Άγιος Ιωάννης ο Ρώσσος

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ῥῶσσος

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ῥῶσος γεννήθηκε τὸ 1690 μ.Χ. στήν Ῥωσία. Οἱ γονεῖς του, πιστοὶ χριστιανοὶ οἱ ἴδιοι, βάπτισαν τὸν γιὸ τους χριστιανὸ καὶ τὸν μεγάλωσαν σύμφωνά μέ τις ἐπιταγὲς τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὁ Ἅγιος ἀπὸ μικρὸς ἔγινε θερμὸς χριστιανὸς καὶ διέγαγε τὸν βίο του ἐν Χριστῷ.

Ὅταν ἔφτασε στην καταλληλη ἡλικία, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης κατετάγη στον Ῥωσικὸ στρατό. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη μαινόταν ὁ Ῥωσοτουρκικὸς πόλεμος. Ὁ Ἅγιος πολέμησε σὲ αὐτὸν τὸν πόλεμο, ἕως ὅτου αἰχμαλωτῖστηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ δόθηκε σὰν σκλάβος σὲ ἕνα Τοῦρκο ἀξιωματικό που καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Προκόπι τῆς Μικρὰς Ἀσιάς. Ὁ Τοῦρκος ἀξιωματικὸς μετέφερε τὸν Ἅγιο στο Προκόπι καὶ ἐκεῖ προσπάθησε, ὅπως συνηθιζόταν τότε, να τὸν πείσει να ἀλλαξοπιστήσει. Ὁ Ἅγιος ἀντιστάθηκε σθεναρὰ σὲ ὄλες τις προσπάθειες τοῦ Τούρκου καὶ τέλος, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὁ Τοῦρκος ἄφησε ἤσυχο τὸν Ἅγιο να διατηρήσει τὴν πιστὴ του.
Οἱ συνθῆκες διαβίωσης τοῦ Ἁγίου ἤταν πολὺ σκληρές. Κοιμόταν στο στάβλο τοῦ ἀφεντικοῦ του, μαζί με τὰ ζώα τῶν ὁποίων την φροντίδα του εἶχε ἀναθέσει. Ἔτρωγε ἐλάχιστα, τὰ ῥούχα του ἤταν φτωχικὰ καὶ ἤταν ἀναγκασμένος να περπατὰ χωρὶς ὑποδήματα. Σὲ αὐτὸν τὸν στάβλο, ὁ Ἅγιος προσευχόταν, ἐνῶ τὰ βράδια συχνὰ ἐπισκεπτόταν μιά ἐκκλησία που ἤταν ἐκεῖ κοντά, ἀφιερωμένη στον Ἅγιο Γεώργιο.

Ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Ῥώσου, ἔφερε εὐλογία στο σπίτι τοῦ ἀφεντικοῦ του, ὁ ὁποῖος πλούτισε καὶ ἔγινε ἀπὸ τοὺς ἰσχυροτέρους ἀντρες τῆς περιοχῆς. Ὅταν κάποια στιγμὴ ὁ Τοῦρκος ἀξιωματικὸς ἐπισκέφτηκε τὴν Μέκκα για προσκύνημα, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης με θαυμαστὸ τρόπο ἔστειλε ἀπὸ τὸ Προκόπι στην Μέκκα ἕνα πιάτο με ῥύζι για τὸ ἀφεντικὸ του. Στην ἀρχὴ δεν τὸν πίστεψαν, ἀλλὰ ὅταν ὁ Τοῦρκος γύρισε ἀπὸ τὴν Μέκκα φέρνοντας τὸ πιάτο μαζὶ τοῦ πείστηκαν καὶ τὸ θαῦμα αὐτὸ ἔγινε σὲ ὅλους ὅσους κατοικοῦσαν στην περιοχὴ γνωστό.

