότανε μονάχα ἡ γῆ, καθώς βάσταζε πάνω της στήν ἀγκαλιά τῆς φάτνης τόν Παντοκράτορα Θεό. Σήμερα ὅμως, πού γιορτάζουμε τά Θεοφάνεια, εὐφραίνεται μαζί της καί ἡ θάλασσα. Καί εὐφραίνεται γιατί διά μέσου τοῦ Ἰορδάνη λαβαίνει μέρος καί αὐτή στήν εὐλογία τοῦ ἁγιασμοῦ.

Στήν γιορτή τῆς θείας Γέννησης ὁ Θεός φάνηκε βρέφος μικρό, νιογέννητο, δείχνοντας ἔτσι τή δική μας νηπιότητα. Σήμερα ὅμως τόν βλέπουμε τέλειο ἄνθρωπο, τέλειο Υἱό, ἀπό τέλειο Πατέρα γεννημένον. Ἐκεῖ φανέρωσε τό θεῖο βρέφος τό ἀστέρι πού ἀνέτειλε ἀπό τήν ἀνατολή, καί ἐδῶ ὁμολογεῖ γι᾿ Αὐτόν ἀπό τόν οὐρανό ὁ Θεός Πατέρας, ἀπό τόν Ὁποῖον γεννήθηκε πρό τῶν αἰώνων. Ἐκεῖ Τοῦ πρόσφεραν -ὡσάν σέ βασιλιά- δῶρα οἱ Μάγοι, πού πεζοπόρησαν ἀπό τήν ἀνατολή. Ἐδῶ ἄγγελοι ἀπό τόν οὐρανό φερμένοι Τοῦ πρόσφεραν τή διακονία πού πρέπει μόνο σέ Θεό. Ἐκεῖ τυλίχτηκε μέσα στά σπάργανα καί ἐδῶ λύνει μέ τό βάπτισμα τίς σειρές τῶν παραπτωμάτων καί τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας μας. Ἐκεῖ ὁ βασιλιάς τῶν οὐρανῶν ντύθηκε σάν βασιλική ἀλουργίδα τόν κόσμο, ἐδῶ ἡ πηγή τῆς ζωῆς ντύνεται ὁλόγυρα τά ποταμίσια κύματα. Ἐλᾶτε λοιπόν νά ἰδεῖτε παράδοξα θαύματα.

Ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης λούζεται στοῦ Ἰορδάνη τά νερά. Ἡ φωτιά βουτάει καί σμίγει μέ τά νερά. Καί ὁ Θεός ἀπ̉ ἄνθρωπο ἁγιάζεται. Σήμερα ὁλόκληρη ἡ κτίση βροντοφωνάζει καί ἀνυμνεῖ:

«Εὐλογημένος νά ̉σαι Σύ πού ἔρχεσαι στ̉ ὄνομα τοῦ Κυρίου!!» Σύ πού ἔρχεσαι διά τῆς Προνοίας Σου μέσα ἀπ᾿ ὅλα τά κτίσματά Σου. Σύ πού συντηρεῖς τό ὕψος τοῦ στερεώματος καί ἔντεχνα ὁδηγεῖς σάν ἥμερο ἄλογο μέ χαλινάρι τήν τροχιά τοῦ Ἥλιου. Σύ πού βάζεις σέ τάξη χωρίς διόλου ν᾿ ἀνακατεύονται τά πλήθη τῶν ἀστέρων καί μᾶς κερνᾶς πλούσια ἀγέρα γιά νά ἀναπνέουμε ἀσταμάτητα ζωή. Σύ πού ζεσταίνεις καί ζωογονεῖς τή μάννα γῆ ὥστε νά μᾶς χαρίζει τούς καρπούς της ὁλοχρονίς. Σύ πού δαμάζεις καί σταματᾶς τή πολυκύμαντη θάλασσα ζώνοντάς την ὁλοτρόγυρα μ᾿ ἕνα μικρούτσικο χαλινάρι ἀπό ἀμμοχάλικο. Σύ πού σπρώχνεις τά νερά ἀπό τῆς γῆς τά σπλάχνα καί φτιάχνεις τίς πηγές. Σύ πού καθοδηγεῖς τίς ποταμίσιες ὄχθες νά πορεύονται χωρίς χαμό καί περιπλάνηση ὡς τή θάλασσα. Τοῦτα ὅλα τά θαυμάσια ἀναλογιζόμαστε καί ἀπό τά κατάβαθά μας βγαίνει ἡ κραυγή: «Εὐλογημένος Σύ πού ἔρχεσαι στ̉ ὄνομα τοῦ Κυρίου».

Πές μας λοιπόν, Ποιός εἶν᾿ Αὐτός, μακάριε Δαυΐδ;

Ὁ Κύριος καί ὁ Θεός μας πού μᾶς φανερώθηκε μ᾿ ἀνθρώπινη μορφή. Ἀλλά δέν τό λέει αὐτό μόνον ὁ προφήτης Δαυΐδ. Τό λέει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πού συμφωνεῖ μαζί του καί διδάσκει: «Μᾶς φανερώθηκε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πού σώζει κάθε ἄνθρωπο καί μᾶς διδάσκει ὅλους μας». Ὄχι μερικούς ἀλλά ὅλους μας. Σ᾿ ὅλους, Ἰουδαίους καί Ἕλληνες χαρίζει μέ τό βάπτισμα τή σωτηρία καί ὑποδείχνει τό σωτήριο αὐτό λουτρό σάν εὐεργέτημα δοσμένο δωρεάν σέ κάθε ἀνθρώπινη ψυχή πού τό ζητάει. Ἐλᾶτε νά δεῖτε πρωτόγνωρο κατακλυσμό, πολύ μεγαλύτερον καί δυνατότερον ἀπ᾿ ἐκεῖνον πού γίνηκε τήν ἐποχή τοῦ Νῶε. Ἐκεῖ τό νερό ἔπνιξε τούς ἀνθρώπους καί ἐδῶ τό νερό τοῦ βαπτίσματος, κείνους πού εἶχαν πεθάνει πνευματικά ξαναζωντάνεψε, μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ πού σήμερα βαπτίστηκε.

