Τὰ Ἅγια Θεοφάνεια τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ

Τὰ Ἅγια Θεοφάνεια τοῦ
Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ

…Τὰ Θεοφάνεια εἶναι ἡ πρώτη δημόσια ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ. Μετὰ τὴ Γέννησή Του στὴ Βηθλεέμ, ὁ Κύριός μας εἶχε ἀποκαλυφθεῖ σὲ μερικοὺς προνομιούχους. Σήμερα ὅμως, ὅλοι ὅσοι περικύκλωναν τὸν Ἰωάννη, δηλαδὴ οἱ μαθητές του, καὶ ὅλο τὸ πλῆθος ποὺ εἶχε κατεβεῖ στὴν ὄχθη τοῦ Ἰορδάνη, γίνονται μάρτυρες μιᾶς πολὺ ἐπισημότερης φανέρωσης τοῦ Ἰησοῦ.

Σὲ τί συνίσταται αὐτὴ ἡ φανέρωση; Ἔχει δύο πτυχές. Ἀφ’ ἑνὸς ὑπάρχει ἡ πτυχὴ τῆς ταπεινώσεως στὴν ὁποία ὑπόκειται ὁ Κύριος, καὶ ἡ ὁποία ἀντιπροσωπεύεται ἀπὸ τὸ βάπτισμα. Ἀφ’ ἑτέρου, ἡ πτυχὴ τῆς δόξας, ἡ ὁποία ἀντιπροσωπεύεται ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη μαρτυρία ποὺ ὁ Πρόδρομος δίνει γιὰ τὸν Ἰησοῦ καί, σ’ ἕνα ἐπίπεδο ἀπείρως ἀνώτερο, ἡ θεία μαρτυρία ποὺ ὁ Πατὴρ καὶ τὸ Πνεῦμα παρέχουν γιὰ τὸν Υἱό.

Θὰ ἐξετάσουμε ἀπὸ κοντὰ καὶ τὶς δύο πτυχές· πρῶτα ὅμως ἂς κρατήσουμε τοῦτο: κάθε φανέρωση τοῦ Χριστοῦ, τόσο μέσα στὴν Ἱστορία ὅσο καὶ στὴν ἐσωτερικὴ ζωὴ κάθε ἀνθρώπου, εἶναι φανέρωση δόξας καὶ ταπεινώσεως ταυτοχρόνως. Ὅποιος διαχωρίζει αὐτὲς τὶς δύο πτυχὲς τοῦ Χριστοῦ, κάνει σφάλμα ποὺ διαστρεβλώνει ὅλη τὴν πνευματικὴ ζωή. Δὲν μπορῶ νὰ πλησιάσω τὸν δοξασμένο Χριστὸ χωρὶς τὴν ἴδια στιγμὴ νὰ πλησιάσω τὸν ταπεινωμένο Χριστό, οὔτε νὰ πλησιάσω τὸν Χριστὸ στὴν ταπείνωση Τοῦ χωρὶς τὴ δόξα Του. Ἂν ἐπιθυμῶ νὰ φανερωθεῖ μέσα μου, μέσα στὴ ζωή μου, αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει παρὰ μόνον ἂν ἀγκαλιάσω Αὐτὸν ποὺ ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος μὲ θερμὴ ἀφοσίωση ὀνόμαζε ὁ ταπεινὸς Χριστὸς καὶ ἂν μὲ τὸ ἴδιο σκίρτημα λατρεύσω Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι Θεός, Βασιλεὺς καὶ Νικητής. Νὰ τὸ πρῶτο δίδαγμα τῶν Θεοφανείων.

Ἡ ταπείνωση τῶν Θεοφανείων συνίσταται στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Χριστὸς ὑποβάλλει τὸν ἑαυτό Του στὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου ποὺ εἶναι βάπτισμα μετανοίας. Ἐκεῖνος κατ’ ἀρχὴν ἀρνεῖται, ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς ἐπιμένει: «Ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην». (Ματθ. 3:13-15). Χωρὶς ἀμφιβολία, ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ κανένα ἐξαγνισμὸ ἐκ μέρους τοῦ Ἰωάννη, ἀλλὰ τὸ βάπτισμα ποὺ πρόσφερε ὁ Ἰωάννης, αὐτὸ τὸ βάπτισμα τῆς μετανοίας μὲ σκοπὸ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, προετοίμαζε γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Μεσσία. Καὶ ὁ Ἰησοῦς, πρὶν κηρύξει τὴν ἔλευση αὐτῆς τῆς Βασιλείας, θέλησε νὰ περάσει καὶ νὰ κάνει κι ὁ Ἴδιος χρήση ὅλων τῶν προπαρασκευαστικῶν φάσεων.

