«Χαρᾶς μου τὴν καρδίαν πλήρωσον, Παρθένε»

«Χαρᾶς μου τὴν καρδίαν πλήρωσον, Παρθένε»

Τὶς πρῶτες δεκατέσσερις ἡμέρες τοῦ Αὐγούστου συναζόμαστε οἱ πιστοὶ στὶς ἐκκλησίες κάθε ἀπόγευμα γιὰ νὰ τιμήσουμε τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ μὲ τὶς δύο πολὺ γνωστὲς καὶ ἀγαπητὲς σὲ ὅλους μας Ἀκολουθίες τοῦ Μικροῦ καὶ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος· Ἀκολουθίες ποὺ περιέχουν πλῆθος εὐχαριστήριων καὶ ἱκετήριων ὕμνων πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τοὺς ὁποίους καλὸ θὰ ἦταν ὄχι μόνο νὰ ἀπευθύνουμε στὴν Παναγία, ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς μελετοῦμε.

Σ᾿ ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς τῆς λέμε: «Χαρᾶς μου τὴν καρδίαν πλήρωσον, Παρθένε, ἡ τῆς χαρᾶς δεξαμένη τὸ πλήρωμα, τῆς ἁμαρτίας τὴν λύπην ἐξαφανίσασα» (Μικρὰ Παράκλησις, ὠδὴ θ´). Γέμισε μὲ χαρὰ τὴν καρδιά μου, Παρθένε, Ἐσὺ ποὺ δέχθηκες μέσα Σου τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ χαρὰ σὲ τέλειο βαθμό, κι ἔτσι ἐξαφάνισες τὴ λύπη ποὺ προκαλοῦσε ἡ ἁμαρτία.

Μὲ τὸν ὕμνο αὐτὸ τῆς ζητοῦμε νὰ μᾶς χαρίσει τὴν ἀληθινὴ χαρά, αὐτὸ τὸ μεγάλο δῶρο, αὐτὴ τὴ βαθιὰ ἀνάγκη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Καὶ ὄχι ἁπλῶς νὰ μᾶς δώσει λίγη χαρά, ἀλλὰ πολλή, ἄφθονη· νὰ γεμίσει τὴν καρδιά μας μὲ χαρά, νὰ πλημμυρίσει τὸ ἐσωτερικό μας, τὴν ὕπαρξή μας, ὅπως ὅταν γεμίζουμε ἕνα δοχεῖο μέχρι πάνω καὶ δὲν χωράει τίποτε ἄλλο. Τί πλούσιο αἴτημα! Καὶ πόσο μεγάλη εὐλάβεια καὶ πίστη πρὸς τὸ πάνσεπτο πρόσωπο τῆς Θεομήτορος φανερώνει!

Εἶναι πάντοτε καιρὸς νὰ ζητᾶμε τὴ χαρά, ἰδιαιτέρως ὅμως ὅταν μᾶς ἀπογοητεύει ὁ ἑαυτός μας, ὅταν μᾶς κουράζει ὁ καθημερινός μας ἀγώνας, ὅταν μᾶς καταβάλλουν οἱ θλίψεις καὶ τὰ προβλήματά μας, ὅταν μᾶς πικραίνουν οἱ ἄνθρωποι, ὅταν μᾶς τρομάζει ἡ πορεία τοῦ κόσμου, ὅταν ὅλα γύρω καὶ μέσα μας εἶναι σκοτεινὰ καὶ κινδυνεύουμε νὰ βυθιστοῦμε στὴν ἀπόγνωση καὶ τὴν ἀθεράπευτη θλίψη. Τότε ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ χαρά· διότι ἡ χαρὰ εἶναι δύναμη, εἶναι ἀχώριστη ἀπὸ τὴν πίστη στὸ ἔλεος καὶ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ· διότι ἡ χαρὰ δίνει φτερὰ στὸν ἀγώνα.

Ἀλλὰ γιατί ζητᾶμε τὴν τέλεια χαρὰ εἰδικὰ ἀπὸ τὴ Θεοτόκο; Ἡ ἀπάντηση περιέχεται στὸν ὕμνο: διότι ἐκείνη ἔζησε τὴν πιὸ μεγάλη χαρά. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ της γιὰ ἐννέα μῆνες κυοφοροῦσε ὡς ἄνθρωπο τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι «τὸ πλήρωμα τῆς χαρᾶς», ἡ χαρὰ σὲ τέλειο βα­θμό· εἶναι ἡ αὐτοχαρά, ἡ «αὐτομακαριότης» (Χρυσόστομος, PG 62, 597)· δηλαδὴ εἶναι ἀπὸ τὸν Ἑαυτό Του ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐτυχία, εἶναι σὲ ἀπόλυτο βαθμὸ ἡ χαρά· δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐκπέσει ἀπὸ τὴ χαρά· καὶ δὲν ὑπάρχει χαρὰ ἔξω καὶ μακριὰ ἀπὸ Αὐτόν· ἀληθινὰ χαρούμενος καὶ εὐτυχισμένος εἶναι μόνο ὅποιος εἶναι ἑνωμένος μαζί Του, ὅποιος βρίσκεται σὲ κοινωνία μαζί Του.

Αὐτὸν δέχθηκε μέσα της ἡ ἀειπάρθενος Θεοτόκος. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε Υἱός της, ἔγινε σπλάχνο της. Καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὑπερφυοῦς κυοφορίας της, κατὰ τὴ διάρκεια αὐτῶν τῶν ἐννέα μηνῶν, ἦταν σὲ διαρκὴ κοινωνία μαζί Του! Τί πέλαγος, τί ὠκεανὸς χαρᾶς ἔγινε τότε ἡ καρδιά της! Ποιὸς μπορεῖ νὰ καταλάβει τὸν πλοῦτο αὐτῆς τῆς μοναδικῆς ἐμπειρίας της;

Ἀλλὰ τὸ αἴτημα τοῦ ὑμνωδοῦ σημαίνει καὶ κάτι ἄλλο: ὅτι συνετέλεσε ἐκείνη στὸ νὰ ἐξαλείψει ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο γένος τὴ λύπη, ποὺ προκαλοῦσε ἡ ἁμαρτία, καὶ νὰ μᾶς χαρίσει πάλι τὴ χαρά. Ἐξ αὐτῆς ἐνηνθρώπησε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μὲ τὸ ἀπολυτρωτικό Του ἔργο ἐξασφάλισε τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας, μᾶς ἀπήλλαξε ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου. Ἡ ἁμαρτία ἦταν ἡ αἰτία γιὰ τὴν ὁποία χάσαμε τὴ μακαριότητα τοῦ Παραδείσου. Διὰ τῆς ἁμαρτίας εἰσῆλθε ὁ θάνατος στὴ ζωή μας καὶ ὅλες οἱ θλίψεις. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ μόνη αἰτία τῆς δυστυχίας τοῦ ἀνθρώπου. «Θλῖψις καὶ στενοχωρία ἐπὶ πᾶσαν ψυχὴν ἀνθρώπου τοῦ κατεργαζομένου τὸ κακόν» (Ρωμ. β´ 9).

