Λόγος στην Θεία Μεταμόρφωση του Κυρίου

Λόγος στην Θεία Μεταμόρφωση του Κυρίου

Οσίου Εφραίμ του Σύρου

Ἀπὸ τοὺς ἀγροὺς τέρψεις συγκομιδῆς καὶ ἀπὸ τὰ ἀμπέλια τρύγος ἐδεσμάτων. Καὶ ἀπὸ τὶς Γραφὲς διδαχὴ ζωοποιός.Ὁ ἀγρὸς μία φορὰ ἔχει τὴν συγκομιδὴ καὶ τὸ ἀμπέλι μιὰ φορὰ ἔχει τὸν τρύγο. Ἡ Γραφή, ὅμως, πάντοτε ἀναβλύζει διδαχὴ ζωοποιό.Ὁ ἀγρός, ὅταν θεριστεῖ, μένει ἔρημος. Καὶ τὸ ἀμπέλι, ὅταν τρυγηθεῖ, ταπεινώνεται. Ἡ Γραφή, ὅμως, ἂν καὶ θερίζεται καθημερινά, τὰ στάχυα τῶν ἑρμηνειῶν τῶν λόγων της δὲν ἐκλείπουν. Καθημερινὰ τρυγᾶται καὶ τὰ σταφύλια τῆς ἐλπίδας πού κρύβει δὲν δαπανῶνται.

Ἂς πλησιάσουμε λοιπὸν τὸν ἀγρό τοῦτο κι ἂς ἀπολαύσουμε τὰ ζωοποιό του ρεῖθρα καὶ ἂς θερίσουμε ἀπ’ αὐτὸν στάχυα ζωῆς, τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶπε: «βρίσκονται ἐδῶ κάποιοι, οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ γευθοῦν θάνατο, ἕως νὰ δοῦν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ ἐρχόμενο στὴν δόξα Του».

Καὶ μετὰ ἀπὸ ἔξι ἡμέρες παρέλαβε τὸν Σίμωνα Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν ἀδελφό του Ἰωάννη καὶ τοὺς ἀνέβασε σὲ πολὺ ψηλὸ βουνὸ καὶ μεταμορφώθηκε ἐνώπιόν τους. Καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπό του ὅπως ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ροῦχα του ἔγιναν λευκὰ σὰν τὸ φῶς.

Πράγματι, οἱ ἄνδρες γιὰ τοὺς ὁποίους εἶπε ὅτι δὲν θὰ γευθοῦν θάνατο, ἕως νὰ δοῦν τὸν τύπο τῆς ἐλεύσεώς Του, αὐτοὶ οἱ τρεῖς ἀπόστολοι εἶναι, τοὺς ὁποίους πῆρε κοντά Του καὶ ἀνέβηκαν στὸ βουνό, ὅπου τούς ἔδειξε πῶς πρόκειται νὰ ἔλθει κατὰ τὴν ἐσχάτη ἡμέρα στὴν δόξα τῆς θεότητάς Του καὶ μὲ τὸ σῶμα τῆς ἀνθρωπότητάς Του. Τοὺς ἀνέβασε στὸ βουνό, γιὰ νὰ τοὺς δείξει Ποιὸς εἶναι καὶ Ποίου Υἱός. Διότι, ὅταν τοὺς ρωτοῦσε «ποιὸς λένε οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶμαι ἐγώ, ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου;» ἐκεῖνοι ἀποκρίθηκαν: «ἄλλοι, πώς εἶσαι ὁ Ἠλίας ἄλλοι, ὁ Ἱερεμίας ἡ ἕνας ἀπό τούς προφῆτες». Γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς ἀνεβάζει στὸ βουνὸ καὶ τοὺς ἀποκαλύπτει, ὅτι δὲν εἶναι ὁ Ἠλίας, ἀλλά ὁ Θεὸς καὶ Πλάστης τοῦ Ἠλία.

Οὔτε πάλι ὁ Ἱερεμίας, ἀλλ’ αὐτὸς πού ἁγίασε τὸν Ἱερεμία ἐκ κοιλίας. Οὔτε ἕνας ἀπό τούς προφῆτες, ἀλλ’ ὁ Κύριος τῶν προφητῶν, ὁ Ὁποῖος καὶ τοὺς ἔστειλε. Ἀλλά καὶ τοῦτο ὑποδηλώνει σ’ αὐτούς, ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ ποιητὴς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, καὶ ὁ κύριος ζωντανῶν καὶ νεκρῶν. Διότι διέταξε τὸν οὐρανό, καὶ εὐθὺς ἀμέσως κατέβασε τὸν Ἠλία. Ἔκαμε νεῦμα στὴν γῆ καὶ τὸν Μωϋσῆ παρέστησε. Καὶ σ’ αὐτοὺς πάλι τοὺς κορυφαίους τῶν προφητῶν ἀπέδειξε ὅτι Κύριος εἶναι τῶν ζώντων, ἐφόσον τὸν Ἠλία ἀπό τούς ζωντανοὺς κατέβασε. Καὶ ὅτι εἶναι Αὐτὸς πού ἐγείρει τοὺς νεκρούς, ἐφόσον ἤγειρε τὸν Μωϋσῆ ἐκ τῶν νεκρῶν. Ἡ δὲ ἀνάβαση στὸ βουνὸ τοὺς βεβαίωσε ὅτι εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ. Τί κι ἂν ἔλεγε σ’ αὐτοὺς ὅτι «ἐγὼ εἶμαι Θεὸς ἐκ Θεοῦ»; Δὲν θὰ πείθονταν εὔκολα, ἐξ αἰτίας τοῦ σώματος, πού εἶχε περιβληθεῖ, καὶ διότι συναναστρεφόταν μαζί τους σὰν ὅμοιός τους. Ἔβλεπαν τὴν Μαριάμ, πού Τὸν γέννησε, καὶ τὸν Ἰωσήφ, πού Τὸν ἀνέθρεψε, καὶ πώς ὁ πατέρας Του εἶχε ἕνα κοινὸ ὄνομα. Παιδιὰ τοῦ Ἰωσὴφ ἤσαν οἱ ἀδελφοί Του. Καὶ ὅπως αὐτοὶ πείνασε καὶ ἔλαβε τροφή, καὶ δίψασε καὶ τὴν δίψα ἔσβησε μὲ νερό, καὶ στὸν κόπο βρῆκε παρηγοριὰ τὴν ἀνάπαυση, καὶ στὴν νύστα ἔδωσε ὕπνο.

Καὶ τὸν φόβο ἀκολούθησαν σταλαγμοὶ ἱδρῶτα. Ἔχοντας, λοιπόν, ὅλα τὰ δικά μας παρεκτὸς τὴν ἁμαρτία, πῶς θὰ γινόταν πιστευτός, ἐὰν ἔλεγε ὅτι «ἐγώ εἶμαι Θεὸς ἐκ Θεοῦ;» Διότι αὐτὰ δὲν ἤσαν ἁρμόδια στὴν θεϊκὴ φύση.

Γι’ αὐτὸ λοιπὸν στὸ βουνὸ τοὺς ἀνεβάζει, ὥστε νὰ μιλήσει ὁ Πατὴρ καὶ νὰ τοὺς διδάξει, ὅτι εἶναι πραγματικὰ Υἱός του. Ὑπέδειξε, ὅμως, καὶ τὴν βασιλεία Του πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατο. Καὶ τὴν δόξα Του πρὶν ἀπὸ τὴν ὕβρη. Καὶ τὴν δύναμη Του πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος. Καὶ τὴν τιμὴ Του πρὶν ἀπὸ τὴν ἀτίμωση. Ὥστε, ὅταν δεθεῖ καὶ σταυρωθεῖ ἀπό τούς Ἰουδαίους, νὰ γνωρίσουν οἱ μαθητές Του, ὅτι δὲν σταυρώνεται ἀπὸ ἀδυναμία ἀλλά κατὰ τὸ ἀγαθό Του θέλημα, γιὰ νὰ δωρήσει τὴν χάρη, πού θὰ σώσει ὅλο τὸν κόσμο.

Δείχνει καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνάσταση τὴν δόξα Του, ὥστε, ὅταν ἐγερθεῖ ἐκ νεκρῶν στὴν θεϊκὴ δόξα τῆς φύσεώς Του, νὰ γνωρίσουν ὅτι δὲν ἔλαβε τὴν δόξα ὡς μισθὸ γιὰ τὸν κόπο του, σὰν νὰ μὴν τὴν εἶχε, ἀλλ’ ἦταν ἡ δόξα Του ἀπ’ ἀρχῆς καὶ προαιώνια κοντὰ καὶ μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα Του — καθὼς ὁ Ἴδιος λέει: «Πάτερ, δόξασέ με μὲ τὴν δόξα, πού εἶχα κοντά σου πρὶν νὰ ὑπάρξει ὁ κόσμος».

Αὐτή, λοιπόν, τὴν δόξα τῆς θεότητάς Του, τὸ ἄδηλο καὶ κρυμμένο μέσα στὴν ἀνθρώπινη φύση Του, ἔδειξε στοὺς ἀποστόλους κατὰ τὴν ἀνάβαση στὸ ὄρος. Διότι ἔγινε τὸ πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος καὶ τὰ ροῦχα Του λευκὰ σὰν τὸ φῶς. Δύο ἥλιους ἔβλεπαν στὸ βουνὸ τὰ μάτια τῶν μαθητῶν: ὁ ἕνας ἦταν αὐτὸς πού φέρνει τὸ φῶς τῆς ἡμέρας, καὶ ὁ ἄλλος ἀσυνήθης καὶ φοβερός.Ὁ ἕνας φαινόταν καὶ σ’ αὐτοὺς καὶ τὸν κόσμο ὅλο φώτιζε στὸ στερέωμα. Καὶ ὁ ἄλλος σ’ αὐτοὺς μόνους ἄστραφτε, ὁ ὁποῖος ἦταν τοῦ Ἰησοῦ τὸ πρόσωπο.

Ἔγινε, λοιπόν, τὸ πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος καὶ τὰ ροῦχα Του λευκὰ ὅπως τὸ φῶς. Μὲ αὐτὰ ἔδειξε, ὅτι ἀπὸ ὅλο τὸ σῶμα Του ἐκχύθηκε ἡ δόξα Του, καὶ ἀπὸ ὅλη τὴ σάρκα Του ἕλλαμψε τὸ φῶς Του, καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ μέλη Του ἐκπορεύονταν οἱ ἀκτίνες τῆς θεότητάς Του. Διότι δὲν ἕλλαμψε ἡ σάρκα Του ἔξωθεν, ὅπως τοῦ Μωυσῆ, ὁ ὁποῖος ἀπέκτησε μὲ ἐπίκτητο φῶς ὡραιότητα, ἀλλά ἀπὸ τὸν Ἴδιο ἐκχύθηκε ἡ δόξα Του καὶ μέσα Του ἔμεινε. Ἀπὸ τὸν Ἴδιο ἀνέτειλε τὸ φῶς Του καὶ μέσα Του ἦταν συγκεντρωμένο. Οὔτε σὲ ἄλλο μέρος πῆγε ἀφήνοντάς Τον, οὔτε ἦλθε ἐκ τοῦ πλαγίου ἄλλο φῶς καὶ τὸν κόσμησε, οὔτε στολίσθηκε κατὰ χάριν μὲ ἐπίχριση ξένου φωτός, ἀλλά ἔχοντας φυσικὴ στὸν ἑαυτὸ Του τὴν λαμπρότητα, εἶχε ἀχώριστο καὶ τὸ φῶς ὅλης τῆς θεότητας. Δικό Του ἦταν καὶ οὔτε ὁλόκληρη τὴν ἄβυσσο τῆς δόξας Του τοὺς φανέρωσε, ἐφόσον τὰ μάτια τους δὲν εἶχαν τέτοια δυνατότητα. Ἀλλά τούς ἔδειξε κατὰ τὸ μέτρο τῆς ὀπτικῆς τους δυνάμεως.