Ὁ Τοῦρκος θέλοντας να τιμήσει τὸν Ἅγιο προσφέρθηκε να του καλυτερέψει τις συνθῆκες διαβίωσης. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἀρνήθηκε καὶ συνέχισε να φροντίζει τὰ ζώα τοῦ ἀφεντικοῦ του καὶ να μένει στον στάβλο. Δουλεύοντας τὴν ἡμέρα καὶ προσευχόμενος τὴν νύχτα ἔζησε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ῥῶσος τὸν ὑπολοιπο τοῦ βίου του ἕως τις 27 Μαΐου τοῦ 1730 μ. Χ. ὅπου ἀναπαύτηκε σὲ ἡλικία 40 ἐτῶν.
Τὸ σῶμα τοῦ παραδόθηκε ἀπὸ τὸ ἀφεντικὸ του στους Χριστιανοὺς τοῦ Προκοπίου ὥστε να τὸ θάψουν σύμφωνά με τοὺς κανόνες τοῦ Χριστιανισμοῦ. Τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου ἐνταφιάστηκε στο χριστιανικὸ νεκροταφεῖο καὶ ἐκεῖ παρέμεινε για τρεισήμισι χρόνια. Μετὰ τὸ πέρας αὐτῶν τῶν ἐτῶν ὁ Ἅγιος ἐμφανίστηκε στον ὕπνο ἑνὸς γέροντα Ἱερέα ζητώντας του να γίνει ἀνακομιδὴ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου του. Κάθε βραδὺ μία στήλη φωτὸς κατέβαινε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στον τάφο τοῦ Ἁγίου.

Οἱ Χριστιανοὶ ἔκαναν τὴν ἀνακομιδὴ τοῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου καὶ τὸ τοποθέτησαν σὲ μία λάρνακα κάτω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στον ὁποῖο προσευχόταν ὁ Ἅγιος ἐν ὄσο ἤταν στη ζωή.

Πολλὰ θαύματα γίνοντάν με τὴν χαρη τοῦ Ἁγίου καὶ κόσμος πολὺς ἐρχόταν να προσκυνήσει τὸ Ἱερὸ Λείψανό του. Ὅταν τὸ 1834 μ.Χ. κτίστηκε στο Προκόπι ἔνας μεγάλος Ναὸς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, μεταφέρθηκε ἐκεῖ τὸ Λείψανό του. Τρεῖς φορὲς ὅμως θαυματουργὰ ἐπέστρεφε τὸ βραδὺ τὸ Ἱερὸ Λείψανο τοῦ Ἁγίου στον παλαιὸ ναό, ἐνῶ οἱ πιστοὶ τὸ μετέφεραν τὴν ἡμέρα στον νέο Ναό. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς ἀγρυπνίες, καί με τὴν συγκατάβαση τοῦ Ἁγίου μεταφέρθηκε μόνιμα πλέον τὸ λείψανο του στον νέο Ναό.

Σὲ αὐτὸν τὸν ναὸ ἔμεινε ὁ Ἅγιος μέχρι τὸ 1924 μ.Χ. Μὲ τὴν ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν Ἑλλάδας καὶ Τουρκίας που ἔγινε τότε, μεταφέρθηκε καὶ τὸ Ἱερὸ Λείψανο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Ῥώσου στο Νέο Προκόπι τῆς Εὐβοίας ὅπου ἐγκαταστάθηκαν οἱ Ἕλληνές που ζούσαν στο Προκόπι τῆς Μικρὰς Ἀσιάς. Ἡ μεταφορὰ στο Νέο Προκόπι Εὐβοίας, ἔγινε χάρη στις προσπάθειες τοῦ Παναγιώτη Παπαδόπουλου. Ὁ ἀείμνηστος Παναγιώτης Παπαδόπουλος ναύλωσέ με δικὴ του δαπάνη τὸ πλοῖο «Βασίλειος Δεστούνης» με τὸ ὁποῖο ἐκτὸς ἀπὸ τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου μεταφέρθηκαν στην Ἑλλάδα καὶ 800 πατριῶτες.