Ζητοῦμε ἀπὸ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο τὴν τέλεια χαρὰ μὲ δυνατὴ ἐλπίδα ὅτι θὰ μᾶς ἀκούσει, ὄχι μόνο διότι ἐκείνη ξέρει ἀπὸ χαρά· ἀλλὰ καὶ διότι συνέβαλε στὸ νὰ μᾶς ξαναχαρισθεῖ αὐτὴ ἀπὸ τὸν Θεό· καὶ γιὰ ἕναν ἀκόμη λόγο: διότι εἶναι Μητέρα τοῦ Λυτρωτῆ μας, καὶ ἑπομένως οἱ πρεσβεῖες της ἔχουν πολλὴ δύναμη. Τὴν ἀκούει ὁ Κύριος περισσότερο ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλον.

Γιατί ὅμως τὴν ἐπέλεξε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ γίνει Μητέρα Του κατὰ τὸ ἀνθρώπινον; Γιὰ τὴν ὑπερβάλλουσα καθαρότητα καὶ τὴ βαθύτατη ταπείνωσή της. Ἡ Κυρία Θεοτόκος λοιπὸν δὲν εἶναι μόνο ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ μας, ἡ ἰσχυρὴ πρέσβειρά μας στὸ θρόνο τοῦ Παμβασιλέως· εἶναι καὶ τὸ πρότυπό μας, τὸ ἀπλησίαστο μέν, ἀλλὰ πάντως πρότυπό μας. Μὲ τὴ ζωή της μᾶς καλεῖ καὶ μᾶς ἐμπνέει τὴν καθαρότητα. Ἡ δὲ ἀληθινή, ἡ βαθιὰ καὶ ἀναφαίρετη χαρὰ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ σὲ ὅσους καθαρίστηκαν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ἡ χαρὰ εἶναι ὁ ἀχώριστος σύντροφος τῆς ἁγιότητας.

Ἡ θέα τῆς σεπτῆς μορφῆς τῆς Θεομήτορος στὶς ἅγιες εἰκόνες καὶ τὸ ἄκουσμα τοῦ ἱεροῦ ὀνόματός της ἂς ἀνανεώνουν πάντοτε μέσα μας τὸν πόθο καὶ τὴν ἀγωνιστικὴ διάθεση γιὰ τὴ ζωὴ τῆς μετανοίας καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ· γιὰ νὰ «πληρώσει», νὰ γεμίσει ὁ Κύριος καὶ τὴ δική μας καρδιὰ μὲ τὴ χαρά Του, διὰ τῶν πρεσβειῶν τῆς ἁγίας Μητρός Του.

«Τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε»

«Τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε»

«Πάσχα τοῦ καλοκαιριοῦ» ὀνομάζει ὁ πιστὸς Ὀρθόδοξος λαός μας τὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Τὸ ἴδιο μὲ ἄλλες λέξεις τονίζουν καὶ ὅσοι ἅγιοι Πατέρες μᾶς ἄφησαν ὑπέροχους «Λόγους» γιὰ τὴ μεγάλη ἑορτὴ τοῦ Δεκαπενταυγούστου. Χαρακτηριστικὰ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὸ λόγο του «εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου» λέγει μὲ ἱερὸ ἐνθουσιασμό: «Καὶ ὁ θάνατος αὐτῆς ζωηφόρος καὶ ἡ τούτου μνήμη χαρμόσυνος ἑορτὴ καὶ παγκόσμιός ἐστι πανήγυρις» (ΕΠΕ 10, 444).

Ὁ ἱερὸς Δαμασκηνὸς στὴ Β΄ ὁμιλία του «εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου» ἀναφέρει μαρτυρία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱεροσολύμων Ἰουβεναλίου ὅτι ὁ τάφος τῆς Παναγίας στὴ Γεθσημανῆ τὴν τρίτη ἡμέρα μετὰ τὴν ταφή της βρέθηκε κενός. Τὸ ἅγιο σῶμα της ὑψώθηκε θαυμαστῶς στὰ οὐ­ρά­νια, ὅπου ἑνώθηκε μὲ τὴν ἀθάνατη ψυ­χή της καὶ ζεῖ ἄφθαρτο αἰωνίως (ΕΠΕ 9, 310-312). Τὸ σῶμα της τιμήθηκε μὲ ἀφθαρσία ἀπὸ τὸν Υἱὸ καὶ Θεό της πρὸ τῆς Β΄ Παρουσίας.

«Ὑψώθη δὲ εἰς τὰ ἄνω», γράφει ὁ ἅ­γιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «ἵνα βλέ­πῃ μὲ χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν τῆς καρδίας της τὸν Υἱὸν καὶ Θεόν της, καὶ ἵνα συνδοξάζηται μὲ αὐτὸν εἰς αἰῶνα αἰῶνος, ὡς Μήτηρ αὐ­τοῦ, μὲ γλυκυτάτην καὶ ἀνεκδιή­γητον μα­καριότητα» («Ἑορτοδρόμιον», σελ. 660).

Ἐκεῖ, στὰ ὑπερκόσμια σκηνώματα βρίσκεται ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος. Μόνη δὲ αὐτὴ ὡς Μητέρα τοῦ Θεοῦ προσ­εγ­γίζει ὅσον οὐδεὶς ἄλ­λος καὶ ὅπως οὐδεὶς ἄλ­λος τὴν πηγὴ τῆς Χάριτος, τὸν θρόνο τῆς θεότητος, τὸν Υἱὸ καὶ Θεό της.

Αἰσθάνεται κατὰ κάποιον τρόπο ὑποχρεωμένος αἰωνίως ἀπέναντί της ὁ Υἱὸς καὶ Θεός της γιὰ τὸ ὅτι Τοῦ ἐδάνεισε τὴ σάρκα της καὶ ἐπετέλεσε δι’ αὐτῆς τὸ λυτρωτικὸ ἔργο Του. Ἐδίδαξε τοὺς ἀν­θρώ­πους, ἐθεράπευσε ἀσθενεῖς, ἐσταυρώθη. Ὅλα αὐτὰ μὲ τὸ σῶμα ποὺ ἔλαβε ἀπὸ Ἐκείνην. Τὴν εὐγνωμονεῖ ἐπίσης αἰ­ωνίως γιὰ τὴ φροντίδα της κατὰ τὴ βρεφική, παιδική, νεανικὴ ἡλικία Του καὶ γιὰ τὶς περιποιήσεις της ἐπὶ τριάντα ἔτη. Γιὰ τὴ διατροφή Του καὶ γιὰ ὅλες τὶς ἀνάγκες Του. Δὲν τὶς λησμονεῖ ποτέ. Καὶ ἐξοφλεῖ τὸ χρέος Του ἀπέναντί της, γράφει ὁ ἱερὸς Δαμασκηνός, γιὰ τὰ τροφεῖα ποὺ Τοῦ πρόσφερε, τὰ ὁποῖα ὁ ἱερὸς Πα­τὴρ ὀνομάζει «θρέπτρα», μὲ τὸ νὰ ἐκ­πληρώνει κάθε αἴτημά της! (ΕΠΕ 9, 326). Ποιὸς ἄλ­λος, ἀλήθεια, ἀπολαμβάνει τέτοια τιμή; Νὰ εἶναι εὐγνώμων ἀπέναντί σου ὁ Θεός! (ΕΠΕ 9, 326).

