Αγίων Αναργύρων: Οι Άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός εκ Ρώμης

Αγίων Αναργύρων:
Οι Άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός εκ Ρώμης

Τήν 1ην Ἰουλίου ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὴν μνήμη τῶν Ἁγίων καὶ θαυματουργῶν Ἀναργύρων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ, πού ἐμαρτύρησαν στὴν Ρώμη.

Ἐπειδή ἔχουμε τρία ζεύγη ἁγίων Ἀναργύρων μὲ τὸ ὄνομα Κοσμᾶς καὶ Δαμιανός πρός ἀποφυγήν συγχύσεως, ὅταν ἀκοῦμε τὰ ὀνόματά τους, καλό εἶναι νὰ κάνουμε μὶα σύντομη διευκρίνηση. Μία συζυγία εἶναι, λοιπόν, οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι Κοσμᾶς καὶ Δαμιανός οἱ ἐκ τῆς Ἀσίας, πού ἑορτάζουν τὴν 1η Νοεμβρίου, ἄλλη συζυγία εἶναι οἱ ἅγιοι Κοσμᾶς καὶ Δαμιανός οἱ ἐκ τῆς Ἀραβίας, πού ἐορτάζουν τὴν 17ην Ὀκτωβρίου καὶ ἡ τρίτη συζυγία εἶναι οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι Κοσμᾶς καὶ Δαμιανός οἱ ἐκ τῆς Ρώμης, οἱ ὁποίοι ἑορτάζουν τήν 1η Ἰουλίου, στοὺς ὁποῖους καὶ θὰ ἀναφερθοῦμε.

Οἱ ἅγιοι αὐτοί, ἤκμασαν ἐπί τῆς ἡγεμονίας τοῦ Βασιλέως Καρίνου κατὰ τὸ ἔτος 284 μ.Χ καὶ ἦταν ἀδελφοί κατὰ σάρκα. Σπούδασαν καὶ οἱ δύο τὴν ἰατρική ἐπιστήμη, καθώς εἶχαν κοινές κλίσεις καὶ ἰκανότητες. Αὐτό τούς ἔκανε νὰ συσφίγξουν ἀκόμη περισσότερο τὴν μεταξύ τους ἀδελφική ἀγάπη. Χαρακτηριστικό ἐπίσης εἶναι ὅτι, καθώς ἀναφέρεται, τὰ χρόνια τῶν σπουδῶν τούς, οἱ νεαροί Κοσμᾶς καὶ Δαμιανός ἐγνώριζαν μόνο δύο δρόμους, ἕναν πού πήγαινε στὴν Ἐκκλησία καὶ ἕναν ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ Πανεπιστήμιο, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ἀποτέλεσμα αὐτοῦ τοῦ τρόπου ζωῆς, ἦταν νὰ γίνουν καλοί ἐπιστήμονες καὶ πρὸ παντός ἀληθινοί Χριστιανοί.

Μετὰ τὴν ἀποπεράτωση τῶν σπουδῶν τους ἐπεδόθησαν στὴν ἐξάσκηση τῆς ἐπιστήμης τούς, στὴν ὁποῖα ἀφιερώθηκαν. Μάλιστα τὴν ἐξάσκησαν ὄχι σὰν ἐπικερδές ἐπάγγελμα, ἀλλά σὰν φιλανθρωπική διακονία. Χρήματα δὲν ἐδέχονταν οὔτε ἀπό τούς πτωχούς ἀλλά οὔτε καὶ ἀπὸ τοὺς πλουσίους.

Ἐφήρμοζαν τὴν ἐντολή τοῦ Κυρίου πρὸς τοὺς Ἀποστόλους καὶ δι΄ αὐτῶν πρὸς ὄλους τοὺς μαθητές Του «δωρεάν ἐλάβετε, δωρεάν δότε» (Ματθ. 10,9). Ἔτρεχαν δὲ καὶ προσέφεραν τὶς ὑπηρεσίες τους ἀνιδιοτελῶς, περισσότερο πρὸς τοὺς πτωχούς παρὰ πρὸς τοὺς πλουσίους, γιατί ὅπως ἔλεγαν «μιὰ καλύβη ἔχει μεγαλύτερη ἀνάγκη ἀπό ἕνα παλάτι». Ἀλλά καὶ ὅταν κάποιος πλούσιος ἀσθενής τούς ἐπίεζε νὰ δεχθούν ἀμοιβή, ἐκεῖνοι τοῦ ἔλεγαν «νά βοηθήσει κάποιον φτωχό ἀδελφό, πού εἶχε ἀνάγκη συνδρομῆς γιά νοσηλεία καὶ φαγητό». Ἔτσι οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι Κοσμᾶς καὶ Δαμιανός, ἐθεράπευαν τοὺς ἀνθρώπους, μαζὶ δε μὲ τὴν σωματική θεραπεία, ἐθεράπευαν καὶ τὶς ψυχές τους, διδάσκοντας σ΄ αὐτούς τὴν πίστη στὸν ἀληθινό Θεό, σύμφωνα πάντα καὶ μὲ τὴν ἐντολή ποὺ ἔδωσε ὁ Κύριος στοὺς μαθητάς Του «πορευόμενοι δε, κηρύσσετε λέγοντες ὅτι ἤγγικεν ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 10,7). Αὐτό λοιπόν ἔκαναν καὶ οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι ὡς πιστοί καὶ ἀφοσιωμένοι μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Δὲν περιορίζονταν μόνο στὴν θεραπεία τοῦ σώματος, ἀλλά ἧταν πρώτιστα κήρυκες τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ πρὸς αὐτήν κατηύθυναν τοὺς ἀνθρώπους, ἐπιθυμώντας νὰ τοὺς κάνουν πολίτες της.

Ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος βραβεύει τὴν καλή διάθεση τῶν πιστῶν δούλων Του, εὐλόγησε τὴν ἰατρική ἐπιστήμη τῶν Ἁγίων καὶ μὲ θαυματουργική δύναμη. Ἔτσι ὅπου ἡ ἐπιστήμη ὑποχωροῦσε καὶ ἔπαυε, ἐθεράπευαν οἱ ἅγιοι τὶς ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων θαυματουργικῶς, ἀφοῦ ὁ Κύριος ἔδωσε καὶ σὲ αὐτούς, ὅπως καὶ στοὺς μαθητάς Του «ἐξουσίαν κατὰ πνευμάτων ἀκαθάρτων ὤστε ἐκβάλλειν αὐτά» (Ματθ. 10,1) καὶ τὴν δύναμη νὰ θεραπεύουν κὰθε σωματική ἀδυναμία καὶ καχεξία. Αύτὸ ἔπραξαν οἱ ἅγιοι παρουσιαζόμενοι στὸν εἰδωλολάτρη βασιλέα Καρῖνο, ἀπολογούμενοι κατὰ τῆς συκοφαντίας, ὅτι ἐθεράπευαν χρησιμοποιώντας μαγική τέχνη, ποὺ τοὺς ἀποδόθηκε, τὸν ὁποῖο καὶ μετέστρεψαν στὴν ἀληθινή πίστη τοῦ Χριστοῦ, θεραπεύοντάς τον θαυματουργικά.

Ἡ κατὰ Χριστόν ζωὴ καὶ τὰ ἔργα τῶν ἁγίων προκάλεσαν τὴν ὀργή τοῦ μισοκάλου διαβόλου, πού ἐνέπλησε μὲ φθόνο τὶς ψυχές ἄλλων ἰατρῶν ἀλλά καὶ τοῦ δασκάλου τῶν ἁγίων στὴν ἰατρική ἐπιστήμη. Ἔτσι μὶα ἡμέρα, ὁ ταλαίπωρος δάσκαλός τους, μὲ τὴν πρόφαση τῆς συλλογῆς θεραπευτικῶν βοτάνων, τοὺς ἀνέβασε σὲ ἕνα βουνό, ὄπου καὶ τοὺς ἐφόνευσε, χτυπώντας τους με πέτρες. Μὲ τὸν τρόπο αὐτό φάνηκε ἡ καταστρεπτική ἰδιοτέλεια τῆς ἀμαρτίας, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν εἰλικρινή ἀγάπη τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶχαν οἱ ἅγιοι πρὸς κάθε ἄνθρωπο.

Ἀλλά καὶ μετὰ θάνατον, ὄταν οἱ ἄγιοι ἀνέβηκαν «εἰς τόπους φωταυγεῖς, εἰς σκηνώματα οὐράνια, εἰς δόξαν ἀμάραντον» ἐξακολουθοῦν μὲ τὰ τίμια λείψανὰ τους νὰ θαυματουργούν καὶ νὰ θεραπεύουν τὶς σωματικές καὶ ψυχικές ἀρρώστιες ἐκείνων, που μὲ πίστη καὶ πόθο προστρέχουν στὸ Ναὸ τους, ἀσπάζονται τὰ ἅγια λείψανα καὶ ἐπικαλοῦνται τὴν χάρη τους.

Ὁ ἱερός ὑμνογράφος γιὰ τὴν πλουσιοπάροχη αὐτή θαυματουργία τῶν ἁγίων μαρτύρων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ γράφει: «Τὸ ἰατρεῖον ὑμῶν πηγή ὑπάρχει ἀνεξάντλητος ἀντλουμένη δὲ μάλλον ὑπερεκβλύζει καὶ χεομένη περισσεύεται, καθ’ ἑκάστην κενουμένη καὶ πληθυνομένη. Καὶ οἱ ἀρυόμενοι κορέννυνται ἰάματα καὶ αὔτη διαμένει ἀδαπάνητος (Δοξαστικόν τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς). Γι΄ αὐτό καὶ σπεύδει πλῆθος κόσμου στοὺς Ἁγίους καὶ τώρα καὶ πάντοτε γιὰ νὰ ζητήσει τὴν χάρη τους καὶ νὰ τοὺς εὐχαριστήσει γιά ὅ,τι πολύτιμο ἔχει πάρει.

Αγία Μαρίνα η Παρθενομάρτυς

Αγία Μαρίνα η Παρθενομάρτυς

Αὕτη ἡ μακαρία Κόρη καὶ καλλιπάρθενος ἦτον ἀπὸ τὴν Ἀντιόχειαν τῆς Πισιδίας, τὸν καιρόν Διοκλητιανοῦ, γεννηθείσα κατά τὸ σῶμα ἀπὸ γονεῖς περιφανεῖς. Ἐπειδὴ ὁ πατὴρ αὐτῆς ἦτον τὸν καιρόν ἐκεῖνον ἱερεύς τῶν εἰδώλων ἐπίσημος, καὶ εἰς ὅλην τὴν πόλιν αἰδέσιμος, Αἰδέσιος καὶ τὸ ὅνομα.

Ἦτον δὲ ἡ κόρη μονογενής θυγάτηρ τοῦ πατρός αὐτῆς, ὅτι μετὰ τὴν γέννησιν αὐτῆς ὀλίγας ἡμέρας ἔτυχε καὶ άπέθανεν ἡ μητέρα της· καὶ ἔδωκεν ὁ Αἰδέσιος τὸ βρέφος μιᾶς γυναικός νὰ τὸ βυζάνῃ, ἥτις ἐκατοίκα ἔξω τῆς πόλεως δεκαπέντε στάδια. Τοῦτο δὲ ἴσως νὰ ἦτον οἰκονομία Θεοῦ, νὰ δοθῇ ἐκεῖ ἔξωθεν τὸ κοράσιον· ὅτι ἐκεῖ ἦσαν καὶ χριστιανοὶ, καὶ ὅταν ἐτράνευσεν ὀλίγον, καὶ ἐσυντύχενε, ἤκουσεν ἀπὸ τινὰς τὸν λόγον τῆς τοῦ Χριστοῦ πίστεως· καὶ ἐπειδὴ ἔτυχεν ἐκ φύσεως ἀγαθῆς ψυχῆς, καὶ καλῆς προαιρέσεως, ἔτι δὲ καὶ συνετὴ περισσῶς καὶ φρόνιμη, ἐδέχθη τὸν σωτήριον λόγον εἰς τὴν καρδίαν της, μόνον ὡς ἤκουσε πῶς ὁ Χριστὸς εἶναι ἀγαθὸς Θεὸς, αἰώνιος, καὶ πολεύσπλαγχνος, καὶ ἔγινε διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων ἄνθρωπος· καὶ σταυρωθεὶς ἑκουσίως, ἀνεστάθη ἐνδόξως, καὶ ἀνελθὼν εἰς τοὺς οὐρανούς, ἐτίμησε μὲ τὴν πατρικὴν συνεδρίαν, τὴν φύσιν τῆς ἀνθρωπότητος. Αὐτὰ καὶ ἕτερα ὅμοια ἀκούωντας τὸ χαριτωμένον Κοράσιον, ἐῤῥίζωσεν εἰς τὴν ψυχήν της ὁ σπόρος τῆς πίστεως ὡς κόκκος σινάπεως, συνεργούσης τῆς θείας χάριτος καὶ μὲ τὸν καιρὸν ἀπέδωκε τὸν καρπὸν, ὡς εὔκαρπος γῆ καὶ κάλλιστος ἑκατονταπλάσιον, αὐξάνουσα τὴν ὀρθόδοξον πίστιν μὲ τὸ Μαρτύριον, καθὼς θέλετε ἀκούσει παρακάτω σαφέστερον.