Καὶ παρουσιάστηκαν σ’ αὐτοὺς ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας νὰ συνομιλοῦν μαζί Του. Τί ἔλεγαν σ’ Αὐτόν; Ἀπ’ ὅσο μπορῶ νὰ ὑποθέσω, εὐχαριστία τοῦ ἀπηύθυναν, διότι ἐπαλήθευσε τοὺς λόγους τῶν προφητῶν μὲ τὴν παρουσία Του. Καὶ προσκύνηση τοῦ ἀπένειμαν ὑπὲρ τῆς σωτηρίας, πού χάρισε στὸ ἀνθρώπινο γένος. Καὶ τὸ μυστήριο, τὸ ὁποῖο αὐτοὶ ζωγράφησαν, αὐτὸς ὁλοκλήρωσε μὲ τὸ ἔργο Του. Διότι αὐτοὶ δεχόμενοι τὶς ἀρχὲς καὶ ἀντανακλάσεις τῶν πραγμάτων προφήτευαν μὲ λόγους συγκαλυμμένους.Ὁ Σωτήρας, ὅμως, πιστοποίησε μὲ ἔργα τοὺς λόγους καὶ τὶς εἰκόνες.

Χαρὰ κατέλαβε τοὺς προφῆτες καὶ τοὺς ἀποστόλους μὲ τὴν ἀνάβαση αὐτὴ στὸ βουνό. Χάρηκαν οἱ προφῆτες βλέποντας τὴν ἀνθρώπινη φύση Του, τὴν ὁποία ἐπιθυμοῦσαν νὰ δοῦν, καὶ ἀγαλλίασαν οἱ ἀπόστολοι ἀκούγοντας τὴν φωνὴ τοῦ Πατέρα. Μὲ αὐτὴν τὴν πατρικὴ φωνὴ πληροφορήθηκαν τὸ μυστήριο τῆς οἰκονομίας Του, τὸ ὁποῖο ἦταν κρυφὸ γι’ αὐτούς. Διότι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μάθουν ἀπὸ ἄλλη πηγὴ γιὰ τὴν ἔνανθρωπισή Του, παρὰ ἀπὸ τὸν Πατέρα, πού Τὸν γέννησε χωρὶς πάθος. Ἀλλά καὶ ἡ δόξα τοῦ σώματός Του, πού φανερώθηκε, προσεπικύρωσε τὴν πατρικὴ φωνή. Καὶ σφραγίστηκε ἡ μαρτυρία τῶν τριῶν μὲ τὸν Μωϋσῆ καὶ τὸν Ἠλία, οἱ ὁποῖοι κοντὰ στὸν Ἰησοῦ στάθηκαν ὡς δοῦλοι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τους. Καὶ οἱ μὲν ἔβλεπαν τούς δέ, οἱ προφῆτες τοὺς ἀποστόλους καὶ οἱ ἀπόστολοι τοὺς προφῆτες. Αὐτοὶ πού ἐξ ὀνόματος μόνο γνωρίζονταν, συναντήθηκαν τότε πρόσωπο μὲ πρόσωπο. Ἔμαθαν ἐπὶ πλέον σ’ αὐτὴν τὴν φανέρωση τοῦ Ἰησοῦ, ὅτι Αὐτὸς ὁ Ἴδιος ἔθαψε τὸν Μωϋσῆ καὶ μὲ δικό Του κέλευσμα ὁ Θεσβΐτης ἀναλήφθηκε. Διότι κανεὶς δὲν εἶδε τὸ μνῆμα τοῦ Μωϋσῆ, παρὰ μόνο αὐτὸς πού τὸν ἔθαψε. Οὔτε κανεὶς γνώριζε καλύτερα πού βρισκόταν ὁ Ἠλίας, παρὰ μόνο Ἐκεῖνος πού τὸν ἀνέβασε στὸν οὐρανὸ ἐπάνω σὲ ἅρμα. Καὶ δὲν θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τοὺς φέρει ἔτσι αὐτομάτως, τὸν μὲν ἀπό τούς νεκρούς, τὸν δὲ ἀπὸ τὴν ἀγγελικὴ κατοικία, παρὰ μόνο ὁ Κύριος τῶν ὅλων καὶ ἐξουσιαστὴς τοῦ ἅδη καὶ τ’ οὐρανοῦ.

Καὶ συναντήθηκαν ἐκεῖ οἱ ἀρχηγοὶ τῆς Παλαιᾶς καὶ οἱ ἄρχοντες τῆς Καινῆς. Εἶδε ὁ Μωϋσῆς ὁ ἅγιος τὸν Σίμωνα νὰ ἔχει ἁγιασθεῖ, ὁ οἰκονόμος τοῦ Πατρὸς τὸν ἐπίτροπο τοῦ Υἱοῦ. Ὁ μὲν ἔσχισε τὴν θάλασσα, γιὰ νὰ πεζοπορήσει ἀνάμεσα στὰ κύματα, ὁ δὲ σηκώνει σκηνὴ γιὰ νὰ οἰκοδομήσει τὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία οὔτε οἱ πυλῶνες τοῦ ἅδη κατέβαλαν. Εἶδε ὁ παρθένος τῆς παλαιᾶς τὸν παρθένο τῆς νέας·ὁ Ἠλίας τὸν Ἰωάννη. Αὐτὸς πού ἀνέβηκε σὲ φλογερὸ ἅρμα, αὐτὸν πού ἔγειρε στὸ στῆθος τῆς φλόγας. Καὶ ἔγινε τὸ ὄρος τύπος τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἕνωσε ὁ Θεὸς σ’ αὐτὸ τὶς δύο διαθῆκες. Καὶ ἔτσι τὸν δέχτηκε ἡ Ἐκκλησία καὶ μᾶς γνώρισε ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ δοτήρας καὶ τῶν δύο. Ἡ μία παρέλαβε τὰ μυστήρια Αὐτοῦ καὶ ἡ ἄλλη φανέρωσε τὴν δόξα τῶν ἔργων Του.

Εἶπε, λοιπόν, ὁ Σίμων: «Καλὸ εἶναι νὰ μείνουμε ἐδῶ». Ὤ Σίμων, τί λές; Ἐὰν μείνουμε ἐδῶ, ποιὸς θὰ ἐκπληρώσει τοὺς λόγους τῶν προφητῶν καὶ τὴν διδαχὴ τῶν κηρύκων ποιὸς θὰ ἐπισφραγίσει; Καὶ τὰ μυστήρια τῶν ὁσίων καὶ δικαίων ποιὸς θὰ τελειώσει; Ἐὰν μείνουμε ἐδῶ, τὸ «τρύπησαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια μου» σὲ ποιὸν θὰ πραγματοποιηθεῖ; Καὶ τὸ «διαμοίρασαν τὰ ἱμάτιά μου μεταξύ τους καὶ στὸν ἱματισμό μου ἔβαλαν κλῆρο» σὲ ποιὸν θὰ ταιριάξει; Καὶ τὸ «ἔδωσαν χολὴ στὸ στόμα μου καὶ στὴν δίψα μου μὲ πότισαν ξίδι» σὲ ποιὸν θὰ συμβεῖ; Καὶ ποιὸς θὰ βεβαιώσει τὸ «ἐλεύθερος ἀνάμεσα στοὺς νεκρούς»;

Ἐὰν μείνουμε ἐδῶ, τοῦ Ἀδὰμ τὸ χειρόγραφο ποιὸς θὰ σχίσει καὶ τὸ χρέος του ποιὸς θὰ ἀποδώσει; Καὶ ποιὸς θὰ ἀποκαταστήσει τὸ ἔνδυμα τῆς δόξας Του; Ἐὰν μείνουμε ἐδῶ, πῶς θὰ πραγματοποιηθεῖ τὸ σχέδιό μου γιὰ σένα, πῶς θὰ οἰκοδομηθεῖ ἐπάνω σου ἡ Ἐκκλησία; Τὰ κλειδιὰ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν πού δέχθηκες, πῶς θὰ χρησιμεύσουν; Ἀλλά καὶ ποιὸν θὰ λύσεις ἤ ποιὸν θὰ δέσεις, Πέτρε; Ἐὰν παραμείνουμε ἐδῶ, ὅλα αὐτὰ ἀναιροῦνται.

Εἶπε πάλι ὁ Σίμων στὸν Ἰησοῦ: «Κύριε, καλὸ εἶναι νὰ μείνουμε ἐδῶ. Νὰ στήσουμε, ἐὰν θέλεις, τρεῖς σκηνές. Μία γιὰ σένα, μία γιὰ τὸν Μωϋσῆ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία». Σίμων, δὲν ξέρεις τί λές. Στάλθηκες στὸν κόσμο νὰ οἰκοδομήσεις Ἐκκλησία καὶ τώρα ἑτοιμάζεις νὰ στήσεις σκηνὲς στὸ ὄρος; Εἶναι, λοιπόν, φανερὸ ὅτι ἀκόμη εἶχε ἀνθρώπινη ἀντίληψη γιὰ τὸν Ἰησοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν κατέτασσε μαζὶ μὲ τὸν Μωϋσῆ καὶ τὸν Ἠλία.

Θέλοντας, λοιπόν, ὁ Κύριος νὰ δείξει ὅτι δὲν ἔχει καμμία ἀνάγκη χειροποίητης σκηνῆς, μὲ νεφέλη φανέρωσε ὅτι Αὐτὸς εἶναι πού εἶχε ἑτοιμάσει στοὺς πατέρες τους σκηνὴ νεφέλης σαράντα χρόνια στὴν ἔρημο. Διότι ἐνῶ αὐτοὶ ἀκόμη μιλοῦσαν, νεφέλη φωτὸς τοὺς ἐπισκίασε. Βλέπε, Σίμων, σκηνὴ ἕτοιμη, πού ἐμποδίζει τὸ καῦμα, καὶ ὁλόφωτη, δίχως σκιὰ μέσα της. Σκηνὴ ἐξαστράπτουσα καὶ φωτίζουσα. Καὶ μέσα στὸν θαυμασμὸ τῶν μαθητῶν φωνὴ ἀκούστηκε ἀπὸ τὴν νεφέλη νὰ λέει: «Αὐτὸς εἶναι ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στὸν ὁποῖον εὐαρεστοῦμαι, αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε». Καὶ μὲ τὴν φωνὴ τοῦ Πατέρα ὁ Μωϋσῆς ἐπέστρεψε στὸν τόπο του καὶ ὁ Ἠλίας γύρισε στὴν χώρα του. Καὶ οἱ ἀπόστολοι ἔπεσαν μὲ τὸ πρόσωπο στὴν γῆ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς μόνος στεκόταν, διότι ἡ φωνὴ ἐκείνη Αὐτὸν μόνο ἀφοροῦσε. Ἔφυγαν οἱ προφῆτες καὶ ἔπεσαν οἱ ἀπόστολοι, καθὼς δὲν ἐκπληρωνόταν σ’ αὐτοὺς τὸ νόημα τοῦ λόγου. Διότι δὲν ἦταν κανεὶς ἀπ’ αὐτοὺς υἱός ὁμοούσιος καὶ συναΐδιος μὲ τὸν Πατέρα, οὔτε γι’ αὐτοὺς ἦταν τὸ «αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε».

Μὲ τὸν λόγο, λοιπόν, αὐτὸν δήλωσε ὅτι ἀφαιρέθηκε πλέον ἡ οἰκονομία ἀπὸ τὸν Μωϋσῆ καὶ τὸν Ἠλία, καὶ στὸν Υἱό ὑπακούουν κατὰ πάντα. Μὴν πεῖτε, δηλαδή, ὅτι αὐτὰ εἶπε ὁ Μωϋσῆς καὶ αὐτὰ ὁ Ἠλίας. Διότι ὡς δοῦλοι ὑπηρέτησαν στὸ κέλευσμα καὶ αὐτὸ πού τοὺς ὑποδείχθηκε κήρυξαν. Αὐτὸς εἶναι υἱός καὶ ὄχι ὁμογενής· κύριος καὶ ὄχι δοῦλος· ἄρχοντας καὶ ὄχι ἀρχόμενος· νομοθέτης καὶ ὄχι νομοθετούμενος· ἴσος κατὰ τὴν θεία φύση καὶ υἱός ἀγαπητός.