Τὸ εἶχε προφητέψει ἡ ἴδια τὴν ὥρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ της ἀπὸ τὸν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ: «Ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί», εἶπε (Λουκ. α΄ 48). Γενεὲς ἔρχονται καὶ παρέρχονται, ἀλλὰ ἡ δόξα της παραμένει ἀμείωτη καὶ διαρκῶς αὐξάνει. Στὰ οὐράνια οἱ ἀγγελικοὶ ὕμνοι γύρω ἀπὸ τὸν θρόνο τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ της ὅπου παρευρίσκεται τιμητικά, εἶναι ἀκατάπαυστοι, μὲ τὴν ἴδια ζέση καὶ τὴν ἴδια θερμότητα διαρκῶς. Ἀλλὰ καὶ στὴ γῆ τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Υἱοῦ της κατακτᾶ καὶ φωτίζει διαρκῶς τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων σ’ ὅλα τὰ πλάτη καὶ μήκη τοῦ πλανήτη μας καὶ μαζὶ μὲ τὸν Λυτρωτὴ δο­ξάζεται καὶ ἡ ἀειπάρθενος Μητέρα Του.

Ποιὰ ἄλλη γυναίκα, ἀλήθεια, δοξάσθηκε, δοξάζεται, ἢ θὰ δοξασθεῖ σὰν τὴν Ὑ­περευ­λογημένη Θεοτόκο;

Ἐνῶ ὅμως ἀπολαμβάνει τέτοια δόξα στὰ οὐράνια, δίπλα στὴν Ἁγία Τριάδα, δὲν ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο. Ἔτσι λέει τὸ ὡραῖο Ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεώς της: «Ἐν τῇ κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε». Ὅταν πέθανες σωματικά, Θεοτόκε, δὲν ἐγκατέλειψες τὸν κό­σ­μο μὲ τὶς ἀσχήμιες καὶ τοὺς πόνους του. Εἶσαι πάντοτε κοντὰ σὲ ὁ­ποιονδήποτε ἐπικαλεῖται τὶς πρεσβεῖες σου μὲ πίστη. Σπεύδεις σὲ Νοσοκομεῖα, σὲ καλύβες, σὲ φτωχόσπιτα ἀλλὰ καὶ σὲ ἀρχοντόσπιτα. Παντοῦ ὅπου σὲ καλοῦν ταπεινά. Τὸ τονίζει τόσο ἐκφραστικὰ τὸ τροπάριο τῆς Παρακλήσεως: «Καταιγίς με χειμάζει τῶν συμ­φορῶν, Δέσποινα, καὶ τῶν λυπηρῶν τρικυμίαι καταποντίζουσιν· ἀλλὰ προφθά­σασα χεῖρά μοι δὸς βοηθείας, ἡ θερ­μὴ ἀν­τίληψις καὶ προστασία μου». Κινδυνεύω νὰ πνιγῶ μέσα στὴν τρικυμία τῶν συμφορῶν καὶ τῶν θλίψεών μου, Δέσποινά μου Θεοτόκε. Πρόφθασε, Σὲ παρακαλῶ, δῶσ’ μου τὸ χέρι Σου, βοήθησέ με Σὺ ποὺ εἶσαι ἡ θερμὴ βοήθεια καὶ προστασία μου. Καὶ σπεύδει καὶ προφταίνει ἡ Παναγία. Καὶ ἁπαλύνει τοὺς πόνους καὶ γιατρεύει ἀρρώστιες καὶ ἠρεμεῖ δύσκολες καταστάσεις καὶ κάνει θαύματα ἐκεῖ ὅπου οἱ γιατροὶ σηκώνουν τὰ χέρια τους.

Σὲ βλέπουμε καὶ Σὲ νιώθουμε, Κυρία μας Θεοτόκε, μέσα στοὺς χιλιάδες μικροὺς καὶ μεγάλους ἱεροὺς Ναούς, ποὺ εἶναι ἀφιερωμένοι στὸ ἅγιο ὄνομά Σου καὶ ἁ­γιάζουν ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη τὴν Ἑλλάδα μας. Ἐσὺ θαυματουργεῖς στὸν Ἕβρο, στὴ Σουμελᾶ, στὸν Προυσσό, στὴ Μηχανιώνα, στὴν Εἰκοσιφοίνισσα, στὴν Τῆνο, Ἐσὺ στὴν Πάρο, στὴ Μονὴ Βουλκάνου, Ἐσὺ στὸ Αἴγιο· Ἐσὺ στὴ Χρυσοπηγὴ Χα­νίων, στὴ Νέα Μονὴ τῆς Χίου, στὴν Ἁ­γιάσο τῆς Λέσβου καὶ στὸ περιβόλι Σου τὸ ξεχωριστό, στὸ Ἅγιο Ὄρος. Καὶ ὄχι μό­νο σ’ αὐτά. Ἀτελείωτα, ἀμέτρητα τὰ σημεῖα τῆς παρουσίας Σου στὴν Πατρίδα μας, Δέσποινα τοῦ κόσμου.

Ἐπειδὴ ὅμως ἡ Πατρίδα μας τὸν τελευταῖο καιρὸ δείχνει ὅτι παραπαίει, Σὲ ἱκετεύουμε θερμά, Μητέρα μας Παναγία, λυ­πήσου τὴν Ἑλλάδα μας καὶ βοήθησέ μας. Ξέρεις Ἐσὺ καὶ μπορεῖς.

Λόγος εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου

Λόγος εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου

Ἁγίου Λουκᾶ Ἀρχιεπισκόπου Κριμαίας

Τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς τὸν βασανίζει τὸ ἐρώτημα: τί θὰ γίνει μέ μᾶς καὶ τί μᾶς περιμένει μετὰ τὸ θάνατο; Μία σαφῆ ἀπάντηση σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα μόνοι μας δὲν μποροῦμε νὰ τὴν βροῦμε. Ἀλλὰ ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ πρῶτα ἀπ’ ὅλα ὁ λόγος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ μᾶς ἀποκαλύπτουν αὐτὸ τὸ μυστικό.

Μᾶς τὸ ἀποκαλύπτουν ἐπίσης τὸ ἀπολυτίκιο καὶ τὸ κοντάκιο τῆς μεγάλης αὐτῆς γιορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ὕμνοι ποὺ ψάλλονται σ’ αὐτὴ τὴ γιορτή.