Τὸ 1930 ἄρχισε να χτίζεται ναὸς πρὸς τιμὴ τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος ὁλοκληρώθηκε μετὰ ἀπὸ πολλοὺς κόπους τῶν πιστῶν τὸ 1951. Τότε μεταφέρθηκε ὁ Ἅγιος στο νέο Ναὸ καὶ ἐκεῖ βρίσκεται μέχρι τις μέρες μας. Πιστοὶ ἐπισκέπτονται τὸν ναὸ αὐτὸ καὶ προσκυνοῦν τὸν Ἅγιο, ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ ἐξωτερικὸ εὐχαριστώντας τὸν για τὰ θαύματα καὶ τὴν βοήθειά που τοὺς δινεῖ με τήν χάρη του.
Τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ῥώσου ἐορτάζουμε στις 27 Μαΐου.

Ἀπολυτίκιον.

Ἐκ γῆς ὁ καλέσας σὲ πρὸς οὐρανίους μονάς, τηρεῖ καὶ μετὰ θάνατον, ἀδιαλώβητον, τὸ σκῆνός σου Ὅσιε. Σῦ γὰρ ἐν τῇ Ἀσία, ὡς αἰχμάλωτος ἤχθης, ἔνθα καὶ ὠκειώθης, τῷ Χριστῷ Ἰωάννῃ. Αὐτὸν οὖν ἱκέτευε σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἠμῶν.

Αγία Βαρβάρα

Η Αγία Βαρβάρα Μεγαλομάρτυς

Ἀποτελεῖ κόσμημα τῶν μαρτύρων τοῦ 3ου αἰώνα μ.Χ. Ὁ πατέρας της ἦταν ἀπὸ τοὺς πιὸ πλούσιους εἰδωλολάτρες τῆς Ἠλιουπόλεως καὶ ὀνομαζόταν Διόσκορος.

Μοναχοκόρη ἡ Βαρβάρα, διακρινόταν γιὰ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ σώματός της, τὴν εὐφυΐα καὶ σωφροσύνη της. Στὴν χριστιανικὴ πίστη κατήχησε καὶ εἵλκυσε τὴν Βαρβάρα μία εὐσεβῆς χριστιανὴ γυναίκα. Τὴν ζωή της μέσα στὸ εἰδωλολατρικὸ περιβάλλον ἡ Βαρβάρα περνοῦσε «ἐν πάσῃ εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι». Δηλαδὴ μὲ κάθε εὐσέβεια καὶ σεμνότητα.

Ὅμως τὸ γεγονὸς αὐτό, δὲν ἔμεινε γιὰ πολὺ καιρὸ μυστικό. Ὁ Διόσκορος ἔμαθε ὅτι ἡ κόρη του εἶναι χριστιανὴ καὶ ἐκνευρισμένος διέταξε τὸν αὐστηρὸ περιορισμό της. Ἀλλὰ ἡ Βαρβάρα κατόρθωσε καὶ δραπέτευσε. Ὁ πατέρας της τότε ἐξαπέλυσε ἄγριο κυνηγητὸ μέσα στὶς σπηλιὲς καὶ τὰ δάση, ὅπου κρυβόταν ἡ κόρη του. Τελικά, κατόρθωσε καὶ τὴν συνέλαβε.

Ἀλλὰ ὁ ἄσπλαχνος καὶ πωρωμένος εἰδωλολάτρης πατέρας, παρέδωσε τὴν κόρη του στὸν ἡγεμόνα Μαρκιανό. Αὐτός, ἀφοῦ στὴν ἀρχὴ δὲν κατόρθωσε μὲ δελεαστικοὺς τρόπους νὰ μεταβάλει τὴν πίστη της, διέταξε καὶ τὴν μαστίγωσαν ἀνελέητα. Κατόπιν τὴν φυλάκισε, ἀλλὰ μέσα ἐκεῖ ὁ Θεὸς θεράπευσε τὶς πληγὲς τῆς Βαρβάρας καὶ ἐνίσχυσε τὸ θάρρος της.