Ὅσον οὖν ἐπρόκοπτεν ἡ κόρη εἰς τὴν ἡλικίαν τοῦ σώματος, τοσοῦτον ηὔξανεν ἡ γνῶσις αὐτῆς καὶ φρόνησις, καὶ ἐφλόγιζεν ὁ πόθος τοῦ Χριστοῦ τὴν καρδίαν της, καὶ καθ’ ἡμέραν προσηύχετο πρὸς Αὐτόν, νὰ τὴν ἀξιώση, νὰ γένῃ κοινωνὸς τῶν Μαρτύρων, καὶ μέτοχος· καὶ οὐ μόνον εἰς τὴν ψυχήν ἐμελέτα ταῦτα, ἡ θεοφώτιστος, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ στόμα τὰ ἔλεγεν εἰς καθ’ ἕνα ὁποῦ ἔβλεπε· καὶ ὡμολόγει εἰς ὅλους, πῶς ἦτον χριστιανὴ, καὶ τὰ εἴδωλα ὕβριζε. Διὰ ταῦτα καὶ ὁ ψευδώνυμος πατὴρ αὐτῆς ὁ ἀναιδὴς Αἰδέσιος τὴν ἐμίσησεν ὁλοψύχως, ἀκούσας τὴν ὁμολογίαν αὐτῆς, καὶ δὲν ἤθελε κἄν νὰ τὴν ἰδῇ εἰς τὸ πρόσωπον· ἀλλὰ τὴν ἀποψήφισε, καὶ τὴν ἔκαμεν ἀπόκληρον. Ὅσον δὲ τὴν ἀποστρέφετο ὁ σαρκικός της πατὴρ καὶ ἐπίγειος, τοσοῦτον ὁ Οὐράνιος καὶ αἰώνιος, τὴν ἐδέχετο· Τὸν ὁποῖον καὶ αὐτὴ ἠγάπα ἐξ ὅλης καρδίας της, καὶ ὅσους ἔβλεπε καὶ ἐφόνευαν διὰ τὸ ὄνομά Του, ἤ τοὺς ἔδερναν, αὐτὴ τοὺς ἐσέβετο, καὶ ἔπασχε μὲ τοῦ λόγους τως· καὶ ἐμελέτα νὰ μαρτυρήσῃ καὶ αὐτὴ διὰ τὸν Χριστὸν, ὅταν οἰκονομήσῃ ἡ χάρις Του, καθὼς καὶ ἐγένετο. Ὅτι ἐπειδὴ καὶ μὲ τὸν λόγον καὶ λογισμόν ἐπίστευε τῷ Χριστῷ, ἔπρεπε νὰ Τὸν δοξάσῃ καὶ μὲ τὰ ἔργα, νὰ βασανισθῇ καὶ αὐτὴ, νὰ δοκιμασθῇ εἰς τὴν πίστην, διὰ νὰ συνδοξασθῇ εἰς τὴν βασιλείαν Αὐτοῦ μὲ τοὺς ἄλλους Μάρτυρας· ὁ τρόπος οὖν τῆς ἀθλήσεώς της οὕτως ἐγένετο.

Τὸν καιρόν ἐκεῖνον ἦτον εἰς τὴν ἀνατολὴν εἰς ἔπαρχος τὸ ὅνομα του Ὀλύβριος, ἄγριος καὶ θηριόγνωμος ἄνθρωπος. Οὗτος ἔτυχε καὶ ἤρχετο ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Ἀσίας, νὰ εἰσέβῃ εἰς τὴν Ἀντιόχειαν· καὶ καταλαχοῦ εἶδεν εἰς τὸν δρόμον τὴν καλλιπάρθενον Μαρίναν, ὁποῦ ὑπήγενεν εἰς τὸ πατρικόν της ποίμνιον, καὶ βλέποντας τόσον κάλλος εἰς αὐτὴν, καὶ ὡραιότητα, ἐσαϊτεύθη εἰς τὴν καρδίαν ἀπὸ σαρκικόν ἔρωτα, διατὶ ἦτον ἡ κόρη περίσσα εὔμορφη· καὶ ἔβαλεν εἰς τὸν νοῦν του νὰ τὴν πάρῃ γυναῖκα ὁ τρισκατάρατος· καὶ προστάσσει νὰ τοῦ τὴν φέρουν εἰς τὸ κριτήριον. Καὶ καθὼς τὴν ἐπὴρασιν, προσηύχετο εἰς τὸν δρόμον, νὰ τῆς δώσῃ ὁ Κύριος σοφίαν καὶ δύναμιν νὰ φυλάξῃ ἕως τέλους, τὴν εὐσέβεια, νὰ νικήσῃ τὰ κολαστήρια νὰ στεφανωθῇ μὲ τοὺς Ἁγίους Μάρτυρας.

Φθάσαντες οὖν εἰς τὸ παλάτιον, τὴν ἐρώτησεν ὁ Ἄρχων, νὰ εἰπῇ τὸ ὄνομα, τὴν τύχην, καὶ ποῦ ἐπίστευεν. Ἡ δὲ ἀπεκρίνατο ἄφοβα· Μαρίνα μὲ λέγουσιν, εἶμαι ἐλευθέρων γονέων τέκνον, καὶ εὔχομαι νὰ γένω δούλη τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος μου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅστις ἔκαμεν ὅλον τὸν κόσμον. Ἐθαύμασαν οἱ παρόντες ὁρῶντες τοσοῦτον κάλλος, καὶ ἀκούοντες τοιαύτην ἀπόκρισιν εὔτολμον. Πλὴν ἐφυλάκωσαν αὐτὴν ἕως τὴν ἄλλην ἡμέραν, διατὶ εἴχασι ἑορτὴν πάνδημον ὅπου ἔμελλε νὰ ἔλθουν εἰς τὴν θυσίαν ἅπαντες. Καὶ τότε ἤφεραν καὶ τὴν Κόρην, ἐλπίζοντες, ὅτι θέλει θυσιάσει καὶ ἡ Ἁγία, ὅταν ἴδῃ αὐτοὺς θυσιάζοντας. Ἀλλὰ ματαίως οἱ μάταιοι καὶ ἀφρόνως ἐμελέτησαν· ἀμὴ ἐκείνη ποσῶς δὲν ἐνικήθη οὔτε μὲ κολακείαις, ὁποῦ τῆς εἶπεν ὁ Ἄρχων, τάσσωντάς της πλούσια χαρίσματα, οὔτε τὰς ἀπειλάς του ποσῶς ἐφοβήθη, ὁποῦ τὴν ἐφοβέριζε νὰ τῆς δώσῃ μύρια κολαστήρια. Ἀλλὰ μὲ πολλήν παῤῥησίαν, τοῦ ἀπεκρίθη λέγουσα, μήν ἔχῃς τινὰ ἐλπίδα ματαίως ἠγεμὼν εἰς τοῦ λόγου μου, νὰ δειλιάσω ποσῶς κολαστήρια, ὅτι δὲν μὲ θέλει χωρίσει ἀπὸ τὸν Χριστὸν καμμία θλίψις, λιμός, πῦρ, ξίφος ἤ ἄλλη χαλεπωτέρα βάσανος, οὔτε βίαιος καὶ πολυόδυνος θάνατος· οὔτε πάλιν ἀπόλαυσεις καὶ χαρᾶς χρυσίου, καὶ ἄλλου πλούτου καὶ τιμῆς, νὰ μὲ δελεάσωσιν· ἐπειδὴ ὅλα ταῦτα εἶναι φθαρτὰ καὶ πρόσκαιρα ἡ δὲ ψυχή εἶναι ἀθάνατος, καὶ ποθεῖ τὰ αἰώνια. Διὰ τοῦτο ἡμεῖς οἱ Χριστιανοί καταφρονοῦμεν ὡς φρόνιμοι τὰ παρόντα ἀπολαυστικὰ, ὡς προσωρινὰ καὶ πρόσκαιρα, ὑπομένοντες τὰ λυπηρὰ καὶ ὀδυνηρὰ τῆς μιᾶς ἡμέρας, διὰ νὰ ἔχωμεν ζωήν ἀθάνατον μετὰ θανάτον, καὶ ἀπόλαυσιν αἰώνιον. Καὶ ἄν νομίζῃς ὅτι ψεύδομαι ἐδῶ εἶμαι, καὶ δοκίμασόν με, νὰ γνωρίσῃς μὲ, τὸ ἔργον τὴν ἀλήθειαν. Δεῖρέ με, σφάξαι, κατάκαυσαι, πνίξαι, καὶ παίδευσὲ με κολαστήρια μύρια· καὶ ὅσον μὲ βασανίσεις χειρότερα, τόσον μὲ δοξάζει ὁ Χριστὸς εἰς τὴν μέλλουσαν ζωὴν καὶ μακαριότητα περισσότερα. Πολλάκις δὲ μᾶς δίδει καὶ ἀπ’ ἐδῶ μικρὰν πάρακλησιν εἰς ἀῤῥαβῶνα τῆς μελλούσης ἀγαλλιάσεως, καὶ μᾶς εὐγάνει ἀπὸ τὸν βυθόν τῆς θαλάσσης, μᾶς λυτρώνει ἀπὸ τὸ πῦρ, καὶ ἀπὸ ἄλλας κολάσεις εἰς αἰσχύνην σας καὶ κατάκρισιν. Δὲν λυποῦμαι λοιπὸν ζωὴν πρόσκαιρον, ἀλλὰ προδίδω προθύμως τὸ σῶμα εἰς θάνατον, διὰ τὸν ἀθάνατον Θεὸν τὸν Δεσπότην μου, καθὼς καὶ αὐτὸς διὰ τὴν ἀγάπην μου ἐσταυρώθῃ ὁ ἀναμάρτητος.

Αὐτά καὶ ἄλλα πλείονα ἀκούσας ὁ Τύραννος, ἔβρασεν ἀπὸ θυμὸν ἡ ὀργίλος καὶ θυμώδης καρδία του. Πλὴν ἔχωντας ἀκόμη ὁλίγην ἐλπίδα, νὰ τὴν δελεάσῃ ὡς γυναῖκα ἀπλῆν καὶ ἀπονήρευτον, δὲν ἐφανέρωσε τὸν θυμόν του, ἀλλὰ τὴν ἐκολάκευε, λέγωντας·
Παρακαλῶ σε Μαρίνα, προσκύνησον τοὺς θεοὺς, νὰ λυτρωθῇς ἀπὸ δεινὰ κολαστήρια· καὶ τάσσω σου, νὰ σὲ πάρω διὰ γυναῖκα μου, νὰ δοξασθῇς ἀπὸ ὅλαις τῆς πόλεως, νὰ ἔχῃς πᾶσαν ἀπόλαυσιν.
Αὐτά καὶ ἔτερα, παρόμοια ἐφλυάρει ὁ ἀφρονέστατος μάταια. Ἔπειτα βλέπωντας πῶς τὸν ἐνέμπαιζεν ἡ Ἁγία, ἐκαταφρόνει τοὺς λόγους του, δὲν ἐδυνήθη πλέον νὰ κρύπτῃ τὴν ἔνδοθεν θηριότητα· ἀλλὰ προστάσσει τοὺς στρατιώτας νὰ τὴν ἐξεγυμνώσουν, καὶ νὰ τὴν δέρνουν μὲ ῥαβδία σκληρά ἀνελεημόνητα· καὶ τόσον τὴν ἔδειραν ἄσπλαγχνα, ὁποῦ ἐκοκκίνησεν ἡ γῆ ὅλη ἀπὸ τὰ αἵματα, διατὶ ἦσαν τὰ ῥαβδιὰ μὲ ἀκάνθας καὶ ἐκατέσχιζαν τὰς σάρκας της.

Ἡ δὲ Μάρτυς ἐκαρτέρει ἀνδρείως τοὺς πόνους, καὶ οὔτε ἐστέναξεν, ἤ ἐδάκρυσεν, οὔτε κᾄν σχῆμα σκυθρωπότητος ἔδειξεν. Ἀλλ’ ὥσπερ νὰ ἐβασανίζετο ἄλλος, καὶ αὐτὴ νὰ ἐπαραστέκετο, οὕτως ἔστεκε στερεά καὶ ἀήττητος, πρὸς τὸν οὐρανόν ἀτενίζουσα· καὶ νοερῶς ἐπικαλεῖτο τὸν Θεὸν εἰς βοήθειαν, καὶ μὲ τὴν δύναμιν Αὐτοῦ ὑπέφερε τὰς πληγὰς μὲ ἀνδρείαν θαυμάσιον. Ὅταν οὖν τὴν ἔδειραν ὥραν πολλήν, ἐπρόσταξε νὰ τὴν φυλακώσουν, ὄxι διὰ συμπάθειαν ὁ ἀσυμπαθὴς καὶ ἀπάνθρωπος, ἀλλὰ διὰ νὰ μὴν ἀποθάνῃ ἀπὸ τὰς μάστιγας, νὰ τὴν βασανίζῃ καὶ δεύτερον. Λοιπὸν ἔκλεισάν τὴν εἰς ἕνα τόπον σκοτεινὸν καὶ ἀπαραμύθητον. Καὶ μεθ’ ἡμέρας τινὰς τὴν ἤφεραν πάλιν εἰς τὸ κριτήριον· καὶ κρεμάσαντες αὐτὴν, ἐκαταξέσχιζαν τὰς πλευράς της μὲ σιδηρὰ ὀνύχια· καὶ τόσον ἐξέσχισαν τὰς σάρκας της, ὁποῦ ἀσχήμισε, καὶ ἔγινεν ἄχρηστον καὶ ἄμορφον ὅλον τὸ κάλλος τοῦ σώματος· καὶ οὐ μόνον ὁ κοινὸς λαὸς τὴν ἐλυπήθη καὶ ἐσυμπόνεσε, καὶ ἐδάκρυσε, διὰ λόγου της, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ θηριώδης κολαστὴς, καὶ ἀνήμερος ἀπέστρεψεν άπ’ αὐτῆς τὴν ὅρασιν, σκεπάσας μὲ τὴν χλαμύδα τὸ πρόσωπον, μὴν ὑποφέρωντας νὰ βλέπη τὴν ἀσχημίαν της· τοσοῦτον ἔγιναν ἄμορφος ἡ πρώην ὡραιοτάτη καὶ πάγκαλλος. Ἐφυλάκωσαν οὖν αὐτὴν πάλιν εἰς τὸν ἀπαράκλητον ἐκεῖνον τόπον καὶ ἄχαρον, ἀφήνοντές τὴν ἄτροφον καὶ ἀνεπιμέλητον. Ἀλλ’ ὅσον ἦτον διεφθαρμένον τὸ σῶμά της, τόσον ἡ ψυχή της ἀνεκαινίσθη, καὶ λαμπροτέρα ἐγένετο, καὶ προσηύχετο εὐχαριστοῦσα, πῶς τὴν ἠξίωσεν ὁ Κύριος, νὰ βασανισθῇ διὰ τὴν άγάπην Του.