Ἐνῶ ἦταν Αὐτὸς τὸ πλήρωμα, θέλησε νὰ ἀναλάβει ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἦταν ἀκόμη ἀτελῆ καὶ ἀσυμπλήρωτα. Δεχόμενος ὅμως τὸ Ἰωάννειο βάπτισμα ὁ Ἰησοῦς ἔκανε κάτι πολὺ περισσότερο ἀπὸ μία ἁπλὴ ἐπιδοκιμασία καὶ ἐπίσημη ἐπικύρωση μιᾶς τελετῆς πρὶν τὴν μεταβάλλει, πρὶν τὴν ἐντάξει ὡς ἀτελῆ στὸ τέλειο. Αὐτὸς ποὺ ἦταν ἀναμάρτητος ἔγινε φορέας τῶν ἁμαρτιῶν μας, τῆς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου, καί, στὸ ὄνομα ὅλων τῶν ἁμαρτωλῶν, ἔκανε μία δημόσια κίνηση μετανοίας. Θέλησε ἀκόμη νὰ μᾶς διδάξει τὴν ἀνάγκη τῆς μετανοίας καὶ τῆς μεταστροφῆς· πρὶν ἀκόμη πλησιάσουμε τὸ χριστιανικὸ βάπτισμα, πρέπει νὰ δεχτοῦμε τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη, δηλαδὴ νὰ περάσουμε ἀπὸ μία ἀλλαγὴ νοῦ, ἀπὸ μία ἐσωτερικὴ καταστροφή. Πρέπει νὰ ἐπιδείξουμε ἀληθινὴ συντριβὴ γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Σὲ ὅ,τι μᾶς ἀφορᾶ, ἡ μετάνοια εἶναι ἡ ταπεινὴ πλευρὰ τῶν Θεοφανείων.

Καὶ ἐδῶ, πρέπει νὰ ὑπερβοῦμε τὸν περιορισμένο ὁρίζοντα τοῦ Ἰωάννειου βαπτίσματος, γιὰ νὰ θυμηθοῦμε ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε βαπτισμένοι ἐν Χριστῷ. Τὸ χριστιανικό μας βάπτισμα μᾶς ἔπλυνε καὶ μᾶς ἐξάγνισε. Κατήργησε μέσα μας τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα καὶ μᾶς ἔκανε καινὴ κτίση. Προφανῶς ἤμαστε παιδιὰ ὅταν βαπτιστήκαμε. Ἡ χάρη τοῦ Μυστηρίου ὑπῆρξε ἡ θεία ἀνταπόκριση ὄχι στὸ δικό μας προσωπικὸ αἴτημα, ἀλλὰ στὴν πίστη ἐκείνων ποὺ μᾶς ὁδήγησαν στὸ βάπτισμα καὶ στὴν πίστη ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας ποὺ μᾶς ἀναδέχθηκε. Ἡ βαπτιστικὴ λοιπὸν αὐτὴ χάρη ὑπῆρξε κατὰ κάποιο τρόπο προσωρινὴ καὶ ὑπὸ προϋποθέσεις: μεγαλώνοντας καὶ ἀποκτώντας συνείδηση τῶν πραγμάτων, θὰ ἐπικυρώναμε μέσα ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη ἐπιλογή μας τὴν πράξη τοῦ βαπτίσματός μας.

