Αφιέρωμα εις την εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου

Αφιέρωμα εις την εορτή
των Εισοδίων της Θεοτόκου

Του Λάμπρου Κ. Σκόντζου, Θεολόγου – Καθηγητού.

Η εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου είναι μια σημαντική θεομητορική εορτή, την οποία εορτάζουν με σεβασμό και λαμπρότητα οι ορθόδοξοι πιστοί σε όλο τον κόσμο. Καθιερώθηκε γύρω στον 6ο αιώνα στην Ιερουσαλήμ με βάση την αρχαία παράδοση της Εκκλησίας μας. Ο άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων (634-638) κάνει λόγο στα γραπτά του για την εορτή αυτή. Στην Κωνσταντινούπολη καθιερώθηκε γύρω στα τέλη του Ζ΄ ή τις αρχές του Η΄ αιώνα. Κατ’ αυτήν εορτάζεται το γεγονός της εισόδου της Παναγίας μας στο Ναό του Σολομώντος, όταν ήταν τριών ετών.

Βεβαίως δεν υπάρχουν βιβλικές μαρτυρίες για το γεγονός αυτό. Πληροφορίες αντλούμε από την παράδοση της Εκκλησίας μας, η οποία διέσωσε πάμπολλα γεγονότα, τα οποία δεν ιστορούνται στα Ιερά Ευαγγέλια. Επί τη ευκαιρία θα θέλαμε να τονίσουμε για μια ακόμα φορά πως τα Ευαγγέλια δεν είναι ιστορικά κείμενα με την αυστηρή έννοια του όρου, αλλά είναι κατά κύριο λόγο ιεραποστολικά κείμενα, τα οποία γράφηκαν για να εξυπηρετήσουν συγκεκριμένες ιεραποστολικές και ποιμαντικές ανάγκες της αρχαίας Εκκλησίας. Έτσι, λοιπόν, έμεινε έξω από τις ευαγγελικές διηγήσεις το μεγαλύτερο μέρος της επί γης παρουσίας του Κυρίου και της ζωής των άλλων ιερών προσώπων, που σχετίζονται με το έργο της σωτηρίας. Αντίθετα, μέρος αυτών των πληροφοριών διέσωσε η Ιερά Παράδοση, η οποία είναι, όπως γνωρίζουμε, ισόκυρη με την Αγία Γραφή.

Σύμφωνα, λοιπόν, με την Ιερά Παράδοση, οι γονείς της Θεοτόκου Ιωακείμ και Άννα ήταν άνθρωποι ευσεβείς και δίκαιοι. Ανήκαν στη μικρή εκείνη μερίδα των πιστών και ευσεβών Ιουδαίων, οι οποίοι περίμεναν εναγωνίως την έλευση του Μεσσία. Πάσχιζαν οι ευλαβείς αυτοί άνθρωποι να αποκτήσουν παιδιά, ελπίζοντας πως από τους απογόνους τους θα γεννιόταν ο Μεσσίας.

Οι γονείς της Θεοτόκου ζούσαν με την προσδοκία της τεκνογονίας, όμως δυστυχώς, ήταν άτεκνοι. Είκοσι ολόκληρα χρόνια επιχειρούσαν να τεκνοποιήσουν χωρίς αποτέλεσμα. Το όνειδος της ατεκνίας και η κατάσταση της μοναξιάς δημιουργούσαν στην ψυχή τους αφόρητη πικρία. Όμως δεν έχασαν την πίστη τους στο Θεό ούτε στιγμή. Είχαν την πεποίθηση πως ο Θεός είναι ο χορηγός όλων των αγαθών και κύρια της τεκνογονίας. Η ζωή τους κυλούσε με προσευχή, νηστεία και έντονη προσδοκία, ότι ο Θεός θα άκουγε τις ικεσίες τους και θα τους ελεούσε εν τέλει.

Πράγματι, ο Θεός εισάκουσε τις προσευχές τους. Άγγελος Κυρίου παρουσιάστηκε στην Αγία Άννα και της ανήγγειλε το ευχάριστο γεγονός, ότι θα γίνει μητέρα. Το γηραιό ζευγάρι απέκτησε επί τέλους κλήρα. Η ευσεβής γηραιά Άννα γέννησε ένα χαριτωμένο κορίτσι, το οποίο ονόμασαν Μαρία (εβραϊκά Μαριάμ), που σημαίνει Κυρία. Την ανέλπιστη χαρά τους εξέφρασαν με αίνους και ευχαριστίες στο Θεό. Θεώρησαν το νεογέννητο βρέφος ως δικό Του δώρο και γι’ αυτό, από την πρώτη στιγμή, το αφιέρωσαν με όλη τους την ψυχή σ’ Αυτόν

Η μικρή Μαρία από βρέφος ήταν στολισμένη με χάριτες και ιδιότητες λογικά ανεξήγητες. Φάνηκε από τότε πως ήταν ξεχωρισμένη από το Θεό να υπηρετήσει το σχέδιο της σωτηρίας του κόσμου. Η σύνεση, η πραότητα, η ταπείνωση και η υπακοή Της κατέπλησσε τους γονείς Της και τον κοινωνικό τους περίγυρο.