Ὁ δὲ μισόκαλος καὶ φανερὸς διάβολος, βλέπωντας πῶς δὲν ἐδυνήθη νὰ νικήσῃ μίαν τρυφερὴν κόρην ὁ ὑπηρέτης του, ἤγουν ὁ ἄρχων τῆς πόλεως, νὰ τὴν κάμῃ νὰ προσκυνήσῃ τοὺς δαίμονας ἠβουλήθη νὰ δοκιμάσῃ, μήπως καὶ τὴν νικήσῃ αὐτὸς ὁ ἀδύνατος. Μεταμορφωθεὶς οὖν εἰς σχῆμα μεγάλου καὶ φοβεροῦ δράκοντος, καθὼς εἶναι καὶ εἰς τὰ ἔργα βλαπτικὸς καὶ θανάσιμος, ἐφάνη ὁ πάντολμος ἔμπροσθεν τῆς Ἁγίας, φοβερὸν καὶ ἐξαίσιον θέαμα. Πῦρ καὶ φλόγα εὔγενεν ἀπὸ τὴν μύτην του καὶ τὰ ὄμματα· τὰ δόντια ἄσπρα, καὶ ἡ γλῶσσα ὡς τὸ αἶμα κόκκινη· ἐσφύριζε δυνατὰ, καὶ ἔκαμνεν ἀνείκαστον σύγχυσιν, καὶ τοιαύτα σχήματα φοβερώτατα, ὁποῦ ἥθελε τρομάξει πῶς ἕνας βλέπωντας.

Ἡ δὲ Ἁγία δὲν ἐφοβήθηκε νὰ παύσῃ τὴν προσευχήν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἔπασχε νὰ τὴν ἐμποδίσῃ ὁ κακομήχανος. Ὅστις βλέπωντάς την πῶς δὲν ἐδειλίασεν, ἀλλὰ προσηύχετο ἄφoβα, ἔδραμε ἀπάνω της, καὶ πλατύνας τὸ στόμα καὶ τὴν κοιλίαν του, τὴν ἐχαύθηκεν. Ἡ δὲ Ἁγία ὅταν εἶδε πῶς τὴν ἐκατάπιεν ἕως τὴν μέσην, καθὼς τῆς ἐφάνῃ, ἔγινεν ἀπὸ τὸν φόβον της ἔντρομος· καὶ εὐθύς ἐπικαλουμένη τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ τὸ σωτήριον ὄνομα, ἔκαμε Σταυρὸν μὲ τὴν δεξιάν της εἰς τὰ σπλάγχνα τοῦ δράκοντος, καὶ ὁ Σταυρὸς ἔσχισε τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ὡς ῥομφαία δίστομος. Καὶ ὁ μέν δράκων ἀφοῦ διεῤῥάγη, ἔγινεν ἄφαντος, ἡ δὲ Μάρτυς ἔμεινεν ἀβλαβὴς, καὶ ἐχαίρετο ψάλλουσα πρὸς τὸν Θεὸν δοξολογίας καὶ νικητήρια, καὶ λέγουσα διάφορα, ἀπὸ τὴν Γραφὴν ἁρμόδια· ἤγουν, ὁ Θεὸς οὐκ ἔστι πέρας τῆς μεγαλωσύνης σου· θανατοῖς καὶ ζωογονεῖς, κατάγεις εἰς ᾅδην, καὶ ἀνάγεις· συνέτριψας τὴν κεφαλὴν τοῦ δράκοντος, καὶ ἕτερα ὅμοια.

Τότε πάλιν ὁ δαίμων ὡς φιλόνεικος, ὁποῦ εἶναι, δὲν ἔπαυσε τὰς μηχανουργίας του, ἀλλ’ ἠθέλησε νὰ δοκιμάσῃ καὶ μὲ ἄλλον τρόπον, νὰ πολεμήσῃ τὴν Μάρτυρα. Καὶ μετασχηματισθεὶς εἰς ἄνθρωπον ὁ μισάνθρωπος, ἔγινε μαῦρος ὠσὰν τὸν Αἰθίοπα, ἤγουν ἀράπης, καθὼς εἶναι καὶ εἰς τὰ ἔργα σκοτεινὸς καὶ ἄσχημος, καὶ τρέχωντας ἀπάνω τῆς Ἁγίας, ἐκεῖ ὁποῦ ἐστέκετο προσευχομένη, τὴν ἅρπαξεν ἀπὸ τὰς χεῖρας, καὶ τὴν ἐφοβέριζε μὲ φωναῖς μεγάλαις νὰ τὴν φονεύσῃ, ἐάν δὲν παύση τὴν προσευχὴν, νὰ μὴ τοῦ δίδῃ δι’ αὐτῆς ἐνόχλησιν.

Τοῦτο μόνον ἔκαμε, καὶ ἄλλο περισσότερον δὲν τὸν ἐσυγχώρησε νὰ πράξῃ ὁ Κύριος· ὅτι ἐὰν εἶχεν ἐξουσίαν, ἀπὸ πολλῆς τὴν ἐθανάτωνεν. Ἀλλὰ δὲν ἔχει αὐτὸς ὁ ἀνίσχυρος ἀπὸ λόγου του εἰς ἐμᾶς νὰ μᾶς κακοποιήσῃ καμμίαν δύναμιν, χωρὶς τῆς θείας συγχωρήσεως. Πλὴν καὶ τοῦτο τὸ ὁλίγον διὰ κακόν του τὸ ἔκαμεν ὁ ἀνόητος· ὅτι ἀπὸ τὸ πρότερόν του κακούργημα, καὶ τοῦ Θεοῦ θαυματούργημα, ἐπῆρε θάῤῥος ἡ Ἁγία κατὰ τοῦ πειράζοντος, καὶ τὸν ἅρπαξεν ἀπὸ τὰς τρίχας καὶ τὸν ἐμάστιξε. Καὶ θαυμαστὸν οὐδὲν, εἰ πνεῦμα ὤν, κρατεῖται, καὶ τ’ ἄλλα πάσχει ὡς ἀνδράποδον. Τὴν μὲν γὰρ τῷ τοῦ κρείττονος, ἔρωτι, καὶ τῇ ἀποστάσει τῶν γηΐνων, εἰς ἀΰλων τάξιν μεταβεβηκυΐαν, εἰκὸς δῶρον εἰληφέναι παρά Θεοῦ, τοσοῦτον δύνασθαι· ἐκεῖνον δὲ πεφυκέναι πάσχειν δεόντως, καὶ τῶν ἀλγηνῶν ἔχειν αἴσθησιν, εἰς ὕλην ἄνωθεν ῥεύσαντα, καὶ σωματικῆς παχύτητος ὁραθέντα, καὶ ἀναπλησθέντα. Οἵ γὰρ σωμάτων αἱροῦσιν ἡδοναὶ, καὶ πάθη σωμάτων αἱροῦσι, καὶ ἀδύνατον τινα πεφυκέναι θατέρου τῶν ἐναντίων αἴσθησιν ἔχειν, θατέρου δὲ μή. Ἅπας γάρ τις πρὸς τὰ τοιαῦτα ἐπίσης ἔχων ὁρᾶται· καὶ οὐκ ἔστιν, ὅπου διαπίπτων ὁ λόγος εὑρίσκεται. Ὅθεν κἀκεῖνος ὑλαῖος γενόμενος, πάσχει, πρίν εἴτι δράσαι κακόν· καὶ ἀπαγορεύει μέν τοῦ λοιποῦ δι’ αὐτοῦ προσιέναι· ἔργῳ καὶ τότε διδαχθεὶς, ὅσον μέν παρά Χριστοῦ δύναμιν περιβέβληνται· οἱ γνησίως ἠκολουθηκότες αὐτῷ· ὅσην δὲ πάλιν ἐκεῖνος τὴν ἀσθένειαν ἔχει, τραχηλιάσας κατὰ τοῦ πεποιηκότος, καὶ ἀποστάτης γενόμενος.

Διατὶ τινὲς φιλονεικοῦσιν ἐναντιώμενοι εἰς τὴν ἄνωθεν ὑπόθεσιν, καὶ λέγουσιν, ὅτι εἶναι τὰ ἄνω γεγραμμένα ψεύματα· ἐπειδὴ τὰ πνεύματα δὲν εἶναι βολετὸν νὰ πάθουσι τί σωματικὸν, ὡς ἄϋλα καὶ ἀσώματα· διὰ τοῦτο τὰ ἔγραψα οὕτως ἑλληνικά, καθὼς ἦσαν εἰς τὸ πρωτότυπον, διὰ περισσοτέραν τῆς ἀληθείας πίστωσιν. Πλήν ἰδοὺ γράφομεν καὶ τὴν τούτῳν ἐξήγησιν, ὡς δυνάμεθα. Δὲν εἶναι τίποτας θαυμαστὸν, πῶς δαίμων, ὁποῦ εἶναι πνεῦμα ἄϋλον, πιάνεται, καὶ τὰ ἄλλα πάσχει, ὡς σκλάβος καὶ ὑποχείριος· ὅτι ἐπειδὴ ἡ Ἁγία μὲ τὴν ἄρνησιν τῶν γηΐνων πραγμάτων καὶ μὲ τὸν πρὸς τὸν Θεὸν ἐγκάρδιον ἔρωτα, ἐμεταλλάχθη εἰς τάξιν ἀγγελικήν καὶ ἄϋλον, τὸ πρέπον εἶναι, νὰ ἐδυνήθῃ νὰ λάβῃ ἀπὸ τὸν Κύριον τέτοιον χάρισμα· καὶ ὁ ἐχθρὸς πάλιν πρεπούμενα νὰ πάσχῃ καὶ νὰ γροικᾷ τοὺς πόνους καὶ τὰ ἀλγηνά νὰ αἰσθάνεται. Ἐπειδὴ εἰς ὓλην ἄνωθεν ἔτρεξε, καὶ ἠγάπησε καὶ ἐνεπλήσθη σωματικὴν παχύτητα. Διατὶ ἐκεῖνο, ὁποῦ ἐκλέγουσι τῶν σωμάτων ἤ κακαῖς ὄρεξες καὶ τὰ πάθη τους, τὸ διαλέγουσι. Καὶ εἶναι πρᾶγμα ἀδύνατον, νὰ εὑρίσκεται τινάς, νὰ γροικᾷ τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐναντία, καὶ τὸ ἄλλο νὰ μὴ γροικᾷ· ὅτι καθ’ ἕνας πρὸς τὰ τοιαῦτα ἴσια φαίνεται, καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εὐρεθῇ ὁ λογαριασμός νὰ σφαίνῃ.

Διά τοῦτο, καὶ ὁ δαίμων ἐπειδὴ ἐφάνη εἰς τοιούτον σχῆμα ὑλικόν, πάσχει πρίχου νὰ κάμῃ κακόν τίποτας· καὶ ἀπὸ τότε καὶ ἔμπροσθεν δὲν ἐτόλμησε πλέον νὰ πλησιάσῃ τῆς Μάρτυρος· ἐπειδὴ μὲ ἔργον ἐγνώρισε, πόσην δύναμιν ἔχουσιν ἀπὸ τὸν Χριστὸν ὅσοι μὲ ὅλην τους τὴν καρδίαν Τὸν ἠκολούθησαν· καὶ πάλιν πόσην ἀδυναμίαν ἐπῆρεν αὐτὸς, διατὶ ὑπερηφανεύθη κατά τοῦ Κτίστου, καὶ ἀποστάτησεν.

Ἀφ’ οὗ λοιπόν ἐνίκησε τὸν πολέμιον ἀνδρείως ἡ πάνσεμνος, καὶ ἔγινεν ἄφαντος ὁ ἀνίσχυρος καὶ ἀδύνατος, τότε ἤλθασιν εἰς τὴν Ἁγίαν οὐρανόθεν τὰ νικητήρια, καὶ εὐαγγέλια σωτήρια καὶ χαρμόσυνα, ἤγουν, ἐφάνη φῶς μέγα, καὶ ἔλαμψεν ὅλον τὸ δεσμωτήριον, τὸ ὁποῖον φῶς εὔγενεν ἀπὸ ἓνα Σταυρόν, ὅστις ἔφθανεν ἀπὸ τὴν γῆν ἕως τὸν οὐρανὸν· ἐπάνω δὲ τοῦ Σταυροῦ ἐπέτα μία ἄσπρη Περιστερὰ καθαρὰ καὶ ἄμωμμος. Ταῦτα μοῦ φαίνεται πῶς ἐδηλοῦσαν τὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος μυστήριον, τὸ μέν φῶς ἐσημείωνε, τὴν δόξαν τοῦ Πατρός· ὁ Σταυρὸς τὸν ἐσταυρωμένον Χριστὸν· καὶ ἡ Περιστερὰ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἃγιον· ἡ ὁποῖα ἐκατέβη ἕως πλησίον τῆς Ἁγίας, καὶ λέγει της·
Χαῖρε Μαρίνα ἡ λογική περιστερὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἐνίκησες τὸν πονηρὸν, καὶ τὸν ἐχθρὸν ἐκατήσχυνες· χαῖρε δούλη πιστὴ καὶ ἀγαθὴ τοῦ Κυρίου σου, τὸν ὁποῖον ἐπόθησας ἐξ ὅλης καρδίας σου, καὶ ἐμίσησας πᾶσαν ἀπόλαυσιν πρόσκαιρον. Χαῖρε καὶ εὐφραίνου, ὅτι ἔφθασεν ἡ ἡμέρα νὰ λάβῃς τῆς νίκης τὸν Στέφανον, καὶ νὰ εἰσέλθης ἀξιοχρέως στολισμένη μὲ τὰς φρονίμους Παρθένους εἰς τὸ νυμφῶνα τοῦ Νυμφίου καὶ Βασιλέως σου.