Ἐκεῖ ὁ Νῶε ἔφτιαξε κιβωτό στέρεα ἀπό ξύλα καί ἐδῶ ὁ Χριστός ὁ νοητός Νῶε, προσέλαβε ἀπό τήν ἄφθορο παρθένο Μαρία τήν κιβωτό τοῦ σώματος. Ἐκεῖ ὁ Νῶε ἄλοιψε τήν κιβωτό ἐξωτερικά μέ ἄσφαλτο πίσσα. Ἐδῶ ὁ Χριστός δυνάμωσε καί περιφρούρησε τήν κιβωτό τοῦ σώματος μέ τό χρῖσμα τῆς πίστεως. Ἐκεῖ περιστερά πού βάσταζε κλαδί ἐληᾶς προμήνυσε τήν εὐωδιά τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Ἐδῶ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μέ τή μορφή ὁλόασπρης περιστερᾶς παρουσιάστηκε καί σ᾿ ὅλους φανέρωσε τόν ἐλεήμονα Κύριο. Ἀλλά μέ καταπλήττει ἡ ὑπερβολική ταπείνωση τοῦ Κυρίου. Γιατί δέν ἀρκέστηκε, Αὐτός ὁ γεννημένος τέλειος Υἱός ἀπό τέλειο Πατέρα, νά γεννηθῆ καί ἐπί γῆς τέλειο βρέφος ἀπό τά σπλάχνα μιᾶς γυναίκας.

Δέν ἀρκέστηκε Ἐκεῖνος πού εἶναι σύνθρονος μέ τόν Θεό Πατέρα νά λάβει τή μορφή τοῦ δούλου ἀλλά καί σάν τόν τελευταῖο ἁμαρτωλό προσέρχεται νά βαπτισθεῖ. Ἀλλά ἄς μή γίνει ἡ κοινή γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους εὐεργεσία σκάνδαλο γι᾿ αὐτούς πού τούτη τήν ὥρα μέ ἀκοῦνε. Γιατί βαπτίζεται ὁ Δεσπότης πάντων Χριστός ὄχι γιατί ἔχει ἀνάγκη ἀπό ψυχικό καθαρισμό, ἀλλά γιά νά οἰκονομήσει μέ δυό τρόπους τό συμφέρον τῶν ψυχῶν μας, ὥστε καί μέ τό νερό νά μᾶς δωρήσει τήν ἁγιαστική χάρη καί νά προτρέψει τόν καθένα μας νά βαπτιστεῖ. Καθώς μᾶς λέει ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής, ἦρθε ὁ Ἰησοῦς ἀπό τή Γαλιλαία στόν Ἰορδάνη ὅπου βρισκόταν ὁ Ἰωάννης γιά νά βαπτιστεῖ ἀπ̉ αὐτόν. Τό τί συνέβηκε τότε ἀδερφοί μου δέν μπορεῖ νά τό χωρέσει νοῦς ἀνθρώπινος. Γιατί ξεπερνᾶνε κάθε θέαμα καί ἄκουσμα ὅσα συνέβηκαν ἐκεῖ. Τρέμει ὁ νοῦς.

Χάνεται ἡ λαλιά μή τολμώντας νά ἐξιστορίσει τά ἀνέκφραστα. Γι‹ αὐτό λοιπόν καί ὅταν εἶδε ὁ Ἰωάννης τόν Δεσπότη μας Χριστό νά τόν πλησιάζει, μέ πολύ καρδιοχτύπι, πέφτοντας καί ἀγκαλιάζοντας τά πόδια Του τοῦ εἶπε παρακλητικά: — Γιατί βιάζει ἐμένα τόν ἀδύνατο ἄνθρωπο ὁ Παντοδύναμος Θεός μου νά κάνω κάτι πού ξεπερνάει τίς δυνάμεις μου; Δέν εἶμαι ἐγώ σέ θέση νά ἐπιχειρήσω κάτι τέτοιο. Πῶς νά τολμήσω νά Σέ βαπτίσω; Πότε συνέβηκε νά καθαριστεῖ ἡ φωτιά ἀπό τό ξερό χορτάρι; Πότε ἔπλυνε ἡ λάσπη τήν πηγή; Πῶς νά βαπτίσω Ἐσένα τόν Κριτή τῆς οἰκουμένης ἐγώ ὁ ὑπεύθυνος γιά τόσες ἁμαρτίες; Πῶς νά Σέ βαπτίσω Δέσποτά μου; Δέν βλέπω ἁμαρτία πάνω Σου. Δέν ἔχεις πέσει θῦμα τῆς κατάρας τοῦ προπάτορα Ἀδάμ. Δέν ἔχεις καθόλου λερωθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία. Γιατί ἄν καί ἔκλινες οὐρανούς καί κατέβηκες, τίποτα ἀπό τά θελήματα τοῦ Θεοῦ Πατέρα δέν παρέβηκες.

Τί κάνεις Δέσποτά μου; Γιατί μ᾿ ἀναγκάζεις νά κάνω κάτι πού ξεπερνάει τίς δυνάμεις μου; Ποτέ καί τίποτα δέν τόλμησα νά κάνω ἀπ᾿ ὅλα ὅσα παροργίζουν τήν ἀγαθωσύνη Σου. Σάν δουλικό πιστό γεμάτο ἀγάπη καί σεβασμό γιά τόν ἀφέντη του πρότρεξα καί ἐμήνυσα στόν κόσμο τήν παρουσία Σου. Ἐνῶ βρισκόμουνα ἀκόμη μέσ᾿ τήν κοιλιά τῆς μάννας μου, δανείστηκα τήν γλώσσα της καί Θεό τοῦ κόσμου Σέ ἐκήρυξα. Ὅλους τούς προετοίμασα νά Σέ δεχθοῦν, νά Σ᾿ ἀπαντήσουν. Πές μου λοιπόν Κύριέ μου, πῶς θ᾿ ἀνεχθεῖ νά δεῖ ὁ ἥλιος τόν Παντοκράτορα Θεό ἔτσι νά ἐξευτελίζεται ἀπό τήν τόλμη ἑνός δούλου Του καί δέν θά ρίξει καυτερές φωτοβολίδες νά μέ κατακάψει, ὅπως ἔκανε ἐκείνους τούς καιρούς τούς ἄσωτους Σοδομίτες; Πῶς θά ἀντέξει ἡ γῆ νά δεῖ Ἐκεῖνον πού ἁγιάζει τούς ἀγγέλους, ἀπέριττα νά βαπτίζεται ἀπό χέρι ἀνθρώπου ἁμαρτωλοῦ καί δέν θ᾿ ἀνοίξει τά σπλάχνα της γιά νά μέ καταπιεῖ, ὅπως ἔκανε τόν Ἀβειρών καί τόν Δαθάν; Πῶς νά βαπτίσω Δέσποτά μου Ἐσένα πού δέν μολύνθηκες ἀπό τής φυσικῆς γέννησης τό λέρωμα; «Ἐξ ἀσπόρου γαστρός, ἄσπορος προῆλθε καρπός». Πῶς λοιπόν ἐγώ ὁ χιλιολερωμένος ἀπό τήν ἁμαρτία ἄνθρωπος νά ἁγνίσω τόν Θεό; Θεό ἀναμάρτητο; Ἐγώ ἔχω ἀνάγκη νά βαπτιστῶ ἀπό Σένα καί Σύ ἔρχεσαι σέ μένα; Μ᾿ ἔστειλες νά βαπτίζω, Κύριέ μου, καί δέν παράκουσα τήν ἐντολή Σου. Πρότρεπα ὅλους πρός τό βάπτισμα καί τούς ἔλεγα: «Ὁμολογῆστε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τίς ἁμαρτίες σας, γιατί Αὐτός εἶναι ὁ μόνος ἀγαθός. Αὐτός πού ἔρχεται πίσω μου δέν εἶναι βλοσυρός καί αὐστηρός. Εἶναι ἀγαθός καί Υἱός Πατέρα Ἀγαθοῦ. Δέν φέρεται γιά λίγο μονάχα μ᾿ ἀγαθωσύνη καί ὕστερα νά ἀλλάζει διάθεση γιά τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο, ἀλλά τό ἔλεός Του μένει εἰς τόν αἰώνα. Καί ἐπειδή τό ἔλεός Του εἶναι ἀμέτρητο γι᾿ αὐτό καί οἱ οὐράνιες δυνάμεις ἀνυμνώντας Τοῦ ἔλεγαν: «Εὐλογημένος Σύ πού ἔρχεσαι στ̉ ὄνομα τοῦ Κυρίου».