Όταν η Μαρία έγινε τριών ετών, οι ευσεβείς γονείς της αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν την υπόσχεσή τους προς το Θεό, να Του προσφέρουν ως δώρο την αγαπημένη τους θυγατέρα. Άλλωστε, όπως λέει η παράδοση, βρισκόταν σε τέτοια προχωρημένη ηλικία και οι δυο τους, ώστε δεν μπορούσαν πια να φροντίσουν τη μικρή Μαρία. Έτσι όδευσαν προς το Ναό του Κυρίου στην Ιερουσαλήμ. Εκεί συνάντησαν το συγγενή τους ιερέα Ζαχαρία, πατέρα του Ιωάννου του Προδρόμου, ο οποίος ήταν άτεκνος και αυτός ως τότε. Υπηρετούσε με φόβο Θεού το ιερό και προσευχόταν αδιάκοπα να τον ελεήσει ο Θεός και να αποκτήσει και αυτός παιδί με την αγαπημένη του σύζυγο Ελισάβετ.

Η άφιξή τους στον περικαλλή Ναό γέμισε την ψυχή τους με κατάνυξη και ευλάβεια. Πατούσαν τον ιερό χώρο, όπου η παρουσία του Κυρίου ήταν αισθητή. Οι Ιουδαίοι πίστευαν πως ο Ναός ήταν η κατοικία του Θεού και θρόνος του τα Άγια των Αγίων, γι’ αυτό το διαμέρισμα εκείνο θεωρείτο χώρος δέους και τρόμου. Κανένας δεν έμπαινε εκεί, παρά μονάχα ο αρχιερέας του έτους μια φορά το χρόνο, την ημέρα του Εξιλασμού, για να θυμιάσει, ανυπόδητος, ασκεπής και με ένα λιτό χιτώνα.

Ο ιερέας Ζαχαρίας τους υποδέχτηκε σε κάποια από τις μεγάλες πύλες της μεγάλης αυλής. Ο λαός δεν επιτρεπόταν να εισέλθει στο Ναό. Μόνο ο αρχιερέας, οι ιερείς και λευίτες εισέρχονταν στον πρόναο και τα Άγια, για να προσφέρουν τις καθιερωμένες από το Μωυσή θυσίες και να επιτελέσουν τις τελετουργίες. Ο λαός στεκόταν στην ευρύχωρη αυλή και στις απειράριθμες παρακείμενες στοές, όπου παρακολουθούσε τις θυσίες, τις προσευχές και τις άλλες διάφορες τελετές των ιερέων.

Με έκπληξη και θαυμασμό παρατήρησαν πως η μικρή Μαρία όχι μόνο δεν έφερε κάποια αντίσταση, όπως ήταν φυσικό, να αποχωριστεί τους γονείς της, αλλά με χαρά ακολούθησε τον σεβάσμιο Ζαχαρία στο Ναό του Κυρίου. Η χάρις του Θεού είχε σκεπάσει κάθε φυσική Της αντίδραση, την είχε καταστήσει ήδη πολύτιμο σκεύος εκλογής. Η παμπάλαια χριστιανική παράδοση αναφέρει πως ο γέρων Ζαχαρίας, κατά θείαν έμπνευση, οδήγησε τη Μαρία στα Άγια των Αγίων. Εκεί, στο ιερότατο, θεοσκότεινο και απρόσιτο διαμέρισμα του Ναού εισήλθε για να περάσει τα παιδικά Της χρόνια αμόλυντη από την ανθρώπινη αμαρτία, ως πολύτιμος θησαυρός σε ασφαλές θησαυροφυλάκιο!

Οι συνθήκες ζωής στο χώρο εκείνο ήταν λίαν δυσμενείς για ένα κοινό θνητό. Όπως είπαμε, βασίλευε πυκνό σκοτάδι και η είσοδος οποιουδήποτε ήταν αυστηρά απαγορευμένη, για τη χορήγηση τροφής. Όμως η μικρή Μαρία δεν ήταν μια οποιαδήποτε κοινή θνητή. Είχε κληθεί από τη γαστέρα της μητέρας Της να γίνει η μητέρα του Θεού. Ο αφιλόξενος χώρος του άδυτου του Ναού μεταβλήθηκε για χάρη Της σε παραδείσιο περιβάλλον. Ουράνιο άκτιστο φως, που μόνο Αυτή έβλεπε, φώτιζε άπλετα και εκτυφλωτικά το χώρο. Άγγελοι του Θεού βρίσκονταν αδιάκοπα κοντά Της και της κρατούσαν συντροφιά. Άλλοι άγγελοι της κουβαλούσαν μυστική ουράνια τροφή και άλλοι την υπηρετούσαν.

Αυτό κράτησε δώδεκα ολόκληρα χρόνια, μέχρι την ηλικία των δεκαπέντε χρόνων Της. Τότε ο Ζαχαρίας μαζί με άλλους σεβάσμιους και ευλαβείς ιερείς του Ναού αποφάσισαν να βγάλουν τη Μαρία από τα Άγια των Αγίων και να την οδηγήσουν στον κόσμο. Για προστασία την αρραβώνιασαν με τον ευσεβή και μεστό ηλικίας Ιωσήφ, ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, διατελούσε σε χηρεία και είχε την προστασία παιδιών του από την πρώτη γυναίκα του. Εγκαταστάθηκαν στην όμορφη και ήσυχη κώμη Ναζαρέτ, όπου εκεί λίγο καιρό αργότερα έγινε ο άγιος Ευαγγελισμός Της.