Τὰ Θεοφάνεια εἶναι καθ’ ὑπερβολὴ ἡ γιορτὴ τοῦ βαπτίσματος, ὄχι μόνον τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ δικοῦ μας. Εἶναι μία θαυμαστὴ εὐκαιρία νὰ ἀνανεώσουμε τὸ πνεῦμα τοῦ βαπτίσματος ποὺ δεχθήκαμε καὶ νὰ ἀναζωπυρώσουμε τὴ χάρη τὴν ὁποία μᾶς ἐπιδαψίλευσε. Διότι, ἡ χάρη τῶν Μυστηρίων, ἀκόμη κι ἂν διακοπεῖ ἢ ἀνασταλεῖ λόγω τῆς ἁμαρτίας, μπορεῖ νὰ ἀναβιώσει μέσα μας, ἐὰν στραφοῦμε καὶ πάλι εἰλικρινὰ πρὸς τὸν Θεό. Στὴ γιορτὴ τῶν Θεοφανείων, ἂς ζητήσουμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς λούσει καὶ πάλι, πνευματικά, ὄχι μὲ τὴν ὑλικὴ ἔννοια, στὰ νερὰ τοῦ βαπτίσματός μας. Ἂς βυθίσουμε ἐκεῖ τὴν παλιὰ ἁμαρτωλή μας φύση, διότι τὸ βάπτισμα εἶναι ἕνας μυστικὸς θάνατος- ἂς διασχίσουμε τὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα ποὺ χωρίζει τὴν αἰχμαλωσία ἀπὸ τὴν ἐλευθερία καὶ ἂς βαπτιστοῦμε μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ στὸν Ἰορδάνη, γιὰ νὰ καθαριστοῦμε, ὄχι ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Ἰωάννη ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο.

Ἡ περιτομὴ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ

Ἡ περιτομὴ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ

Ὀκτὼ μέρες μετὰ τὴ γέννησή του κάθε ἀρσενικὸ βρέφος ἔπρεπε, σύμφωνα μὲ ὅσα προέβλεπε ὁ Μωσαϊκὸς νόμος, νὰ περιτμηθεῖ. Αὐτὸ συνέβη καὶ μὲ τὸν νεογέννητο Κύριο Ἰησοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ τὴν πρώτη κάθε νέου ἔτους ἑορτάζουμε τὸ γεγονὸς τῆς περιτομῆς Του.

Στοὺς Ἰουδαίους ἡ περιτομὴ εἶχε τὴν ἔννοια τῆς ἀφιερώσεως τοῦ ἀνθρώπου στὸ Θεὸ καὶ ταυτόχρονα ἀποτελοῦσε βασικὸ διαχωριστικὸ γνώρισμά τους ἀπὸ τοὺς ἄλλους λαούς. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὡς τέλειος Θεὸς δὲν εἶχε ἀνάγκη τῆς διαδικασίας τῆς περιτομῆς γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴν ἀφιέρωσή Του στὸ Θεό. Στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ κατοικοῦσε «πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» (Κολ. β΄ 9), ὅπως γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Κι ὅμως, ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἔφθασε μέχρις αὐτοῦ τοῦ σημείου, νὰ δεχθεῖ τὴν περιτομὴ ποὺ προέβλεπε ὁ Νόμος. ­Συγκατάβαση τῆς ἀγάπης Του κι αὐτὴ ἡ ἀποδοχή, σὲ συνέχεια τῆς μεγάλης Του συγκαταβάσεως, αὐτῆς τῆς θείας ἐνανθρωπήσεώς Του, πρὸς εὐεργεσία καὶ σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Αὐτὸ ψάλλει καὶ ἕνα σχετικὸ τροπάριο τῆς ἑορτῆς: «Συγκαταβαίνων ὁ Σωτήρ, τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων, κατεδέξατο ­σπαργάνων περιβολήν· οὐκ ἐβδελύξατο σαρκὸς τὴν περιτομήν…» (Στιχηρὸ ἰδιόμελο, ἦχος πλ. δ΄). Δηλαδή: ­Συγκαταβαίνοντας ὁ Σωτήρας μας στὸ ἀνθρώπινο γένος, καταδέχθηκε νὰ φορέσει σπάργανα βρεφικά· καὶ δὲν ἀπαρνήθηκε μὲ ἀποστροφὴ τὴν περιτομὴ τῆς σαρκός. Ὕψιστη συγκατάβαση! Ἄπειρη φιλανθρωπία καὶ ἀγάπη! Δεχόμενος ὁ Κύριος τὴν περιτομὴ δέχεται ταυτόχρονα νὰ θεωρηθεῖ σὰν κάποιος ξένος, ὁ ὁποῖος διὰ τῆς περιτομῆς γίνεται δεκτὸς στὴ διαθήκη τοῦ Θεοῦ. Ποιός; Αὐτὸς ὁ Ὁποῖος πάντοτε ὑπῆρξε ὁ φυσικός, ὁ ἀγαπημένος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Δέχεται νὰ θεωρηθεῖ ἁμαρτωλός, ποὺ ἔχει ἀνάγκη νὰ ἀποθέσει τὸν ρύπο τῆς ἁμαρτίας του, Αὐτὸς ποὺ ἦταν ξένος πρὸς τὴν ἁμαρτία. Διὰ τῆς περιτομῆς Του κάνει ἀρχὴ τηρήσεως τῶν διατάξεων τοῦ Νόμου, ἔτσι ὥστε νὰ δεσμεύεται νὰ τὶς τηρήσει κατόπιν ὅλες, Αὐτὸς ὁ Ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ μᾶς χαρίσει τὴν ἐλευθερία.