Ἔτσι οἱ ἀπόστολοι μυήθηκαν σ’ αὐτὸ πού ἦταν γι’ αὐτοὺς ἄδηλο. Ἐδῶ ὁ Πατὴρ φανέρωσε τὸν Υἱό Του. Ἐδῶ ὁ Ὤν ἀναγγέλλει τὸ συναΐδιο γέννημά Του. Ἐξ αἰτίας τῆς φωνῆς αὐτῆς ἔπεσαν οἱ ἀπόστολοι μὲ τὸ πρόσωπο στὴν γῆ. Διότι ἦταν βροντὴ φοβερή, πού δονοῦσε καὶ τάραζε τὴν γῆ καὶ αὐτοὶ ἀπὸ τὸν φόβο ἔπεσαν χάμω. Ἔδειξε σ’ αὐτοὺς τὸ ἰσοδύναμο τοῦ Υἱοῦ μὲ τὸν Πατέρα στὴν θεϊκή Του φύση. Διότι καθὼς ἡ φωνὴ τοῦ Πατέρα τοὺς ἔριξε κάτω, ἔτσι καὶ ἡ φωνὴ τοῦ Υἵοῦ μὲ τὴν δύναμή Του τοὺς ἀνασήκωσε. Ἐκεῖ ἡ θεϊκή του δόξα καὶ ἡ ἀνθρώπινη σάρκα Του φαίνονταν σὲ ἕνα πρόσωπο. Διότι δὲν ἔλαβε ὅπως ὁ Μωϋσῆς ἐπίκτητη ὡραιότητα, ἀλλ’ ὡς Θεὸς στὴν δόξα Του ἄστραψε. Τοῦ Μωϋσῆ τὸ πρόσωπο ἐξωτερικὰ χρίσθηκε μὲ λαμπρότητα, ἐνῶ ὅλο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ὅπως ὁ ἥλιος στὶς ἀκτίνες του ἄστραφτε καὶ ἡ δόξα τῆς θεότητάς Του τὸ σῶμα τῆς ἀνθρωπότητάς Του σκέπασε.

Γι’ αὐτὸν ἀνήγγειλε ὁ Πατήρ: «Αὐτὸς εἶναι ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός». Δὲν ἦταν χωρισμένη ἡ δόξα τῆς θεότητάς Του ἀπὸ τὴν ἀνθρωπότητά Του, ἀλλά γιὰ ἕναν ἦταν ἡ φωνή, αὐτὸν πού φαινόταν σὲ σῶμα εὐτελὲς καὶ δόξα φοβερή. Καὶ ἡ ἁγία Μαρία υἱό τὸν ἀποκαλοῦσε, τοῦ ὁποίου τὸ ἀνθρώπινο σῶμα δὲν ἦταν χωρισμένο ἀπὸ τὴν θεϊκή Του δόξα. Διότι εἶναι ἕνα πρόσωπο αὐτὸς πού φανερώθηκε στὸν κόσμο μὲ τὸ σῶμα καὶ τὴν δόξα Του. Καὶ ἡ δόξα Του μήνυσε τὴν ἐκ τοῦ Πατρὸς θεία φύση. Καὶ τὸ σῶμα Του μήνυσε τὴν ἐκ τῆς Μαρίας ἀνθρώπινη φύση.

Ἕνας ὅμως εἶναι Υἱός μονογενὴς ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ ἐκ τῆς Μαρίας. Ἂς παύσουν τὰ στόματα τῶν αἱρετικῶν. Διότι ὅποιος τὸν μερίζει, θὰ μερισθεῖ ἀπὸ τὴν βασιλεία Του. Καὶ ὅποιος τὸν συγχέει, θὰ ἀποκλεισθεῖ ἀπὸ τὴν ζωή Του. Ὅποιος ἀρνεῖται ὅτι γέννησε Θεὸν ἡ Μαρία, ἂς μὴ δεῖ τὴν δόξα τῆς θεότητάς Του. Καὶ ὅποιος ἀρνεῖται ὅτι φόρεσε σάρκα, στερημένος θὰ εἶναι τῆς σωτηρίας καὶ ζωῆς πού προσφέρεται διὰ τοῦ σώματός Του. Διότι τὰ ἴδια τὰ πράγματα διδάσκουν ὅσους ἔχουν διαύγεια. Οἱ θεῖες δυνάμεις Του κηρύσσουν ὅτι εἶναι Θεὸς ἀληθινός, καὶ τὰ πάθη Του μαρτυροῦν ὅτι εἶναι ἄνθρωπος ἀληθινός, καὶ τὸ σῶμα πού περιεβλήθη, ὅτι εἶναι ἀπὸ θυγατέρα ἀνθρώπου. Ἀλλά κι ἂν δὲν τὸ κατανοοῦν οἱ ἀσθενεῖς κατὰ τὴν διάνοια, ἐμεῖς θὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ ἐκθέσουμε τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὰ ἄχραντα Εὐαγγέλια, ὥστε νὰ προσφέρουμε στοὺς φιλόθεους ἀκροατὲς μεγαλύτερη ὠφέλεια, ἐξαπλώνοντας καὶ διατρανώνοντας τὸν λόγο μὲ ἐπιχειρήματα ἀψευδῆ, καὶ πιὸ λαμπρὰ θὰ πανηγυρίσουμε.

Ἔάν δὲν ἦταν σάρκα, γιὰ ποιὸν λόγο ἐμφανίζεται ἡ Μαρία στὸ προσκήνιο, καὶ ἐὰν δὲν ἦταν Θεός, ὁ Γαβριὴλ ποιὸν προσφωνοῦσε Κύριο; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, ποιὸς τυλιγόταν στὰ σπάργανα, καὶ ἐὰν δὲν ἦταν Θεός, ποιὸν διακονοῦσαν οἱ ἄγγελοι πού κατέβηκαν; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, ποιὸς ἦταν ξαπλωμένος στὴν φάτνη, καὶ ἐὰν δὲν ἦταν Θεός, οἱ ποιμένες γιὰ ποιὸν λόγο ὕστερα ἀπὸ οὐράνια μύηση τὸν προσκύνησαν;

Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, ποιὸς ὑποβλήθηκε σὲ περιτομή; Ἐὰν δὲν ἦταν Θεός, γιὰ ποιὸν οἱ μάγοι ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ πρόσφεραν δῶρα; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, ποιὸν βάσταξε στὴν ἀγκαλιὰ του ὁ Συμεών, καὶ ἐὰν δὲν ἦταν Θεός, σὲ ποιὸν ἔλεγε «τώρα ἄφησέ με νὰ πεθάνω εἰρηνικά»; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, ποιὸν πῆρε ὁ Ἰωσὴφ καὶ κατέφυγε στὴν Αἴγυπτο; Ἐὰν δὲν ἦταν Θεός, τὸ «ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο κάλεσα τὸν υἱό μου» σὲ ποιὸν ἐκπληρώθηκε; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, ὁ Ἰωάννης ποιὸν βάπτισε, κι ἂν δὲν ἦταν Θεός, γιὰ ποιὸν βεβαίωνε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ὁ Πατέρας ὅτι εἶναι ἀγαπητός Του Υἱός; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, ποιὸς νήστεψε στὴν ἔρημο καὶ πείνασε; Ἐὰν δὲν ἦταν Θεός, ποιὸν οἱ ἄγγελοι κατέβηκαν καὶ διακονοῦσαν, ἂν δὲν ἦταν τέλειος καὶ κατὰ τὶς δύο φύσεις;

Ποιὸς κλήθηκε στὸν γάμο τῆς Κανᾶ καὶ μετέβαλε τὸ νερὸ σὲ κρασί, ἐὰν δὲν ἦταν Θεὸς καὶ ἄνθρωπος; Ἐὰν ἦταν ἁπλὸς ἄνθρωπος καὶ ὄχι Θεὸς τέλειος, πῶς συνέτρωγε μὲ τὸν Φαρισαῖο Σίμωνα, πῶς τὰ πλημμελήματα τῆς πόρνης συγχώρησε; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, ποιὸς κάθησε στὸ πηγάδι μετὰ τὴν ὁδοιπορία καὶ ζητοῦσε νερό, κι ἂν δὲν ἦταν Θεός, ποιός, ἐνῶ ζητοῦσε νερὸ ἀπὸ τὴν Σαμαρείτιδα, ἐν τούτοις ἔδινε νερὸ καὶ ἔλεγχε; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, πῶς ἔφτυσε στὴν γῆ, κι ἂν δὲν ἦταν Θεός, πῶς ἔκανε τὸν ἐκ γενετῆς τυφλὸ μὲ πηλὸ νὰ ἀναβλέψει; Στὸ μνῆμα τοῦ Λαζάρου ποιὸς δάκρυσε, καὶ μὲ ποίου τὸ κέλευσμα ἐξῆλθε, νεκρὸς τετραήμερος, ἐὰν ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν Θεὸς καὶ ἄνθρωπος;

Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, πῶς κάθησε στὸ πουλάρι, κι ἂν δὲν ἦταν Θεός, οἱ ὄχλοι ποιὸν δοξολογοῦσαν λέγοντας τὸ ὡσαννά; Καὶ πῶς νὰ διηγηθῶ ὅσα οἱ παράνομοι Ἰουδαῖοι τοῦ ἔκαναν; Μιλῶ γιὰ τὴν προδοσία τοῦ μαθητοῦ καὶ ὅσα μετὰ τὴν προδοσία ἔγιναν στὸ κριτήριο τοῦ Πιλάτου- τὰ ραπίσματα, τὰ φτυσίματα, τὰ χτυπήματα στὸ πρόσωπο καὶ ὅσα τὶς ὧρες μετὰ τὴν προδοσία ἔπαθε γιὰ χάρη μας. Δὲν τὰ ὑπέμεινε αὐτὰ ὡς ἄνθρωπος; Τὰ δὲ τοῦ σταυροῦ ποιὰ γλώσσα νὰ διηγηθεῖ; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, τότε ποιὰ χέρια καὶ πόδια καρφώθηκαν, κι ἂν δὲν ἦταν Θεός, τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ πῶς σχίστηκε, οἱ πέτρες πῶς ράγισαν, τὰ μνημεῖα πῶς ἀνοίχτηκαν, οἱ νεκροὶ πῶς ἀνασταίνονταν;

Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, ποιὸς κρεμάστηκε μὲ ληστὲς στὸν σταυρό; Κι ἂν δὲν ἦταν Θεός, πῶς ἔλεγε στὸν ληστὴ «σήμερα θὰ εἶσαι μαζί μου στὸν παράδεισο»; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, ποιὸν ἄλειψαν μὲ σμύρνα καὶ ἔθαψαν ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος; Κι ἂν δὲν ἦταν Θεός, ποιὸς ἀναστήθηκε τὴν τρίτη ἥμερα; Ποιὸν οἱ ἀπόστολοι στὸ ὑπερῶο εἶδαν καὶ ψηλάφησαν, ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, καὶ πῶς εἰσῆλθε κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, ἐὰν δὲν ἦταν Θεός; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, ποιὸς ἔφαγε στὴν λίμνη τῆς Τιβεριάδος, κι ἂν δὲν ἦταν Θεός, πῶς μὲ κέλευσμα γέμισε τὸ δίχτυ; Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἄγγελοι ποιὸν εἶδαν, ὅταν ἀναλήφθηκε, κι ἂν δὲν ἦταν Θεός, ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ ποιὸν προσκύνησαν;

Ἐὰν δὲν ἦταν σάρκα, ψεύτικη ἦταν ἡ σωτηρία μας, πού θεμέλιο εἶχε τὸ ὅτι ὁ Θεὸς γεννήθηκε ἄνθρωπος ἀπὸ γυναίκα, τὴν ἄχραντη καὶ ἀειπάρθενο Μαρία. Αὐτὸς εἶναι ὁ μονογενὴς Υἷος τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγος, ὁ ἐρχόμενος στὸν κόσμο. Τὸν ἴδιον ὁμολογῶ Θεὸ τέλειο καὶ τέλειο ἄνθρωπο· μὲ δύο φύσεις ἑνωμένες σὲ μία ὑπόσταση, πού γνωρίζεται δίχως διαίρεση καὶ δίχως σύγχιση τῶν φύσεων. Αὐτὸς θεώρησε ἄξιο νὰ σαρκωθεῖ, δίχως τροπὴ τῆς θείας Του φύσεως, ἀπὸ τὴν Θεοτόκο Παρθένο, ἡ ὁποία εἶχε προκαθαρθεῖ κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μὲ τὴν ἐνέργεια

τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Χρημάτισε ἄνθρωπος μετὰ ἀπὸ πρόσληψη σώματος, καὶ γενόμενος αὐτὸ πού δὲν ἦταν, καὶ μένοντας αὐτὸ πού ἦταν, τέλειος καὶ στὰ δύο, ἦταν ἐπίγειος καὶ οὐράνιος· πρόσκαιρος καὶ ἀθάνατος· ἄναρχος καὶ ὑποκείμενος στὸν χρόνο· παθητὸς καὶ ἀπαθής· Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, ἕνας συγκείμενος ἀπὸ δύο τέλειες φύσεις καὶ γνωριζόμενος ὡς μία ἀπὸ τρεῖς ὑποστάσεις, οἱ ὁποῖες εἶναι μία οὐσία, μία δύναμη, μία θεότητα.