Τότε ὁ ἡγεμόνας θέλησε νὰ τὴ διαπομπεύσει δημόσια γυμνή. Ἀλλὰ ἐνῶ ἔβγαζαν τὰ ροῦχα της, ἄλλα ὡραιότερα ἐμφανίζονταν στὸ σῶμα της. Ὁ ἡγεμόνας βλέποντας τὸ θαῦμα, διέταξε νὰ ἀποκεφαλισθεῖ. Χωρὶς καθυστέρηση, ὁ ἴδιος ὁ κακοῦργος πατέρας της, ἀνέλαβε καὶ τὴν ἀποκεφάλισε.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Τῆς Τριάδος τὴν δόξαν ἀνακηρύττουσα, ἐν τῷ λουτρῷ τρεῖς θυρίδας ὑπεσημήνω σοφῶς, κοινωνίαν πατρικὴν λιποῦσα πάνσεμνε· ὅθεν ἠγώνισαι λαμπρῶς, ὡς παρθένος εὐκλεής, Βαρβάρα Μεγαλομάρτυς. Ἀλλὰ μὴ παύσῃ πρεσβεύειν, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Τῷ ἐν Τριάδι εὐσεβῶς ὑμνουμένῳ, ἀκολουθήσασα σεμνὴ Ἀθληφόρε, τὰ τῶν εἰδώλων ἔλιπες σεβάσματα, μέσον δὲ τοῦ σκάμματος, ἐναθλοῦσα Βαρβάρα, τυράννων οὐ κατέπτηξας, ἀπειλὰς ἀνδρειόφρον, μεγαλοφώνως κράζουσα σεμνή· Τριάδα σέβω, τὴν μίαν Θεότητα.

Μεγαλυνάριον.

Πατέρα λιποῦσα τὂν δυσσεβῆ, ἐδείχθης θυγάτηρ, Βασιλέως τῶν οὐρανῶν, ὑπὲρ οὗ προθύμως, ἀθλήσασα Βαρβάρα, λυτροῦσαι πάσης νόσου, τοὺς προσιόντας σοι.

Άγιος Δημήτριος

Ο Άγιος Δημήτριος ο Μεγαλομάρτυρας και Μυροβλήτης

Ο Άγιος Δημήτριος, ένας από τους μεγαλομάρτυρες της Χριστιανοσύνης, γεννήθηκε περί το 280 – 284 μ.Χ. και μαρτύρησε επί των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού το 305 ή το 306 μ.Χ.

Ο Δημήτριος ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας στη Θεσσαλονίκη. Είχε προικισθεί από τον Θεό με πολλά αγαθά και με πλήθος σωματικών και πνευματικών χαρισμάτων Η φήμη του έφτασε μέχρι τον καίσαρα Γαλέριο Μαξιμιανό, ο οποίος εκτιμώντας τις αρετές του τον έκανε μέλος της Συγκλήτου της πόλης και τον διόρισε στρατηγό της Θεσσαλίας και ανθύπατο της Ελλάδας. Ο Άγιος Δημήτριος, ως χριστιανός, κατηχούσε και δίδασκε με ιεραποστολικό ζήλο και με τη φωτεινή παρουσία του τους Θεσσαλονικείς, οδηγώντας τους προς τον Χριστό και την αλήθεια Του.

Όταν πληροφορήθηκε ο Μαξιμιανός τη δραστηριότητα αυτή του αγίου, διέταξε και τον έφεραν ενώπιων του. Ο άγιος ομολόγησε με παρρησία την πίστη του στον Χριστό με συνέπεια να τον οδηγήσουν στη φυλακή, σ’ ένα παλαιό δημόσιο λουτρό δίπλα στο στάδιο, όπου υπέστη πολλές κακουχίες και βασανιστήρια.

Στη φυλακή ήταν και ένας νεαρός χριστιανός ο Νέστορας, ο οποίος θα αντιμετώπιζε σε μονομαχία τον φοβερό μονομάχο της εποχής Λυαίο. Ο νεαρός χριστιανός πριν τη μονομαχία επισκέφθηκε τον Δημήτριο και ζήτησε τη βοήθειά του. Ο Άγιος Δημήτριος του έδωσε την ευχή του και το αποτέλεσμα ήταν ο Νέστορας να νικήσει το Λυαίο και να προκαλέσει την οργή του Μαξιμιανού, ο οποίος πρόσταξε τους στρατιώτες να πάνε εκεί που ήταν φυλακισμένος ο άγιος και να τον φονεύσουν. Οι στρατιώτες τον λόγχευσαν σε όλο του το σώμα μέχρι θανάτου. Οι συγγραφείς εγκωμίων του Αγίου Δημητρίου, Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Γρηγόριος ο Παλαμάς και Δημήτριος Χρυσολωράς, αναφέρουν ότι το σώμα του Αγίου ετάφη στον τόπο του μαρτυρίου, ο δε τάφος μετεβλήθη σε βαθύ φρέαρ που ανέβλυζε μύρο, εξ ου και η προσωνυμία του Μυροβλύτη.

