Τῆ Η' τοῦ μηνός Σεπτεμβρίου, τό Γενέθλιον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας.
“Ἀποκάλυψον πρός Κύριον τήν ὁδόν σου καί ἔλπισον ἐπ’ αὐτόν, καί αὐτός ποιήσει.”
Φανέρωσε στόν Κύριο μέ ἐμπιστοσύνη τό δρόμο καί τίς ἐπιδιώξεις καί τίς ἀνάγκες τῆς ζωῆς σου καί ἔλπισε σ’ Ἀὐτόν καί Αὐτός θά κάνει ἐκεῖνα πού ζητᾶς καί χρειάζεσαι. Μ’ αὐτή τήν ἐμπιστοσύνη καί ἐλπίδα, ὁ Ἰωακείμ καί ἡ Ἄννα ἱκέτευαν προσευχόμενοι τό Θεό νά τούς χαρίσει παιδί, νά τό ἔχουν γλυκειά παρηγορία στά γεράματα τους. Καί τήν ἐλπίδα τους ὁ Θεός ἔκανε πραγματικότητα. Τούς χάρισε τήν παρθένο Μαριάμ, πού ἦταν ὁρισμένη νά γεννήσει τό Σωτήρα τοῦ κόσμου καί νά λάμψει σάν ἡ πιό εὐλογημένη μεταξύ τῶν γυναίκων.
Ἥταν ἐκείνη, ἀπό τήν ὁποία ἔμελλε νά προέλθει Αὐτός πού θά συνέτριβε τήν κεφαλή τοῦ νοητοῦ ὄφεως.
Στήν Παλαιά Διαθήκη δόθηκαν πολλές προτυπώσεις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Μία εἶναι καί ἡ βάτος τοῦ Σινᾶ, τήν ὁποία ἐνῶ εἶχαν περιζώσει φλόγες φωτιᾶς, αὐτή δέν καιγόταν. Ἧταν ἀπεικόνιση τῆς Παρθένου, πού θά γεννοῦσε τό Σωτῆρα Χριστό καί συγχρόνως θά διατηροῦσε τήν παρθενία της. Ἔτσι, ἡ Ἄννα καί ὁ Ἰωακείμ, πού ἦταν ἀπό τό γένος τοῦ Δαβίδ, μέ τήν κραταιά ἐλπίδα, πού εἶχαν στό Θεό ἀπέκτησαν ἀπ΄Αὐτόν τό ἐπιθυμητό δῶρο, πού θά συντροφεύει τόν κόσμο μέχρι συντελείας αἰώνων.
“Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τήν γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ σου”.
Τήν ἡμέρα αὐτή ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τήν Κοίμηση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί τήν εἰς οὐρανούς Μετάστασή της. Ἡ ἑορτή αὐτή εἶναι τό Πάσχα τοῦ Καλοκαιριοῦ, ὅπως τήν ἔχουν χαρακτηρίσει.
Κατά τή διήγηση τῶν Εὐαγγελιστῶν, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός πῆρε ἀπό τούς μαθητές του, τόν Πέτρο, τόν Ἰωάννη καί τόν Ἰάκωβο καί ἀνέβηκε στό ὄρος Θαβώρ γιά νά προσευχηθεῖ. Οἱ τρεῖς μαθητές Του, ὅπως ἦταν κουρασμένοι ἀπό τή δύσκολη ἀνάβαση στό Θαβώρ καί ἐνῶ κάθησαν νά ξεκουρασθοῦν, ἔπεσαν σέ βαθύ ὕπνο. Ὅταν ὅμως, ξύπνησαν, ἀντίκρυσαν ἀπροσδόκητο καί ἐξαίσιο θέαμα. Τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἄστραφτε σάν τόν ἥλιο, καί τά φορέματα Του ἦταν λευκά σάν τό φῶς. Τόν περιστοίχιζαν δέ καί συνομιλοῦσαν μαζί Του δυό ἄνδρες, ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας. Ἀφοῦ οἱ μαθητές συνῆλθαν κάπως ἀπό τήν ἔκπληξη, ὁ πάντα ἐνθουσιώδης, Πέτρος, θέλοντας νά διατηρηθεῖ αὐτή ἡ ἁγία μέθη πού προκαλοῦσε ἡ ἀκτινοβολία τοῦ Κυρίου, ἱκετευτικά εἶπε νά στήσουν τρεῖς σκηνές. Μία γιά τόν Κύριο, μία γιά τό Μωϋση καί μία γιά τόν Ἠλία. Πρίν προλάβει, ὅμως, νά τελειώσει τή φράση του, ἦλθε σύννεφο πού τούς σκέπασε καί μέσα ἀπ’αὐτό ἀκούστηκε φωνή πού ἔλεγε: “Οὖτος ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, αὐτοῦ ἀκούετε”. Δηλαδή, Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, πού τόν ἔστειλα γιά νά σωθεῖ ὁ κόσμος, Αὐτόν νά ἀκοῦτε. Ὀφείλουμε, λοιπόν, καί ἐμεῖς ὄχι μόνο νά Τόν ἀκοῦμε, ἀλλά καί νά Τόν ὑπακοῦμε. Σέ ὁποιοδήποτε δρόμο μᾶς φέρει, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά πειθαρχοῦμε.