Ἔτσι, φώναξε ὁ Πατέρας ἀπό τούς οὐρανούς: «αὐτὸς εἶναι ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στὸν ὁποῖον εὐδόκησα, αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε». Τὴν φωνὴ αὐτὴ σὰν ἄκουσαν οἱ μαθητές, ἔπεσαν μὲ τὸ πρόσωπο στὴν γῆ. Καὶ λέει πρὸς αὐτοὺς Αὐτὸς πού ἔλαβε τὴν μαρτυρία τοῦ Πατέρα: «Σηκωθεῖτε καὶ μὴ φοβᾶσθε». Τοὺς παρήγγειλε δὲ τὸ ἑξῆς: «Μὴ πεῖτε σὲ κανένα τὸ ὅραμα, ἕως ὅτου ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἀναστηθεῖ ἀπό τούς νεκρούς.

Σ’ Αὐτὸν ἁρμόζει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα Του καὶ τὸ Πανάγιο καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες. Ἀμήν!

Ὁμιλία εἰς τὴν Θείαν Μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ

Ὁμιλία εἰς τὴν Θείαν Μεταμόρφωσιν τοῦ
Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ

Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς

Ὅπου καί ἀπόδειξη ὅτι, ἄν καί εἶναι ἄκτιστο τό κατ᾽ αὐτήν θειότατο φῶς, ὅμως δέν εἶναι οὐσία τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Προφήτης Ἠσαΐας προεῖπε γιά τό εὐαγγέλιο ὅτι «λόγο συντετμημένο θά δώσει ὁ Κύριος ἐπί τῆς γῆς» (Ἠσ. 10, 25). Συντετμημένος λόγος εἶναι ἐκεῖνος, πού μέσα σέ λίγες λέξεις περικλείει πλούσιο νόημα. Ἄς ἐπανεξετάσουμε λοιπόν σήμερα ὅσα ἔχουμε ἐκθέσει κι ἄς προσθέσουμε ὅσα ὑπολείπονται, γιά νά ἐμφορηθοῦμε ἀκόμη περισσότερο ἀπό τά ἐναποκείμενα ἄφθαρτα νοήματα καί ὁλόκληροι νά καταληφθοῦμε ἀπό τά θεῖα.

«Τόν καιρό ἐκεῖνο παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τόν Πέτρο, τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη καί τούς ἀνεβάζει σέ ὄρος ὑψηλό κατ᾽ ἰδίαν. Ἐκεῖ μεταμορφώθηκε ἐνώπιόν τους καί ἔλαμψε τό πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος» (Ματθ. 17, 1). Ἰδού τώρα εἶναι καιρός εὐπρόσδεκτος, σήμερα ἡμέρα σωτηρίας, ἀδελφοί, ἡμέρα θεία, νέα καί ἀΐδιος, πού δέν μετρεῖται μέ διαστήματα, δέν αὐξομειώνεται, δέν διακόπτεται ἀπό νύκτα. Διότι εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ Ἥλιου τῆς δικαιοσύνης, ὁ ὁποῖος δέν ὑφίσταται ἀλλοίωση ἤ σκιά ἕνεκα μετατροπῆς» (Ἰακ. 1, 7). Αὐτός, ἀφ᾽ ὅτου φιλανθρώπως ἔλαμψε σέ μᾶς μέ εὐδοκία τοῦ Πατρός καί συνεργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μᾶς ἐξήγαγε ἀπό τό σκοτάδι στό θαυμαστό του φῶς, συνεχίζει γιά πάντα νά λάμπει πάνω ἀπό τά κεφάλια μας ὡς ἄδυτος ἥλιος.

Ἐπειδή, λοιπόν, εἶναι δικαιοσύνης καί ἀλήθειας ἥλιος, δέν ἀνέχεται νά φέγγει καί νά γνωρίζεται ἀπό αὐτούς πού μετέρχονται τό ψεῦδος ἤ ὑψώνουν τήν ἀδικία μέ λόγια ἤ τήν ἐπιδεικνύουν μέ ἔργα. Ἀλλά ἐμφανίζεται καί γίνεται πιστευτός ἀπό τούς ἐργάτες τῆς δικαιοσύνης καί τούς ἐραστές τῆς ἀλήθειας καί αὐτούς εὐφραίνει μέ τίς λάμψεις Του. Αὐτό εἶναι πού λέει ἡ Γραφή «Φῶς ἀνέτειλε γιά τόν δίκαιο καί ἡ σύζυγός του εὐφροσύνη» (Ψαλμ. 96, 12). Γι᾽ αὐτό καί ὁ ψαλμωδός προφήτης ἄδει πρός τόν Θεό: «Τό Θαβώρ καί ὁ Ἑρμών θά ἀγαλλιάσουν στό ὄνομά σου» (Ψαλμ. 88, 12), προαναγγέλλοντας τήν εὐφροσύνη πού προκλήθηκε ἀργότερα στό ὄρος ἀπό τήν ἔλλαμψη ἐκείνη σ᾽ αὐτούς πού τήν εἶδαν. Ὁ δέ Ἠσαΐας λέει: «λύσε κάθε δεσμό ἀδικίας, διάλυσε τούς κόμπους βιαίων συνθηκῶν, κάθε ἄδικη συμφωνία ἀναίρεσε» (Ἠσ. 58, 6). Καί κατόπιν: «Τότε θά ξεχυθεῖ σάν τήν αὐγή τό φῶς σου καί τά ἰάματά σου γρήγορα θά ἀνατείλουν, θά πορεύεται ἐνώπιόν σου ἡ δικαιοσύνη σου καί ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ θά σέ προστατεύει» (Ἠσ. 58, 8).

Καί πάλι, «ἐάν ἀφαιρέσεις ἀπό σένα δεσμό καί χειρονομία καταδικαστική καί κακολογία, καί δώσεις στόν πεινασμένο ἄρτο μέ τήν ψυχή σου καί χορτάσεις ψυχή ταπεινωμένη, τότε θά ἀνατείλει μέσα ἀπό τό σκοτάδι τό φῶς σου καί τό σκοτάδι σου θά γίνει σάν μεσημέρι» (Ἠσ. 58, 9). Πράγματι, τούς καθιστᾶ κι αὐτούς ἄλλους ἥλιους, πάνω στούς ὁποίους ὁ ἥλιος αὐτός θά λάμψει ἀπλέτως· «διότι θά λάμψουν καί οἱ δίκαιοι ὅπως ὁ ἥλιος στήν βασιλεία τοῦ Πατρός τους» (Ματθ. 13, 43).

Ἄς ἀποβάλλουμε λοιπόν, ἀδελφοί, τά ἔργα τοῦ σκότους, κι ἄς ἐργαζόμαστε τά ἔργα τοῦ φωτός, ὥστε ὄχι μόνο νά βαδίσουμε εὐσχημόνως σάν σέ τέτοια ἡμέρα, ἀλλά καί ἡμέρας υἱοί νά γίνουμε. Καί ἄς ἀνεβοῦμε στό ὄρος, ὅπου ὁ Χριστός ἔλαμψε, γιά νά δοῦμε τί συνέβη ἐκεῖ. Ἤ μᾶλλον, ἐάν εἴμαστε ὅπως πρέπει καί ἔχουμε γίνει ἄξιοι τέτοιας ἡμέρας, ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ θά μᾶς ἀνεβάσει στόν κατάλληλο καιρό. Τώρα ὅμως, παρακαλῶ, ἐντείνετε καί ἀνυψῶστε τούς ὀφθαλμούς τῆς διάνοιας πρός τό φῶς τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ἕως ὅτου μεταμορφωθεῖτε μέ τήν ἀνακαίνιση τοῦ νοῦ σας καί ἔτσι ἀποκτώντας τήν θεία αἴγλη ἀπό ψηλά, νά γίνετε σύμμορφοι μέ τό ὁμοίωμα τῆς δόξας τοῦ Κυρίου (Φιλ. 3, 21), τοῦ ὁποίου τό πρόσωπο ἐπάνω στό ὄρος ἔλαμψε σήμερα σάν τόν ἥλιο.

Τί σημαίνει «σάν τόν ἥλιο;» Κάποτε τό ἡλιακό φῶς δέν ὑπῆρχε σάν σέ σκεῦος στόν δίσκο τοῦτο. Τό μέν φῶς εἶναι πρωτογεννημένο, τόν δέ δίσκο τήν τετάρτη ἡμέρα δημιούργησε ὁ Κτίστης τῶν πάντων, ἀνάβοντας σ᾽ αὐτόν τό φῶς καί κάμνοντάς τον ἄστρο πού φέρνει τήν ἡμέρα καί συγχρόνως φαίνεται τήν ἡμέρα. Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί τό φῶς τῆς θεότητας κάποτε δέν βρισκόταν σάν σέ σκεῦος στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνο μέν εἶναι πρίν ἀπό κάθε ἀρχή καί δίχως ἀρχή. Τοῦτο δέ τό πρόσλημμα, τό ὁποῖο ἔλαβε ἀπό μᾶς ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, δημιουργήθηκε γιά χάρη μας στούς ὕστερους χρόνους, λαμβάνοντας ἐντός του τό πλήρωμα τῆς θεότητας. Ἔτσι ἐμφανίσθηκε φωστήρας θεοποιός καί συνάμα θεοφεγγής. Ἔτσι ἔλαμψε τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὅπως ὁ ἥλιος, τά δέ ἱμάτιά Του ἔγιναν λευκά ὅπως τό φῶς. Ὁ δέ Μᾶρκος λέει «στιλπνά καί λευκά πολύ σάν χιόνι, τέτοια πού δέν μπορεῖ νά λευκάνει γναφέας ἐπί τῆς γῆς» (Μαρκ. 9, 3).

Λαμπρύνθηκε, λοιπόν, μέ τό ἴδιο φῶς καί τό προσκυνητό ἐκεῖνο σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί τά ἱμάτια, ἀλλ᾽ ὄχι ἐξίσου. Διότι τό μέν πρόσωπό Του σάν τόν ἥλιο ἔλαμψε, τά δέ ἱμάτια, ἐφόσον ἄγγιζαν τό σῶμα Του, ἔγιναν φωτεινά. Καί ἔδειξε μέ αὐτό ποιές εἶναι οἱ στολές τῆς δόξας, πού θά ἐνδυθοῦν κατά τόν μέλλοντα αἰῶνα ὅσοι πλησίασαν τόν Θεό, καί ποιά εἶναι τά ἐνδύματα τῆς ἀναμαρτησίας, τά ὁποῖα ὅταν ἀπέβαλε ὁ Ἀδάμ λόγῳ τῆς παραβάσεως, φαινόταν γυμνός καί αἰσθανόταν ντροπή. Ὁ μέν θεῖος Λουκᾶς λέει: «Ἔγινε ἡ μορφή Του διαφορετική καί ἡ ἐνδυμασία Του λευκή καί ἀπαστράπτουσα», βλέποντας ὅτι ὅλα τά ἐκεῖ τελούμενα δέν ἔχουν κάτι ἀντίστοιχο νά συγκριθοῦν. Ὁ δέ Μᾶρκος εἰκονίζει μέν τά ἱμάτια, λέγοντας ὅμως ὅτι εἶναι στιλπνά καί λευκά σάν χιόνι ἔδειξε καί αὐτός ὅτι οἱ εἰκόνες καί τά παραδείγματα ὑστεροῦν ἔναντι τῆς θέας τῶν ἱματίων ἐκείνων. Διότι τό χιόνι εἶναι μέν λευκό, ἀλλ᾽ ὄχι στιλπνό. Ἔχει πάντα ἀνώμαλη ἐπιφάνεια, ἐφόσον ὅλο ἀποτελεῖται ἀπό μικρές φυσαλίδες λόγῳ τῆς μίξεως τοῦ ἐνυπάρχοντος σ᾽ αὐτό ἀέρα. Ὅταν δηλαδή τό σύννεφο δέν ἔχει ἀκόμη συσταθεῖ τελείως καί δέν μπορεῖ νά ἀποβάλει τόν ἐνυπάρχοντα ἀέρα, πήζει ἀπό τήν σφοδρότητα τοῦ ψύχους καί ἔτσι κατέρχεται γεμᾶτο ἀέρα, λευκό καί ἀνώμαλο, ὅπως περίπου ὁ ἀφρός.

