Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ: Ἡ ξηρανθείσα συκιά

Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ:
Ἡ ξηρανθείσα συκιά

Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός

Μέ ὠθεῖ νά μιλήσω ὁ ἐνυπόστατος Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτός πού δέν ἀπομακρύνθηκε ἀπό τούς πατρικούς κόλπους καί κυοφορήθηκε ἀπερίγραπτα στά σπλάχνα τῆς Παρθένου. Αὐτός πού ἔγινε γιά μένα ὅ,τι ἐγώ εἶμαι, Αὐτός πού εἶναι ἀπαθής ὡς πρός τήν θεότητά Του καί περιβλήθηκε ὡστόσο ὁμοιοπαθές μέ ἐμένα σῶμα.

Αὐτός πού στόν οὐρανό ἐποχεῖται πάνω στά χερουβικά ἅρματα καί πάνω στή γῆ καβαλικεύει σέ γαϊδουράκι (πρβλ. Ματθ. 11, 7-9). Ὁ βασιλιάς τῆς δόξας, Αὐτός πού μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Πνεῦμα εὐφημεῖται ἀπό τά Σεραφίμ ὡς ἅγιος καί δέχεται τά ψελλίσματα τῶν παιδιῶν ἀπό τήν ἄκακη γλώσσα τους. Αὐτός πού εἶναι Θεός καί ἔχει τή μορφή δούλου καί πού ἔλαβε τή μορφή τοῦ δούλου. Αὐτός πού εἶναι ἄυλος καί ἀόρατος Θεός καί δέχτηκε νά λάβει ὁρατό καί ψηλαφητό σῶμα. Αὐτός πού βάδισε ἀκούσια στό πάθος, γιά νά μοῦ χαρίσει τήν ἀπάθεια. Αὐτός ὁ Ὁποῖος βλέποντας τόν ἄνθρωπο, πού ἔπλασε σύμφωνα μέ τήν εἰκόνα Του καί τήν ὁμοίωσή Του, τό πλάσμα τῶν χεριῶν Του, νά ἔχει δελεαστεῖ ἀπό τήν ἀπάτη τοῦ φιδιοῦ, ἐκεῖνον νά ἔχει πέσει στήν παράβαση τῆς ἐντολῆς Του καί νά ἔχει γίνει ὑποχείριος τῆς φθορᾶς καί ὑπόλογος θανάτου, δέν ἄντεξε.

Ὁ γεμάτος συμπάθεια δέν μπόρεσε νά ὑπομείνει τή στέρηση ἐκείνου πού ποθοῦσε, ἀλλά τόν κάλεσε μέ πολλούς τρόπους σέ ἐπιστροφή καί μετάνοια, ἀφοῦ τόν παίδεψε σάν ἀχάριστο δοῦλο, σάν ἄμυαλο καί νήπιο γιό “πολυμερῶς καί πολυτρόπως” καί ἀφοῦ μηχανεύτηκε κάθε μέσο, γιά ν᾽ ἀποτινάξει τή δουλεία πού τόν τυραννοῦσε καί ἔτσι νά ἐπανέλθει στόν Πλάστη του. Ὅμως ἦταν ἀδύνατη ἡ ἐπιστροφή του, ἀφοῦ μιά γιά πάντα εἶχε καταδουλωθεῖ στήν ἁμαρτία καί εἶχε συζευχθεῖ θεληματικά μέ τήν ἐπιθυμία τῶν γήινων. Γι᾽ αὐτό ὁ ὑπεράγαθος Κύριος ἀναλαμβάνει τή φύση μας, ἐπειδή εἶδε ὅτι αὐτή εἶχε ἐξασθενήσει.

Βλέποντας δηλαδή τόν ἄνθρωπο νά μή ὑπακούει στό λόγο καί τίς ἐντολές καί τά προστάγματα τῆς σωτηρίας, τί λέει; «Πρέπει νά παιδαγωγήσω μέ ἔργα αὐτόν πού ἔχει ἄγνοια. Πρέπει νά τόν κατευθύνω στίς ἀρετές, γιά νά τίς συνηθίσει καί νά τίς ἐπιτελέσει ὁ ἴδιος. Πρέπει νά μέ δοῦν μέ τά μάτια τους ἀνάμεσά τους, καί ἔτσι νά θεραπεύσω τόν ἄρρωστο. Πρέπει νά κάνω νά ξαναγυρίσει τό πλανημένο πρόβατο καί νά τό ὁδηγήσω στήν ἀρχική του διαμονή, στόν παράδεισο. Πῶς ὅμως θά τό ἐπιστρέψω χωρίς νά μέ βλέπει; Πῶς θά ὁδηγήσω αὐτόν πού δέν βλέπει τά ἴχνη μου;»

Γι᾽ αὐτό ἔγινε ἄνθρωπος, ὥστε, μέ ὅσα ἔπραξε καί ἔπαθε, νά διδάξει ἔμπρακτα αὐτόν πού ἀγνοοῦσε, πῶς νά πράξει τήν ἀρετή. Ἔτσι βλέποντάς Τον νά κατεβαίνει κατ᾽ οἰκονομίαν γιά χάρη μας στή γῆ ἀπό τούς πατρικούς κόλπους, ν᾽ ἀνεβοῦμε καί ἐμεῖς μέ τή θέλησή μας πρός Αὐτόν ἀπό τή μητέρα μας γῆ. Σαρκώθηκε ἐπίσης γιά νά δείξει τόν ἀνυπέρβλητο πλοῦτο τῆς ἀγάπης Του πρός ἐμᾶς. Γιατί μεγαλύτερη ἀγάπη δέν μπορεῖ νά δείξει κανένας, παρά μόνο ἄν θυσιάσει τήν ψυχή του γιά χάρη τῶν φίλων του (Ἰω. 15, 13). Καί πῶς ὅποιος δέν ἔχει ἔνσαρκη ζωή θά δείξει τήν ἀγάπη του;

Γι᾽ αὐτό ἀναλαμβάνει τή σάρκα, γιά νά Τόν δοῦμε στή γῆ καί νά ζήσει ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους (Βαρούχ 3, 38). Γι᾽ αὐτό ἀναλαμβάνει ψυχή, γιά νά θυσιάσει τήν ψυχή Του γιά χάρη τῶν φίλων Του. Καί φίλους δέν ἐννοῶ αὐτούς πού Τόν ἀγαποῦν, ἀλλά αὐτούς πού ποθεῖ Ἐκεῖνος. Γιατί ἐμεῖς Τόν μισήσαμε καί Τοῦ στρέψαμε τήν πλάτη καί γίναμε δοῦλοι σέ ἄλλον, ἐνῶ Αὐτός δέν μετέβαλε τήν ἀγάπη Του σ᾽ ἐμᾶς. Γιά τοῦτο ἔτρεξε πίσω μας. Ἦρθε σ᾽ ἐμᾶς πού Τόν μισήσαμε, προσπάθησε νά προλάβει ἐμᾶς πού φεύγαμε κι ὅταν μᾶς ἔφτασε, δέ μᾶς ἔλεγξε μέ σκληρότητα, δέ μᾶς γύρισε κοντά Του μέ τό μαστίγιο, ἀλλά σάν ἄριστος γιατρός πού τόν ὑβρίζει κάποιος μανιακός, πού τόν φτύνει καί τοῦ δίνει ραπίσματα, Αὐτός πρόσφερε τή θεραπευτική Του ὑπηρεσία. Σέ ἔνδειξη τοῦ μεγέθους τῆς θεραπείας πρόσφερε στήν ἀνθρώπινη φύση τήν ἴδια Του τήν θεότητα ὡς φάρμακο. Φάρμακο πολύ δραστικό, φάρμακο παντοδύναμο. Αὐτή ἀπέδειξε τό ἀσθενικό μας σαρκίο πιό ἰσχυρό ἀπό τίς ἀόρατες δυνάμεις. Ὅπως δηλαδή ὁ σίδηρος ὅταν ἑνωθεῖ μέ τή φωτιά εἶναι ἀδύνατο ν᾽ ἀγγιχτεῖ, ἔτσι καί τό χόρτο τῆς δικῆς μας φύσης, ἀφοῦ ἑνώθηκε μέ τή φωτιά τῆς θεότητας, ἔγινε ἀπλησίαστο ἀπό τό διάβολο. Κι ἐπειδή ἕνα πάθος θεραπεύεται μέ τά ἀντίθετά του -ὅπως λένε κι οἱ μαθητές τῶν γιατρῶν- καταβάλλει κι Αὐτός τά πάθη μας μέ τά ἀντίθετά τους, δηλαδή τήν ἡδονή μέ τούς μόχθους, τήν ὑπερηφάνεια μέ τήν ταπείνωση. Δέν ταπείνωσε δηλαδή μόνο τόν Ἑαυτό Του μέ τό νά γίνει ἄνθρωπος, ἐνῶ ἦταν πλούσιος στή θεότητα, ἀλλά ταπεινώθηκε καί ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους (πρβλ. Φιλιπ. 2, 6-8).

Πράγματι ποιός ἀπό τούς ἀνθρώπους ὑπῆρξε τόσο ταπεινός; «Δέν ἔχει ποῦ νά κλίνει τήν κεφαλή του» (Ματθ. 8, 20). Δέν εἶχε ὑποζύγιο, δέν εἶχε διπλό χιτώνα, δέν εἶχε ἄλλο ροῦχο. «Δεχόμενος προσβολές, δέν τίς ἀνταπέδιδε. Δέν ἀπειλοῦσε ὅταν τοῦ ἔκαναν κάποιο κακό»(Α’ Πέτρ. 2, 23). Ὁδηγοῦνταν σάν ἄκακο ἀρνί στή θυσία, χωρίς νά διαμαρτύρεται, χωρίς νά φωνάζει (Ἠσ. 53, 7). Τόν ράπιζαν κι ἔδινε πρόθυμα τή σιαγόνα Του σ᾽ ἐκεῖνον πού Τόν χτυποῦσε. Δέν ἔστρεψε τό πρόσωπό Του γιά ν᾽ ἀποφύγει τά αἰσχρά φτυσίματα. Ἐνῶ Τόν ἀποκαλοῦσαν Σαμαρείτη καί δαιμονισμένο (Ἰω. 8, 48) καί ἐνῶ Τόν καταδίωκαν, δείχνει ὑπομονή σ᾽ αὐτά, γιά ν᾽ ἀκολουθήσομε κι ἐμεῖς τά ἴχνη Του.

Τά ἔκανε ὅλα αὐτά μέ τήν εὐδοκία τοῦ Θεοῦ-Πατέρα. Ὄντας δηλαδή δικός Του Υἱός Μονογενής καί Ὁμοούσιος, μᾶς γνώρισε τήν Πατρική ἀγάπη τοῦ Θεοῦ-Πατέρα. Γιατί τόσο πολύ μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός καί Πατέρας, ὥστε ἔδωσε ὡς λύτρο γιά χάρη μας τόν Μονογενή Υἱό Του. Ὤ ἀγάπη ἀνυπέρβλητη! Ἔδωσε τόν Μονογενή Υἱό Του, πού ἦταν συμβασιλέας Του, γιά χάρη δούλων πού παράκουσαν, γιά χάρη ἐχθρῶν πού Τόν βλασφημοῦσαν καί λάτρευαν γιά θεό τους τόν ἐχθρό. Ὤ βάθος πλούτου τῆς ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ (Ρώμ. 11, 33). Δέν ἀντιστάθηκε ὅμως ὁ Μονογενής Υἱός, δέν ἀθέτησε τό θέλημα τοῦ Πατέρα. Γιατί ἦταν Αὐτός ἡ βουλή καί ἡ θέληση τοῦ Πατέρα. Γι᾽ αὐτό λοιπόν, ἐπειδή ἦταν μέτοχος καί κοινωνός τῆς φύσης Του (γιατί εἶναι μία ἡ φύση τοῦ Πατέρα καί τοῦ Υἱοῦ), ἐκτελεῖ δικό Του θέλημα, γίνεται ἄνθρωπος καί ὑπήκοος τοῦ Πατέρα μέχρι θανάτου, καί μάλιστα θανάτου σταυρικοῦ (Φιλ. 2, 8), θεραπεύοντας ἔτσι τή δική μου παρακοή.

Ἐπείγεται λοιπόν πρός τό πάθος καί βιάζεται νά πιεῖ τό ποτήρι τοῦ θανάτου, τό σωτήριο γιά ὅλο τόν κόσμο. Ἔρχεται πεινασμένος γιά τή σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητας, καί δέ βρίσκει σ᾽ αὐτήν καρπό. Γιατί αὐτήν ὑπαινίσσεται μεταφορικά ἡ συκιά. Ποιός δηλαδή τρώει τό πρωί; Ὁ βασιλιάς, ὁ Κύριος, ὁ Δάσκαλος. Νιώθοντας πείνα πρωί-πρωί, δέν ἐμποδίζει τήν ἐπιθυμία τοῦ φαγητοῦ. Δέν συγκρατεῖ τή φύση Του, ἀλλά, σάν κάποιος ἀκρατής κι ἀκόλαστος, ὁρμᾶ ἀνόητα στό φαγητό, σέ ἀκατάλληλη ὥρα. Πῶς τότε παιδαγωγεῖ τούς μαθητές Του νά μήν τούς νικᾶ τό πάθος τῆς ἐπιθυμίας;

Δέν εἶναι ἔτσι τό πράγμα. Ἀλλά ὅπως μιλοῦσε διδάσκοντας μέ παραβολικούς λόγους, ἔτσι ἐκτελεῖ καί τίς παραβολές μέ ἔργο. Πλησίασε στή συκιά πεινώντας (Ματθ. 11, 19). Ἡ συκιά ὑποδήλωνε τή φύση τῆς ἀνθρωπότητας. Ὁ καρπός τῆς συκιᾶς εἶναι γλυκύς, τά φύλλα της τραχιά κι ἄχρηστα κι ἕτοιμα γιά τή φωτιά. Ἀλλά καί ἡ φύση τῆς ἀνθρωπότητας εἶχε γλυκύτατο τόν καρπό τῆς ἀρετῆς, ἔχοντας ἀπό τό Θεό τήν ἐντολή νά τήν καρποφορεῖ, ἐξαιτίας ὅμως τῆς ἀκαρπίας της στήν ἀρετή ἔβγαλε τά τραχιά φύλλα.

Πράγματι τί ὑπάρχει τραχύτερο ἀπό τίς βιοτικές μέριμνες (Γεν. 2, 25); Ἦταν κάποτε γυμνοί ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα καί δέν ἔνιωθαν ντροπή. Γυμνοί στήν ἁπλότητα καί τήν ἀπέριττη ζωή τους. Οὔτε τέχνη εἶχαν οὔτε βιοτικές μέριμνες. Δέν ἐπινοοῦσαν τρόπους πῶς νά σκεπάσουν τή γύμνια τοῦ σώματός τους. Δέν ντρέπονταν γιά τήν ἀκτημοσύνη τους οὔτε γιά τή λιτότητα τῆς ζωῆς τους, ἀλλά, ἄν καί ἦταν γυμνοί στό σῶμα, τούς σκέπαζε ἡ Θεία Χάρη. Δέν εἶχαν σωματικό φόρεμα, ἀλλά φοροῦσαν ἔνδυμα ἀφθαρσίας. Ὅταν ὅμως παράκουσαν, βρέθηκαν μακριά ἀπό τή Χάρη πού τούς σκέπαζε. Ἀπογυμνώθηκαν ἀπό τήν ἔκστασή τους πρός τόν Θεό καί τή θεωρία Του. Εἶδαν τή γύμνωση τοῦ σώματός τους (Γεν. 3, 7). Πόθησαν τά εὐχάριστα τῆς ζωῆς. Βρέθηκαν μέσα στή φτωχική καί στερημένη ζωή. Ἔρραψαν φόρεμα ἀπό φύλλα συκιᾶς κι ἔκαναν περιζώματα, ἔκαναν πολλούς λογισμούς καί βρῆκαν τήν τραχιά καί γεμάτη μέριμνες καί πόνους ζωή. «Μέ τόν ἱδρώτα τοῦ προσώπου σου θά φᾶς τό ψωμί σου. Καταραμένη θά εἶναι γιά τά ἔργα σου ἡ γῆ, θά βγάλει γιά σένα ἀγκάθια καί τριβόλια καί θά καταλήξεις στή γῆ» (Γεν. 3, 17, 19).