Δεχόμενος ὁ Κύριος τὴν ἰουδαϊκὴ περιτομὴ οὐσιαστικὰ ἀποτρέπει δύο κατηγορίες ποὺ ἀφοροῦν στὸ πρόσωπό Του: Πρῶτα ἀπ’ ὅλα, ἀποστομώνει ὅλα τὰ ἐπιχειρήματα τῶν αἱρετικῶν ποὺ ἰσχυρίσθηκαν ἀργότερα ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν προσέλαβε ἀληθινὴ ἀνθρώπινη σάρκα, ἀλλὰ σαρκώθηκε κατὰ φαν­τασία. Μὲ τὴν περιτομή Του ὁ Κύριος ἀποδεικνύει περίτρανα τὸ πόσο ἀναληθὴς εἶναι ἕνας τέτοιος ἰσχυρισμός. Γιατὶ πῶς θὰ ἦταν σὲ θέση νὰ δεχθεῖ περιτομή, ἂν δὲν εἶχε λάβει πραγματικὴ ἀνθρώπινη σάρκα;
Καὶ δεύτερον, ἀποδεικνύει συκοφαν­τικὰ καὶ ψευδὴ ὅλα ὅσα Τὸν κατηγοροῦσαν οἱ Ἰουδαῖοι γιὰ τὴ μὴ τήρηση τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου. Κι ἔτσι, Αὐτὸς ὁ Ὁποῖος ὅρισε καὶ παρέδωσε στοὺς ἀνθρώπους τὸ Νόμο, χάριν τῆς δικῆς μας σωτηρίας ἐκπληρώνει καὶ τηρεῖ ὅ,τι προβλέπει ὁ Νόμος.

Τηρεῖ τὸ Νόμο, ὑπόκειται στὶς διατάξεις του, ἀλλὰ ταυτόχρονα εἶναι Αὐτὸς ποὺ καὶ τὸν ὑπερβαίνει. Εἶναι Αὐτὸς ποὺ μᾶς βγάζει ἀπὸ τὰ στενὰ ὅρια τοῦ Νόμου καὶ μᾶς ὁδηγεῖ στὸ χῶρο τῆς Χάριτος. Διότι ἐνῶ «ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο» (Ἰω. α΄ 17).

Οἱ ἱεροὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας βλέπουν στὴν περιτομὴ τοῦ Κυρίου τὴν ἀχειροποίητη περιτομὴ τὴν ὁποία χαρίζει σ’ ἐμᾶς. Βλέπουν δηλαδή σ’ αὐτὴν τὸν τύπο τοῦ Μυστηρίου τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Ἔτσι, ὅπως μὲ τὴν περιτομὴ ἀπεκόπτετο ἕνα μέλος τοῦ σώματος, κατὰ ἀνάλογο τρόπο καὶ μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα ἀποκόπτουμε τὴν ἁμαρτία ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας.

Δὲν ἔχουν περάσει παρὰ ἐλάχιστες μόνο μέρες ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο.

Κι ὅμως, στὰ ἐλάχιστα γεγονότα ποὺ συμβαίνουν στὸ νεογέννητο Κύριο μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀνιχνεύσει τὸ ἄπειρο ἔλεός Του καὶ τὴν ἀπύθμενη ἀγάπη Του. Αὐτὸ συναισθάνεται κανείς, ἂν προσεγγίσει ἔστω καὶ λίγο τὸ γεγονὸς τῆς θείας περιτομῆς Του. Παντοῦ ἡ ἀγάπη Του. Παντοῦ ἡ θυσία Του. Παν­τοῦ ἡ ταπείνωσή Του, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἕως τὸ τέλος τοῦ βίου Του. Καὶ αὐτὸ ποὺ συμβαίνει κατὰ τὶς πρῶτες ἡμέρες τῆς ζωῆς Του, νὰ χύσει δηλαδὴ τὶς πρῶτες σταγόνες τοῦ τιμίου Του Αἵματος κατὰ τὴν περιτομή Του, αὐτὸ θὰ συμβεῖ καὶ μερικὰ χρόνια ἀργότερα κατὰ τὸ τίμιο Πάθος Του, ὅπου θὰ τρέξει ἄφθονο τὸ πανάγιο Αἷμα Του ὑπὲρ τῆς σωτηρίας μας.