Ἐπειδή, λοιπόν, δέν ἀρκοῦσε τό λευκό τοῦ χιονιοῦ, γιά νά παραστήσει τήν τερπνότητα τῆς θέας ἐκείνης, συμπεριλήφθηκε καί τό στιλπνό, δείχνοντας καί μ᾽ αὐτά ὁ εὐαγγελιστής τήν ὑπερφυῆ φύση τοῦ φωτός ἐκείνου, μέ τό ὁποῖο τά ἱμάτια ἐκεῖνα ἔγιναν στιλπνά καί λευκά. Πράγματι, δέν εἶναι ἰδιότητα τοῦ φωτός νά καθιστᾶ λευκά καί στιλπνά αὐτά πού φωτίζει, ἀλλά νά δείχνει τό χρῶμα τους. Ἀντιθέτως, ἐκεῖνο, καθώς φαίνεται, τά ἀποκάλυψε ἤ μᾶλλον τά ἀλλοίωσε, πρᾶγμα πού δέν συνιστᾶ ἰδιότητα αἰσθητοῦ φωτός. Τό δέ ἀκόμη παραδοξότερο, ὅτι καί ὅταν τά ἀλλοίωσε, τά διατήρησε πάλι ἀναλλοίωτα, ὅπως φάνηκε λίγο ἀργότερα. Πῶς νά τά ἐνεργεῖ αὐτά φῶς γνώριμο σέ μᾶς; Γι᾽ αὐτό ὁ εὐαγγελιστής θέλοντας νά δείξει ὑπερφυῆ ὄχι μόνο τήν ὑπεροχική λαμπρότητα καί ὀμορφιά τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου, ἀλλά καί τήν ὡραιότητα τῶν ἐνδυμάτων, παραμέρισε μέ τρόπο τήν φυσική ὡραιότητα συνάπτοντας τήν στιλπνότητα μέ τό λευκό τοῦ χιονιοῦ. Ἐπειδή ὅμως καί ἡ τέχνη μαζί μέ τήν φύση ἐπινοεῖ τό ὡραῖο, θέτοντας ἐκείνη τήν ὀμορφιά πάνω ἀπό τεχνητούς ὡραϊσμούς, ἀναφέρει: «τέτοια, πού δέν μπορεῖ νά λευκάνει γναφέας ἐπάνω στήν γῆ».

Ἀλλ᾽ ὅμως ὁ προαιώνιος Λόγος, πού σαρκώθηκε γιά μᾶς, ἡ ἐνυπόστατη σοφία τοῦ Πατρός, φέρει ὁπωσδήποτε μέσα Του καί τόν λόγο τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος· τοῦ ὁποίου τό γράμμα εἶναι σάν ἐνδυμασία· λευκό καί σαφές, συνάμα δέ στιλπνό καί λαμπρό καί σάν μαργαριτάρι, μᾶλλον δέ θεοπρεπές καί ἔνθεο γι᾽ αὐτούς πού βλέπουν πνευματικά τά τοῦ Πνεύματος καί ἑρμηνεύουν θεοπρεπῶς τίς λέξεις τῶν κειμένων καί δείχνουν ὅτι τά λόγια τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος εἶναι τέτοια, πού γναφέας ἐπάνω στήν γῆ, δηλαδή σοφός τοῦ κόσμου τούτου, δέν μπορεῖ νά διασαφήσει. Καί τί λέω νά διασαφήσει; Δέν μπορεῖ νά τά κατανοήσει, οὔτε ὅταν τά ἑξηγεῖ ἄλλος. Διότι, καθώς λέει ὁ ἀπόστολος, «ψυχικός ἄνθρωπος δέν δέχεται τά τοῦ Πνεύματος, οὔτε μπορεῖ νά τά γνωρίσει» (Α’ Κορ. 2, 14). Γι᾽ αὐτό καί ἐσφαλμένως θεωρεῖ αἰσθητές τίς ἀσύλληπτες καί θεῖες καί πνευματικές ἐλλάμψεις, «ἐρευνώντας πράγματα πού δέν εἶδε, μάταια ὑπερυφανευόμενος μέ τόν ὑποδουλωμένο στήν ἁμαρτία νοῦ του» (Κολ. 2, 18).

Ἀλλ᾽ ὁ Πέτρος, πού ὁ νοῦς του φωτίσθηκε ἀπό τήν θεσπέσια ἐκείνη θέα καί ἀνυψώθηκε πρός θεῖο ἔρωτα καί πόθο μεγαλύτερο, μή θέλοντας πλέον νά ἀποχωρισθεῖ τό φῶς ἐκεῖνο, «καλό εἶναι νά εἴμαστε ἐδῶ», ἔλεγε στόν Κύριο, «ἄν θέλεις, ἄς κατασκευάσουμε ἐδῶ τρεῖς σκηνές, μία γιά σένα, μία γιά τόν Μωϋσῆ καί μία γιά τόν Ἠλία», μή γνωρίζοντας τί λέει. Διότι, βέβαια, δέν εἶχε φθάσει ὁ καιρός τῆς ἀποκαταστάσεως. Ὅταν ἔλθει ὁ καιρός, δέν θά χρειασθοῦμε σκηνές χειροποίητες. Πέρα ἀπό αὐτό, δέν ἔπρεπε νά ἐξισώνει τόν Δεσπότη μέ τούς δούλους μέ τήν ὁμοιότητα τῶν σκηνῶν. Ὁ μέν Χριστός ὡς Υἱός γνήσιος στούς κόλπους τοῦ Πατρός βρίσκεται, οἱ δέ προφῆτες ὡς υἱοί γνήσιοι τοῦ Ἀβραάμ στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ ὅπως πρέπει θά κατοικήσουν.

Καθώς λοιπόν ὁ Πέτρος στήν ἄγνοιά του ἔλεγε αὐτά, «ἰδού, νεφέλη φωτεινή τούς ἐπισκίασε», διακόπτοντας τούς λόγους τοῦ Πέτρου καί δείχνοντας ποιά εἶναι ἡ σκηνή πού ἁρμόζει στόν Χριστό. Τί ἦταν ὅμως αὐτή ἡ νεφέλη καί πῶς, ἐνῶ ἦταν φωτεινή, τούς ἐπισκίασε; Μήπως εἶναι αὐτή τό ἀπρόσιτο φῶς, στό ὁποῖο ὁ Θεός κατοικεῖ, τό φῶς πού ἐνδύεται σάν ἱμάτιο; Διότι λέει: «αὐτός πού καθιστᾶ τά σύννεφα ἄμαξά Του» (103, 4) καί «ἔθεσε τό σκότος περικάλυμμά Του σάν κυκλική σκηνή» (Ψαλμ. 17, 13), ἐνῶ ὁ ἀπόστολος λέει: «εἶναι ὁ μόνος πού ἔχει ἀθανασία καί κατοικεῖ σέ φῶς ἀπρόσιτο» (Α’ Τιμ. 6, 16). Ὥστε τό ἴδιο εἶναι ἐδῶ καί φῶς καί σκότος, πού ἐπισκιάζει ἀπό ἀσύγκριτη λαμπρότητα.

Ἀλλά καί αὐτό, πού λίγο πρίν εἶδαν τά μάτια τῶν ἀποστόλων, χαρακτηρίζεται ὡς ἀπρόσιτο ἀπό τούς ἱερούς θεολόγους. «Σήμερα εἶναι φωτός ἀπροσίτου ἄβυσσος. Σήμερα φωτίζει τούς ἀποστόλους ἀπεριόριστη ἔκχυση θείας αἴγλης στό Θαβώρ». Καί ὁ μέγας Διονύσιος ἀποκαλώντας γνόφο τό ἀπρόσιτο φῶς, ὅπου λέγεται ὅτι κατοικεῖ ὁ Θεός λέει ὅτι «σ᾽ αὐτόν τόν γνόφο εἰσέρχεται ὅποιος ἀξιώνεται νά γνωρίσει καί νά δεῖ τόν Θεό». Ἑπομένως τό ἴδιο φῶς ἦταν αὐτό πού πρωτύτερα ἔβλεπαν νά λάμπει ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου οἱ ἀπόστολοι καί ἡ φωτεινή νεφέλη πού κατόπιν ἐπισκίασε. Ἀλλά στήν ἀρχή ἐπειδή ἔλαμπε μετριότερα, ἐπέτρεπε τήν ὅραση. Ὅταν ὅμως διαχύθηκε μέ πολύ μεγαλύτερη ἔνταση, ἦταν γι᾽ αὐτούς ἀόρατο λόγῳ τῆς ἀσύγκριτης λαμπρότητας. Καί ἔτσι ἐπισκίασε τήν πηγή τοῦ θείου καί ἀεννάου φωτός, τόν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης Χριστό. Ἄλλωστε, καί στόν αἰσθητό ἥλιο τό ἴδιο φῶς καί τήν ὅραση παρέχει μέσω τῆς ἀκτίνας καί ἀφαιρεῖ πάλι τήν ὅραση, ὅταν κατάματα τόν κοιτάξει κανείς, διότι ἡ λαμπρότητά του εἶναι ὑπεράνω τῆς δυνατότητας τῶν ὀφθαλμῶν μας.

Ἀλλ᾽ ὁ μέν αἰσθητός ἥλιος φαίνεται ὅπως εἶναι ἐκ φύσεως καί ὄχι ὅπως θέλει, οὔτε μόνο σέ ὅποιους θέλει. Ὁ δέ ἥλιος τῆς ἀλήθειας καί τῆς δικαιοσύνης Χριστός, ἔχοντας ὄχι μόνο φύση καί φυσική λαμπρότητα καί δόξα, ἀλλά καί θέληση ἀνάλογη, φωτίζει προνοητικῶς καί σωτήρια μόνο ὅσους θέλει καί ὅσο θέλει. Ἔτσι θέλησε καί φάνηκε σάν ἥλιος ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων καί μάλιστα ὄχι ἀπό μεγάλη ἀπόσταση. Ἔπειτα ἔλαμψε πιό ἔντονα κατά τήν θέλησή Του καί ἀπό τήν ἀσύγκριτη φωτεινότητα ἔγινε ἀόρατος στά μάτια τῶν ἀποστόλων, σάν νά εἰσῆλθε σέ φωτεινή νεφέλη. Ἀλλά καί φωνή ἀκούσθηκε ἀπό τήν νεφέλη: «Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στόν ὁποῖον εὐδόκησα, Αὐτόν νά ἀκοῦτε». Ὅταν ὁ Κύριος βαπτίσθηκε στόν Ἰορδάνη, ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί καί ἡ ἴδια ἀκούσθηκε φωνή ἀπό τήν δόξα ἐκείνη ἀσφαλῶς, τήν ὁποία δόξα καί ὁ Στέφανος ἀργότερα ἐνατένισε, ὅταν ἄνοιξαν γι᾽ αὐτόν οἱ οὐρανοί καί καταλήφθηκε ἀπό τόν Πνεῦμα τό Ἅγιο. Τώρα ἀκούσθηκε ἀπό τήν νεφέλη, πού ἐπισκίασε τόν Ἰησοῦ. Ἑπομένως εἶναι αὐτή ἡ ἴδια ἡ ὑπερουράνια δόξα τοῦ Θεοῦ. Πῶς λοιπόν εἶναι αἰσθητό φῶς τό ὑπερουράνιο;

Δίδαξε δέ ἡ ἀπό τήν νεφέλη φωνή τοῦ Πατρός, ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τά πρό τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτήρα μας Ἰησου Χριστοῦ, οἱ νομοθεσίες, οἱ υἱοθεσίες, ἦταν ἀτελῆ καί δέν ἔγιναν οὔτε τελέσθηκαν σύμφωνα μέ προηγούμενο θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά παραχωρήθηκαν γιά τήν μέλλουσα αὐτή τοῦ Κυρίου παρουσία καί ἐπιφάνεια. Αὐτός λοιπόν εἶναι ἐκεῖνος, στόν ὁποῖο εὐδοκεῖ καί ἀναπαύεται καί εὐαρεστεῖται τέλεια ὁ Πατήρ, ὅπως σέ Υἱό ἀγαπητό. Γι᾽ αὐτό καί παραγγέλλει Αὐτόν νά ἀκοῦμε καί σ᾽ Αὐτόν νά πειθαρχοῦμε. Καί ὅταν λέει «εἰσέλθετε ἀπό τήν στενή πύλη, διότι εἶναι πλατειά καί ἄνετη ἡ ὁδός πού ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια, ἐνῶ στενή καί δύσβατη ἡ ὁδός πού ὁδηγεῖ στήν ζωή», Αὐτόν νά ἀκοῦτε. Κι ὅταν λέει πῶς τό φῶς αὐτό εἶναι βασιλεία τοῦ Θεοῦ, Αὐτόν νά ἀκοῦτε, σ᾽ Αὐτόν νά πιστεύετε καί τέτοιου φωτός νά καθιστᾶτε ἀξίους τούς ἑαυτούς σας.