Ἀπόχτησες γήινα φρονήματα, γι᾽ αὐτό ἡ στροφή σου θά γίνει πρός τή γῆ. Ἔγινες ἕνα μέ τά ἄλογα ζῶα, ἀφοῦ δέν κατάλαβες ὅτι εἶχες τιμητική θέση (Ψαλμ. 48, 13). Ἤσουν στούς κόλπους τοῦ Θεοῦ καί δέν κατάλαβες τήν καρποφόρο ἀρετή. Προτίμησες τήν ἀπόλαυση τῶν γήινων κι ἀγάπησες τή ζωή τῶν ἀλόγων ζώων. Εἶσαι γῆ καί θά καταλήξεις στή γῆ. Θά κληρονομήσεις τό θάνατο, ὅπως τά ἄλογα ζῶα. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού φοράει καί τούς δερμάτινους χιτῶνες (Γεν. 3, 21). Ὄντας μέ τό σῶμα του ἀνάμεσα στή ζωή καί στό θάνατο – ἐνῶ πρῶτα ζοῦσε στόν παράδεισο τῆς τρυφῆς καί κατοικοῦσε σέ βασιλικά διαμερίσματα – ἀπέκτησε ἔπειτα θνητό καί παχύ σῶμα, ἱκανό νά ἀντέχει στούς κόπους. Εἶναι ἀληθινά τραχιά τά φύλλα τῆς συκιᾶς τῆς φύσης μας, τῆς ἀπειθάρχητης κακίας τῆς φύσης μας. Σ᾽ αὐτή τή συκιά, τή φύση δηλαδή τῆς ἀνθρωπότητας, πῆγε ὁ Σωτήρας πεινώντας καί ζητώντας ἀπό αὐτήν τό γλυκύτατο καρπό, δηλαδή τήν γλυκύτατη γιά τό Θεό ἀρετή, μέ τήν ὁποία πραγματοποιεῖ τή σωτηρία μας. Καί δέ βρῆκε καρπό, παρά φύλλα μονάχα, τήν τραχιά καί πικρή ἁμαρτία καί ὅ,τι κακό φυτρώνει ἀπό αὐτήν.

Γι᾽ αὐτό καί τῆς λέει ἐπιτιμητικά: «Ποτέ πιά δέν θά δώσεις καρπούς» (Ματθ. 11, 19). Γιατί ἡ σωτηρία δέν προέρχεται ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ἡ ἀρετή δέν προέρχεται ἀπό ἀνθρώπινη δύναμη. Ἐγώ θά φέρω τή σωτηρία σας καί μέ τό πάθος μου θά σᾶς χαρίσω τήν ἀνάσταση. Θά σᾶς χαρίσω ἐπιπλέον καί τήν ἀπαλλαγή σας ἀπό τήν πολύ σκληρή αὐτή ζωή πού τώρα ζεῖτε. Αὐτά εἶπε καί βέβαια ὅπως τά εἶπε καί τά πραγματοποίησε.

Ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητής: Ἡ συκιὰ τοῦ Εὐαγγελίου

Ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητής:
Ἡ συκιὰ τοῦ Εὐαγγελίου

Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής

Ποιά εἶναι ἡ συκιὰ τοῦ Εὐαγγελίου πού, φαινομενικὰ, ξεράθηκε παράλογα; Καὶ ποιὰ εἶναι ἡ ἀκρότατη πείνα πού ζητοῦσε καρπὸ πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα; Καὶ τί σημαίνει, γιὰ ἕνα ἀναίσθητο πράγμα, ἡ κατάρα; (Μάρκ. 11, 12-14, Ματθ. 21, 18).

Ὁ Θεὸς Λόγος ποὺ οἰκονομεῖ τὰ πάντα γιὰ χάρη τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, παιδαγώγησε πρῶτα τὴ φύση μας μὲ τὸ νόμο ποὺ περιέχει σωματικότερη λατρεία. Γιατί ἡ ἀνθρώπινη φύση δὲν μποροῦσε νὰ δεχτεῖ τὴν ἀλήθεια γυμνὴ ἀπὸ τυπικὰ προκαλύμματα, ἐξαιτίας τῆς ἄγνοιας καὶ τῆς ἀλλοτρίωσης ποὺ τῆς εἶχε προκληθεῖ σέ σχέση μέ τὰ ἀρχέτυπα Θεία πράγματα. Ὅταν λοιπόν, γεννήθηκε στόν κόσμο ὡς ἄνθρωπος καί προσέλαβε ἑκούσια σάρκα ‒ἡ ὁποία εἶχε νοερή καὶ λογικὴ ψυχή‒ καί ὡς Λόγος μετέφερε τὴ φύση μας στὴν ἄυλη, γνωστική, πνευματικὴ λατρεία, δὲν ἤθελε ‒ἐφόσον πλέον φάνηκε στὴ ζωὴ ἡ ἀλήθεια‒ νὰ ἐξουσιάζει τόν κόσμο τό σκοτάδι, ποὺ τύπος του ἦταν ἡ συκιά.

Γι’ αὐτὸ, λέει, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴ Βηθανία στὰ Ἱεροσόλυμα, (Ματθ. 21,18· Μάρκ. 11, 11ἑ.) δηλαδὴ, μετὰ τὴν τυπικὴ καὶ σκιώδη καὶ ποὺ ἦταν κρυμμένη μέσα στὸ νόμο παρουσία Του, ἐρχόμενος ξανὰ στοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴ σάρκα ‒γιατί ἔτσι πρέπει νὰ ἐκληφθεῖ τὸ ἐπιστρέφοντας‒ εἶδε στὸ δρόμο μία συκιὰ ποὺ εἶχε μόνο φύλλα, (Ματθ. 21,18· Μὰρκ 11,13) ποὺ ὑπῆρχε στὴ σκιὰ καὶ στοὺς τύπους, δηλαδὴ τὴ σωματικὴ λατρεία τοῦ νόμου κατὰ τὴν ἄστατη καὶ παροδικὴ παράδοση ‒ἐπειδὴ ἦταν δίπλα στὸ δρόμο‒ τὴ λατρεία τῶν τύπων μόνο καὶ τῶν θεσμῶν ποὺ περνοῦν.

Ὅταν ὁ Λόγος τὴν εἶδε σὰν συκιὰ ὡραία καὶ μεγαλοπρεπὴ καὶ στολισμένη, ὡσὰν μὲ φύλλα, μὲ τὰ ἐξωτερικὰ περιβλήματα τῶν σωματικῶν παραγγελμάτων τοῦ νόμου καὶ μὴ βρίσκοντας καρπό, δηλαδὴ δικαιοσύνη, τὴν καταράστηκε ἐπειδὴ δὲν ἔδινε τροφὴ στὸ Λόγο, ἤ καλύτερα, πρόσταξε νὰ μὴ καλύπτει πιὰ δυναστεύοντας τὴν ἀλήθεια μὲ τοὺς νομικοὺς τύπους, πράγμα ποὺ ἀποδείχτηκε στὴ συνέχεια μὲ τὰ ἔργα, ἀφοῦ καταξεράθηκε ἐντελῶς ἡ νομικὴ ὡραιότητα ποὺ εἶχε τὴν ὕπαρξή της, στὰ σχήματα μόνο καὶ ἔσβησε ἡ ἔπαρση τῶν Ἰουδαίων γι’ αὐτή.

Γιατί δὲν ἦταν εὔλογο ἀλλὰ οὔτε κι ἐπίκαιρο, ἀφοῦ πιὰ εἶχε φανεῖ λαμπρὴ ἡ ἀλήθεια τῶν καρπῶν τῆς δικαιοσύνης νὰ παρασύρεται καὶ νὰ ξεγελιέται ἀπὸ τὰ φύλλα ἡ ὄρεξη, ὅσων παράτρεχαν σὰν δρόμο τὴν παροῦσα ζωὴ, καὶ νὰ ἀφήνουν τοὺς πλούσιους φαγώσιμους καρποὺς τοῦ Λόγου. Γι’ αὐτὸ λέει δὲν ἦταν ὁ καιρὸς τῶν σύκων·(Μάρκ. 11,13) ὁ χρόνος δηλαδὴ κατὰ τὸν ὁποῖο κυριαρχοῦσε στὴν ἀνθρώπινη φύση ὁ νόμος, δὲν ἦταν καιρὸς καρπῶν τῆς δικαιοσύνης, ἀλλὰ εἰκόνιζε τοὺς καρποὺς τῆς δικαιοσύνης καὶ μυοῦσε κατὰ κάποιο τρόπο τὴ μέλλουσα Θεία κι ἀπόρρητη καὶ σωτήρια ὅλων Χάρη, στὴν ὁποία δὲν εἶχε φτάσει ἀπὸ τὴν ἀπιστία του ὁ παλαιὸς λαὸς καὶ γι’ αὐτὸ χάθηκε. Γιατί ὁ Ἰσραήλ, λέει ὁ θεῖος ἀπόστολος, μὲ τὸ νὰ ἐπιδιώκει τὸ νόμο τῆς δικαιοσύνης, δηλαδὴ τὸ νόμο τῆς σκιᾶς καὶ τῶν τύπων, δὲν ἔφτασε στὸ νόμο τῆς δικαιοσύνης, (Ρωμ. 9, 31), δηλαδὴ τὸ νόμο ποὺ ὁλοκληρώνεται μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ.

Ἢ πάλι: ἐπειδὴ τὸ πλῆθος τῶν ἱερέων καὶ γραμματέων καὶ νομικῶν καὶ Φαρισαίων, ἄρρωστοι ἀπὸ τὴν κενὴ δόξα μὲ τὴν ἐπίδειξη τῆς πλαστῆς εὐλάβειας τῶν ἠθῶν, φαινόμενοι ὅτι ἀσκοῦσαν δικαιοσύνη, ἔτρεφαν τὴν ἔπαρση τῆς οἴησης, ὁ Λόγος λέει ὅτι ἡ οἴηση αὐτῶν ποὺ ἀναφέρθηκαν εἶναι συκιὰ ἄκαρπη πλούσια μόνο σὲ φύλλα, τὴν ὁποία, αὐτὸς ποὺ ἐπιθυμεῖ τὴ σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ πεινᾶ τὴ θέωσή τους, τὴν καταριέται ὡς ἄκαρπη καὶ τὴν ξεραίνει, ὥστε, προκρίνοντας τὸ νὰ εἶναι δίκαιοι ἀπὸ τὸ νὰ φαίνονται δίκαιοι, ἀφοῦ ξεντυθοῦν τὸ χιτώνα τῆς ἠθικῆς ὑπόκρισης καὶ φορέσουν τὸ γνήσιο χιτώνα τῆς ἀρετῆς, ὅπως θέλει ὁ Θεῖος Λόγος, νὰ περάσουν μ’ εὐσέβεια τὴ ζωὴ τους, παρουσιάζοντας στὸν Θεὸ τῆς ψυχῆς μᾶλλον τὴ διάθεση, παρὰ τὴν πλαστότητα τῶν ἠθῶν στοὺς ἀνθρώπους.

Ἂν τώρα καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς εἴμαστε τέτοιοι, πλάθοντας τὴν εὐλάβειά μας μὲ τοὺς τρόπους χωρὶς ἔργα δικαιοσύνης, ἂν δεχτοῦμε τὸ Λόγο ὡς φιλάνθρωπο ποὺ πεινᾶ τὴ σωτηρία μας, ἀποξηραίνει τὸ σπέρμα τῆς κακίας μέσα στὴν ψυχή, τὴν οἴηση, γιὰ νὰ μὴ μᾶς δίνει πιὰ τὴν ἀνθρωπαρέσκεια, καρπὸ τῆς φθορᾶς.

Ἔχετε, σύμφωνα μὲ τὶς δικές μου πενιχρὲς δυνάμεις, τὸ νόημα τοῦ λόγου, ποὺ κατὰ τὴν ἀφήγηση ποὺ ἔκανα ἔδειξε τὸν Κύριο νὰ πεινᾶ ὀρθὰ καὶ χρήσιμα νὰ καταριέται τὴ συκιὰ καὶ νὰ τὴν ξεραίνει σὲ κατάλληλη ὥρα, γιατί ἦταν ἐμπόδιο στὴν ἀλήθεια, καὶ ποὺ ἦταν εἴτε ἡ σύμφωνη μὲ τὸ νόμο παλαιὰ παράδοση τῶν σωματικῶν τύπων εἴτε καὶ ἡ ἐπαρμένη συμπεριφορὰ τῶν Φαρισαίων καὶ ἡ δική μας.

Ἅγιος Εὐλόγιος Ἀλεξανδρείας: Ὁμιλία εἰς τὴν ἁγίαν ἑορτὴν τῶν Βαΐων καὶ εἰς τὸν πῶλον

Ἅγιος Εὐλόγιος Ἀλεξανδρείας:
Ὁμιλία εἰς τὴν ἁγίαν ἑορτὴν
τῶν Βαΐων καὶ εἰς τὸν πῶλον

Ἅγιος Εὐλόγιος Ἀλεξανδρείας

Ἑορτάζουμε σήμερα οἱ πιστοὶ ἐπίσκεψι βασιλικὴ ἂς ὑποδεχθοῦμε τὸν Βασιλέα θεοπρεπῶς. Ἦλθε λοιπὸν ἡ ὥρα, ἂς μὴ κοιμώμεθα, ἂς ὑψώσωμε τὸν νοῦ πρὸς τὸν Θεόν, μὴ σβύσωμε τὸ πνεῦμα, ἂς ἀνάψωμε χαρμόσυνες λαμπάδες, ἂς ἀνανεώσωμε τὸν χιτώνα τῆς ψυχῆς, ἂς βαστάσωμε νικηφόρως τὰ βαΐα καὶ ἂς βοήσωμε μαζὶ μὲ τὸν ὄχλον, ἂς ὑμνήσωμε ὅπως τὰ παιδιά, μαζί τους: «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».

Ἰδοὺ ὅτι ἦλθεν, ἰδοὺ ἐφανερώθη, ἰδοὺ ἔφθασε. Πάλιν εἰσέρχεται στὴν Ἱερουσαλήμ, πάλι σταυρὸς ἑτοιμάζεται, πάλι σχίζεται τὸ χειρόγραφό του Ἀδάμ, πάλιν ὁ Παράδεισος ἀνοίγεται, πάλι γίνεται ἔνοικός του ὁ ληστής, πάλιν ἡ ἐκκλησία χορεύει, πάλιν ἡ πονηρὰ Συναγωγὴ χηρεύει, πάλιν οἱ δαίμονες αἰσχύνονται, πάλιν οἱ Ἰουδαῖοι μαίνονται, πάλιν οἱ πιστοὶ διασώζονται.