Σήμερα ο Άγιος Δημήτριος τιμάται ως πολιούχος Άγιος της Θεσσαλονίκης.

Απολυτίκιο

«Μέγαν εὔρατο, ἐν τοῖς κινδύνοις, σέ ὑπέρμαχον, ἡ οἰκουμένη, Ἀθλοφόρε τά ἔθνη τροπούμενον. Ὡς οὔν Λυαίου καθειλες τήν ἔπαρσιν, ἐν τῷ σταδίω θαρρύνας τόν Νέστορα, οὕτως Ἅγιε Μεγαλομάρτυς Δημήτριε, Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμίν τό μέγα ἔλεος»

Μέγας Βασίλειος

Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας

Ὁ Βασίλειος Καισαρείας, γνωστότερος ὡς Μέγας Βασίλειος ἢ Ἅγιος Βασίλειος (μεταξὺ 329 καὶ 333 – 379), ὑπῆρξε Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ἐπίσκοπος Καισαρείας, κορυφαῖος θεολόγος τοῦ 4ου αἰῶνα καὶ ἔνας ἀπὸ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες, ποὺ θεωροῦνται προστάτες τῆς παιδείας.

Ἡ ζωὴ του

Γεννήθηκε τὸ 330 στῇ Νεοκαισάρεια τῆς Καππαδοκίας ἀπὸ Ἁγίους γονεῖς. Ὁ πατέρας τοῦ Ἅγιος Βασίλειος ἀσκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ καθηγητῇ ῥητορικῆς στῇ Νεοκαισάρεια καὶ ἡ μητέρα τοῦ Ἁγία Ἐμμέλεια ἤταν ἀπόγονος οἰκογένειας Ῥωμαίων ἀξιωματούχων (ὁ πατέρας τῆς εἶχε πεθάνει ὡς Χριστιανὸς μάρτυρας). Στην οἰκογένεια ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Βασίλειο ὑπήρχαν ἄλλα ὀκτὼ ἢ ἐννέα παιδιά. Μεταξὺ αὐτῶν, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὁ Ναυκράτιός που ἔγινε ἀσκητὴς καὶ θαυματουργὸς Ἅγιος, ἡ Μακρινὰ (Ὁσία Μακρινὰ) καὶ ὁ Πέτρος, Ἐπίσκοπος Σεβαστείας, ἐνῶ κάποιο φαίνεται να πέθανε σὲ βρεφικὴ ἡλικία.

Ὁ Βασίλειος μεταφέρθηκε ἀπὸ τῇ γιαγιὰ τοῦ Μακρινὰ στο κτῆμα τῶν Ἀννήσων κοντὰ στον ποταμὸ Ἴρι, ὅπου ἀνατράφηκε ἀπὸ αὐτὴν μέχρι τὸ θάνατο τῆς καὶ μετέπειτα ἀπὸ τὴν πρωτοτοκη ἀδερφὴ τοῦ Μακρινὰ ἡ ὁποία ἐπηρέασε καθοριστικὰ τὸν μικρὸ Βασίλειο να στραφεῖ στην Χριστιανικὴ πιστή. Τὴν ἐγκύκλια παιδεία ἔλαβε ἀπὸ τὸν πατέρα τοῦ ἐνῶ μετὰ τὴν ἐκδημία τοῦ (γύρω στα 345) μετέβη στην Καισάρεια. Κατόπιν ἡ ἀνάγκη τοῦ για περαιτέρω μόρφωση τὸν ἔφερε στην Κωνσταντινούπολη, ὅπου φοίτησε κοντὰ στο γνωστὸ δάσκαλο τῆς ἐποχῆς Λιβάνιο καὶ ἐπακόλουθα στην Ἀθῆνα (352).