Μέ ταῦτα τὰ λόγια, ὁποῦ τῆς ἐλαλήθησαν οὐρανόθεν, ἀνεκαινίσθη καὶ τὸ σαρκίον της μὲ τὴν δρόσον τοῦ Παναγίου Πνεύματος· καὶ ὅλαις οἱ πληγαῖς της τελείως ἐθεραπεύθησαν τόσον, ὁποῦ κᾄν σημεῖον τραύματος δὲν ἔμεινε ποσῶς εἰς τὴν σάρκα της. Ὅθεν ἐνεπλήσθη πλείστης χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως, καὶ ἐξωμολογεῖτο εὐφραινομένη, μεγαλοφώνως λέγουσα·
Εὐλογήσω σε Κύριε, ὑμνήσω σε ὁ Θεὸς μου, καὶ δοξάσω τὸ ὂνομά Σου, ὅτι ἔκαμες εἰς ἐμέ τὴν ἀναξίαν δούλην Σου θαυμάσια πράγματα. Ὑψώσω σε Κύριε, καὶ αἰνέσω σε, ὅτι ἠλέησας καὶ ἐπίσκεψάς με, καὶ ἰάτρευσας τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμά μου, καὶ δὲν μὲ παρέδωκες εἰς τὰς χεῖρας τῶν ἐχθρῶν μου, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπέρογκον τῆς φαντασίας τοῦ ὀλεθριοτάτου δράκοντος μοῦ ἔδειξες, καὶ τοῦτον μὲ τοὺς ἄλλους θανατηφόρους ὂφεις καὶ δαίμονας εἰς τὰς ἀβύσσους ἐβύθισας. Τώρα δὲ πάλιν ἀγαλλιασθεῖσα τῷ πνεύματι ἐπί σοῦ τῷ Θεῷ Σωτήρι μου, ζητῶ ἄλλην μίαν χάριν ἀπὸ τὴν ἀγαθοτάτην σου χρηστότητα, νὰ μὲ ἀξιώσῃς νὰ ξαναγεννηθῶ μὲ τὸ λουτρόν τοῦ Ἁγίου σου Βαπτίσματος, διὰ νὰ τελειωθῶ μὲ τὸ ὕδωρ τῆς παλιγγενεσίας, καθὼς ἡγιάσθηκα μὲ τὸ αἷμα τῆς ἀθλήσεως νὰ γένω ἀξία τῆς εἰσόδου τῶν Ἁγίων σου· ὅτι ἐσύ εἶσαι μόνος Ἅγιος ἀληθῶς, καὶ ἐν Ἁγίοις ἀναπαυόμενος, καὶ ἐνδοξαζόμενος σύν τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρί, καὶ τῷ ζωοποιῷ Πνεύματι, νύν, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας, ἀμήν.

Οὕτω προσηύχετο ὁληνυκτίς ἡ Ἁγία εἰς τὴν φυλακήν ἀγαλλομένη, τὸν Θεόν δοξάζουσα. Καὶ τὸ ταχὺ καθίσας εἰς τὸν θρόνον ὁ Ἔπαρχος ἔμπροσθεν ὅλου τοῦ λαοῦ τῆς πόλεως, ἤφεραν ἐκεῖ τὴν Μάρτυρα. Τὴν ὁποίαν βλέπων ὁ Ἔπαρχος ὅλην ὑγιῆ καὶ φαιδρὰν εἰς τὸ πρόσωπον, ἐθαύμασεν εἰς αὐτὴν, καὶ λέγει της·
βλέπεις Μαρίνα, πῶς οἱ μεγάλοι θεοὶ ἔχουσιν τὴν ἔννοιαν καὶ φροντίδα σου; καὶ σπλαγχνισθέντες εἰς τὸ κάλλος σου σὲ ἰάτρευσαν. Πρέπει οὖν καὶ σὺ νὰ μὴ φανῇς εἰς τοῖς εὐεργέτοις ἀχάριστος, ἀλλὰ νὰ τοὺς δώσης ἀξίαν ἀντάμειψιν, νὰ γένης ἱερεία των, νὰ τοὺς θυσιάζῃς ἀντάμα μὲ τὸν πατέρα σου.

Λέγει του ἡ Άγία·
Ἐμένα δὲν ἰάτρευσαν οἱ ἀναίσθητοί σου θεοὶ καὶ ἀνίσχυροι, ἀλλὰ ὁ ἀληθὴς καὶ ὁ μόνος Θεός, ὁποῦ θεραπεύει ψυχὰς καὶ σώματα· Τὸν ὁποῖον θέλω λατρεύει πάντοτε. Τοῦτον πρέπει νὰ γνωρίσῃς καὶ σὺ, καὶ Αὐτὸν μόνον νὰ προσκυνᾷς ὡς ἀθάνατον, καὶ νὰ μισήσῃς τῶν εἰδώλων τὸν δόλον καὶ ματαιότητα.

Τότε προστάσσει, νὰ τὴν γυμνώσουν, καὶ νὰ τὴν κρεμάσουν εἰς τὸ ξύλον, νὰ κατακαὶουν μὲ λαμπάδας πυρὸς τὰς πλευρὰς καὶ τὸ στῆθος της. Ὑπέμενεν οὖν τὰς ἀλγηδόνας καὶ πόνους, ὥραν πολλήν καταφλεγομένη, καὶ προσηύχετο εἰς τὴν καρδίαν ἥσυχα εὐχαριστοῦσα τὸν Κύριον. Μετὰ ταῦτα ἤφεραν εἰς τὸ μέσον ἕνα μεγάλο χάλκωμα, καὶ τὸ ἐγέμωσαν νερόν· καὶ κατεβάσαντες ἀπὸ τὸ ξύλον τὴν Μάρτυρα, ἔδεσαν αὐτὴν δυνατὰ, καὶ τὴν ἐβούτηξαν εἰς τὸν λέβητα κατακέφαλα, διὰ νὰ πνιγῇ εἰς τὰ ὕδατα.

Ἀλλ’ εἰς μάτην ἐκοπίαζαν οἱ ἀνόητοι ὅτι ὁπόταν τὴν ἔβαναν ἔσω, ἐβόησε λέγουσα·
Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ, ὁποῦ ἔλυσες τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου, καὶ τοὺς νεκρούς ἐξανέστησας, ἐσὺ Παντοδύναμε ἐπίβλεψον καὶ εἰς τὴν δούλην Σου, καὶ τοὺς δεσμούς μου διάῤῥηξον, καὶ ἄς μοῦ γένῃ τοῦτο τὸ ὕδωρ εἰς ζωὴν αἰώνιον, καὶ εἰς ἀναπλήρωσιν τοῦ ἐπιθυμουμένου μοι Βαπτίσματος, νὰ ἐκδυθῶ τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον καὶ φθειρόμενον, καὶ νὰ ἐνδυθῶ τὸν καινὸν καὶ ἀθάνατον.

Οὕτω προσευχομένην ἔῤῥιψαν αὐτὴν εἰς τὸ σκεῦος ἐκεῖνο τοῦ ὕδατος· παρευθὺς σεισμὸς μέγας ἔγινε, καὶ ἐφάνη πάλιν ἡ πρώτη Περιστερά ἐπάνω τοῦ ὕδατος, βαστάζουσα εἰς τὸ στόμα Στέφανον. Αὐτὴν τὴν ὥραν ἐφάνη καὶ ὁ πύρινος στύλος, καὶ ἐπάνω τοῦτου Σταυρὸς κατὰ τὸν τύπον, ὁποῦ παραπάνω ἐγράψαμεν. Ἡ μέν οὖν Ἁγία εὐγῆκεν ἀπὸ τὰ ὕδατα, ὅτι ὅλα τὰ δεσμά της ἐλύθησαν, καὶ ἐστέκετο μὲ ἀγαλλίασιν ἄφραστον, δοξάζουσα τὴν Παναγίαν Τριάδα, καὶ ἐξ ὅλης ψυχῆς αὐτὴν ἐμεγάλυνε, πῶς ἐβαπτίσθη ἀμέσως ὑπ’ αὐτῆς κατά τὸν πόθον της, καὶ ὑπερφυῶς ἐφωτίσθηκεν. Οὐ μόνον δὲ τοῦτο τὸ θαυμάσιον ἔγινε τότε εἰς τὴν Ἁγίαν, ἀλλὰ καὶ ἔτερον ἐξαίρετον· ἤγουν ἐκάθισεν ἡ Περιστερὰ εἰς τὴν κεφαλὴν τῆς Μάρτυρος, βαστάζουσα ἐκεῖνον τὸν ἀμαράντινον Στέφανον, καὶ λέγει πρὸς αὐτὴν μὲ φωνὴν γλυκυτάτην·
Εἰρήνη σοι δούλη τοῦ Θεοῦ· ἔχε θάῤῥος, καὶ δέξου ἀπὸ τὴν δεξιάν τοῦ Ὑψίστου τοῦτον τὸν οὐράνιον Στέφανον.

Ταύτα λέγουσα ἡ θεία Περιστερὰ, ὤ τοῦ θαύματος, ἀναπτερίζει τὰς πτέρυγας, ὥσπερ νὰ ἐχαίρετο εἰς τὰ τελούμενα· καὶ, τότε πετάσασα ἐκάθισεν ἐπάνω εἰς τὸν φωτοφανὴ ἐκεῖνον Σταυρὸν, καὶ λέγει πάλιν εἰς ἐπήκοον πάντων πρὸς τὴν Ἁγίαν Μάρτυρα.
Ἐλθὲ εἰς τὰς ἄνω μονὰς τοῦ Παραδείσου, Μαρίνα θεόνυμφε, νὰ ἀπολαύσῃς τῆς ἀφθαρσὶας τὸν Στέφανον, εἰς τὰ ἀγαπητὰ τοῦ Θεοῦ σκηνώματα, νὰ χαίρεσαι μὲ τοὺς Ἁγίους χορεύουσα, καὶ ἀναπαυομένη αἰώνια.

Αὐτὴν τὴν θείαν φωνήν ἀκούσαντες ὅλοι τῆς πόλεως ἔφριξαν, καὶ ἐπίστευσαν εὐθὺς εἰς τὸν Χριστὸν, ἄνδρες ὁμοῦ καὶ γυναῖκες πλῆθος ἀμέτρητον, καὶ ἐβόησαν μεγαλοφώνως, πῶς ἦσαν ἕτοιμοι νὰ λάβουν διὰ τὸν Χριστὸν, τὸν ἀληθῆ Θεόν, θάνατον.

Ὅθεν ἀκούσας ὁ Ἔπαρχος πῶς ὡμολογοῦσαν τὸν Χριστὸν Θεὸν καὶ Βασιλέα, τοὺς δὲ βασιλεῖς καὶ τοὺς θεοὺς ἐβλασφήμουν καὶ ὓβριζον, ἐπρόσταξε νὰ θανατώσουν ὅσους ἐπίστευσαν. Οἵτινες ἔτρεχαν, εἰς τὴν σφαγὴν διὰ τὸν Χριστὸν ἑκουσίως καὶ θεληματικῶς, ὡς πρόβατα ἄκακα· καὶ ἐφόνευσαν ἄνδρας χιλιάδας δεκαπέντε, χωρὶς ταῖς γυναῖκες, ὁποῦ δὲν τὰς ἐμέτρησαν. Οἵτινες ὅλοι βαπτισθέντες μὲ τὸ ἅγιον αἷμά των, δὲν ἐχρειάσθησαν ἄλλο βάπτισμα· ἀλλὰ γενόμενοι θυσία τῷ Θεῷ καὶ ὁλοκάρπωσις, ἀπῆλθον εἰς τὴν αἰώνιον βασιλείαν οἱ τρισμακάριοι.

Ὁ δὲ δυσσεβὴς, Ὀλὺβριος φοβούμενος μήπως καὶ πιστεύσουν καὶ οἱ ἐπίλοιποι τῆς πόλεως, ἐάν ἀφὴσῃ τὴν Ἁγίαν ἀκόμη ζωντανήν, ἔδωκε κατ’ αὐτῆς καὶ σατανικῶς τοῦ τὴν διὰ ξίφους ἀπόφασιν. Καθὼς οὖν ἐπῆραν αὐτὴν οἱ δήμιοι, καὶ τὴν ὑπῆγαν εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης, ὅπου καὶ τὸ εἰρημένον πλῆθος ἀπεκεφάλισαν, παρεκάλεσεν ἡ Ἁγία τὸν στρατιώτην, ὁποῦ ἤθελε νὰ τὴν φονεύσῃ, καὶ λέγει του· μακροθύμησον καμπόσην ὥραν εἰς ἐμέ ὦ τέκνον μου, νὰ συντύχω πρὸς τοὺς παρεστῶτας ὀλίγα λόγια, νὰ κάμω καὶ τὴν προσευχήν μου, καὶ τότε νὰ κάμῃς τὸ προστασσόμενον. Οὕτως εἶπεν, ἔπειτα στρέφει πρὸς τὸ πλῆθος τὸ πρόσωπον, λέγουσα·
παρακαλῶσας, Ἀδελφοὶ καὶ φίλοι μου, ὡς ἀναξία δούλη τοῦ Ὑψίστου, ἀκούσατε νουνεχῶς τὴν μικράν μου ταύτην παραίνεσιν. Ἠξεύρετε, ὅτι ἕνας εἶναι μόνον ὁ ἀληθὴς Θεὸς ἐν Πατρί, καὶ Υἱῶ, καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι θεωρούμενος καὶ προσκυνούμενος· καὶ ὅστις πιστεύει εἰς Αὐτὸν μόνον, σώνεται. Λοιπόν ὑπερβαίνοντες πᾶσα τὴν κτίσιν τῶν ὁρωμένων καὶ νοουμένων, ὑψώσατε τὸν νοῦν, νὰ γνωρίσετε τὸν Πατέρα τῶν φώτων, καὶ τὸν μονογενῆ Υἱόν καὶ Λόγον Αὐτοῦ, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν, καὶ τὸ Πανάγιον Πνεῦμα. Ὅτι αὐτὰ τὰ τρία πρόσωπα εἶναι ἕνας Θεὸς ἀκατάληπτος, καὶ τινὰς δὲν σώνεται εἰς ἄλλο ὄνομα.