Ὁ Κύριος καί ὁ Θεός μας μᾶς φανερώθηκε. Μᾶς φανερώθηκε ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης καί διέλυσε τό σκοτάδι τῆς ἄγνοιας πού μᾶς περιέλουζε. Μᾶς φανερώθηκε ὁ οὐράνιος Τσοπάνης καί ἔδιωξε ἀπό τό κοπάδι τῶν παιδιῶν Του τούς λύκους τοῦ διαβόλου. Μᾶς φανερώθηκε ὁ Μονογενής Υἱός τοῦ Πατρός καί χάρισε μέ τό βάπτισμα τήν υἱοθεσία στούς πιστούς. Μᾶς φανερώθηκε ἡ ζωή ὁλόκληρου τοῦ κόσμου καί μέ τό θάνατό Του θανάτωσε τόν θάνατο ὡς ἀθάνατος καί ἀξίωσε νά ζήσουν ζωή ἀθάνατη, ἐκεῖνοι πού εἶχαν πέσει στή φθορά καί στό θάνατο.

Ἀλλά ἐνῶ ἐγίνονταν ὅλα αὐτά, ὁ Θεός Πατέρας ἀγαλώμενος μέ τήν ὑπερβολική ταπείνωση τοῦ Υἱοῦ, ἀνοίγει διάπλατα τίς πύλες τοῦ οὐρανοῦ καί μέ βροντερή φωνή ξεχειλισμένη ἀπό αἰσθήματα πού πλημμυρίζουνε μιά πατρική καρδιά, ἀνακράζει: «Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός». Καί γιά νά μήν μπερδευτεῖ ὁ νοῦς ὅσων ἀκούγανε ὅλα τοῦτα -ἄν εἶναι δηλαδή Υἱός ὁ Βαπτιστής ἤ ὁ Χριστός- ἔρχεται τό Ἅγιον Πνεῦμα, σάν ἄσπρο περιστέρι καί δείχνει Ἐκεῖνον πού βαπτιζόταν καί πού ὁ Θεός Πατέρας τόν μαρτυροῦσε στούς ἀνθρώπους σάν μονογενή Υἱό Του. Σ᾿ Αὐτόν πρέπει ἡ δόξα, τό κράτος, ἡ τιμή καί ἡ προσκύνηση σήμερα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ομιλία Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στην Υπαπαντή του Κυρίου

Ομιλία Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά
στην Υπαπαντή του Κυρίου

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς

Όπου γίνεται λόγος και περί σωφροσύνης και της αντίθετης με αυτήν κακίας.
Εκείνη την προγονική κατάρα και καταδίκη προ Χριστού την είχαμε όλοι κοινή και ίδια, εκχυμένη σε όλους από έναν προπάτορα, σαν να αναπτυσσόταν από τη ρίζα του γένους και να ήταν συνημμένη με τη φύσι. Ο καθένας επέσυρε από τον Θεό στην υπόστασί του με όσα έπραττε προσωπικώς ή την μομφή ή τον έπαινο, ενώ δεν μπορούσε να κάμη τίποτε απέναντι σ’ εκείνη την κοινή κατάρα και καταδίκη και απέναντι στον πονηρό κλήρο που κατεβαίνει από επάνω σ’ αυτόν και δι’ αυτού στους απογόνους του.

Άλλ’ ήλθε ο Χριστός ελευθερωτής της φύσεως, που μετέβαλε την κοινή κατάρα σε κοινή ευλογία˙ αφού ανέλαβε την ένοχη φύσι μας από την ακήρατη Παρθένο και την ήνωσε στην υπόστασί του, νέαν, χωρίς να έχη μετάσχει σε παλαιό σπέρμα, την κατέστησε αθώα και δικαιωμένη, ώστε και οι γεννώμενοι από αυτόν έπειτα κατά πνεύμα να μένουν όλοι έξω από την προγονική εκείνη κατάρα και καταδίκη. Τί λοιπόν; Δεν μεταδίδει τη χάρι του σε καθεμιά από τις υποστάσεις μας και δεν λαμβάνει ο καθένας μας άφεσι των πλημμελημάτων του από αυτόν, επειδή αυτός δεν ανέλαβε υπόστασι από εμάς, αλλά την φύσι μας, την οποία ανανέωσε ενωθείς με αυτήν κατά την ιδιαίτερη υπόστασί του; Πώς όμως θα ενεργούσε έτσι, αυτός που θέλει να σωθούν όλοι τελείως και κατήλθε κλίνοντας τους ουρανούς για χάρι όλων και, αφού δι΄ έργων και λόγων και παθημάτων του υπέδειξε κάθε δρόμο σωτηρίας, επανήλθε στους ουρανούς, ελκύοντας προς τα εκεί τους πιστούς τους; Επομένως για να παράσχη τελεία απολύτρωσι όχι μόνο στη φύσι την οποία έλαβε ο ίδιος από εμάς σε αδιάσπαστη ένωση, αλλά και στον καθένα από τους πιστεύοντας σ’ αυτόν; Τούτο λοιπόν έπραξε και δεν έπαυσε να πράττη, συνδιαλλάσσοντας τον καθένα μας δι’ εαυτού προς τον Πατέρα και επαναφέροντας τον καθένα στην υπακοή και θεραπεύοντας κάθε παρακοή.