Ὅλα συμμετέχουν στὴν ἑορτή, ὅλα ὑμνοῦν τὸν Δεσπότη, οἱ οὐρανοὶ εὐφραίνονται, τὰ ὅρη ἀγάλλονται. Ποταμοὶ κροτήσετε, προσέλθετε, βοήσετε, βλέποντας τοὺς λόγους τῶν Προφητῶν μας νὰ πραγματοποιοῦνται· τὰ ὅρη ἀλαλάξετε, νήπια ὑμνήσετε, μαθηταὶ κηρύξετε, ἱερεῖς λαλήσετε, ἔθνη συναχθῆτε· τὰ οὐράνια, τὰ ἐπίγεια, τὰ καταχθόνια, κάθε ἡλικία καὶ ἀξίωμα.

Διότι ἔρχεται ὅλους νὰ τοὺς εὐεργετήση· ἐφανερώθη γιὰ νὰ τοὺς ἐλεήση ὅλους, γιὰ νὰ χαρίση σὲ ὅλους τὴν ἀγαλλίασι. Ἐνῶ εἶναι Θεός, ἔγινεν ἄνθρωπος καὶ «ἐπὶ τῆς γῆς ὄφθη καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη»· μαζὶ μὲ τοὺς δούλους ὁ Δεσπότης, μὲ τοὺς χρεωφειλέτες ὁ πληρωτής, μὲ τοὺς ἀσώτους ἡ σωτηρία, μὲ τοὺς καταδίκους ὁ ἐλευθερωτής, μὲ τοὺς ἀπεγνωσμένους ἡ ἐλπίς, μὲ τοὺς κατακειμένους ἡ ἀνάστασις, μὲ τοὺς ἀγνώμονες ὁ ἐλεήμων, μὲ τοὺς δραπέτες ὁ δίκαιος, μὲ τοὺς ὑπευθύνους ὁ ἀνεύθυνος, μὲ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ὁ ἀναμάρτητος, μὲ τοὺς ἀχαρίστους αὐτὸς ποὺ πάντα χαρίζει ἀφθόνως.

Εἶδες, ἀγαπητέ, τὸ μυστήριον τῆς ἑορτῆς; Εἶδες τὰ θαύματα τῆς σημερινῆς ἡμέρας; Χθὲς ἑώρταζεν ἡ Βηθανία, σήμερα ὅλη ἡ Ἐκκλησία ἀπήλαυσε τὴν θεϊκὴν παρουσία· χθὲς ἐχάρισε σὲ ἄλλον τὴν ζωή, σήμερα ἔρχεται ὁ ἴδιος πρὸς τὸν θάνατο· χθὲς ἀνέστη ὁ τετραήμερος, σήμερα παρουσιάζεται ὁ τριήμερος.

Τετραήμερον ἀνέστησε τὸν Λάζαρο, γιὰ νὰ προβεβαιώση τὴν κοινὴν ἀνάσταση τῆς φύσεώς μας, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τέσσερα στοιχεῖα. Ἀλλὰ ἐκεῖ μὲν ἡ Μάρθα «μεριμνᾶ καὶ τυρβάζει περὶ πολλά», συμβολίζοντας τὴν νομικὴ λατρεία· ἐνῶ ἐδῶ ἡ Μαρία παρακάθηται στὰ πόδια τοῦ Κυρίου, εἰκονίζοντας μὲ τὴν στοργὴ καὶ τὴν ἀφοσίωσή της σ’ αὐτὸν τὴν Ἐκκλησία.

Καὶ ἐκεῖ μὲν ἔξι ἡμέρες πρὶν τὸ Πάσχα χαρίζει στὶς δύο τὸν ἕναν ἀδελφό, τὸν τετραήμερο Λάζαρο μὲ τὶς πέντε αἰσθήσεις τοῦ σώματος, ἐπιτρέποντας στὰ δεσμά του νὰ λυθοῦν· τώρα ὅμως ἔρχεται νὰ δεσμευθῆ καὶ ἔρχεται ὄχι μὲ βάδισμα πομπῶδες οὔτε θορυβώντας οὔτε περιστοιχιζόμενος καὶ περιβαλλόμενος ἀοράτως ἀπὸ ἀγγελικὲς δυνάμεις καὶ ἐξουσίες, ὄχι καθήμενος σὲ θρόνον ὑψηλὸ καὶ ὑπερυψωνένο, ὄχι καλυπτόμενος ἀπὸ κάποιες πτέρυγες καὶ πυριμόρφους τροχοὺς καὶ πολυόμματα, ὄχι ἐντυπωσιάζοντας τοὺς πάντες μὲ σάλπιγγες καὶ σημεῖα καὶ τέρατα, ἀλλὰ κρυπτόμενος σὲ ἀνθρώπινη φύση.

Διότι ἡ παρουσία αὐτὴ εἶναι τῆς φιλανθρωπίας, ὄχι τῆς δικαιοκρισίας· τῆς συγκαταβάσεως, ὄχι τῆς τιμωρίας· ἐκδηλώνεται ἀνάλογα ὄχι μὲ τὴν δόξα τοῦ Πατρός, ἀλλὰ μὲ τὴν ταπείνωση τῆς μητρός.

Αὐτὴ τὴν παρουσία μᾶς διεκήρυξε ἀπὸ μακρυὰ ὁ θαυμάσιος Ζαχαρίας, καὶ συγκαλώντας τὴν κτίση πρὸς εὐφροσύνην ἀνέκραξε πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ διὰ μέσου αὐτῆς πρὸς τὴν Ἐκκλησία, λέγοντας «Χαῖρε σφόδρα θύγατερ Σιών»(Ζαχ. θ΄ 9).

Αὐτὸν τὸν λόγον ἀπηύθυνε καὶ ὁ Γαβριὴλ πρὸς τὴν Παρθένο· «Χαῖρε, Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ». Αὐτὸ ἀνέκραξε καὶ ὁ Σωτὴρ πρὸς τὶς γυναῖκες, ὅταν ἀνέστη ἐκ νεκρῶν· «Χαίρετε»· γιὰ νὰ μάθης ὅτι γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ἤκουσε παλαιὰ ἡ Εὔα· «ἐν λύπαις τέξη τέκνα», ἐβόησε τώρα πρὸς τὶς γυναῖκες τὸ «Χαίρετε», καθὼς ἐκήρυξε καὶ ὁ Ζαχαρίας λέγοντας «Χαῖρε σφόδρα, Θύγατερ Σιών, κήρυττε Θύγατερ Ἱερουσαλήμ».

Ποῖο εἶναι τὸ κήρυγμα, εἰπὲ φανερά, ὢ Προφήτη, «ἐπ’ ὅρους ὑψηλοῦ ἀνάβηθι, ὁ εὐαγγελιζόμενος Σιών· ὕψωσον τὴν φωνήν σου». Τί ἔλεγες στὴν Σιών; «Ἰδοὺ ὁ Βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι». Πῶς; Εἶπες τὴν παρουσία, δὲν θὰ εἰπῆς καὶ τὸν τρόπο; Ἄραγε ἐπάνω σὲ ἅρματα καὶ ὀχήματα; Ἄραγε μὲ δυνάμεις καὶ στρατεύματα καὶ ἱππεῖς καὶ τὴν λοιπὴν ἐπίδειξη τῶν Βασιλέων; Ὄχι, λέγει, ἀλλὰ πῶς; «Ἐπιβεβηκώς ἐπὶ ὄνον καὶ πῶλον νέον».

Τί λέγεις; Εἶναι δυνατὸν σὲ βασιλέα νὰ ἀνεβῆ σὲ πῶλο, νὰ χάση τὴν δόξα του καθήμενος ἐπάνω του; Ναί, λέγει. Διότι δὲν ἔρχεται μὲ τὴν ἰδίαν ὑπεροψία ποὺ ἔχουν οἱ ἄλλοι. Ἀλλὰ τί; Μὲ μορφὴν δούλου, ὡς νυμφίος, τόσον πράος καὶ ἥμερος ὡς ἀμνός· καὶ ὡσὰν σταγόνα ποὺ στάζει ἥσυχα σὲ σπόγγο, καὶ ὡσὰν πρόβατον ποὺ τὸ πηγαίνουν γιὰ σφαγήν, ὡσὰν ἀρνίον ἄκακο ποὺ ὁδηγεῖται νὰ θυσιασθῆ, ἔτσι ἔρχεται, φορώντας τὴν ἄλογο φύση τῶν ἀνθρώπων καὶ καθήμενος σὲ ζῶον ἄλογο, πρὸς παιδαγωγίαν τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανεύωνται, «καθαιρώντας δυνάστας ἀπὸ θρόνους καὶ ὑψώνοντας ταπεινούς, γεμίζοντας τοὺς πεινασμένους μὲ ἀγαθά, καὶ ἐξαποστέλλοντας τοὺς πλουσίους κενούς». Φέρει μαζί του κάποιους δώδεκα, καὶ αὐτοὺς ἀξιοθρήνητους, ποὺ τὸν ἀκολουθοῦν ὅπου πηγαίνει, καὶ δι’ αὐτῶν συγκαλεῖ τὰ ἔθνη.

Αὐτὸς εἶναι ὁ κλάδος ποὺ ἐβλάστησε ἀπὸ τὴν ρίζα τοῦ Ἰεσσαί, τὸν ὁποῖο προϋπαντοῦν σήμερα τὰ τέκνα τῶν Ἑβραίων· τοῦ σείουν κλάδους ἐλαιῶν, ἐπειδὴ εἶναι ἐλεήμων· τὸν ἀνευφημοῦν μὲ βαΐα, ἐπειδὴ εἶναι ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου καὶ λέγουν «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».

Τί λέγει δηλαδὴ ὁ εὐαγγελιστής; «Καὶ ἐγένετο ὅτε ἤγγισεν ὁ Ἰησοῦς εἰς Βηθσφαγὴ καὶ εἰς Βηθανίαν, πρὸς τὸ ὅρος τὸ καλούμενον Ἐλαιῶν, ἀπέστειλε δύο τῶν μαθητῶν Αὐτοῦ, εἰπών. Ὑπάγετε εἰς τὴν κατέναντι κώμην, καὶ εἰσερχόμενοι ἐν αὐτὴ εὑρήσετε ὄνον καὶ πῶλον νέον, ἐφ’ οὗ οὐδεὶς ἀνθρώπων ἐκάθισε. Λύσαντες ἀγάγετέ μοι. Καὶ ἐὰν τις ὑμᾶς ἐρωτᾶ διατὶ λύετε; Ἐρεῖτε ὅτι ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει». Αὐτοὶ τότε ἔκαναν πράξη τὸν λόγο τοῦ Λόγου, καὶ ὁδήγησαν πρὸς αὐτὸν τὸν ὄνον καὶ τόν πῶλον, ἐτοποθέτησαν ἐπάνω τὰ ἱμάτιά τους καὶ ἐκάθισεν ὁ Ἰησοῦς.

Ἡ ἀπέναντι κώμη εἶναι τύπος τοῦ παρόντος βίου. Διότι ἦταν ἀντίκρυ καὶ ὄχι κοντὰ στὸν Θεόν. Ὅταν λοιπὸν ἐπλησίασε σ’ αὐτὴν τὴν κώμη, ὅταν ἐσαρκώθη καὶ συνανεστράφη μαζί μας, τότε λοιπὸν ἀποστέλλει τοὺς δύο μαθητάς, δηλαδὴ τὶς δύο Διαθῆκες, γιὰ νὰ ὁδηγήσουν σ’ αὐτὸν τοὺς δύο λαούς, τὴν παλαιὰν γηρασμένη Συναγωγὴ καὶ τoν νέο καὶ ἀγύμναστον λαὸν τῶν Ἐθνῶν. Λέγοντας δὲ ἀπέναντι, ἐννοεῖ ὅτι ἔστειλε νὰ λύσουν ἀπὸ τὸ ἐπιτίμιο αὐτὸν ποὺ εἶχε ὁρισθῆ νὰ κατοικῆ ἀπέναντι ἀπὸ τὴν τρυφὴν τοῦ Παραδείσου καὶ νὰ τόν προσκαλέσουν. Βλέποντας λοιπὸν οἱ παλαιοὶ Προφῆται, οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ ἱεροκήρυκες τὸν Ἀδὰμ νὰ ἀπολαμβάνη πάλι τὴν σωτηρία, προϋπαντοῦν ἱεροπρεπῶς αὐτὸν ὁ ὁποῖος ἐταπείνωσε τόν ἑαυτόν του, ἐρχόμενος ἀπὸ ὄρος ὑψηλὸν στὴν Σιών γιὰ τὸ ἑκούσιον Πάθος. Καὶ ψάλλουν ἐπευφημώντας τον μὲ τοὺς θεοπνεύστους λόγους των, ὡσὰν μὲ ἐμψύχους κλάδους ἐλαιῶν. «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. Ὡσαννὰ ὁ ἐν τοῖς ὑψίστοις». Τί λέγεις; Τόν βλέπεις νὰ κάθηται σὲ ἕνα μικρὸν ἀξιολύπητον ὀνάριο καὶ κράζεις «Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις»; Βλέπεις μορφὴν δούλου καὶ τόν λέγεις Θεὸν Κύριον ἐν ὀνόματι Κυρίου»; Ναί, λέγει, κάθεται στὸν πῶλο, καὶ ἀπὸ τόν πατρικὸν κόλπο δὲν χωρίζεται. Ἐδῶ ἀπὸ παιδιὰ ὑμνεῖται, καὶ ἐπάνω ἀπὸ Σεραφὶμ θεολογεῖται. Εἰσέρχεται στὴν Ἱερουσαλήμ, ἀλλὰ δὲν ἐγκατέλειψε τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Καὶ συγχρόνως τόν βλέπει ὁ Ἰωάννης καὶ τόν προϋπαντᾶ βοώντας «Ἴδε ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου». Καὶ ἀλλοῦ: «Ἰδοὺ ὁ Θεὸς ἡμῶν. Ἰδοὺ αὐτὸς ἤξει καὶ σώσει ἡμᾶς».

Γι’ αὐτὸ ἀνοίχθησαν σήμερα ὀφθαλμοὶ τυφλῶν. Καὶ ὁ μὲν ἕνας Προφήτης βοᾶ στόν Κύριο στραμμένος πρὸς τὴν Ἀνατολήν. «Ἰδοὺ ἄνθρωπος, ἀνατολὴ ὄνομα αὐτῷ», ὁ δὲ ἄλλος πρός τὴν Δύση παρακινεῖ: «ὁδοποιήσατε τῷ ἐπιβεβηκότι ἐπὶ δυσμῶν. Κύριος ὄνομα αὐτῷ». Ὁ ἕνας λέγει «ἐγέρθητι, βορρᾶ», ὁ ἄλλος φωνάζει «ἔρχου, νότε». Ὁ δὲ Δαβὶδ συγκαλεῖ τὸ κήρυγμα περιεκτικώτατα καὶ σταυροφανώτατα «ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν καὶ βορρᾶ καὶ θαλάσσης». Ὁ Ἱερεμίας ἄδει σὰν νὰ δακτυλοδεικτῆ τὸν ἐρχόμενο πρὸς τὰ ἔθνη καὶ λέγει «οὗτος ὁ Θεὸς ἡμῶν. Οὐ λογισθήσεται ἕτερος πρὸς αὐτόν. Ἐξεῦρε πᾶσαν ὁδὸν ἐπιστήμης. Μετὰ ταῦτα, ἰδοὺ ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη, καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη». Ὁ ἕνας λέγει πρὸς τὴν Ἱερουσαλὴμ «τέρπου καὶ εὐφραίνου, θύγατερ Σιών». Ὁ ἄλλος παροτρύνει τὰ παιδιά: «Αἰνεῖτε παῖδες Κύριον».