Ὅταν λοιπόν φάνηκε ἡ φωτεινή νεφέλη καί ἤχησε ἀπό τήν νεφέλη ἡ πατρική φωνή, ἔπεσαν, λέει, μέ τό πρόσωπο στήν γῆ οἱ μαθητές· ὄχι ἐξ αἰτίας τῆς φωνῆς, ἀφοῦ καί ἄλλοτε πολλές φορές ἀκούσθηκε, ὄχι μόνο στόν Ἰορδάνη ἀλλά καί στά Ἱεροσόλυμα ὅταν πλησίαζε τό σωτήριο πάθος. Πράγματι, ὅταν ὁ Κύριος εἶπε «Πάτερ, δόξασε τό ὄνομά Σου» ἦλθε φωνή ἀπό τόν οὐρανό: «Τό ὄνομά μου τό δόξασα καί πάλι θά τό δοξάσω» (Ἰω. 12, 28), καί ὅλος μέν ὁ ὄχλος ἄκουσε, ἀλλά κανείς ἀπό αὐτούς δέν ἔπεσε. Ἐδῶ ὅμως ὄχι μόνο φωνή, ἀλλά καί φῶς ἀπεριόριστο συνάμα φάνηκε. Εὐλόγως, λοιπόν, κατάλαβαν οἱ θεοφόροι Πατέρες ὅτι γι᾽ αὐτόν τόν λόγο ἔπεσαν πρηνεῖς οἱ μαθητές, ὄχι γιά τήν φωνή, ἀλλά γιά τό παράξενο καί ὑπερφυές φῶς. Διότι καί πρίν φθάσει ἡ φωνή ἦσαν φοβισμένοι, ὅπως λέει ὁ Μᾶρκος, σαφῶς ἀπό τήν θεοφάνεια ἐκείνη.

Ὅμως, ὅταν μέ ὅλα αὐτά ἀποδεικνύεται ὅτι τό φῶς ἐκεῖνο εἶναι θεῖο καί ὑπερφυές καί ἄκτιστο, τί παθαίνουν πάλι αὐτοί πού ἐπιδίδονται μέ ὑπερβολικό ζῆλο στήν θύραθεν καί σαρκική παιδεία καί δέν μποροῦν νά γνωρίσουν τά τοῦ Πνεύματος; Κατρακυλοῦν σέ ἄλλο γκρεμό. Δέν τό ὀνομάζουν θεία δόξα, οὔτε βασιλεία Θεοῦ, οὔτε κάλλος, οὔτε χάρη, οὔτε λαμπρότητα, ὅπως ἀπό τόν Θεό καί τούς θεολόγους διδαχθήκαμε, ἀλλά ἰσχυρίζονται ὅτι τοῦτο εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο προηγουμένως ἔλεγαν ὅτι εἶναι αἰσθητό καί κτιστό. Ὁ δέ Κύριος στά εὐαγγέλια λέει πώς τούτη ἡ δόξα δέν εἶναι κοινή μόνο σ᾽ Αὐτόν καί τόν Πατέρα, ἀλλά καί στούς ἁγίους ἀγγέλους, καθώς γράφει ὁ θεῖος Λουκᾶς: «ὅποιος ντραπεῖ νά ὁμολογήσει ἐμένα καί τήν διδασκαλία μου στήν γενεά αὐτή, θά ντραπεῖ καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου γι αὐτόν, ὅταν ἔλθει μέσα στήν δόξα Του καί τήν δόξα τοῦ Πατρός καί τῶν ἁγίων ἀγγέλων» (Λουκ. 9, 26). Αὐτοί λοιπόν πού ἰσχυρίζονται πώς ἡ δόξα αὐτή εἶναι οὐσία, θά δεχθοῦν ὅτι αὐτή εἶναι κοινή οὐσία τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀγγέλων, πρᾶγμα πού ἀποτελεῖ ἐσχάτη ἀσέβεια.

Μάλιστα, ὄχι μόνο οἱ ἄγγελοι, ἀλλά καί οἱ ἅγιοι μεταξύ τῶν ἀνθρώπων μετέχουν σ᾽ αὐτή τήν δόξα καί βασιλεία. Ἀλλ᾽ ὁ μέν Πατήρ καί ὁ Υἱός μαζί μέ τό θεῖο Πνεῦμα ἔχουν φυσική τούτη τήν δόξα καί βασιλεία, οἱ δέ ἅγιοι ἄγγελοι καί ἄνθρωποι τήν ἀποκτοῦν κατά χάρη, δεχόμενοι ἀπό ἐκεῖ τήν ἔλλαμψη. Ἄλλωστε καί ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας, πού ἐμφανίσθηκαν μαζί Του σ᾽ αὐτή τήν δόξα, αὐτό ἀκριβῶς μᾶς παρέστησαν. Ὁ δέ Μωϋσῆς φάνηκε κοινωνός τῆς θεϊκῆς δόξας ὄχι μόνο τώρα ἐπάνω στό Θαβώρ, ἀλλά καί τότε πού τό πρόσωπό του δοξάσθηκε τόσο, ὥστε νά μή μποροῦν οἱ Ἰσμαηλῖτες νά τό ἀντικρύσουν. Τοῦτο δηλώνει καί αὐτός πού λέει ὅτι ὁ Μωϋσῆς δέχθηκε στό θνητό πρόσωπό του τήν ἀθάνατη δόξα τοῦ Πατρός. Καθώς καί ἐκεῖνος πού, ὅταν ὁ Εὐνόμιος χαρακτήριζε ἀμετάδοτη πρός τόν Υἱό τήν δόξα τοῦ Παντοκράτορα, τόν ἀντέκρουσε λέγοντας ὅτι, δέν θά ἀνεχόμουν τέτοιο λόγο, ἀκόμη κι ἄν ἀναφερόταν στόν Μωϋσῆ.

Κοινή, λοιπόν, καί μία εἶναι ἡ δόξα καί ἡ βασιλεία καί ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων Του. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ψαλμωδός προφήτης ψάλλει: «ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ μας θά εἶναι ἐπάνω μας» (Ψαλμ. 89, 19). Ἀλλά κανείς μέχρι τώρα δέν τόλμησε νά πεῖ ὅτι εἶναι μία καί κοινή ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων. Καί βέβαια κοινή φάνηκε τελευταῖα ἐπάνω στό ὄρος ἡ θεία λαμπρότητα τῆς θεότητας τοῦ Λόγου καί τῆς ἀνθρώπινης σάρκας. Ὅτι εἶναι ὅμως κοινή ἡ οὐσία τῆς θεότητας καί τῆς σάρκας, θά τό ἔλεγαν ὁ Εὐτυχής καί ὁ Διόσκορος καί ὄχι αὐτοί πού θέλουν νά εἶναι εὐσεβεῖς. Καί τήν μέν δόξα αὐτή καί λαμπρότητα, ὅπως καί τώρα τήν εἶδαν οἱ συνοδοιπόροι τοῦ Ἰησοῦ, ὅλοι θά τήν ἀντικρύσουν, ὅταν ὁ Κύριος φανεῖ νά λάμπει ἀπό ἀνατολή ἕως δύση. Κανείς ὅμως δέν στάθηκε στήν ὑπόσταση καί οὐσία τοῦ Θεοῦ καί εἶδε ἤ περιέγραψε τήν θεία φύση. Καί τό μέν θεῖο τοῦτο φῶς δίδεται μέ μέτρο καί ἐπιδέχεται τό μᾶλλον καί ἦττον μεριζόμενο δίχως νά διαιρεῖται, κατά τήν ἀξία αὐτῶν πού τό δέχονται. Ἡ ἀπόδειξη εἶναι κοντά. Τό μέν πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἔλαμψε πιό πολύ ἀπ᾽ τόν ἥλιο, τά δέ ἱμάτια ἔγιναν λαμπρά καί λευκά σάν χιόνι. Καί ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας στήν ἴδια θεάθηκαν δόξα, ἀλλά κανείς τους δέν ἄστραψε τότε σάν ἥλιος. Καί οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές μέρος τοῦ φωτός ἐκείνου εἶδαν, μέρος δέν μπόρεσαν νά ἀτενίσουν.

Ἔτσι λοιπόν μετρεῖται καί μερίζεται, δίχως νά διαιρεῖται, τό φῶς ἐκεῖνο καί ἐπιδέχεται αὐξομείωση. Καί ἕνα μέρος αὐτοῦ γνωρίζεται τώρα ἕνα μέρος ἀργότερα. Γι᾽ αὐτό καί ὁ θεῖος Παῦλος λέει: «τώρα κατά μέρος γνωρίζουμε καί κατά μέρος προφητεύουμε» (Α’ Κορ. 13, 9). Ὅμως τελείως ἀμέριστη καί ἀκατάληπτη εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καί καμμιά οὐσία δέν ἐπιδέχεται αὐξομειώσεις. Κατά τά ἄλλα, εἶναι γνώρισμα τῶν καταραμένων Μεσσαλιανῶν τό νά νομίζουν ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ γίνεται ὁρατή στούς κατ᾽ αὐτούς ἀξίους. Ἐμεῖς ὅμως ἀνατρέποντας καί τούς παλαιούς καί τούς σύγχρονους κακοδόξους καί πιστεύοντας, καθώς διδαχθήκαμε, ὅτι οἱ ἅγιοι βλέπουν καί κοινωνοῦν ὄχι τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά βασιλεία καί δόξα καί λαμπρότητα καί φῶς ἀπόρρητο καί θεία χάρη, ἄς ὁδεύσουμε πρός τήν λάμψη τοῦ φωτός τῆς χάριτος, γιά νά γνωρίσουμε καί νά θεωρήσουμε τρίφωτη Θεότητα, πού ἀκτινοβολεῖ ἑνιαία ἀπόρρητη αἴγλη ἀπό μία τρισυπόστατη φύση. Καί τά μάτια τοῦ νοῦ ἄς ἀνυψώσουμε πρός τόν Λόγο, πού εἶναι τώρα μέ τό σῶμα Του ἐγκατεστημένος πάνω ἀπό τίς οὐράνιες ἁψῖδες. Αὐτός, θεοπρεπῶς καθήμενος στά δεξιά τῆς μεγαλωσύνης, σάν ἀπό μακρυνό τόπο μᾶς στέλνει αὐτό τό μήνυμα: «ὅποιος θέλει νά παραστεῖ σ᾽ αὐτή τήν δόξα, ἄς μιμεῖται κατά τό δυνατόν καί ἄς πορεύεται τήν ὁδό καί τήν πολιτεία, τήν ὁποία ὑπέδειξα μέ τόν ἐπίγειο βίο μου».