Θέλω ὅλοι σας νὰ καταλάβετε, γιατί ὁ θάνατος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ Παρθένου Μαρίας λέγεται Κοίμησή της. Ὁ μέγας ἀπόστολος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος στὸ 20ο κεφάλαιο τῆς Ἀποκαλύψεως μιλάει γιὰ τὸν πρῶτο καὶ τὸ δεύτερο θάνατο. Ὁ πρῶτος μόνο θάνατος, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀναπόφευκτος γιὰ ὅλους τούς ἀνθρώπους, περιμένει καὶ τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς δικαίους. Ἀλλὰ ὁ δεύτερος, ὁ φοβερὸς καὶ αἰώνιος θάνατος, περιμένει τοὺς μεγάλους καὶ ἀμετανόητους ἁμαρτωλούς, οἱ ὁποῖοι ἀρνήθηκαν τὴν ἀγάπη καὶ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ εἶναι καταδικασμένοι νὰ βρίσκονται αἰωνίως σὲ κοινωνία μὲ τὸ διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του.

Στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ ἴδιου μεγάλου ἀποστόλου καὶ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου διαβάζουμε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, τὰ ὁποῖα εἶναι πολὺ στενὰ συνδεδεμένα μὲ ὅσα γράφει ἡ Ἀποκάλυψη: «ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν» (Ἰωάν. 5, 24).

Τὸ ἀκοῦτε, τὸ καταλαβαίνετε; Νομίζω ὅτι ἀκόμα καὶ θὰ πρέπει νὰ σᾶς κινήσει τὴν περιέργεια τὸ γεγονὸς ὅτι ὅλοι ὅσοι ὑπακούουν στὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ καὶ πιστεύουν στὸν Οὐράνιο Πατέρα του, ὁ ὁποῖος τὸν ἔστειλε, ἀμέσως μετὰ τὸ θάνατό τους θὰ περάσουν στὴν αἰώνια ζωή. Δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ δικαστοῦν αὐτοὶ ποὺ ἔχουν ζωντανὴ πίστη στὸν Θεὸ καὶ ὑπακούουν στὶς ἐντολές του.

Καὶ στοὺς μεγάλους δώδεκα ἀποστόλους εἶπε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὑμεῖς οἱ ἀκολουθήσαντές μοι, ἐν τῇ παλιγγενεσία, ὅταν καθίση ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλάς τοῦ Ἰσραὴλ» (Ματθ. 19, 28).

Δικαστὲς καὶ κατήγοροι θὰ εἶναι κατὰ τὴν Φοβερὰ Κρίση τοῦ Θεοῦ οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ καί, βεβαίως, εἶναι τελείως ἀδύνατο νὰ φανταστοῦμε νὰ δικάζονται ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καὶ Ἀειπάρθενος Μαρία, ὁ Βαπτιστὴς τοῦ Κυρίου Ἰωάννης, οἱ μεγάλοι προφῆτες τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἠλίας καὶ ὁ Ἐνὼχ τοὺς ὁποίους ζωντανούς τούς πῆρε ὁ Θεὸς στὸν Οὐρανό, ὅλο τὸ ἀμέτρητο πλῆθος τῶν μαρτύρων τοῦ Χριστοῦ, οἱ δοξασμένοι ἀπὸ τὸν Θεὸ ἅγιοι ἀρχιερεῖς καὶ θαυματουργοὶ μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν ἅγιο Νικόλαο, ἀρχιεπίσκοπο Μύρων τῆς Λυκίας.

Εἶναι ἀδύνατον ἀκόμα καὶ νὰ περάσει ἀπὸ τὸ μυαλό μας ἡ σκέψη πὼς θὰ δικαστοῦν αὐτοί, οἱ ὁποῖοι ἄκουσαν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστὶν» (Λουκ. 17, 21). Σ’ αὐτοὺς τοὺς μεγάλους ἀγωνιστὲς τοῦ Χριστοῦ, σὰν σὲ πολύτιμους ναοὺς κατοικοῦσε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀκόμα καὶ ζώντας στὴ γῆ, αὐτοὶ βρισκόταν στὴν ἄμεση κοινωνία μὲ τὸν Θεό, ἐπειδὴ ἔτσι εἶπε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός: «ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν.» (Ἰωάν. 14, 23).

Ἡ Ὑπεραγία Παρθένος Μαρία ὑπῆρξε ἄχραντος ναὸς τοῦ Σωτῆρος καὶ σ’ αὐτὴν κατοίκησε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἀπὸ τὴν ἁγιότατη μήτρα της ἔλαβε τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος κατέβηκε ἀπὸ τοὺς Οὐρανούς. Γι’ αὐτὸ ὁ σωματικός της θάνατος δὲν ἦταν θάνατος ἀλλὰ Κοίμηση, δηλαδὴ ἕνα ἄμεσο πέρασμα ἀπὸ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός της στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καὶ τὴν αἰώνια ζωή.

Μοῦ ἦρθε τώρα στὸ μυαλὸ καὶ κάτι καινούριο. Σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ προηγούμενα κηρύγματά μου σᾶς ἔλεγα, ὅτι ἔχουμε κάθε λόγο νὰ πιστεύουμε, ὅτι καὶ τὸ σῶμα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄφθαρτο καὶ ἀνελήφθη στοὺς οὐρανούς. Αὐτὸ μᾶς λέει καὶ τὸ κοντάκιο τῆς μεγάλης γιορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου:

«Τὴν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον, καὶ προστασίαις ἀμετάθετον ἐλπίδα, τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν ὡς γὰρ ζωῆς Μητέρα, πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον».

Προσέξτε: «τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν». Σκεπτόμενοι αὐτό, ἂς θυμηθοῦμε καὶ τί γράφει ἡ Ἁγία Γραφὴ γιὰ τὸ θάνατο τοῦ μεγαλύτερου προφήτη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τοῦ Μωυσῆ στὸ 34ο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τοῦ Δευτερονομίου, ὅτι πέθανε σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ στὸ ὅρος Νεβῶ καὶ τάφηκε στὴ γῆ Μωάβ. Ὁ τάφος τοῦ μεγάλου αὐτοῦ προφήτη ἔπρεπε νὰ εἶναι γιὰ πάντα τόπος προσκυνήματος γιὰ ὅλο τὸ λαὸ τοῦ Ἰσραήλ. Ὅμως στὴ Βίβλο διαβάζουμε, ὅτι: «οὐκ οἶδεν οὐδεὶς τὴν ταφὴν αὐτοῦ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης» (Δευτ. 34, 6). Ὅμως κατὰ τὴ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου στὸ ὅρος Θαβὼρ ἐμφανίστηκε ὁ Μωυσῆς στὸν Κύριο καὶ Δεσπότη του τὸν Ἰησοῦ μαζὶ μὲ τὸν προφήτη Ἠλία, ὁ ὁποῖος ἁρπάχτηκε ζωντανὸς στοὺς οὐρανούς.