Καὶ τὰ παιδιὰ ἀποκρίνονται: «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». Ἀκούει ὅλα αὐτὰ ὁ ψαλμωδὸς καὶ βοᾶ πρὸς τὸν Κύριον: «Ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον». Καὶ ὁ Δεσπότης παρακινεῖ τοὺς λαούς: «Ἄφετε τὰ παιδία ἔρχεσθαι πρὸς με». Καλῶς ἠκολούθησαν τοὺς λόγους τῆς Ἐλισάβετ τὰ παιδιά. Διότι ἐνῶ ἐκείνη εἶπε πρὸς τὴν Παρθένο καὶ Θεοτόκο «εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου», αὐτὰ λέγουν πρὸς τὸν Υἱὸν της «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, Θεὸς Κύριος».

Τί σημαίνει «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»; Ἐρχόμενος, ἀπὸ ποῦ; Ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ ἀπὸ τὴν Παρθένον. Ἐρχόμενος καὶ πορευόμενος. Ποῦ ἔρχεται; Στὸ Πάθος «ἐν ὀνόματι Κυρίου», τοῦ Πατρὸς βεβαίως, καθὼς καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἔλεγε: «Ἐγὼ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐξῆλθον καὶ πρὸς τὸν Πατέρα μου ὑπάγω». Εἶδες θεολόγο δόγμα ἀπὸ ἀπειρόλογα παιδιά; Τὰ παιδιὰ ἀνεγνώρισαν ἐκ φύσεως τὸν Δεσπότη τῆς κτίσεως, ἐνῶ οἱ πατέρες τοὺς ἀπεδείχθηκαν ἀχάριστοι. Αὐτὰ τὸν ὕμνησαν ὡς Θεόν, καὶ ἐκεῖνοι τὸν ἐσταύρωσαν ὡς ἐχθρόν. Αὐτὰ ψάλλουν ὡσαννά, ἐκεῖνοι κράζουν σταυρωθήτω. Ἡ νέα καὶ ἀδαὴς ἡλικία σωθήσεται, καὶ αὐτοὶ ποὺ παρουσιάζονται ὡς σοφοὶ σκοτίζονται. Τὰ παιδιὰ ἔστρωσαν στὸν δρόμο τὰ ἱμάτιά τους, οἱ πατέρες ἐπῆραν τὰ ἱμάτιά του καὶ τὰ διεμέρισαν. Αὐτὰ ἐκδύονται τοὺς χιτῶνες τους, προμηνύοντας τὴν γύμνωση τῆς Συναγωγῆς, συγχρόνως δὲ ὑποδεικνύοντας καὶ σ’ ἐμᾶς νὰ ἐκδυθοῦμε τὸν παλαιὸν ἄνθρωπο, καὶ νὰ ὑποταγοῦμε στὸν Χριστό.

Τὰ παιδιὰ ὑποδέχονται τὸν Χριστὸν μὲ τὰ βάϊα· οἱ πατέρες τοὺς ἔρχονται μὲ τὰ μαχαίρια. Αὐτὰ εὐλογοῦν, ἐκεῖνοι βλασφημούν” αὐτὰ ὡς πρόβατα ἐδέχθησαν τoν ποιμένα, ἐκεῖνοι ὡς λύκοι ἐσφαγίασαν τoν ἀμνό. Πόσο παράδοξο καὶ παρὰ τὴν φύση ἦταν πράγματι τὸ θέαμα, νὰ βλέπης νήπια τὰ ὁποία θηλάζουν γαλουχούμενα στὶς ἀγκάλες τῶν μητέρων, νὰ βαστοῦν μὲ τὸ ἕνα χέρι τoν μαστὸ τῆς μητρός τους καὶ μὲ τὸ ἄλλο νὰ σείουν τοὺς βλαστοὺς τῶν βαΐων πρὸς τoν Θεόν, ποὺ ἐγεννήθη ἀπὸ μητέρα· καὶ πίνοντας τὸ μητρικὸ γάλα νὰ ἐκστομίζουν δόγμα Δεσποτικόν, καὶ νὰ ἀναφωνοῦν ὡς πρῶτον λόγο καρπὸν χειλέων στoν Θεὸν Λόγο λέγοντας: «Ὡσαννὰ» ποὺ σημαίνει δόξα σοί, σῶσον ἠμᾶς ὁ ἐν τοῖς ὑψίστοις. Ποῖος σᾶς ἐκπαίδευσε παιδιά μου; Ποῖος σᾶς ἐσόφισε, ποῖος σᾶς ἐμυσταγώγησε πρὸ καιροῦ τoν λόγο τοῦ Λόγου;

Ἂς παρουσιασθῆ ἐνώπιόν μας ὁ ἀχάριστος Ἰουδαῖος. Ἂς ἔλθη καὶ ἡ μοιχαλὶς Συναγωγή. Εἰπέ μας, Ἰουδαῖε. Δὲν μᾶς ἐκήρυξαν ὅλοι οἱ Προφῆται ὅτι ἔρχεται; Ναί, λέγει, τὸ ἀμφιβαλλόμενον ὅμως εἶναι αὐτό, ἦλθε ἢ ὄχι ἀκόμη; Ἀκόμη δὲν ἦλθε, λέγει. Καλῶς.

Ἂς ἰδοῦμε, λοιπόν, τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐρχομένου, καὶ τότε θὰ μάθωμε ἐὰν ἦλθε ἢ ὄχι. Θεὸν λέγεις τόν ἐρχόμενον ἢ κοινὸν ἄνθρωπον; Ἄνθρωπο, λέγει, σὰν τὸν Δαυϊδ, ἢ αὐτὸν τὸν ἴδιο τόν Δαυϊδ. Σὰν τὸν Δαυϊδ! Ὢ σοφιστὰ τῆς κακίας! Ὢ ἀσύνετε στὴν καρδία! Πῶς λοιπὸν ὁ ἴδιος ὁ Δαυὶδ τόν ἀποκαλεῖ Κύριον καὶ ἐρχόμενον ἀπὸ τόν Κύριον, ὅπως μόλις ἤκουσες τὰ τέκνα σου νὰ ἀνυμνοῦν «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. Θεὸς Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν».

Καὶ πάλιν «εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἂν θῷ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου». Καὶ πάλιν «ἐβασίλευσεν ὁ Θεὸς ἐπὶ τὰ ἔθνη», καὶ «εἴπατε ἐν τοῖς ἔθνεσιν ὅτι Κύριος ἐβασίλευσεν». Ποῖος δὲ εἶναι αὐτὸς ὁ βασιλεύς; Ἄκου τόν Ἠσαΐα, ποὺ ἀναφερόμενος σὲ σᾶς, λέγει: «καὶ θελήσουσιν οἱ λαοὶ εἰ ἐγεννήθησαν πυρίκαυστοι» (ὅλοι οἱ κακῶς συναγμένοι θησαυροὶ δηλαδή).

Γιατί, ὢ Προφήτη; «Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν, οὐ ἡ ἀρχὴ ἐγεννήθη ἐπὶ τοῦ ὤμου αὐτοῦ, καὶ καλεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς ἄγγελος, θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Τί λέγεις τώρα, Ἰουδαῖε; Ἰδοὺ ὅτι οἱ Προφῆτες σαφῶς ἐκήρυξαν Θεὸν τὸν Ἐρχόμενον. Δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μᾶς σώση ἄνθρωπος. Διότι ἐὰν ἐπρόκειτο νὰ ἀποθάνη πρὸς χάριν μας ὁ Μωυσῆς ἢ ἕνας ἀπὸ τοὺς Προφῆτες, πῶς θὰ μᾶς ἔσωζε, ἀφοῦ θὰ εὑρίσκετο καὶ αὐτὸς ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας; Γι’ αὐτὸ εἴχαμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν σάρκωση τοῦ ἀναμαρτήτου Θεοῦ, ὁ ὁποῖος θὰ κατεδέχετο νὰ ἀποθάνη κατὰ τὴν σάρκα.

Γι’ αὐτὸ σαρκώνεται ὁ ἄσαρκος, ὥστε αὐτὸ ποὺ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τὸ ὑποστῆ μὲ τὴν θεότητα νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ τὸ ὑποστῆ μὲ τὴν ἀνθρωπότητα. Πάσχει καὶ δὲν πάσχει. Τὸ πρῶτο μὴ τὸ καταλογίσης στὸν Λόγο, στὸ δεύτερο μὴ χωρίζης τὴν σάρκα ἀπὸ τόν Λόγο. Διότι δὲν χωρίζω, ἀλλὰ ἀναγνωρίζω τὸ ἰδίωμα τῆς κάθε οὐσίας. Λέγω ὅτι ὁ Λόγος συνυπάρχει μαζὶ μὲ τὴν σάρκα, ὅμως δὲν συμπάσχει μ’ αὐτήν.

Συσταυρώνεται ἀλλὰ χωρὶς νὰ προσηλωθῆ στόν σταυρὸν ἡ ἰδικὴ του φύσις. Συνθάπτεται, ἀλλὰ δὲν συνθανατώνεται. Συγκλείεται μὲ τὸ νεκρὸν σῶμα στόν τάφο, ἀλλὰ δὲν περιορίζεται ἐκεῖ μαζί του. Ἡ ψυχὴ χωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀλλὰ ὁ Λόγος δὲν ἀπομακρύνεται οὔτε ἀπὸ τὸ ἕνα οὔτε ἀπὸ τὸ ἄλλο.

Γι’ αὐτὸ ἐλαφυραγωγήθη ὁ Ἅδης, ἐπειδὴ ἡ ψυχὴ κατῆλθε ἐκεῖ ἡνωμένη μὲ τὴν θεότητα. Διότι ἐπορεύθη ἐκεῖ κάτω καὶ ἐκήρυξε στὰ πνεύματα ποὺ εὑρίσκοντο στόν Ἅδη. Τὸ δὲ ἡνωμένο μὲ τὴν θεότητα σῶμα, στὸν τάφο δὲν ὑπέστη οὐδεμίαν ἀποσύνθεση. Διότι ὁ Λόγος ἔμεινε σὲ ὅλες τὶς φάσεις ἀχώριστος ἀπὸ τὴν σάρκα του. Δὲν τὴν ἄφησε οὔτε γιὰ λίγο μόνη της, ἄθεον, σὰν νὰ ἀνῆκε σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ἰδικὰ μας σώματα.

Ὅμως ἂν καὶ ἐσώθη μὲ τὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου ἡ λογική μας φύσις, ὅμως δὲν ἐξισώθη μὲ αὐτήν. Διότι πῶς νὰ ἐξισωθῆ τὸ πρόσφατο μὲ τὸ προαιώνιο; Ἢ πῶς θὰ ἐξομοιωθῆ τὸ ἄναρχο μὲ τὸ ἔναρχο; Γι’ αὐτὸ καὶ τόν βλέπεις σήμερα ἐπάνω στὸν πῶλο σὰν ἄνθρωπο. Διότι ἦταν διπλός.

Γι’ αὐτὸ καὶ ηὐξήθη καὶ ἐθήλασε καὶ ἐδάκρυσε καὶ ἀγωνίασε σύμφωνα μὲ τόν νόμο τῆς ἰδικῆς μας φύσεως. Διότι ὁ Θεὸς Λόγος, ὅταν ἐσαρκώθη, δὲν ἠρνήθη τὰ ἀδιάβλητα πάθη τῆς φύσεώς μας, ἐπειδὴ θὰ ἔπρεπε τότε πρὶν ἀπὸ αὐτὰ νὰ ἀρνηθῆ τὴν ἴδια τὴν φύση μας. Δὲν κοιμᾶται στὸ πλοῖο ὁ Θεὸς Λόγος «οὐ νυστάξει, οὐδὲ ὑπνώσει ὁ φυλάσσων τὸν Ἰσραήλ»· κοιμᾶται ὅμως ἡ σάρκα ἡ ἰδική μας, τὴν ὁποίαν ἐνεδύθη ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ.

Δὲν θὰ πεινάση, δὲν θὰ κοπιάση ἀπὸ τὴν ὁδοιπορίαν ἡ θεία φύσις, ὅπως λέει ὁ Ἠσαΐας: «Ὁ Θεὸς ὁ μέγας καὶ ἰσχυρὸς οὐ πεινάσει οὐδὲ κοπιάσει». Πῶς λοιπὸν πεινᾶ; Κατὰ τὴν σάρκα ποὺ ἔλαβε ἀπὸ ἐμᾶς. Πῶς πάσχει; Κατὰ τὴν σάρκα. Πῶς δακρύζει; Κατὰ τὴν σάρκα. Πῶς ἐθανατώθη; Κατὰ τὴν σάρκα, ἐνῶ κατὰ τὸ πνεῦμα εἶναι ὅλος ζωή. Πῶς σαλεύει τὴν γῆ; Μὲ τὴν θεότητα, ὡς πρὸς τὴν ὁποίαν εἶναι ἡνωμένος μὲ τὸν Πατέρα. Πῶς κυριεύει τὸν Ἅδη; Μὲ τὴν θεότητα, ὄχι ἁπλῶς μὲ τὴν ἀνθρωπίνη φύση του. Πῶς λέγει «Ἐγὼ καὶ ὁ Πατὴρ ἕν ἐσμέν»; Ὡς πρὸς τὴν ἄνω προαιώνιο γέννηση. Πῶς «Ὁ Πατήρ μου μείζων μου ἐστίν»; Ὡς πρὸς τὴν κάτω γέννηση ἀπὸ τὴν Παρθένο. Πῶς «ὁ ἑωρακώς ἑώρακε τὸν Πατέρα»;

Ὡς πρὸς τὴν ἄκτιστο φύση τοῦ Λόγου. Πῶς οὐ δύναμαι ἀπ’ ἐμαυτοῦ ποιεῖν οὐδέν»; Τί λοιπόν, εἶναι ἀδύναμος ὁ Λόγος σχετικὰ μὲ τὸν Πατέρα; Μακρυὰ αὐτὴ ἀρειανικὴ φρενοβλάβεια! Ποῖο εἶναι αὐτὸ ποῦ λέγει «Δόξασόν με πάτερ»; Τὸ σῶμα τοῦ Λόγου.