Ἂς δοξάσουμε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας. Ἂς Τὸν εὐχαριστήσουμε ἐκ καρδίας γιὰ τὴν ἄπειρη ἀγάπη Του καὶ τὴν ἀνεξιχνίαστη συγκατάβασή Του. Καὶ ἂς Τὸν παρακαλέσουμε νὰ μᾶς χαρίζει τὴν ἀποκοπή μας ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἔτσι ὥστε νὰ κατανοοῦμε βαθύτερα τὰ μεγαλεῖα τῆς ἀγάπης καὶ φιλαν­θρωπίας Του.

Ἡ Νηστεία τῶν Χριστουγέννων καί τό Σαρανταλείτουργο

Ἡ Νηστεία τῶν Χριστουγέννων
καί τό Σαρανταλείτουργο

Στὶς 15 Νοεμβρίου ἀρχίζει ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων. Πρόκειται γιὰ μιὰ περίοδο ἔντονης πνευματικῆς ἐργασίας καὶ ψυχοσωματικῆς προετοιμασίας γιὰ τὸν ἑορτασμό τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου.

Ἀπὸ τὶς 15 Νοεμβρίου ἕως τὶς 17 Δεκεμβρίου (κατ’ ἄλλη παράδοση ἕως τὶς 12 Δεκεμβρίου) νηστεύουμε τὸ κρέας, τὰ γαλακτομικά καὶ τὰ αὐγά καὶ τρῶμε ψάρι (ἐκτὸς βεβαίως Τετάρτης καὶ Παρασκευῆς, ποὺ νηστεύουμε αὐστηρά). Μετὰ τὶς 17 (ἢ 12) Δεκεμβρίου νηστεύουμε καὶ τὸ ψάρι.

Ἡ νηστεία ὅμως κατὰ τὴν ὑπόδειξη τοῦ Κυρίου μας ἔχει νόημα, ὅταν συνδυάζεται μὲ προσευχὴ καὶ ἐλεημοσύνη. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν ἔναρξη τῆς νηστείας μᾶς προσκαλεῖ σὲ ἐντονότερη λειτουργικὴ ζωή καὶ ἀγαθοεργία.

Ἔτσι, ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση προβλέπει γιὰ τὴν περίοδο αὐτὴ τὴν καθημερινὴ -ἂν οἱ συνθῆκες τὸ ἐπιτρέπουν- τέλεση τῆς θείας λειτουργίας, τὴν τέλεση δηλαδὴ σαρανταλείτουργου.

Ἡ τέλεση τοῦ σαρανταλείτουργου ἀποτελεῖ πολὺ μεγάλη εὐλογία. Εἶναι μιὰ θαυμάσια εὐκαιρία γιὰ βίωση τὴς μυστηριακῆς καὶ λατρευτικῆς ζωῆς, γιὰ ἐπαφὴ μὲ τὸν πλοῦτο τῆς ὑμνολογίας καὶ τῆς ἀκροάσεως τῶν θείων Γραφῶν, γιὰ συχνότερη θεία κοινωνία, γιὰ συχνότερη συγκρότηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας.

Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος μᾶς λέει: «Σπουδάζετε πυκνότερον συνέρχεσθαι εἰς εὐχαριστίαν θεοῦ καὶ εἰς δόξαν. Ὅταν γὰρ πυκνῶς ἐπὶ τὸ αὐτὸ γίνεσθε, καθαιροῦνται οἱ δυνάμεις τοῦ σατανᾶ καὶ λύεται ὁ ὄλεθρος αὐτοῦ», δηλαδὴ «Προσπαθεῖστε μὲ σπουδὴ νὰ ἔρχεσθε ὅλοι μαζί στὴ Σύναξη τῆς Θείας Εὐχαριστίας (Θεία Λειτουργία), γιὰ νὰ εὐχαριστεῖτε τὸν Θεὸ καὶ νὰ Τὸν δοξολογεῖτε. Διότι ὅταν συχνά ἔρχεσθε στὴ Σύναξη τῆς Θείας Εὐχαριστίας (Θεία Λειτουργία), συντρίβονται οι δυνάμεις του σατανᾶ καί λύεται κάθε ὀλέθρια ἐνέργεια του».