Ταύτα ἡ Μάρτυς πρὸς τοὺς παρόντας ὁμιλήσασα, ὕψωσε πρὸς οὐρανὸν τὰ ὅμματα τῆς διανοίας, τοιαῦτα λέγουσα·
Ἄναρχε, ἀθάνατε, ἄχρονε, ἄκτιστε, ἀκατάληπτε, καὶ ἀνεξιχνίαστε Κύριε, Θεὲ τῶν ὅλων, καὶ δημιουργὲ πάσης κτίσεως, προνοητὰ καὶ σωτὴρ ὁλονῶν, ὁποῦ εἰς σὲ ἐλπίζουσιν· εὐχαριστῶ σοι, ὁποῦ μὲ ἤφερες εἰς τὴν ὥραν ταύτην, καὶ ἤγγισα εἰς τὸν Στέφανον τῆς δικαιοσύνης σου. Ὑμνῶ καὶ εὐλογῶ τὴν ἀναρίθμητον εὐσπλαγχνίαν καὶ φιλανθρωπίαν σου, ὁποῦ ἠθέλησες νὰ μὲ συντάξῃς μὲ τοὺς ἐκλεκτοὺς δούλους σου. Ἐπίβλεψον καὶ τώρα ἐπ’ ἐμέ τὴν ταπεινὴν Δέσποτα Θεὲ, Κύριε τοῦ ἐλέους Παντοκράτωρ καὶ Παντοδύναμε, ἐπάκουσον τῆς προσευχῆς μου, καὶ πλήρωσόν μου τὰ αἰτήματα εἰς ἔπαινον, καὶ τιμὴν καὶ δόξαν τοῦ ὑπεραγίου καὶ προσκυνητοῦ Σου ὀνόματος. Χάρισαι τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν ὁλονῶν ἐκείνων, ὁποῦ θέλουν οἰκοδομήσει Ἐκκλησίαν εἰς τὸ ὄνομα τῆς δούλης σου, νὰ λειτουργοῦσιν εἰς αὐτὴν προσευχόμενοι, ἤ γράψουσι τὸ Μαρτύριον τῆς ἀθλήσεώς μου, καὶ τὸ ἀναγινώσκουσι μετὰ πίστεως, μνημονεύοντες τὸ ὂνομα τῆς δούλης σου, καὶ καρποφοροῦσι τὸ καταδύναμιν· ὁλονῶν αὐτῶν λέγω, ὁποῦ θεραπεύσουν τὸ οἰκητήριον τοῦ σώματός μου, ὁποῦ ἐμαρτύρησε δι’ ἀγάπην σου, συγχώρησον τὰς ἁμαρτίας κατά τὸ μέτρον τῆς πίστεως αὐτῶν· καὶ μὴ τοὺς ἐγγίσῃ χείρ κολαστήριος, οὔτε πεῖνα, οὐδέ θανατικόν, ἤ ἄλλη βλάβη ψυχῆς, ἤ σώματος. Καὶ ὅσοι μὲ θέλουν ἑορτάσει δοξολογοῦντες μετὰ πίστεως, καὶ σοῦ ζητήσουν σωτηρίαν καὶ ἔλεος διὰ μέσου μου, χάρισαί τους εἰς τοῦτον τὸν κόσμον τὰ ἀγαθά σου, νά πορεύωνται πρὸς αὐτάρκειαν· καὶ ἀξίωσον αὐτοὺς καὶ τῆς ἐπουρανίου βασιλείας σου. Ὅτι Σὺ εἶ μόνος ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, καὶ τῶν ἀγαθῶν δοτὴρ εἰς τοὺς αἰώνας, ἀμήν.

Ταῦτα προσευχομένης τῆς Μάρτυρος, ἐγίνη πάλιν μέγας σεισμὸς, καὶ ἔπεσον κατά γῆς πολλοὶ ἄνθρωποι, ὁμοίως καὶ ὁ δήμιος, ὁποῦ ἔμελλε νὰ τὴν θατανατώσῃ, ἔπεσεν ἔντρομος.
Ὁ δὲ Κύριος αὐτὸς τῆς ἐπαραστάθη νοητῶς μὲ πλήθος πολύ Ἁγίων Ἀγγέλων, καὶ λέγει της·
Ἔχε θάῤῥος Μαρίνα, καὶ μὴ φοβᾶσαι, ὅτι τὰς προσευχάς σου ἐπήκουσα, καὶ πάντα ὅσα ἐζήτησες ἐπλήρωσα, καὶ νὰ τὰ ἀποπληρώσω κατά καιρὸν, καθὼς ἤτησας· καὶ τώρα ἦλθον νὰ ἀναλάβω τὴν ψυχήν σου εἰς τὰ οὐράνια. Μακαρία σὺ, ὅτι διὰ τοὺς ἁμαρτωλούς παρεκάλεσας, ἐφάνης ἐνώπιόν μου ἄμωμος, καὶ ηὗρες χάριν εἰς ἐμένα. Δι’ αὐτὸ θέλει εἶσται πολὺς ὁ μισθός σου εἰς τὰ οὐράνια.

Τότε ἡ Μακαρία ἐνεπλήσθη χαρᾶς πολλῆς καὶ ἀγαλλιάσεως, καὶ λέγει τῷ στρατιώτῃ·
Τελείωσον τώρα εἰς ἐμέ ἐκεῖνο, ὁποῦ σὲ ἐπρόσταξαν.
Αὐτὸς δὲ ἔτρεμε, καὶ δὲν ἐτόλμα νὰ σηκώσῃ τὸ σπαθί ὁλότελα.
Ἀμὴ αὐτή τὸν ἐθάῤῥυνε, καὶ μετὰ βίας τὸν ἐκατάπεισε, καὶ ἔκοψε τὴν μακαρίαν της κεφαλὴν τῆ ιζ’. τοῦ Ἰουλίου μηνός· καὶ τὸ μὲν Ἅγιον Λείψανον ἐπῆραν κρυφὰ οἱ Χριστιανοὶ, καὶ ἐνταφίασαν αὐτὸ ἐντίμως ὡς ἔπρεπεν· ἡ δὲ μακαρία ψυχὴ ἀπῆλθεν εἰς τὴν οὐράνιον εὔκλειαν. Ἧς γένοιτο πάντας ἡμᾶς ἐπιτυχεῖν. Ἀμὴν.

Πηγή: https://orthodoxfathers.com

Ὁ προφήτης Ἠλίας

Ὁ προφήτης Ἠλίας

Α. Τό θάρ­ρος καί ἡ ἀν­δρεί­α του.

Λί­γοι ἀ­σφα­λῶς ἄν­δρες στήν ἱ­στο­ρί­α ἐρ­γά­σθη­καν ὅ­σο ὁ προ­φή­της Ἠ­λί­ας γιά νά δι­α­τη­ρη­θεῖ ἡ πί­στη στόν ἕ­να Θε­ό. Πύ­ρι­νος ζῆ­λος· ἀν­δρεί­α θαυ­μα­στή· παρ­ρη­σί­α ἀ­κα­τά­βλη­τη· πί­στις στα­θε­ρή, με­ρι­κά ἀ­πό τά γνω­ρί­σμα­τα τῆς με­γά­λης αὐ­τῆς μορ­φῆς τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης.

Ὁ φλο­γε­ρός προ­φή­της ἔ­ζη­σε σέ μί­α ἐ­πο­χή δύ­σκο­λη γιά τήν ἱ­στο­ρί­α τοῦ Ἰσ­ρα­η­λι­τι­κοῦ λα­οῦ. Εἶ­χαν πε­ρά­σει ἀρ­κε­τά χρό­νια ἀ­πό τό­τε πού ὁ πε­ρι­ού­σιος λα­ός τοῦ Θε­οῦ εἶ­χε ἐγ­κα­τα­στα­θεῖ στή Χα­να­άν. Οἱ με­γά­λοι του βα­σι­λεῖς, ὁ Δα­βίδ καί ὁ Σο­λο­μών, πού κρά­τη­σαν τό­σο στα­θε­ρή τήν πί­στη στόν ἀ­λη­θι­νό Θε­ό, εἶ­χαν πλέ­ον πε­θά­νει. Τό ἑ­νω­μέ­νο βα­σί­λει­ο εἶ­χε δι­αι­ρε­θεῖ σέ δυ­ό· στό βα­σί­λει­ο τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ καί στό βα­σί­λει­ο τοῦ Ἰ­ού­δα. Γε­νι­κή πτώ­ση τῶν ἠ­θι­κῶν καί πνευ­μα­τι­κῶν ἀ­ξι­ῶν ἄρ­χι­σε νά πα­ρα­τη­ρεῖ­ται. Τό σπου­δαι­ό­τε­ρο ὅ­μως ἦ­ταν, ὅ­τι τό πα­ρά­δειγ­μα ἄρ­χι­σε νά δί­δε­ται ἄ­νω­θεν, ἀ­πό τούς κυ­βερ­νῶν­τες. Βα­σι­λεύς τό­τε στό βα­σί­λει­ο τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ ἦ­ταν ὁ Ἀ­χα­άβ. Ἄν­θρω­πος ἀ­σε­βής καί κα­κός, ὄ­χι μό­νο ἀρ­νή­θη­κε νά σε­βα­σθεῖ τόν Θε­ό τῶν Πα­τέ­ρων του, ἀλ­λά καί εἰ­σή­γα­γε ἐ­πί­ση­μα τή λα­τρεί­α τοῦ ψεύ­τι­κου θε­οῦ Βά­αλ καί τῆς Ἀ­στάρ­της. Δέν δί­στα­σε ἀ­κό­μη νά οἰ­κο­δο­μή­σει στή Σα­μά­ρεια καί να­ούς τῶν εἰ­δώ­λων αὐ­τῶν. Ἀ­πο­τέ­λε­σμα ὅ­λων τῶν ἐ­νερ­γει­ῶν αὐ­τῶν ὑ­πῆρ­ξε, ὅ­τι ἡ εἰ­δω­λο­λα­τρί­α καί ἡ ἁ­μαρ­τί­α τό­σο πο­λύ πλε­ό­να­σαν, ὥ­στε ἡ Γρα­φή νά ση­μει­ώ­σει ὅ­τι ὁ Ἀ­χα­άβ «ἔ­πρα­ξε πο­νη­ρά ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ ὑ­πέρ πάν­τας τούς πρό αὐ­τοῦ βα­σι­λεῖς». Στό κα­τα­στρε­πτι­κό καί φθο­ρο­ποι­ό του ἔρ­γο βο­ή­θη­σε πο­λύ καί ἡ Ἰ­ε­ζά­βελ, ἡ σύ­ζυ­γός του. Γυ­ναί­κα στό ἔ­πα­κρο ἐμ­πα­θής καί φι­λό­δο­ξη, ἐ­ξα­σκοῦ­σε πά­νω στόν Ἀ­χα­άβ ἰ­σχυ­ρή ἐ­πί­δρα­ση καί βο­η­θοῦ­σε κα­θο­ρι­στι­κά στήν ἐ­πέ­κτα­ση τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας με­τα­ξύ τῶν Ἰσ­ρα­η­λι­τῶν. Κό­ρη τοῦ εἰ­δω­λο­λά­τρη βα­σι­λιά τῆς Τύ­ρου, ὄ­χι μό­νο συ­νήρ­γη­σε στό νά εἰ­σα­χθεῖ στό βα­σί­λει­ο τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ ἡ λα­τρεί­α τοῦ Βά­αλ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἰ­δι­αι­τέ­ρως λα­τρευ­ό­ταν στήν πα­τρί­δα της, ἀλ­λά καί νά δι­ε­ξά­γον­ται μέ πομ­πή με­γά­λη ἑ­ορ­τές καί πα­νη­γύ­ρεις στήν ἴ­δια τήν πρω­τεύ­ου­σα, τή Σα­μά­ρεια. Ἑ­κα­τον­τά­δες ἱ­ε­ρεῖς τῶν ψεύ­τι­κων αὐ­τῶν θε­ο­τή­των ἐ­κμε­ταλ­λεύ­ον­ται τή φυ­σι­κή θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα τοῦ λα­οῦ καί τόν σπρώ­χνουν ἀ­κό­μη βα­θύ­τε­ρα στήν εἰ­δω­λο­λα­τρί­α. Τό ρεῦ­μα εἶ­ναι ὁρ­μη­τι­κό. Ποί­ος θά τό συγ­κρά­τη­σει; Ἡ πλημ­μύ­ρα τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας κιν­δυ­νεύ­ει νά κα­τα­κλύ­σει τό πᾶν. Ποι­ός θά δη­μι­ουρ­γή­σει τά ἀ­πα­ραί­τη­τα ἀ­να­χώ­μα­τα, γιά νά προ­λη­φθεῖ ὁ κα­τα­κλυ­σμός; Στή δύ­σκο­λη καί ἱ­στο­ρι­κή αὐ­τή ἐ­πο­χή ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὁ φλο­γε­ρός προ­φή­της, ὁ Ἠ­λί­ας.