Νομίζω ὅτι δὲν θὰ εἶναι ἁμαρτία ἂν θὰ ποῦμε, ὅτι τὸ σῶμα τοῦ μεγάλου Μωυσῆ, ὅπως καὶ τὸ σῶμα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, ἔμεινε ἄφθαρτο. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ τάφος του εἶναι ἄγνωστος.

Νὰ σκεφτόμαστε, ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφές μου, τὴν μακάρια Κοίμηση τῆς Ὑπεραγίας Παρθένου Μαρίας καὶ νὰ θυμόμαστε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ: «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν» (Ἰωάν. 5, 24). Νὰ μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεὸς νὰ γευθοῦμε καὶ ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ τὴ μεγάλη αὐτὴ χαρά, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος σὺν τῷ ἀνάρχῳ αὐτοῦ Πατρὶ καὶ τῷ Παναγίῳ Αὐτοῦ Πνεύματι εἰς τοὺς αἰώνας. Ἀμήν.

Ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου

Ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου

Φώτης Κόντογλου

«Ἐπὶ σοί Χαίρει, Κεχαριτωμένη. πᾶσα ἡ κτίσις»

«Ὡς ἐμψύχῳ Θεοῦ κιβωτῷ ψαυέτω μηδαμῶς χεὶρ ἀμυήτων. χείλη δὲ πιστῶν τῇ Θεοτόκῳ ἀσιγήτως φωνὴν τοῦ ἀγγέλου ἀναμέλποντα, ἐν ἀγαλλιάσει βοάτω: Ὄντως ἀνωτέρα πάντων ὑπάρχεις, Παρθένε ἁγνή». «Ἐσένα ποὺ εἶσαι ζωντανὴ κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ, ἂς μὴ σὲ ἀγγίζει ὁλότελα χέρι ἄπιστο, ἀλλὰ χείλια πιστὰ ἂς ψάλλουνε δίχως νὰ σωπάσουνε τὴ φωνὴ τοῦ ἀγγέλου (ὁ ὑμνωδὸς θέλει νὰ πεῖ τὴ φωνὴ τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ποὺ εἶπε «εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξὶ») κι ἂς κράζουνε: «Ἀληθινά, εἶσαι ἀνώτερη ἀπ’ ὅλα Παρθένε ἁγνή».

Ἀλλοίμονο! Ἀμύητοι, ἄπιστοι, ἀκατάνυχτοι, εἴμαστε οἱ πιὸ πολλοὶ σήμερα, τώρα ποὺ ἔπρεπε νὰ προσπέσουμε μὲ δάκρυα καυτερὰ στὴν Παναγία καὶ νὰ ποῦμε μαζὶ μὲ τὸ Θεόδωρο Δούκα τὸ Λάσκαρη, ποὺ σύνθεσε μὲ συντριμένη καρδιὰ τὸν παρακλητικὸ κανόνα:

«Ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου με ζάλαι ὥσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε». «Σὰν τὰ μελίσσια ποὺ τριγυρίζουνε γύρω στὴν κερήθρα, ἔτσι κ’ ἐμένα μὲ ζώσανε οἱ ζαλάδες τῆς ζωῆς καὶ πέσανε ἀπάνω στὴν καρδιά μου καὶ τὴν κατατρυπᾶνε μὲ τὶς φαρμακερὲς σαγίτες τους.

Ἄμποτε, Παναγiα μου, νὰ σὲ βρῶ βοηθό, νὰ μὲ γλυτώσεις ἀπὸ τὰ βάσανα». Μὰ ποιὸς ἀπὸ μᾶς γυρεύει βοήθεια ἀπὸ τὴν Παναγία, ἀπὸ τὸν Χριστὸ κι’ ἀπὸ τοὺς ἁγίους; Γυρεύουμε βoήθεια ἀπὸ τὸ κάθε τί, παρεκτῶς ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀλλὰ τί βοήθεια μποροῦνε νὰ δώσουνε στὸν ἄνθρωπο τὰ εἴδωλα τὰ λεγόμενα «ἐπιστήμη» καὶ «τέχνη»; Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ ἀναχωρητὴς λέγει: «Σ’ ὅλους τούς δρόμους ποὺ πορεύονται oἱ ἄνθρωποι σὲ τοῦτον τὸν κόσμο δὲv βρίσκουνε σὲ κανένα τὴν εἰρήνη, ὡς ποὺ vά σιμώσουμε στὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ. Μὰ ἀλλοίμονο! οἱ πιὸ πολλοὶ ἄvθρωποι εἶναι «οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» ὅπως λέγει ὁ Παῦλος. Ὅποιος δὲν ἔχει τὴν πίστη μέσα στὴν καρδιά του, τί ἐλπίδα μπορεῖ νάχει; Ὅπου ν’ ἀκουμπήσει ὅλα εἶναι σάπια.

Γι’ αὐτὸ κι’ ὁ ὑμνογράφος ποὺ εἴπαμε, λέγει στὴν Παναγία: «Ἀπορήσας ἐκ πάντων, ὀδυνηρῶς κράζω σοι. Πρόφθασον, θερμὴ προστασία, καὶ τὴν βοήθειαν δὸς μοι τῷ δούλω σου τῷ ταπεινῶ καὶ ἀθλίω».

«Ὅλα, λέγει τὰ δοκίμασα, μὰ κανένα πράγμα δὲ μπόρεσε νά μὲ ξαλαφρώσει. Γιὰ τοῦτο φωνάζω Ἐσένα μὲ θρῆνο πικρόν, καὶ λέγω: Πρόφτασε καὶ δόσε τὴ βοήθειά σου σὲ μένα τὸν ταπεινὸ κι’ ἄθλιο δοῦλο σου».

Ἡ Παναγία εἶναι ἡ ἐλπίδα τῶν ἀπελπισμένων, ἡ χαρὰ τῶν πικραμένων, τὸ ραβδὶ τῶν τυφλῶν, ἡ ἄγκυρα τῶν θαλασσοδαρμένων, ἡ μάνα τῶν ὀρφανεμένων.

Ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι πονεμένη θρησκεία, ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καρφώθηκε ἀπάνω στὸ ξύλο: κ’ ἡ μητέρα του ἡ Παναγία πέρασε κάθε λύπη σὲ τοῦτον τὸν κόσμο. Γι’ αὐτὸ καταφεύγουμε σὲ Κεiνη ποὺ τὴν εἴπανε οἱ πατεράδες μας: «Καταφυγή», «Σκέπη τοῦ κόσμου», «Γοργοεπήκοο», «Γρηγοροῦσα», «Ὀξεία ἀντίληψη», «Ἐλεοῦσα», «Ὁδηγήτρια», «Παρηγορίτισσα» καὶ χίλια ἄλλα ὀνόματα, ποὺ δὲν βγήκανε ἔτσι ἁπλὰ ἀπὸ τὰ στόματα, ἀλλὰ ἀπὸ τὶς καρδιὲς ποὺ πιστεύανε καὶ ποὺ πονούσανε.