Γι’ αυτό λοιπόν καθώρισε και θείο βάπτισμα κι’ έθεσε σωτηρίους νόμους, εκήρυξε μετάνοια σε όλους και μετέδωσε δεν μεταδίδει τη χάρι του σε καθεμιά από τις υποστάσεις μας από το σώμα και αίμα του. Διότι δεν είναι γενικώς η φύσις αλλά η υπόστασις του καθενός από τους πιστεύοντας που δέχεται το βάπτισμα και πολιτεύεται κατά τις θείες εντολές και γίνεται μέτοχος του θεουργού άρτου και του ποτηρίου. Δια των μέσων τούτων βέβαια ο Χριστός μας εδικαίωσε υποστατικώς και μας επανέφερε στην υπακοή του ουρανίου Πατρός˙ την ίδια δε τη φύσι που προσέλαβε από εμάς και ανανέωσε, την έδειξε αγιασμένη και διαιωμένη και σε όλα υπήκοο στον Πατέρα, δι’ εκείνων που έπραξε και έπαθε αυτός κατ’ αυτήν ενωμένος με αυτήν υποστατικώς. Ανάμεσα σε αυτά είναι και η εορταζομένη σήμερα από εμάς ανάβασις ή αναβίβασίς του στον παλαιό εκείνο ναό προς καθαρισμό, η προϋπάντησις από τον θεόληπτο Συμεών και η ευχαριστία της Άννας, η οποία παρέμενε στον ναό όλη τη ζωή της.1

Πραγματικά μετά την γέννησι του Σωτήρος από την Παρθένο και την κατά τον μωσαϊκό νόμο περιτομή την ογδόη ημέρα, όπως λέγει ο ευαγγελιστής Λουκάς, «όταν συμπληρώθηκαν οι ημέρες του καθαρισμού αυτών κατά τον νόμο του Μωϋσέως, τον ανέβασαν στα Ιεροσόλυμα για να τον παρουσιάσουν στον Κύριο». Περιτέμνεται κατά τον νόμο, ανεβάζεται κατά το γεγραμμένο, προσφέρεται θυσία κατά τα λεγόμενα στον νόμο Κυρίου. Βλέπετε ότι ο ποιητής και δεσπότης του νόμου γίνεται καθ’ όλα υπήκοος στον νόμο; Επιτελώντας τί με αυτά; Καθιστώντας καθ’ όλα υπήκοο την φύσι μας στον Πατέρα και θεραπεύοντας την κατ’ αυτήν παρακοή μας και μετατρέποντας την γι’ αυτήν κατάρα σ’ ευλογία. Όπως δηλαδή όλη η φύσις μας ήταν στον Αδάμ, έτσι και στον Χριστό˙ και όπως δια του από την γη Αδάμ όλοι όσοι ελάβαμε από εκείνον την ύπαρξι εστραφήκαμε προς την γη και καταρριφθήκαμε, φεύ, στον Άδη, έτσι δια του από τον ουρανό Αδάμ, κατά τον απόστολο, όλοι ανακληθήκαμε στον ουρανό και αξιωθήκαμε την εκεί δόξα και χάρι. Τώρα όμως αξιωθήκαμε μυστικώς, διότι, λέγει «η ζωή σας μαζί με τον Χριστό είναι στον Θεό όταν δε ο Χριστός φανερωθή κατά την δευτέρα επιφάνεια και παρουσία, τότε και σεις όλοι θα φανερωθήτε σε δόξα».2 Ποιοί «όλοι»; Όσοι υιοποιήθηκαν κατά τον Χριστό δια του Πνεύματος αποδείχθηκαν και δια των έργων πνευματικά τέκνα τούτου.

Όταν συμπληρώθηκαν οι ημέρες του καθαρισμού αυτών, τον ανέβασαν στα Ιεροσόλυμα για να τον παρουσιάσουν στον Κύριο. Ποιών «αυτών»; Ο λόγος του νόμου είναι περί των γεννητόρων, καθώς επίσης και των γεννωμένων από την ένωσί τους, που έχουν ανάγκη καθάρσεως. Διότι και ο ψαλμωδός λέγει «συνελήφθηκα σε ανομίες και η μητέρα μου μ’ εκυοφόρησε σε αμαρτίες».3 Εδώ δε που δεν υπάρχουν γεννήτορες, αλλά ήταν μόνο μητέρα, και αυτή Παρθένος, που υπάρχει επίσης γέννησις παιδιού συλληφθέντος ασπόρως, οπωσδήποτε δεν υπήρχε χρεία καθαρισμού, άλλ’ ήταν έργο υπακοής και τούτο, που επανέφερε την παρακούσασα φύσι και απήλειφε την ευθύνη εξ αιτίας της παρακοής. Όταν λοιπόν συμπληρώθηκαν οι ημερες του καθαρισμού των, τον ανέβασαν για να τον παρουσιάσουν στον Κύριο, να τον αφιερώσουν, να καταστήσουν φανερό ότι είναι πρωτότοκος, όπως έχει γραφή στον νόμο του Κυρίου, ότι «κάθε αρσενικό παιδί που διανοίγει την μήτρα, θα αποκληθή αφιερωμένο στον Κύριο».4

Και όμως αυτός είναι ο μόνος που διάνοιξε μήτρα, αφού εκυοφορήθηκε χωρίς γεννετήσια ένωσι με μόνο το προσφώνημα και το μήνυμα του Θεού, που εδέχθηκε στις ακοές της η Παρθένος δι’ αγγέλου˙ πώς λοιπόν ο νόμος λέγει «κάθε αρσενικό παιδί που διανοίγει μήτρα»; Όπως πολλοί λέγονται προφήτες και πολλοί χρισμένοι, καθώς λέγει ο Θεός δια του ψαλμωδού, «μη εγγίζετε τους χρισμένους μου και μη κακοποιήτε τους προφήτες μου»,5 ενώ ένας είναι ο Χριστός και ένας μόνο ο Προφήτης αυτός, έτσι λέγεται ότι και κάθε πρωτότοκο διανοίγει μήτρα, άλλ’ ο αληθώς διανοίξας είναι αυτός ο μόνος άγιος του Ισραήλ. Λέγει δε ότι τον ανέβασαν για να δώσουν θυσία κατά το λεγόμενο στον νόμο του Κυρίου, ένα ζεύγος τρυγονιών ή δύο νεοσσούς περιστεριών». Το μεν ζεύγος των τρυγονιών λοιπών, δηλώνοντας την σωφροσύνη των γονέων, είχε κάποια σχέσι προς τους συνεζευγμένους κατά τον νόμο του γάμου, προεδήλωναν σαφώς την Παρθένο και τον γεννηθέντα από την Παρθένο αυτή που είναι έως το τέλος Παρθένος. Και πρόσεξε την ακρίβεια του νόμου. Πραγματικά για τα τρυγόνια είπε ζεύγος διότι υπαινίσσονται τους συνεζευγμένους σε γάμο, ενώ για τα περιστεράκια το απέφυγε τούτο˙ διότι άπειροι γάμου ήσαν και η μητέρα και ο υιός. Αλλά ο μεν νόμος, προμηνύοντας από παλαιά την παρθενική γέννησι, τέτοια χρησμοδοτεί και με τέτοια την προτυπώνει˙ τώρα δε που ωδηγήθηκε στον ναό ο ίδιος ο παραδόξως γεννηθείς, το άγιο Πνεύμα ετοίμασε άλλα τρυγόνια και άλλους νεοσσούς περιστεριών περισσότερο ταιριαστούς. Ποιούς λοιπόν; Τον Συμεών και την Άννα, τους οποίους είτε νεοσσούς περιστεριών τους ειπή κανείς, λόγω της τελείως νηπιακής διαθέσεως προς την κακία, είτε τρυγόνια για το άκρο ύψος της σωφροσύνης, σωστά αθ ειπή.