Ποῖος λέγει «Ἐγὼ ἐν τῷ Πατρὶ καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐμοί»; Ὁ Λόγος ποὺ εὑρίσκεται μέσα στὸ σῶμα. Πῶς «Πατέρα μου καὶ Πατέρα ὑμῶν»; Ὁ Πατὴρ δὲν εἶναι τοῦ σώματος Πατὴρ ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ Λόγου, ποὺ γεννᾶται ἀπὸ αὐτόν. «Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν», Θεὸς ὄχι τοῦ Λόγου (πῶς θὰ εἶναι Θεὸς τοῦ ἴσου μὲ αὐτὸν Θεοῦ;) ἀλλὰ Θεὸς τῆς μορφῆς τοῦ δούλου ποὺ ἠνώθη μὲ τὸν Λόγο. «Πρὸ τοῦ Ἀβραὰμ γενέσθαι, ἐγὼ εἰμί», ὁ Θεὸς Λόγος ποὺ εἶναι μέσα στὴν σάρκα. «Κύριος εἶπε πρὸς με. Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε» ὡς πρὸς τὴν πρόσφατο σάρκωση τοῦ Λόγου. Διότι δὲν ἦταν ἄλλος ἐκεῖνος ποὺ ἐγεννήθη ἀπὸ τὸν Πατέρα πρὶν τὸν Ἑωσφόρο καὶ ἄλλος αὐτὸς ποὺ ἐγεννήθη ἀπὸ μητέρα στὴν Βηθλεέμ.

Ἐὰν αὐτὰ παραφρονῆ ὁ Παῦλος ὁ Σαμοσατεύς, ὁ Παῦλος ὅμως ὁ Ταρσεὺς ἄλλα νουθετεῖ. Ἀλλὰ ὅταν μὲν θέλη νὰ φανερώση τὴν μορφὴν τοῦ Θεοῦ, ποὺ κρύπτεται μέσα στὴν μορφὴν τοῦ δούλου βοᾶ: «Ὃς ὤν ἀπαύγασμα τῆς δόξης». Ὅταν δὲ πάλι φανερώνη τὴν διαφορὰ τῆς σαρκὸς ἡ ὁποία ἑνώθη μὲ τὸν Λόγο, λέγει: «Ὁ δὲ Θεὸς καὶ τόν Κύριον ἤγειρεν», γιὰ νὰ ἀποδείξη ἔτσι ὁ Ἀπόστολος τὴν διάκριση τῶν δύο φύσεων ποὺ ὑπάρχουν στὴ μία ὑπόσταση, καὶ νὰ καταβάλη τὸν Μάνη τὸν φαντασιομάχο καὶ τόν Παῦλο τὸν ἀνθρωπολάτρη.

Σὺ δὲ τί λέγεις; Τί νομοθετεῖς;, νέε Μανιχαῖε καὶ καθαρὲ ὑπέρμαχε τῆς μανίας ἐκείνου; Δὲν συμβιβάζεσαι νὰ ὀνομάσης τὴν σάρκα φύση; Ἀλλὰ δειλιᾶς ἐκεῖ ὅπου δὲν ἁρμόζει ὁ φόβος, οὔτε σέβεσαι τόν Δεσπότην ὁ ὁποῖος λέγει στὸν καιρὸν τοῦ Πάθους: «Τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενής». Ἐὰν εἶναι πρόθυμος, πῶς εἶναι συγχρόνως ἀσθενής; Ποία φύσις τοῦ Χριστοῦ, ποία σάρκα εἶναι ἀσθενής; Βεβαίως τοῦ Ἀδάμ, ποὺ ἔχει ἀσθενήσει. Καὶ πῶς προσεύχεται γονατιστός; Ἄραγε ὁ Λόγος προσεύχεται;

Καὶ πῶς παρακαλεῖ τόν Θεόν, ἀφοῦ εἶναι Θεός; Ἐὰν λοιπὸν εἶναι ἴσος μὲ τὸν Πατέρα, ὅπως καὶ εἶναι, δὲν προσεύχεται ὡς πρὸς τὴν Θεότητα, ἀλλὰ ὡς ἄνθρωπος. Ἐπειδὴ πῶς λέγει: «Ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι τὴν ψυχήν μου, καὶ ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν»; Ἐκεῖνος πού ἔχει ἐξουσία πῶς χρειάζεται βοήθεια ἀπὸ ἀλλοῦ; Αὐτὸς ποὺ λέγει «Λύσατε τoν ναὸν τοῦτον (δηλαδὴ τὴν σάρκα του) καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν», πῶς, ὢ θεομάχε, ἐνῶ ἐγείρει τoν ναόν του, διαλύεται μαζὶ μὲ τὸ ναό; Διότι ἐὰν ὁ ἴδιος διαλύεται, τότε βεβαίως δὲν ἠμπορεῖ νὰ τόν ἀναστήση κανείς.

Καὶ σὺ μὲν φοβεῖσαι, ὅπως λέγεις, μήπως ἀκούοντας σῶμα ποὺ πάσχει, προσκυνήσεις κοινὸν κτίσμα. Ἐγὼ ὅμως ἐκεῖνο τρέμω, μήπως λέγοντας ὅτι ἡ Θεότης ἔπαθε καὶ ἀπέθανε, ἀτιμάσω ὅλο τὸ μυστήριον τῆς Τριάδος.

Διότι ἐὰν μὲν ἔπαθε ὁ Λόγος, ἡ δὲ φύσις τοῦ Πατρὸς εἶναι ἀπαθής, τότε βεβαίως ἄλλη ἦταν ἡ οὐσία Τοῦ Λόγου καὶ ἄλλη ἡ τοῦ Πατρός. Καὶ γιατί λοιπὸν νὰ μαχώμεθα γι’ αὐτὸ μὲ τοὺς Ἀρειανούς; Ἐὰν μία εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Λόγου καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ δὲ Λόγος τοῦ Θεοῦ ποὺ ἦταν μέσα στὴν σάρκα ἔπαθε, ἄρα ἡ οὐσία καὶ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι παθητή καὶ θνητή. Διότι ἐὰν συνέπασχε ὁ Λόγος μὲ τὴν σάρκα, τότε βεβαίως ἀπέθανε καὶ μαζί της, καὶ ἐὰν εἶναι ἔτσι, πῶς ἐλαφυραγώγησε τόν Ἅδη; Πῶς ἀνέστησε τοὺς νεκρούς; Θὰ εὑρεθῆ ἄρα καὶ χωρισμένος ἀπὸ τόν ζῶντα Πατέρα, ἀφοῦ ἀπέθανε.

Ἐὰν ὅμως συμβαίνη αὐτό, δὲν ἦταν λοιπὸν Τριὰς στὸν οὐρανὸ στὸν καιρὸ τοῦ Πάθους, ἀλλὰ δυάς, ἡ ὁποία ἀνέμενε τὸν Λόγο νὰ ἀναστηθῆ ἀπὸ τὸν Πατέρα, καὶ νὰ ἀνέλθη στὸν οὐρανό. Ώ, τί ἀθέμιτος τόλμη! Ποῖος ὄφις ἐξηπάτησε τοὺς θεομάχους νὰ ἀποκαλέσουν παθητὸν τὸν ἀπαθῆ, καὶ νὰ κάνουν τὸν κτίστην ἀσθενέστερον ἀπὸ τὰ κτίσματα!

Δὲν ἐντρέπεσαι, αἱρετικέ, τὸν ἥλιο ποὺ εὑρίσκεται στὸ δένδρο, καὶ ἐνῶ τὸ δένδρο κόπτεται, δὲν χωρίζεται οὔτε κόπτεται μαζί του ὁ ἥλιος, τῆς δικαιοσύνης ἐννοῶ, γινόμενος ἔτσι παθητὸς ὅπως ἦταν τὸ σῶμα του; Οὔτε εἶδες, ὢ κακοῦργε, κανένα φονέα ἢ κακοῦργο νὰ στερῆται τὴν κεφαλὴν ἢ τὰ χέρια του, τὴν δὲ ἀθάνατο ψυχή του νὰ μὴ συναποθαίνη μὲ τὸ σῶμα του; Ἔλαβαν ἔπειτα αὐτοὶ καίρια πληγὴν ἀπὸ τὸν Λόγο καὶ ἔπεσε ὁ θεομάχος.

Ἀνέπνευσε πάλιν ὁ χριστομάχος, πάλιν ἀδιαντροπεῖ ὁ Ἰουδαῖος. Τί λέγει; Κοίτα, λέγει, δὲν ἐφονεύσαμε Θεὸν ἀλλὰ ἄνθρωπο. Πρὸς αὐτὸν εἶναι καλὸ νὰ εἰποῦμε ἀπότομα: «Σιώπα, πεφίμωσο», κλεῖσε πλέον τὸ στόμα σου. Ἔστω, ἠθέτησες τὸν νόμο, ἔστω, ἐφόνευσες τοὺς Προφῆτες, δὲν κοκκινίζεις ἐνώπιόν τοῦ Δαυίδ, ὁ ὁποῖος λέγει γιὰ τὸν Χριστὸν «Ἐκ γαστρὸς πρὸ Ἑωσφόρου ἐγέννησέ με» ἐπάνω ὁ Πατήρ; Καὶ πάλι «Κύριος εἶπε πρὸς μέ, Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε». Δύο γεννήσεις ἔχει ὁ ἕνας καὶ μόνος Χριστός” μίαν ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἄχρονο, καὶ ἄλλην ἀπὸ τὴν μητέρα, ἄσπορο.

Ὅταν λοιπὸν λέγη: «Τὸν νῶτον μου δέδωκα εἰς μάστιγας, τὰς δὲ σιαγόνας μου εἰς ραπίσματα», τὰ μέλη αὐτὰ τοῦ σώματος τὰ ἔλαβε ἀπὸ τὴν Μαρίαν, ἡ ὁποία ἀνῆκε στὴν φυλὴ τοῦ Ἰούδα. Καὶ αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ ὁποῑα ἔλαβε ἀπὸ τὸν Ἰούδα, αὐτὰ τὰ ἔδωσε στοὺς Ἰουδαίους νὰ τὰ ραπίζουν καὶ νὰ τὰ μαστιγώνουν. Ἐκεῖνα ὅμως ποὺ ἔχει ὡς Θεὸς κατὰ φύση, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὰ ἰδῆ ἄνθρωπος καὶ νὰ ζήση. Ἀλλὰ ὁ Ἰουδαῖος δὲν σταματᾶ: πῶς λοιπὸν λέγει ὁ Προφήτης γι’ αὐτὸν ποὺ ἐσταυρώθη: «Καὶ εἴδομεν αὐτὸν καὶ οὐκ εἶχεν εἶδος (μορφὴ δηλαδὴ) οὐδὲ κάλλος».

Βλέπεις ὅμως ἀχάριστε, ὅτι γι’ αὐτὸν ἔχει γραφή: «Ὡραῖος κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων». Καὶ ἐὰν λέγης ποῖος Θεὸς ἠμπορεῖ νὰ εἶναι πρόσφατος; Ἐγὼ θὰ σοῦ εἰπῶ: ποίου ἀνθρώπου τὸ ὄνομα ὑπάρχει πρὸ τοῦ ἡλίου καὶ πολὺ πρὸ τῆς σελήνης; Καὶ «καταβήσεται ὡς ὑετὸς (βροχὴ δηλαδὴ) ἐπὶ πόκον (τούφα μαλλιοῦ δηλαδὴ) καὶ ὡς ἡ σταγὼν ἡ στάζουσα ἐπὶ τῆς γῆς»; Πάλιν ὅμως ἴσως εἰπῆς: ποῖος Θεὸς πωλεῖται γιὰ τριάκοντα ἀργύρια;

Καὶ ἐγὼ θὰ σοὺ ἀπαντήσω. Ποίου ἀνθρώπου αἷμα ἐξηγόρασε ὅλον τὸν κόσμο καὶ τόν ἠγίασε; Ἐὰν πάλι σκανδαλίζεσαι ποὺ τόν βλέπεις σήμερα νὰ κάθηται ἐπάνω σὲ ὄνον, ἀλλὰ πῶς δὲν λέγεις ἐκεῖνο ποὺ ἔμαθαν τὰ παιδιὰ χωρὶς νὰ τὸ διδαχθοῦν, καὶ ἐκραύγαζαν «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»;

Καὶ ὅτι εἶναι Κύριος καὶ Θεὸς αὐτὸς ποὺ κάθεται στὸν πῶλον ὡς ἄνθρωπος, ἂς ἔλθη ἐδῶ ὁ ἰδικός σου ἀλλὰ ὄχι ἰδικός σου Δαυίδ, ὁ ὁποῖος ὁμιλώντας μὲ τὰ τέκνα σου ἂς μᾶς εἰπῆ ποῖος εἶναι αὐτὸς ποὺ θεολογεῖ τόν ἀνυμνούμενον τώρα ἀπὸ αὐτά, καὶ στέκει κατὰ κάποιον τρόπον ἀπέναντι ἀπὸ τόν πῶλο λέγοντας: «Κύριε, ὁ Κύριος ἡμῶν, ὡς θαυμαστὸν τὸ ὄνομά σου ἐν πάσῃ τὴ γῆ! Ὅτι ἐπήρθη ἡ μεγαλοπρέπειά σου ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν! Ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον, ἕνεκα τῶν ἐχθρῶν σου, τοῦ καταλῦσαι ἐχθρὸν καὶ ἐκδικητήν», τόν διάβολο δηλαδή. Σὺ ποὺ εἶσαι ἐπάνω στὸν πῶλο, εἶσαι Θεὸς ἀληθινός. «Καὶ ὀψόμεθα τοὺς οὐρανούς, ἔργα τῶν δακτύλων σου». Σὺ ποὺ εἶσαι ἐπάνω στόν πῶλο ἐθεμελίωσες τὴν σελήνη καὶ τοὺς ἀστέρας, σὺ ἐλάττωσες τoν ἄνθρωπο «βραχὺ τί παρ’ ἀγγέλους», καὶ φορώντας τoν ἄνθρωπο τόν ὕψωσες ἐπάνω ἀπὸ κάθε ἀρχὴν καὶ ἐξουσία, καὶ «δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφάνωσας αὐτόν».

Σὺ μὲν φαίνεσαι ἐπάνω στὸν πῶλο, ἀλλὰ «ὁ Θρόνος σου, ὁ Θεὸς εἰς τoν αἰώνα τοῦ αἰῶνος, καὶ ράβδος εὐθύτητος ἡ ράβδος τῆς βασιλείας σου, ἠγάπησας δικαιοσύνην καὶ ἐμίσησας ἀνομίαν. Δία τοῦτο ἔχρισέ σε ὁ Θεὸς ὁ Θεός σου», διότι ἔλαβες μορφὴν δούλου. Σὲ ἔχρισε ὄχι μὲ χρίσμα ἐλαίου, ἀλλὰ μὲ Πνεῦμα Ἄγιον. Διότι αὐτὸ εἶναι τὸ ἔλαιον τῆς ἀγαλλιάσεως.

Γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε ἡ Παρθένος μητέρα σου: «ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμα μου ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ σωτήρι μου», ὅταν τὴν ἐπεσκίασε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Σὺ δὲ ὁ πιστὸς ἀκροατής, πρόσεχε, παρακαλῶ, πῶς ἡ Παναγία Παρθένος ἀπεκάλεσε τὸν Υἱὸν της Θεόν. Ναί, λέγει, «Θεός μου», κατὰ τὴν θεϊκήν του οὐσία. «Υἱός μου», κατὰ τὴν οὐσία ποὺ ἔλαβε ἀπὸ ἐμένα. Διότι δὲν ἔφερα στὸν κόσμο κοινὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ Θεὸν σαρκωμένον.