Ἡ δύναμη τῆς Θείας Λειτουργίας δὲν εἶναι μαγική. Εἶναι ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἑνότητας ἐν Χριστῷ. Ἡ Θεία Λειτουργία μᾶς μαθαίνει νὰ συγχωροῦμε, νὰ ἀγαποῦμε καὶ νὰ εἴμαστε ἑνωμένοι μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.

Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε προσφέρουμε τὰ Δῶρα μας στὸ Θεό, τὸν Ἄρτο καὶ τὸν Οἶνο, προσευχόμενοι γιὰ ζῶντες καὶ κεκοιμημένους ἀδελφούς μας. Ἡ μνημόνευση τῶν ὀνομάτων τῶν ζώντων καὶ κεκοιμημένων προσώπων (ἀνάγνωση τῶν «Διπτύχων») εἶναι ἔργο πολὺ σημαντικὸ καὶ ἱερό, ποὺ θεσμοθετήθηκε ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους καὶ ἐπιτελεῖται ἀδιάλειπτα μέσα στοὺς αἰῶνες.

Για μια γνήσια μαρτυρία για το Χριστό

Για μια γνήσια μαρτυρία για το Χριστό

Ἡ ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀναφέρεται στὸν Θεὸ εἶναι χαρακτηριστικὸ ἰδίωμα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Ἡ πνοὴ τοῦ Θεοῦ – Δημιουργοῦ κατὰ τὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἔκανε τὸ προνομιοῦχο αὐτὸ πλάσμα Του νὰ γεννηθεῖ εἰς «ψυχὴν ζῶσαν», αἰτιολογεῖ τὴ διαπίστωση αὐτή. Οἱ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες θρησκευτικὲς ἐκδηλώσεις ἀτόμων καὶ λαῶν, ἐπιβεβαιώνουν τὴν προαναφερθεῖσα πραγματικότητα. Ὅμως, ἡ θρησκευτικὴ προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου δὲν πρέπει νὰ ἐκληφθεῖ ὡς κάτι τὸ ἀόριστο καὶ ἀφηρημένο, ὡς κάτι τὸ αὐστηρῶς προσωπικό, ὡς μία μονομερῶς ἐσωτερικὴ κατάσταση τοῦ πιστοῦ. Ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ ἐκκινεῖ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του, τὴν ὁποία ζητᾶ ἀπὸ τὸν Κύριο καθαρή, «καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοὶ ὁ Θεός», περνᾶ στὸν ὁμολογιακὸ ἢ καὶ ἀπολογητικὸ λόγο τῶν χειλέων καὶ σφραγίζεται μὲ ἔργα ἀγαθά, μὲ τὰ ὁποῖα «εὐαρεστεῖται ὁ Θεός».

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος μᾶς διαβεβαιώνει ὁτι ἡ ὁμολογία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡς τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀναντίρρητο σημεῖο τοῦ ἀληθινοῦ συνδέσμου μὲ τὸν Θεό: «Πᾶν πνεῦμα ὃ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι καὶ πᾶν πνεῦμα ὃ μὴ ὁμολογεῖ τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστι» (Α΄ Ἰωάν. δ΄ 2-3).

Μὲ παρρρησία «ἐνώπιον βασιλέων καὶ Ἡγεμόνων» στάθηκαν οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ὁμολόγησαν τὸν θεῖο Ἱδρυτή της. «Οὐ δυνάμεθα γὰρ ἡμεῖς ὃ εἴδομεν καὶ ἠκούσαμεν μὴ λαλεῖν» (Πράξ. δ΄ 20) διακήρυξαν οἱ ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Ἰωάννης ἐνώπιον τοῦ Συνεδρίου. «Χριστιανός εἰμι» ἦταν ἡ δυναμικὴ ὁμολογία τῶν μαρτύρων τῆς πίστεώς μας.