Η μεγάλη και παγκόσμια θεομητορική εορτή των Εισοδίων εορτάζεται λαμπρά από την Εκκλησία μας. Οι ιερές ακολουθίες έχουν πανηγυρικό χαρακτήρα. Μεγάλοι υμνογράφοι, όπως ο Γεώργιος Νικομηδίας, Λέων ο Μάγιστρος, Ιωσήφ ο Υμνογράφος, Σέργιος ο Αγιοπολίτης και ο Βασίλειος ο Πηγορίτης συνέθεσαν ύμνους μεγάλης ποιητικής και θεολογικής αξίας. «Χαίρει ο ουρανός και η γη τον ουρανόν τον νοητόν πορευόμενον ορώντες εις θείον οίκον ανατραφήναι σεπτώς» αναφέρει ένας ύμνος. Οι πιστοί κατακλύζουμε τους ναούς και τιμούμε την Αειπάρθενο, η Οποία έγινε αιτία της σωτηρίας μας και μας σκεπάζει κάτω από τις αέναες προσευχές Της στον Υιό Της και Σωτήρα μας Ιησού Χριστό.

ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΕΙΣΟΔΙΩΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Η Θεοτόκος είναι η αγιότερη ανθρώπινη ύπαρξη, η Οποία επιλέχτηκε από το Θεό ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλα κορίτσια, για να παίξει ρόλο πρωταγωνιστικό στη διαδικασία της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους και ολοκλήρου της δημιουργίας. Η θεία πανσοφία διείδε στο ιερότατο πρόσωπό Της την άκρα καθαρότητα και αγιότητα, η οποία ήταν απαραίτητη για να καταστεί μητέρα του απόλυτα αγίου Θεού.

Η εορτή των Εισοδίων έχει ως στόχο να μας διδάξει πολύ υψηλές έννοιες γύρω από την προσωπικότητα της Θεοτόκου. Να μας μυήσει στην ασύλληπτα βαθιά θεολογία γύρω από την ανεπανάληπτη συμβολή Της στην υλοποίηση του θείου σχεδίου της σωτηρίας του κόσμου.

Ο ιστορικός πυρήνας του γεγονότος των Εισοδίων ελάχιστα απασχολεί την Εκκλησία, όσο η θεολογική του σημασία. Κάποιοι υποστηρίζουν, πως, επειδή η πρώτη γραπτή μαρτυρία του γεγονότος αναφέρεται στο απόκρυφο «Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου», δεν θα πρέπει να θεωρείται αξιόπιστη. Για την ορθόδοξη θεολογία μας όμως αυτό καθ’ εαυτό το ιστορικό γεγονός έχει ελάχιστη σημασία σε σχέση με τη θεολογική και ηθική του σημασία.

Ο Ναός της Ιερουσαλήμ είναι εικόνα της Θεομήτορος. Είναι γνωστή η πίστη στην ιερότητα του Ναού από τους Ιουδαίους. Πίστευαν ότι μέσα σ’ αυτόν κατοικεί ο Θεός, γι’ αυτό ανέβαιναν στο λόφο Σιών, που ήταν κτισμένος με σεβασμό και τρόμο, σαν να προσεγγίζουν τον Ίδιο το Θεό. Η Κιβωτός της Διαθήκης θεωρείτο ο θρόνος του Θεού και η ορατή παρουσία Του στη γη. Ουδείς τολμούσε να προσεγγίσει στο διαμέρισμα του Ναού, που ονομαζόταν Άγια των Αγίων, παρά μόνο ο αρχιερέας του έτους, μια φορά το χρόνο, κατά την πένθιμη ημέρα του Εξιλασμού. Εισερχόταν ανυπόδητος στο φοβερό εκείνο χώρο, ντυμένος ένα λινό ποδήρη χιτώνα, για να θυμιάσει. Έκτοτε κανένας δεν τολμούσε να πλησιάσει εκεί.

Ο απλός λαός δεν επιτρεπόταν να εισέρχεται σε κανένα διαμέρισμα του Ναού, αλλά μόνο το ιερατείο στον πρόναο και τα Άγια. Οι προσκυνητές λαϊκοί στέκονταν στο τεράστιο προαύλιο και τις διάφορες παρακείμενες στοές, από όπου προσεύχονταν και παρακολουθούσαν τις τελετουργίες των ιερέων.