Ἄς παρατηροῦμε, λοιπόν, μέ τούς ἐσωτερικούς ὀφθαλμούς τό μέγα τοῦτο θέαμα, τήν φύση μας νά ζεῖ αἰωνίως μέ τό ἄϋλο πῦρ τῆς θεότητος. Καί ἀφοῦ ἀποβάλουμε τούς δερμάτινους χιτῶνες, τούς ὁποίους φορέσαμε ἐξαιτίας τῆς παραβάσεως, τά γεώδη καί σαρκικά φρονήματα, ἄς σταθοῦμε σέ γῆ ἁγία, ἀναδεικνύοντας ὁ καθένας τήν δική του γῆ ἁγία διά τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἀνατάσεως πρός τό Θεό, ὥστε νά ἔχουμε παρρησία, ὅταν ἔρχεται ὁ Θεός μέσα σέ φῶς, καί προστρέχοντας νά φωτισθοῦμε καί φωτιζόμενοι νά ζήσουμε αἰωνίως μαζί Του πρός δόξα τῆς τρισήλιας καί μοναρχικωτάτης λαμπρότητας, τώρα καί πάντα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Στὴν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος

Στὴν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος

Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

Ἐμπρός, φίλοι μου, ἂς ἁπλώσουμε σήμερα χωρὶς δισταγμὸ τὸ χέρι στοὺς θησαυροὺς τοῦ Εὐαγγελίου, γιὰ νὰ ἀντλήσουμε ἀπὸ ἐκεῖ κατὰ τὴν συνήθειά μας πλοῦτο, πού ἄφθονα σὲ ὅλους διαμοιράζεται καὶ οὔτε στὸ ἐλάχιστο ποτὲ δὲν ξοδεύεται. Ἐλᾶτε, τὸν πάνσοφο καὶ πάλι ἂς ἀκολουθήσουμε, τὸν ὡραῖο ὁδηγό μας, τὸν Λουκᾶ, νὰ δοῦμε τὸν Χριστὸ νὰ ἀνεβαίνει σὲ ὄρος ὑψηλὸ καὶ τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη νὰ παίρνει μάρτυρες τῆς θεϊκῆς Μεταμορφώσεως. Διότι «πῆρε μαζί Του», λέει, «αὐτοὺς πού ἀποτελοῦσαν τὴν συντροφιὰ τοῦ Πέτρου καὶ σὲ ὄρος ὑψηλὸ ἀνέβηκε» ὁ Δεσπότης. Ὄρος ὑψηλό, στὸ ὁποῖο ἡ δυάδα Μωυσῆς καὶ Ἠλίας συζητοῦσε μὲ τὸν Χριστό.

Ὄρος ὑψηλό, ἐπάνω στὸ ὁποῖο ὁ Νόμος καὶ οἱ Προφῆτες συνομιλοῦσαν μὲ τὴν Χάρη. Ὄρος ὑψηλό: σ’ αὐτὸ ὁ Μωυσῆς, πού ἔγινε σφαγέας τοῦ ἀμνοῦ γιὰ τὸ πάσχα τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ ἔτσι μὲ τὸ αἷμα τὰ ἀνώφλια τῶν Ἑβραίων ράντισε.

Ὄρος ὑψηλό, σ’ αὐτὸ ὁ Ἠλίας, πού κοντὰ σ’ ἐκείνους τὸ βόδι εἶχε τεμαχίσει, τὴν θυσία τὴν περιχυμένη μὲ νερὸ εἶχε ἀφανίσει μὲ φωτιά. Ὄρος ὑψηλό, ὅπου ὁ Μωυσῆς, ὁ ἄνθρωπος πού ἄνοιξε καὶ ἔκλεισε τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας τὰ πολλὰ καὶ πάντοτε ἀξεχώριστα νερά. Ὄρος ὑψηλό, γιὰ νὰ μάθουν ὅσοι ἀνῆκαν στὸν κύκλο τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Ἰακώβου ὅτι Αὐτὸς εἶναι τὸ πρόσωπο, ἐμπρὸς στὸ ὁποῖο κάθε γόνατο θὰ λυγίσει τῶν ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων.

Βέβαια, ἀνέβηκε μόνο μὲ τρεῖς, δὲν τοὺς πῆρε ὅλους μαζί Του, δὲν τοὺς ἄφησε κάτω ὅλους, δὲν ἀπέκλεισε τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὴν φανέρωση τῆς δόξας Του, δὲν τοὺς ἔκρινε ὑποδεέστερους, ἀφοῦ, καθὼς εἶναι δίκαιος, μὲ δικαιοσύνη τὰ πάντα τακτοποιεῖ. Ἔχοντας ὅλους στὸν νοῦ Του, δὲν χωρίζει ἀπὸ τὴν μεταξύ τους ἀγάπη αὐτοὺς πού ἕνωσε. Ἀλλά, ἐπειδὴ δὲν ἦταν ἄξιος νὰ δεῖ τὸ θεϊκὸ πρόσωπο καὶ τὴν φοβερὴ ἐκείνη ὀπτασία ὁ Ἰούδας, ὁ μελλοντικὸς προδότης, γιὰ τοῦτο ὁ Κύριος καὶ τοὺς ἄλλους ἀφήνει, γιὰ νὰ ἀφήσει ὕστερα κι ἐκεῖνον, πού δὲν ἀφέθηκε μόνος, τελείως ἀναπολόγητο, καὶ τοὺς τρεῖς, σύμφωνα μὲ τὸν μωσαϊκὸ Νόμο, νὰ πάρει ἐπαρκεῖς μάρτυρες τῆς Μεταμορφώσεως. Αὐτοὶ ἐσωτερικά, ψυχικά, καὶ τοὺς ὑπόλοιπους ἔφεραν μαζί τους. Διότι λέει ὁ Ἴδιος: «Φύλαξέ τους, Πάτερ δίκαιε, γιὰ νὰ εἶναι καὶ αὐτοὶ ἕνα, ὅπως καὶ ἐμεῖς ἕνα εἴμαστε». Διότι, ἂν ἔβλεπε ὁ Ἰούδας σιμὰ στὸ ὅρος τὸν Ἀνδρέα, τὸν Θωμᾶ, τὸν Φίλιππο καὶ τοὺς ὑπόλοιπους νὰ βρίσκονται μαζί Του καὶ οὔτε νὰ γογγύζουν, νὰ μὴν ἀγανακτοῦν, νὰ μὴν κακολογοῦν, ἀλλά νὰ χαίρονται καὶ κοινὴ νὰ λογαριάζουν γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους καὶ τοὺς ἀπόντες τὴν χάρη ἀπὸ ψηλά, ἦταν ἀπὸ κάθε ἀπολογία στερημένος, ἀφοῦ ποτὲ γιὰ κανένα θαῦμα δὲν τὸν παρέβλεψε ὁ Χριστός. Ἀπεναντίας, καὶ τὸ κουτὶ τῶν συνεισφορῶν εἶχε, μόλο πού τὴν διάθεση τοῦ μύρου (ἀπὸ τὴν εὐγνώμονα Μαρία στὴν Βηθανία) χωρὶς λόγο ζήλευε, καὶ τὸν Διδάσκαλο στοὺς ἐχθροὺς τόλμησε νὰ προδώσει.

Τί λέει, λοιπόν, ὁ Εὐαγγελιστής; «Καὶ μεταμορφώθηκε ἐνώπιόν τους καὶ ἐμφανίστηκαν ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας νὰ συζητοῦν μαζί Του». Ἀλλά ὁ Πέτρος, σὰν θερμὸς πάντα γύρω ἀπὸ ὅλα τὰ θέματα, παρότι μὲ τὰ μάτια τῆς διάνοιας εἶδε κάποια στιγμὴ αὐτοὺς πού δὲν γνώριζε νὰ συνομιλοῦν μ’ Αὐτόν, ἐλάχιστα λογαριάζοντας τὸ θαῦμα, ὑπολογίζοντας ὄχι τὸν παράδοξο χαρακτήρα τῆς θείας ἐλλάμψεως, ὀνόμαζε ὡραῖο τὸν ἔρημο τόπο. Σκηνοποιὸς ἀπὸ ψαρᾶς νὰ γίνει ἤθελε, ἀφοῦ φώναζε στὸν Σωτήρα: «Ἂς κάνουμε τρεῖς σκηνές· μία γιὰ σένα, μία γιὰ τὸν Μωυσῆ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία» δίχως νὰ ξέρει τί λέει.

Ἀλλά, Πέτρο, κορυφαῖε καὶ πρῶτε στὴν χορεία τῶν Μαθητῶν, γιατί μὲ οὐτιδανὲς σκέψεις ἀπερίσκεπτα προτρέχεις καὶ μὲ συλλογισμοὺς ἀνθρώπινους μιλᾶς ὁλότελα εἰς βάρος τῶν θείων, θέλοντας νὰ στήσεις τρεῖς σκηνὲς σὲ ἐρημιά; Ὅμοια μὲ τῶν δούλων ἀξία καθορίζεις γιὰ τὸν Δεσπότη; Καὶ γιὰ τὸν Χριστὸ μία σκηνὴ καὶ γιὰ τοὺς δύο ἐξίσου βιάζεσαι νὰ φτιάξεις; Μήπως, λοιπόν, ἀπὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως Αὐτός, συνελήφθη ὁ Μωυσῆς; Μήπως παρθένος γέννησε τὸν Ἠλία, ὅπως Αὐτὸν ἡ Παναγία Παρθένος Μαρία; Μήπως ὡς ἔμβρυο μέσα ἀπὸ τὴν μήτρα τὸν ἀντιλήφθηκε ὁ Πρόδρομος; Μήπως ὁ οὐρανὸς ἔδωσε μήνυμα γιὰ τοῦ Ἠλία τὴν γέννηση, οἱ μάγοι προσκύνησαν τοῦ Μωυσῆ τὰ σπάργανα; Μήπως λοιπὸν ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας ἔκαμαν τόσα θαύματα ἤ ἀπὸ σπήλαιο ἀνθρώπινο ἔδιωξαν πονηρὰ πνεύματα; Ὁ Μωυσῆς, βέβαια, ὀργίστηκε κάποτε καί, σὰν χτύπησε τὸ πέλαγος μὲ ράβδο, τὸ διάβηκε· ὁ διδάσκαλός σου ὅμως Ἰησοῦς πάνω στὴν θάλασσα περπάτησε μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο καὶ βατὸν ἔκαμε τὸν βυθό. ὁ Ἠλίας μετὰ ἀπὸ ἱκεσία πλήθυνε τῆς χήρας τὸ ἀλεύρι καὶ τὸν γιὸ της ἀνέστησε ἀπό τούς νεκρούς, ἐνῶ Ἐκεῖνος μαθητὴ Του μέσα ἀπό τούς ψαράδες σὲ πῆρε καὶ μὲ λίγους ἄρτους χιλιάδες ἀνθρώπους χόρτασε καὶ τὸν Ἅδη ἄφησε γυμνὸν ἀπὸ ἅρματα καὶ ἅρπαξε αὐτοὺς πού, ἀφότου φάνηκαν ἄνθρωποι στὴν γῆ, ἤσαν παραδομένοι σὲ ὕπνο.

Γι’ αὐτό, Πέτρο, μὴ λὲς «ἂς φτιάξουμε ἐδῶ τρεῖς σκηνές», μήτε «ὄμορφα εἶναι ἐδῶ νὰ εἴμαστε», μήτε λόγο πού ἀναφέρεται σὲ κάτι ἀνθρώπινο ἡ μικροπρεπές, μήτε κάτι γήινο ἤ εὐτελές. Τὰ ἄνω νὰ σκέφτεσαι, τὰ ἄνω ν’ ἀναζητεῖς, καθὼς ὁ Παῦλος μήνυσε, ὄχι τὰ ἐπίγεια. Διότι πῶς εἶναι ὄμορφο νὰ βρισκόμαστε ἐμεῖς ἐδῶ, ὅπου ὁ Ὄφις κακομεταχειρίστηκε καὶ ἔβλαψε τὸν πρωτόπλαστο καὶ ἔτσι τὸν παράδεισο ἔκλεισε; Ὅπου τὸ ψωμὶ μὲ ἱδρῶτα τοῦ προσώπου του νὰ τρώει ἀκούσαμε; Ὅπου μάθαμε ὅτι εἰπώθηκε σ’ αὐτὸν νὰ στενάζει καὶ νὰ τρέμει γιὰ τὴν παρακοὴ τοῦ ἐπάνω στὴν γῆ; Ὅπου τὰ πάντα εἶναι σκιά; Ὅπου τὰ πάντα θὰ παρέλθουν καὶ θὰ χαθοῦν, σὲ χρόνο τόσο, ὅσο διαρκεῖ μιὰ ἁπλή κίνηση; Πῶς λοιπὸν τὸ νὰ βρισκόμαστε ἐδῶ εἶναι ὡραῖο; Ἐὰν ἐδῶ ὁ Χριστὸς ἤθελε νὰ μᾶς παρατήσει, γιατί πῆρε αἷμα καὶ σάρκα; Ἐὰν ἐδῶ ὁ Χριστὸς ἤθελε νὰ μᾶς ἐγκαταλείψει, γιατί ἔσκυψε στὸν πεσόντα ἄνθρωπο μὲ συγκατάβαση; γιατί αὐτὸν πού βρισκόταν χάμω ἀνέστησε;