Θλί­βε­ται. Πο­νᾶ ἡ ψυ­χή του. Καί­γε­ται, ὅ­ταν βλέ­πει ἕ­ναν ὁ­λό­κλη­ρο λα­ό νά ἀρ­νεῖ­ται τόν Θε­ό καί νά γο­να­τί­ζει μπρο­στά στά ἄ­ψυ­χα ἀ­γάλ­μα­τα. Πρέ­πει νά ἀν­τι­δρά­σει· νά ἐρ­γα­σθεῖ· νά κι­νη­θεῖ μέ δρα­στη­ρι­ό­τη­τα καί ψυ­χι­κή ἀν­δρεί­α. Κα­τα­στρώ­νει τό σχέ­διό του. Σχέ­διο τολ­μη­ρό καί ἐ­πι­κίν­δυ­νο. Θά πα­ρου­σια­σθεῖ στόν ἴ­διο τόν βα­σι­λιά. Θά τόν ἐ­λέγ­ξει γιά τή δι­α­γω­γή του. Θά τόν κα­λέ­σει σέ με­τά­νοι­α. Ἄν τό κα­τορ­θώ­σει, τό κέρ­δος θά εἶ­ναι ἀ­νυ­πο­λό­γι­στο. Ὁ λα­ός εὔ­κο­λα θά με­τα­στρα­φεῖ. Ἡ ὥ­ρα εἶ­ναι κρί­σι­μη. Ἡ συ­νάν­τη­ση δρα­μα­τι­κή. Μέ πί­στη βα­θειά ὁ προ­φή­της ἐμ­φα­νί­ζε­ται στόν βα­σι­λιά. Λί­γα λό­για τοῦ λέ­ει, ἀλ­λά λό­για συν­τα­ρα­κτι­κά. «Ζῇ Κύ­ριος ὁ Θε­ός τῶν δυ­νά­με­ων, ὁ Θε­ός τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ». Ἄς τόν ἔ­χεις ἐγ­κα­τα­λεί­ψει καί σύ, καί ἡ οἰ­κο­γέ­νειά σου καί ὁ λα­ός. Καί ἀ­πό­δει­ξη ὅ­τι ζεῖ, εἶ­ναι αὐ­τή. Δέν θά πέ­σει βρο­χή στή γῆ στά χρό­νια πού θά ἀ­κο­λου­θή­σουν πα­ρά μό­νο ὅ­ταν θά τό πῶ ἐ­γώ.

Καί ἡ τρο­με­ρή προ­φη­τεί­α ἐκ­πλη­ρώ­νε­ται. Ἀ­νομ­βρί­α φο­βε­ρή ἐ­πι­κρα­τεῖ σ’ ὅ­λη τήν χώ­ρα. Σα­ράν­τα δυ­ό μῆ­νες οὔ­τε στα­λαγ­μα­τιά βρο­χῆς, οὔ­τε δρο­σιά καμ­μί­α ἐ­πά­νω στήν κα­τά­ξε­ρη γῆ. Ὁ λα­ός πά­σχει, ἀλ­λά καί κά­τω ἀ­πό τήν πί­ε­ση τῆς δυ­στυ­χί­ας καλ­λι­ερ­γεῖ τή με­τά­νοι­α καί τήν ἐ­πι­στρο­φή του στόν Θε­ό.

Ἀλ­λά στή πρώτη αὐ­τή ἐκ­δή­λω­ση τῆς τόλ­μης καί τῆς ἀν­δρεί­ας τοῦ προ­φή­τη θά προ­στε­θεῖ τώ­ρα καί ἄλ­λη. Ἡ ἐν­το­λή τοῦ Θε­οῦ σα­φής καί κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κή, κα­λεῖ τόν προ­φή­τη νά ἐμ­φα­νι­σθεῖ καί πά­λι ἐ­νώ­πιον τοῦ πα­νί­σχυ­ρου ἄρ­χον­τα. Δέν δει­λιά­ζει. Ἴ­σως δι­α­τρέ­χει ἄ­με­σο κίν­δυ­νο ἡ ζω­ή του. Ἀλ­λά κι αὐ­τήν δέν τή λο­γα­ριά­ζει. Ἕ­να μό­νο θέ­λει· νά εὐ­α­ρε­στή­σει στόν Θε­ό. Δρα­μα­τι­κός εἶ­ναι ὁ δι­ά­λο­γος, πού ἀ­κο­λού­θη­σε στήν συ­νάν­τη­ση.

— Ἐ­συ εἶ­σαι πού δι­α­στρέ­φεις τόν λα­ό μου τόν Ἰσ­ρα­ήλ; ρω­τᾶ μέ ὀρ­γή ὁ βα­σι­λεύς.

— Ὄ­χι. Δέν δι­α­στρέ­φω ἐ­γώ τόν λα­ό. Ἐ­σύ τόν δι­α­στρέ­φεις. Ἐ­σύ καί ὁ βα­σι­λι­κός σου οἶ­κος. Δι­ό­τι ἐ­σύ ἐγ­κα­τέ­λει­ψες τόν Θε­ό τῶν πα­τέ­ρων σου καί ἔ­τρε­ξες πί­σω ἀ­πό τά εἴ­δω­λα τοῦ Βα­άλ.

Πό­σοψυ­χι­κό σθέ­νος, ἀ­λή­θεια, χρει­α­ζό­ταν γιά νά προ­φερ­θοῦν οἱ λέ­ξεις αὐ­τές! Ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν ἕ­να κα­τη­γο­ρῶ, τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­πευ­θυ­νό­ταν πρός τόν πα­νί­σχυ­ρο καί σκλη­ρό Ἀ­χα­άβ. Καί μέ­σα στούς δυ­ό αὐ­τούς στί­χους μᾶς πε­ρι­έ­σω­σε ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή τόν ἰ­δε­ο­λο­γι­κό πό­λε­μο, πού δι­ε­ξή­γα­γε ἕ­νας ἀ­λη­θι­νός λά­τρης τοῦ Θε­οῦ πρός ἕ­ναν ἄ­πι­στο καί δι­α­στραμ­μέ­νο ἡ­γε­μό­να. Καί ἀ­π’ αὐ­τόν βγῆ­κε νι­κη­τής ὁ φλο­γε­ρός προ­φή­της, ἤ μᾶλ­λον ἡ πί­στη πού ἐκ­προ­σω­ποῦ­σε. Κύ­ριος τώ­ρα τῆς κα­τα­στά­σε­ως ὁ προ­φή­της, ἀ­φοῦ νί­κη­σε τόν βα­σι­λιά, θέ­λει νά δεί­ξει καί στό λα­ό τήν ἀ­λή­θεια, ὅ­τι μό­νος ὁ Θε­ός, τόν ὁ­ποῖ­ο ἐ­κεῖ­νος πί­στευ­ε, ἦ­ταν ὁ μό­νος ἀ­λη­θι­νός Θε­ός. Εἶ­ναι γνω­στή ἡ πρό­τα­ση, τήν ὁ­ποί­α ἔ­κα­νε στόν Ἀ­χα­άβ. Τήν ἐκ­θέ­τει ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή στό 18ο κε­φά­λαι­ο τοῦ τρί­του βι­βλί­ου τῶν Βα­σι­λει­ῶν. Νά συγ­κεν­τρω­θεῖ ὅ­λος ὁ λα­ός μα­ζί μέ τούς βα­σι­λεῖς στό Καρ­μή­λιο ὅ­ρος. Νά σφά­ξουν δυ­ό βό­δια. Ἕ­να οἱ ἱ­ε­ρεῖς τῶν εἰ­δώ­λων καί ἕ­να ὁ ἴ­διος ὁ προ­φή­της. Νά τά κομ­μα­τιά­σουν καί νά τά ἐ­πι­θέ­σουν στό θυ­σι­α­στή­ριο. Ἀλ­λά φω­τιά νά μήν ἀ­νά­ψουν. Νά ζη­τή­σουν νά τήν ρί­ξει ὁ Θε­ός πού πι­στεύ­ουν. Ὅ­ποι­ος τή ρί­ξει, αὐ­τός εἶ­ναι ὁ ἀ­λη­θι­νός Θε­ός.

Προ­σεύ­χον­ται πρῶ­τα οἱ ψευ­δο­ϊ­ε­ρεῖς τῶν εἰ­δώ­λων. Γο­να­τι­στοί προ­σεύ­χον­ται. Πα­ρα­κα­λοῦν· καί πά­λι πα­ρα­κα­λοῦν· καί ἱ­κε­τεύ­ουν. Ἄρ­χι­σαν πρω­ί καί τώ­ρα πλη­σιά­ζει με­­ση­μέ­ρι. Τούς εἰ­ρω­νεύ­ε­ται ὁ προ­φή­της. Πα­ρα­κα­λέ­στε ἀ­κό­μη. Ἴ­σως κοι­μᾶ­ται ὁ θε­ός σας. Τί­πο­τε ὅ­μως. «Οὐκ ἦν φω­νή, οὐκ ἦν ἀ­κρό­α­σις». Ἀ­πελ­πι­σμέ­νοι στα­μα­τοῦν.

Ἔρ­χε­ται τώ­ρα ἡ σει­ρά τοῦ φλο­γε­ροῦ προ­φή­τη. Προ­σεύ­χε­ται στόν παν­το­δύ­να­μο Θε­ό, πού κά­νει θα­ά­μα­τα ἐκ­πλη­κτι­κά. Λί­γα λό­για λέ­ει, ἀλ­λά λό­για θερ­μά, πύ­ρι­να. «Κύ­ρι­ε ὁ Θε­ός Ἀ­βρα­άμ καί Ἰ­σα­άκ καί Ἰσ­ρα­ήλ, ἐ­πά­κου­σόν μου σή­με­ρον ἐν πυ­ρί, καί γνώ­τω­σαν πᾶς ὁ λα­ός οὗ­τος, ὅ­τι σύ εἶ Κύ­ριος καί ἐ­γώ δοῦ­λος σου καί διά σέ πε­ποί­η­κα πάν­τα ταῦ­τα». Καί τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἔρ­χε­ται ἄ­με­σο. Φω­τιά ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό με­γά­λη κα­τέ­κα­ψε καί τό κρέ­ας καί τά ξύ­λα καί τό χῶ­μα ἀ­κό­μη. Νί­κη με­γά­λη. Ἡ πί­στη τοῦ προ­φή­τη θρι­άμ­βευ­σε.

Πό­σα μπο­ρεῖ νά κα­τορ­θώ­σει ὁ ἄν­θρω­πος, ὅ­ταν καί­ει μέ­σα στά στή­θη του ἡ ζων­τα­νή πί­στη! «Πάν­τα δυ­να­τά τῷ πι­στεύ­ον­τι» βε­βαί­ω­σε ὁ Κύ­ριος.

Κα­τορ­θώ­μα­τα με­γά­λα πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν ἀ­πό ἀν­θρώ­πους ζων­τα­νῆς καί φλο­γε­ρῆς πί­στε­ως. Πό­σοι πρώ­ην ἄ­σω­τοι καί ἁ­μαρ­τω­λοί ὀ­φεί­λουν τή με­τά­νοι­α καί ἐ­πι­στρο­φή τους στήν πί­στη ἐ­κεί­νων πού ἐρ­γά­σθη­καν νά τούς ὁ­δη­γή­σουν κον­τά στόν Θε­ό! Πό­σα τέ­τοι­α γε­γο­νό­τα ἔ­χει νά μᾶς πα­ρου­σιά­σει ἡ κα­θη­με­ρι­νή ζω­ή!

Τί νά ποῦ­με γιά τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα πού ἔ­χει ἡ πί­στη τῶν ἀν­θρώ­πων, πού ἔ­χουν κλη­θεῖ ἀ­πό τόν Θε­ό νά εἶ­ναι οἱ δι­α­χει­ρι­στές τῶν μυ­στη­ρί­ων καί οἱ κή­ρυ­κες τῶν θεί­ων ἀ­λη­θει­ῶν; Ἀ­λη­θι­νά θαύ­μα­τα μπο­ροῦν νά κα­τορ­θώ­σουν μέ τή δύ­να­μή της. Σάν φω­τει­νά με­τέ­ω­ρα στέ­κουν στόν ὁ­ρί­ζον­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, γιά νά φω­τί­ζουν καί νά δι­α­κη­ρύτ­τουν τή με­γά­λη ἀ­λή­θεια, ὅ­τι ἡ πί­στη μπο­ρεῖ καί ὄ­ρη νά με­τα­κι­νεῖ.

Ἄς μή λη­σμο­νοῦ­με νά ζη­τοῦ­με ἀ­πό τόν Θε­ό στίς προ­σευ­χές μας νά χα­ρί­ζει στήν Ἐκ­κλη­σί­α του ἱ­ε­ρεῖς καί δι­δα­σκά­λους μέ ζων­τα­νή πί­στη, γιά νά ἐρ­γά­ζον­ται πρός δό­ξαν Θε­οῦ. Σάν τόν προ­φή­τη Ἠ­λί­α.

Β. Σέ ὕ­ψος δό­ξης.

Πε­ρι­πε­τει­ώ­δης καί γε­μά­τη κιν­δύ­νους ὑ­πῆρ­ξε ὁ­λό­κλη­ρη ἡ ζω­ή τοῦ θερ­μουρ­γοῦ προ­φή­του Ἥ­λιου. Τήν δι­έ­θε­σε ὅ­μως ὁ­λό­κλη­ρη γιά τή δό­ξα τοῦ Θε­οῦ. Ἦ­ταν ἀρ­κε­τό νά ἀ­κού­σ­ει τήν ἐν­το­λή τοῦ Κυ­ρί­ου, καί ἔ­σπευ­δε ἀ­μέ­σως νά τήν ἐ­φαρ­μό­σει, ἔ­στω κι ἄν δι­έ­τρε­χε σο­βα­ρό­τα­το κίν­δυ­νο ἡ ζω­ή του. Κα­τά τά δε­κα­πέν­τε χρό­νια, πού ὑ­πο­λο­γί­ζουν ὅ­τι κρά­τη­σε ἡ προ­φη­τι­κή του δρά­ση, δέν ἄ­φη­σε εὐ­και­ρί­α πού νά μή τήν ἐ­κμε­ταλ­λευ­θεῖ γιά νά δι­δά­ξει τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, νά ἐ­νι­σχύ­σει καί νά πα­ρη­γο­ρή­σει, νά ἐ­λέγ­ξει καί νά θαυ­μα­τουρ­γή­σει. Ἀλ­λά καί γι’ αὐ­τό ὁ Θε­ός τόν δό­ξα­σε πο­λύ. Δέν θά ἦ­ταν ὑ­περ­βο­λή, ἄν χα­ρα­κτη­ρί­ζα­με τόν Ἠ­λί­α ὡς τόν δο­ξα­σμέ­νο προ­φή­τη.