Η Παναγία μας είναι ο νοητός ναός του Θεού. Το ιερότατο νοητό τέμενος, μέσα στο οποίο καταδέχτηκε να οικήσει ο αιώνιος και άπειρος Θεός. Ο ιερός υμνογράφος της εορτής, θέλοντας να τονίσει αυτήν την καταπληκτική παρομοίωση, έγραψε πως η Θεοτόκος είναι, «Ο καθαρότατος ναός του Σωτήρος, η πολυτίμητος παστάς και παρθένος, το ιερόν θησαύρισμα της δόξης του Θεού». Αν θεωρείτο ιερός ο Ναός της Ιερουσαλήμ, στον οποίο υποτίθεται ότι κατοικούσε, σύμφωνα με την πίστη των Ιουδαίων, ο Θεός, ας σκεφτούμε πόσο πιο άγια και ιερή θα μπορούσε να θεωρείται η Θεοτόκος, η Οποία κράτησε πραγματικά στα πάναγνα σπλάχνα Της το σαρκωμένο Λόγο και τον έθρεψε από τα τίμια αίματά Της! Ο Ναός της Ιερουσαλήμ καταστράφηκε και αφανίστηκε από τους Ρωμαίους κατακτητές. Αντίθετα ο νοητός ναός του Θεού, η Παρθένος Μαρία, μένει στους αιώνες και απολαμβάνει ύψιστες τιμές από τους μυριάδες πιστούς όλων των εποχών.

Η είσοδος της Θεοτόκου στο Ναό της Ιερουσαλήμ θέλει να φανερώσει το ακατανόητο ύψος της αγνότητας και αγιότητάς Της. Μέσα στα απρόσιτα Άγια των Αγίων διαφυλάχτηκε η αγνότητά της και καλλιεργήθηκε η αγιότητά Της. Μόνο μέσα σε ένα τέτοιο ιερό χώρο μπορούσε να προφυλαχτεί η απαιτούμενη αγνότητά Της από την αφάνταστη αμαρτωλότητα του κόσμου. Μόνο η συνοίκηση με τους αγίους αγγέλους θα μπορούσε να καλλιεργήσει την αγιότητά Της. Η ανθρώπινη ανομία είχε τέτοια δύναμη και ορμή ώστε αν η Παρθένος Μαρία βρισκόταν στον κόσμο δε γνωρίζουμε αν θα μπορούσε να διατηρήσει το ύψος της αγιότητας που χρειαζόταν να δεχτεί τον απόλυτα άγιο Θεό στα σπλάχνα Της.

Στο πρόσωπο της Θεοτόκου έχουμε υπέρβαση της πεπτωκυίας ανθρωπίνης φύσεως και αποκατάσταση της πρότερης προπτωτικής. Αυτή γεννήθηκε βεβαίως με την πτωτική φύση, ως κληρονόμος της αμαρτίας των πρωτοπλάστων γεναρχών μας. Όμως η θεία χάρις σταδιακά την εξύψωνε από τη νηπιακή Της ηλικία μέχρι τον Ευαγγελισμό Της, οπότε με την επισκίαση του Αγίου Πνεύματος, καθαρίστηκε απόλυτα από το προπατορικό αμάρτημα και πήρε την προπτωτική αδιάφθορη φύση. Μόνο έτσι απαλλαγμένη από το άχθος της πτωτικής φύσεως και τη φθορά της αμαρτωλότητας, μπορούσε να επιτελέσει την υπέρτατη αποστολή Της. Οι ευσεβείς διηγήσεις περί της θαυμαστής διαμονής Της στο Ναό εκφράζουν ακριβώς αυτή την πίστη της προοδευτικής καθάρσεώς Της.

Η ευλογημένη είσοδος της Παρθένου Μαρίας στο Ναό αποτελεί την απαρχή της πραγματοποιήσεως της προαιώνιας βουλής του Τριαδικού Θεού για τη σωτηρία του κόσμου. Στην υμνολογία της μεγάλης εορτής ψάλλουμε πως «Σήμερον της ευδοκίας Θεού το προοίμιον και της των ανθρώπων σωτηρίας η προκήρυξις». Αποτελεί τη χαραυγή της λυτρώσεως του ανθρωπίνου γένους από τη δουλεία της αμαρτίας. Γι’ αυτό η Εκκλησία μας εορτάζει λαμπρά το γεγονός. Ως συνειδητοί πιστοί του Χριστού, είμαστε θερμοί και αέναοι τιμητές του ιερού προσώπου της Θεομήτορος, διότι η συμβολή Της στο έργο της σωτηρίας μας υπήρξε καθοριστικός. Με άκρατο ενθουσιασμό υμνούμε τη μεγάλη εορτή και γεραίρουμε τη Θεοτόκο, ψάλλοντας «εν ενί στόματι» μαζί με τον ιερό υμνογράφο της ημέρας «Χαίρε, της οικονομίας του Κτίστου η εκπλήρωσις»

Τα Εισόδια της Θεοτόκου, παράδειγμα ουσιαστικής επικοινωνίας

Τα Εισόδια της Θεοτόκου,
παράδειγμα ουσιαστικής επικοινωνίας

Δημήτριος Χοϊλούς, Δρ. Θεολογίας – Εκπαιδευτικός Μ.Ε.

Οι θεομητορικές εορτές αποτελούν υπόθεση χαράς για όλη την Εκκλησία. Η Παναγία της οποίας το πρόσωπο τιμάται με τις παραπάνω εορτές, είναι αυτή που δόξασε το ανθρώπινο γένος, αποδεχόμενη την πρόσκληση να γίνει άνθρωπος ο Θεός και να ανατείλει για όλους εμάς η περίοδος της σωτήριας.