Φυλακισμένος ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γράφει μὲ πόνο στὸν Τιμόθεο, ἐκλεκτὸ συνεργάτη του, τὴν δεύτερη ἐπιστολή του. Μεταξῦ τῶν ἄλλων, τὸν πληροφορεῖ ὅτι ταλαιπωρεῖται καὶ πάσχει πρὸς χάριν τοῦ Εὐαγγελίου· «… κακοπαθῶ μέχρι δεσμῶν ὡς κακοῦργος ἀλλ’ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται».

Εἶναι δεμένος μὲ ἁλυσίδες σὰν κακοῦργος μέσα στὴ φυλακή, ἀλλὰ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ νὰ δεθεῖ. Δὲν ἐμποδίζεται ἀπὸ τίποτε, στὸ νὰ διαδίδεται καὶ νὰ κατακτᾶ ψυχές. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν προτρέπει στὴν ἴδια ἐπιστολή, νὰ κακοπαθεῖ καὶ ἐκεῖνος ὡς καλὸς στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀκόμη τοῦ παραγγέλλει αὐτὰ ποὺ ἔχει ἀκούσει καὶ διδαχθεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο, νὰ τὰ παραθέσει καὶ νὰ τὰ ἐμπιστευθεῖ ὡς ἀνεκτίμητο θησαυρὸ σὲ ἀξιόπιστους ἀνθρώπους, ποὺ εἶναι ἱκανοί, τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ νὰ τὸν διδάξουν καὶ σὲ ἄλλους.

Ἔτσι ἔκαναν καὶ οἱ χριστιανοὶ ποὺ ἔζησαν τοὺς πρώτους μετὰ Χριστὸν αἰῶνες καὶ ὁ ἅγιος Δημήτριος ὁ Μυροβλύτης, τοῦ ὁποίου τὴ μνήμη γιορτάζουμε τοῦτο τὸ μήνα. Εἶναι ἕνας τροπαιοῦχος ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ. Μπῆκε στὸ στάδιο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, γαλουχημένος ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς γονεῖς του, καὶ «ἤθλησε» σ’ αὐτὸ «νομίμως». Ἔτσι ἔγινε σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ «θείων καὶ ἀνθρωπίνων χαρίτων ἑστία» καὶ ζωντανὸ «ἄγαλμα» κάθε ἀρετῆς. Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ποὺ μὲ τὴ δική του ἐλεύθερη γνώμη ἐξάσκησε κάθε ἀρετή, συνέλαβε μέσα στὴν καρδιά του τὴν πίστη καὶ ἐμβάθυνε στὴ ζωὴ τοῦ Πνεύματος. Ἔτσι ἔγινε κατοικητήριο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ ἔλαβε ἀποστολικὴ καὶ προφητικὴ χάρη.

Ἀδέλφια μου, «ὁ Θεὸς τοῦ Δημητρίου», ποὺ ἐνδυνάμωσε τὸ Νέστορα ἀπέναντι στὸ Λυαῖο καὶ τοῦ ἔδωσε, ὅπως καὶ στὸ δάσκαλό του Δημήτριο, τὸ «στέφανο τοῦ μαρτυρίου», εἶναι ὁ Θεὸς τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι ὁ Θεὸς τῶν ἁγίων Πατέρων μας. Αὐτὸς ὁ Θεὸς μᾶς καλεῖ σὲ ἀγῶνες πνευματικούς. Ἀνοίγει στάδιο καὶ προτρέπει τοὺς «βουλομένους ἀθλῆσαι» νὰ εἰσέλθουν. Ἡ ἀθλητικὴ ὁμολογία εἶναι πολὺ προσφιλὴς στοὺς ὑμνογράφους τῆς Ἐκκλησίας καὶ γενικὰ στοὺς ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς. Μέσα στοὺς ὕμνους καὶ στὰ κείμενά τους, οἱ διάφορες μορφὲς καὶ φάσεις τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς παρομοιάζονται συχνὰ μὲ ἀθλητικοὺς ἀγῶνες, γιὰ τοὺς ὁποίους χρειάζεται ἐπιμελὴς προπόνηση καὶ γνώση τῶν «ἀθλητικῶν κανόνων», ὥστε στὴν κρίσιμη στιγμὴ τῶν ἀγώνων νὰ ἔχουμε τὴ δύναμη καὶ τὴ γνώση ποὺ εἶναι ἀπαραίτητες γιὰ τὴ νίκη.