Καὶ μάρτυς ἀξιόπιστος εἶναι ἡ σφραγὶς τῆς παρθενίας μου. Μὴν ὑποτιμήσης, ἄνθρωπε, τὸ περίβλημα ποὺ ἔλαβε ἀπὸ ἐμένα ὁ Θεός, γιὰ νὰ μὴν ὑβρίσης ἔτσι αὐτὸν ποὺ τὸ περιεβλήθη. Μὴν ὑβρίσης τὴν σκηνή, διότι ὄντως χωρὶς ἀνθρώπινο χέρι ἐρράφη γι’ αὐτὸν ποὺ ἐσκήνωσε μέσα. Μὴ χωρίσης τὸ φῶς ἀπὸ τὴν σαρκικήν μου λαμπάδα, γιὰ νὰ μὴ σβύσης κακῶς τὸν Ἥλιο ποὺ ἔλαμψε στὸν κόσμο, καὶ χωρὶς μεσολάβηση ἀνθρώπου ἔγινε ἄνθρωπος. Διότι δὲν ἐγνώρισα ἄνθρωπον, ἀλλὰ εἶδα τὸν Θεὸν νὰ γίνεται μέσα μου ἄνθρωπος.

Ἔχεις, ὢ πιστότατον καὶ ἱερώτατον ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ, τὰ ἐγκώμια τῆς ἑορτῆς. Σκίρτησε. Ἔχεις τὰ θεῖα καὶ ἀμώμητα διδάγματα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπόλαυσέ τα. Ἔχεις τὰ ὄπλα τὰ πνευματικά. Πολέμησε ὑπὲρ τοῦ ποιμνίου κατὰ τῶν λύκων, μάθε τους νὰ μὴ βλασφημοῦν. Δίδαξε τὸν ἀγώνα ὑπὲρ τῆς ἀληθείας.

Ἀπόδειξε ὅτι ὁ ἀγρὸς τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ἰδικῆς μας καὶ τοῦ Χριστοῦ, εἶναι καθαρὸς ἀπὸ ὅλα τὰ ζιζάνια. Ἐὰν μὲν εἶσαι σὰν κάποιος Λάζαρος ἁλυσοδεμένος μὲ πταίσματα ἢ ἐνάντια δόγματα, ἄκου σήμερα τὸν Λόγο πού σοῦ φωνάζει: «Δεῦρο ἔξω», καὶ σὲ προστάζει νὰ λυθῆς καὶ νὰ ἀναστηθῆς. Ἐὰν δὲ εἶσαι κάποιος μαθητής, καὶ κατάλληλος πρὸς διδασκαλία, δέξου νὰ ἀποσταλῆς, νὰ λύσης καὶ νὰ ὁδηγήσης στὸν Χριστὸν πῶλο καὶ πώλους, καὶ πολλοὺς δεμένους στὴν πλάνη καὶ εὑρισκομένους στὴν ἀντίθετο πίστη, στὴν ἀντικρινὴ κώμη.

Καὶ ἂν κάποιοι ἀντιλέγουν καὶ δοκιμάζουν κακῶς νὰ ἐμποδίσουν τὴν λύση τῶν ἐκεῖ ἀκινητοποιημένων, λέγοντας: «Τί λύεις τὸν πῶλον», εἰπὲ καὶ σὺ ὅτι «ὁ Κύριος αὐτῶν χρείαν ἔχει». Διότι «Κύριος λύει πεπεδημένους, Κύριος σοφοῖ τυφλούς», ὅπως ἤκουσες στὸ Εὐαγγέλιο. Ἐπειδὴ ἀνεγνώρισαν ὅτι ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης ἐπεσκέφθη τὴν γῆ, πολὺ φυσικὰ ἐκραύγασαν πρὸς αὐτὸν «ἐλέησον ἡμᾶς, Κύριε, υἱὲ Δαυϊδ».

Τί καινοφανῆ καὶ παράδοξα θαύματα! Οἱ τυφλοὶ ἀναβλέπουν, καὶ οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ βλέπουν, τυφλώνονται. Αὐτοὶ τὸν ὁμολογοῦν Κύριον, καὶ ἐκεῖνοι ἐρωτοῦν: «Τὶς ἔστιν οὗτος;». Δὲς τί λέγει ὁ Εὐαγγελιστής: «οἱ δὲ ὄχλοι οἱ προάγοντες καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες ἔκραζον Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ Ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.

Καὶ εἰσελθόντος αὐτοῦ εἰς Ἱερουσαλήμ, ἐσείσθη πάσα ἡ πόλις, λέγουσα. Τὶς ἔστιν οὗτος;» Εἶδες τὸ παράδοξον μυστήριο τοῦ Βασιλέως; Κάθεται σὲ πῶλο καὶ σείει τὴν πόλη, καὶ καθηλωμένος στὸν Σταυρὸν σείει τὴν οἰκουμένη. Γιὰ νὰ μάθης ὅτι ἦλθε γιὰ νὰ σείση καὶ νὰ καταλύση τὴν πολύθεο πλάνη τῶν εἰδώλων.

Κοίτα, παρακαλῶ, ἄγνωστες πτυχὲς τοῦ μυστηρίου τῆς οἰκονομίας του. Καθὼς ἔσειε στὸν Ἅδη τὸ ἐκεῖ δεσμωτήριο, καὶ οἱ ἄνω δυνάμεις ἔκραζαν πρὸς τὶς κάτω δυνάμεις «Ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν», γιὰ νὰ εἰσέλθη αὐτὸς πού λέγει «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ θύρα», ἔκπληκτες οἱ ἐνάντιες δυνάμεις ἀντέλεγαν: «Τὶς ἔστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης»; Στὴν ἐπίγειο Ἱερουσαλὴμ πάλι παραξενεύονται καὶ ζητοῦν νὰ μάθουν «τὶς ἔστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης;».

Ὅταν δὲ ἀνέρχεται πρὸς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, βλέποντας αὐτὸν μὲ τὸ σῶμα οἱ νοερὲς δυνάμεις, οἱ ὁποῖες οὐδέποτε τὸν εἶχαν ἰδεῖ, ἀφοῦ ἦταν ἀσώματος, θαυμάζοντας τὴν καινοφανῆ αὐτὴν ἄνοδον, ἀποροῦσαν λέγοντας μεταξύ τους «Τὶς ἔστιν οὗτος ὁ παραγενόμενος», ἐνσώματος στοὺς ἀσωμάτους χώρους;

Εἶναι δὲ ἄξιον θαυμασμοῦ, πῶς οἱ βασιλικὲς δυνάμεις ζητοῦν νὰ μάθουν «τὶς ἔστιν ὁ παραγενόμενος», αὐτὲς οἱ ὁποῖες στὴν κάτω γέννησή του ἐβόησαν καὶ ὕμνησαν συγχρόνως: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Σ’ αὐτὲς ἐμαθήτευσαν σήμερα τόσο καλῶς οἱ θεολόγοι τῶν ἑβραίων, δηλαδὴ τὰ τέκνα τους, λέγοντας: «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. Εἰρήνη ἐν οὐρανῷ καὶ δόξα ἐν ὑψίστοις».

Διότι ἔτσι τὸ λέγει ὁ Λουκᾶς. Καὶ ἠμποροῦσες νὰ ἰδῆς στὴν Σιών ὡσὰν νὰ συνομιλοῦν καὶ νὰ ἀσπάζονται μεταξύ τους τὰ οὐράνια καὶ τὰ ἐπίγεια. Οἱ ἐπάνω λέγουν «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη». Οἱ κάτω ἀποκρίνονται «εἰρήνη ἐν οὐρανῷ καὶ δόξα ἐν ὑψίστοις». Οἱ ἄγγελοι εἶπαν τὸ «Ἐπὶ γῆς εἰρήνη», οἱ ἄνθρωποι ἐκραύγασαν «εἰρήνη ἐν οὐρανῷ».

Ἐπειδὴ ἐφανερώθη μεταξύ τους αὐτὸς ποὺ βοᾶ πρὸς ὅλους: «Εἰρήνη ὑμῖν», περὶ τοῦ ὁποίου ὁ Προφήτης προσηύχετο λέγοντας «Κύριε, ὁ Θεὸς ἠμῶν, εἰρήνην δὸς ἡμῖν», δηλαδὴ ἀπόστειλε τὸν Υἱόν σου τὸν μονογενῆ γιὰ νὰ συμφιλιωθῆς δι’ αὐτοῦ μὲ ἐμᾶς, ἀφοῦ θὰ βλέπης τὴν ἰδικὴν μας φύσιν ἡνωμένην μαζί σου δι’ αὐτοῦ. Αὐτὴν τὴν εἰρήνην βλέποντας οἱ χοροὶ τῶν ἀγγέλων ἔψαλλαν «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη», δηλαδὴ τελεία συμφιλίωσις τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἐχθρούς, τὴν ὁποία μαθαίνοντας καὶ τὰ παιδιὰ ἐκραύγαζαν «Ὡσαννά, εἰρήνη ἐν οὐρανῷ καὶ δόξα ἐν ὑψίστοις». Διότι αὐτοὶ ποὺ ἤσαν κάποτε ἐχθροὶ μεταξύ τους, ἀδελφώθησαν.

Τώρα προσφέρουν μίαν θεολογία τὰ οὐράνια καὶ τὰ ἐπίγεια, στὸν οὐράνιον καὶ ἐπίγειον Χριστόν, καὶ μίαν προσκύνηση. Ὅθεν οἱ ἐπάνω παρακινοῦν τοὺς κάτω νὰ προσφέρουν θεολογία: «Προσκυνησάτωσαν αὐτῷ πᾶσαι αἱ πατριαὶ τῶν ἐθνῶν», καὶ οἱ κάτω ἀντιφωνοῦν πρὸς αὐτοὺς «προσκυνησάτωσαν αὐτῷ πάντες ἄγγελοι Θεοῦ». Ὁ Δαυὶδ βοᾶ καὶ πρὸς τοὺς δύο: «Εὐφραινέσθωσαν οἱ οὐρανοί, καὶ ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ», καὶ τὰ παιδιὰ ἀποκρίνονται «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».

Μὲ αὐτοὺς ἂς ἀνυμνήσωμε καὶ ἂς ἑορτάσωμε καὶ ἐμεῖς σήμερα, ὄχι πανηγυρικῶς ἀλλὰ θεϊκῶς, κρατώντας τὰ βαΐα ὄχι μόνον στὸ χέρι ἀλλὰ καὶ στὴν ψυχή, καὶ ἀφοῦ τὴν λευκάνουμε περισσότερο ἀπὸ τὸ χιόνι, ἂς ἀποβάλωμε ἀπὸ αὐτὴν ὅλην τὴν νέκρωση τοῦ παλαιοῦ καὶ δερματίνου χιτῶνος, ἀπορρίπτοντας κάθε καύχηση καὶ ἔπαρση.

Ἐπειδὴ γι’ αὐτὰ ὁ Βασιλεὺς τῶν ἀσωμάτων δὲν κάνει χρῆσι ἁρμάτων καὶ στρατευμάτων γιὰ νὰ ἔλθη, ἀλλὰ κάθεται σὲ οἰκτρὸν καὶ μικρὸν πῶλον, ἐκπαιδεύοντας καὶ σένα νὰ μὴν καυχᾶσαι καθήμενος σὲ ἵππους καὶ ἡμιόνους, τὰ ὁποῖα δὲν ἔχουν συνείδηση. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς ἂς ἔχωμε μετριοφροσύνη ὅπως ὁ Χριστός, γιὰ νὰ ἀνέλθωμε μαζί του.

Ἂς ὑμνήσωμε μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους, ἂς δοξολογήσωμε μὲ τὰ παιδιά, ἂς ἀναβοήσωμε μὲ τὸν λαὸν ὅ,τι ἀναβοοῦσε αὐτός. Ἂς σκιρτήσωμε μαζὶ μὲ τὴν Βηθανία, ἂς ἀναστηθοῦμε μὲ τὸν Λάζαρο, ἀπὸ τὰ νεκρὰ ἔργα. Ἂς χορεύσωμε μαζὶ μὲ τοὺς Ἱεροσολυμίτες.

Ἂς κραυγάσωμε μαζὶ μὲ τοὺς τυφλοὺς ποὺ ἀνέβλεψαν. Ἂς ψάλλωμε μαζὶ μὲ τὰ νήπια καὶ τοὺς γέροντες. Ἂς κηρύξωμε μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς. Ἂς στρώσωμε καλῶς στὸν δρόμο τῆς ζωῆς κλάδους ἐλαιῶν μὲ τὴν ἐλεημοσύνην, ὅπως τὰ παιδιά.

Ἂς περικόψωμε τὸν ὄγκο τῶν πολλῶν ὑλικῶν ὑπαρχόντων μας. Καὶ ἂς στρώσωμε γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας τὴν ἐλεημοσύνη στὴν ὁδὸν ἡ ὁποία μᾶς λέγει: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδός», γιὰ νὰ εὕρωμε καὶ ἐμεῖς, διὰ τῆς ἐλεημοσύνης, ἔλεος ἀπὸ αὐτήν, καὶ νὰ πορευθοῦμε μαζὶ μὲ αὐτὴν στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Ἂς εἰσέλθωμε μαζί της στὸν μεγάλο ναὸ καὶ «οἱ προπορευόμενοι καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες».

Οἱ προπορευόμενοι τὴν τρίτην ὥρα καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες περὶ τὴν ἑνδεκάτην. Οἱ προπορευόμενοι μὲ τὶς πράξεις καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες μὲ τὴν πρόθεση. Ὅλοι ἂς ἀναπέμψωμε δοξολογία καὶ μεγαλωσύνη στὸν Χριστὸ καὶ συγχρόνως στὸν Πατέρα καὶ στὸ Πανάγιο καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, καὶ οἱ προπορευόμενοι καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες, καὶ ἀκολούθως εἴθε νὰ συμβασιλεύσωμε μὲ Αὐτὸν καὶ νὰ ἀπολαύσωμε τὰ αἰώνια ἀγαθά, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς σύμπαντας αἰώνας τῶν αἰώνων.

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: Εἰς τήν Κυριακή τῶν Βαΐων

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς:
Εἰς τήν Κυριακή τῶν Βαΐων

Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς

Σέ καιρό εὐνοίας σέ ἐπήκουσα καί σέ ἡμέρα σωτηρίας σ’ ἐβοήθησα», εἶπε ὁ Θεός μέ τό στόμα τοῦ προφήτη Ἡσαΐα (Ἡσ. 49, 8). Καλό λοιπόν εἶναι νά εἰπῶ σήμερα τό ἀποστολικό ἐκεῖνο πρός τήν ἀγάπη σας: «Ἰδού καιρός εὐπρόσδεκτος, ἰδού ἡμέρα σωτηρίας ἄς ἀπορρίψωμε λοιπόν τά ἔργα τοῦ σκότους καί ἄς ἐκτελέσουμε τά ἔργα τοῦ φωτός, ἄς περπατήσουμε μέ σεμνότητα, σάν σέ ἡμέρα» (Β΄ Κορ. 6, 2· Ρωμ. 13, 12).

Διότι προσεγγίζει ἡ ἀνάμνησις τῶν σωτηριωδῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ καί τό νέο καί μέγα καί πνευματικό Πάσχα, τό βραβεῖο τῆς ἀπαθείας, τό προοίμιο τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Καί τό προκηρύσσει ὁ Λάζαρος πού ἐπανῆλθε ἀπό τά βάραθρα τοῦ Ἅδη, -ἀφοῦ, μέ μόνο τόν λόγο καί τό πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ, πού ἔχει τήν ἐξουσία ζωῆς καί θανάτου, ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς τήν τέταρτη ἡμέρα- καί προανυμνοῦν παιδιά ἄκακα καί πλήθη λαοῦ, μέ τήν ἔμπνευση τοῦ Θείου Πνεύματος, Αὐτόν πού λυτρώνει ἀπό τόν θάνατο, πού ἀνεβάζει τίς ψυχές ἀπό τόν Ἅδη καί πού χαρίζει ἀΐδια ζωή στήν ψυχή καί στό σῶμα.