Η εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου μας υπενθυμίζει πως η Παναγία αποτελεί το σημαντικό πρόσωπο στο έργο της σωτηρίας μας. Χωρίς την παρουσία της θα ήταν σχεδόν αδύνατη η επιστροφή μας στον παράδεισο.

Η παραπάνω θεομητορική εορτή καθιερώθηκε τον 6ο αιώνα στην Ιερουσαλήμ με βάση την αρχαία παράδοση της Εκκλησίας και αναφέρεται και στα κείμενα του αγίου Σωφρονίου Ιεροσολύμων (634-638).

Με τα Εισόδια της Θεοτόκου, τιμούμε το γεγονός της αφιέρωσης της τριετούς Παναγίας από τους γονείς της στον ναό του Σολομώντα. Η Παναγία Θεοτόκος, γεννήθηκε από γονείς γηραιούς, τον Ιωακείμ και την Άννα, που είχαν παρακαλέσει τον Θεό να τους δώσει ένα τέκνο το οποίο θα αφιέρωναν στο Ναό. Την τριετίζουσα Μαρία οι γονείς της την παρέδωσαν στα χέρια του ιερέα Ζαχαρία, πατέρα του τιμίου Προδρόμου, και αυτός την ανέβασε στο εσωτερικό του θυσιαστηρίου για να αγιασθεί και να γίνει αργότερα η Μητέρα του ίδιου του Θεού.

Στην εικονογράφηση του γεγονότος των Εισοδίων της Θεοτόκου, βλέπουμε, στο κέντρο την Παναγία σαν μικρό τριετές κοράσιον, που όμως έχει όλη την ιερότητα της μέλλουσας Μητέρας του Θεού. Ο ιερέας Ζαχαρίας ο μετέπειτα πατέρας του Προδρόμου, έχει ακουμπήσει ευλαβικά και στοργικά το χέρι του επάνω στην κεφαλή της. Την ευλογεί και την υποδέχεται στα άγια των αγίων, φορώντας ενδύματα λειτουργικά και διακριτικό της ιεροσύνης στην κεφαλή του. Η Παναγία στέκει με ιερή σιγή απέναντί του έχοντας τα χέρια της σε στάση ευλαβική και συγχρόνως κινητική απέναντί του. Αυτό δηλώνει την προθυμία και την χαρά της προσελεύσεώς της στον Ναό του Κυρίου.

Το ίδιο ευλαβικά και με ιερή συγκίνηση εικονίζονται και οι γέροντες γονείς της Ιωακείμ και Άννα. Την παραδίδουν στα χέρια του Ζαχαρία με μια κίνηση πολύ εκφραστική, που δηλώνει την προθυμία τους να εκπληρώσουν την υπόσχεσή τους στο Θεό και να του αφιερώσουν το μονάκριβο παιδί τους, που το απέκτησαν μετά από πολλών χρόνων προσευχή και νηστεία και σε γήρας προχωρημένο.

Η εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου μας διδάξει την προσευχή ως τρόπο ζωής, γίνοντας η ίδια τύπος και διδασκαλία της προσευχής. Ο Ιωακείμ και η Άννα έχοντας ως προσωπικό τους πρόβλημα την ατεκνία αναλώθηκαν σε μια επίμονη και παρακλητική προσευχή για να μπορέσει ο Θεός να εισακούσει το αίτημα τους. Και όταν ο Θεός άκουσε την προσευχή τους, αυτοί ως ένδειξη ευχαριστίας αφιέρωσαν την τριετίζουσα κόρη τους στα άγια των αγίων.

Με την είσοδο της Παναγίας στον ναό ξεκινά και η ατέρμονη προσευχή της προς το Θεό. Εισοδεύεται στα άγια των αγίων και εκεί κατευθύνει το νου της και συγκεντρώνει όλη την ύπαρξη της στην επαφή με το Θεό. Η προσευχή της Παναγίας είναι τελείως ελεύθερη από υλικές η πνευματικές δεσμεύσεις γιατί γίνεται τρόπος ζωής, βίωμα προσωπικό της και σχέση διαπροσωπική με το Θεό. Στο ιερό που βρίσκεται δεν μιλά τόσο εκείνη προς το Θεό όσο ο Θεός προς εκείνη. Αυτή η εμπειρία της προσευχής είναι που οδηγεί τον Θεό να γίνει άνθρωπος για να σώσει τον κόσμο.

Σε μια εποχή που ο άνθρωπος αγνοεί τον σωστό τρόπο επικοινωνίας με τον πλησίον, παρουσιάζεται από την εκκλησία η εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου ως απάντηση στο σύγχρονο επικοινωνιακό αδιέξοδο. Η σύγχρονη κοινωνία χαρακτηρίζεται από νοσηρές διαπροσωπικές σχέσεις. Είναι ανάγκη να ανοίξουμε το χώρο της καρδιάς μας και εκεί, στα βαθύτατα «Άγια των Αγίων» της ύπαρξής μας να ακούσουμε τα μηνύματα του Θεού. Στο βάθος της καρδιάς θα αναπτύξουμε την θεανθρώπινη συνεργασία με σκοπό τη συνάντηση του άλλου στο τέλος της πορείας. Μέσα από αυτήν την καρδιακή προσευχή με οδηγό την τριετίζουσα Θεοτόκο, θα μπορέσει ο άνθρωπος να βρει τελικά το νόημα της πραγματικής ζωής που τόσο πολύ του λείπει.

Οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι Κοσμᾶς καί Δαμιανός οἱ ἐξ Ἀσίας

Οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι Κοσμᾶς
καί Δαμιανός οἱ ἐξ Ἀσίας

Οι άγιοι Ανάργυροι Κοσμάς και Δαμιανός, που εορτάζουν την 1η Νοεμβρίου, ήσαν αυτάδελφοι και κατάγονταν από την Ασία.

Ανάργυροι ονομάζονται επειδή δεν αγαπούσαν τα αργύρια, δεν ήσαν φιλάργυροι, η καρδιά τους δεν ήταν προσκολλημένη στα υλικά αγαθά και προσέφεραν τις ιατρικές τους υπηρεσίες αφιλοκερδώς.

Οι άγιοι Ανάργυροι Κοσμάς και Δαμιανός είχαν γονείς ευσεβείς. Ο πατέρας τους όμως πέθανε όταν οι άγιοι ήσαν σε μικρή ηλικία, και την φροντίδα τους ανέλαβε εξ ολοκλήρου η μητέρα τους, η αγία Θεοδότη, η οποία τους γαλούχησε με τα νάματα της Εκκλησίας και τους δίδαξε την αγάπη προς τον Θεό και τον άνθρωπο. Η αγία Θεοδότη πρέπει να αποτελή το πρότυπο κάθε μητέρας που θέλει τα παιδιά της να προκόψουν. Αλλά προκοπή δεν νοείται χωρίς την αγάπη, την ανιδιοτελή αγάπη προς όλους τους ανθρώπους αδιακρίτως. Για να αγαπά όμως κανείς αληθινά τους ανθρώπους πρέπει πρώτα να αγαπά τον Θεό, επειδή η αληθινή αγάπη είναι δώρο του Θεού. Ο Απόστολος Παύλος συμβούλευε τον μαθητή του άγιο Τιμόθεο Επίσκοπον Εφέσου, να μελετά καθημερινά το Ευαγγέλιο και να ζη σύμφωνα με αυτό, για να προκόψη στην ζωή του και η προκοπή του να γίνη φανερή σε όλους.

Οι άγιοι Ανάργυροι θεράπευαν όλους ανιδιοτελώς και αδιακρίτως με την επιστημονική τους γνώση. Εκεί όμως που οι ανθρώπινες δυνάμεις αδυνατούσαν να προχωρήσουν, επειδή κάποιες ασθένειες είναι ανίατες, θεράπευαν τους ασθενείς με την προσευχή τους. Αλλά για να κρύβουν το χάρισμα των ιαμάτων που είχαν λάβει από τον Θεό, λόγω της μεγάλης τους αγάπης, προσποιούνταν ότι εθεράπευαν με τα φάρμακα. Και το έκαναν αυτό από ταπείνωση, για να μη θαυμάζονται και επαινούνται από τους ανθρώπους. Όλη τους η ζωή ήταν διακονία, προσφορά και θυσία στον βωμό της ανιδιοτελούς αγάπης.

Τα τέλη τους ήσαν «χριστιανά, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά» η όπως αναγράφεται στον ιερό Συναξαριστή, «ετελειώθησαν εν ειρήνη».

Ο βίος και η πολιτεία των Αγίων μας δίνουν την αφορμή τονίσουμε τα ακόλουθα.

Πρώτον. Οι πρωτόπλαστοι στον Παράδεισο είχαν κοινωνία με τον Θεό και ήσαν υγιείς σωματικά και ψυχικά. Αλλά μετά την πτώση τους στην αμαρτία φόρεσαν τους δερμάτινους χιτώνες, δηλαδή την φθορά και τον θάνατο και έγιναν ευάλωτοι στα διάφορα καιρικά φαινόμενα. Επομένως, οι σωματικές ασθένειες και ο θάνατος είναι μεταπτωτικά φαινόμενα, είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας, όπως άλλωστε και οι ψυχικές, αφού και ψυχικά αρρώστησαν. Επειδή έχασαν την κοινωνία με τον Θεό, ο νους τους σκοτίσθηκε και υποδουλώθηκαν στα διάφορα πάθη.

Ο μεταπτωτικός άνθρωπος έχει ανάγκη σωματικής και κυρίως ψυχικής θεραπείας, η οποία συνίσταται στην κάθαρση από τα πάθη, τον φωτισμό του νου και την κοινωνία με τον Θεό.

Ο Χριστός, το Δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, είναι ο κατ’ εξοχήν ιατρός των ψυχών και των σωμάτων και γι’ αυτό ενδύθηκε την ανθρώπινη φύση, για να την ανακαινίση, να την θεραπεύση και να την θεώση.