Στην Ἀθῆνα γνωρίστηκέ με τὸ Γρηγόριο ἀπὸ τὴν Καππαδοκία, ἀναπτύσσοντας μία μεγάλη φιλία, ἐγγράφηκε στῇ σχολὴ τοῦ Χριστιανοῦ φιλοσόφου Προαιρεσίου καὶ παρακολούθησε τῇ διδασκαλίᾳ τοῦ καθὼς καὶ τῇ διδασκαλίᾳ ἄλλων φιλοσόφων ὅπως ὁ Ἰμέριος.
Ἡ Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Βασιλείου (Subleyras Pierre, 1743, Μουσεῖο Ἐρμιτάζ, Ἁγία Πετρούπολη)
Ἐπέστρεψε στην πατρίδα τοῦ τὸ καλοκαίρι τοῦ 356, ἐγκαταστάθηκε στην Καισάρεια καί, συνεχίζοντας τὴν παραδοση τοῦ πατέρα τοῦ, ἔγινε καθηγητὴς τῆς ῥητορικῆς. Τὸ 358, ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ ἀδερφοὺ τοῦ μοναχοῦ Ναυκρατίου, βαπτίζεται Χριστιανός, πιθανὸν ἀπὸ τὸν ἐπισκοπο Διάνιο, καὶ ἀποφασίζει να ἀφιερώσει τὸν ἑαυτὸ τοῦ στην ἀσκητικὴ πολιτεία. Τὸ φθινόπωρο τοῦ ἰδίου ἔτους ξεκινὰ ἕνα ὀδοιπορικὸ σὲ γνωστὰ κέντρα ἀσκητισμοὺ τῆς Ἀνατολῆς, ἐπιθυμώντας τὴν ἀνεύρεση καταλλήλου τόπου διαμονῆς. Ἐπέστρεψε τὸ 359 στον Πόντο καὶ για μικρὸ χρονικὸ διάστημα διέμεινε στην Ἀριανζό, κοντὰ στο φίλο τοῦ Γρηγόριο.
Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 360 φαίνεται να συμμέτειχε, ὡς παρατηρητὴς ἐντεταλμένος ἀπὸ τὸν ἐπισκοπο Διάνιο, στην ἀρειανικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στην Κωνσταντινούπολη, για τὴν ἔριδα μεταξὺ Ὁμοουσιανὼν καὶ Ὁμοιανών. Μετὰ τὴν ὑπογραφή, ἀπὸ μέρους τοῦ Διανίου, τοῦ συμβόλου τῶν Ὁμοιανών, ὁ Βασίλειος ἀπογοητευμένος ἀποσύρθηκε στο ἠσυχαστήριο τῆς ἀδερφὴς τοῦ ἐγκαινιάζοντας τῇ μνημειώδη ἀλληλογραφία τοῦ με τὸ Γρηγόριο.