Αλλά ο μεν Συμεών, για να διέλθωμε σύντομα τα ευαγγελικά λόγια, δίκαιος και ευλαβής και προεμπνευσμένος από άγιο Πνεύμα, ήλθε στον ναό κινημένος και τώρα από αυτό, προϋπάντησε και ασπάσθηκε τούτο το ουράνιο και επίγειο βρέφος, προφέροντας σ’ αυτό ως Θεόν τον ύμνο και την ικεσία, παρακαλώντας ν’ απαλλαγή ειρηνικά από το σώμα και διακηρύσσοντας σε όλους ότι αυτό είναι το σωτήριο φως, ισχυριζόμενος δε ότι τούτο έχει τεθή σε πτώσι των απιστούντων και σε ανάστασι των πιστευόντων σ’ αυτό.

Έπειτα συνωμίλησε με την Παρθένο και Μητέρα του βρέφους, δεικνύοντας από την οδύνη για τον μελλοντικό σταυρό του παιδιού ότι θα φανερωθή κατά φύσι μητέρα του τώρα θεανθρώπου βρέφους και ό,τι αφού αποκαλύψη τους αμφιβόλους γι’ αυτό λογισμούς θα τους απαλείψη από τις καρδιές˙ διότι και ο Συμεών την γνησία μητέρα του αμφιβόλου παιδιού 6 προσδιώρισε από την σχετική με το πάθος οδύνη και από την γι’ αυτό το πάθος σφοδρά λύπη και συμπάθεια.

Η δε προφήτις Άννα, χήρα του Φανουήλ ηλικίας ογδόντα τεσσάρων ετών, επιδιδομένη σε νηστείες και δεήσεις και μη απομακρυνομένη καθόλου από τον ναό, καταληφθείσα τότε περισσότερο από θείο Πνεύμα ευχαρίστησε τον Θεό και ευαγγελίσθηκε ότι θα έλθη η λύτρωσις σ’ όσους την προσδέχονται, δεικνύοντας ότι αυτή είναι το βρέφος τούτο. Τέτοια λογικά τρυγόνια προέπεμψε το άγιο Πνεύμα προς προϋπάντησι του Χριστού, καθώς ανέβαινε στον ναό και μας έδειξε οποίοι πρέπει να είναι οι δεχόμενοι μέσα τους τον Χριστό, και οποίοι και οποίες πρέπει να είναι αυτές που έχασαν τους άνδρες των και αυτοί που έχασαν τις συζύγους των. Διότι η Άννα αυτή ήταν χήρα του Φανουήλ αλλά και προφήτις. Πώς; Διότι, αφού άφησε τις κοσμικές και βιωτικές φροντίδες, δεν εγκατέλειψε τον ναό˙ διότι είχε άμωμο τον βίο διημερεύοντας και διανυκτερεύοντας με νηστείες και αγρυπνίες, με προσευχές και ψαλμωδίες. Γι’ αυτό και η γυναίκα αυτή τον Κύριο, που ελάτρευε με έργα, ευλόγως τον ανεγνώρισε όταν ήλθε, όπως λέγει προς αυτόν ο ψαλμωδός προφήτης, «θα ψάλω και θα προσέξω στην τελεία οδό, πότε θα έλθης προς εμένα».7

Τέτοιες και τέτοιοι πρέπει να είναι όσοι από τον γάμο δια της έντιμης χηρείας αποφασίζουν να προσέλθουν προς τον παρθενικό βίο ή στην συμβίωσι. Εάν λοιπόν καταφρονήσης τελείως την δευτέρα συζυγία ως χαμερπή, κράτησε σταθερά την πρόθεσί σου, βάδιζε στα ίχνη των από την αρχή έως το τέλος αγάμων. Κάποτε είχε και ο Πέτρος πεθερά, αλλά δεν υστέρησε του παρθένου Ιωάννου, όταν έτρεξε προς το ζωαρχικό μνήμα˙ σε μερικά σημεία μάλιστα και υπερτέρησε, γι’ αυτό και από τον κοινό δεσπότη κατέστη κορυφαίος των κορυφαίων. Προς τόσο ύψος αναβιβάζει ο πόθος που μεταφέρεται από την σάρκα προς το πνεύμα.