Μονάχα στὴν Ἑλλάδα προσκυνιέται ἡ Παναγία μὲ τὸν πρεπούμενο τρόπο ἤγουν μὲ δάκρυα μὲ πόνο καὶ μὲ ταπεινὴ ἀγάπη. Γιατί ἡ Ἑλλάδα εἶναι τόπος πονεμένος, χαροκαμένος, βασανισμένος ἀπὸ κάθε λογῆς βάσανο. Κι’ ἀπὸ τούτη τὴν αἰτία τὸ ἔθνος μας στὰ σκληρὰ τὰ χρόνια βρίσκει παρηγοριὰ καὶ στήριγμα στὰ ἁγιασμένα μυστήρια τῆς ὀρθόδοξης θρησκείας μας, καὶ παραπάνω ἀπὸ ὅλα στὸ Σταυρωμένο τὸ Χριστὸ καὶ στὴ χαροκαμένη μητέρα του, ποὺ πέρασε τὴν καρδιὰ τῆς σπαθὶ δίκοπο.

Σὲ ἄλλες χῶρες τραγουδᾶνε τὴν Παναγία μὲ τραγούδια κοσμικά, σὰν νάναι καμιὰ φιληνάδα τους, μὰ ἐμεῖς τὴν ὑμνολογοῦμε μὲ κατάνυξη βαθειά, θαρρετὰ μὰ μὲ συστολή, μὲ ἀγάπη μὰ καὶ μὲ σέβας, σὰν μητέρα μας μὰ καὶ σὰν μητέρα τοῦ Θεοῦ μας. Ἀνοίγουμε τὴν καρδιά μας νὰ τὴ δεῖ τί ἔχει μέσα καὶ νὰ μᾶς συμπονέσει.

Ἡ Παναγία εἶναι ἡ πικραμένη χαρὰ τῆς Ὀρθοδοξίας, «τὸ χαροποιὸν πένθος», «ἡ χαρμολύπη» μας, «ὁ ποταμὸς ὁ γλυκερός του ἐλέους», «ὁ χρυσοπλοκώτατος πύργος καὶ ἡ δωδεκάτειχος πόλις».

Ἡ ὑμνωδία τῆς ἐκκλησίας μας εἶναι ἕνας παράδεισος, ἕνα μυστικὸ περιβόλι ποὺ μοσκοβολᾶ ἀπὸ λογῆς λογῆς μυρίπνοα ἄνθη, καὶ τὰ πιὸ μυρουδικά, τὰ πιὸ ἐξαίσια, εἶναι ἀφιερωμένα στὴν Παναγία. Ὅλος ὁ κόσμος θλίβεται μαζί της καὶ μαζί της χαίρεται μὲ μία χαρὰ πνευματική:«Ἐπὶ Σοί χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις, ἀγγέλων τὸ σύστημα καὶ ἀνθρώπων τὸ γένος, ἡγιασμένε ναὲ καὶ παράδεισε λογικέ, παρθενικὸν καύχημα, ἐξ ἧς Θεὸς ἐσαρκώθη καὶ παιδίον γέγονεν ὁ πρὸ αἰώνων ὑπάρχων Θεὸς ἡμῶν».

Ἀπορεῖς τί νὰ πρωτοδιαλέξεις ἀπ’ αὐτὴ τὴν ὑμνολογία τῆς Θεοτόκου! Θαρρεῖς πὼς ὁ ἀγέρας, τὰ βουνά, oἱ θάλασσες τῆς Ἑλλάδας, τὰ χωριὰ oἱ πολιτεῖες, γεμίσαvε εὐωδία πνευματικὴ ἀπ’ αὐτὸ «τὸ χρυσοῦν θυμιατήριον», ἀπ’ αὐτὴ «τὴν μανναδόχον στάμνον ποὺ ἔχει μέσα «μύρον τὸ ἀκένωτον». Οἱ γυναῖκες μας εἶναι στολισμένες μὲ τόνομά της, τὰ βουνά μας, οἱ κάμποι, τὰ νησιά, τ’ ἀκροθαλάσσια εἶναι ἁγιασμένα ἀπὸ τὰ ξωκκλήσια της, τὰ καράβια μας ἔχουν γραμμένο ἀπάνω στὴ μάσκα καὶ στὴν πρύμη τὸ γλυκύτατο ὄνομά της. Ἀληθινὰ στὴν Ἑλλάδα μας «ἐπὶ Σοί χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις», «Γιὰ Σένα, χαίρεται ὅλη ἡ πλάση. Σήμερα ποὺ κοιμήθηκες, θαρεῖς πὼς ἡ χαρὰ γίνηκε πιὸ μεγάλη, ἡ θλίψη ἄλλαξε σὲ ἀγαλλίαση, ἡ ἐλπίδα ζωήρεψε ἀντὶ νὰ ἀποσκιάσει καὶ πλημμύρισε τὶς καρδιές μας.

Σήμερα τ’ ἀγέρι φυσᾶ γλυκύτερα στὰ κουρασμένα πρόσωπά μας, τὰ δέντρα σὰν νὰ γενήκανε πιὸ χλωρά, τ’ αὐγουστιάτικο κύμα σὰν νὰ ἀρμενίζει πιὸ δροσερὸ μέσα στὸ πέλαγο καὶ ἀφρίζει φουσκωμένο ἀπὸ χαρὰ μεγάλη, τὸ κάθε τί πανηγυρίζει κι’ ἀγάλλεται..

Ὤ! Τί θάνατος λοιπὸν εἶναι αὐτός, ποὺ γέμισε τὴν οἰκουμένη καὶ τὶς καρδές μας μὲ τὴ χαρὰ τῆς ἀθανασίας! Καὶ καλώτατα ψέλνει ὁ ὑμνωδὸς σήμερα: «Ἐν τῇ γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε. Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη ἐκ θανάτου τὰς ψυχᾶς ἡμῶν».

Ἀληθινὰ λέγει καὶ σ’ ἕνα ἄλλο τροπάρι: «Τῇ ἀθανάτω σου κοιμήσει, Θεοτόκε, μῆτερ τῆς ζωῆς…».