Τὸ καλοκαίρι τοῦ 364 ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας τὸν χειροτόνησε πρεσβύτερο. Ἡ μεγάλη δραστηριότητα καὶ ἡ μόρφωση τοῦ Βασιλείου προκαλέσαν τὰ ζηλόφθονα αἰσθήματα τοῦ Εὐσεβίου γεγονός που ὁδήγησε τὸν πρῶτο, για ἄκομα μία φορά, να ἐπιστρέψει στην πατρίδα τοῦ. Ἡ μεσολάβηση, ὅμως, τοῦ Γρηγορίου ἐπιφέρει ἐξομάλυνση τῶν σχέσεων καὶ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Βασιλείου στην Καισάρεια. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Εὐσεβίου, μὲ τῇ συνδρομῇ τοῦ Εὐσεβίου ἐπισκόπου Σαμοσάτων καὶ τοῦ Γρηγορίου ἐπισκόπου Ναζιανζού, ἐκλέγεται διάδοχός του στην ἐπισκοπικὴ ἔδρα τῆς Καισάρειας καὶ ἀναλαμβάνει σὺν τῷ χρόνῳ, λόγῳ τοῦ κύρους τῆς προσωπικότητάς του, τὴν ἑξαρχία τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς τοῦ Πόντου.
Στον ἐκκλησιαστικὸ τομέα, ὡς ἐπίσκοπος πλέον, ὁ Βασίλειος ἀντιμετώπισε τὴν προσπάθεια τοῦ Αὐτοκράτορα Οὐάλη να ἐπιβαλεῖ τὸν Ὁμοιανισμὸ (ῥεῦμα τοῦ Ἀρειανισμού), ὄντας σὲ ἐπιστολικὴ ἐπικοινωνία με τὸ Μέγα Ἀθανάσιο, Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας καὶ τὸν Πάπα Ῥώμης Δάμασο. Στην περιφέρεια τῆς ποιμαντικὴς τοῦ εὐθύνης εἶχε να ἀντιμετωπίσει τὴν ἔντονη παρουσία τοῦ ἀρειανικοὺ στοιχείου καὶ ἄλλων χριστιανικῶν, μὴ ὀρθοδόξων, ὁμολογιῶν. Σὲ αὐτὸ τὸν τομέα ἔδρασε καὶ ὡς ἐπίσκοπος, δηλαδὴ ὀργανωτικά, ἀλλὰ καί με τὴν ἀντιρρητικὴ τοῦ γραμματεῖα. Μέσα ἀπό τις ἐπιστολὲς τοῦ φαίνονται οἱ προσπάθειές που κατέβαλε για τὴν ἀναδείξῃ ἀξιῶν κληρικὼν στο ἱερατεῖο, τὴν καταπολεμήσῃ τῆς σιμωνίας τῶν ἐπισκόπων, τὴν πιστὴ ἐφαρμογὴ τῶν ἱερῶν κανόνων ἀπὸ τοὺς πιστοὺς καθὼς καὶ ἡ ποιμαντικὴ μέριμνα, ποὺ ἐπέδειξε ἔναντι τῶν ἀποκομμένων καὶ περιθωριοποιημένων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ὅλη τοῦ δραστηριότητα ἐπιφέρει τῇ βαθμιαία ἀναγνωρίσή του ὡς κοινοῦ ἐξάρχου ὁλόκληρου τοῦ ἀσιατικοῦ θέματος τῆς Αὐτοκρατορίας.

Στην οἰκουμενικὴ Ἐκκλησία ὁ Βασίλειος ἀναλαμβάνει τὰ πνευματικὰ ἠνία ἀπὸ τὸ Μέγα Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος βαθμιαία ἀποσύρεται ἀπὸ τὴν ἐνεργὸ δράση λόγω γήρατος. Ἐργάζεται για τὴν ἐπικρατήσῃ τῶν ὀρθοδόξων χριστιανικῶν ἀρχῶν καὶ ὑπερασπίζεται τὸ δογματικὸ προσανατολισμὸ τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νίκαιας. Προσπαθεῖ να βρίσκεται σὲ ἀλληλενέργειά με τὰ ὀρθόδοξα πατριαρχεῖα καὶ οὐσιαστικὰ ὑποκαθιστᾲ καὶ ἀντικαθιστᾲ τὴν ἀρειανίζουσα ἱεραρχία τοῦ πολιτικοῦ κέντρου τῆς Αὐτοκρατορίας. Σὲ αὐτὴ τὴν προσπάθεια συνάντα τὴν ἀδιαφόρη ἢ προκατειλημμένη στάσῃ τῶν ἄλλων πατριαρχείων, γεγονός, ποὺ παρὰ τὴν ἀπογοήτευσή που τοῦ ἐπιφέρει δεν τὸν καταβαλεῖ στῇ συνέχιση τοῦ ἀγῶνα τοῦ.

Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου Ἦχος α’

Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου, ὡς δεξαμένην τὸν λόγον σου, δι’ οὗ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας, τὴν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας, τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας, Βασίλειον Ἱεράτευμα, Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.