Ἄν λοιπόν κανείς θέλη ν’ ἀγαπᾶ τή ζωή, νά ἰδῆ ἀγαθές ἡμέρες, ἄς φυλάττη τήν γλῶσσα του ἀπό κακό καί τά χείλη του ἄς μή προφέρουν δόλο ἄς ἐκκλίνη ἀπό τό κακό καί ἄς πράττη τό ἀγαθό (Α΄ Πέτρ. 3, 10 ε. Ψαλμ. 33, 13-15). Κακό λοιπόν εἶναι ἡ γαστριμαργία, ἡ μέθη καί ἡ ἀσωτία κακό εἶναι ἡ φιλαργυρία, ἡ πλεονεξία καί ἡ ἀδικία κακό εἶναι ἡ κενοδοξία, ἡ θρασύτης καί ἡ ὑπερηφάνεια.

Ἄς ἀποφύγη λοιπόν ὁ καθένας τέτοια κακά καί ἄς ἐπιτελεῖ τά ἀγαθά. Ποιά εἶναι αὐτά; ἡ ἐγκράτεια, ἡ νηστεία, ἡ σωφροσύνη, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ μακροθυμία, ἡ ἀγάπη, ἡ ταπείνωσις.

Ἄς ἐπιτελοῦμε λοιπόν αὐτά, γιά νά μεταλάβουμε ἀξίως τοῦ θυσιασθέντος γιά χάρι μας Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ· καί ἄς λάβουμε ἀπό Αὐτόν τόν ἀρραβῶνα τῆς ἀφθαρσίας γιά νά τόν φυλάξουμε κοντά μας σ’ ἐπιβεβαίωσι τῆς ὑπεσχημένης πρός ἐμᾶς κληρονομίας στούς οὐρανούς.

Ἀλλά εἶναι μήπως δυσκατόρθωτο τό ἀγαθό καί οἱ ἀρετές εἶναι δυσκολώτερες ἀπό τίς κακίες; Ἐγώ πάντως δέν τό βλέπω διότι περισσότερους πόνους ὑφίσταται ἀπό ἐδῶ ὁ μέθυσος καί ὁ ἀκρατής ἀπό τόν ἐγκρατή, ὁ ἀκόλαστος ἀπό τόν σώφρονα, ὁ ἀγωνιζόμενος νά πλουτήση ἀπό τόν ζῶντα μέ αὐτάρκεια, αὐτός πού ἐπιζητεῖ ν’ ἀποκτήση δόξα ἀπό τόν διάγοντα σέ ἀφάνεια ἀλλ’ ἐπειδή, λόγω τῆς ἡδυπάθειάς μας, οἱ ἀρετές μᾶς φαίνονται δυσκολώτερες, ἄς βιάσουμε τούς ἑαυτούς μας διότι ὁ Κύριος λέγει «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι βιαστή καί οἱ βιασταί τήν ἁρπάζουν» (Ματθ.11,12).

Χρειαζόμαστε λοιπόν ὅλοι προσπάθεια καί προσοχή, ἔνδοξοι καί ἄδοξοι, ἄρχοντες καί ἀρχόμενοι, πλούσιοι καί πτωχοί, ὥστε ν’ ἀπομακρύνουμε ἀπό τήν ψυχή μας τά πονηρά αὐτά πάθη καί ἀντί αὐτῶν νά εἰσαγάγωμε σ’ αὐτήν ὅλη τή σειρά τῶν ἀρετῶν.

Πραγματικά ὁ γεωργός καί ὁ σκυτοτόμος, ὁ οἰκοδόμος καί ὁ ράπτης, ὁ ὑφαντής καί γενικῶς ὁ καθένας πού ἐξασφαλίζει τή ζωή του μέ τούς κόπους καί τήν ἐργασία τῶν χεριῶν του, ἐάν ἀποβάλουν ἀπό τήν ψυχή τους τήν ἐπιθυμία τοῦ πλούτου καί τῆς δόξας καί τῆς τρυφῆς, θά εἶναι μακάριοι· διότι αὐτοί εἶναι οἱ πτωχοί γιά τούς ὁποίους προορίζεται ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, καί γι’ αὐτούς εἶπε ὁ Κύριος, «μακάριοι εἶναι οἱ πτωχοί κατά τό πνεῦμα» (Ματθ. 5,3). Πτωχοί δέ κατά τό πνεῦμα εἶναι αὐτοί πού, λόγω τοῦ ἀκαυχήτου καί ἀφιλοδόξου καί ἀφιληδόνου τοῦ πνεύματος, δηλαδή τῆς ψυχῆς, ἤ ἔχουν ἑκουσίαν καί τήν ἐξωτερική πτωχεία ἤ τήν βαστάζουν γενναίως, ἔστω καί ἄν αὐτή εἶναι ἀκούσια.

Αὐτοί ὅμως πού πλουτοῦν καί εὐημεροῦν καί ἀπολαύουν τήν πρόσκαιρη δόξα καί γενικῶς ὅσοι εἶναι ἐπιθυμητοί αὐτῶν τῶν καταστάσεων θά περιπέσουν σέ δεινότερα πάθη καί θά ἐμπέσουν σέ μεγαλύτερες, περισσότερες καί δυσχερέστερες παγίδες τοῦ Διαβόλου· διότι αὐτός πού πλούτησε δέν ἀποβάλλει τήν επιθυμία τοῦ πλουτισμοῦ, ἀλλά μᾶλλον τήν αὐξάνει, ὀρεγόμενος περισσότερα ἀπό προηγουμένως. Ἔτσι καί ὁ φιλήδονος καί ὁ φίλαρχος καί ὁ ἄσωτος καί ὁ ἀκόλαστος αὐξάνουν μᾶλλον τίς ἐπιθυμίες των παρά τίς ἀποβάλλουν. Οἱ δέ ἄρχοντες καί οἱ ἀξιωματοῦχοι προσλαμβάνουν καί δύναμι, ὥστε νά ἐκτελοῦν ἀδικίες καί ἁμαρτίες.

Γι’ αὐτό εἶναι δύσκολο νά σωθεῖ ἄρχων καί νά εἰσέλθη στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ πλούσιος. «Πῶς», λέγει, «μπορεῖτε νά πιστεύετε σ’ ἐμένα λαμβάνοντας δόξα ἀπό τούς ἀνθρώπους καί μή ζητώντας τήν δόξα ἀπό τόν Θεό μόνο» (Ἰω. 5, 44); Ἀλλ’ ὅποιος εἶναι εὔπορος ἤ ἀξιωματοῦχος ἤ ἄρχων ἄς μή ταράσσεται διότι μπορεῖ, ἄν θέλη, νά ζητήση τή δόξα τοῦ Θεοῦ καί νά πιέση τόν ἑαυτό του, ὥστε ἀνακόπτοντας τήν πρός τά χειρότερα ροπή νά ἀναπτύξη μεγάλες ἀρετές καί ν’ ἀπωθήση μεγάλες κακίες, ὄχι μόνο ἀπό τόν ἑαυτό του, ἀλλά καί ἀπό πολλούς ἄλλους πού δέν θέλουν.

Μπορεῖ, πραγματικά, ὄχι μόνο νά δικαιοπραγεῖ καί νά σωφρονεῖ, ἀλλά καί αὐτούς πού θέλουν ν’ ἀδικοῦν καί νά ζοῦν ἀκόλαστα νά τούς ἐμποδίζη ποικιλοτρόπως, καί ὄχι μόνο νά παρουσιάζεται ὁ ἴδιος εὐπειθής στό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καί στούς κήρυκές του, ἀλλά καί αὐτούς πού θέλουν ν’ ἀπειθοῦν νά τούς φέρη σέ ὑποταγή στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί στούς προϊσταμένους της κατά Χριστόν, ὄχι μόνο διά τῆς δυνάμεως καί ἐξουσίας πού ἔλαβε ἀπό τόν Θεό, ἀλλά καί μέ τό νά γίνεται τύπος στούς ὑποδιέστερους σέ ὅλα τά ἀγαθά διότι οἱ ἀρχόμενοι ἐξομοιοῦνται μέ τόν ἄρχοντα.

Χρειάζεται λοιπόν προσπάθεια καί βία καί προσοχή σέ ὅλους, ἀλλά, βέβαια, ὄχι ἐξίσου. Σ’ αὐτούς πού εὑρίσκονται σέ δόξα, πλοῦτο καί ἐξουσία, καθώς καί στούς ἀσχολούμενους μέ τούς λόγους καί τήν ἀπόκτηση τῆς σοφίας, ἄν θά ἤθελαν νά σωθοῦν, χρειάζεται περισσότερη βία καί προσπάθεια, ἐπειδή ἀπό τήν φύσι τους εἶναι δυσπειθέστεροι. Αὐτό μάλιστα γίνεται καταφανές καί ἀπό τά Εὐαγγέλια τοῦ Χριστοῦ πού ἀναγνώσθηκαν χθές καί σήμερα. Πραγματικά, μέ τό θαῦμα πού τελέσθηκε στόν Λάζαρο καί παρέστησε ὁλοφάνερα ὅτι αὐτός πού τό ἔκαμε εἶναι Θεός, οἱ μέν ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ πείσθηκαν καί πίστευσαν, οἱ δέ τότε ἄρχοντες, δηλαδή οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι, τόσο ἀμετάπειστοι ἔμειναν, ὥστε νά ἐκμανοῦν περισσότερο ἐναντίον του καί νά θέλουν, λόγω φρενοβλαβείας, νά παραδώσουν σέ θάνατο, Αὐτόν πού καί μέ ὅσα εἶπε καί μέ ὅσα ἔπραξε ἀναφάνηκε Κύριος ζωῆς καί θανάτου. Δέν ἔχει δέ νά εἰπεῖ κανείς ὅτι ἐπειδή τότε ὁ Χριστός σήκωσε τούς ὀφθαλμούς του καί εἶπε, «Πάτερ, σ’ εὐχαριστῶ πού μέ ἄκουσες», στάθηκε ἐμπόδιο ὥστε γιά τό νά θεωρήσουν ὅτι Αὐτός εἶναι ἴσος μέ τόν Πατέρα διότι Αὐτός προσθέτει ἐκεῖ, λέγοντας πρός τόν Πατέρα, «ἐγώ γνώριζα ὅτι πάντοτε μέ ἀκούεις, ἀλλά τά εἶπα γιά χάρι τοῦ λαοῦ πού παρευρίσκονταν, γιά νά πιστεύσουν ὅτι ἐσύ μέ ἀπέστειλες» (Ιω. 11,42).

Γιά νά γνωρίσουν δηλαδή ἀφ’ ἑνός μέν ὅτι εἶναι Θεός καί ἔρχεται ἀπό τόν Πατέρα, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὅτι ἐνεργεῖ τά θαύματα ὄχι ἐναντίον ἀλλά μέ συναίνεσι τοῦ Πατρός, σήκωσε μέν ἐμπρός σέ ὅλους τούς ὀφθαλμούς του πρός τόν Πατέρα, εἶπε δέ πρός αὐτόν ἐκεῖνα πού ἀποδεικνύουν ὅτι αὐτός πού μίλησε ἐπί γῆς εἶναι ἴσος μέ τόν ὑψηλά στούς οὐρανούς Πατέρα. Ἔτσι, ὅπως στήν ἀρχή, ὅπου ἐπρόκειτο νά πλασθεῖ ὁ ἄνθρωπος, προηγήθηκε βουλή, ἔτσι καί τώρα στό Λάζαρο, ὅπου ἐπρόκειτο ν’ ἀναπλασθεῖ ὁ ἄνθρωπος, προηγήθηκε βουλή. Ἄλλά ἐκεῖ, πού ἐπρόκειτο νά πλασθεῖ ὁ ἄνθρωπος, εἶπε ὁ Πατήρ πρός τόν Υἱό «ἄς κατασκευάσουμε ἄνθρωπο» καί ὁ Υἱός ἄκουσε, καί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἦρθε στήν ὕπαρξι•ἐδῶ δέ τώρα εἶπε ὁ Υἱός καί ὁ Πατήρ ἄκουσε, καἰ ἔτσι ζωοποιήθηκε ὁ Λάζαρος.

Βλέπετε πόση εἶναι ἡ ὁμοτιμία καί ἡ ὁμοβουλία; Διότι ἡ μέν μορφή τῆς προσευχῆς χρησιμοποιήθηκε γιά τόν παρευρισκόμενο ὄχλο, τά δέ λόγια δέν ἦταν λόγια προσευχῆς, ἀλλά δεσποτείας καί ἐξουσίας «Λάζαρε, ἔλα ἔξω», καί ἀμέσως ὁ τετραήμερος νεκρός παρουσιάσθηκε σ’ αὐτόν ζωντανός ἄραγε τοῦτο ἔγινε μέ πρόσταγμα ἀναζωοῦντος ἤ μέ προσευχή ζωοποιοῦντος; Φώναξε ἐπίσης μέ μεγάλη φωνή γιά τούς παρευρισκομένους διότι μποροῦσε ὄχι μόνο μέ μετρία φωνή, ἀλλά καί μέ τήν θέληση μόνο νά τόν ἀναστήση, ὅπως μποροῦσε νά τό κάμη καί ἀπό μακριά, ἀλλά καί μέ τήν πέτρα ἐπάνω στόν τάφο. Προσῆλθε ὅμως στόν τάφο καί εἶπε στούς παρευρισκομένους, πού σήκωσαν τήν πέτρα καί αἰσθάνθηκαν τή δυσωδία, κι φώναξε μέ μεγάλη φωνή τόν κάλεσε κι ἔτσι τόν ἀνέστησε, ὥστε καί μέ τήν ὅρασί τους (διότι τόν ἔβλεπαν πάνω στόν τάφο) καί μέ τήν ὄσφρησί τους (διότι αἰσθάνονταν τή δυσωδία τοῦ νεκροῦ πού ἦταν ἤδη στήν τέταρτη μέρα) καί μέ τήν ἁφή (διότι χρησιμοποιώντας τά χέρια τους κατά πρῶτον σήκωσαν τήν πέτρα ἀπό τό μνημεῖο, ὕστερα ἔλυσαν τό δέσιμο στό σῶμα καί τό σουδάριο στό πρόσωπο) καί μέ τά αὐτιά τους (ἀφοῦ ἡ φωνή τοῦ Κυρίου ἔφθανε σέ ὅλων τίς ἀκοές), νά καταλάβουν ὅλοι καί νά πιστεύσουν, ὅτι Αὐτός εἶναι πού καλεῖ τά μή ὄντα σέ ὄντα, πού βαστάζει τά πάντα μέ τόν λόγο τῆς δυνάμεώς του, πού καί στήν ἀρχή μέ λόγο μόνο δημιούργησε τά ὄντα ἀπό μή ὄντα.