Ἀλλὰ τὸ ξαναλέγω. Τί νὰ πεῖ κανένας πρῶτα καὶ τί ὕστερα, ἀπὸ τὰ τόσα πνευματικὰ ὑμνολογήματα ποὺ προσφέρανε οἱ ὀρθόδοξες καρδιὲς στὴν Παναγία, στὸ «Ρόδον τὸ ἀμάραντον», ποὺ μοσκοβόλησε καὶ ἁγίασε τὴν καταβασανισμένη τὴν Ἑλλάδα! Τὴν ὑμνολογήσανε μὲ τὰ λόγια, μὲ τὴν ψαλμωδία, μὲ τὴ ζωγραφική, μὲ τὸ σκαλισμένο ξύλο, μὲ τ’ ἀσήμι, μὲ τὸ μάλαμα, μὲ τὸ κηρομάστιχο, μὲ κάθε τίμιο κι’ ἁγιασμέvο πράγμα ποὺ μπορεῖ νὰ χρησιμέψει στὸν ἄνθρωπο γιὰ νά μπορέσει νά δείξει τὴν ἀγάπη του, τὸ σέβας του, τὴ χαρά του, τὴν πίκρα του, κι’ ὅ,τι ἄλλο ἁγνὸ αἴσθημα ἔχει μέσα στὰ φύλλα τῆς καρδιᾶς του. Τὸ νὰ πιάσει κανένας νὰ τὰ ἱστορήσει καταλεπτῶς, θὰ ἤτανε σὰν νάθελε vα μετρήσει τὸν ἄμμο τῆς θάλασσας; Γιὰ τοῦτο ἀνθολογᾶμε λιγοστὰ λουλούδια ἀπὸ τῆς ὑμνωδίας τὸ ἁγιόκλημα «εἰς ὀσμὴν εὐωδίας πνευματικῆς»

Πρῶτα ἀπ’ ὅλα ἂς μεταγράψουμε λίγα λόγια ἀπὸ τὶς Καταβασίες τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου», ποὺ εἶναι τὸ βυζαντινώτατο, ὅλη ἡ Κωνσταντινούπολη πνευματικὰ πανηγυρίζουσα. Στοχασθεῖτε καλὰ ἐκείνη τὴν ἐξαίσια γ’ ὠδὴ ποὺ λέγει: «Τοὺς σοὺς ὑμνολόγους Θεοτόκε, ὡς ζῶσα καὶ ἄφθονος πηγή, θίασον συγκροτήσαντας πνευματικόν, στερέωσον καὶ ἐν τῇ θεία δόξῃ σου στεφάνων δόξης ἀξίωσον».

Οὐράνια ἀπηχήματα!:«Τοὺς ὑμνολόγους σου, Θεοτόκε, ποὺ συγκροτήσανε ἕναν πνευματικὸ θίασο, στερέωσέ τους, Ἐσὺ ποὺ εἶσαι ζωντανὴ ὡς ἄφθονη πηγή. Καὶ μὲ τὴ θεία δόξα σου, ἀξίωσέ τους νὰ φοσέσουνε τῆς δόξας τὰ στέφανα».

Ἀμὴ ἡ θ’ ὠδὴ ποὺ λέγει: «Ἅπας γηγενὴς σκιρτάτω τῷ πνεύματι λαμπαδουχούμενος· πανηγυριζέτω δὲ ἀΰλων νόων φύσις, γεραίρουσα τὰ ἱερὰ θαυμάσια τῆς θεομήτορος, καὶ βοάτω, Χαίροις, παμμακάριστε Θεοτόκε, ἁγνή, ἀειπάρθενε.»

Ἀμὴ ἐκεῖνα τὰ πανηγυρικὰ αὐτόμελα ποὺ ψέλνουνε στὸν ἑσπερινό τῆς Κοιμήσεως, μὲ μέλος θριαμβευτικὸ καὶ μὲ πνευματικὴ μεγαλοπρέπεια! Ποιὸς χριστιανὸς Πίνδαρος τὰ σύνθεσε, Πίνδαρος ἁγιασμένος! «Ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος! ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς ἐν μνημείῳ τίθεται, καὶ κλίμαξ πρὸς oυρανὸν ὁ τάφος γίνεται! Εὐφραίνου Γεθσημανῆ, τῆς Θεοτόκου τὸ ἅγιον τέμενος. Βοήσωμεν οἱ πιστοί, τὸν Γαβριὴλ κεκτημένοι ταξίαρχον: Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μετά σοῦ ὁ Κύριος, ὁ παρέχων τῷ κόσμῳ διά Σοῦ τὸ μέγα ἔλεος».

Ποταμὸς μέγας καὶ βουερὸς ἀναβρύζει καὶ μᾶς δροσίζει, καὶ πίνουνε νερὸ δροσερὸ ψυχὲς ξερὲς καὶ διψασμένες! Κύτταξε πάθος καὶ μεράκι ποὺ ξελοχίζει ἀπὸ καιγόμενη καρδιά! Ὁ ὑμνωδός, ἀντὶ νὰ κλάψει γιὰ τὴν Παναγία ποὺ εἶναι μπροστά του ξαπλωμένη ἀπάνω στὴν κλίνη της, τυλιγμένη μὲ τὸ μαφόρι της μὲ κλεισμένα τὰ μάτια της ποὺ δίνανε παρηγοριὰ στὴν ἀνθρωπότητα, μὲ σταυρωμένα τὰ ἄχραντα χέρια της, ποὺ βαστάξανε τὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἀναθρέψανε, πεθαμένη σὰν τὸν κάθε ἄνθρωπο, ἀντὶς λέγω νὰ κλάψει, ἀφοῦ πρῶτα ἀπορεῖ πῶς ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς κείτεται στὸ μνῆμα, μονομιᾶς κράζει μὲ δάκρυα στὰ μάτια, πλὴν δάκρυα χαρᾶς: «Εὐφραίνου Γεθσημανῆ, ποὺ ἔχεις θησαυρισμένο τὸ ἅγιο σκήνωμα τῆς Θεοτόκου». Κ’ ὕστερα στρέφει στοὺς χριστιανοὺς ποὺ εἶναι μέσα στὴν ἐκκλησία καὶ τοὺς λέγει μὲ τὸν ἴδιο πνευματικὸ οἶστρο. «Ἂς κράξουμε ὅλοι μαζὶ στὴν Παναγία, ἔχοντας γιὰ πρωτοψάλτη τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ, ποὺ τὴ χαιρέτισε μὲ τὰ ἴδια λόγια κατὰ τὴ χαρoύμενη, μέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ κι’ ἂς ποῦμε: «Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μαζί σου εἶναι ὁ Κύριος, ποὺ δωρίζει στὸν κόσμο μὲ ἐσένα, τὸ μέγα ἔλεος».

Θάνατος δὲν ὑπάρχει ἐδῶ πέρα πού εἶναι ἡ μητέρα τῆς Ζωῆς. Κι’ οὔτε μοιρολόγια καὶ ξόδια θρηνητερά, παρὰ χαρὰ ἀνεκλάλητη, γάμος πνευματικός, τράπεζα ἁγιασμένη ποὺ ἔχει ἀπιθωμένον ἀπάνω της τὸν ἄρτο τῆς ζωῆς καὶ τὸ κρασὶ τῆς ἀθανασίας, καὶ πίνουνε οἱ χριστιανοὶ καὶ μεθᾶνε ἕνα μεθύσι ἅγιο, ἁγνό, ἄμωμο καὶ δὲν βρίσκονται πιὰ μπροστὰ σένα λείψανο ποὺ τὸ κηδεύουνε, ἀλλὰ βρίσκονται στὴ Ναζαρέτ, στὸ σπίτι τὸ χαρούμενο καὶ τὸ μοσκοβολημένο ἀπὸ τὴν παρθενικὴ εὐωδία τῆς Παναγίας, τότε ποὺ ἤτανε δεκάξη χρονῶν, κατὰ κείνη τὴν ἡμέρα πώγινε ὁ Εὐαγγελισμός, καὶ κράζουνε γηθόσυνα οἱ λιγόζωοι οἱ ἄνθρωποι σὰ νάναι ἀθάνατοι, μαζὶ μὲ τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ: «Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μετά σοῦ ὁ Κύριος!». Ἡ Κοίμησις γίνεται Εὐαγγελισμός, ἡ θλίψη μεταλλάζεται σὲ χαρά!