Εσύ δε πρόσεχε, μη τυχόν από μεν την συζυγία απόσχης ως πάνδημη, την δε αγαμία δεν επιτύχης ως δυσέφικτη, οπότε θα εκτραπής και χωρίς να το καταλάβης θα καταπέσης, διότι θ’ ακολουθής όχι τα κατά νόμο ούτε τα υπέρ νόμο, αλλά τα παρά νόμο. Αν εμείς τους ευρισκομένους σε χηρεία, εφ’ όσον δεν σωφρονούν, τους θεωρούμε κατακρίτους, ενώ, και αν συνέλθουν νομίμως σε δεύτερο γάμο, δεν τους θεωρούμε εντελώς αμέμπτους (ο Παύλος έλεγε ότι αθέτησαν την πρώτη πίστι), πόσο μεγαλυτέρας καταδίκης άξιοι είναι εκείνοι που, ενώ συζούν με γυναίκες, δεν απέχουν της πορνείας; Πορνεία, η οποία επέφερε τον παγκόσμιο εκείνο κατακλυσμό σε αυτούς που ωνομάσθηκαν αρχικώς υιοί Θεού και προεκάλεσε τον από τον ουρανό εμπρησμό στους Σοδομίτες και έφερε στους Ισραηλίτες την ήττα από τους Μωαβίτες και τον πολυάνθρωπο εκείνο φόνο, τώρα δε, νομίζω, φέρει σ’ εμάς τις από τα αλλόφυλα έθνη ήττες και τις πολυειδείς από μέσα και έξω κακώσεις και συμφορές; Υιούς δε Θεού εκάλεσε η Γραφή πρώτους τους απογόνους του Ενώς, ο οποίος πρώτος ήλπισε ότι θα καλήται με το όνομα του Κυρίου.8 Ήταν δε αυτός υιός του Σήθ, του οποίου το γένος ήταν διαφορετικό από το καταραμένο γένος του Κάϊν και εζούσε σωφρόνως. Εξ αιτίας αυτών εστεκόταν ακόμη τότε ο κόσμος, έως ότου κατά το γεγραμμένο είδαν ότι οι θυγατέρες των ανθρώπων, δηλαδή οι κόρες από την γενεά του Κάϊν, ήσαν ωραίες και γοητευμένοι από την πορνική ομορφιά τους επήραν όσες εδιάλεξαν από όλες αυτές και έμαθαν τα έργα τους. Τότε αυξήθηκε η κακία επάνω στη γη, ήλθε ο κατακλυσμός και τους εξαφάνισε όλους˙ και αν τότε δεν ευρίσκονταν επάνω στη γη σώφρονες, ο Νώε και οι υιοί του Νώε (τούτο δε φανερώνεται από το γεγονός ότι ο καθένας ήταν σύζυγος μιας γυναικός με την οποία εισήλθε στην κιβωτό), δεν θα υπολειπόταν καμμιά ρίζα και αρχή για τη γένεσι δευτέρου κόσμου.

Βλέπετε ότι εξ αιτίας των πορνευόντων θα καταστρεφόταν παλαιά ο κόσμος αυτός, αν δεν διατηρείτο από τους σωφρονούντας; Αυτοί δε που δεν είναι άξιοι ούτε του παρόντος κόσμου, αφού τον μεταβάλλουν σε ακοσμία, πώς δεν θα εξωσθούν και από τον μέλλοντα αιώνα, παραδιδόμενοι στο πυρ της γεέννης, διότι δεν άνθεξαν στο πύρ των σαρκικών ηδονών, αν δεν σπεύσουν τώρα να το αποσβέσουν δια της μετανοίας και να ξεπλύνουν με τα δάκρυα τούς από αυτό γενομένους ήδη μολυσμούς; Ας μη αγνοούν δε και τούτο, ότι αν δεν σπεύσουν ν’ αντισταθούν στο πάθος δια της μετανοίας, με τον καιρό θα παραδοθούν σε χειρότερα παρά φύσι πάθη, τα οποία είναι γεννήματα πορνικής επιθυμίας, ελκύει δε εδώ το πυρ της γεέννης, για να συναρπάση από εδώ τους ακολάστους σ’ αιώνια κόλασι.

Ποιός δεν γνωρίζει τους Σοδομίτες και την παρανομωτέρα από πορνεία έξαψί τους και την παραδοξοτέρα βροχή του πυρός επάνω σ’ αυτούς και την απώλεια; Πολλές φορές μάλιστα ολόκληρη πόλις υπέστη τις συνέπειες της διαγωγής ενός μόνο ασελγούς ανδρός, όπως συνέβηκε στην πόλι των Σικίμων, οι οποίοι αφανίσθηκαν τελείως από τα παιδιά του Ιακώβ, επειδή ο Συχέμ άρπαξε την θυγατέρα του Ιακώβ Δείνα.9 Αλλά για ν’ αφήσωμε τώρα τους προ του νόμου, ο ίδιος ο μωσαϊκός νόμος δεν παραγγέλλει να λιθοβολήται η νύφη, αν δεν ευρεθή παρθένος, η δε πορνευομένη κόρη ιερέως να καίεται στο πύρ; Δεν απαγορεύει δε να προσφέρεται στον ναό του Κυρίου ο μισθός πόρνης; Όταν δε οι Ισραηλίτες συνήλθαν πορνικώς με τις Μωαβίτιδες, έπεσαν με μάχαιρα σε μια ημέρα είκοσι τρεις χιλιάδες άνδρες. Γι’ αυτό και ο μέγας Παύλος μας λέγει˙ «μη πορνεύετε, όπως επόρνευσαν μερικοί από αυτούς και έπεσαν σε μια ημέρα είκοσι τρεις χιλιάδες».10 Τέτοια είναι τα επιτίμια της πορνείας και προ του μωσαϊκού νόμου και στο νόμο και δια του νόμου. Τί πρέπει λοιπόν ν αισθανώμαστε εμείς που, ενώ έχομε διαταχθή να σταυρώσωμε τη σάρκα μαζί με τις επιθυμίες, περιπίπτομε πάλι στα ίδια, εξ αιτίας των οποίων έρχεται η οργή του Θεού προς τους υιούς της απειθείας; Που, ενώ διαταχθήκαμε να νεκρώσωμε τα μέλη τα επί της γης, πορνεία, ακαθαρσία, πάθος κακό και την επιθυμία, δεν εφαρμόζομε την παραίνεσι;11 δεν θα φοβηθούμε λοιπόν κάποτε, αν όχι τίποτε άλλο, τουλάχιστο τις θεομηνίες, τις από κάτω, τις από επάνω, τις περασμένες, τις μελλοντικές εκείνες και αιώνιες που μας απειλούν; Δεν θα σεβασθούμε την κατά σάρκα επιφάνεια του ηλίου της δικαιοσύνης Χριστού, ώστε να περιπατήσωμε προσεκτικά σαν σε ημέρα; Δεν θα φρίξωμε τις αποστολικές προειδοποιήσεις και αποφάσεις και παραινέσεις, που λέγουν, «δεν γνωρίζετε ότι είσθε ναοί Θεού και μέσα σας κατοικεί το Πνεύμα του Θεού; Όποιος φθείρει το ναό του Θεού, θα τον φθείρη ο Θεός»12 ˙ και πάλι, «φανερά είναι τα έργα της σαρκός, που είναι πορνεία, ακαθαρσία, ασέλγεια και τα όμοια, για τα οποία προλέγω, όπως και ήδη προείπα, ότι όσοι πράττουν τέτοια δεν θα κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού»13˙ και πάλι, «τούτο να γνωρίζετε, ότι κάθε πόρνος ή ακάθαρτος ή πλεονέκτης, δηλαδή ειδωλολάτρης, δεν έχει κληρονομία στη βασιλεία του Χριστού και Θεού»14˙ και πάλι, «τούτο είναι το θέλημα του Θεού, ο αγιασμός μας, η αποχή από την πορνεία˙ διότι δεν μας εκάλεσε ο Θεός για ακαθαρσία, αλλά για αγιασμό˙ επομένως όποιος το αθετεί, δεν αθετεί άνθρωπο, αλλά τον Θεό που δίδει το άγιο Πνεύμα του σ’ εμάς».15