Σήμερα δὲν ζοῦμε στὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου Δημητρίου, ποὺ ἦταν ἐποχὴ σκληρῶν διωγμῶν. Οὔτε βρισκόμαστε κάτω ἀπὸ ἀθεϊστικὰ καθεστῶτα. Κι ὅμως ἡ ὀρθόδοξη πίστη μας συκοφαντεῖται, περιφρονεῖται, διώκεται μὲ ὕπουλα μέσα. Ἀναπνέουμε μολυσμένο ἀέρα ἀπιστίας καὶ αἱρέσεων. Διαφαίνεται μάλιστα καὶ μία τάση νὰ ἀποστερήσουν ἀπὸ μᾶς τὸ δικαίωμα τῆς ἐξωτερικεύσεως τοῦ «Πιστεύω» μας. Ἐμεῖς, ὅμως, ὀφείλουμε μὲ διάθεση ἀκόμη καὶ μαρτυρικὴ νὰ τὸ πράττουμε. Ἐλπίδα μας ἡ διαβεβαίωση τοῦ Χριστοῦ μας. «Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· ὅστις δ’ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. ι΄ 32-33).

Ὅταν πιστεύω κάτι μὲ τὴν καρδιά μου, τὸ ὑποστηρίζω καὶ θυσιάζομαι γι’ αὐτὸ μέχρι θανάτου. Δὲν κρύβω τὴν πίστη μου στὸν Σωτήρα Κύριο «ὑπὸ τὸν μόδιον», ἀλλὰ τὴν θέτω «ἐπὶ τὴν λυχνίαν». Τὴν χριστιανικὴ ἀλήθεια τήν ὁμολογῶ, τὴν διαδίδω μὲ ὅλους τοὺς τρόπους καὶ τὰ μέσα ποὺ διαθέτω.

Μέσα στὸν κόσμο ποὺ ζῶ, προσφέρω ἁπλά, ταπεινά, μὲ ἀγάπη καὶ ἀνδρεία τὸν ζωντανὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη καταθέτω τὴ μαρτυρία μου μὲ ἑτοιμότητα καὶ βεβαιότητα. Ἀλλὰ ἡ μαρτυρία ποὺ μετράει πάρα πολὺ καὶ ἀποστομώνει τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή μας.

Μπορεῖ κανεὶς νὰ ἔχει τὶς καταπληκτικὲς ἱκανότητες τοῦ Ὠριγένη καὶ τὴν φιλοσοφικὴ δεξιότητα τοῦ Αὐγουστίνου, ἀλλὰ σὲ τίποτε δὲν θὰ ὠφελήσουν ὅλα αὐτὰ ἂν δὲν εἶναι «φῶς καὶ ἅλας». Ἂν δηλαδὴ δὲν ἔχει ὁ Χριστιανὸς φωτεινὸ παράδειγμα. Γιὰ νὰ καταθέσει κανεὶς μιὰ γνήσια μαρτυρία ὀρθόδοξη γιὰ τὸν Χριστό, χρειάζεται πρὸ παντὸς τὸ φωτεινὸ παράδειγμα τῆς ζωῆς του. Γιὰ νὰ εἶναι μάρτυρας Χριστοῦ «στῆς γαλήνης τοὺς καιροὺς» χρειάζεται νὰ ἔχει τὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ εἶχε ὁ ἅγιος Δημήτριος. Τὸ ἡρωικὸ στοιχεῖο, τὴ συνέπεια τοῦ πιστεύω του, τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ μεγάλη ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστό.

Ὁ ἅγιος Δημήτριος ἔδωσε δυναμικὰ τὴ μαρτυρία του γιὰ τὸν Χριστό. Καὶ ἀξιώθηκε νὰ σφραγίσει τὴν ἁγία ζωή του μὲ μαρτύριο. Ὁ ἅγιος Δημήτριος διήνυσε τὴν τελικὴ φάση τοῦ ἀγώνα του λογχιζόμενος στὰ πλευρά. Ἐμεῖς δὲ γνωρίζουμε ἀκόμη τὴν τελικὴ φάση τοῦ δικοῦ μας ἀγώνα. Στὴν ἐξέλιξή του πάντως ἀγωνιζόμαστε νὰ κρατηθοῦμε στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μὲ ταπεινὸ πνεῦμα, ὀρθὴ πίστη καὶ ἀγάπη γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους.

Της Κατερίνας Τσακίρη – Απόσπασμα από το Περιοδικό “Πειραϊκή Εκκλησία”, Τεύχος Οκτωβρίου 2014