Ὁ ἄκακος λαός, λοιπόν, πίστευσε σ’ Αὐτόν μέ ὅλα αὐτά ἔτσι, ὥστε νά μή κρατοῦν τήν πίστι σιωπηρά, ἀλλά νά γίνουν κήρυκες τῆς θεότητός του μέ ἔργα καί λόγια. Διότι μετά τήν τετραήμερη ἔγερσι τοῦ Λαζάρου ὁ Κύριος βρῆκε ἕνα γαϊδουράκι, πού προετοιμάσθηκε ἀπό τούς μαθητάς, ὅπως λέγει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος, κάθησε σ’ αυτό, εἰσῆλθε στά Ἱεροσόλυμα κατά τήν προφητεία τοῦ Ζαχαρίου πού προεῖπε, «μή φοβᾶσαι, θυγατέρα Σιών, ἰδού ἔρχεται ὁ βασιλεύς σου δίκαιος καί σωτήριος, πράος ἐπάνω σέ ὑποζύγιο, σέ πουλάρι ὄνου» (Ζαχ. 9, 9· Ματθ. 21, 5).

Μέ τά λόγια αὐτά ὁ προφήτης δείκνυε ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ προφητευόμενος βασιλεύς, πού εἶναι ὁ μόνος πραγματικά βασιλεύς τῆς Σιών διότι, λέγει, ὁ βασιλεύς σου δέν εἶναι φοβερός στούς παρατηρητάς, οὔτε εἶναι κάποιος βαρύς καί κακοποιός, συνοδευόμενος ἀπό ὑπασπιστάς καί δορυφόρους, ἤ σύροντας πλῆθος πεζῶν καί ἱππέων, ζώντας μέ πλεονεξία καί ἀπαιτώντας τέλη καί φόρους, δουλεῖες καί ὑπηρεσίες ἀγενεῖς καί ἐπιβλαβεῖς· ἀντίθετα, σημαία του εἶναι ἡ ταπείνωσις, ἡ πτωχεία καί ἡ εὐτέλεια, ἐφόσον εἰσέρχεται ἐπάνω σέ ὄνο χωρίς καμμιά ἔπαρσι. Γι’ αὐτό, Ἐκεῖνος εἶναι ὁ μόνος δίκαιος βασιλεύς πού σώζει μέ δικαιοσύνη καί Αὐτός εἶναι πράος, ἔχοντας ὡς ἰδιότητά του τήν πραότητα διότι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος λέγει γιά τόν Ἑαυτό του, «μάθετε ἀπό ἐμένα, ὅτι εἶμαι πράος καί ταπεινός στήν καρδιά».

Ὁ βασιλεύς λοιπόν πού ἀνέστησε τόν Λάζαρο εἰσῆλθε τότε στά Ἱεροσόλυμα καθήμενος ἐπάνω σέ ὄνο ἀμέσως δέ ὅλοι οἱ λαοί, παιδιά, ἄνδρες, γέροντες, στρώνοντας τά ἐνδύματα καί παίρνοντας βαΐα ἀπό φοίνικες, πού εἶναι σύμβολα νίκης, τόν προϋπαντοῦσαν σάν ζωοποιό καί νικητή τοῦ θανάτου, τόν προσκυνοῦσαν, τόν προέπεμπαν, ψάλλοντας μέ μιά φωνή ὄχι μόνο ἔξω, ἀλλά καί μέσα στόν ἱερό περίβολο, «ὡσαννά στόν υἱό τοῦ Δαβίδ, ὡσαννά ἐν τοῖς ὑψίστοις». Τό ὡσαννά εἶναι ὕμνος πού ἀναπέμπεται πρός τόν Θεό καί ἑρμηνευόμενο σημαίνει «σῶσε μας λοιπόν» ἡ δέ προσθήκη «ἐν τοῖς ὑψίστοις» δεικνύει ὅτι αὐτός δέν ἀνυμνεῖται μόνο ἐπί γῆς οὔτε ἀπό τούς ἀνθρώπους μόνο, ἀλλά στά ὕψη ἀπό τούς οὐράνιους ἀγγέλους.

Καί ὄχι μόνο τόν ἀνυμνοῦν καί τόν θεολογοῦν ἔτσι, ἀλλά στή συνέχεια ἐναντιώνονται καί στήν κακόβουλη καί θεομάχο γνώμη τῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων καί στίς φονικές προθέσεις των. Αὐτοί ἔλεγαν γιά Ἐκεῖνον φρενοβλαβῶς, «αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἀπό τόν Θεό κι ἐπειδή πραγματοποιεῖ πολλά θαύματα, ἄν τόν ἀφήσωμε ζωντανό, ὅλοι θά πιστεύσουν σ’ αὐτόν καί θά ἔλθουν οἱ Ρωμαῖοι καί θά μᾶς πάρουν τήν πόλι καί τό ἔθνος» (Ιω. 11,47). Καί ὁ λαός τί λέγει; «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος στό ὄνομα τοῦ Κυρίου εὐλογημένη ἡ ἐρχόμενη βασιλεία τοῦ πατρός μας Δαβίδ» (Μάρκ. 11, 10). Μέ τή φράσι «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος στό ὄνομα τοῦ Κυρίου», ὑπεδείκνυαν ὅτι εἶναι ἀπό τόν Θεό καί Πατέρα καί ὅτι ἦλθε στό ὄνομα τοῦ Πατρός, ὅπως λέγει καί ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος γιά τόν Ἑαυτό του, «ὅτι ἐγώ ἦλθα στό ὄνομα τοῦ Πατρός μου καί ἀπό τόν Θεό ἐξῆλθα καί σ’ αὐτόν πηγαίνω» (Ιω. 8, 42). Μέ τή φράσι δέ «εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ πατρός μας Δαβίδ», ὑπεδείκνυαν ὅτι αὐτή εἶναι ἡ βασιλεία στήν ὁποία πρόκειται νά πιστεύσουν τά ἔθνη κατά τήν προφητεία, καί μάλιστα οἱ Ρωμαῖοι. Διότι ὁ βασιλεύς αὐτός ὄχι μόνο εἶναι ἐλπίς τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλά καί προσδοκία τῶν ἐθνῶν κατά τήν προφητεία τοῦ Ιακώβ (Γεν. 49, 10), «δένοντας στήν ἄμπελο τήν ὄνο του», δηλαδή τόν ὑποκείμενο σ’ αὐτόν λαό ἀπό τούς Ἰουδαίους, «καί στό κλῆμα τό πουλάρι τῆς ὄνου του» (Γεν. 49,11). Κλάδος δέ τοῦ κλήματος εἶναι οἱ μαθηταί τοῦ Κυρίου, πρός τούς ὁποίους ἔλεγε, «ἐγώ εἶμαι ἡ ἄμπελος, ἐσεῖς τά κλήματα» (Ιω. 15, 5).

Μέ τό κλῆμα λοιπόν αὐτό συνέδεσε ὁ Κύριος πρός τόν Ἑαυτό του τό πουλάρι τῆς ὄνου του, δηλαδή τό νέο Ἰσραήλ ἀπό τά ἔθνη, τοῦ ὁποίου τά μέλη ἔγιναν κατά χάρι υἱοί τοῦ Ἀβραάμ. Ἐάν λοιπόν ἡ βασιλεία αὐτή εἶναι ἐλπίς καί τῶν ἐθνῶν, πῶς τότε, λέει ὁ λαός, ἀφοῦ ἐπιστεύσαμε σ’ αὐτήν ἐμεῖς, θά φοβηθοῦμε τούς Ρωμαίους; Ἔτσι λοιπόν οἱ νηπιάζοντες ὄχι στά μυαλά ἀλλά στήν κακία, ἐμπνευσθέντες ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀνέπεμψαν στόν Κύριο πλήρη καί τέλειον ὕμνο, μαρτυρώντας ὅτι ὡς Θεός ζωοποίησε τόν Λάζαρο, ἐνῶ ἦταν τετραήμερος νεκρός. Οἱ δέ Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι, μόλις εἶδαν τά θαυμάσια αὐτά καί τά παιδιά νά κράζουν στό ἱερό λέγοντας, «αἶνος στόν Σωτήρα μας υἱό τοῦ Δαβίδ», ἀγανάκτησαν κι ἔλεγαν πρός τόν Κύριο «δέν ἀκούεις τί λέγουν αὐτά;», πράγμα πού ἔπρεπε μᾶλλον ὁ Κύριος νά εἰπεῖ τότε πρός αὐτούς, ὅτι δηλαδή, “δέν βλέπετε καί δέν ἀκοῦτε καί δέν καταλαβαίνετε;”.

Γι’ αὐτό ὁ Ἴδιος ἀντικρούοντάς τους πού τόν κατηγοροῦσαν ὅτι ἀνέχεται τήν ὑμνωδία πού μόνο στόν Θεό ταιριάζει, λέγει, ναί, ἀκούω αὐτούς πού σοφίζονται ἀπό ἐμέ ἀοράτως καί ἐκφέρουν τέτοιους λόγους γιά μένα καί ἐάν σιωπήσουν αὐτοί, θά κράξουν οἱ λίθοι (Λουκ. 19, 40). Ἐσεῖς ὅμως δέν ἀνεγνώσατε ποτέ ἐκεῖνον τόν προφητικό λόγο, ὅτι ἀπό στόμα νηπίων πού θηλάζουν συντόνισες ὕμνον (Ματθ. 21,16); Διότι καί τοῦτο ἦταν ἄξιο μεγάλου θαυμασμοῦ, ὅτι τά ἀμόρφωτα καί ἀμαθῆ παιδιά θεολογοῦσαν τελείως τόν Θεό πού ἐνανθρώπησε γιά μᾶς, παίρνοντας στό στόμα τους ἀγγελικό ὕμνο· ὅπως δηλαδή οἱ ἄγγελοι ἔψαλλαν γιά τή γέννησι τοῦ Κυρίου, «δόξα πρός τόν Θεό στά ὕψη καί ἐπί γῆς» (Λουκ. 2, 14· 19, 38), ἔτσι καί αὐτά τώρα κατά τήν εἴσοδό του ἀναπέμπουν τόν ἴδιο ὕμνο, λέγοντας, «δόξα στό σωτήρα μας τόν υἱό τοῦ Δαβίδ, δόξα στό σωτήρα μας στά οὐράνια» (Ματθ. 21,9).

Ἀλλά, ἄς νηπιάσουμε κι ἐμεῖς ἀδελφοί, κατά τήν κακία, νέοι καί γέροντες, ἄρχοντες μαζί καί ἀρχόμενοι, γιά νά ἐνδυναμωθοῦμε ἀπό τόν Θεό, νά στήσουμε τρόπαιο καί νά βαστάσουμε τά σύμβολα τῆς νίκης, ὄχι μόνο κατά τῶν πονηρῶν παθῶν, ἀλλά καί κατά τῶν ὁρατῶν καί ἀοράτων ἐχθρῶν, ὥστε νά βροῦμε τήν χάρι τοῦ λόγου γιά βοήθεια εὔκαιρη. Διότι ὁ νέος πῶλος, ὅπου καταξίωσε ὁ Κύριος νά καθήση γιά χάρι μας, ἄν καί εἶναι ἕνας, προετύπωνε τήν πρός αὐτόν ὑποταγή τῶν ἐθνῶν, ἀπό τά ὁποῖα προερχόμαστε ὅλοι ἐμεῖς, ἄρχοντες μαζί καί ἀρχόμενοι.

Ὅπως, λοιπόν, στόν Ἰησοῦ Χριστό δέν ὑπάρχει ἀρσενικό καί θηλυκό, οὔτε Ἕλληνας οὔτε Ἰουδαῖος, ἀλλά ὅλοι εἶναι ἕνα κατά τόν Θεῖο ἀπόστολο (Γαλ. 3, 28), ἔτσι σ’ Αὐτόν δέν ὑπάρχει ἄρχων καί ἀρχόμενος, ἀλλά μέ τήν χάρι του, εἴμαστε ἕνα κατά τήν πίστι σ’ αὐτόν καί ἀνήκουμε στό ἕνα σῶμα τῆς Ἐκκλησίας του, ἔχοντας μία κεφαλή, Αὐτόν καί ἕνα Πνεῦμα ποτισθήκαμε διά τῆς παναγίας χάριτος τοῦ Πνεύματος καί ἕνα βάπτισμα λάβαμε ὅλοι καί μία εἶναι ἡ ἐλπίδα ὅλων καί ἕνας ὁ Θεός μας, ὁ ἐπάνω ἀπό ὅλους καί διά μέσου ὅλων καί μέσα σέ ὅλους μας (Ἐφ. 4, 6).

Ἄς ἀγαποῦμε λοιπόν ἀλλήλους, ἄς ἀνεχώμαστε καί ἄς φροντίζουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ἀφοῦ εἴμαστε μέλη ἀλλήλων διότι τό σῆμα τῆς μαθητείας μας πρός Ἐκεῖνον, ὅπως εἶπε ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος, εἶναι ἡ ἀγάπη καί ἡ πατρική κληρονομία πού μᾶς ἄφησε ἀναχωρώντας ἀπό αὐτόν τόν κόσμο καί ἡ τελευταία εὐχή πού μᾶς ἔδωσε ἀνεβαίνοντας πρός τόν Πατέρα ἀναφέρεται στήν πρός ἀλλήλους ἀγάπη μας (Ἰω. 13, 33ε.). Ἄς σπεύδουμε λοιπόν νά ἐπιτύχουμε τήν πατρική εὐχή καί ἄς μή ἀποβάλλουμε τήν ἀπό αὐτόν κληρονομία οὔτε τό σῆμα πού μᾶς ἔδωσε, γιά νά μή ἀποβάλλουμε καί τήν υἱοθεσία καί τήν εὐλογία καί τήν πρός Αὐτόν μαθητεία, καί τότε θά ξεπέσουμε ἀπό τήν ἐλπίδα πού μᾶς ἀναμένει καί θά κλεισθοῦμε ἔξω ἀπό τόν πνευματικό νυμφῶνα.

Καί, ὅπως πρίν ἀπό τό σωτηριῶδες Πάθος, καθώς ὁ Κύριος εἰσερχόταν στήν κάτω Ἱερουσαλήμ, τοῦ ἔστρωναν τά ἱμάτια ὄχι μόνο ὁ λαός, ἀλλά καί οἱ πραγματικοί ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν, δηλαδή, οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου, ἔτσι κι’ ἐμεῖς ἄρχοντες μαζί καί ἀρχόμενοι, ἄς στρώσουμε τά ἔμφυτα ἱμάτιά μας, ὑποτάσσοντας τήν σάρκα καί τά θελήματά της στό πνεῦμα.

Ἔτσι, ὄχι μόνο θ’ ἀξιωθοῦμε νά δοῦμε καί νά προσκυνήσουμε τό σωτηριῶδες Πάθος τοῦ Χριστοῦ καί τήν Ἁγία ἀνάστασι, ἀλλά καί ν’ ἀπολαύσουμε τήν κοινωνία πρός Αὐτόν, «διότι», λέγει ὁ Ἀπόστολος, «ἐάν γίναμε σύμφυτοι μέ τό ὁμοίωμα τοῦ θανάτου του, εἶναι φανερό ὅτι θά γίνουμε σύμφυτοι καί τῆς ἀναστάσεως» (Ρωμ. 6, 5). Αὐτήν τήν ἀνάστασι εἴθε νά ἐπιτύχωμε ὅλοι ἐμεῖς, μέ τήν χάρι καί φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν Ὁποῖο πρέπει κάθε δόξα, τιμή καί προσκύνησις, μαζί μέ τόν ἄναρχο Πατέρα του καί τό ζωοποιό Πνεῦμα, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.