Ποιός θα μπορούσε να συλλέξη όλες τις παραγγελίες των Αποστόλων και των προφητών για το θέμα τούτο; Σ’ αυτούς ακριβώς που σωφρονούν και γι΄ αυτό ευρίσκονται ανάμεσα στα μέλη του Χριστού, τί παραγγέλλει ο απόστολος; «Σας έγραψα στην επιστολή, μη συναναστρέφεσθε πόρνους».16 Πραγματικά επειδή εκείνοι δεν εντρέπονται οι ίδιοι, συμβουλεύει τους άλλους να τους αποφεύγουν και να τους εντροπιάζουν, λέγοντας προς αυτούς, «εάν κάποιος κατ’ όνομα αδελφός είναι πόρνος, με αυτόν˙ ούτε να συντρώγετε».17 Βλέπεις ότι όποιος κυλίεται στην πορνεία είναι κοινό μόλυσμα της Εκκλησίας, και γι’ αυτό πρέπει όλοι να τον αποφεύγουν και να τον απομακρύνουν; Ο ίδιος δε ο Παύλος παρέδωσε στον Σατανά τον πορνεύοντα στην Κόρινθο και δεν συνέστησε προς αυτόν αγάπη ούτε τον προσέλαβε, έως ότου επέδειξε την μετάνοια ικανοποιητικώς.

Σώζε οπωσδήποτε την ψυχή σου από τα τόσα κακά, ώ άνθρωπε, των παρόντων και των μελλόντων, των τελευταίων διττών μάλιστα, και στον μέλλοντα και στον παρόντα αιώνα. Το γένος του Ησαύ ήταν απόβλητο, διότι εκείνος ήταν πόρνος και βέβηλος, και ο Ροβοάμ έχασε το μεγαλύτερο μέρος της βασιλείας, επειδή ο πατέρας του Σολομών, γυναικομανής περισσότερο από κάθε άλλον, επέθανε χωρίς να πάθη τούτο ο ίδιος λόγω του Δαβίδ, ο οποίος το προσαφθέν κάποτε σε βάρος του άγος εκαθάρισε με ροές δακρύων και με τα άλλα έργα της μετανοίας. Αποφεύγετε την πορνεία, αδελφοί, παραγγέλλει πάλι ο απόστολος.18 Αν την απέφευγε ο Σαμψών, δεν θα έπιπτε στα χέρια της Δαλιδάς, ώστε μαζί με τα μαλλιά του να χάση και την δύναμί του, δεν θα ετυφλωνόταν, δεν θα έχανε αδόξως τη ζωή του μαζί με τους αλλοφύλους. Αν την απέφευγαν οι οδηγούμενοι από τον Μωϋσή ως στρατηγό και νομοθέτη Ιουδαίοι δεν θα εθυσίαζαν στον Βεελφεγώρ, δεν θα έτρωγαν θυσίες, δεν θα έπιπταν όσο έπεσαν. Αν την απέφευγε ο Σολομών, δεν θ’ απομακρυνόταν από τον Θεό που τον κατέστησε βασιλέα και σοφό ούτε θα ανήγειρε ναούς και είδωλα.

Βλέπετε ότι το πάθος της πορνείας ωθεί τον άνθρωπο και προς ασέβεια; Ούτε το κάλλος της Σωσάννης, που εξαπάτησε στη Βαβυλώνα τους πρεσβυτέρους, θα εθριάμβευε έπειτα και θα συνεκάλυπτε τον λιθοβολισμό, αν αυτοί απέφευγαν από την αρχή το βδέλυγμα και δεν την παρατηρούσαν κάθε μέρα ακολάστως πρωτύτερα. Ούτε ο Ολοφέρνης θα εκοιτόταν με κομμένον τον λαιμό ο άθλιος, αν προηγουμένως, όπως έχει γραφή, δεν είλκυε τον οφθαλμό του το σανδάλιο της Ιουδίθ και δεν αιχμαλώτιζε την ψυχή του η ομορφιά της. Γι’ αυτό λέγει ο Ιώβ˙ «έβαλα κανόνα στους οφθαλμούς μου, και δεν θα προσέξω παρθένο»,19 πόσο μάλλον άσεμνο γύναιο, άγαμο ή έγγαμο.

Ή αγαμία θεοφιλή να τηρής, αγαπητέ, ή συζυγία θεόδοτη. Πίνε ύδατα απ΄οτα πηγάδια σου, κι αυτό με σωφροσύνη, άπεχε δε τελείως από νοθευμένο ποτό, διότι είναι ύδωρ Στυγός, ρεύμα του ποταμού Αχέροντος, είναι γεμάτο θανατηφόρο ιό, έχει τη δύναμι δηλητηρίου˙ διότι έχει την ιδιότητα να ρίπτη τους μυχούς του Άδη. Απόφευγε το μέλι από πορνικά χείλη, διότι έχουν την ιδιότητα να επαλείφουν πορνικό θάνατο, που είναι ο χωρισμός από το Θεό. Προς αυτόν λέγει ο Δαβίδ, «εξωλόθρευσε όλους όσοι πορνεύουν».20 Είναι λοιπόν ανάγκη να καθαρεύη ή να καθαίρεται κι έτσι να μένη διαρκώς αμίαντος αρκούμενος στις επιτρεπτόμενες ηδονές, αυτός του οποίου το σώμα έγινε ναός του Θεού δια του Πνεύματος και το Πνεύμα του Θεού κατοικεί σ’ αυτό, να σπεύδη προς απόκτησι αγνείας και σωφροσύνης και προς αποφυγή πορνείας και κάθε ακαθαρσίας, για να παραμείνωμε αιωνίως ευφραινόμενοι μαζί με τον άφθαρτο νυμφίο στις αγνές παστάδες, με τις πρεσβείες της αειπαρθένου και παναμώμου και υπερδοξασμένης Μητέρας που τον εγέννησε παρθενικώς για την σωτηρία μας˙ τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.