Δεύτερον. Η ιατρική επιστήμη είναι αποτέλεσμα της καλλιέργειας της λογικής, με την οποία επροίκισε ο Θεός τον άνθρωπο και είναι διακονία προς τον συνάνθρωπο. Οι γιατροί επιτελούν λειτούργημα και γι’ αυτό πρέπει να τιμώνται, ιδιαίτερα εκείνοι οι γιατροί, οι οποίοι εμφορούνται από το αγαπητικό και θυσιαστικό πνεύμα των αγίων Αναργύρων.

Οι άγιοι Ανάργυροι υποδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ασκήται το ιατρικό λειτούργημα. Ήτοι, με αγάπη προς τον άνθρωπο, χωρίς ταξικές διακρίσεις, με πνεύμα θυσίας, διακονίας και προσφοράς και προ παντός και κυρίως με προσευχή.

Οι γιατροί που αγαπούν τον Θεό και σέβονται τον νόμο του, αυτοί σέβονται και υπολογίζουν τον κάθε άνθρωπο, ανεξάρτητα από αξιώματα, χρήματα και κοινωνικές θέσεις, γιατί στο πρόσωπό του βλέπουν τον ίδιο τον Χριστό. Ο άνθρωπος είναι εικόνα του Χριστού, αλλά ιδιαίτερα ο φτωχός, ο ελάχιστος, ταυτίζεται με τον Ίδιο τον Χριστό, ο οποίος είπε τον γνωστόν εκείνο λόγον, «ει εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων εμοί εποιήσατε».

Χαρακτηριστικά και αξιοπρόσεκτα είναι τα όσα έλεγε κάποιος εργαζόμενος σε Νοσοκομείο: «παρατηρώ τους γιατρούς και βλέπω την διαφορά μεταξύ εκείνων που αγαπούν τον Θεό και έχουν οργανική σχέση με την Εκκλησία και εκείνων που είναι αδιάφοροι η άθεοι. Οι πρώτοι είναι ανιδιοτελείς και ταπεινοί και αισθάνονται ότι είναι συνεργάτες του Θεού στο έργο της θεραπείας των συνανθρώπων τους, ενώ οι δεύτεροι θεωρούν τον εαυτό τους κάτι ανώτερο από τους άλλους ανθρώπους, κάτι σαν θεό, και αλλοίμονον σε εκείνον που θα τολμήση να τους αμφισβητήση». Η ανθρώπινη ζωή πρέπει να τίθεται πάνω από όλα τα επίγεια αγαθά, αλλά δεν μπορεί να υπάρξη ανιδιοτελής αγάπη και προσφορά χωρίς την Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης λέγει ότι κανείς δεν μπορεί να αγαπά αληθινά, εάν δεν κατοική μέσα του το Άγιο Πνεύμα, το οποίο διδάσκει την αγάπη και προς αυτούς ακόμα τους εχθρούς.

Στην σημερινή κοινωνία, που κατά το πλείστον οι άνθρωποι είναι πονεμένοι και αισθάνονται αβάσταχτη μοναξιά, είναι επιτακτική ανάγκη να υπάρξουν γιατροί και γενικότερα άνθρωποι, οι οποίοι εμφορούνται από το αγαπητικό και θυσιαστικό πνεύμα των αγίων Αναργύρων. Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι εργαστήριο «κατασκευής» τέτοιων ανθρώπων.

Πηγή: Ιερά Μητρόπολις Κηφισίας Αμαρουσίου και Ωρωπού

Η εορτή των Παμμεγίστων Ταξιαρχών

Η εορτή των Παμμεγίστων Ταξιαρχών

«Ἅγιε Ἄγγελε, ὁ ἐφεστὼς τῆς ἀθλίας μου ψυχῆς καὶ ταλαιπώρου μου ζωῆς, μὴ ἐγκαταλίπῃς με τὸν ἁμαρτωλόν, μηδὲ ἀποστῇς ἀπ᾿ ἐμοῦ διὰ τὴν ἀκρασίαν μου…
(Εὐχή εἰς τόν Φύλακα Ἄγγελον)

Ἡ ἀγάπη τοῦ Παντοδύναμου Θεοῦ δημιούργησε τόν ἀόρατο καί τόν ὁρατό κόσμο, ὥστε νά μετέχουν ὅλοι τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ὅλα ἔγιναν μέ σειρά καί τάξη. Προηγήθηκε ὁ κόσμος τῶν Ἀγγέλων. Οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι εἶναι ἄυλα πνεύματα καί ἀεικίνητα. Ὡς ἐλεύθερα καί αὐτεξούσια ὄντα εἶχαν τήν δυνατότητα ἐπιλογῆς. Μποροῦσαν νά μείνουν κοντά στόν Θεό καί νά μετέχουν τῆς Θείας Χάριτος, μέσα στά πλαίσια μιᾶς ἀνέκφραστης χαρᾶς καί εὐφροσύνης∙ μποροῦσαν ὅμως καί νά ἐπιλέξουν τήν ἀντίθετη ὁδό, ὅπως ἔκανε ὁ Ἑωσφόρος ἐπικεφαλῆς τῶν Ἀγγέλων πού ἐξέπεσαν καί ἀποτελοῦν ἔκτοτε τά τάγματα τῶν Δαιμόνων.