Ἐὰν νομίζεις ὅτι εἶναι ὡραῖο νὰ εἴμαστε ἐπάνω στὴν γῆ, ματαίως ἔλαβες τὴν προσωνυμία «κλειδοῦχος τῶν οὐρανῶν». Σὲ ποιὰ περίπτωση, λοιπόν, μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθοῦν τῶν οὐρανῶν τὰ κλειδιά; Ἀφοῦ τὸ ὅρος τοῦτο ποθεῖς, παράτησε στὸ ἑξῆς τοὺς οὐρανούς. Ἂν σκηνὲς νὰ σηκώσεις θέλεις, μὴ συνεχίσεις νὰ εἶσαι τῆς Ἐκκλησίας θεμέλιος. Διότι μεταμορφώθηκε ὁ Χριστὸς ὄχι χωρὶς ἰδιαίτερο λόγο, ἀλλά γιὰ νὰ φανερώσει σ’ ἐμᾶς μέσ’ ἀπ’ τὰ πράγματα τὴν μεταμόρφωση, πού μέλλει νὰ ὑποστεῖ ἡ φύση μας, καὶ τὸν δεύτερο σωτήριο ἐρχομό Του, ὁ ὁποῖος θὰ γίνει πάνω στὶς νεφέλες, μέσα στὶς φωνὲς τῶν Ἀρχαγγέλων. Διότι ὁ Ἴδιος εἶναι πού τὸ φῶς σὰν πανωφόρι περιβάλλεται, καθὼς εἶναι κριτὴς ζωντανῶν καὶ νεκρῶν. Γι’ αὐτὸ ἐμφάνισε τὸν Μωυσῆ καὶ τὸν Ἠλία, γιὰ νὰ παρουσιάσει τὰ δείγματα τῶν ἀρχαίων προσώπων.

Καὶ τί λέει ὁ μεγάλος συγγραφέας; «Ἐνῶ ἀκόμη αὐτὸς μιλοῦσε, νά, νεφέλη φωτεινὴ ἀπὸ πάνω τους κάλυψε. Καὶ ἰδού, φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ λέει: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ὁ ὁποῖος ἔχει πλήρη τὴν εὐαρέσκειά μου. Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε». Ὅσο ἀκόμη, λέει ὁ Εὐαγγελιστής, ὁ Πέτρος μιλοῦσε, εἶπε ὡς ἀπάντηση στὰ λόγια του ὁ Πατήρ: «Γιατί, Πέτρο, λὲς ὅτι εἶναι ὄμορφα,
ἀφοῦ δὲν ξέρεις αὐτὸ πού λές; λησμόνησες τὸν ἑαυτό σου ἤ μήπως φθονεῖς τὸ γένος; Ἀκόμη δὲν ἔχεις παιδαγωγηθεῖ; Μέχρι τώρα δὲν ἀπέκτησες τὴν ἀσφαλῆ γνώση σχετικὰ μὲ τὴν υἱότητα, ἐσύ πού λές: «Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ». Τόσα θαύματα εἶδες καθαρά, γιὲ τοῦ Ἰωνᾶ, καὶ ἀκόμα εἶσαι Σίμων; Τῶν οὐρανῶν κλειδοῦχο σὲ τοποθέτησε καὶ τῆς θαλασσινῆς δουλειᾶς ἀκόμα τὸ ροῦχο δὲν πέταξες ἀπὸ πάνω σου; Ὁρῖστε, γιὰ τρίτη φορὰ ἀντιστέκεσαι στοῦ Σωτήρα τὸ θέλημα, δίχως νὰ ξέρεις αὐτὸ πού λές. Σοῦ εἶπε δηλαδή: «Πρέπει νὰ ὑποστῶ τὸ πάθος» καὶ λές: «Νὰ μὴ σοῦ συμβεῖ αὐτό». Εἶπε πάλι: «Ὅλοι θὰ σκανδαλισθεῖτε», καὶ λές: «Ἂν ὅλοι σκανδαλισθοῦν, ἐγώ δὲν θὰ σκανδαλισθῶ». Ὁρίστε, καὶ τώρα νὰ σηκώσεις θέλεις σκηνὴ γιὰ τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος μαζὶ μὲ μένα θεμελίωσε τὴν γῆ, ὁ Ὁποῖος μαζὶ μὲ μένα ἕνωσε ὑδάτινους ὄγκους σὲ σύνολο ὀργανικό, τὴν θάλασσα, καὶ τὸ στερέωμα κάρφωσε, στὸν αἰθέρα ἔδωσε φωτιά· καὶ μαζὶ μὲ μένα δημιούργησε ὅλα τὰ πρὶν ἀπὸ τὴν αἰσθητὴ κτίση· σκηνὴ γι’ Αὐτόν, πού γεννήθηκε ἀπὸ μένα, σκηνὴ γι’ Αὐτὸν πού ὑπάρχει μέσα σὲ μένα καὶ μαζί σας, σκηνὴ γιὰ τὸν χωρὶς πατέρα Ἀδάμ, σκηνὴ γιὰ τὸν χωρὶς μητέρα Θεό, σκηνὴ γι’ Αὐτὸν πού ἔκαμε δική του σκηνὴ διαλεγμένη, κοιλία παρθενική. Λοιπόν, ἐπειδὴ ἐσύ τρεῖς σκηνὲς θέλεις νὰ φτιάξεις, ἔχοντας ἄγνοια γι’ αὐτὸ πού λές, ἐγώ νεφέλη φωτεινὴ χρησιμοποίησα γιὰ σκηνή. Ἔτσι, ἔκρυψα τοὺς παρόντες καὶ λέω δυνατά: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στὸν ὁποῖο εὐδόκησα». Ὄχι ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας, ἀλλά Αὐτός· ὄχι ἐκεῖνος, ὄχι ὁ ἄλλος, ἀλλ’ Αὐτός, ἕνας και ἄν εἶναι ὁ Ἴδιος, ὁ ἐκλεκτός μου, Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε.

Τὸν Μωϋσῆ ἀνέδειξα δίκαιο, ἀλλά σ’ Αὐτὸν βρῆκα καθετὶ ἀρεστό. Τὸν Ἠλία τὸν πῆρα ἀπὸ τὴν γῆ, ἀλλ’ Αὐτὸν τὸν ἔστειλα ἀπὸ Παρθένο στὸν ἴδιο τὸν οὐρανό». Διότι κανείς, λέει ὁ Χριστός, δὲν ἀνέβηκε στὸν οὐρανό, παρεκτὸς ἀπ’ ἐκεῖνον πού ἀπ’ τὸν οὐρανὸ κατέβηκε. Ἀπὸ ἐκεῖ λοιπὸν πραγματοποίησε τὴν κάθοδό Του στὴν γῆ, ἐκεῖ ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ Του «ἐξῆλθε», ἔχοντας πάρει μορφὴ δούλου. Ἐὰν παρέμεινε αὐτὸ πού ἦταν καὶ δὲν ἔγινε ὅ,τι ἀκριβῶς εἴμαστε, ἂν δὲν ὑπέμεινε σταυρὸ γιὰ μᾶς μὲ σχῆμα ἀνθρώπινο καὶ δὲν ἐξαγόρασε μὲ τὸ δικό Του αἷμα τὸν κόσμο, τότε δὲν πραγματώνεται ἡ θεία Οἰκονομία καὶ ἀπομένουν ὅσα τὸν παλαιὸ καιρὸ εἶπαν οἱ Προφῆτες ἀβέβαια λόγια. «Ὅμως πᾶψε, Πέτρο, καὶ μὴν ἔχεις στὴν σκέψη σου ὅσα ταιριάζει σὲ ἀνθρώπους, ἀλλ’ αὐτὰ πού ἁρμόζουν στὸν Θεό. Διότι Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ὁ Ὁποῖος ἔχει τέλεια τὴν εὐαρέσκειά μου. Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε. Καθότι δύο φορὲς ἔχω ἐκφραστεῖ μὲ φωνή, πού μιλοῦσε γι’ Αὐτόν, τὴν μία πού εἶσθε παρόντες στὸ ὅρος αὐτό, τὴν ἄλλη παρόντος τοῦ Ἰωάννη στὸν Ἰορδάνη ποταμό».

Αὐτὴ τὴν φωνὴ θὰ παρουσιάσει ἀληθινὴ ὁ παλαιὸς Προφήτης, πού κήρυξε μεγαλόφωνα: «Τὸ Θαβὼρ καὶ τὸ Ἐρμονιήλ στὸ ὄνομά Σου θὰ ἀγαλλιάσουν». Ποιὸ ὄνομα; «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός». Διότι τοῦ χάρισε ὄνομα τρανότερο ἀπὸ κάθε ὄνομα. Ἀλλά τὸ δίχως ἄλλο θὰ πεῖς, ἀγαπητέ μου: «Τί σημαίνει, Τὸ Θαβὼρ καὶ τὸ Ἐρμονιήλ στὸ ὄνομά Σου θὰ νιώσουν ἀγαλλίαση»; Μάθε λοιπὸν καὶ ἀποτύπωσέ το στὴν σκέψη σου: Τὸ Θαβώρ, αὐτὸ εἶναι τὸ ὅρος, ὅπου θέλησε καὶ μεταμορφώθηκε ὁ Χριστὸς καὶ δόθηκε γι’ Αὐτὸν μαρτυρία ἀπὸ τὸν Πατέρα πώς εἶναι Υἱός Του, καθὼς πρὶν ἀπὸ λίγο ἀκούσατε. Τὸ Ἐρμονιήλ πάλι εἶναι ὅρος μικρό, ἀπὸ τὴν γῆ τοῦ Ἰορδάνη, ἀπ’ ὅπου ἔγινε ἡ ἀνάληψη τοῦ Ἠλία καὶ κοντὰ στὸ ὁποῖο, μὲς στὸ τρεχούμενο νερὸ τοῦ Ἰορδάνη, ἐπεθύμησε καὶ βαπτίστηκε ὁ Χριστός, καὶ τότε δόθηκε γι’ Αὐτὸν μαρτυρία ἀπὸ τὸν Πατέρα πώς εἶναι Υἱός Του. Σ’ αὐτὰ τὰ δύο ὄρη ὁ ἄχραντος Πατὴρ ἐπιβεβαιώνοντας τὴν υἱότητα, καὶ τότε καὶ τώρα γιὰ δεύτερη φορὰ λέει μὲ φωνὴ δυνατή: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στὸν Ὁποῖο εὐδόκησα, Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε. Διότι αὐτὸς πού Τὸν ἀκούει καὶ ἐμένα ἀκούει. Καὶ αὐτὸς πού θὰ ντραπεῖ γι’ Αὐτὸν καὶ γιὰ τὰ λόγια Του, καὶ ἐγώ θὰ ντραπῶ γι’ αὐτόν, ὅταν φανερωθῶ μὲς στὴν δόξα μου καθὼς καὶ οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι. Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε, χωρὶς προσποίηση, χωρὶς κακία, χωρὶς περιέργεια, μὲ πίστη ἀναζητώντας Τον, ἀλλά ὄχι θέλοντας μὲ γλωσσικὲς ἀπόπειρες νὰ ὁρίσετε τὰ μεγέθη Του, μὲ τὴν πίστη προχωρώντας στὸν χῶρο τοῦ ὑπέρλογου, ἀλλ’ ὄχι μὲ τὰ λόγια ἐπιχειρώντας νὰ βρεῖτε τὰ μέτρα τοῦ Λόγου». Διότι τώρα ὁ Παῦλος, ὁ δεινὸς ὁμιλητής, βάζοντας χαλινάρι στὸν περίεργο ἄνθρωπο καὶ τὰ πάντα διδάσκοντας χωρὶς δισταγμούς, κηρύττει μεγαλοφώνως: «Βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ! Πόσο ἀνεξερεύνητες εἶναι οἱ κρίσεις καὶ ἀποφάσεις Του καὶ πόσο ἀνεξιχνίαστοι οἱ δρόμοι, μέσα ἀπό τούς ὁποίους ἐνεργεῖ!»

Σὲ Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς ἀτελείωτους αἰῶνες. Ἀμήν.