1. Λουκά 2, 22 – 38.
2. Κολ. 3, 3.
3. Ψαλμ. 50, 7.
4. Έξ. 13, 2. 12.15. Λουκά 2.23.
5. Ψαλμ. 104, 15.
6. Αμφίβολο παιδί είναι ο Χριστός λόγω της διπλής ιδιότητός του, θείας και ανθρωπίνης.
7. Ψαλμ. 100,1.
8. Γεν. 4, 26.
9. Γεν. 34, 1 έ έ.
10. Α’ Κορ. 10, 8.
11. Κολ. 3, 5.
12. Α’ Κορ. 3, 16.
13. Γαλ. 5, 19.
14. Εφ. 5, 5.
15. Α’ Θεσσ. 4, 3.
16. Α’ Κορ. 5, 9.
17. Α’ Κορ. 5, 11.
18. Α’ Κορ. 6, 18.
19. Ιώβ 31, 1.
20. Ψαλμ. 72, 27,

Λόγος Μεγάλου Αθανασίου εις την Υπαπαντή του Κυρίου

Λόγος Μεγάλου Αθανασίου
εις την Υπαπαντή του Κυρίου

Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας

Με το να είπή δέ ή Παναγία Παρθένος, «Ιδού ή δούλη Κυρίου, ας γίνη εις έμέ όπως είπες», έφανέρωσε τούτο. Είμαι πίναξ, λέγει, επάνω εις τον όποιον γράφεται ό,τι θέλει ό Κύριος του παντός. Άφού δε ό άγγελος ελαβε την διαβεβαίωσιν της πίστεως της Παρθένου άνεχώρησεν άπ’ αυτής.

«Δοξάζει ή ψυχή μου τον Κύριον»…

«Διότι είδε με εύμένειαν την ταπεινην δούλην του.Διότι από τώρα θα με μακαρίζουν όλαι αι γενεαί», ‘Αλλά πόσο μεγάλο κατόρθωμα είναι ή παρθενία; Όταν κανείς θέλη να άσκηση τάς αλλάς άρετάς καθοδηγείται από τον νόμον, ή παρθενία όμως, επειδή είναι ανωτέρα του νόμου και έχει ως ύψηλότερον σκοπόν την διαμόρφωσιν της προσωπικής ζωής,είναι άφ’ ενός μεν γνώρισμα του μέλλοντος αιώνος, άφ’ έτερου δε είκών της καθαρότητας των αγγέλων.”Οταν δηλαδή ό Δεσπότης του παντός ό Θεός Λόγος,επειδή ήθελεν ό Πατήρ να άνεγείρη και να ανακαίνιση τα πάντα, επέλεξε, δια να γίνη μήτηρ του σώματος το όποιον έπρόκειται να φορέση, την Παρθένον, ή οποία και έγινε, και με αυτόν τον τρόπον ήλθε μεταξύ μας ως άνθρωπος ό Κύριος,έκαμε την επιλογήν αυτήν,ώστε,όπως τα πάντα έγιναν δι’ αΰτού,έτσι και ή παρθενία να προέλθη εξ αύτού,και να δοθή πάλιν δι’αυτού το χάρισμα τούτο εις τους ανθρώπους και να πολλαπλασιάζεται.

Πόσο μεγάλο θα έλεγε κανείς το καύχημα της αγίας Παρθένου και θεοειδούς Μαρίας,επειδή υπήρξε και είναι μήτηρ του Λόγου ως προς την γέννηοιν του Σώματος; Διότι το θείον αυτό γέννημα στρατιά μεν αγγέλων έδοξολόγηοε, κάποια γυναίκα δε ύψωσε την φωνήν και έλεγε: «Μακαριά ή κοιλία που σε έβάστασε και οι μαστοί που έθήλασες».Και ή ιδία ή Μαρία πού έγέννησε τον Κύριον και ή οποία έμεινεν άειπάρθενος, επειδή αντελήφθη αυτό πού συνέβη εις τον εαυτόν της, έλεγεν «Από τώρα θα με μακαρίζουν όλαι αί γενεαί». Αυτό πού συνέβη εις την Μαρίαν είναι καύχημα δι’ όλας τάς παρθένους. “Ολαι δηλαδή αύται κρέμονται ωσάν παρθενικά παρακλάδια άπ’ αυτήν, ή οποία είναι ωσάν ρίζα δι’ αυτάς.

«Και όταν συνεπληρώθησαν αί ήμέραι του καθαρισμού, σύμφωνα προς τον Μωσαϊκόν νόμον, έφεραν αυτόν εις τα Ιεροσόλυμα, δια να τον παρουσιάσουν εις τον Κύριον, όπως είναι γραμμένον εις τον νόμον του Κυρίου,ότι κάθε άρσενικόν που ανοίγει μήτραν,πρέπει να θεωρηθή ως άφιερωμένον εις τον Κύριον, και δια να προσφέρουν θυσίαν,σύμφωνα με αυτό πού λέγει ό νόμος του Κυρίου εν ζεύγος τρυγόνια ή δύο μικρά περιστέρια». Ούτος περιείίλήθη την σάρκα, Οχι δια να ύπάρχη και να ζή όπως οι άλλοι άνθρωποι, αλλ’ έγινεν άνθρωπος δια να άγιάζη την σάρκα. Εάν δε νομίση κανείς ότι ή φράσις «δια να παρουσιάσουν εις τον Κύριον» αναφέρεται εις τον ίδιον τον Κύριον, έχει λάθος εις αυτήν την σκέψιν. Διότι πότε άπεκρύβη ό Κύριος από τα μάτια του Πατρός διά να μη ήμπορή ό Πατήρ να τον βλέπη; “Η ποίος τόπος ευρίσκεται έξω από την έξουσίαν του Κυρίου, ώστε να ευρίσκεται εκεί και να μη ευρίσκεται μαζί με τον Πατέρα, εάν δεν ανήρχετο εις Ιεροσόλυμα και δεν έπαρουσιάζετο εις τον ναόν; Και πώς προσέφερε τάς τυπικάς θυσίας, άφού ό ίδιος είναι ή αλήθεια; Μήπως αυτά δεν εγράφησαν δι’ εκείνον, αλλά δι’ ημάς; “Οπως δηλαδή, ενώ είναι Θεός,γίνεται κατά φυσικόν τρόπον άνθρωπος χωρίς να ύποστή μεταβολήν,και υφίσταται την περιτομήν και βαπτίζεται και τα άλλα σχετικά, όχι δια τον εαυτόν του,αλλά δι’ ημάς,δια να γίνωμεν ημείς δια της χάριτος θεοί, ενώ είμεθα άνθρωποι, και δια να ύποστώμεν πνευματικήν περιτομήν και όχι νομικήν,και δια να καθαρισθώμεν από τον ρύπον της αμαρτίας δια του βαπτίσματος και δια να σταυρωθώμεν δια τον κόσμον και άναστηθώμεν δια τον Θεόν- ή ακακία και ή σωφροσύνη[…]

Μεγάλου Αθανασίου, Ερμηνεία εις το Κατά Λουκάν. “Εργα, 12, σελ. 317-321.