Πύ­ρι­νος κή­ρυ­κας τοῦ λό­γου τοῦ Θε­οῦ ὁ­που­δή­πο­τε κι ἄν βρι­σκό­ταν, κή­ρυτ­τε μέ θάρ­ρος καί παρ­ρη­σί­α καί κα­λοῦ­σε τό λα­ό σέ με­τά­νοι­α καί ἐ­πι­στρο­φή. Ὁ λα­ός αἰ­σθα­νό­ταν τόν φλο­γε­ρό κή­ρυ­κα. Ἡ ἀ­σκη­τι­κή του ζω­ή καί ἡ ἰ­σχυ­ρή του προ­σω­πι­κό­τη­τα ἐ­πι­δροῦ­σαν πο­λύ στίς μά­ζες τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ. Τό κή­ρυγ­μά του συγ­κλό­νι­ζε τούς ἀ­κρο­α­τές του καί τούς κι­νοῦ­σε σέ σκέ­ψεις καί ἀ­πο­φά­σεις ἀ­νώ­τε­ρες. Ὁ­που­δή­πο­τε κι ἄν ἐμ­φα­νι­ζό­ταν ὁ ἄν­θρω­πος τοῦ Θε­οῦ, γι­νό­ταν δε­κτός μέ βα­θειά αἰ­σθή­μα­τα ἐ­κτι­μή­σε­ως καί θαυ­μα­σμοῦ. Καί δέν συγ­κι­νοῦ­σε ἁ­πλῶς ὁ λό­γος του, ἀλ­λά καί προ­κα­λοῦ­σε φό­βο. Πό­ση συγ­γέ­νεια ὑ­πάρ­χει με­τα­ξύ αὐ­τοῦ καί τοῦ ἄλ­λου ἐ­κεί­νου κή­ρυ­κα τῆς ἐ­ρή­μου, τοῦ Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Προ­δρό­μου! Καί πό­σο ται­ρια­στός εἶ­ναι ὁ χα­ρα­κτη­ρι­σμός πού ἔ­δω­σαν στόν Ἠ­λί­α: «δεύ­τε­ρος πρό­δρο­μος τῆς πα­ρου­σί­ας Χρι­στοῦ»! Δέν εἶ­ναι μά­λι­στα χω­ρίς ση­μα­σί­α τά λό­για, μέ τά ὁ­ποῖ­α ὁ ἄγ­γε­λος εὐ­αγ­γε­λί­σθη­κε στόν Ζα­χα­ρί­α τή γέν­νη­ση τοῦ γιοῦ του, ὅ­ταν τοῦ ἔ­λε­γε ὅ­τι «υἱ­ός τοῦ προ­ε­λεύ­σε­ται ἐ­νώ­πιον αὐ­τοῦ ἐν πνεύ­μα­τι καί δυ­νά­μει Ἡ­λιοῦ» (Λούκ. α΄ 17). Δη­λα­δή θά προ­πο­ρευ­θεῖ ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­αν­θρώ­που Κυ­ρί­ου μέ τό ἴ­διο προ­φη­τι­κό χά­ρι­σμα καί τήν ἴ­δια ἄ­φο­βη δρα­στη­ρι­ό­τη­τα καί παρ­ρη­σί­α, πού εἶ­χε καί ὁ Ἠ­λί­ας.

Εἶ­ναι ἀ­λή­θεια ὅ­τι τό κή­ρυγ­μα τοῦ προ­φή­του δέν ἔ­φε­ρε πάν­το­τε τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα, πού πε­ρί­με­νε κα­νείς. Δη­λη­τη­ρι­α­σμέ­νος ὁ λα­ός ἀ­πό τίς ἐ­πι­δρά­σεις τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας καί τῆς ἀ­πι­στί­ας δι­στά­ζει νά κά­νει τό ἀ­πο­φα­σι­στι­κό βῆ­μα τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς. Καί τί μ’ αὐ­τό; Τά λό­για του προ­φή­τη δέν πη­γαί­νουν χα­μέ­να. Συγ­κρα­τοῦν τούς κα­λο­προ­αί­ρε­τους, καλ­λι­ερ­γοῦν τούς εὐ­σε­βεῖς. Ἄς πα­ρα­πο­νι­έ­ται ὁ προ­φή­της, καί σέ μί­α ὥ­ρα ψυ­χι­κῆς κο­πώ­σε­ως ἀ­πό τούς συ­νε­χεῖς δι­ωγ­μούς ἄς λέ­ει στόν Θε­ό: «Κύ­ρι­ε, τά θυ­σι­α­στή­ρια σου κα­τέ­σκα­ψαν καί τούς προ­φή­τας σου ἀ­πέ­κτει­ναν. Καί ὑ­πε­λεί­φθην ἐ­γώ μό­νος, μο­νώ­τα­τος, καί ζη­τοῦ­σι τήν ψυ­χήν μου ἀπ’ ἐ­μοῦ». Ὁ Θε­ός τοῦ ἀ­παν­τᾶ: Εἶ­ναι μα­ζί μου ἑ­πτά χι­λιά­δες ἄν­δρες, οἱ ὁ­ποῖ­οι δέν προ­σκύ­νη­σαν τούς ψεύ­τι­κους θε­ούς. Πα­ρη­γο­ρή­σου, λοι­πόν. Καί συ­νέ­χι­σε τό ἔρ­γο σου. Δέν γί­νε­ται μά­ται­α. Ἄς μή βλέ­πεις ἐ­σύ τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τοῦ ἔρ­γου σου. Τά βλέ­πω ὅ­μως ἐ­γώ, καί ἐ­πι­φυ­λάσ­σω πλού­σια καρ­πο­φο­ρί­α στήν προ­σπά­θειά σου.

Καί δέν δι­δά­σκει μό­νο, ἀλ­λά καί ἐ­λέγ­χει, καί καυ­τη­ριά­ζει τήν κα­κί­α καί τήν ἀ­δι­κί­α, ὁ­που­δή­πο­τε κι ἄν τήν βρεῖ. Ζω­η­ρό­τα­τα πε­ρι­γρά­φε­ται στό 20ο κε­φά­λαι­ο τῆς Γ΄ Βα­σι­λει­ῶν τό ἐ­πει­σό­διο τοῦ Ἀ­χα­άβ καί τοῦ Να­βου­θαί. Ὁ Να­βου­θαί, πτω­χός Ἰσ­ρα­η­λί­της, ἔ­χει στήν κα­το­χή του ἕνα μι­κρό ἀμ­πέ­λι. Τό ἀ­χόρ­τα­ο­το μά­τι τοῦ Ἀ­χα­άβ τό βλέ­πει, τό ἐ­πι­θυ­μεῖ. Ὁ Ἀ­χα­άβ ζη­τᾶ νά τοῦ τό πά­ρει. Θέ­λει νά τό κά­νει λα­χα­νό­κη­πο. Ἀ­παι­τεῖ λοι­πόν νά τοῦ τό δώ­σει. Ὁ Να­βου­θαί πα­ρα­κα­λεῖ νά μήν ἐ­πι­μεί­νει ὁ βα­σι­λεύς. Ἐ­κεῖ­νος σκυ­θρω­πά­ζει ἀ­πό τήν ἄρ­νη­ση. Ἐ­πεμ­βαί­νει ὅ­μως ἡ ἐμ­πα­θής Ἰ­ε­ζά­βελ. Βρί­σκει εὔ­κο­λα τή λύ­ση. Βά­λε δυ­ό ἀν­θρώ­πους νά ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σουν, ὅ­τι ὁ Να­βου­θαί ἔ­βρι­σε τόν Θε­ό καί τόν βα­σι­λιά, λέ­ει στόν Ἀ­χα­άβ. Οἱ δύ­στυ­χοι ψευ­δο­μάρ­τυ­ρες βρί­σκον­ται. Ἡ ψευ­δορ­κί­α θρι­αμ­βεύ­ει. Τό ἁ­μάρ­τη­μα τῆς βλα­σφη­μί­ας, γιά τό ὁ­ποῖ­ο ψευ­δο­μαρ­τύ­ρη­σαν, κα­τα­δι­κα­ζό­ταν μέ θά­να­το. Κι ἔ­τσι ἔ­πει­τα ἀ­πό λί­γο ὁ Να­βου­θαί, πα­ρά τήν ἀ­θω­ό­τη­τά του, θα­να­τώ­νε­ται. Ὁ Ἠ­λί­ας ἀ­τρό­μη­τος πα­ρου­σι­ά­ζε­ται στόν βα­σι­λιά. Καυ­τη­ριά­ζει τήν ἀ­νό­σια καί ἄ­δι­κη πρά­ξη του καί προ­λέ­γει τό οἰ­κτρό τέ­λος τό­σο τό δι­κό του, ὅ­σο καί τῆς πο­νη­ρῆς βα­σί­λισ­σας. Τά σκυ­λιά θά γλεί­ψουν τό αἷ­μα καί τῶν δυ­ό σας, προ­λέ­γει. Τρο­με­ρή προ­φη­τεί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἐκ­πλη­ρώ­θη­κε τε­λεί­ως, ἐ­νῶ συγ­χρό­νως ἡ ἐκ­πλή­ρω­σή της ὕ­ψω­σε τόν προ­φή­τη σέ δυ­σθε­ώ­ρη­τα ὕ­ψη δό­ξας.

Ὅ­σο ὅ­μως αὐ­στη­ρός εἶ­ναι, ὅ­ταν ἐ­λέγ­χει τήν κα­κί­α καί τήν κα­τα­πά­τη­ση τοῦ νό­μου τοῦ Θε­οῦ, τό­σο γλυ­κύς καί πα­τρι­κός εἶ­ναι στή θλί­ψη καί τόν πό­νο τῶν ἀν­θρώ­πων. Δι­ε­ξο­δι­κά ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή πε­ρι­γρά­φει τή συμ­πα­ρά­στα­ση τοῦ προ­φή­τη στήν πτω­χή χή­ρα τῶν Σα­ρε­πτῶν. Στέλ­νε­ται ἐ­κεῖ μέ ἐν­το­λή τοῦ Θε­οῦ. Ἡ πεί­να, λό­γω τῆς συ­νε­χι­ζό­με­νης ἀ­νομ­βρί­ας, εἶ­ναι φο­βε­ρή. Στό δά­σος, ἔ­ξω ἀ­πό τά Σα­ρε­πτά, βρί­σκε­ται ὁ προ­φή­της. Μιά γυ­ναί­κα χή­ρα μα­ζεύ­ει ξύ­λα γιά νά ψή­σει λί­γο ψω­μί μέ τό τε­λευ­ταῖ­ο λί­γο ἀ­λεύ­ρι πού τῆς εἶ­χε μεί­νει. Ὁ Ἠ­λί­ας τήν πα­ρα­κα­λεῖ. Φέ­ρε μου λί­γο νε­ρό νά πι­ῶ. Ἡ γυ­ναί­κα ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται πρό­θυ­μα στήν πα­ρά­κλη­σή του. Ἀλ­λά ὁ Ἠ­λί­ας τῆς ζη­τᾶ τώ­ρα καί ψω­μί γιά νά φά­ει. Ἡ γυ­ναί­κα ἀ­φή­νει νά βγοῦν ἀ­πό τό στό­μα της λό­για πό­νου. Κύ­ρι­ε, ὁ Θε­ός τό γνω­ρί­ζει, ἄν σοῦ λέ­ω ψέ­μα­τα. Λί­γο ἀ­λεύ­ρι μοῦ ἔ­χει μεί­νει καί λί­γο λά­δι. Πη­γαί­νω νά ζυ­μώ­σω λί­γο ψω­μί, νά φάω μέ τά παι­διά μου, κι ἔ­πει­τα νά πε­θά­νου­με. Ἀλ­λά ὁ Ἠ­λί­ας τήν πα­ρη­γο­ρεῖ καί τῆς προ­λέ­γει, ὅ­τι οὔ­τε τό ἀ­λεύ­ρι οὔ­τε τό λά­δι θά τε­λει­ώ­σουν, ὥ­σπου νά λή­ξει ἡ πεί­να. Καί ἡ προ­φη­τεί­α αὐ­τή ἐκ­πλη­ρώ­νε­ται κα­τά τρό­πο θαυ­μα­στό. Τό πράγ­μα γί­νε­ται γνω­στό. Στό λα­ό ἐμ­πε­δώ­νε­ται ἡ πε­ποί­θη­ση ὅ­τι ὁ Ἠ­λί­ας εἶ­ναι ὁ πα­νί­σχυ­ρος προ­φή­της. Καί ὅ­ταν ἀρ­γό­τε­ρα θά ἀ­να­στή­σει καί τό νε­κρό παι­δί τῆς χή­ρας, ἡ φή­μη του θά φθά­σει πο­λύ ἔ­ξω ἀ­πό τά ὅ­ρια τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ.