Δημιουργημένοι ἐξαρχῆς ὡς ἀθάνατα ὄντα, τόσον οἱ Ἄγγελοι ὅσον καί οἱ Δαίμονες, δέν ὑπόκεινται στή φθορά τοῦ θανάτου. Καί οἱ μέν Ἄγγελοι δοξολογοῦν ἀκατάπαυστα τόν Θεό, οἱ δέ Δαίμονες ἀπεργάζονται τό κακό καί προσπαθοῦν νά παρασύρουν τούς ἀνθρώπους μακριά ἀπό τή Χάρη Του καί τήν ἐπάνοδο στήν παραδεισιακή κατάσταση, τήν ὁποία ἔχασαν μέ τήν παρακοή καί ἔκπτωση τῶν Πρωτοπλάστων.

Οἱ ἀναφορές τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί οἱ Ἱεροί Πατέρες, μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δημιούργησαν τήν Ἱερά Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, σύμφωνα μέ τήν ὁποία οἱ Ἄγγελοι διαιροῦνται σέ τρεῖς Τάξεις καί ἐννέα Οὐράνια Τάγματα. Ἡ πρώτη Τάξη περιλαμβάνει: τά Ἑξαπτέρυγα Σεραφείμ, τά Πολυόμματα Χερουβείμ καί τούς Θρόνους∙ στή δεύτερη Τάξη διακρίνουμε: τίς Κυριότητες, τίς Δυνάμεις καί τίς Ἐξουσίες∙ ἡ τρίτη Τάξη ἔχει: τίς Ἀρχές, τούς Ἀρχαγγέλους καί τούς Ἀγγέλους.

Σήμερα, ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τή Σύναξη τῶν Ἀρχαγγέλων. Εἶναι ἡ συνάθροιση τῶν ἀγγελικῶν Ταγμάτων καί ἡ διαβεβαίωση τῆς πίστης καί τῆς ἀφοσίωσής τους στόν Θεό, τή στιγμή πού ὁ Ἑωσφόρος δήλωνε μέ ἀλαζονεία ὅτι διαφοροποιεῖται καί ἀκολουθεῖ ἕνα δικό του καταστρεπτικό δρόμο γιά τόν ἴδιο καί τούς ἀνθρώπους πού θά ἐπηρεάσει μέσα στό χρόνο, στερώντας τους τήν Αἰωνιότητα. Μετά τή θλιβερή πτώση τῶν Δαιμόνων ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ, ἐκπροσωπώντας ὅλα τά ἀγγελικά Τάγματα, στήθηκε ταπεινά ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ καί ἀναφώνησε: «Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετά φόβου Θεοῦ»,καί εὐθύς οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι ὑποκλίθηκαν ἐνώπιον τοῦ Θρόνου καί ἄρχισαν τό δοξολογικό τους ἔργο. Τοῦτο τό ὑπερθαύμαστο γεγονός τιμοῦμε σήμερα.

Τρία εἶναι τά διδάγματα ἀπό τήν ἑορτή τῶν ἁγίων Ἀρχαγγέλων. Ἔχει εἰπωθεῖ πώς ἡ μεγαλύτερη τέχνη τοῦ Διαβόλου εἶναι νά πείσει τούς ἀνθρώπους πώς δέν ὑπάρχει. Αὐτό προκαλεῖ ἐπανάπαυση καί γενικότερη χαλάρωση, ἐνῶ ἡ ἐγρήγορση καί ἡ ἑτοιμότητα πρέπει νά εἶναι τά ὅπλα τοῦ πιστοῦ. Τό δεύτερο εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια. Οἱ Δαίμονες ἐξέπεσαν ἀπό τόν ἐγωισμό τους. Ἡ οἴηση τούς στέρησε τή Χάρη καί ἔχασαν τήν ἀξία τους. Ἀπό λαμπροφόροι καί πρόξενοι χαρᾶς ἔγιναν σκοτεινά καί ἀπαίσια ὄντα, μηχανευτές τῆς καταστροφῆς. Τό τρίτο δίδαγμα εἶναι ἡ πιστότητα τῶν ἁγίων Ἀγγέλων. Ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ μᾶς δίνει τό παράδειγμα. Ἄς ἀναφωνήσουμε κι ἐμεῖς μαζί του αὐτό πού ἐκφωνοῦμε στήν κάθε Θεία λειτουργία κατά τήν ἔναρξη τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς. Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετά φόβου, γιά νά λατρεύσουμε τόν Θεό, ἀποφεύγοντας τίς ἐνέργειες τοῦ Διαβόλου. Γρηγοροῦμε, ταπεινωνόμαστε καί πιστεύουμε. Ἀντιστεκόμενοι στό κακό ἔχουμε πλάι μας, ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, τούς ἁγίους Ἀγγέλους καί ὁ καθένας χωριστά τόν προσωπικό του φύλακα Ἄγγελο, προστάτη τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων μας.

«…Ναί, ἅγιε Ἅγγελε, πρέσβευε ὑπὲρ ἐμοῦ πρὸς τὸν Κύριον τοῦ ἐπιστηρίξαι με ἐν τῷ φόβῳ Αὐτοῦ καὶ ἄξιον ἀναδεῖξαί με δοῦλον τῆς Αὐτοῦ ἀγαθότητος. Ἀμήν.