Ναί, Δὲν ὑπάρχει ἀληθινὴ χαρά, παρὰ μονάχα στὸ Χριστὸ κι’ αὐτὴ ἡ χαρὰ εἶναι ἕνα ἀμάραντο λουλούδι, πώχει τὴ ρίζα του στὸν πόνο. Οἱ ἄλλες οἱ χαρὲς εἶναι χαρὲς ψεύτικες, χωρὶς ρίζα. «Ἡ γυνὴ ὅταν τίκτη, λύπην ἔχει, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς. Ὅταν δὲ γεννήση τὸ παιδίον, οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως, διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον. Καὶ ὑμεῖς οὖν λύπην μὲν νῦν ἔχετε· πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς, καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν oὐδείς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν».

Τὰ μάτια μου εἶναι θολωμένα ἀπὸ τὰ δάκρυα τώρα ποὺ γράφω αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας. Αὐτὰ τὰ λίγα λόγια τὰ φύλαξε ἡ ἀνθρωπότητα στὴν καρδιά της καὶ μ’ αὐτὰ κλαίγει καὶ μ’ αὐτὰ χαίρεται. Αὐτὰ τὰ λόγια γενήκανε θεμέλιο τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ μεταλλαχτήκανε σὲ λογῆς λογῆς ἁγιασμένα αἰσθήματα καὶ βγήκανε ἀπὸ τὶς καιόμενες καρδιὲς τῶν ἁγίων ἀνθρώπων καὶ εὐωδιάσανε τὸν κόσμο. Ἀπὸ τὸν ἕναν γινήκανε ὕμνοι,ἀπὸ τὸν ἄλλον εἰκονίσματα, σὲ ἄλλον γινήκανε προσευχή, σὲ ἄλλον ψαλμός, σὲ ἄλλον ἐκκλησιὰ μὲ κουμπέδες καὶ μὲ ἁγιατράπεζα, σὲ ἄλλον θυσία τοῦ μάταιου κόσμου καὶ βουβὴ κατάνυξη.
Αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ σταθήκανε πηγὴ καὶ ἔμπνευση καὶ γιὰ τὸ θρηνητικὸ ἀηδόνι τῆς ἔρημος, θέλω νὰ πῶ γιὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, σὲ ὅσα ἔγραψε γιὰ τὸ «Χαροποιὸν πένθος»: «Ὅποιος κλαίγει, λέγει αὐτὸς ὁ ἅγιος, καὶ πικραίνεται γιὰ τὸν Θεό, ἐκεῖνος ἀξιώνεται νὰ δεῖ στὴν ψυχὴ του τὴν oὐράνια καὶ θεία παρηγοριά. Κι’ αὐτὴ ἡ οὐράνια παρηγοριὰ εἶναι κάποια ἀνακούφιση καὶ θεϊκὴ ἀλάφρωση, ποὺ παρηγορὰ τὴν πονεμένη καὶ πικραμένη ψυχή, ὁπού θλίβεται γιατί χωρίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὶς ἁμαρτίες της. Καὶ τούτη ἡ χαριτωμένη βοήθεια ἀλλάζει τὰ πονεμένα δάκρυα τῆς ψυχῆς, ποὺ εἶναι καταφαρμακωμένη, σὲ κάποια παρηγοριὰ θαυμαστή.

Ὅποιος πορεύεται μ’ αὐτὴ τὴ λύπη τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς ἀκατάπαυστα γιορτάζει κάθε μέρα κι’ ἀγάλλεται ἡ ψυχή του. Τοῦτο τὸ ἅγιο καὶ θεάρεστο κλάψιμο εἶναι μία λύπη ἀλησμόνητη τῆς ψυχῆς, μία ὄρεξη πσνεμένης καρδιᾶς, ποὺ γυρεύει μὲ μεγάλη θέρμη τὸν Θεὸ ὁπού τὸν ἐπιθυμὰ πάντα της. Κράτα λοιπὸν καλὰ τὴ χαριτωμένη καὶ τὴν ἥμερη καὶ τὴν ἅγια λύπη, ποὺ κάνει τὴν ψυχή σου νά θλiβεται ἀντάμα καὶ νὰ χαίρεται. Ἐγώ, λογιάζοντας καλὰ τὴν ἐνέργεια τούτη τῆς ἅγιας κατάνυξης, ξεσταίνουμαι καὶ θαυμάζω, πῶς ἐτοῦτο ποὺ λέγεται κλάψιμο καὶ λύπη, καὶ ποὺ φαίνεται πολὺ πικρὸ κι’ ἀβάσταχτο, ἔχει μέσα του πλεγμένη καὶ σμιγμένη τὴ χαρά, καὶ τὴν εὐφροσύνη, ὅπως εἶναι σμιγμένο τὸ κερὶ μὲ τὸ μέλι στὴν μελόπητα. Καὶ σέρνει ἐκείνους ποὺ τὴν ἀξιωθήκανε μὲ πόθο μεγάλον καὶ μὲ πολλὴν ἀγάπη, καὶ φοβοῦνται νὰ μὴν τὴν χάσουνε, καὶ τὴν φυλάγουνε περισσότερο ἀπ’ ὅσο φυλάγουνε οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τ’ ἀκριβὰ πετράδια καὶ τ’ ἀσημοχρύσαφα.

Εἶναι μία ἥμερη χαρὰ κ’ ἕνα θεϊκὸ χάρισμα. μὲ τὸ ὁποῖο στολίζει ὁ Θεὸς τοὺς φίλους του, καὶ κάνει νὰ ἔχουνε μίαν ἀληθιvὴ χαρὰ καὶ ὄρεξη γιὰ τὸν Θεό, ποῦναι συντροφιασμένη μὲ κάποια θεραπευτικὴ λύπη ὁπού δὲν ἔχει μέσα τῆς καμιὰ σαρκικὴ ἀγάπη, παρὰ μονάχα μία παρηγοριὰ ἀγγελικὴ καὶ οὐράνια. Μὲ τὴν ὁποία παρηγορὰ ὁ Θεὸς κρυφὰ ἐκείνους ποὺ συντρίβουνε μὲ πόνο καὶ μὲ ταπείνωση τὴν καρδιά τους».

Ἄμποτε νὰ τὴν ἀξιωθοῦμε κ’ ἐμεῖς, μὲ τὴ χάρη τῆς Παναγίας ποὺ γιορτάζουμε σήμερα. Ἀμήν.