Ἔ­τσι ὁ προ­φή­της συ­νε­χί­ζει τό προ­φη­τι­κό του ἔρ­γο. Τά χρό­νια ὅ­μως περ­νοῦν. Καί εἶ­ναι πλέ­ον και­ρός νά ξε­κου­ρα­σθεῖ ἀ­πό τούς πολ­λούς καί συ­νε­χεῖς κό­πους του. Τοῦ δί­νει λοι­πόν ὁ Θε­ός τήν ἐν­το­λή νά χρί­σει ἄλ­λον προ­φή­τη καί νά τόν ἀ­φή­σει δι­ά­δο­χό του. Ὁ προ­φή­της Ἠ­λί­ας, λοι­πόν, χρί­ει τόν Ἐ­λισ­σαῖ­ο. Τόν κα­τευ­θύ­νει. Τόν κα­θο­δη­γεῖ. Τοῦ λύ­νει τίς ἀ­πο­ρί­ες του. Κι ὅ­ταν πλέ­ον ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι ἱ­κα­νός μό­νος του νά συ­νέ­χι­σει τό ἔρ­γο τοῦ Ἠ­λί­α, ὁ Θε­ός ἑ­τοι­μά­ζει τήν ἀ­να­χώ­ρη­ση τοῦ ἐ­κλε­κτοῦ του δού­λου. Δέν πρό­κει­ται νά γνω­ρί­σει θά­να­το. Θά τόν πα­ρα­λά­βει ἔ­τσι ζων­τα­νό στόν οὐ­ρα­νό. Σάν ἄγ­γε­λος ἔ­ζη­σε στή γῆ. Σάν ἄγ­γε­λος πη­γαί­νει στόν οὐ­ρα­νό. Ἐ­κεῖ πού συ­ζη­τοῦ­σε μέ τόν Ἐ­λισ­σαῖ­ο, ἕ­να πύ­ρι­νο ἅρ­μα, συ­ρό­με­νο ἀ­πό πύ­ρι­να ἄ­λο­γα τόν παίρ­νει καί τόν ση­κώ­νει ἀ­π’ τή γῆ. Μέ με­γα­λο­πρέ­πεια ἀ­νέρ­χε­ται μέ­χρι τόν οὐ­ρα­νό. Κι ἐ­νῶ ἔκ­πλη­κτος, ἀλ­λά πε­ρί­λυ­πος ὁ Ἐ­λισ­σαῖ­ος πα­ρα­κο­λου­θεῖ τήν ἀ­νά­βα­σή του, ὁ Ἠ­λί­ας τοῦ ρί­χνει τή μη­λω­τή του (τή γού­να του), μέ τήν ὁ­ποί­α καί θαυ­μα­τουρ­γεῖ. Ἀ­πό τά μά­τια τοῦ Ἐ­λισ­σαίου χά­νε­ται. Σέ ἄλ­λους κό­σμους πνευ­μα­τι­κούς, στά βα­σί­λεια τοῦ φω­τός καί τῆς εἰ­ρή­νης κα­τα­σκη­νώ­νει ἔ­πει­τα ἀ­πό μί­α ζω­ή τέλειας ἀ­φι­ε­ρώ­σε­ως στόν Θε­ό καί ἐρ­γα­σί­ας τοῦ ἁ­γί­ου του θε­λή­μα­τος. Ὁ Θε­ός, τόν ὁ­ποῖ­ο μέ τό­σο ζῆ­λο ὑ­πη­ρέ­τη­σε, τόν ἀ­μεί­βει πλου­σι­ο­πά­ρο­χα καί τόν ἀ­ξι­ώ­νει, χω­ρίς νά πε­ρά­σει ἀ­πό τό δρό­μο τοῦ θα­νά­του, νά γί­νει μέ­το­χός της θεί­ας δό­ξας καί μα­κα­ρι­ό­τη­τος.

Πέ­ρα­σαν ἀ­πό τό­τε ἐν­νέ­α αἰ­ῶ­νες. Ὁ προ­αι­ώ­νιος Λό­γος τοῦ Θε­οῦ γί­νε­ται ἄν­θρω­πος, καί πά­νω στό ὅ­ρος τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως ἀ­φή­νει νά ἐ­κλάμ­ψει μί­α ἀ­κτί­να τῆς Θε­ό­τη­τος του. Οἱ τρεῖς μα­θη­τές του εἶ­ναι μάρ­τυ­ρες τῆς θεί­ας ἐ­κεί­νης σκη­νῆς. Ἀλ­λά κα­λεῖ καί δυ­ό μάρ­τυ­ρες ἀ­πό τήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Ὁ ἕ­νας ἀ­πό αὐ­τούς εἶ­ναι ὁ Ἠ­λί­ας. Τί τι­μή γιά τόν με­γά­λο καί πύ­ρι­νο προ­φή­τη νά συμ­πα­ρα­στα­θεῖ στόν με­τα­μορ­φω­μέ­νο Κύ­ριο καί νά γί­νει, μέ­το­χος τῆς θεί­ας του δό­ξας καί με­γα­λει­ό­τη­τος! Ἔ­τσι ἀ­μεί­βει ὁ Θε­ός τούς δι­κούς του. Δέν τό εἶ­πε ὁ ἴ­διος; «Οἱ δί­και­οι ἐ­κλάμ­ψου­σιν ὡς ὁ ἥ­λιος ἐν τῇ βα­σι­λείᾳ τοῦ πα­τρός αὐ­τῶν» (Ματθ. ιγ΄ 43).

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»

Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου

Πηγή: https://www.osotir.org/

Άγιος Παντελεήμων ο Ιαματικός και Μεγαλομάρτυς

Άγιος Παντελεήμων ο Ιαματικός και Μεγαλομάρτυς

Tον καιρό που τα μαύρα σύννεφα της ειδωλολατρείας σκέπαζαν απειλητικά όλη την οικουμένη, στα τέλη δηλαδή του τρίτου αιώνα μετά Χριστόν, γεννήθηκε στη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας ο Άγιος μεγαλομάρτυρας Παντελεήμων. Την εποχή εκείνη αυτοκράτορας της Ρώμης ήταν ο φοβερός διώκτης των Χριστιανών, ο Μαξιμιανός.

Ο πατέρας του λεγόταν Ευστόργιος και ήταν ειδωλολάτρης αξιωματούχος, μέλος της συγκλήτου. Η μητέρα του λεγόταν Ευβούλη και ήταν θερμή Χριστιανή. Το όνομα που έδωσαν στο παιδί τους ήταν Παντολέον.

Ο Παντολέον ήταν πολύ έξυπνος, ευγενικός, επιμελής, ταπεινός και πράος, γεμάτος αρετή, παρ’ όλο που ακόμη δεν είχε βαπτιστή Χριστιανός. Όταν μεγάλωσε, ο πατέρας του τον παρέδωσε σ’ένα φημισμένο γιατρό, τον Ευφρόσυνο , για να του διδάξει την ιατρική επιστήμη. Σε λίγο καιρό ο Παντολέον ξεπέρασε όλους τους συνομήλικους του στη μόρφωση και όλοι μιλούσαν με θαυμασμό για το χαρακτήρα του. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας, μαθαίνοντας για την αρετή και την εξυπνάδα του, τον προόριζε για να γίνει γιατρός στο παλάτι, ο γιατρός των ανακτόρων.

Τον ίδιο καιρό ο γέροντας ιερέας της Νικομήδειας Ερμόλαος, φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα κάλεσε στο σπίτι που κρυβόταν τον Παντολέοντα για να τον γνωρίσει. Αφού συνομίλησαν για πολλή ώρα, ο Ερμόλαος κατενθουσιάστηκε από τις αρετές που κοσμούσαν τον νέο και αποφάσισε να του γνωρίσει την πίστη στο Χριστό. Έτσι αναπτύχθηκε ανάμεσα τους μια άριστη πνευματική σχέση. Ο Παντολέον επισκεπτόταν καθημερινά τον Άγιο Ερμόλαο και απολάμβανε τους Χριστιανικούς του λόγους. Στερεωνόταν έτσι σιγά σιγά στην αληθινή πίστη.

Ένα εντυπωσιακό γεγονός κάνει τον Παντολέοντα να πάρει τη σοβαρή και γενναία απόφαση να δεχθεί το Άγιο Βάπτισμα, να γίνει Χριστιανός. Ενώ περπατούσε στο δρόμο συνάντησε ένα παιδί που το δάγκωσε μια οχιά και πέθανε. Λέει λοιπόν στον εαυτό του: Θα προσευχηθώ στο Χριστό να αναστήσει αυτό το παιδί και αν πράγματι το παιδί αναστηθεί, εγώ πια δεν υπάρχει λόγος να καθυστερώ τη βάπτισή μου, θα γίνω Χριστιανός, θα πιστέψω ότι ο Χριστός είναι ο Θεός ο αληθινός, ο Σωτήρας του κόσμου. Αυτά σκέφτηκε και προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο.Αμέσως το παιδί ζωντάνεψε και το φίδι απέθανε.

Γεμάτος χαρά ο Παντολέον τρέχει στο γέροντα Ερμόλαο, του διηγείται το θαύμα και του ζητά να τον βαπτίσει. Και ο Ερμόλαος, επειδή γνώριζε ποιος οδηγείται στην τελειότητα, γεμάτος συγκίνηση οδήγησε στο φωτισμό του θείου βαπτίσματος τον Παντολέοντα.

Απο τότε ο Παντολέον έγινε ανάργυρος ιατρός.Θεράπευε με τη δύναμη του Ιησού Χριστού τους ασθενείς, χωρίς να παίρνει καθόλου χρήματα. Ακόμη, όταν εύρισκε φτωχούς τους βοηθούσε ποικιλότροπα, δίνοντας τους χρήματα και άλλα αναγκαία είδη. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά θαύματα του Αγίου ήταν η θεραπεία ενός τυφλού, με τη δύναμη και πάλι του παντοδύναμου Θεού μας, του Χριστού.

Οι θαυμαστές θεραπείες του Αγίου προκάλεσαν το θαυμασμό των κατοίκων της Νικομήδειας, αλλά και το μίσος και το φθόνο των άλλων ιατρών της πόλης. Οι τελευταίοι κατάγγειλαν τον Παντολέοντα στον Αυτοκράτορα Μαξιμιανό, το φοβερό αυτό διώκτη του Χριστιανισμού.

Ο Μαξιμιανός κάλεσε τον Άγιο στα ανάκτορα για να ζητήσει εξηγήσεις. Ο Άγιος ομολόγησε με θάρρος ότι είναι Χριστιανός. Ο αυτοκράτορας στην αρχή προσπάθησε να τον πείσει με διάφορες κολακείες και υποσχέσεις να αρνηθεί το Χριστό και να θυσιάσει στα είδωλα. Ο Παντολέον όμως έμεινε πιστός και ακλόνητος. Δεν αρνήθηκε. Δεν πρόδωσε το Χριστό.

Ο αυτοκράτορας εξαγριωμένος, διέταξε φοβερά βασανιστήρια, για να κλονίσει τον Άγιο και να τον εξαναγκάσει να θυσιάσει στα είδωλα.

Οι στρατιώτες του αυτοκράτορα, άρχισαν να του ξέουν τη σάρκα με μαχαίρια και να καίνε τις πληγές με λαμπάδες. Ο Χριστός, όμως,ήλθε σε βοήθεια του Αγίου και του θεράπευσε τις πληγές, φωτίζοντάς τον με αστραπές. Στη συνέχεια έβαλαν τον Παντολέοντα μέσα σε ένα καζάνι που έβραζε. Με τη βοήθεια όμως και πάλι του Θεού ο Άγιος έμεινε σώος και αβλαβής και η φωτιά θαυματουργικά έσβησε. Ακολούθως βύθισαν τον Άγιο στα βάθη της θάλασσας, αφού έδεσαν στο λαιμό του μια τεράστια πέτρα. Ο Χριστός, όμως, έκανε την πέτρα πιο ελαφριά από φύλλο και έδωσε στον Παντολέων τη δύναμη να περπατά πάνω στα νερά. Έτσι σώος και αβλαβής, βγήκε στη στεριά. Στη συνέχεια έρριξαν τον Άγιο σε πεινασμένα άγρια θηρία. Όμως τα ζώα, αντί να τον κατασπαράξουν, έγλειφαν ήρεμα και ειρηνικά με τη γλώσσα τους τα πόδια του, κουνόντας τις ουρές τους.

Έκπληκτος αλλά και εξαγριωμένος ο ηγέμονας, διατάσσει τον αποκεφαλισμό του Αγίου. Θαυματουργικός το ξίφος λυγίζει και αντί αίμα τρέχει γάλα. Λίγο πριν από το μαρτυρικό δια αποκεφαλισμού θάνατο του Αγίου, ακούσθηκε φωνή απ’ τον ουρανό. Ήταν η φωνή του Θεού που του έδωσε το όνομα Παντελεήμων, που σημαίνει τον Άγιο που όλους τους βοηθά και τους ελεεί ακόμη και τους εχθρούς του

Το Τίμιο Σώμα του Αγίου τάφηκε με τιμές από τους Χριστιανούς. Η εκκλησία μας τιμά την μνήμη του την 27η Ιουλίου.

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ: Αθλοφόρε Άγιε και Ιαματικέ Παντελεήμων πρέσβευε τω ελεήμονι Θεώ ίνα πταισμάτων άφεσιν παράση ταις ψυχαίς ημών

ΕΤΕΡΟ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ: Θείων τρόπων σου τη επιστήμη, νέμεις άμισθον την θεραπείαν, των ψυχών και των σωμάτων εν Πνεύματι, όθεν ημας πάσης νόσου απάλλαξον Παντελεήμων ελέους θησαύρισμα. Μάρτυς ένδοξε Χριστόν τον Θεον ικέτευε, δωρήσασθε ημιν το μέγα έλεος.

ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ: Ρείθρα ιαμάτων ως εκ πηγής, πέλαγος θαυμάτων αναβλύζουσι δωρεάν, ο Παντελεήμων ο πάνσοφος ακέστωρ, οι ρωσεως διψώντες δεύτε αρύσασθε